popiardv blog

Άλλος ένας ιστότοπος WordPress

Μικρά Ασία μέχρι το 1912

Α) Ιστορικά στοιχεία

            Πριν από 3000 χρόνια περίπου συναντήθηκαν στα Δυτικά ακρογιάλια της Μικράς Ασίας η Ελλάδα με την Ανατολή. Γύρω στο 900 με 800 πΧ ελληνικά φύλα, διωγμένα από τη Μυκηναϊκή Ελλάδα, ίδρυσαν αποικίες στις ακτές της Ιωνίας και της Αιολίας. Σ΄ αυτά τα χώματα σχηματοποιήθηκε η πόλη-κράτος. Εκεί γεννήθηκε ο Όμηρος και μαζί του το έπος ? έκφραση του ανθρώπινου ηρωισμού, εκεί οι μεγαλύτεροι λυρικοί ποιητές και μαζί τους οι ωδές, τα χορικά, η μελική ποίηση, εκφράσεις της ανθρώπινης ευαισθησίας. Εκεί, τέλος, οι πρώτοι φιλόσοφοι, οι προσωκρατικοί, ερεύνησαν τις απαρχές και την ουσία του Κόσμου.

             Στα πρωτοχριστιανικά χρόνια οι εξελληνισμένοι εγχώριοι πληθυσμοί δέχτηκαν γόνιμα το σπόρο του Χριστιανισμού και αργότερα τροφοδότησαν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία σε στρατιώτες και διοικητικά στελέχη. Γέννημα θρέμμα αυτών των ανθρώπων οι φρουροί των Ανατολικών συνόρων του απέραντου κράτους ? και θρύλος ο Διγενής Ακρίτας.

 Τον 11ο αιώνα μΧ Τουρκικά φύλα κατακλύζουν τα μικρασιατικά εδάφη και επιδίδονται σε μαζικούς εξισλαμισμούς και εκτοπίσεις χριστιανικών πληθυσμών. Οι περιοχές που πλούτιζαν το κράτος με αγαθά και στρατό περνούν στα χέρια του εχθρού εκείνου που αποδεικνύεται ο πιο μοιραίος για τον Ελληνισμό. Και η άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 φέρνει την ολική επικράτηση των Τούρκων.

            Η Τουρκοκρατία, παρά το μακραίωνο εθνικό, θρησκευτικό και πολιτισμικό σκοταδισμό που επέβαλε, παραχώρησε στον υπόδουλο ελληνισμό ορισμένα προνόμια. Αυτού του είδους τα προνόμια, κυρίως οικονομικά στην προκειμένη περίπτωση, οδήγησαν την ευρύτερη περιοχή της Σμύρνης σε δημογραφική, οικονομική και πνευματική άνθιση. Ιδιαίτερα η ελληνική γλώσσα είναι το καθημερινό όργανο επικοινωνίας σε περιοχές με συμπαγείς ελληνικούς πληθυσμούς. Αλλά κι όπου αυτή αντικαθίσταται από την τουρκική, για λόγους κυρίως σκοπιμότητας ή διευκόλυνσης, ή από μικτά ελληνοτουρκικά ιδιώματα, δε χάνεται ούτε η ελληνική πίστη ούτε η ορθόδοξη ελληνική συνείδηση. Οι Έλληνες της Σμύρνης, κυρίως, και της Ανατολής γενικότερα συμβιώνουν με τους Τούρκους, συνεργάζονται μαζί τους, βιώνουν ? οι ευπορότεροι ? ένα ιδιαίτερα υψηλό κοινωνικό και πνευματικό επίπεδο ζωής, αλλά δεν παύουν να αισθάνονται σαν Έλληνες μακριά από την Ελλάδα.

ααα

ααα

Β) Μαρτυρίες

 

            «?Ονομάζομαι Αγγελική Αβρατόγλου κι είμαι 65 χρονών. Εγώ γεννήθηκα στην Ελλάδα και ζω στον Ταύρο, παντρεμένη με δύο γιους και τρία εγγόνια. Η μητέρα μου, όμως, ήρθε από την Αττάλεια της Μικράς Ασίας όταν ήταν επτά ετών.

             Στην Αττάλεια είχαν ένα ωραίο σπίτι με τρία δωμάτια και μεγάλη αυλή με λουλούδια. Είχαν τη δική τους ορθόδοξη εκκλησία και τηρούσαν όλα τα ελληνική ήθη και έθιμα. Στις γιορτές έστρωναν το καλό «Κυριακάτικο» τραπεζομάντιλο και, ειδικά, στους γάμους σέρβιραν χαλβά και σουμάδα, ένα ποτό που έφτιαχναν από πικραμύγδαλο.

            Η μητέρα μου με την αδελφή της και τις φίλες της έπαιζαν με κούκλες που τις κατασκεύαζε η ίδια η μητέρα της, η γιαγιά μου. Συνήθιζαν να παίζουν θέατρο και καραγκιόζη?»

                                                                                    Αβρατόγλου Αγγελική

ααα

«?Ο πατέρας μου έζησε μέχρι τα 12 του χρόνια στην Αττάλεια της Σμύρνης. Η οικογένειά του αποτελείτο από πέντε μέλη και κύρια ασχολία τους ήταν η καλλιέργεια της γης. Ζούσαν σ ΄ένα τριώροφο πέτρινο σπίτι με έπιπλα ξύλινα. Στην Αττάλεια υπήρχαν πολλοί Έλληνες.

Κάθε Κυριακή πήγαιναν στην εκκλησία κι έδιναν μεγάλη σημασία στην πίστη. Υπήρχαν και πολλά ελληνικά σχολεία, όπου μπορούσαν να πηγαίνουν τα ελληνόπουλα ανεξαρτήτων κοινωνικής τάξης ή οικονομικής κατάστασης. Η ελληνική γλώσσα ήταν υποχρεωτική και στα μαθήματα συμπεριλαμβάνονταν και τα Θρησκευτικά.

 Συνήθιζαν να συμμετέχουν όλοι σε γιορτές και σε γάμους, οι οποίοι γίνονταν στα σπίτια και συνοδεύονταν από παραδοσιακούς χορούς, τραγούδια και γλυκά. Ένα τραγούδι από αυτά πού έλεγαν είναι: «νεόλου μπιρ κετζέ σαμπλάρντα γαλεάμι», δηλαδή «τι θα γίνει, αν ένα βράδυ μείνω στα πεύκα»?»

                                                                         Αποστόλου Αντώνιος, 68 χρονών

 ααα

« ?Η οικογένειά μου έμενε στα Βουρλά, ένα ηπειρωτικό χωριό κοντά στη Σμύρνη. Το σπίτι μας ήταν απλό, χωρίς αυλές και κήπους. Ο πατέρας δούλευε εργάτης στους σιδηροδρόμους κι η μητέρα είχε τη φροντίδα του σπιτιού. Οι γείτονές μας ήταν ΄Ελληνες, είχαμε τη δική μας Ορθόδοξη εκκλησία και τα παιδιά πήγαιναν σε ελληνικό σχολείο.

 Ιδιαίτερα όμορφα ήταν τα έθιμα του γάμου. Η νύφη φορούσε ωραίο νυφικό, στολισμένο, και στο γλέντι που ακολουθούσε χόρευαν και τραγουδούσαν Σμυρνέϊκα τραγούδια κι άκουγαν κυρίως το τουμπελέκι?»

                                                    Βερροιοπούλου Αικατερίνη, 70 χρονών

ααα

«?Ονομάζομαι Μάγδα Βιτάλη. Οι γονείς μου κατάγονταν από την Αττάλεια. Ο πατέρας μου είχε μαγαζί κι η μητέρα μου τον βοηθούσε. Αρκετοί Έλληνες ήσαν φτωχοί, αλλά υπήρχαν κι αρκετοί ευκατάστατοι. Οι οικογένειες είχαν κατά μέσο όρο τρία παιδιά?»

                                                                                    Βιτάλη Μάγδα

ααα

«?Ονομάζομαι Εξαπηχίδου Παναγιώτα και είμαι ένα από τα εφτά εγγόνια του Γιώργου και της Παναγιώτας Εξαπηχίδη. Τόπος γέννησης των γονιών μου είναι ο Πειραιάς του πατέρα μου και η Αθήνα της μητέρας μου. Οι γονείς τους ήταν από την Μ. Ασία και σήμερα έχουν αποβιώσει. Θα σας μιλήσω μόνο για τους γονείς του πατέρα μου επειδή μόνο γι` αυτούς έχω πληροφορίες.

Το όνομα του παππού μου ήταν Αλτί -  Κουλάτς ? Ογλού που στα ελληνικά σημαίνει «παιδί του Εξαπήχη, δηλαδή (Αλτί είναι το έξι, κουλάτς είναι ο πήχης και ογλού θα πει παιδί). Ο παππούς γεννήθηκε στο Ερζερούμ του Πόντου από εύπορη οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν γιατρός με βαθμό συνταγματάρχη στη Στρατιωτική Σχολή Ανωτέρων και Ανωτάτων Αξιωματικών.

Ο παππούς είχε ακόμα δύο αδέρφια: τον Γιάννη, ο οποίος ήταν επίσης γιατρός και την μικρότερη Ελένη, η οποία σπούδαζε, επίσης γιατρός σε πανεπιστήμιο στην Ρωσίας. Ο παππούς αποφοίτησε από τη Στρατιωτική σχολή Ανωτάτων Αξιωματικών ως Έφιππος με Άριστα.

 Το σπίτι τους ήταν πολύ μεγάλο και γι αυτό είχαν προσωπικό που τους βοηθούσε. Το προσωπικό δεν το ξεχώριζαν από την οικογένειά τους, γι` αυτό στις γιορτές ή στις δεξιώσεις συμμετείχαν και εκείνοι χωρίς διάκριση.

Δε γνωρίζω λεπτομέρειες για τα παιδικά τους χρόνια ούτε με τι παιχνίδια έπαιζαν. Εκείνο που με βεβαιότητα μπορώ να πω είναι ότι ως νέος ο παππούς διάβαζε πολύ, του άρεσε να ζωγραφίζει και έπαιζε ούτι. Επίσης μιλούσε Τούρκικα, Αγγλικά και Γαλλικά. Μιλούσε και έγραφε πολύ καλά την ελληνική γλώσσα. Είχαν επαφές και σχέσεις με πολλές ελληνικές αλλά και τούρκικες οικογένειες που αργότερα τους βοήθησαν όταν τους κυνηγούσαν.

 Η γιαγιά μου γεννήθηκε το 1910 στην Πάνορμο. Γονείς της ήταν ο Ανδρέας και η Μαγδαληνή Κλιμεντίδη .Ήταν το τελευταίο από τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας. Τα αδέρφια της ήταν ο Μιχάλης, ο Ιορδάνης και ο Χρήστος. Όλοι ήταν τεχνίτες μαρμάρων και δούλευαν κοντά στον πατέρα τους. Η γιαγιά πήγε στο σχολείο για πολύ μικρό διάστημα, γι` αυτό δεν έμαθε ούτε γραφή ούτε ανάγνωση. Τη σταμάτησε ο πατέρας της, γιατί το σχολείο ήταν λίγο πιο έξω από τον Τούρκικο μαχαλά. Επειδή περνούσε από εκεί και οι Τούρκοι την πείραζαν λέγοντάς της διάφορα κομπλιμέντα, ο πατέρας της θύμωσε και δεν την έστειλε ποτέ πια.

 Όταν οι Τούρκοι επιτάξανε το σπίτι τους, πήγαν στην Πόλη και εγκαταστάθηκαν. Στα οκτώ της χρόνια ανέλαβε τις ευθύνες του σπιτιού κοντά σε μία γυναίκα πολίτισσα, η οποία της έμαθε να μαγειρεύει και να είναι άριστη νοικοκυρά, αφού η μητέρα της ήταν άρρωστη και έπρεπε να είναι στο κρεβάτι. Η γιαγιά έμαθε να ράβει και να κεντά κι επειδή ήταν και ?μερακλού? τραγουδούσε, χόρευε και οι γιορτές δεν έλειπαν από το σπίτι τους. Ήταν φημισμένη και εύπορη οικογένεια. ?»

                                                                                    Εξαπηχίδου Παν.

ααα

«?Ονομάζομαι Μαρία Κατσαρού  Καραβασίλη

Οι γονείς μου γεννήθηκαν και παντρεύτηκαν στη Σμύρνη. Εκεί απέκτησαν τα πρώτα τρία  τους παιδιά.

Στη Σμύρνη έμεναν στη γειτονία του Αγίου Δημητρίου . Ο πατέρας μου τελείωσε  την Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης, γνώριζε ξένες γλώσσες και ήταν λογιστής σε επιχείρηση που έφτιαχνε οινοπνεύματα και άλλα σχετικά.

Το σπίτι τους ήταν ισόγειο και πάνω πάτωμα, όπως ακριβώς μου το έλεγε η μητέρα μου. Είχαν ωραία έπιπλα, κουρτίνες, χαλιά και απρική, τα ασπρόρουχα όπως τα έλεγαν τότε.

Τα ενδύματα τους ήταν ευρωπαϊκά εφόσον ζούσαν μέσα στη πόλη και γι` αυτό δεν είχαν τοπικές φορεσιές.

Είχαν ωραίες εξοχές και πήγαιναν πολλές εκδρομές. Η Σμύρνη είχε μία θαυμάσια παραλία, το ξακουστό ΚΑΙ και εκεί, όπως μου έλεγε η μητέρα μου, (γιατί βέβαια προσωπικές μνήμες δεν έχω) υπήρχαν ωραία και μεγάλα ζαχαροπλαστεία, κέντρα για διασκέδαση, θέατρα, προξενεία και πολλά άλλα κτήρια.

Η Σμύρνη ήταν χωρισμένη σε συνοικίες και σε περιοχές που η κάθε μία είχε τους δικούς της κατοίκους. Έλληνες ,Γάλλους ,Άγγλους  και Τούρκους (Τουρκομαχαλάς) Γι? αυτό  οι κάτοικοι της Σμύρνης στην πλειοψηφία τους ,εννοώ τους Έλληνες ,δεν γνώριζαν Τούρκικα .Μέσα όμως στην Ελληνική γλώσσα θα εύρισκες λέξεις από τις άλλες γλώσσες.

                  Tις γιορτές των Χριστουγέννων και του Πάσχα τις γιόρταζαν ελληνικά .Πήγαιναν στις εκκλησίες (Άγιος Δημήτριος , Αγία Φωτεινή κλπ ,)έφτιαχναν ωραία κουλουράκια (τα σμυρναίικα), έβαφαν αυγά κόκκινα, έκαναν ωραία φαγητά και επίσης τα Χριστούγεννα έκαναν μελομακάρονα, φοινίκια όπως τα έλεγε η μητέρα μου. Από φαγητά έκαναν κρέας με κυδώνια, κρέας με κάστανα ,σουτζουκάκια, γιουβαρλάκια, και διάφορες πίτες και μακαρονάδες.

Την Καθαρή Δευτέρα πήγαιναν στις εξοχές, πέταγαν τους αϊτούς και κυρίως σμυρνάκια, αϊτούς που είχαν ένα σχήμα περίπου τριγωνικό. Επίσης την Καθαρή Δευτέρα άρχιζαν οι νηστείες για την μεγάλη Σαρακοστή (έτσι την άκουγα) και ό,τι φαγητά περίσσευαν από την Κυριακή τα έδιναν σε ανθρώπους που γύριζαν στα σπίτια και τα έβαζαν ανακατεμένα σε σακούλες όλα μαζί. (γλυκά, κρεατικά, τυρόπιτες , κτλ)

Παιχνίδια είχαν πολλά αυτοσχέδια και πολλά που έφερναν από την Ευρώπη οι περισσότερο οικονομικά άνετοι, κυρίως κούκλες. Διασκέδαζαν στους γάμους, στα βαφτίσια, στις γιορτές, είχαν στενές  επαφές με τους γείτονες.  

Αγαπούσαν πολύ τη μουσική. Είχαν συγκροτήματα μουσικά, τις γνωστές κομπανίες με ωραία όργανα και τραγουδούσαν κεφάτα τραγούδια που ακούγονται μέχρι σήμερα στην Ελλάδα ,τα σμυρναίικα. Ο παππούς μου έπαιζε βιολί σε μια από αυτές τις κομπανίες.   

Πήγαιναν κινηματογράφο και τα έργα κράταγαν και μια εβδομάδα για να αποδώσουν την υπόθεση,  γιατί τότε δεν είχαν  ομιλούντα  κινηματογράφο. Επίσης πήγαιναν θέατρο και έβλεπαν σπουδαία θεατρικά έργα. Είχα μια θεία ηθοποιό εκεί, που έγινε και πολλή γνωστή και στην Ελλάδα. Ήταν πρωταγωνίστρια του μοναδικού θεάτρου, η Ζαζά  Mπριλάντη

.Η Σμύρνη ήταν μια ελληνική πόλη με ελληνικά σχολεία. Είχε ελληνικές εφημερίδες όπως την Αμάλθεια , λογοτεχνικά βιβλία και οι Έλληνες εκεί είχαν μεγάλη αγάπη για τη μητέρα πατρίδα. Έβγαλε μεγάλούς ανθρώπους,ποιητές , καλλιτέχνες, επιχειρηματίες, λογοτέχνες, οι οποίοι διέπρεψαν μετά και στην Ελλάδα?»

                                                            Κατσαρού Καραβασίλη Μαρία

ααα

«?Η οικογένειά μου ζούσε στη Φώκαια ή Φώκιες. Οι νέες Φώκιες είχαν 14000 κατοίκους. Ο παππούς μου ήταν τσιφλικάς στη Μαινεμένη και είχε πλούσια οικογένεια. Οι γονείς μου για να παντρευτούν κλεφτήκανε.

Ο πατέρας μου καταγόταν από μεγάλο σόι. Είχε 9 αδέρφια, 4 κορίτσια και 5 αγόρια. Η μητέρα μου είχε 5 αδέλφια, 4 κορίτσια και 1 αγόρι. Το επώνυμο της μητέρας του ήταν Βέχη, ενώ του πατέρα του Καρασταμάτης. Στη Σμύρνη είχα παρατσούκλι, με φώναζαν «αραπάκο». Ο προπάππους μου έφυγε από την Σπάρτη, γιατί είχε διαπράξει έγκλημα και πήγε στη Σμύρνη. Εκεί τον δέχτηκαν φιλικά, γιατί οι άνθρωποι  αγαπούσαν την  Ελλάδα.

Τον παππού μου τον σεβόντουσαν πολλοί Τούρκοι, διότι ήταν πλούσιος .Οι Έλληνες δούλευαν τα χωράφια των Τούρκων, γιατί οι Τούρκοι ήταν τεμπέληδες .Μερικές φορές μπορεί οι Έλληνες να έριχναν τους Τούρκους στο μοίρασμα. Όμως γενικότερα είχαν καλές σχέσεις μεταξύ τους, εκτός από κάτι περιπτώσεις που μερικοί αγριάνθρωποι Τούρκοι  που προέρχονταν από τα βάθη της Τουρκίας  χαλούσαν την ήρεμη ζωή των Ελλήνων.

            Ο πατέρας μου κάθε Σαββατοκύριακο έκανε γλέντια σπίτι του μαζί με Τούρκους και Έλληνες .Όταν βρίσκονταν μαζί στο ίδιο σπίτι διασκέδαζαν. Στους Τούρκους άρεσαν τα γλέντια. Τραγουδούσαν με συνοδεία από τουμπερλέκια. Στις συγκεντρώσεις δεν μίλαγαν         καθόλου για πολιτικά ζητήματα , γιατί υπήρχε κίνδυνος να μαλώσουν. Εξάλλου, οι Τούρκοι ήταν αρκετά οξύθυμοι. Τους ενοχλούσε που οι Έλληνες ήταν προκομμένοι και δούλευαν και τα δικά τους κτήματα.

  Υπήρχαν πολλές εκκλησίες, γι? αυτό και ζούσαν με ελληνικά ήθη και έθιμα, κυρίως τα Χριστούγεννα και το Πάσχα. Οι Έλληνες δεν παντρευόντουσαν Τουρκάλες λόγω θρησκείας.

Τα σπίτια τους δεν είχαν συγκεκριμένη αρχιτεκτονική. Έχτιζαν ένα μακρύ οικοδόμημα κι ο καθένας είχε ένα δωμάτιο.

Εγώ γεννήθηκα το 1915 και μαζί με τον παππού μου ταξίδευα από τη Μαινεμένη στη Σμύρνη, όταν αυτός την επισκεπτόταν για δουλειές. Εκεί ανεβαίναμε στο τραμ που το έσερναν άλογα και γυρίζαμε κάθε γωνιά της. Οι περισσότεροι κάτοικοί της ήταν Έλληνες και πολύ γλεντζέδες. Οι Τούρκοι έφταναν το 10% περίπου του πληθυσμού της πόλης?»

                                                                          Καρασταμάτης Παράσχος   

ααα

   

            «?Θυμάμαι τα κάλαντα που λέγαμε στην πατρίδα μου, τα Βρύουλα της Σμύρνης. τα Χριστούγεννα Μας κερνούσαν σ¨ όλα τα σπίτια που πηγαίναμε γλυκό και απαραιτήτως, μετά τις 2 τα ξημερώματα, πηγαίναμε στην εκκλησία. Οι συνθήκες ζωής ήταν δύσκολες, αλλά το πολιτιστικό επίπεδο αρκετά υψηλό. Τα θέατρα, τα παζάρια, οι αγορές ήταν μέρη που δεν παρέλειπαν να επισκέπτονται από το μικρό παιδάκι μέχρι τον πιο ηλικιωμένο. Στις γιορτές μας συνόδευαν πάντα το λαούτο, τα ντέφια, το βιολί και το κλαρίνο. Οι άντρες περνούσαν τις ελεύθερες ώρες τους στον καφενέ, αλλά όχι κι οι γυναίκες. Αυτές δεν επιτρεπόταν να βγαίνουν έξω, γιατί οι Ανατολίτες ήταν αυστηροί κι «αφέντες».

Το σχολείο ήταν δωρεάν, αλλά υποχρεωτικό μέχρι την 6η Γυμνασίου. Τα παιδιά διαβάζαμε και άλλα βιβλία, μυθιστορήματα, αστυνομικά, δράματα?»                                                                

                                                                                      Κιουράνας Αναστάσιος

ααα

            «?Γεννήθηκα το 1910 στην Αττάλεια, μια πόλη με ωραία θάλασσα με άσπρα καθαρά χαλίκια, κοντά στη Σμύρνη, κι έφυγα το 1922, αφήνοντας πίσω όλη την οικογενειακή μου περιουσία. Ήμουν το μόνο κορίτσι σε μια δεκαμελή οικογένεια. (μητέρα, πατέρας, τρία αδέλφια, γιαγιά, ξάδελφος και δύο παππούδες).  O πατέρας μου ήταν τσαγκάρης κι από τους παππούδες μου, ο ένας χρυσοχόος (κι ο δικός του πατέρας χρυσοχόος)  κι ο άλλος εργοστασιάρχης. Μάλιστα, επειδή είχε πολλά μαλλιά, του είχαν βγάλει το παρατσούκλι «Σασλόγλου». Το «-όγλου» είναι το χαρακτηριστικό στα δικά μας επίθετα.

Ο παππούς μου είχε πολύ μεγάλη περιουσία και είχε χτίσει σχολείο, δεσποτικό  και εκκλησία, τον Άγιο Παντελεήμονα. Δίπλα υπήρχε ένα μικρό νεκροταφείο και λίγο πιο πέρα ήταν το σπίτι. Κάθε Κυριακή μετά τη λειτουργία περνούσαν όλοι οι σημαντικοί άνθρωποι για να κάνουν επίσκεψη και να πιουν καφέ από τη γιαγιά μου και μετά πήγαιναν στο σπίτι τους.

Κάποια από τα κτήματα του παππού μου τα καταπάτησαν Τούρκοι κι έφτιαξαν κήπους και περιβόλια. Κάθε φορά, όμως, που έβγαιναν τα πρώτα φρούτα και λαχανικά της σοδειάς του τα έφερναν πεσκέσι. Σε κάποιο Ραμαζάν (θρησκευτική γιορτή των Τούρκων), έφεραν στον παππού μου μισό αρνί. Επειδή όμως το είχαν διαβάσει με τούρκικες ευχές, όπως είναι το έθιμο, αυτός έσκαψε ένα λάκκο στον κήπο και το έθαψε!

Ένας θείος μου, αδελφός του πατέρα μου, ήταν καταπληκτικός χρυσοχόος. Είχε φτιάξει άγαλμα ένα γουρούνι με επτά γουρουνάκια σαν αληθινά. Κάποιοι Άγγλοι τα αγόρασαν όσο όσο, τόσο ωραία ήταν. Οι Τούρκοι, όμως, τον έστειλαν στην εξορία όπου και πέθανε .

Είχαμε εκκλησίες χριστιανικές και πηγαίναμε συχνά. Θυμάμαι ένα Πάσχα με τουφεκιές και γλέντια. Μετά όμως οι Τούρκοι τα απαγόρευσαν, γιατί δεν ήθελαν να οπλοφορούν οι Έλληνες.

Ο πατέρας μου απαγόρευε να πηγαίνω στο εργοστάσιο, γι¨ αυτό περνούσα τις ώρες μου κεντώντας και πλέκοντας. Αυτή η συνήθεια μου έχει μείνει μέχρι σήμερα και φτιάχνω πολύ ωραία κεντήματα και πλεκτά.  Σαν παιδί συνήθιζα να παίζω με τις κούκλες μου που τις έραβα και τις έντυνα μόνη μου. Μόνο μια φορά ο θείος μου μου είχε φέρει από την Τήνο μια κούκλα που έκλαιγε κι είχε ρούχα με δαντέλες.  Παίζαμε, όμως, και ομαδικά παιγνίδια, όπως σχοινάκι και κουτσό.

Σχολείο πήγα μόνο μέχρι την 1η Δημοτικού ? σε ελληνικό σχολείο, όπου κάναμε και θρησκευτικά ? όμως το έκλεισαν οι Τούρκοι για να το κάνουν νοσοκομείο για τον τουρκικό στρατό και μας έστειλαν στο τουρκικό σχολείο. Οι γονείς μου εξοργίσθηκαν και, φυσικά, μου απαγόρευσαν να πάω. Έτσι, έμεινα αγράμματη, αλλά παρόλα αυτά διαβάζω, γράφω και μπόρεσα να κρατήσω το μαγαζί μας.

Τηρούσαμε σχολαστικά τα έθιμα και κυρίως τη νηστεία των Χριστουγέννων, του Πάσχα και του Δεκαπενταύγουστου. Εκείνες τις μέρες τρώγαμε καρύδια, λουκούμια, μέλι και σαμόλαδο (σησαμέλαιο). Ούτε ελιές δε μας έδιναν, γιατί είχαν λάδι! Ο παππούς μου είχε εργοστάσιο επεξεργασίας του σουσαμιού, από το οποίο παρασκεύαζαν ταχίνι, χαλβά, και άλλα εδέσματα.

 Από τα άλλα παραδοσιακά φαγητά θυμάμαι το μουσακά και τα  φρέσκα κουκιά με γιαούρτι. Επίσης τρώγαμε κρέας και πολλά ψάρια. Ο πατέρας μου σηκωνόταν στις πέντε το πρωί κι έφερνε φρέσκα ψάρια.  Θυμάμαι, επίσης, και τον ντελάλη. Κάθε φορά που έπρεπε να πληροφορηθούμε για κάτι, θέατρο, κινηματογράφο, ή κάτι άλλο, περνούσε από τις γειτονιές ο ντελάλης και το φώναζε. Δεν είχαμε, βλέπετε, τότε τηλεοράσεις και ραδιόφωνα?

Με τους Τούρκους ήμασταν αγαπημένοι. Δεν παντρευόμασταν, βέβαια, μεταξύ μας, όπως σε άλλες περιοχές, αλλά δεν είχαμε προβλήματα. Μάλιστα, η γιαγιά μου κάθε Πάσχα που έφτιαχνε τσουρέκια κι άλλα γλυκά έστελνε στους αρχηγούς των Τούρκων κεράσματα κι έστελναν κι αυτοί σε μας σε ανάλογες περιπτώσεις. Παρ΄ όλα αυτά  είχαμε και το φόβο. Ειδικά φοβόμασταν τους Τουρκοκρητικούς. Αυτοί ήταν πολύ κακοί άνθρωποι?»

                                                                                    Κοτζαμάνογλου Αθηνά

 ααα

            «?Γεννήθηκα στην Αττάλεια σε οικογένεια με 6 παιδιά. Ο πατέρας μου ήταν εργολάβος.  Η συνοικία που μέναμε είχε γύρω γύρω θάλασσα και διώροφα σπίτια, όπου έμεναν δύο και τρεις οικογένειες μαζί. Συγκατοικούσαμε με τους Τούρκους χωρίς πρόβλημα και όλοι γνωριζόμασταν καλά μεταξύ μας.

            Εμείς είχαμε σπίτι δικό μας, διώροφο, με πηγάδι στον εξωτερικό χώρο και μια μεγάλη αίθουσα στο εσωτερικό του με χαρακτηριστικά έπιπλα, τον τούρκικο σοφρά, το γιούκο, κλπ. Άμαξα δεν είχαμε ούτε εκδρομές πηγαίναμε.

            Στη γειτονιά μας δεν είχαμε σχολεία, γι΄ αυτό και ο κόσμος ήταν αμόρφωτος, όμως είχαμε το πλεονέκτημα να έχουμε δική μας εκκλησία, την Παναγία. Κάναμε γιορτές, όπου χορεύαμε το μπάλλο και ακούγαμε ούτι. Φορούσαμε τα καλά μας ρούχα, τα γυαλιστερά. Εγώ ήξερα να παίζω ούτι κι είχα και καλή φωνή. Στους γάμους, ειδικά, υπήρχε πολύς χρυσός.

            Μαγειρεύαμε δικές μας συνταγές ? φαγητά και γλυκά: φακές με κριθαράκι, ατζέμ πιλάφι, φασολάδα με κοφτό μακαρονάκι, κανταΐφι,  μπακλαβά, καϊμάκι και πολλά άλλα?»

                                                            Μετώγλου Χατζηγιάνογλου Κοραλία

 ααα

«?Ονομάζομαι Λιλή Νικολή κι έχω καταγωγή μικρασιατική κι από τους δύο μου γονείς. Όσα θα σας αφηγηθώ τα γνωρίζω από τις δικές τους μαρτυρίες και κυρίως της θείας μου, της αδελφής της μητέρας μου που είναι σήμερα 79 ετών και η μόνη επιζούσα από την οικογένεια.

Η οικογένεια της μητέρας μου καταγόταν από ένα χωριό, τον Άγιο Κωνσταντίνο, κοντά στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Ο παππούς μου ονομαζόταν Συμεών Παπάζογλου κι η γιαγιά μου Τριανταφυλλιά. Είχαν έξι παιδιά, τα τρία γεννημένα στην Καισάρεια και τα υπόλοιπα στην Κωνσταντινούπολη, όπου εγκαταστάθηκαν το 1909. Τα παιδιά τους είχαν μεγάλη διαφορά ηλικίας μεταξύ τους. Μεταξύ του πρωτότοκου γυιού που γεννήθηκε γύρω στο 1900 και της μητέρας μου, Σουλτάνας, που ήταν η τελευταία (μαζί με τη δίδυμη αδελφή της) μεσολαβούσαν 23 – 24 χρόνια.

Ο παππούς μου ήταν έμπορος τροφίμων, δουλειά που έκανε και στην Κωνσταντινούπολη, και μάλιστα αργότερα εφοδίαζε τον ελληνικό στρατό. Αυτός ήταν και ο βασικός λόγος που έφυγαν το 1925 για την Ελλάδα, γιατί φοβήθηκαν αντίποινα εκ μέρους των Τούρκων.

Το σπίτι τους βρισκόταν σε κεντρικό σημείο της Κωνσταντινούπολης. Ήταν μια μεγάλη μονοκατοικία με πολλά δωμάτια, υφαντά χειροποίητα χαλιά και περίτεχνες διπλές κουρτίνες στα παράθυρα ? μεταξωτές για να περνά το φως και βαριές βελούδινες στο πλάι. Στην είσοδο του σπιτιού, στο ξεκίνημα της σκάλας που οδηγούσε στους ορόφους βρίσκονταν δύο Καρυάτιδες με λάμπες πετρελαίου ή λαδιού στο κεφάλι, για να φωτίζεται ο χώρος.

Τα έπιπλά τους ήταν σκαλιστά χειροποίητα και τα τραπέζια σκεπασμένα με λινά κεντημένα τραπεζομάντιλα. Τα σερβίτσια τους ήταν από πορσελάνη και κρύσταλλο και στο σπίτι υπήρχαν και πολλές αντίκες, γιατί ο παππούς συνήθιζε να αγοράζει σε δημοπρασίες παλιά κομμάτια. Αρχικά είχαν διασωθεί έξι πιάτα και πιατέλες που ανήκουν σε σερβίτσια του Όθωνα κι ένα διακοσμητικό πιάτο της αυτοκράτειρας της Αυστρίας Σίσσυ.

Στις μεγάλες αποστάσεις ταξίδευαν με το τραίνο. Έτσι ήρθαν από την Καισάρεια στην Κωνσταντινούπολη. Για τις καθημερινές τους, όμως, μεταφορές χρησιμοποιούσαν άμαξες με άλογα ή μόνο άλογα. Η γιαγιά μου ίππευε το δικό της άλογο, κάτι που δεν ήταν ιδιαίτερα συνηθισμένο εκείνη την εποχή, η ίδια  όμως ήταν γυναίκα μοντέρνα κι εξελιγμένη. Μάλιστα, είχε διασωθεί το ύφασμα με το οποίο σκέπαζε την πλάτη του αλόγου για να το προστατεύει από τη σέλα.

Φορούσαν ρούχα ευρωπαϊκά, οι άντρες κοστούμια, ενώ οι Τούρκοι βράκες, κι οι γυναίκες τα χαρακτηριστικά της belle ?poque, της εποχής που αναφερόμαστε, δηλ. γύρω στα μέσα της δεκαετίας του 1920. Μάλιστα, όταν το 1922 κάλεσαν τη γιαγιά μου να αναγνωρίσει το πτώμα του γιου της που είχε σκοτωθεί σε ταραχές, απέκλεισε ένα που της έδειξαν ,όχι από τα χαρακτηριστικά του προσώπου, γιατί είχαν αλλοιωθεί, αλλά από το γεγονός ότι εκείνος ο νεκρός φορούσε φέσι, κάτι που δεν συνήθιζαν οι Έλληνες, ιδίως της οικογενείας μου.

Με τους γείτονες είτε Έλληνες είτε Τούρκους είχαν καλές σχέσεις ,ειδικά με τους απλούς ανθρώπους. Τηρούσαν όλα τα θρησκευτικά έθιμα, τη νηστεία των 40 ημερών πριν από τα Χριστούγεννα, πήγαιναν στις εκκλησίες, μάλιστα πολλοί είχαν και στα σπίτια τους εικονοστάσια και καντήλια. Στο μαγαζί του παππού μου υπήρχε μια εικόνα του Παντοκράτορα, ζωγραφισμένη στο χέρι πάνω σε κομμάτι από εσωτερικό φύλλο ντουλάπας.

Γενικά, ζούσαν εξαιρετικά εύπορα, χωρίς να είναι ιδιαίτερα πλούσιοι. Έτσι ζούσαν όλοι σχεδόν οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, γιατί είχαν στα χέρια τους το εμπόριο και τα γράμματα και ανήκαν στη λεγόμενη καλή κοινωνία.

            Η οικογένεια του πατέρα μου καταγόταν από τη Σμύρνη. Ο παππούς μου, Λάζαρος Παπάζογλου, ήταν αξιωματικός του ελληνικού στρατού. Είχε σπουδάσει στην Ευαγγελική Σχολή και στη Σχολή Ευελπίδων, και οι δύο στη Σμύρνη, και μιλούσε εκτός από τα ελληνικά κι άλλες τέσσερις γλώσσες: τουρκικά, αραβικά, αγγλικά και γαλλικά. Η γιαγιά μου, Δέσποινα, ήταν μια γυναίκα κοκέτα και όμορφη, πάντα καλοντυμένη και καλοχτενισμένη, κάτι που τη χαρακτήριζε και στις πιο δύσκολες μέρες της προσφυγιάς στην Ελλάδα.

Ζούσαν στο Μπουτζά, ένα προάστιο της Σμύρνης, όλο πολυτελείς βίλες, και όταν έγινε η καταστροφή είχαν ήδη δύο παιδιά, την Άρτεμη που γεννήθηκε το 1920 και τον πατέρα μου, Στέλιο, που γεννήθηκε τον Απρίλιο 1922, λίγους μήνες πριν τα γεγονότα της Σμύρνης?»

                                                                                                            Νικόλη  Λίλλη 

ααα

 

«?Εγώ έφυγα από την πατρίδα μου, την Αττάλεια, σε ηλικία 9 χρονών το 1922, γι΄ αυτό δεν θυμάμαι πολλά πράγματα. Ο πατέρας μου είχε χαθεί το 1915 κάπου στην Κύπρο κι είχα άλλα δύο αδέλφια μεγαλύτερα, έναν αδελφό και μια αδελφή. Από αφηγήσεις άλλων ξέρω ότι στην πόλη υπήρχαν αρχαία μνημεία κι ένα αρχαίο τείχος γύρω γύρω με μια πύλη απ΄ όπου έμπαινες στην πόλη. Όλο το εμπόριο το είχαν στα χέρια τους οι Έλληνες. Οι Τούρκοι τους έφερναν την παραγωγή τους από τα χωριά και εκείνοι την εμπορεύονταν. Κειμήλια λίγα φέραμε, γιατί όλα τα υπάρχοντά μας έμειναν πίσω. Μεταφέραμε, όμως, εδώ ήθη κι έθιμα, όπως τη μαγειρική μας?»

                                                                                    Οκσούζογλου Γεώργιος

ααα

 

            «?Ο παππούς κι η γιαγιά μου ζούσαν σε μια περιοχή της Μ. Ασίας που λεγόταν Πύργος. Εκεί είχαν ένα μικρό σπιτάκι και ζούσαν φτωχικά, αλλά αγαπημένοι. Ο παππούς έκανε διάφορες δουλειές, αλλά η κανονική του ήταν γαλατάς.

Γιόρταζαν ανελλιπώς όλες τις γιορτές, όπως αργότερα στην Ελλάδα,  και μαγείρευαν φαγητά που μετέφεραν επίσης εδώ όταν εγκαταστάθηκαν?»

                                                                                                 Παππά Αγγελική

ααα

«?Εγώ γεννήθηκα στην Αθήνα το 1939, όμως η καταγωγή μου είναι από τη Μ. Ασία. Η γιαγιά μου έμενε στο Ουσάκ. Είχαν μεγάλη κτηματική περιουσία κι ένα μαγαζί, όπου δούλευαν Τούρκοι κάτω από την επίβλεψη του παππού. Οι σχέσεις τους ήταν πολύ καλές κι ο παππούς τους βοηθούσε όποτε είχαν ανάγκη. Εκεί ζούσαν πολύ πλούσια και δεν τους έλειπε τίποτε.Το καλοκαίρι ετοίμαζαν τη σοδειά τους για το χειμώνα. Έφτιαχναν παστουρμά, τραχανά, κι άλλα ?»

                                                                                                Σατίρογλου Βαρβάρα

ααα

«?Γεννήθηκα στη Σμύρνη το 1919 σε μια εύπορη οικογένεια με πέντε παιδιά. Η μητέρα μου καταγόταν από την Ήπειρο κι ο πατέρας μου από τη Σμύρνη. Ζούσαμε στο Κορδελιό, μια μικρομεσαία συνοικία, σ¨ενα διώροφο σπίτι. Ακόμα θυμάμαι τα πολλά υπνοδωμάτια, το υπόγειο με τις ετήσιες προμήθειες, την περίτεχνη σκεπή και τον όμορφο κήπο μας

  Η συμβίωση με τους Τούρκους γείτονές μας ήταν αρκετά αρμονική. Μάλιστα, συμμετείχαμε από κοινού στις διάφορες γιορτές, όταν αυτές δεν είχαν θρησκευτικό χαρακτήρα. Πηγαίναμε ημερήσιες εκδρομές και τρώγαμε συχνά σουτζουκάκια, τας κεμπάπ και για επιδόρπιο σαρέλι και εκμέκ.

Στην αγορά, που βρισκόταν σε συγκεκριμένο μέρος, πελάτες ήταν εξίσου ΄Ελληνες και Τούρκοι. Επίσης στα πολλά ελληνικά σχολεία που υπήρχαν στη Σμύρνη τα παιδιά διδάσκονταν Θρησκευτικά. Η τουρκική γλώσσα δεν ακουγόταν πολύ και γι΄ αυτό, ορισμένοι πρόσφυγες από τη Σμύρνη, όταν ήλθαν στην Ελλάδα, δεν ήξεραν καθόλου τουρκικά.

Η βασική μας δραστηριότητα ήταν να πηγαίνουμε στη χριστιανική εκκλησία. Συχνά επίσης, άντρες και γυναίκες, πήγαιναν στα καφενεία για γλυκό ή σε κάποιο κέντρο διασκέδασης για χορό. Όλοι μαζί, όμως, οι κάτοικοι της τοπικής κοινωνίας μαζεύονταν και διασκέδαζαν στα διάφορα πανηγύρια?»

                                                                                                Σκόρδος Παύλος

ααα

 

«? Τα χρυσαφικά δίνονται από τη μάνα στην πρώτη κόρη και μόνο. Ποτέ σε αγόρια ή νύφες ? ή, αν δεν είχε κόρη, στην πρώτη εγγόνα σε γνήσια πρωτότυπα. Όλα τα άλλα παιδιά, αγόρια, κορίτσια,  στο γάμο τους έπαιρναν από ένα ίδιο χρυσαφικό, αλλά σε απομίμηση ? αντίτυπο»

                                                                                    Σπανού Τασούλα

ααα

«?Γεννήθηκα το 1913 σε μια κωμόπολη της Καππαδοκίας ανατολικά της Καισάρειας που τη λένε Μουταλάσχι, στη σκιά του βουνού Καριτσά, με ύψος 3916 μέτρα  με χιονισμένες πάντα τις κορφές του. Στις σπηλιές του έβρισκαν καταφύγιο οι Χριστιανοί στις περιόδους των διωγμών. Ο πληθυσμός της πόλης έφτανε κάποτε τις 12 χιλιάδες ανθρώπους, 4 χιλ. Τούρκοι, 4 χιλ. Έλληνες κι άλλοι τόσοι Αρμένιοι και Πέρσες. Συνεχώς, όμως, οι κάτοικοι μειώνονταν και, ιδίως, μετά το 1915 που έγινε η μεγάλη γενοκτονία των Αρμενίων ο πληθυσμός έφτασε το ? του αρχικού.

Την πόλη μου και τα έθιμά μας πιο πολύ από αφηγήσεις συγγενών και μεγαλύτερων τα θυμάμαι, αλλά  έχουν χαραχτεί βαθιά μέσα μου. Η πόλη είχε ωραίους δρόμους και πλατείες στρωμένες με πέτρα του Αγίου Όρους και πάρα πολλά πηγάδια με καθαρό νερό. Σε πολλούς δρόμους είχε πέτρινες βρύσες με το μαστραπά δίπλα, δηλ. το τσίγκινο κύπελλο που έπινες νερό. Το να βρίσκει ο ταξιδιώτης νερό οι Τούρκοι το θεωρούσαν μνημόσυνο για τους νεκρούς και το φρόντιζαν ιδιαίτερα.

Υπήρχαν μεγάλες εκκλησίες για τους Χριστιανούς, αλλά εγώ θυμάμαι κυρίως την Παναγία και τους Ταξιάρχες. Μάλιστα, στην Παναγία υπήρχε και σχολείο που πήγαινα μέχρι να φύγουμε. Θυμάμαι και την Αστική Σχολή, κάτι σαν το σημερινό Λύκειο, όπου δίδαξε και ο πατέρας μου Χαράλαμπος, δάσκαλος από τη Μεγάλη του Γένους Σχολή.

Τα σπίτια μας ήταν ευρύχωρα, λιθόκτιστα. Η μεγάλη εξώπορτα οδηγούσε στο χαγιάτι και δεξιά-αριστερά υπήρχαν τα δωμάτια, άλλα καλοκαιρινά κι άλλα χειμωνιάτικα. Στους τοίχους ήταν κρεμασμένα κάδρα με παραστάσεις ιστορικών ή θρησκευτικών γεγονότων. Παντού υφαντά, κιλίμια υφασμένα με τρίχα κατσίκας.. Στον επάνω όροφο υπήρχε ο μουσαφίρ-οντάς (ξενώνας), με το κρεβάτι πάντα στρωμένο και τη σόμπα. Έπιπλα, σκεύη χάλκινα, μπακιρένια και λάμπες  πετρελαίου περίτεχνες, που μία κατάφερα να φέρω μαζί μου. Επίσης, πήλινα κιούπια για τα τουρσιά. Ο φούρνος ήταν χτισμένος σε ξεχωριστό σημείο του σπιτιού ή της αυλής, όπου ψηνόταν το ψωμί κι ο γιουρκάς, κάτι σαν ζύμη που τρώγαμε με τυρί ή με μέλι. Άλλες αγαπημένες γεύσεις που θυμάμαι είναι ο μπακλαβάς το παστό κρέας που τρώγαμε το χειμώνα, ο παστουρμάς, οι πίτες και το αΐράν. Και, βέβαια, υπήρχε και το χαμάμ με το ζεστό νερό, η μεγαλύτερη απόλαυση.

Στους γάμους και στα βαφτίσια πίναμε κρασί φτιαγμένο από αμπέλια οικογενειακά, τρώγαμε φαγητά μαγειρεμένα σε πλούσιο βούτυρο, ποτέ σε λάδι, τραγουδούσαμε και χορεύαμε. Μας συνόδευε ο ήχος από το βιολί, το ντέφι, το νταούλι και το ούτι. Ο πιο ονομαστός χορός ήταν ο κανιαλής, ονομασία από το Ικόνιο, κάτι σαν τον καρσιλαμά. Το ζευγάρι έκανε φιγούρες καταπληκτικές και στα χέρια τους κρατούσαν από δύο ξύλινα κουτάλια που τα χτύπαγαν μεταξύ τους κι έβγαζαν εξαιρετικά μελωδικό ήχο. Τα τραγούδια ήταν διαφορετικά για κάθε περίπτωση, για το καλωσόρισμα, τον αποχαιρετισμό, το γάμο, κλπ. και συνοδεύονταν από διάφορα ευτράπελα. Στις γιορτές πάντα προσφέρονταν δώρα. Ένα ευπρόσδεκτο και πολύτιμο δώρο ήταν το χαλί, που απαιτούσε χρόνο και χρήμα. Στα μαγαζιά πουλούσαν τα μαλλιά χύμα με την οκά, χρώματα, σιδερένια χτένια και μαχαίρια για την κατασκευή του

Διασκεδαστικό ήταν και το παζάρι με τους Τούρκους στα εμπορικά. Πάντα εκείνοι έλεγαν μια τιμή και στο τέλος πούλαγαν στη μισή.

Όσο για την ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία, κρατούσε σημαντικότατη θέση στη ζωή μας. Τα πιο πολλά βαφτιστικά ήταν Ισαάκ, Μωΰσής, Αβραάμ, Ιορδάνης, Βηθλεέμ. Το πρώτο συνθετικό του επωνύμου των περισσοτέρων ήταν Χατζη- , γιατί αυτοί είχαν επισκεφτεί τους Αγίους Τόπους και ειδικά τον Ιορδάνη ποταμό. Σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και Τούρκοι βαφτίζονταν χριστιανοί, όπως ένας Κιαμήλ που έγινε Γιάννης. Γενικά, οι σχέσεις μεταξύ μας ήταν καλές. Ανταλλάσσαμε επισκέψεις,  δούλευαν σαν υπάλληλοι στα μαγαζιά και στις επιχειρήσεις των Ελλήνων και η ζωή κυλούσε ήρεμα μέχρι το 1912 ? 13, που άρχισαν στα Βαλκάνια οι συγκρούσεις?»

                                                                                    Χριστοφορίδης            Ισαάκ

ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ: Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1912 ΕΩΣ 1922

 

Your email address will not be published. Required fields are marked *

*