Δες την παρουσίαση για τους προσδιορισμούς ή το βίντεο
Οι επιρρηματικοί προσδιορισμοί γενικά
Οι επιρρηματικοί προσδιορισμοί στα αρχαία ελληνικά προσδιορίζουν κυρίως ρήματα αλλά και άλλα μέρη του λόγου, όπως επιρρήματα, αντωνυμίες και ονόματα.
Εκφράζουν ποικίλες σχέσεις: τόπο, χρόνο, ποσό, τρόπο, αιτία, μέσο ή όργανο, συνοδεία, αιτία, σκοπό, αναφορά, αποτέλεσμα, εναντίωση ή παραχώρηση, όρο ή προϋπόθεση, αξία ή ποσό, όργανο ή μέσο, καταγωγή, ύλη, συμφωνία, διαιρεμένο όλο, εχθρική κατεύθυνση, κατάσταση, εξουσία, ωφέλεια κ.ά.
Ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί χρησιμοποιούνται:
α) τα επιρρήματα > καθαρά επιρρηματικοί προσδιορισμοί, οι οποίοι εκφράζουν τις σχέσεις του χρόνου, του τόπου, του τρόπου και του ποσού.
β) οι πλάγιες πτώσεις
γ) τα προθετικά σύνολα > εμπρόθετοι επιρρηματικοί προσδιορισμοί
δ) το επιρρηματικό και το προληπτικό κατηγορούμενο
ε) το απαρέμφατο της αναφοράς και το απαρέμφατο του σκοπού
στ) οι επιρρηματικές μετοχές
ζ) οι επιρρηματικές προτάσεις
Στη συνέχεια παρουσιάζονται οι σημαντικότερες επιρρηματικές σχέσεις:
Ο επιρρηματικός προσδιορισμός του χρόνου εκφέρεται:
α) Με τα χρονικά επιρρήματα που λειτουργούν ως καθαρά επιρρηματικοί προσδιορισμοί του χρόνου και είναι τα εξής:
ἀεὶ / αἰεὶ (πάντα, αιωνίως), μήποτε (ποτέ), πρότερον (πρωτύτερα), ἄλλοτε, νῦν (τώρα), πρῲ / πρωὶ, ἀνέκαθεν (εξαρχής), ὁπηνίκα (όταν, οπόταν), πρῶτον, ἄρτι (μόλις πριν από λίγο), οὐκέτι (όχι πια), πώποτε (ποτέ ως τώρα), αὖ / αὖθις (πάλι), οὔποτε (ποτέ), σήμερον / τήμερον, αὐθημερὸν (την ίδια μέρα), οὔπω (όχι ακόμη), τέως (μέχρι τώρα, έως τότε), αὔριον, πάλαι (από παλιά, προ πολλού), τηνίκα (σ'εκείνο το χρόνο), αὐτίκα (αμέσως), πάλιν, τηνικάδε (τέτοια ώρα), εἶτα/ ἔπειτα (έπειτα), παραχρῆμα (αμέσως), τηνικαῦτα (ακριβώς τότε), ἔνθα / ἐνταῦθα, πέρυσι, τότε, ἔτι (ακόμη, σε αρν. προτ = πια), πηνίκα (ποια ώρα;), χθὲς, εὐθὺς, πότε, ὕστερον (ύστερα), ἔωθεν (από το πρωί), ποτὲ (κάποτε), ὕστατον (τελευταία), ἤδη (ήδη, πια), πρόσθεν (άλλοτε)
Παρατήρηση:
Το επίρρημα ἔτι σε προτάσεις που δηλώνουν άρνηση μεταφράζεται ως "πια", "πλέον"
Το επίρρημα ποτὲ ύστερα από ερωτηματική λέξη σημαίνει "άραγε", "τάχα", "τέλος πάντων"
β) Με πλάγιες πτώσεις:
1) Με γενική
η γενική των ονομάτων με την οποία δηλώνεται το χρονικό διάστημα κατά το οποίο συμβαίνει ένα γεγονός· ως γενική του χρόνου χρησιμοποιούνται οι γενικές των ονομάτων που φανερώνουν υποδιαίρεση του χρόνου:
δείλης (το δειλινό), μηνὸς, ἔαρος (την άνοιξη), νυκτὸς, ἐνιαυτοῦ / ἔτους / ἐτῶν, ὀπώρας (φθινόπωρο), ἑσπέρας, ὄρθρου (ξημερώματα), ἡμέρας, χειμῶνος, θέρους, ὀλίγου / πολλοῦ χρόνου, μεσημβρίας, τοῦ λοιποῦ (στο εξής)
2) Με δοτική
Η δοτική των ονομάτων· δηλώνει το χρονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο συμβαίνει αυτό που εκφράζει το ρήμα.
Τέτοιες δοτικές είναι:
1) Οι δοτικές ονομάτων εορτών, όπως:
Διονυσίοις, Ἐλευσινίοις, Παναθηναίοις κ.ά.
2) Οι δοτικές ονομάτων που δηλώνουν χρονική διαίρεση, όπως:
ἔτει, ἡμέρᾳ, θέρει, μηνί, νυκτί, χρόνῳ, τῇ προτεραίᾳ / τῇ ὑστεραία
3) Με αιτιατική
Η αιτιατική των ονομάτων· δηλώνει χρονική διαίρεση ή χρονική διάρκεια.
Συνηθισμένες αιτιατικές του χρόνου είναι οι εξής:
ἔτος / ἔτη, τὸ κατ' ἀρχὰς, ἐνιαυτὸν (για ένα χρόνο), τὸ πάλαι / τὸ παλαιὸν (την/από την παλιά εποχή), ἡμέραν / ἡμέρας, τὸ πλέον (τον περισσότερο καιρό), νύκτα / νύκτας, τὸ πρῶτον (στην αρχή, πρώτα πρώτα, τὴν ἀρχὴν (αρχικά), τὸ πρότερον (πρωτύτερα), τὸ θέρος, τὸ τελευταῖον (στο τέλος), τὸ ἀρχαῖον (την παλιά εποχή), χρόνον, τὸ νῦν (τώρα), κ.ά.
γ) Με επιρρηματική πρόταση
δ) Με επιρρηματική μετοχή
ε) Με επιρρηματικό κατηγορούμενο
στ) Με εμπρόθετο προσδιορισμό
1) διάρκεια
ἐν + δοτική: Ἐν ταῖς σπονδαῖς βασιλεὺς οὐ μαχεῖται.
ἀνὰ + αιτιατική: Οἱ δὲ ἀνὰ τὰς προτέρας ἡμέρας ἐμάχοντο.
διὰ + γενική: Διὰ παντὸς ἀεὶ τοῦ χρόνου δόξαν κέκτησθε καλήν.
κατὰ + γενική: Κατὰ παντὸς τοῦ αἰῶνος ἀείμνηστον καταλείψει τὴν κρίσιν.
κατὰ + αιτιατική: Κατὰ δὲ τὸν αὐτὸν καιρὸν Ἀχαιοὶ τοὺς ἐποίκους προέδοσαν.
ἐπὶ + γενική: Ἐπὶ Ἀλκισθένους ἀφικνεῖται ὁ Φιλώνδας ἐκ τῆς Μακεδονίας.
ἐπὶ + δοτική: Τοῦτον εἰλήφατ' ἐπ' αὐτοφώρῳ ταῦτα πεποιηκότα.
ἐπὶ + αιτιατική: Τὀ γὰρ Ῥήγιον ἐπὶ πολὺν χρόνον ἐστασίαζε.
παρὰ + δοτική: Δεῖ τοῖς φίλοις παρὰ τὰς χρείας τὰς βοηθείας παρέχεσθαι.
ὑπὸ + αιτιατική: Ὑπὸ νύκτα ἐπορεύοντο οἱ ὁπλῖται.
2) χρονική αφετηρία
ἀπὸ + γενική: Ἀπὸ τοῦδε τοῦ χρόνου διατελεῖ στρατηγὸς ὦν.
ἐκ + γενική: Τέθραμμαι ἐκ παιδὸς παρ' ὑμῖν.
διὰ + γενική: Τὴν δύναμιν οὐ διὰ μακροῦ τὴν πάλαι ἀνέλαβεν.
3) το προτερόχρονο
πρὸ + γενική: Κατέφυγεν εἰς Αἴγιναν μικρὸν πρὸ ἡλίου δυσμῶν.
4) το σύγχρονο
μετὰ + αιτιατική: Μετ' ἀνακωχῆς οὐ βεβαίου ἔβλαπτον ἀλλήλους.
5) χρονικό όριο
εἰς + αιτιατική: Καὶ ἡ ναυμαχία ἐτελεύτα ἐς νύκτα.
ἄχρι + γενική: Ἄχρι τῆς τήμερον ἡμέρας οὐδὲν πρᾶξαι δυνάμεθα.
μέχρι + γενική: Οἱ Ἀθηναῖοι ἐναυμάχησαν μέχρι δείλης.
6) χρονικό τέλος
διὰ + γενική: Τοιαύτην διὰ τέλους γνώμην ἔχω.
7) χρόνο κατά προσέγγιση
ἀμφὶ + αιτιατική: Καὶ ἤδη μὲν ἀμφὶ ἡλίου δυσμὰς ἦν.
περὶ + αιτιατική: Διαβέβληται ἡ πόλις περὶ τοὺς νυνὶ καιρούς.
πρὸς + αιτιατική: πρὸς ἑσπέραν (προς το βράδυ)
8) χρονικό σημείο
ἐπὶ + δοτική: Ἐπ' ἐξόδῳ πρὸς αὐτοὺς αἱ σπονδαὶ ἦσαν.
9) χρονική ακολουθία
ἐπὶ + δοτική: Ἀνέστη δ' ἐπ' αὐτῷ Χρυσάντας καὶ εἶπεν.
μετὰ + αιτιατική: Λέγε δὲ τὴν ἐπιστολὴν ἥν ἔπεμψε Φίλιππος μετὰ ταῦτα.
Ο επιρρηματικός προσδιορισμός του τόπου εκφέρεται:
α) Με τα επιρρήματα
Ο επιρρηματικός προσδιορισμός του τόπου με επιρρήματα αναλύεται στις εξής περιπτώσεις:
1) Στάση σε τόπο· εκφράζεται με τοπικά επιρρήματα, πολλά από τα οποία λήγουν κυρίως σε -θι, -σι, -ου:
ἀλλαχόθι (κάπου αλλού), ἀλλαχοῦ (σ’ άλλο μέρος), ἐκεῖ, ἄλλοθι (σ’ άλλο τόπο), αὐτοῦ (σ’ αυτό το μέρος), ἔνδον (στο εσωτερικό), ἀμφοτέρωθι (από τις δυο πλευρές), ὅπου / οὗ (οπουδήποτε), ἔνθα (εκεί), αὐτόθι (σ’ αυτό το μέρος), οὐδαμοῦ (πουθενά), ἐνθάδε (εδώ), ὄθι (όπου), πανταχοῦ (παντού), ἐνταῦθα (εδώ), πανταχόθι (από παντού), ποὺ (κάπου), ἔξω, πόθι (από πού), ποῦ (πού, σε ποιο μέρος), ἔσω / εἴσω (μέσα), Ἀθήνησιν (στην Αθήνα), ὑψοῦ (το ύψος), οἴκοι (στο σπίτι, στην πατρίδα), Θήβησιν (στη Θήβα), ἄγχι (κοντά), χαμαὶ (κάτω στη γη), θύρασι (στην πόρτα), ἐγγὺς (κοντά), ἀγχοῦ (κοντά), ἐδῶ
2) Κίνηση προς τόπο (κατεύθυνση)· εκφράζεται με τοπικά επιρρήματα που λήγουν κυρίως σε -οι, -σε, -δε, -ζε
ποῖ / ποι (σε κάποιον τόπο), ἐκεῖσε (προς τα κει), ὅποι (όπου), ἐνθάδε (προς τα εδώ), πανταχοῖ (σε κάθε τόπο), οἴκαδε / οἴκονδε (προς το σπίτι, προς την πατρίδα, ἐνταυθοῖ (προς τα κει), Μεγαράδε (προς τα Μέγαρα), ἄλλοσε / ἀλλαχόσε (προς άλλο μέρος), Ἀθήναζε (προς την Αθήνα), πάντοσε (προς όλα τα μέρη), δεῦρο (προς τα εδώ)
3) Κίνηση από τόπο (αφετηρία, προέλευση)· εκφράζεται με επιρρήματα που λήγουν σε -θεν:
Ἀθήνηθεν (από την Αθήνα), ἕωθεν (από το πρωί), ἄλλοθεν (από αλλού), ἠῶθεν (από το πρωί), ἀμφοτέρωθεν (κι απ' τα δυο μέρη), ὅθεν (απ' όπου), ἄνωθεν, οἴκοθεν (από το σπίτι, από την πατρίδα, αὐτόθεν (από αυτό το μέρος), ὁπόθεν (απ' όπου), ἑκατέρωθεν (από καθένα από τα δύο μέρη), οὐδαμόθεν (από πουθενά), ἐκεῖθεν / ἔνθεν (από εκεί), πατρόθεν (από τον πατέρα), ἐντεῦθεν (από εδώ), πανταχόθεν (από παντού), ἔξωθεν (από έξω), πόθεν (από πού;), ἔσωθεν, ποθέν (από κάπου)
β) Με τις πλάγιες πτώσεις
1) Με γενική:
Η χρήση της είναι περιορισμένη, επειδή ως προσδιορισμοί του τόπου χρησιμοποιούνται δοτικοφανή επιρρήματα.
2α) Με τη δοτική των τοπωνυμίων η οποία δηλώνει στάση σε τόπο:
Δελφοῖς, Ἐλευσῖνι, Ἰσθμοῖ, Μαραθῶνι, Νεμέᾳ, Πλαταιαῖς, Σαλαμῖνι κ.ά.
2β) Με τα δοτικοφανή επιρρήματα τόπου, (δηλαδή τη δοτική πτώση αντωνυμιών ή ονομάτων που λειτουργούν επιρρηματικά) με κατάληξη -ῃ εκφράζεται η κίνηση διαμέσου ενός τόπου·
γῇ (στο έδαφος), κύκλῳ (κυκλικά, τριγύρω), πῇ (σε ποιο μέρος), οὐδαμῇ (μέσα από κανένα μέρος), πῂ (σε κάποιο μέρος), ταύτῃ (μέσα απ' αυτό τον τόπο), ἄλλῃ (μέσα απ' άλλο τόπο), ᾖ / ὅπῃ (μέσα από κάπου), ἐκείνῃ (μέσα από εκείνο τον τόπο), τῇδε (σ' αυτό εδώ το μέρος)
3) Με αιτιατική.
Η αιτιατική του τόπου δηλώνει τοπική απόσταση ή τοπική έκταση:
γ) Με επιρρηματική πρόταση
δ) Με προληπτικό κατηγορούμενο
ε) Με εμπρόθετο προσδιορισμό
1. τοπική αφετηρία
ἀπὸ + γενική: Κῦρος ὡρμᾶτο ἀπὸ Σάρδεων
ἐκ / ἐξ + γενική: Ἐγὼ γὰρ οὐκ ἐξέβην ἐκ τοῦ πλοίου.
2. τερματισμός κίνησης
ἐπὶ + γενική: Οἱ πελτασταὶ ἀφίκοντο ἐπὶ τοῦ εὐωνύμου.
ἐπὶ + αιτιατική: Ἀφίκοντο ἐπὶ τὸ στρατόπεδον.
εἰς / ἐς + αιτιατική: Ἀφικνοῦνται πορευόμενοι εἰς Κερασοῦντα.
3. απέναντι
ἀντὶ + γενική: Εἰστήκεσαν ἀντὶ τῶν πιτύων.
κατὰ + αιτιατική: Μόνος τῶν κατὰ τοὺς Ἕλληνας τεταγμένων οὐκ ἔφυγον.
4. προέλευση
ἐκ / ἐξ + γενική: Πρέσβεις πρὸς ἡμᾶς ἦλθον ἐκ Φωκέων.
ἀπὸ + γενική: Ἡκουσιν ἀπὸ τῶν ἐν Φωκεῦσι πόλεων πρέσβεις.
5. το ενώπιον
πρὸ + γενική: Πρὸ τῶν πυλῶν.
ἐν + γενική: Οὐ προδώσω τὸν πατέρα κακῶς ἀκούοντα ἐν ὑμῖν.
εἰς / ἐς + αιτιατική: Εἰς τὸ πρόσθεν τῶν ὅπλων ἐκαθέζοντο.
ἐπὶ + γενική: Οὐ γὰρ ἐπὶ μαρτύρων ἀλλὰ κρυπτόμενα πράσσεται τὰ τοιαῦτα.
πρὸς + δοτική: Ὑπὲρ τούτων ψευδῆ διαμαρτυρίαν πρὸς τῶ ἄρχοντι ἐποιήσατο.
πρὸς + αιτιατική: Τῶν ἀπόντων φίλων μέμνησο πρὸς τοὺς παρόντας.
6. στάση σε
ἐν + γενική: Ἡ ἐν Σαλαμίνι καὶ ἡ ἐν Λεύκτροις μάχη.
κατὰ + γενική: Οὔτε τιμῆς τινος ἠξίωσε τὸν κατὰ γῆς.
κατὰ + δοτική: Κατὰ μέσον τὸν σταθμὸν τοῦτον τάφρον ἦν βαθεῖα.
ὑπὲρ + γενική: Ἐκάθηντο ἐπὶ τῶν λόφων τῶν ὑπὲρ τῆς πόλεως.
ὑπὲρ + αιτιατική: Ἐπολέμει τοῖς Θραξὶ τοῖς ὑπὲρ Ἑλλήσποντον οἰκοῦσι.
ἐπὶ + γενική: Ἰκέται ἐπὶ τῶν βωμῶν ἐκαθέζοντο.
ἐπὶ + δοτική: Ἀναβὰς ἐπὶ τῇ τριήρει ἀπέπλει.
πρὸς + αιτιατική: πρὸς ἕω (προς την ανατολή), πρὸς ἑσπέραν (προς τη δύση)
7. το μεταξύ
ἐν + γενική: Οὐ γὰρ ἦν ἀσφαλῶς ἐν τοῖς δένδροις ἑστάναι.
εἰς / ἐς + αιτιατική: Εἰς τοὺς δημότας ἐνεγράφης.
μετὰ + γενική: Ἕως ἦν μετ' ἀνθρώπων, μετὰ καλλίστης δόξης διετέλεσεν
μετὰ + αιτιατική: Ῥέα κύμβαλον μετὰ χεῖρας ἔχει.
8. το πλησίον
ἐν + γενική: Ἦλθον εἰς Τραπεζοῦντα πόλιν Ἑλληνίδα οἰκουμένην ἐν Εὐξείνῳ.
κατὰ + αιτιατική: Κατὰ τοὺς ἐρήμους σταθμοὺς ἦν πόλις μεγάλη.
ἐπὶ + γενική: Ξενοφῶν κελεύει αὐτοῦ μεῖναι ἐπὶ τοῦ ποταμοῦ.
ἐπὶ + δοτική: Ἐστρατοπεδεύσατο ἐπὶ τῷ Ἀπιδανῷ ποταμῷ.
πρὸς + γενική: Χαλκὶς πρὸς τῆς Βοιωτίας κεῖται.
πρὸς + δοτική: Τὸ δὲ ἄλλο στράτευμα πρὸς τῇ πόλει ἀπέλιπεν.
9. κίνηση προς τόπο
εἰς / ἐς + αιτιατική: Ἀλκιβιάδης ἔπλευσεν εἰς Σάμον.
ἐπὶ + γενική: Ἀνεχώρησαν ἐπ' οἴκου.
παρὰ + δοτική: Ὁ δὲ κλαίων ἐκαθέζετο παρὰ ταῖς ὄχθαις.
παρὰ + αιτιατική: Καθήμενος παρὰ τὰς ὄχθας τοῦ ποταμοῦ ὠδύρετο.
10. τοπική έκταση
ἀνὰ + αιτιατική: Σιγὴ πολλὴ ἦν ἀνὰ τὸ στρατόπεδον.
κατὰ + αιτιατική: Κῦρος ἐπολιόρκει Μίλητον καὶ κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλατταν.
ἐπὶ + αιτιατική: Προυκαλοῦντο δὲ τῶν μακρῶν τειχῶν ἐπὶ δέκα σταδίους καθελεῖν.
11. κίνηση διαμέσου
διὰ + γενική: Ἐπῆλθον ἐπ' οἴκου διὰ Ἰσθμοῦ.
κατὰ + αιτιατική: Οἱ Ἕλληνες ἐψηφίσαντο κατὰ θάλατταν τὴν πορεῖαν ποιεῖσθαι.
12. κατεύθυνση προς τα πάνω
ἀνὰ + γενική: Ταῦτα τὰ πλοῖα ἀνὰ τὸν ποταμὸν οὐ δύναται πλέειν.
κατὰ + γενική: Πολλοὶ δὲ καὶ κατὰ τῶν πετρῶν ῥίψαντες σφᾶς ἀπέθανον.
ἐπὶ + αιτιατική: Οὐκ ἐτόλμησαν ἐπὶ τοὺς ἵππους ἀναβῆναι.
13. κατεύθυνση προς τα κάτω
κατὰ + αιτιατική: Πορευόμενοι κατὰ τοὺς γηλόφους ἀφίκοντο εἰς τὰς κώμας.
14. τοπική ακολουθία:
κατὰ +αιτιατική: Οἱ δ' Ἀθηναῖοι κατὰ πόδας πλέοντες ὡρμίσαντο ἐν Ἐλαιοῦντι.
15. το γύρω
ἀμφὶ + δοτική: Ἀχαιοὶ ἔστασαν ἀμφὶ Μενοιτιάδῃ.
ἀμφὶ + αιτιατική: Τεθήρακα ἀμφὶ τὰ ὅρια τῆς σῆς χώρας.
περὶ + γενική: Αὐτοὺς Κορίνθιοι περὶ γῆς ὅρων πολέμῳ κατεῖχον.
περὶ + δοτική: Ὁ πλεῖστοςδὲ φόνος περὶ ταῖς πύλαις αὐταῖς ξυνέβη.
περὶ + αιτιατική: Περὶ Θήβας ἦν τὸ στρατόπεδον.
16. κίνηση προς τόπο φιλική ή εχθρική
ἐπὶ + αιτιατική: Ἀγησίπολις ἐπορεύετο ἐπὶ τὴν Ὄλυνθον.
17. απομάκρυνση
παρὰ + γενική: Παρὰ μὲν Κύρου οὐδεὶς λέγεται αὐτομολῆσαι πρὸς βασιλέα.
ἀπὸ + γενική: Τοὺς υἱεῖς οἱ πατέρες ἀπὸ τῶν πονηρῶν ἀνθρώπων εἴργουσιν.
18. κάτω από
ὑπὸ + γενική: Ξιφίδια ὑπὸ μάλης εἶχον.
ὑπὸ + δοτική: Οἱ πολέμιοι ἀντιπαρετάξαντο ὑπὸ τῷ τείχει.
ὑπὸ + αιτιατική: Ξενοφῶν ἐν τῇ ὑπὸ τὸ ὄρος κώμῃ ἐσκήνου.
19. τοπικό όριο
ἄχρις / ἄχρι + γενική: Τοὺς δὲ λοιποὺς ἐδίωξεν ἄχρι τῆς Μαλέας.
μέχρι + γενική: Οἱ ξύμμαχοι μέχρι τοῦ Ἰσθμοῦ ἦλθον.
20. απόσταση
απὸ + γενική: Ἀπεῖχον οἱ πόλεις ἀπ' ἀλλήλων στάδια ὀγδοήκοντα.
Ο επιρρηματικός προσδιορισμός του τρόπου εκφέρεται:
α) με επιρρήματα
1) εὖ (καλά), ἑξῆς (στη σειρά), ἑφεξῆς (κατά σειρά)
2) με αυτά που έχουν κατάληξη -ως· είναι τα επιρρήματα που παράγονται από αντωνυμίες, επίθετα ή μετοχές:
ἄλλως (διαφορετικά), ἡδέως (ευχαρίστως), σαφῶς, ἀδίκως - δικαίως, κακῶς, συμφερόντως, εἰκότως (εύλογα), καλῶς, σωφρόνως, ἐκείνως, ὁμολογουμένως, ταχέως (γρήγορα), ἑτέρως (διαφορετικά), οὐδαμῶς (με κανέναν τρόπο), τάχιστα, εὐγενῶς, οὕτως (έτσι), ὧδε / ὠδὶ (ως εξής), ἐσκεμμένως (επίτηδες), προσηκόντως (όπως πρέπει), ὡς / ὥσπερ (όπως ακριβώς)
3) με αυτά που λήγουν σε -δην, -δον, -ί, -εί, -τί, -ξ:
ἄρδην (εντελώς), ἀναφανδὸν (φανερά), ἀμαχητὶ / ἀμαχεὶ (χωρίς μάχη), ἀριστίνδην (ανάλογα με την αξία), πρηνηδὸν (μπρούμυτα), ἀπνευστὶ (χωρίς αναπνοή), βάδην (βήμα-βήμα, με τα πόδια), σχεδὸν, ἐθελοντὶ (εθελοντικά), κρύβδην (κρυφά), τυχὸν (κατά τύχη, ίσως), ἑλληνιστὶ (κατά ελληνικό τρόπο, στην ελληνική γλώσσα), σποράδην (σκόρπια), ἀμισθὶ (χωρίς αμοιβή), ὀνομαστὶ (ονομαστικά), συλλήβδην (συνολικά), παμψηφεὶ (με όλες τις ψήφους), ἀναμὶξ (ανάκατα), τροχάδην (τρέχοντας), πανδημεὶ (με όλο το λαό), ἐναλλὰξ (διαδοχικά), φύρδην μίγδην (ανάκατα), ἀδακρυτὶ (χωρίς δάκρυα), πὺξ λὰξ (με γροθιές και κλοτσιές)
β) Με πλάγιες πτώσεις
1) με τα δοτικοφανή επιρρήματα
(δηλαδή τη δοτική πτώση αντωνυμιών ή ονομάτων που λειτουργούν επιρρηματικά):
ἀκοῇ (σύμφωνα με τις φήμες), πανστρατιᾷ (με όλο το στρατό), βίᾳ (βίαια), πάντῃ (με κάθε τρόπο), δημοσίᾳ (με έξοδα του δημοσίου), πεζῇ (με τα πόδια), δρόμῳ (τρέχοντας, γρήγορα), προῖκᾳ (δωρεάν, χάρισμα), ἔργῳ (με έργα, στην πραγματικότητα), σιγῇ / σιωπῇ (σιωπηλά), εἰκῇ (τυχαία), σχολῇ (σιγά σιγά), ἰδίᾳ (ιδιαιτέρως, χωριστά), σπουδῇ (βιαστικά), κοινῇ (από κοινού), ταύτῃ (έτσι), κομιδῇ (πάρα πολύ), τῇδε (έτσι), λόγῳ (στα λόγια, θεωρητικά), φύσει (εκ φύσεως), ὄψει, φρονήσει
2) Με αιτιατική
Συνηθισμένες αιτιατικές του τόπου είναι οι εξής:
δίκην, τὴν ταχίστην (πολύ γρήγορα), δωρεὰν, ἐκεῖνον / τόνδε / τοῦτον τὸν τρόπον, κύκλον (κυκλικά), τὸ σύμπαν (γενικά), προῖκα (ως δώρο), ὅν τρόπον (με ποιον τρόπο; / με όποιον τρόπο), τὴν εὐθεῖαν (κατευθείαν), πάντα / τίνα / τὸν αὐτὸν τρόπον (με κάθε / με ποιον; / με τον ίδιο τρόπο), τὴν πρώτην (αμέσως), τρόπον τινὰ (κατά κάποιο τρόπο)
γ) Με επιρρηματική πρόταση
δ) Με επιρρηματικό κατηγορούμενο
ε) Με εμπρόθετο προσδιορισμό
1. μέσο ή τρόπο:
ἀπὸ + γενική: Οὐκ ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου σοφὸς γέγονε.
ἐκ / ἐξ + γενική: Ἐκ τῶν ψηφισμάτων γνώσεσθε ἅ ἐψηφίσατο ἡ βουλὴ περὶ αὐτῆς.
ἀνὰ + αιτιατική: Οἱ δὲ τῶν Περσῶν ἱππεῖς ἔφευγον ἀνὰ κράτος.
διὰ + γενική: Καὶ τοῦτο πειράσομαι δεῖξαι διὰ βραχέων.
κατὰ + αιτιατική: Κατὰ μικρὸν πρὸς ἕκαστα τῶν εἰρημένων ἀπολογήσομαι.
ἐπὶ + αιτιατική: Οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι ἀνεχώρουν ἐπὶ πόδα.
πρὸς + αιτιατική: Ζελείτας ἔγνω πρὸς βίαν συστρατεῦσαι αὐτοὺς τοῖς βαρβάροις.
ὑπὸ + γενική: Ὑπὸ σπουδῆς ἐπεσκεύασαν τὰς ναῦς. (με βιασύνη)
2. μέσο ή τάξη
ἐν + γενική: Ἐναυμάχησαν ἐν τάξει.
3. διανομή
εἰς / ἐς + αιτιατική: Τοῖς λοχαγοῖς εἶπε παρατάττεσθαι τὴν ταχίστην εἰς ὀκτώ.
κατὰ + αιτιατική: Οἱ δὲ παρήλαυνον τεταγμένοι κατὰ ἴλας καὶ κατὰ τάξεις.
ἐπὶ + γενική: Καὶ ἐγένοντο βάθος οὐκ ἔλαττον ἤ ἐπὶ πεντήκοντα ἀσπίδων.
Ο επιρρηματικός προσδιορισμός του ποσού εκφέρεται:
α) με επιρρήματα
Μερικά από τα επιρρήματα που χρησιμοποιούνται ως καθαρώς επιρρηματικοί προσδιορισμοί του ποσού έχουν τις καταλήξεις -ς, -κις, -άκις και κάποια από αυτά είναι οι παρακάτω:
ἄγαν, μᾶλλον, πολὺ, ἅλις (αρκετά), μάλιστα (πάρα πολύ, κυρίως), ποσάκις (πόσες φορές), ἅπαξ (μία φορά), ὀλίγον, πόσον, δὶς (δύο φορές), οὐδὲν (καθόλου), σφόδρα (πάρα πολύ), εὖ (καλώς), οὕτω (τόσο), τοσάκις (τόσες φορές), ἥκιστα (καθόλου), πάνυ (πάρα πολύ), τοσοῦτον (τόσον πολύ), λίαν / μάλα (πολύ), πολλάκις (πολλές φορές), κ.ά.
β) με πλάγιες πτώσεις
1) Με γενική
Η γενική της αξίας ή του ποσού προσδιορίζει ρήματα όπως:
ἀγοράζω, ἀνταλλάσσω, ἀξιῶ, διδάσκω, ἐκτιμῶ, πιπράσκω (πουλώ), τιμῶ (ορίζω ως τιμή), τιμῶμαι, ὠνοῦμαι (αγοράζω) κ.ά.
2) Με δοτική
Η δοτική του ποσού, του μέτρου ή της διαφοράς συντάσσεται με ρήματα ή άλλες λέξεις που έχουν συγκριτική σημασία:
γ) Με επιρρηματική πρόταση
δ) Με εμπρόθετο προσδιορισμό
1. ποσό κατά συνολικά
ἐς + αιτιατική: Διέφθειραν τριήρεις ἐς διακοσίας.
2. ποσό κατά προσέγγιση
κατὰ + αιτιατική: Ἀπέθανον ... κατὰ ἑξακισχιλίους καὶ τετρακοσίους ἄνδρας.
ἀμφὶ + αιτιατική: Μακεδόνων δὲ ἀμφὶ τοὺς εἴκοσι καὶ πέντε ἀπέθανον.
περὶ + αιτιατική: Ἐν ταῖς μάχαις ἀπέθανον περὶ πεντήκοντα καὶ διακοσίους.
ὡς + αιτιατική: Ἱππέας εἶχεν ὡς διακοσίους.
Ο επιρρηματικός προσδιορισμός της αιτίας εκφέρεται:
α) Με πλάγιες πτώσεις
1) Με γενική
Η γενική της αιτίας προσδιορίζει ρήματα:
α) ψυχικού πάθους:
ἀγανακτῶ, ἄγαμαι (θαυμάζω), εὐδαιμονίζω / μακαρίζω (καλοτυχίζω), ζηλῶ, ἥδομαι, θαυμάζω, οἰκτίρω (λυπάμαι), ὀργίζομαι, χαίρω κ.ά.
α) δικανικής σημασίας:
αἰτῶμαι (κατηγορώ), ἁλίσκομαι (καταδικάζομαι), καταψηφίζομαι (καταδικάζω με την ψήφο μου, καταδικάζομαι), γράφομαι / διώκω (καταγγέλλω), δικάζω, καταγιγνώσκω (καταδικάζω), κατηγορῶ, φεύγω (κατηγορούμαι), κρίνομαι (δικάζομαι) κ.ά. Με τα ρήματα αυτά η γενική δηλώνει το έγκλημα για το οποίο κάποιος κατηγορείται ή δικάζεται, γι' αυτό και ονομάζεται και γενική του εγκλήματος.
2) Με δοτική
Η δοτική προσδιορίζει κυρίως ρήματα ψυχικού πάθους, όπως:
ἀγάλλομαι, ἀθυμῶ, αἰσχύνομαι, ἄχθομαι, ἥδομαι, λυποῦμαι, μεταμέλομαι, χαίρω, χαλεπαίνω / χαλεπῶς φέρω (οργίζομαι, αγανακτώ) κ.ά.
3) Με αιτιατική
Η αιτιατική της αιτίας προσδιορίζει ρήματα δικανικής σημασίας, ψυχικού πάθους ή άλλα των οποίων η έννοια χρειάζεται αιτιολόγηση. Ως αιτιατική της αιτίας χρησιμοποιείται συχνά και η αιτιατική του ουδέτερου δεικτικής, αναφορικής ή ερωτηματικής αντωνυμίας:
β) Με επιρρηματική αιτιολογική πρόταση
γ) Με αιτιολογική μετοχή
δ) Με εμπρόθετο προσδιορισμό
ἀπὸ + γενική: Ἀπό τούτου τοῦ τολμήματος ἐπῃνέθη.
ἀντὶ + γενική: Ἀντὶ τῶν μεγίστων ἀδικημάτων χρήμασιν αὐτοὺς ἐζημίωσαν.
ἐκ + γενική: Ἐκ τῶν πληγῶν ἀπέθανεν ὁ ἀνήρ.
διὰ + αιτιατική: Διὰ τοῦτο οὐκ ἤθελον.
κατὰ + αιτιατική: Ταῦτα δ' ἐπείθοντο κατὰ μῆνιν Ἀπόλλωνος αὑτοῖς συμβεβηκέναι.
ὑπὲρ + γενική: Ὑπὲρ τῶν γεγενημένων ὠργίζετο.
ἀμφὶ + δοτική: Θανάτου ἀμφὶ φόβῳ Τυνδαρὶς ἰάχησε.
ἐπὶ + δοτική: Ἐπὶ πολλοῖς τῶν κατηγορουμένων ἠγανάκτησα.
παρὰ + αιτιατική: Οὐδὲ γὰρ Φίλιππος παρὰ τὴν αὑτοῦ ῥώμην τοσοῦτον ἐπηύξηται...
περὶ + γενική: Οἱ Θηβαῖοι ἔδεισαν περὶ τῆς πόλεως.
περὶ + δοτική: Φοβηθεὶς περὶ τῷ χωρίῳ ἔπλει παρὰ τὴν γῆν.
ὑπὸ + γενική: Θάσος κακῶς εἶχεν ὑπό τε τῶν πολέμων καὶ στάσεων.
ἕνεκα / ἕνεκεν + γενική: Ἰδίαις ἔχθρας ἕνεκα ταῦτα ποιοῦσι.
Ο επιρρηματικός προσδιορισμός του σκοπού εκφέρεται:
α) Με πλάγιες πτώσεις
1) Με γενική
Ως γενική του σκοπού χρησιμοποιείται η γενική έναρθρου απαρέμφατου.
2) Με αιτιατική
Η αιτιατική του σκοπού εκφέρεται με το ουδέτερο δεικτικής, αναφορικής ή ερωτηματικής αντωνυμίας και συντάσσεται κυρίως με ρήματα κίνησης:
β) Με επιρρηματική τελική πρόταση
γ) Με επιρρηματική μετοχή του σκοπού
δ) Με επιρρηματικό κατηγορούμενο
ε) Με τελικό απαρέμφατο
στ) Με εμπρόθετο προσδιορισμό
ἐς / εἰς + αιτιατική: Ἐς πόλεμον παρεσκευάζοντο.
διὰ + αιτιατική: Διὰ τὴν σφετέραν δόξαν προσάγουσι τοὺς πολλοὺς ἐς τὸν κίνδυνον.
κατὰ + αιτιατική: Κατὰ θέαν εἰς Ἴλιον ἀφικόμην τῆς τε γῆς καὶ θαλάττης.
ὑπὲρ + γενική: Πάντα ποιοῦσιν ὑπὲρ τοῦ μὴ διδόναι δίκην.
ἐπὶ + δοτική: Νόμον εἰσενήνοχ' ἐπὶ βλάβῃ τοῦ πλήθους.
ἐπὶ + αιτιατική: Φρύγανα συνέλεγον ἐπὶ πῦρ.
περὶ + γενική: Καὶ ἐνταῦθα πρέσβεις ἧκον περὶ φιλίας.
πρὸς + αιτιατική: Πρὸς τί τοῦτο λέγεις, ὦ Σώκρατες;
ἕνεκα / ἕνεκεν + γενική: Πάντα ποιεῖ ἕνεκα τοῦ τὴν πατρίδ' ἐλευθερῶσαι.
χάριν + γενική: Καὶ ταῦτά σοι Γοργίου χάριν ἀπεκρινάμην.
Ο επιρρηματικός προσδιορισμός του αποτελέσματος εκφέρεται:
α) Με επιρρηματική αποτελεσματική πρόταση
β) Με επιρρηματικό κατηγορούμενο
γ) Με απαρέμφατο
Ο επιρρηματικός προσδιορισμός της αναφοράς εκφέρεται:
α) Με πλάγια πτώση
1) Με δοτική
Η δοτική της αναφοράς συντάσσεται με ρήματα που δηλώνουν σύγκριση, διαφορά, υπεροχή και μεταφράζεται με τα "ως προς", "σε":
2) Με αιτιατική
Η αιτιατική της αναφοράς μπορεί να προσδιορίζει κάθε ρήμα και κυρίως όσα σημαίνουν ομοιότητα ή διαφορά. Ως αιτιατικές της αναφοράς χρησιμοποιούνται οι παρακάτω λέξεις και μεταφράζονται με τα "ως προς", "σε":
τὸ γένος, ταῦτα, τὸ μέγεθος, τὴν γνώμην, τὴν φύσιν, τὸ πλῆθος, τὴν διάνοιαν, τὴν ψυχὴν, τὸ σῶμα, τὸ εἶδος, τὸ δέμας (στο σώμα), τὸν ἀριθμὸν, τὰ ἄλλα / τἆλλα, τὸ ἐπὶ σε (όσο εξαρτάται από σένα), τὸν δάκτυλον, τὰ ὄμματα, τὸ εὖρος, τὸν ὀφθαλμὸν.
β) Με απαρέμφατο
γ) Με εμπρόθετο προσδιορισμό
ἐν + δοτική: Ἡμᾶς καὶ ἐν τῷ δοῦναι καὶ ἐν τῷ λαβεῖν οἰκείους ὄντας εὐρήσετε.
εἰς / ἐς + αιτιατική: Ὑμᾶς δ' ἐγὼ ἀξιῶ προθυμοτάτους εἶναι ἐς τὸν πόλεμον.
κατὰ + γενική: Πολὺς δ' ἔπαινος ἦν κατὰ τῆς ἡμετέρας πόλεως.
κατὰ + αιτιατική: Κατὰ ταῦτα οὐκ ἦν ἀμφισβήτησις.
ὑπὲρ + γενική: Βουλεύεται ὁ δῆμος ὁ Ἀθηναίων ὑπὲρ εἰρήνης πρὸς Φίλιππον.
ἀμφὶ + γενική: Τὰ δὲ ἀμφὶ Ζήνωνος ἀρίδηλά ἐστι (είναι πασιφανή)
ἀμφὶ + δοτική: Νέαρχος τὰ ἀμφὶ τῷ παράπλῳ ἀνέγραψε.
ἀμφὶ + αιτιατική: Προσεποιεῖτο ἐπιστήμων εἶναι τῶν ἀμφὶ ὁπλομαχίαν.
ἐπὶ + αιτιατική: Αὐτὸς προπετὴς ἦν ἐπὶ τὸ πολλοὺς ἀποκτείνειν.
παρὰ + δοτική: Δοκεῖς παρ' ἡμῖν οὐ βεβουλεῦσθαι καλῶς.
περὶ + γενική: Βούλομαί τι καὶ ἄλλο παράδειγμα περὶ τούτων εἰπεῖν.
περὶ + δοτική: Φοβηθεὶς περὶ τῷ χωρίῳ ἔπλει παρὰ τὴν γῆν.
περὶ + αιτιατική: Περὶ τοὺς θεοὺς ἀσεβοῦσι.
πρὸς + γενική: Ὅ,τι δίκαιόν ἐστι καὶ πρὸς θεῶν καὶ πρὸς ἀνθρώπων, τοῦτο πράξω.
πρὸς + αιτιατική: Οὐ πρὸς τὰ λεγόμενα ἀπολογεῖται.
ἕνεκα / ἕνεκεν + γενική: Φῶς εἰ μὴ εἴχομεν, ὅμοιοι τοῖς τυφλοῖς ἄν ἦμεν ἕνεκά γε τῶν ἡμετέρων ὀφθαλμῶν.
Ο επιρρηματικός προσδιορισμός της προϋπόθεσης ή του όρου εκφέρεται:
α) Με επιρρηματική πρόταση
β) Με εμπρόθετο προσδιορισμό
ἐπὶ + δοτική: Ἠρώτα ἐπὶ τίσιν ἄν σύμμαχος γένοιτο.
Ο επιρρηματικός προσδιορισμός της εναντίωσης ή παραχώρησης εκφέρεται:
α) Με επιρρηματική εναντιωματική ή παραχωρητική πρόταση
β) Με εναντιωματική μετοχή
γ) Με εμπρόθετο προσδιορισμό
κατὰ + γενική: Πολλοὶ τῶν ἀνθρώπων κατὰ τῶν οἰκείων φαῦλα ἐργάζονται.
παρὰ + αιτιατική: Οἱ Θηβαῖοι τὰς πόλεις παρὰ τοὺς ὅρκους κατειλήφασιν.
Ο επιρρηματικός προσδιορισμός της βεβαίωσης ή άρνησης εκφέρεται:
α) Με επίρρημα
Ο επιρρηματικός προσδιορισμός του δισταγμού ή της πιθανότητας εκφέρεται
α) Με επίρρημα
Ο επιρρηματικός προσδιορισμός της συνοδείας εκφέρεται:
α) Με πλάγιες πτώσεις:
1) Με δοτική
Η δοτική της συνοδείας δηλώνει το πρόσωπο, το πράγμα ή τις συνθήκες που συνοδεύουν το υποκείμενο του ρήματος σε κάποια ενέργειά του. Χρησιμοποιείται μαζί με ρήματα που δηλώνουν κίνηση, όπως:
ἀφικνοῦμαι, βαδίζω, βαίνω, ἐλαύνω, ἔρχομαι, πλέω, πορεύομαι, στρατεύω κ.ά.
Κάποιες από τις λέξεις που χρησιμοποιούτναι ως δοτικές της συνοδείας είναι οι εξής:
ἀνδράσι, ναυτικῷ, στόλῳ, δυνάμει, ὁπλίταις, στρατεύματι / στρατιᾷ, ἱππεῦσι, πεζῷ, στρατῷ, ἵππῳ, πλήθει, στρατιώταις, ναυσὶ, πρεσβείᾳ, τριήρεσι κ.ά.
β) με εμπρόθετο προσδιορισμό
μετὰ + γενική: Ἡ βαρβαρική ἀνδρεία μετὰ θυμοῦ ἐστίν.
ὑπὸ + γενική: Τὰ τείχη κατέσκαπτον ὑπ' αὐλητρίδων.
Ο επιρρηματικός προσδιορισμός της ποινής ή του τιμήματος εκφέρεται:
α) Με πλάγιες πτώσεις
1) Με γενική
Η γενική προσδιορίζει ρήματα δικανικής σημασίας που δηλώνουν την ποινή που προτείνεται ή επιβάλλεται, όπως:
τιμῶ (ορίζω ως ποινή), τιμῶμαι (προτείνω ως ποινή), ὑπάγω (καταγγέλλω για έγκλημα που τιμωρείται) κ.ά.
2) Με αιτιατική
Η αιτιατική της ποινής συντάσσεται με ρήματα που έχουν τη σημασία του "καταδικάζω":
Ο επιρρηματικός προσδιορισμός του οργάνου ή του μέσου εκφέρεται:
α) Με πλάγιες πτώσεις
1) Με δοτική
Η δοτική δηλώνει το εργαλείο (κάτι υλικό) ή το μέσο (κάτι αφηρημένο) με το οποίο γίνεται αυτό που σημαίνει το ρήμα:
β) Με εμπρόθετο
διὰ + γενική: Εἰρήνην ἐποιησάμεθα διὰ Νικίου.
ἐν + δοτική: Τούτους δήσας ἐν πέδαις εἰς Μακεδονίαν ἀπέπεμψε.
Ο επιρρηματικός προσδιορισμός της καταγωγής εκφέρεται:
α) Με εμπρόθετο
ἀπὸ + γενική: Έγεγόνει ἀπὸ Ἡρακλέους.
ἐκ / ἐξ + γενική: Ἥρα Ἥφαιστον ἐκ Διὸς ἐγέννησε.
πρὸς + γενική: Ἐλεύθερος ἦν καὶ πρὸς πατρὸς καὶ πρὸς μητρός.
Ο επιρρηματικός προσδιορισμός της ύλης εκφέρεται:
α) Με εμπρόθετο
ἀπὸ + γενική: Ἰνδοὶ δὲ εἵματα μὲν ἐνδεδυκότες ἀπὸ ξύλων πεποιημένα.
ἐκ / ἐξ + γενική: Ἐποιοῦντο διαβάσεις ἐκ τῶν φοινίκων.
Ο επιρρηματικός προσδιορισμός της συμφωνίας εκφέρεται:
α) Με εμπρόθετο
ἀπὸ + γενική: Νίσαιαν ἔλαβον ἀπὸ τῆς προτέρας ξυμβάσεως.
ἐκ / ἐξ + γενική: Ἐκ τῶν νόμων εἰρήνην πρὸς ἀλλήλους οἱ ἄνδρες ἀξιοῦσι.
ἐν + δοτική: Ἐν τοῖς νόμοις τὰς κρίσεις ἐποιήσαντο περὶ αὐτῶν.
κατὰ + αιτιατική: Κατὰ τὸ μέγεθος τῆς αὐτοῦ δόξης λόγον παρέχει.
ἐπὶ + δοτική: Ἔδοξεν αὐτοῖς πυθέσθαι ἀλλήλων ἐπὶ τίσιν ἄν τὴν εἰρήνην ποιήσαιντο.
μετἀ + γενική: Καὶ ταῦτ' ἐπράχθη μετὰ ψηφίσματος τοῦ δήμου.
Ο επιρρηματικός προσδιορισμός του διαιρεμένου όλου εκφέρεται:
α) Με εμπρόθετο
ἀπὸ + γενική: Ἀπὸ πολλῶν ὧν ἔχεις εἰς τὴν τῶν τειχῶν οἰκοδομίαν...
ἐκ / ἐξ + γενική: Ὅσα ἐκ τῶν κατηγορηθέντων μέμνημαι ἀπολελόγημαι.
Ο επιρρηματικός προσδιορισμός της αντικατάστασης εκφέρεται:
α) Με εμπρόθετο
ἀντὶ + γενική: μιος ἀντὶ φίλου κατέστη.
Ο επιρρηματικός προσδιορισμός της ομοιότητας εκφέρεται:
α) Με εμπρόθετο
ἀντὶ + γενική: Ἀντὶ κυνὸς εἶ φύλαξ καὶ ἐπιμελητής. (σαν σκύλος)
Ο επιρρηματικός προσδιορισμός της κατάστασης εκφέρεται:
α) Με εμπρόθετο
ἐν + δοτική: Ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ ἡγοῦντο εἶναι.
εἰς + αιτιατική: Εἰς τοὺς ἐσχάτους κινδύνους τὴν πόλιν καθιστᾶσι.
Συντακτικό Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας Α', Β', Γ' Γυμνασίου, Πολυξένη Μπίλλα, ΟΕΔΒ, Αθήνα, Έκδοση Α 2007
Συντακτικό της Αρχαίας Ελληνικής, Α. Β. Μουμτζάκης, ΟΕΔΒ, Αθήνα, Έκδοση 2006
Συντακτικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (σε 66 ενότητες), Ν.Σπ. Ασωνίτη, Β.Δ. Αναγνωστόπουλου, Αθήνα χ.χ.
Συντακτικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας, Λιναρδής Ιωάννης, εκδ. Χατζηθωμά, Θεσσαλονίκη, 2009
Συντακτικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας, Καραδήμος Ιωάννης, εκδ. Φίλιππος, Θεσσαλονίκη, 1992
Συντακτικόν της Ελληνικής Γλώσσης, Κωνσταντίνος Σ. Κατεβαίνης, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα, 1978