Μπορείς να δεις και το διαδραστικό βίντεο με ερωτήσεις κατανόησης της Κωνσταντίνας Σάιτ εδώ
Γενικά για τις δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις
Ονοματικές λέγονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που είναι ισοδύναμες με:
α) ονόματα ουσιαστικά,
β) ονόματα επίθετα
γ) αντωνυμίες
και χρησιμοποιούνται ως όροι της πρότασης από την οποία εξαρτώνται, δηλαδή ως:
α) υποκείμενο,
β) αντικείμενο,
γ) κατηγορούμενο,
δ) προσδιορισμός.
Μερικές φορές μπορούν να αντικαταστήσουν ένα όνομα ή να αντικατασταθούν από ένα όνομα.
Παραδείγματα:
1) Είναι γνωστό ότι οι Κορίνθιοι ναυπήγησαν τριήρεις.
Η δευτερεύουσα πρόταση: «ότι οι Κορίνθιοι ναυπήγησαν τριήρεις» χρησιμοποιείται ως υποκείμενο της κύριας πρότασης.
(Ποιο είναι γνωστό = ότι οι Κορίνθιοι ναυπήγησαν τριήρεις.)
Θα μπορούσαμε να αντικαταστήσουμε τη δευτερεύουσα πρόταση με όνομα, π.χ.
Είναι γνωστή η ναυπήγηση τριήρεων από τους Κορινθίους.
2) Θέλω να φάω.
Η δευτερεύουσα πρόταση «να φάω» χρησιμοποιείται ως αντικείμενο της κύριας πρότασης.
(Τι θέλω = να φάω)
Θα μπορούσαμε να αντικαταστήσουμε τη δευτερεύουσα πρόταση με όνομα, π.χ.
Θέλω φαγητό.
3) Αυτό μόνο σου λέω, να κάτσεις φρόνιμα.
Η δευτερεύουσα πρόταση: «να κάτσεις φρόνιμα» χρησιμοποιείται ως προσδιορισμός (επεξήγηση) της αντωνυμίας αυτό.
Οι ονοματικές προτάσεις ανάλογα με την ιδιαίτερη σημασία τους και ανάλογα με τον σύνδεσμο που τις εισάγει χωρίζονται σε:
α) ειδικές,
β) βουλητικές,
γ) ενδοιαστικές,
δ) πλάγιες ερωτηματικές και
ε) ονοματικές αναφορικές.
Ειδικές λέγονται οι προτάσεις που εισάγονται με τους ειδικούς συνδέσμους ότι, πως, που.
Εξαρτώνται:
1ον από ρήματα:
α. λεκτικά, δηλαδή τα ρήματα που δηλώνουν λόγο, π.χ. λέω, ομολογώ, ισχυρίζομαι, υπόσχομαι, κατηγορώ, συκοφαντώ, ειδοποιώ, τηλεφωνώ, ανακοινώνω, γράφω, διαβάζω, σημειώνω, υπονοώ κ.ά.
• Μου ανακοίνωσε ότι παραιτήθηκε.
• Με ειδοποίησε ότι δεν θα έρθει στο πάρτι.
β. δεικτικά, δηλαδή τα ρήματα που έχουν τη σημασία του δείχνω, όπως: αποδεικνύω, δηλώνω, φανερώνω, παρασταίνω, πείθω, προσποιούμαι, παριστάνω κ.ά.
• Προσποιήθηκε ότι είναι άρρωστος.
• Της έδειξε ότι έκανε λάθος που πήγε στον χορό.
γ. αισθητικά, δηλαδή τα ρήματα που έχουν σχέση με τις αισθήσεις, π.χ. βλέπω, ακούω, νιώθω, καταλαβαίνω, παρατηρώ κ.ά.
• Νιώθω ότι δεν σου άρεσε το φαγητό.
• Κατάλαβε πως έπρεπε να φύγει.
δ. δοξαστικά, δηλαδή όσα έχουν τη σημασία του νομίζω, όπως: πιστεύω, υποθέτω, υποψιάζομαι, φαντάζομαι κ.ά.
• Υποψιάζομαι πως αυτός είναι ο κλέφτης.
• Να υποθέσω ότι συμφωνείς;
ε. γνωστικά, δηλαδή όσα σημαίνουν γνώση, π.χ. γνωρίζω, ξέρω, μαθαίνω, πληροφορούμαι, εννοώ, κατανοώ κ.ά.
• Μαθαίνω ότι δεν είσαι προσεκτικός στο σχολείο.
2ον
α. από αμετάβατα ρήματα στο γ' πρόσωπο ενικού, π.χ. με πειράζει, με ενοχλεί, μου φαίνεται κ.ά.
β. από απρόσωπα ρήματα, π.χ. λέγεται, φαίνεται, διαδίδεται, υποτίθεται κ. ά.
γ. απρόσωπες εκφράσεις, π.χ. είναι κρίμα, είναι ψέμα, είναι βέβαιο κ.ά.
δ. από περιφράσεις που έχουν συγγενική σημασία με τα ρήματα που προαναφέραμε, π.χ. έχω τη γνώμη, έχω την υποψία, έχω την πληροφορία, είμαι της γνώμης, είμαι βέβαιος, είμαι σίγουρος κ.ά.
• Λέγεται πως το αεροπλάνο θα έχει καθυστέρηση.
• Έχω τη γνώμη πως η στάση του δεν ήταν η σωστή.
• Είμαι βέβαιος πως εσύ φταις για όλα.
• Είναι ψέμα ότι ο μοναδικός φταίχτης ήταν ο Γιώργος.
3ον από ουσιαστικά που έχουν συγγενική σημασία με τα ρήματα που προαναφέραμε, π.χ.
γνώση, γνώμη, διάδοση, πληροφορία, αίσθηση, δήλωση, αντίληψη, υποψία, ελπίδα κ.ά.
• Αποδείχτηκε ψεύτικη η διάδοση, πως το αεροπλάνο θα έχει καθυστέρηση.
• Η πληροφορία, ότι θα πάρουμε τελικά το δάνειο, με ενθουσίασε.
4ον από αντωνυμίες δεικτικές και αόριστες ουδετέρου γένους, π.χ. αυτό, εκείνο, κάποιο, κάτι κ.ά.
• Όλοι το ξέρουν αυτό, ότι θα παντρευτεί την Ελένη.
• Μάλλον ξέχασες κάτι, πως κανείς δεν θα μας αφήσει να φύγουμε.
χρησιμοποιούνται:
α. ως υποκείμενο των απρόσωπων ρημάτων ή εκφράσεων, π.χ.
• Λέγεται πως το αεροπλάνο θα έχει καθυστέρηση.
• Θεωρείται βέβαιο πως η στάση του δεν ήταν η σωστή.
• Μου φαίνεται ότι δεν με ξέρεις καλά.
• Είναι βέβαιο ότι δεν με ξέρεις καλά.
β. ως αντικείμενο, π.χ.
• Υποψιάζομαι πως αυτός είναι ο κλέφτης.
• Προσποιήθηκε ότι είναι άρρωστος.
γ. ως επεξήγηση, π.χ.
• Αποδείχτηκε ψεύτικη η διάδοση, ότι το αεροπλάνο θα έχει καθυστέρηση.
• Όλοι το ξέρουν αυτό, ότι θα παντρευτεί την Ελένη.
δ. ως κατηγορούμενο (σπανιότερα) π.χ.
• Ο Νίκος φαίνεται ότι είναι βαριά άρρωστος.
ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ
1) Οι ειδικές προτάσεις μπορεί να εισάγονται και με το να, όταν το ρήμα της πρότασης από την οποία εξαρτώνται εκφράζει αμφιβολία, π.χ.
• Πιστεύω να έρθεις στο πάρτι (ότι θα έρθεις στο πάρτι).
• Είναι πιθανό να τα έφαγε όλα ο Γιώργος (ότι ο Γιώργος τα έφαγε όλα).
2) Μερικές φορές μπορεί να εισάγονται και με τον σύνδεσμο και, όταν το ρήμα της πρότασης από την οποία εξαρτώνται έχει τη σημασία του αισθάνομαι ή νομίζω, π.χ.
• Νομίζεις και έφυγε επίτηδες με τέτοιο τρόπο (ότι έφυγε…)
Βουλητικές λέγονται οι προτάσεις που εισάγονται με το μόριο να και συμπληρώσουν την έννοια ενός ρήματος ή, κάποιες φορές, ενός ονόματος.
Συμπληρώνουν:
1ον ρήματα:
α. βουλητικά, τα ρήματα δηλαδή που έχουν τη σημασία του θέλω, όπως: ζητώ, επιθυμώ, λαχταρώ, ποθώ, επιδιώκω κ.ά.
• Θέλω να φύγω.
• Σου ζήτησα να μου δώσεις το βιβλίο.
β. κελευστικά, δηλαδή όσα έχουν παρόμοια σημασία με αυτή του διατάζω, όπως: παραγγέλνω, παρακινώ, προειδοποιώ κ.ά.
• Τον προειδοποίησαν να μη φύγει.
γ. απαγορευτικά, όπως: απαγορεύω, εμποδίζω κ.ά.
• Σας απαγορεύω να καπνίζετε.
δ. αισθητικά, όπως: βλέπω, ακούω, καταλαβαίνω, νιώθω αισθάνομαι κ.ά.
• Βλέπω να τη βγάζουμε σήμερα χωρίς νερό.
ε. διάφορα άλλα ρήματα, π.χ. φοβάμαι, χαίρομαι, ντρέπομαι, σιχαίνομαι, αηδιάζω, αρχίζω, κινδυνεύω κ.ά.
• Φοβάμαι να πάω απ’ αυτόν τον δρόμο.
2ον
α. από αμετάβατα ρήματα στο γ' πρόσωπο ενικού, π.χ. με πειράζει, με ενοχλεί κ.ά.
β. από απρόσωπα ρήματα, π.χ. χρειάζεται, απαγορεύεται, πρέπει κ. ά.
γ. απρόσωπες εκφράσεις, π.χ. είναι κρίμα, είναι ψέμα, είναι βέβαιο, είναι ανάγκη, είναι ντροπή κ.ά.
δ. από περιφράσεις, π.χ. είμαι έτοιμος, είμαι άξιος, σκοπός του ήταν... κ.ά.
• Απαγορεύεται να καπνίζετε.
• Πρέπει να φύγετε.
• Είμαι ικανός να φάω ένα ψωμί στην καθισιά μου.
3ον
ουσιαστικά ή επίθετα με συγγενική σημασία με τα προηγούμενα ρήματα, π.χ. ανάγκη, σκοπός, έτοιμος, πρόθυμος κ.ά.
• Βρέθηκα στην ανάγκη να ζητήσω ένα κομμάτι ψωμί.
• Περίμεναν υπομονετικά, πρόθυμοι να βοηθήσουν.
4ον
αντωνυμίες, συνήθως δεικτικές ή αόριστες σε ουδέτερο γένος, αυτό, εκείνο κ.ά.
• Αυτό, να τον λυπούνται οι άλλοι, δεν το ήθελε.
5ον
μετά από τις προθέσεις: αντί, δίχως, χωρίς, ίσαμε και τις προθέσεις από, με, σε με το άρθρο (από το, με το, στο) μαζί με τις οποίες δηλώνουν διάφορες επιρρηματικές σχέσεις.
• Φύγαμε χωρίς να χαιρετήσει ο ένας τον άλλον.
• Μην καθυστερείς άλλο με το να τον περιμένεις άδικα.
χρησιμοποιούνται ως:
α. υποκείμενο των απρόσωπων ρημάτων ή εκφράσεων, π.χ.
• Απαγορεύεται να καπνίζετε.
• Είναι απαραίτητο να έρθεις.
• Θα ήταν καλύτερα να φύγεις τώρα.
• Πρέπει να έρθω;
β. αντικείμενο, π.χ.
• Ο Πέτρος θέλει να φύγει.
γ. επεξήγηση, π.χ.
• Ένα μόνο λαχταρώ, να σε δω με το πτυχίο του γιατρού.
• Μια επιθυμία είχε να με δει σπουδασμένο.
δ. ονοματικός προσδιορισμός π.χ.
• Τον χαρακτήριζε το πάθος να ταξιδεύει στις θάλασσες.
ε. επιρρηματικός προσδιορισμός μετά από προθέσεις, π.χ.
• Φύγαμε χωρίς να χαιρετήσει ο ένας τον άλλον.
ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ
Πολλά ρήματα συντάσσονται άλλοτε με ειδική πρόταση κι άλλοτε με βουλητική, π.χ.
• Πιστεύω ότι θα έρθει μαζί μας. - Πιστεύω να μ’ ακούσεις αυτή τη φορά.
• Αρκεί που ήρθες. – Αρκεί να έρθεις.
• Μου έγραψε ότι θα γυρίσει σύντομα. – Του έγραψα να γυρίσει αμέσως.
Ενδοιαστικές λέγονται οι προτάσεις που εισάγονται με τους διστακτικούς συνδέσμους μη (να μη), μήπως και εκφράζουν κάποιο φόβο, δισταγμό (ενδοιασμό) για κάτι δυσάρεστο που μπορεί να συμβεί ή να μη συμβεί.
Εξαρτώνται:
1ον από ρήματα:
α. που εκφράζουν φόβο ή ανησυχία, π.χ. φοβάμαι, ανησυχώ, τρέμω, τρομάζω, αγωνιώ κ.ά.
• Φοβάμαι μήπως πάθεις κάτι.
β. που εκφράζουν υποψία ή προφύλαξη, π.χ. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι, προσέχω, προφυλάγομαι κ.ά.
• Προφυλάξου από το κρύο μην αρρωστήσεις.
2ον απρόσωπα ρήματα ή περιφράσεις συγγενικής σημασίας με τα παραπάνω ρήματα, π.χ. τρομάζει, αγχώνει, με πιάνει φόβος, έχω την αγωνία, έχω την υποψία κ.ά.
• Τη νύχτα ξυπνώ έχοντας την αγωνία μήπως έπαθε κάτι το παιδί.
3ον ουσιαστικά συγγενικής σημασίας με τα παραπάνω ρήματα, π.χ. φόβος, αγωνία, υποψία, τρόμος, άγχος κ.ά.
• Ξύπνησε από τον φόβο, μην του κλέψουν το αμάξι.
4ον αντωνυμίες, συνήθως δεικτικές ή αόριστες σε ουδέτερο γένος, αυτό, εκείνο, ένα, κάτι κ.ά.
• Αυτό με τρομάζει, μήπως κτυπήσει έτσι που τρέχει σαν τρελός.
χρησιμοποιούνται ως:
α. αντικείμενο, π.χ.
• Ανησυχώ μήπως δεν έρθει σήμερα το πλοίο.
β. επεξήγηση, π.χ.
• Ένα με ανησυχεί, μήπως τον πιάσουν άδικα.
γ. υποκείμενο (σπάνια), π.χ.
• Με ανησυχεί πολύ μήπως δεν προλάβει το τελευταίο τρένο.
Γενικά για τις ερωτηματικές προτάσεις
Ποιες προτάσεις λέγονται ερωτηματικές; Ποια είναι η χρήση τους;
Ερωτηματικές είναι οι προτάσεις που τις χρησιμοποιούμε για να ζητήσουμε μια πληροφορία.
Παραδείγματα:
Πώς σε λένε;
Τι ώρα είναι;
Θα έρθεις στο σπίτι μου;
Άλλες χρήσεις των ερωτηματικών προτάσεων
Πέρα όμως από αυτή τη χρήση τους, με τις ερωτηματικές προτάσεις μπορούμε να επιτύχουμε κι άλλα αποτελέσματα.
1ον Να εκφράσουμε προσταγή ή παράκληση. Ας το δούμε αναλυτικότερα:
1.1. Αντί, λοιπόν, να πούμε «Μπείτε στην τάξη», μπορούμε να πούμε «Θα μπείτε στην τάξη;», αντί του «Δώσε μου το μολύβι σου», «Μου δίνεις το μολύβι σου;». Δηλαδή, τις χρησιμοποιούμε για να δώσουμε μια προσταγή.
1.2. Μπορούμε όμως να τις χρησιμοποιήσουμε και για να εκφράσουμε μια παράκληση, αντί να πούμε "Δώσε μου το μολύβι σου" μπορούμε να πούμε «Θα μπορούσες να μου δώσεις το μολύβι σου;»
2ον Μπορούμε να προτείνουμε κάτι, π.χ. «πάμε να φάμε;»
3ον Μπορούμε να αποδεχτούμε προτάσεις, π.χ. «γιατί όχι;»
4ον Να τις χρησιμοποιήσουμε στη θέση των επιφωνηματικών, δηλαδή,
4.1. να εκφράσουμε απορία, θαυμασμό. Έτσι, αντί να πούμε «Σήμερα περάσαμε υπέροχα!» μπορούμε να πούμε «Τι ήταν αυτό που περάσαμε σήμερα;»
4.2. να εκφράσουμε επίκριση, αγανάκτηση, π.χ. «Πόσο ακόμη θα σε περιμένω;» αντί του «Κουράστηκα να σε περιμένω!»
4.3. να εκφράσουμε δυσφορία, π.χ. «Δεν ντράπηκες να συμπεριφερθείς με τέτοιο τρόπο;» αντί του «Ντροπή σου!»
4.4. να εκφράσουμε θερμό πόθο για κάτι που αφορά το παρελθόν, π.χ. «Πιστεύεις δεν μετάνιωσα που δεν πήγα;», αντί του «Πόσο μετάνιωσα που δεν πήγα!»
5ον Μπορούμε ακόμη να τις χρησιμοποιήσουμε στη θέση των αποφαντικών, δηλαδή,
5.1. να δώσουμε μια πληροφορία με άλλα λόγια, με την εντελώς αντίθετη λειτουργία. Αντί να πούμε «Θέλω το καλό σου», σε ειδικές περιπτώσεις λέμε: «Νομίζεις δεν θέλω το καλό σου;»
5.2. να εκφράσουμε έντονη διαβεβαίωση, π.χ. «Δεν σου είπα ότι έτσι θα συμπεριφερθεί;» αντί του «Ήμουν σίγουρος πως θα συμπεριφερόταν έτσι.»
6ον Τέλος, να εκφράσουμε μια υπόθεση, π.χ. «Πώς να μη γελάσω με τόσα τρελά που λέει συνέχεια;»
Ευθείες και πλάγιες ερωτήσεις
• Όταν μια ερώτηση την απευθύνουμε άμεσα στον συνομιλητή μας, τότε λέγεται ευθεία ερώτηση.
Εισάγονται με ερωτηματικές αντωνυμίες, (τι, ποιος, –α, –ο, πόσος, –η, –ο) ή με ερωτηματικά επιρρήματα (πού, πότε, πώς, πόσο, μη, μήπως, άραγε, τάχα κ.λπ.), π.χ.
Τι ώρα είναι;
Πώς σε λένε;
Ποιος κέρδισε τον αγώνα;
Πού πας;
Στο τέλος της ευθείας ερώτησης βάζουμε ερωτηματικό(;)
• Όταν ένας ομιλητής μεταφέρει μια ερώτηση σε κάποιον άλλο, τότε λέγεται πλάγια ερώτηση, π.χ.
Με ρώτησε τι ώρα είναι.
Ζήτησε να του πω πώς με λένε.
Ήθελε να μάθει ποιος κέρδισε τον αγώνα.
Ρώτησε πού πάω.
Στο τέλος της πρότασης δεν βάζουμε ερωτηματικό.
Οι ερωτηματικές προτάσεις ανάλογα με τη σκοπιμότητα του ομιλητή
Όταν κάνουμε μια ερώτηση και περιμένουμε απάντηση, τότε η ερώτηση αυτή είναι γνήσια ερώτηση, π.χ.
Πώς σε λένε;
Πολλές φορές όμως κάνουμε ερωτήσεις από τις οποίες δεν περιμένουμε απάντηση. Αυτές τις ερωτήσεις τις διακρίνουμε σε δύο υποκατηγορίες:
α. ρητορικές ερωτήσεις: είναι οι ερωτήσεις που τις κάνει ο ομιλητής, για να διατυπώσει με έμφαση κάτι. Δεν περιμένει να του απαντήσει ο συνομιλητής του και πολλές φορές απαντάει ο ίδιος, π.χ.
1) «Τι κι αν δεν σ’ αρέσουν οι φακές;»
Ο ομιλητής μπορεί να αφήσει την ερώτηση αναπάντητη ή μπορεί να δώσει ο ίδιος τη συνέχεια, π.χ.
«Τι κι αν δεν σ’ αρέσουν οι φακές;» «θα τις φας και θα πεις κι ένα τραγούδι.»
2) Ρωτάει ο ομιλητής: «Τι είναι λοιπόν ο ρατσισμός;»
κι απαντάει ο ίδιος:
«Ρατσισμός είναι …»
β. ερωτήσεις προσταγής: είναι οι ερωτήσεις με τις οποίες ο ομιλητής διατυπώνει μια προσταγή ή μια παράκληση (δες θεωρία παραπάνω, περιπτώσεις 1.1 και 1.2), π.χ.
«Θα μπείτε στην τάξη;»
Ο ομιλητής δεν περιμένει να του απαντήσουν αν θα μπουν στην τάξη ή όχι, διατυπώνει την ερώτηση όχι για να τους ρωτήσει αν θα μπουν, αλλά για να τους διατάξει, εννοώντας "μπείτε στην τάξη."
Οι ερωτηματικές προτάσεις ανάλογα με το είδος των απαντήσεων
Μπορούμε να διακρίνουμε τις ερωτηματικές προτάσεις σε δύο κατηγορίες, ανάλογα με το είδος των απαντήσεων που επιδέχονται:
α. ερωτήσεις ολικής άγνοιας ή ανοιχτές: είναι οι ερωτήσεις στις οποίες η απάντηση μπορεί να δοθεί με ΝΑΙ ή ΟΧΙ, π.χ.
Θα φας; = ΝΑΙ
Νίκησε η ομάδα σου; = ΟΧΙ
β. ερωτήσεις μερικής άγνοιας ή κλειστές: είναι οι ερωτήσεις στις οποίες δεν μπορούμε να απαντήσουμε με ναι ή όχι, π.χ.
τι θα φας; = Φακές!
με πόσο νίκησε η ομάδα σου; = Νίκησε 5-3
Ποιος είναι ο Παπαθανασίου; = Κάποιος...
πώς σε λένε; = Γιάννη
πού θα πας το βράδυ; = Σινεμά
ΠΡΟΣΟΧΗ
Οι ερωτήσεις μερικής άγνοιας αρχίζουν με ερωτηματικές αντωνυμίες ή επιρρήματα.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Μια ερώτηση, ευθεία ή πλάγια, που εκφράζει ολική ή μερική άγνοια μπορεί να είναι διμελής, δηλαδή να αποτελείται από δύο ερωτηματικές προτάσεις που συνδέονται με τον διαχωριστικό σύνδεσμο ή, π.χ.
Θα έρθεις μαζί μας ή θα μείνεις στο σπίτι;
Με ρωτούσε επίμονα αν θα πάω μαζί τους ή θα μείνω στο σπίτι.
Η απάντηση που δίνουμε άλλοτε μπορεί να είναι σκέτο ΝΑΙ ή ΟΧΙ κι άλλοτε μπορεί να συνοδεύεται από το ρήμα της πρότασης, π.χ.
οι απαντήσεις στο προηγούμενο παράδειγμα θα μπορούσαν να είναι:
ΝΑΙ θα έρθω // ΟΧΙ δεν θα έρθω // ΟΧΙ δεν θα έρθω, θα μείνω στο σπίτι
Ακόμη, όταν μιλάμε με νεύρα, μπορούμε να κάνουμε μια διμελή ερώτηση, περιλαμβάνοντας και τις απαντήσεις του ΝΑΙ ή ΟΧΙ, π.χ.
Θα έρθεις τελικά μαζί μας, ναι ή όχι.
Όταν ένας ομιλητής μεταφέρει μια ευθεία ερώτηση σε κάποιον άλλο, τότε λέγεται πλάγια ερώτηση ή πλάγια ερωτηματική πρόταση.
Οι πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις είναι δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις και:
εξαρτώνται
Από ρήματα που σημαίνουν ερώτηση, απορία, αμφιβολία, γνώση, αίσθηση κ.λπ., π.χ. ρωτώ, εξετάζω, απορώ, θαυμάζω, αμφιβάλλω, λέω, εξηγώ, σκέφτομαι, δείχνω, θυμάμαι, γράφω, βλέπω, κοιτάζω, μαθαίνω, πληροφορούμαι, ακούω, υποθέτω, μαντεύω, καταλαβαίνω, υπολογίζω, προσπαθώ, πασχίζω κ.ά.
χρησιμοποιούνται:
α. ως αντικείμενο, π.χ.
Ρώτησε τι ώρα είναι.
Υπολόγισε πόσο κάνουν όλα αυτά.
Δεν ξέρω τι να πω.
β. ως υποκείμενο,π.χ.
Είναι απίστευτο πόσο με ταλαιπωρείς.
Είναι ανεξήγητο πώς δουλεύει αυτή η μηχανή.
Είναι ζήτημα αν έφαγε μισό πορτοκάλι.
γ. ως επεξήγηση ουσιαστικών με συγγενική σημασία με παραπάνω ρήματα, δεικτικών και αόριστων αντωνυμιών, π.χ.
Στην ερώτηση μου, αν θα έρθει μαζί μας, δεν απάντησε.
Αυτό δεν καταλαβαίνω, πού γυρνάει τέτοια ώρα.
Κάτι σκέφτηκα, μήπως τα κάνει όλα αυτά επίτηδες.
διακρίνονται
Σε πλάγιες ερωτηματικές ολικής άγνοιας και μερικής άγνοιας, ανάλογα με την απάντηση που επιδέχονται. (Δες θεωρία παραπάνω.)
Για να βρούμε σε ποια από τις δύο κατηγορίες κατατάσσονται, μετατρέπουμε την πλάγια ερώτηση σε ευθεία, π.χ.
Πλάγια ερώτηση: «Είναι ζήτημα αν έφαγε μισό πορτοκάλι»
Μετατροπή σε ευθεία: «Έφαγε μισό πορτοκάλι;»
Η απάντηση που θα δώσουμε είναι ή "ναι" ή "όχι"
Απαντήσαμε με ναι ή όχι, άρα είναι ολικής άγνοιας.)
Πλάγια ερώτηση: «Με ρώτησε τι ώρα είναι.»
Μετατροπή σε ευθεία: «Τι ώρα είναι;»
Η απάντηση που θα δώσουμε θα είναι περίπου έτσι: "Η ώρα είναι 10.00".
Δεν απαντήσαμε με ναι ή όχι, άρα είναι μερικής άγνοιας.
εισάγονται:
α. όταν είναι ολικής άγνοιας με το ερωτηματικό μόριο αν ή το μη, μήπως, μην τυχόν
Είναι ζήτημα αν έφαγε μισό πορτοκάλι.
Ρώτα τον περιπτερά μήπως ξέρει την οδό Αριστοτέλους.
β. όταν είναι μερικής άγνοιας με τις ερωτηματικές αντωνυμίες τι, ποιος, πόσος ή τα ερωτηματικά επιρρήματα πού, πότε, πώς, πόσο, άραγε, τάχα κ.λπ. ή τον σύνδεσμο γιατί.
Με ρώτησε τι ώρα είναι.
Ο αστυνομικός κατάλαβε ποιος ήταν ο ένοχος.
Πρέπει να μου πεις πού θα πάτε.
Δεν κατάλαβε γιατί ξεσπάνε οι πόλεμοι.
Γραμματική Νέας Ελληνικής Γλώσσας Α', Β' Γ' Γυμνασίου, Σωφρόνης Χατζησαββίδης - Αθανασία Χατζησαββίδου, ΟΕΔΒ, Αθήνα, Έκδοση Α, 2011 |
|
Νεοελληνική Γραμματική, Μανόλης Τριανταφυλλίδης, ΟΕΣΒ, Αθήνα, 1941 |
|
Γραμματική της Ελληνικής Γλώσσας, David Holton - Peter Mackridge - Ειρήνη Φιλιππάκη-Warburton, Πατάκης, Αθήνα, 1999 |
|
Γραμματική της Νέας Ελληνικής, Χρ. Κλαίρης - Γ. Μπαμπινιώτης, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2005 |
|
Γραμματική Ε, Στ Δημοτικού, Ειρήνη Φιλιππάκη-Warburton - Μιχ. Γεωργιαφέντης - Γεώργιος Κοτζόγλου - Μαργαρίτα Λουκά, ΟΕΔΒ, Αθήνα |
|
Εφαρμοσμένη Γραμματική της Δημοτικής και Συντακτικό, Γιάννη Β. Παπαναστασίου, Αθήνα, 1989 |
|
Συντακτικό της Νέας Ελληνικής, ΟΕΔΒ, Αθήνα, 1996, κα' έκδοση |
|
Νεοελληνική Γλώσσα Γ' Γυμνασίου, Γιάννης Παπαθανασίου, εκδ. Χαζτηθωμά, Θεσσαλονίκη, 2006 |