Πόντου δὲ καὶ Γῆς Φόρκος Θαύμας Νηρεὺς Εὐρυβία Κητώ (Απολλόδ. 1.12.5)
Το όνομα της Κητώς σημαίνει κῆτος = «θαλάσσιος ιχθύς παμμεγέθης, μέγα θαλάσσιον θηρίον». Ως εκ του ονόματός της, ήταν θαλάσσια θεότητα, άσχημη και γριά εκ γενετής, ταιριαστή με τη φρίκη που βίωναν οι ναυτικοί μέσα στη θάλασσα. Ήταν κόρη της Γαίας και του Πόντου και αδελφή του Νηρέα, του Φόρκου, της Ευρύβιας και του Θαύμαντα. Με τον αδελφό της Φόρκυ ή Φόρκυνα απέκτησαν πολλά παιδιά: Τις τρεις Γραίες (Δεινώ, Ενυώ, Πεμφρηδώ) που διέθεταν όλες μαζί ένα μάτι κι ένα δόντι και από τον πατέρα τους αποκαλούνταν Φορκίδες, τις τρεις Γοργόνες (Μέδουσα, Σθενώ, Ευρυάλη), που κατοικούσαν στις εσχατιές της Δύσης, κοντά στο βασίλειο των νεκρών, στη χώρα των Εσπερίδων, του Γηρυόνη κτλ.· και ακόμα, τον ακοίμητο δράκο Λάδωνα (το φρουρό των χρυσών μήλων των Εσπερίδων), τις Εσπερίδες και τη νύμφη Θόωσα (μητέρα του Κύκλωπα Πολύφημου). [Εικ. 1]
Σύμφωνα με τον μυθογράφο Υγίνο, πατέρας των Γοργόνων από την Κητώ ήταν ο Γόργωνας, γιος του Τυφώνα και της Έχιδνας, από τον οποίο και ονομάστηκαν.
Το Νηρέα τον αψευδή, τον ειλικρινή, γέννησε ο Πόντος
[...]
Έπειτα πάλι το μέγα Θαύμαντα και τον αντρείο Φόρκη γέννησε,
σμίγοντας με τη Γη, και την Κητώ με τα ωραία μάγουλα
και την Ευρυβίη που ᾽χει στα στήθη της καρδιά από αδάμαντα.
Στο Φόρκη πάλι η Κητώ τις γριές του γέννησε με τα ωραία μάγουλα,
εκ γενετής μ᾽ άσπρα μαλλιά, που Γραίες τις καλούνε
οι θεοί οι αθάνατοι και οι άνθρωποι που χάμω σέρνονται,
την Πεμφρηδώ την ομορφόπεπλη και την κροκόπεπλη Ενυώ.
Και τις Γοργόνες γέννησε που κατοικούν στην άκρη του ξακουστού Ωκεανού,
στις εσχατιές, κοντά στη νύχτα, όπου και οι Εσπερίδες μένουν οι γλυκύφωνες,
τη Σθεννώ, την Ευρυάλη και τη Μέδουσα που έπαθε συμφορά ολέθρια.
Γιατί αυτή ήταν θνητή, ενώ οι άλλες δυο αγέραστες κι αθάνατες.
Μ᾽ αυτήν κοιμήθηκε ο Μαυρομάλλης
σε μαλακό λιβάδι και μες στα άνθη τα εαρινά.
[...]
Και η Κητώ, γέννησε τελευταίο, αφού με το Φόρκη έσμιξε ερωτικά,
φίδι δεινό που στης γης της σκοτεινής τα βάθη,
στα μακρινά τα πέρατα, τα ολόχρυσα φυλάγει μήλα.
Αυτή η γενιά απ᾽ την Κητώ κι από το Φόρκη είναι.
(Ησίοδος, Θεογονία 233-239, 270-279, 333-336, μετ. Στ. Γκριγκένης)
Ο Ιωάννης Πεδιάσιμος (1250-αρχές 14ου αιώνα) ή Πόθος ή Γαληνός, βυζαντινός πολυμαθής λόγιος (αστρονόμος, ποιητής, κληρικος, μαθηματικός, μουσικός, φυσικός φιλόσοφος...) που έζησε και δίδαξε σε Κωνσταντινούπολη, Οχρίδα, Θεσσαλονίκη, έδωσε μια φυσιοκρατική ερμηνεία του μύθου της Κητώς, του Φόρκη και του γιου τους Λάδωνα. Η Κητώ ήταν αναθυμιάσεις που ο αέρας έστελνε πολύ μακριά (στην Εσπερία), ο Φόρκυς ήταν η περιφορά των υδάτων από την οποία, προς το τέλος του καλοκαιριού, δημιουργούνταν νέφη (ο δράκων), που έφταναν στα πιο βαθιά κοιλώματα της γης και έκρυβαν τα λάμποντα και ορατά αστέρια (χρυσά μήλα των Εσπερίδων) (Ιωάννης Γαληνός, Εις την Ησιόδου Θεογονίαν αλληγορίας, 321-322).
Σχετικά λήμματα
ΓΟΡΓΟΝΕΣ, ΓΟΡΓΩ/ΜΕΔΟΥΣΑ, ΓΡΑΙΕΣ, ΓΗΡΥΟΝΗΣ, ΕΧΙΔΝΑ, ΛΑΔΩΝΑΣ, ΝΗΡΕΑΣ, ΠΟΛΥΦΗΜΟΣ, ΤΥΦΩΝΑΣ, ΦΟΡΚΟΣ, ΩΚΕΑΝΟΣ