Δες την παρουσίαση για τους προσδιορισμούς ή το βίντεο
Οι επιρρηματικοί προσδιορισμοί γενικά
Οι επιρρηματικοί προσδιορισμοί στα αρχαία ελληνικά προσδιορίζουν κυρίως ρήματα αλλά και άλλα μέρη του λόγου, όπως επιρρήματα, αντωνυμίες και ονόματα.
Εκφράζουν ποικίλες σχέσεις: τόπο, χρόνο, ποσό, τρόπο, αιτία, μέσο ή όργανο, συνοδεία, αιτία, σκοπό, αναφορά, αποτέλεσμα, εναντίωση ή παραχώρηση, όρο ή προϋπόθεση, αξία ή ποσό, όργανο ή μέσο, καταγωγή, ύλη, συμφωνία, διαιρεμένο όλο, εχθρική κατεύθυνση, κατάσταση, εξουσία, ωφέλεια κ.ά.
Ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί χρησιμοποιούνται:
α) τα επιρρήματα > καθαρά επιρρηματικοί προσδιορισμοί, οι οποίοι εκφράζουν τις σχέσεις του χρόνου, του τόπου, του τρόπου και του ποσού.
β) οι πλάγιες πτώσεις
γ) τα προθετικά σύνολα > εμπρόθετοι επιρρηματικοί προσδιορισμοί
δ) το επιρρηματικό και το προληπτικό κατηγορούμενο
ε) το απαρέμφατο της αναφοράς και το απαρέμφατο του σκοπού
στ) οι επιρρηματικές μετοχές
ζ) οι επιρρηματικές προτάσεις
Τα χρονικά επιρρήματα που λειτουργούν ως καθαρά επιρρηματικοί προσδιορισμοί του χρόνου είναι τα εξής:
ἀεὶ / αἰεὶ (πάντα, αιωνίως), μήποτε (ποτέ), πρότερον (πρωτύτερα), ἄλλοτε, νῦν (τώρα), πρῲ / πρωὶ, ἀνέκαθεν (εξαρχής), ὁπηνίκα (όταν, οπόταν), πρῶτον, ἄρτι (μόλις πριν από λίγο), οὐκέτι (όχι πια), πώποτε (ποτέ ως τώρα), αὖ / αὖθις (πάλι), οὔποτε (ποτέ), σήμερον / τήμερον, αὐθημερὸν (την ίδια μέρα), οὔπω (όχι ακόμη), τέως (μέχρι τώρα, έως τότε), αὔριον, πάλαι (από παλιά, προ πολλού), τηνίκα (σ'εκείνο το χρόνο), αὐτίκα (αμέσως), πάλιν, τηνικάδε (τέτοια ώρα), εἶτα/ ἔπειτα (έπειτα), παραχρῆμα (αμέσως), τηνικαῦτα (ακριβώς τότε), ἔνθα / ἐνταῦθα, πέρυσι, τότε, ἔτι (ακόμη, σε αρν. προτ = πια), πηνίκα (ποια ώρα;), χθὲς, εὐθὺς, πότε, ὕστερον (ύστερα), ἔωθεν (από το πρωί), ποτὲ (κάποτε), ὕστατον (τελευταία), ἤδη (ήδη, πια), πρόσθεν (άλλοτε)
Παρατήρηση:
Το επίρρημα ἔτι σε προτάσεις που δηλώνουν άρνηση μεταφράζεται ως "πια", "πλέον"
Το επίρρημα ποτὲ ύστερα από ερωτηματική λέξη σημαίνει "άραγε", "τάχα", "τέλος πάντων"
Ο επιρρηματικός προσδιορισμός του τόπου αναλύεται στις εξής περιπτώσεις:
α) Στάση σε τόπο· εκφράζεται με τοπικά επιρρήματα, πολλά από τα οποία λήγουν κυρίως σε -θι, -σι, -ου:
ἀλλαχόθι (κάπου αλλού), ἀλλαχοῦ (σ’ άλλο μέρος), ἐκεῖ, ἄλλοθι (σ’ άλλο τόπο), αὐτοῦ (σ’ αυτό το μέρος), ἔνδον (στο εσωτερικό), ἀμφοτέρωθι (από τις δυο πλευρές), ὅπου / οὗ (οπουδήποτε), ἔνθα (εκεί), αὐτόθι (σ’ αυτό το μέρος), οὐδαμοῦ (πουθενά), ἐνθάδε (εδώ), ὄθι (όπου), πανταχοῦ (παντού), ἐνταῦθα (εδώ), πανταχόθι (από παντού), ποὺ (κάπου), ἔξω, πόθι (από πού), ποῦ (πού, σε ποιο μέρος), ἔσω / εἴσω (μέσα), Ἀθήνησιν (στην Αθήνα), ὑψοῦ (το ύψος), οἴκοι (στο σπίτι, στην πατρίδα), Θήβησιν (στη Θήβα), ἄγχι (κοντά), χαμαὶ (κάτω στη γη), θύρασι (στην πόρτα), ἐγγὺς (κοντά), ἀγχοῦ (κοντά), ἐδῶ
β) Κίνηση προς τόπο (κατεύθυνση)· εκφράζεται με τοπικά επιρρήματα που λήγουν κυρίως σε -οι, -σε, -δε, -ζε
ποῖ / ποι (σε κάποιον τόπο), ἐκεῖσε (προς τα κει), ὅποι (όπου), ἐνθάδε (προς τα εδώ), πανταχοῖ (σε κάθε τόπο), οἴκαδε / οἴκονδε (προς το σπίτι, προς την πατρίδα), ἐνταυθοῖ (προς τα κει), Μεγαράδε (προς τα Μέγαρα), ἄλλοσε / ἀλλαχόσε (προς άλλο μέρος), Ἀθήναζε (προς την Αθήνα), πάντοσε (προς όλα τα μέρη), δεῦρο (προς τα εδώ)
γ) Κίνηση από τόπο (αφετηρία, προέλευση)· εκφράζεται με επιρρήματα που λήγουν σε -θεν:
Ἀθήνηθεν (από την Αθήνα), ἕωθεν (από το πρωί), ἄλλοθεν (από αλλού), ἠῶθεν (από το πρωί), ἀμφοτέρωθεν (κι απ' τα δυο μέρη), ὅθεν (απ' όπου), ἄνωθεν, οἴκοθεν (από το σπίτι, από την πατρίδα), αὐτόθεν (από αυτό το μέρος), ὁπόθεν (απ' όπου), ἑκατέρωθεν (από καθένα από τα δύο μέρη), οὐδαμόθεν (από πουθενά), ἐκεῖθεν / ἔνθεν (από εκεί), πατρόθεν (από τον πατέρα), ἐντεῦθεν (από εδώ), πανταχόθεν (από παντού), ἔξωθεν (από έξω), πόθεν (από πού;), ἔσωθεν, ποθέν (από κάπου)
δ) Κίνηση διαμέσου ενός τόπου· εκφράζεται με τα δοτικοφανή επιρρήματα τόπου, (δηλαδή τη δοτική πτώση αντωνυμιών ή ονομάτων που λειτουργούν επιρρηματικά) με κατάληξη -ῃ:
γῇ (στο έδαφος), κύκλῳ (κυκλικά, τριγύρω), πῇ (σε ποιο μέρος), οὐδαμῇ (μέσα από κανένα μέρος), πῂ (σε κάποιο μέρος), ταύτῃ (μέσα απ' αυτό τον τόπο), ἄλλῃ (μέσα απ' άλλο τόπο), ᾖ / ὅπῃ (μέσα από κάπου), ἐκείνῃ (μέσα από εκείνο τον τόπο), τῇδε (σ' αυτό εδώ το μέρος)
Ο επιρρηματικός προσδιορισμός του τρόπου εκφράζεται με τα επιρρήματα:
α) εὖ (καλά), ἑξῆς (στη σειρά), ἑφεξῆς (κατά σειρά)
β) με αυτά που έχουν κατάληξη -ως· είναι τα επιρρήματα που παράγονται από αντωνυμίες, επίθετα ή μετοχές:
ἄλλως (διαφορετικά), ἡδέως (ευχαρίστως), σαφῶς, ἀδίκως - δικαίως, κακῶς, συμφερόντως, εἰκότως (εύλογα), καλῶς, σωφρόνως, ἐκείνως, ὁμολογουμένως, ταχέως (γρήγορα), ἑτέρως (διαφορετικά), οὐδαμῶς (με κανέναν τρόπο), τάχιστα, εὐγενῶς, οὕτως (έτσι), ὧδε / ὠδὶ (ως εξής), ἐσκεμμένως (επίτηδες), προσηκόντως (όπως πρέπει), ὡς / ὥσπερ (όπως ακριβώς)
γ) με αυτά που λήγουν σε -δην, -δον, -ί, -εί, -τί, -ξ:
ἄρδην (εντελώς), ἀναφανδὸν (φανερά), ἀμαχητὶ / ἀμαχεὶ (χωρίς μάχη), ἀριστίνδην (ανάλογα με την αξία), πρηνηδὸν (μπρούμυτα), ἀπνευστὶ (χωρίς αναπνοή), βάδην (βήμα-βήμα, με τα πόδια), σχεδὸν, ἐθελοντὶ (εθελοντικά), κρύβδην (κρυφά), τυχὸν (κατά τύχη, ίσως), ἑλληνιστὶ (κατά ελληνικό τρόπο, στην ελληνική γλώσσα), σποράδην (σκόρπια), ἀμισθὶ (χωρίς αμοιβή), ὀνομαστὶ (ονομαστικά), συλλήβδην (συνολικά), παμψηφεὶ (με όλες τις ψήφους), ἀναμὶξ (ανάκατα), τροχάδην (τρέχοντας), πανδημεὶ (με όλο το λαό), ἐναλλὰξ (διαδοχικά), φύρδην μίγδην (ανάκατα), ἀδακρυτὶ (χωρίς δάκρυα), πὺξ λὰξ (με γροθιές και κλοτσιές)
δ) με τα δοτικοφανή επιρρήματα (δηλαδή τη δοτική πτώση αντωνυμιών ή ονομάτων που λειτουργούν επιρρηματικά):
ἀκοῇ (σύμφωνα με τις φήμες), πανστρατιᾷ (με όλο το στρατό), βίᾳ (βίαια), πάντῃ (με κάθε τρόπο), δημοσίᾳ (με έξοδα του δημοσίου), πεζῇ (με τα πόδια), δρόμῳ (τρέχοντας, γρήγορα), προῖκᾳ (δωρεάν, χάρισμα), ἔργῳ (με έργα, στην πραγματικότητα), σιγῇ / σιωπῇ (σιωπηλά), εἰκῇ (τυχαία), σχολῇ (σιγά σιγά), ἰδίᾳ (ιδιαιτέρως, χωριστά), σπουδῇ (βιαστικά), κοινῇ (από κοινού), ταύτῃ (έτσι), κομιδῇ (πάρα πολύ), τῇδε (έτσι), λόγῳ (στα λόγια, θεωρητικά), φύσει (εκ φύσεως), ὄψει, φρονήσει
Ο επιρρηματικός προσδιορισμός του ποσού εκφέρεται:
α) με επιρρήματα
Μερικά από τα επιρρήματα που χρησιμοποιούνται ως καθαρώς επιρρηματικοί προσδιορισμοί του ποσού έχουν τις καταλήξεις -ς, -κις, -άκις και κάποια από αυτά είναι οι παρακάτω:
ἄγαν, μᾶλλον, πολὺ, ἅλις (αρκετά), μάλιστα (πάρα πολύ), κυρίως, ποσάκις (πόσες φορές), ἅπαξ (μία φορά), ὀλίγον, πόσον, δὶς (δύο φορές), οὐδὲν (καθόλου), σφόδρα (πάρα πολύ), εὖ (καλώς), οὕτω (τόσο), τοσάκις (τόσες φορές), ἥκιστα (καθόλου), πάνυ (πάρα πολύ), τοσοῦτον (τόσον πολύ), λίαν / μάλα (πολύ), πολλάκις (πολλές φορές), κ.ά.
β) με πλάγιες πτώσεις
1) Με γενική
Η γενική της αξίας ή του ποσού προσδιορίζει ρήματα όπως:
ἀγοράζω, ἀνταλλάσσω, ἀξιῶ, διδάσκω, ἐκτιμῶ, πιπράσκω (πουλώ), τιμῶ (ορίζω ως τιμή), τιμῶμαι, ὠνοῦμαι (αγοράζω) κ.ά.
2) Με δοτική
Η δοτική του ποσού, του μέτρου ή της διαφοράς συντάσσεται με ρήματα ή άλλες λέξεις που έχουν συγκριτική σημασία:
γ) Με επιρρηματική πρόταση
Οι πλάγιες πτώσεις ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί, Η γενική
Με τη γενική του χρόνου δηλώνεται το χρονικό διάστημα κατά το οποίο συμβαίνει ένα γεγονός· ως γενική του χρόνου χρησιμοποιούνται οι γενικές των ονομάτων που φανερώνουν υποδιαίρεση του χρόνου:
δείλης (το δειλινό), μηνὸς, ἔαρος (την άνοιξη), νυκτὸς, ἐνιαυτοῦ / ἔτους / ἐτῶν, ὀπώρας (φθινόπωρο), ἑσπέρας, ὄρθρου (ξημερώματα), ἡμέρας, χειμῶνος, θέρους, ὀλίγου / πολλοῦ χρόνου, μεσημβρίας, τοῦ λοιποῦ (στο εξής)
Η γενική της αιτίας προσδιορίζει ρήματα:
α) ψυχικού πάθους:
ἀγανακτῶ, ἄγαμαι (θαυμάζω), εὐδαιμονίζω / μακαρίζω (καλοτυχίζω), ζηλῶ, ἥδομαι, θαυμάζω, οἰκτίρω (λυπάμαι), ὀργίζομαι, χαίρω κ.ά.
β) δικανικής σημασίας:
αἰτῶμαι (κατηγορώ), ἁλίσκομαι (καταδικάζομαι), καταψηφίζομαι (καταδικάζω με την ψήφο μου, καταδικάζομαι),γράφομαι / διώκω (καταγγέλλω), δικάζω, καταγιγνώσκω (καταδικάζω), κατηγορῶ, φεύγω (κατηγορούμαι), κρίνομαι (δικάζομαι) κ.ά. Με τα ρήματα αυτά η γενική δηλώνει το έγκλημα για το οποίο κάποιος κατηγορείται ή δικάζεται, γι' αυτό και ονομάζεται και γενική του εγκλήματος.
Η γενική της αξίας ή του ποσού προσδιορίζει ρήματα όπως:
ἀγοράζω, ἀνταλλάσσω, ἀξιῶ, διδάσκω, ἐκτιμῶ, πιπράσκω (πουλώ), τιμῶ (ορίζω ως τιμή), τιμῶμαι, ὠνοῦμαι (αγοράζω) κ.ά.
Προσδιορίζει ρήματα δικανικής σημασίας που δηλώνουν την ποινή που προτείνεται ή επιβάλλεται, όπως:
τιμῶ (ορίζω ως ποινή), τιμῶμαι (προτείνω ως ποινή), ὑπάγω (καταγγέλλω για έγκλημα που τιμωρείται) κ.ά.
Η χρήση της είναι περιορισμένη, επειδή ως προσδιορισμοί του τόπου χρησιμοποιούνται τοπική ή δοτικοφανή επιρρήματα.
Ως γενική του σκοπού χρησιμοποιείται η γενική έναρθρου απαρέμφατου.
Οι πλάγιες πτώσεις ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί, Η δοτική
Προσδιορίζει κυρίως ρήματα ψυχικού πάθους, όπως:
ἀγάλλομαι, ἀθυμῶ, αἰσχύνομαι, ἄχθομαι, ἥδομαι, λυποῦμαι, μεταμέλομαι, χαίρω, χαλεπαίνω / χαλεπῶς φέρω (οργίζομαι, αγανακτώ) κ.ά.
Ως δοτική του τόπου χρησιμοποιείται:
1) η δοτική των τοπωνυμίων και δηλώνει στάση σε τόπο:
Δελφοῖς, Ἐλευσῖνι, Ἰσθμοῖ, Μαραθῶνι, Νεμέᾳ, Πλαταιαῖς, Σαλαμῖνι κ.ά.
2) η δοτική πτώση αντωνυμιών ή ονομάτων που λειτουργούν επιρρηματικά με κατάληξη -ῃ (δοτικοφανή επιρρήματα τόπου)· δηλώνει τη στάση σε τόπο ή κίνηση διαμέσου ενός τόπου (διέλευση):
γῇ (στο έδαφος), κύκλῳ (κυκλικά, τριγύρω), πῇ (σε ποιο μέρος), οὐδαμῇ (μέσα από κανένα μέρος), πῂ (σε κάποιο μέρος), ταύτῃ (μέσα απ' αυτό τον τόπο), ἄλλῃ (μέσα απ' άλλο τόπο), ᾖ / ὅπῃ (μέσα από κάπου), ἐκείνῃ (μέσα από εκείνο τον τόπο), τῇδε (σ' αυτό εδώ το μέρος)
Η δοτική του χρόνου δηλώνει το χρονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο συμβαίνει αυτό που εκφράζει το ρήμα. Τέτοιες δοτικές είναι:
1) Οι δοτικές ονομάτων εορτών, όπως:
Διονυσίοις, Ἐλευσινίοις, Παναθηναίοις κ.ά.
2) Οι δοτικές ονομάτων που δηλώνουν χρονική διαίρεση, όπως:
ἔτει, ἡμέρᾳ, θέρει, μηνί, νυκτί, χρόνῳ, τῇ προτεραίᾳ / τῇ ὑστεραία
Η δοτική της συνοδείας δηλώνει το πρόσωπο, το πράγμα ή τις συνθήκες που συνοδεύουν το υποκείμενο του ρήματος σε κάποια ενέργειά του. Χρησιμοποιείται μαζί με ρήματα που δηλώνουν κίνηση, όπως:
ἀφικνοῦμαι, βαδίζω, βαίνω, ἐλαύνω, ἔρχομαι, πλέω, πορεύομαι, στρατεύω κ.ά.
Κάποιες από τις λέξεις που χρησιμοποιούνται ως δοτικές της συνοδείας είναι οι εξής:
ἀνδράσι, ναυτικῷ, στόλῳ, δυνάμει, ὁπλίταις, στρατεύματι / στρατιᾷ, ἱππεῦσι, πεζῷ, στρατῷ, ἵππῳ, πλήθει, στρατιώταις, ναυσὶ, πρεσβείᾳ, τριήρεσι κ.ά.
Η δοτική της αναφοράς συντάσσεται με ρήματα που δηλώνουν σύγκριση, διαφορά, υπεροχή και μεταφράζεται με τα "ως προς", "σε":
Δηλώνει το εργαλείο (κάτι υλικό) ή το μέσο (κάτι αφηρημένο) με το οποίο γίνεται αυτό που σημαίνει το ρήμα:
Η δοτική του ποσού, του μέτρου ή της διαφοράς συντάσσεται με ρήματα ή άλλες λέξεις που έχουν συγκριτική σημασία:
Μπορεί να είναι η δοτική κάθε ονόματος και συνηθέστερα η δοτική τρόπῳ. Εκφέρεται επίσης και με τα δοτικοφανή επιρρήματα (δηλαδή τη δοτική πτώση αντωνυμιών ή ονομάτων που λειτουργούν επιρρηματικά):
ἀκοῇ (σύμφωνα με τις φήμες), πανστρατιᾷ (με όλο το στρατό), βίᾳ (βίαια), πάντῃ (με κάθε τρόπο), δημοσίᾳ (με έξοδα του δημοσίου), πεζῇ (με τα πόδια), δρόμῳ (τρέχοντας, γρήγορα), προῖκᾳ (δωρεάν, χάρισμα), ἔργῳ (με έργα, στην πραγματικότητα), σιγῇ / σιωπῇ (σιωπηλά), εἰκῇ (τυχαία), σχολῇ (σιγά σιγά), ἰδίᾳ (ιδιαιτέρως, χωριστά), σπουδῇ (βιαστικά), κοινῇ (από κοινού), ταύτῃ (έτσι), κομιδῇ (πάρα πολύ), τῇδε (έτσι), λόγῳ (στα λόγια, θεωρητικά), φύσει (εκ φύσεως), ὄψει, φρονήσει.
Οι πλάγιες πτώσεις ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί, Η αιτιατική
Η αιτιατική της αναφοράς μπορεί να προσδιορίζει κάθε ρήμα και κυρίως όσα σημαίνουν ομοιότητα ή διαφορά. Ως αιτιατικές της αναφοράς χρησιμοποιούνται οι παρακάτω λέξεις και μεταφράζονται με τα "ως προς", "σε":
τὸ γένος, ταῦτα, τὸ μέγεθος, τὴν γνώμην, τὴν φύσιν, τὸ πλῆθος, τὴν διάνοιαν, τὴν ψυχὴν, τὸ σῶμα, τὸ εἶδος, τὸ δέμας (στο σώμα), τὸν ἀριθμὸν, τὰ ἄλλα / τἆλλα, τὸ ἐπὶ σε (όσο εξαρτάται από σένα), τὸν δάκτυλον, τὰ ὄμματα, τὸ εὖρος, τὸν ὀφθαλμὸν.
Η αιτιατική του χρόνου δηλώνει χρονική διαίρεση ή χρονική διάρκεια. Συνηθισμένες αιτιατικές του χρόνου είναι οι εξής:
ἔτος / ἔτη, τὸ κατ' ἀρχὰς, ἐνιαυτὸν (για ένα χρόνο), τὸ πάλαι / τὸ παλαιὸν (την/από την παλιά εποχή), ἡμέραν / ἡμέρας, τὸ πλέον (τον περισσότερο καιρό), νύκτα / νύκτας, τὸ πρῶτον (στην αρχή, πρώτα πρώτα), τὴν ἀρχὴν (αρχικά), τὸ πρότερον (πρωτύτερα), τὸ θέρος, τὸ τελευταῖον (στο τέλος), τὸ ἀρχαῖον (την παλιά εποχή), χρόνον, τὸ νῦν (τώρα), κ.ά.
Η αιτιατική του τόπου δηλώνει τοπική απόσταση ή τοπική έκταση:
Συνηθισμένες αιτιατικές του τόπου είναι οι εξής:
δίκην, τὴν ταχίστην (πολύ γρήγορα), δωρεὰν, ἐκεῖνον / τόνδε / τοῦτον τὸν τρόπον, κύκλον (κυκλικά), τὸ σύμπαν (γενικά), προῖκα (ως δώρο), ὅν τρόπον (με ποιον τρόπο; / με όποιον τρόπο), τὴν εὐθεῖαν (κατευθείαν), πάντα / τίνα / τὸν αὐτὸν τρόπον (με κάθε / με ποιον; / με τον ίδιο τρόπο), τὴν πρώτην (αμέσως), τρόπον τινὰ (κατά κάποιο τρόπο)
Η αιτιατική της αιτίας προσδιορίζει ρήματα δικανικής σημασίας, ψυχικού πάθους ή άλλα των οποίων η έννοια χρειάζεται αιτιολόγηση. Ως αιτιατική της αιτίας χρησιμοποιείται συχνά και η αιτιατική του ουδέτερου δεικτικής, αναφορικής ή ερωτηματικής αντωνυμίας:
Η αιτιατική του σκοπού εκφέρεται με το ουδέτερο δεικτικής, αναφορικής ή ερωτηματικής αντωνυμίας και συντάσσεται κυρίως με ρήματα κίνησης:
Η αιτιατική της ποινής συντάσσεται με ρήματα που έχουν τη σημασία του "καταδικάζω":
Η δοτική όταν βρίσκεται κοντά σε ρήμα, χωρίς να είναι αντικείμενό της, είναι δοτική προσωπική. Η δοτική αυτή είναι έξι ειδών:
α. δοτική προσωπική χαριστική κτητική
Βρίσκεται κοντά στα ρήματα εἰμί, ὑπάρχω, γίγνομαι και φανερώνει το πρόσωπο που κατέχει κάτι, π.χ.
Ἄλλοις μέν χρήματά ἐστι πολλὰ ἡμῖν δὲ ξύμμαχοι ἀγαθοί.
(Μτφρ. Άλλοι έχουν πολλά χρήματα, εμείς όμως έχουν γενναίους συμμάχους.)
(Σημ. τα ρήματα εἰμί, ὑπάρχω, γίγνομαι παίρνουν τη σημασία του έχω)
β. δοτική προσωπική χαριστική ή αντιχαριστική
Φανερώνει το πρόσωπο που για χάρη ή βλάβη του γίνεται αυτό που εκφράζει το ρήμα, π.χ.
Ἄλλο δὲ στράτευμα συνελέγετο αὐτῷ τῇ Χερρονήσῳ
(Μτφρ. Άλλο στράτευμα συγκεντρωνόταν για χάρη του στη Χερσόνησο.)
Πάντες κακὰ νοοῦσι τῷ τυράννῳ.
(Μτφρ. Όλοι σκέφτονται κακά για τον τύραννο.)
γ. δοτική προσωπική ηθική
Φανερώνει το πρόσωπο που για χαρά ή για λύπη του γίνεται αυτό που εκφράζει το ρήμα. Συνήθως χρησιμοποιείται η προσωπική αντωνυμία του α' ή του β' προσώπου. Π.χ.
Ἐπανέλθομεν εἴ σοι ἡδομένῳ ἐστίν.
(Μτφρ. Ας γυρίσουμε αφού σου αρέσει)
δ. δοτική προσωπική της συμπαθείας
Φανερώνει το πρόσωπο που συμμετέχει σ' αυτό που εκφράζει το ρήμα, π.χ.
Διέφθαρτο τῷ Κροίσῳ ἡ ἐλπίς.
(Μτφρ. Του Κροίσου του χάθηκε η ελπίδα)
ε. δοτική προσωπική της αναφοράς ή του κρίνοντος προσώπου
Φανερώνει το πρόσωπο σχετικά με το οποίο ή κατά την κρίση του οποίου αληθεύει αυτό που εκφράζει το ρήμα.
Πάντες οἱ ποταμοὶ προϊοῦσι πρὸς τὰς πηγὰς διαβατοὶ γίγνονται.
(Μτφρ. Όλοι οι ποταμοί όσον αφορά αυτούς που βαδίζουν προς τις πηγές γίνονται διαβατοί.)
Ἐπίδαμνός ἐστι πόλις ἐν δεξιᾷ ἐσπλέοντι τὸν Ἰόνιον κόλπον.
(Μτφρ. Η Επίδαμνος είναι πόλη προς τα δεξιά, όσον αφορά αυτόν που πλέει προς τον Ιόνιο κόλπο.)
στ. Δοτική προσωπική του ενεργούντος προσώπου ή του ποιητικού αιτίου
Φανερώνει το πρόσωπο που ενεργεί· βρίσκεται κοντά στα ρηματικά επίθετα σε -τός και -τέος και τα παθητικά ρήματα παρακείμενου και υπερσυντέλικου, ή κοντά σε μερικά απρόσωπα ρήματα όπως: μέλει, μεταμέλει, δεῖ, παρεσκεύασται, κ.λ.π. π.χ.
Οὐ βιωτὸν ἡμῖν ἔσται μετὰ διεφθαρμένου σώματος.
(Μτφρ. Δεν είναι δυνατό να ζήσουμε με κατεστραμμένο σώμα.)
Χρόνῳ δέ ποτε ὕστερον μετέμελεν αὐτοῖς.
(Μτφρ. Μετά από ένα χρονικό διάστημα αυτοί μετανόησαν.)
Συντακτικό Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας Α', Β', Γ' Γυμνασίου, Πολυξένη Μπίλλα, ΟΕΔΒ, Αθήνα, Έκδοση Α 2007
Συντακτικό της Αρχαίας Ελληνικής, Α. Β. Μουμτζάκης, ΟΕΔΒ, Αθήνα, Έκδοση 2006
Συντακτικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (σε 66 ενότητες), Ν.Σπ. Ασωνίτη, Β.Δ. Αναγνωστόπουλου, Αθήνα χ.χ.
Συντακτικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας, Λιναρδής Ιωάννης, εκδ. Χατζηθωμά, Θεσσαλονίκη, 2009
Συντακτικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας, Καραδήμος Ιωάννης, εκδ. Φίλιππος, Θεσσαλονίκη, 1992
Συντακτικόν της Ελληνικής Γλώσσης, Κωνσταντίνος Σ. Κατεβαίνης, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα, 1978