Η εγκατάσταση και αποκατάσταση των προσφύγων
Α) Ιστορικά στοιχεία
Από τον πρώτο διωγμό του 1914 μέχρι και τους τελευταίους ανταλλάξιμους πληθυσμούς που έφτασαν στην Ελλάδα το 1925 ο αριθμός των προσφύγων από Μικρά Ασία, Πόντο και Ανατολική Θράκη άγγιξε σχεδόν το ενάμισι εκατομμύριο ανθρώπους. Από αυτούς άλλοι , όσοι κυρίως προέρχονταν από τις περιοχές που είχε καταλάβει ο ελληνικός στρατός τα χρόνια 1919-1922 και που ανακατέλαβαν οι Τούρκοι, ήρθαν πανικόβλητοι τις πρώτες ημέρες της καταστροφής, ενώ όσοι κατάγονταν από άλλες, πιο μακρινές, περιοχές της Τουρκίας αναγκάσθηκαν να τις εγκαταλείψουν μετά την υπογραφή της ελληνοτουρκικής σύμβασης ανταλλαγής πληθυσμών στις 30 Ιανουαρίου 1923, στα πλαίσια της συνθήκης της Λοζάννης.
Στην Ελλάδα η άναρχη άφιξη των προσφύγων προκάλεσε τρομακτικά προβλήματα, καθώς η χώρα έβγαινε από μια μεγάλη στρατιωτική περιπέτεια με οικτρή έκβαση και βίωνε, παράλληλα, για χρόνια έναν φθοροποιό εθνικό διχασμό που χώριζε τους πολίτες σε βασιλόφρονες και βενιζελικούς. Οι πρώτες εγκαταστάσεις υπήρξαν πρόχειρες και χωρίς μέριμνα για μακροπρόθεσμο σχεδιασμό. Αργότερα δημιουργήθηκε η ΕΑΠ ( Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων ) που κατένειμε τους πρόσφυγες σε αστικά κέντρα και ύπαιθρο, τους έδωσε τη δυνατότητα να αποκτήσουν γη και στέγη και τους διευκόλυνε να πάρουν δάνεια για να στήσουν επιχειρήσεις και να οργανώσουν τη ζωή τους.
Η πρώτη γενιά προσφύγων υπολόγιζε και στην ανταλλαγή των περιουσιών που είχε συμφωνηθεί επισήμως στη Λοζάννη. Το θέμα αυτό με τα χρόνια «πάγωσε», καθώς προείχε η θεμελίωση σχέσεων καλής γειτονίας με την Τουρκία. Έτσι «πάγωσε» γι΄ αυτούς τους ανθρώπους κι η προσμονή της επιστροφής στα σπίτια και τα χωριά τους, ελπίδα που τους συνόδευε στα πρώτα χρόνια της προσφυγιάς. Με τα χρόνια ρίζωσαν στην καινούργια τους πατρίδα, έγιναν αποδεκτοί από τους ντόπιους που στην αρχή τους αντιμετώπιζαν επιφυλακτικά ή και εχθρικά και ενσωματώθηκαν οργανικά στην ελληνική κοινωνία. Δέχτηκαν και αφομοίωσαν τις ιδιαιτερότητές τους, όπως κι εκείνοι επηρεάστηκαν θετικά από όλα τα πολιτιστικά στοιχεία που έφεραν μαζί τους οι μικρασιάτες πρόσφυγες.
Στη σημερινή Ελλάδα, αν εξαιρέσει κανείς τα τοπωνύμια με πρώτο συνθετικό το «Νέος» σε όλα τα γένη και τους αριθμούς που θυμίζουν τον τόπο καταγωγής των ανθρώπων που κατοικούν στο συγκεκριμένο τόπο, δεν υπάρχει τίποτε που να ξεχωρίζει ? και να χωρίζει ? τους ανθρώπους στη βάση της σημαδιακής (συμβατικά) χρονιάς 1922. Είναι όλοι αδέλφια από την ίδια εθνική μήτρα.
ααα
ααα
Β) Μαρτυρίες
«?Η μητέρα μου με τη μαμά της, την αδελφή της και τα δύο της αδέλφια ήρθε από την Αττάλεια το 1922. Πρώτα πήγαν στον Πύργο. Μετά έμειναν λίγο στο Θησείο και τέλος εγκαταστάθηκαν στον Ταύρο. Η μητέρα μου δε δούλευε στην αρχή, γιατί έπρεπε να φροντίζει τα αδέλφια της. Αργότερα έπιασε δουλειά στα ελληνικά υφαντήρια στον Ταύρο.
Οι ντόπιοι τους αντιμετώπισαν αρκετά φιλικά όταν πρωτοήρθαν στην Ελλάδα και ειδικά στο Θησείο. Η δική μου οικογένεια έφερε μαζί της αρκετά κειμήλια, μεταξωτά, παπλώματα και φλουριά, όλα όμως τα πούλησαν στην Κατοχή για να επιβιώσουν. Στην Αττάλεια είχαν τόσα φλουριά που τα κρέμαγαν και στο κούτελο!..»
Αβρατόγλου Αγγελική
«?Στην Ελλάδα το σπίτι μας ήταν σε μονοκατοικία με αυλή και δένδρα. Ο πατέρας βρήκε δική του δουλειά και η μητέρα ασχολήθηκε με τα οικιακά. Θυμάμαι ότι πάντα μας έφτιαχνε γλυκά με παραδοσιακές σμυρνέϊκες συνταγές, όπως μπακλαβά και σαρεγλί».
ααα
«?Η οικογένειά μου έφυγε από τα Βουρλά τις πρώτες μέρες της καταστροφής. Αρχικά πήγαν στη Χίο, μετά στον Πειραιά και τέλος εγκαταστάθηκαν στον Ταύρο, όπου γεννήθηκα εγώ. Μέναμε σε μια παράγκα κι αργότερα σε σπίτι, στην οδό Ελένης 12. Τον πρώτο καιρό επιβιώναμε με δυσκολία, γιατί δεν υπήρχαν δουλειές. Αργότερα επέστρεψαν κι όσοι αιχμάλωτοι διασώθηκαν από τα τουρκικά στρατόπεδα και σιγά σιγά ενσωματώθηκαν στην τοπική κοινωνία. Πήραν και μια μικρή αποζημίωση από τα κράτος.
Από την πατρίδα οι δικοί μου έφεραν ελάχιστα πράγματα, μόνο λίγα κεντήματα που σήμερα είναι πολύτιμα οικογενειακά κειμήλια. Διατηρήσαμε, όμως, τις συνήθειές μας έστω και χωρίς να είμαστε μέλη κάποιου μικρασιατικού συλλόγου ή να συμμετέχουμε σε εκδηλώσεις μνήμης της παλιάς μας πατρίδας».
Βερροιοπούλου Αικατερίνη
ααα
«?Λίγο καιρό αφότου ήρθαν οι γονείς μου από την Αττάλεια τους παραχώρησε το κράτος κάποιες εκτάσεις στου Φιλοπάππου για να χτίσουν παράγκες.»
Βιτάλη Μάγδα
ααα
«?Ο παππούς ερχόμενος στον Πειραιά πήγε πρώτα στη Σχολή Ευελπίδων καταθέτοντας τις Αριστείες και το χαρτί της αποφοίτησής. Επειδή του ζήτησαν να ξανακαθίσει από το δεύτερο έτος στη Σχολή νευρίασε και τους έσκισε όλα τα χαρτιά πετώντας τα πάνω τους και έφυγε. Αργότερα το Υπουργείο Γεωργίας του προτείνει μία αξιοσέβαστη θέση, όμως και πάλι αρνήθηκε, άγνωστο γιατί. Ανοίγει τρεις φορές εμπορικό κατάστημα και το κλείνει τρεις φορές. Αναλαμβάνει τα λογιστικά κάποιας επιχείρησης και τα παρατάει σε λίγο χρονικό διάστημα. Παράλληλα γίνεται το προξενιό με τη γιαγιά μου, η οποία ήταν και μικρή και άπειρη, όμως και αν υπέφερε πολλά και από τη ζήλια του (είχαν 14 χρόνια διαφορά) αλλά και από τον εγωισμό και την περηφάνια του, στο βάθος ήξερε καλά ότι καμία άλλη γυναίκα δε θα στεκόταν κοντά του, η οποία να τα ξεπερνά όλα με το γέλιο της την γαλήνη της και με τη διπλωματία. Διατήρησαν μαζί τις παραδόσεις τους και τα γλέντια δεν έλειψαν από το σπίτι τους με άλλους ομογενείς τους με τους οποίους είχαν σχέσεις
Πριν από την κατοχή των Γερμανών ο παππούς ήδη είχε μεταφερθεί στις παράγκες του Εσταυρωμένου και διατηρούσε στο υπόγειο της παράγκας τσαγκαράδικο σβήνοντας τον καημό του πάνω στο καλαπόδι, χτυπώντας με το σφυρί του λέγοντας αστείες ιστορίες και περιπέτειες στις γειτόνισσες και στους συγγενείς προσφέροντάς τους αυτό που δεν προσέφερε στον εαυτό του ποτέ, μία στιγμή ευτυχίας.
. Συνέχισε να διαβάζει και εδώ, να παίζει το ούτι του, να πίνει και να γλεντά στην παράγκα, όπως και παλιά στον Πόντο. Με τη γιαγιά παντρεύτηκαν το 1928 στις 14 Ιανουαρίου και απόκτησαν τρεις γιους και εφτά εγγόνια που πρόλαβε να τα γνωρίσει όλα Πέθανε το 1972 στα 76 χρόνια στο νοσοκομείο την Νίκαιας από ιλεό.
Δεν υπήρξε αγνοούμενος από την οικογένειά του. Ο αδερφός του με δική του θέληση προτίμησε να μείνει στην Κωνσταντινούπολη μαζί με την οικογένεια του.
Οι περιπέτειες της γιαγιάς μου συνοψίζονται στα εξής. Το καράβι που τους πήρε από την Πόλη τους αποβίβασε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης,όμως συγγενείς είχαν στην Καβάλα. Εκεί όταν έφτασαν και καθώς περίμεναν τους συγγενείς, κάποιοι τους έκλεψαν μία βαλίτσα που είχε μέσα κεντήματα, δαντέλες και υφαντά, προίκα της γιαγιάς.
Στην Καβάλα δεν έμειναν ούτε ένα χρόνο, γιατί έμαθαν ότι αρκετοί συγγενείς τους είχαν εγκατασταθεί στα Νέα Σφαγεία του Ταύρου και ήρθαν να μείνουν κοντά σ` αυτούς. Μετά από ένα χρόνο έγινε το προξενιό και η γιαγιά, αφού είχε αρνηθεί πολλές προτάσεις, αποφασίζει να πει το «ναι» στον παππού.
Τα αδέλφια της και ο πατέρας της συνέχισαν να κάνουν την ίδια δουλειά που έκαναν και πριν, ωστόσο όσο και αν προσπάθησαν να βοηθήσουν τον παππού, εκείνος αρνήθηκε τη βοήθειά τους πεισματικά, εγωιστικά, με περηφάνια, όπως είναι δηλαδή οι περισσότεροι ομογενείς του Πόντου.
Η κατοχή για τη γιαγιά ήταν η πιο σκληρή δοκιμασία. Χάνει τη μητέρα της και τον πατέρα της το 1941 από πείνα, ο γιος της ο δεύτερος είναι ασιτικός και ο άντρας της στομαχικός. Βγαίνει και πάει σε σπίτια να καθαρίζει, να μαγειρεύει και να πλένει ρούχα, για λίγο λάδι, λίγο αλεύρι, ρύζι και ψωμί. Πηγαίνει στα συσσίτια και βοηθάει να ταΐσουν όλη την περιοχή του Εσταυρωμένου και τέλος πουλά όλα όσα είχε και δεν είχε και γλιτώνει από βέβαιο θάνατο το γιο της. Η πεθερά της μπορεί να μην έπαθε ασιτία, όμως για να δίνει στο εγγόνι της από το δικό της φαΐ και να υποσιτίζεται, με τη λήξη του πολέμου πεθαίνει και εκείνη από εντερικά.
Η γιαγιά περνούσε με λίγες σταφίδες που είχε πάντα στις τσέπες της και με δαμάσκηνα που της έδιναν από τα σπίτια που πήγαινε και δούλευε. Τη δική της μερίδα του φαγητού και του ψωμιού τα έδινε στο παιδί της. Τα αδέλφια του ποτέ επίσης δεν έφαγαν το ψωμί τους, γιατί και εκείνα ακόμα το έδιναν στον αδελφό τους. Καμιά φορά όταν τα θυμόταν και μου τα έλεγε βούρκωνε και σταματούσε τη διήγησή της. Κατόπιν αναστέναζε βαθιά και μου έλεγε: «Ξέρεις κόρη μου τι κακό με έκαμνε ο πόλεμος και η κατοχή; Πολύ μεγάλο! Δοξάζω όμως το θεό που έχει γερά τα παιδιά μου και την Παναΐα τη Μπαλουκλιώτισσα». Έκανε το σταυρό της σταύρωνε και εμένα και έλεγε θυμωμένη «Πανάθεμα τους Γερμανούς, πανάθεμα και τον πόλεμο που `φέρε την πείνα?Αυτό ήτανε κατάρα και να μη ματαξαναγίνει, Θεέ μου, βοήθα μας!» Για το τέλος άφηνε πάντα το μαράζι της.: «Νταν – τε ? λέ με άφηκε ο πόλεμος αυτός ο τελευταίος ?με ακούς; Όπως σε το λεω: Νταν – τε ? λέ».
Η γιαγιά πέθανε το 1997 σε ηλικία 92 ετών στο νοσοκομείο που είχε αφήσει και ο άντρας της την τελευταία του πνοή?»
Εξαπηχίδου Παναγιώτα
ααα
«?Η μητέρα μου ήλθε στην Ελλάδα λίγο πριν από την καταστροφή. Η γιαγιά μου ήταν μια έξυπνη γυναίκα, πρόβλεψε τα γεγονότα και επειδή ο πατέρας μου ήταν μακριά , γιατί υπηρετούσε στον ελληνικό στρατό, την έστειλε νωρίτερα. Η γιαγιά μου με τις θείες μου και τον θείο μου έζησαν όλη αυτή την φρικτή περιπέτεια, κατάφεραν όμως να σωθούν, να μπουν σε ένα πλοίο και να έρθουν στον Πειραιά. Αργότερα γύρισε και ο πατέρας μου.
Στην αρχή έμειναν στην Αθήνα, γιατί είχε συγγενείς η γιαγιά μου και μετά πήραν ένα σπίτι στα Γερμανικά (Παράγκες) και εκεί απέκτησαν και τα άλλα τους παιδιά, ένα από αυτά και εγώ Το σπίτι μας ήταν στην οδό Εφέσου 14 και οι γονείς μου ήταν ο Γιάννης και η Ηρώ Κατσαρού.
Ο πατέρας μου εργάστηκε στην αρχή σε διάφορες υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και στον δήμο Ταύρου. Τα γράμματά του είναι στα πρώτα βιβλία των ληξιαρχείων του δήμου
Δεν ήταν γραμμένοι σε συλλόγους, γιατί ο πατέρας μου ήταν απασχολημένος στην δουλειά του και η μητέρα μου στο μεγάλωμα των οκτώ παιδιών της. Τα αδέρφια μου ,όμως, ήταν στους προσκόπους από τα πρώτα χρόνια με αρχηγό το Γιώργο Βάβουλα. Ο ένας από τα αδέρφια μου έπαιζε σάλπιγγα και το προσκοπικό του όνομα ήταν Ψιττακός.
Στον Ταύρο πέρασα πολύ ωραία παιδικά χρόνια. Παρ? όλη τη φτώχεια μας και ένα πόλεμο με όλα τα ακόλουθα υπήρχε αγάπη μεταξύ μας. Η γειτονιά ήταν γεμάτη ζωή και ,αν συνέβαινε κάτι σε κάποιον, τρέχαμε όλοι για συμπαράσταση.
Σ? αυτά τα φτωχά σπίτια αλλά καθαρά και ασπρισμένα κάναμε τα ωραιότερα παιχνίδια μας σαν παιδιά και αργότερα τα κεφάτα πάρτι μας. Για μένα αυτά τα σπίτια ήταν τα ωραιότερα, παρ? όλο που δεν είχαμε ευκολίες και αντιμετωπίζαμε πολλά προβλήματα. Είχα πολλές φίλες αγαπημένες και καλούς γείτονες που αν ανέφερα τα ονόματά τους θα χρειαζόμουνα πολλές σελίδες.
Σχολείο πήγα στο 1ο δημοτικό (παράγκα). Δάσκαλους είχα την κυρία Ελένη, την κυρία Παρή και τον κύριο Δημητρό, τον αυστηρό αλλά καλό διευθυντή του σχολείου μας.
Παιχνίδια κάναμε στην οδό Σμύρνης (έξω δρόμος) και οι βόλτες μας στο Φαρδύ και στην οδό Μακεδονίας (4η Αυγούστου). Σχολικές εκδρομούλες στα περιβόλια και στις γραμμές του τρένου. Πανηγύρια του Αγίου Ιωάννου, του Αγίου Γεωργίου στη γειτονιά μας και του Σταυρού στο Σταυρό, ένα μικρό εκκλησάκι τότε αλλά με μεγάλο πανηγύρι. Ιερείς που αγαπούσα και σεβόμουνα σαν παιδί οι πατέρες Χρυσόστομος και Θεόδωρος.)
Όταν γκρέμισαν τα «σπίτια» στο Ταύρο, (τις παράγκες, δηλαδή), παρ? όλο που είχα φύγει πολλά χρόνια πριν έκλαψε η ψυχή μου, γιατί μαζί μ? αυτά χανότανε το ωραιότερο κομμάτι των νεανικών μου χρόνων.»
Κατσαρού Καραβασίλη Μαρία
ααα
«?Όταν φτάσαμε στην Ελλάδα, το 1924, πήγαμε στους συγγενείς που είχαμε στο Μοσχάτο. Εκεί ζούσαν οι αδελφές του πατέρα μου που από το 1913 που έφυγαν από την Τουρκία δεν ξαναγύρισαν, όπως οι υπόλοιποι. Στο Μοσχάτο είχαν κάνει φιλίες και κουμπαριές κι έτσι κι εμείς αντιμετωπισθήκαμε σαν γνωστοί. Βέβαια, δεν έγινε το ίδιο με όλους που ήρθαν από τη Σμύρνη.
Αργότερα ήρθαμε στον Ταύρο και μας έδωσε το κράτος μια παράγκα για να ζήσω με τη μητέρα μου, στην Παναγίτσα, στα λεγόμενα Γερμανικά. Στην αρχή πήγα λίγο στο σχολείο. Μετά, από 12 χρονών άρχισα να δουλεύω σ? ένα εργοστάσιο αρωμάτων, που βρισκόταν κάπου στο σταθμό του τραίνου στην Καλλιθέα.
Όταν μεγάλωσα λίγο κι επειδή μου άρεσε ο χορός ? ακόμη και στον ύπνο μου χόρευα- πήγαινα σε ένα χοροδιδασκαλείο στην Καλλιθέα και βοηθούσα το δάσκαλο τα βράδια. Σε λίγο καιρό βρήκα χρήματα από έναν ξάδελφό μου και το αγόρασα. Μέχρι το 1940 που ξέσπασε ο πόλεμος και πήγα στρατιώτης δούλευα σα χοροδιδάσκαλος.
Στην κατοχή πήγα στην επαρχία, στο Μαρτίνο, και άνοιξα βαφείο ρουχισμού μ? έναν φίλο μου. Αυτός έβαλε την τέχνη του κι εγώ τα χρήματα, γιατί είχα λίγα, και γίναμε συνέταιροι. Έτσι επιζήσαμε.
Παντρεύτηκα το 1942 κι έκανα δύο αγόρια. Τώρα έχω και δισέγγονα. Όλο μου το σόϊ ήμασταν ψηλοί, πάνω από 1,80 και οι πρόγονοί μου και τα παιδιά μου. Μόνο εγώ δεν ψήλωσα, γιατί όταν έπρεπε να τρώω δεν υπήρχε φαγητό. Υπέφερα πολύ στα παιδικά μου χρόνια.
Αναφορικά με τις αποζημιώσεις, εγώ δεν κατάφερα να πάρω τίποτε, γιατί έκανα αίτηση εκπρόθεσμα, το 1924. Άλλοι που τις έκαναν μέσα στις προθεσμίες πήραν από το ελληνικό κράτος ομόλογα ίσα περίπου με το 1/3 της αξίας της ακίνητης περιουσίας που άφησαν στην Τουρκία. Οι πιο τυχεροί, όσοι έφυγαν ελεύθερα πριν την καταστροφή, πήραν μαζί τους χρήματα, κοσμήματα, λίρες. Εμείς ήρθαμε ξυπόλητοι. Γι΄ αυτό δεν έχουμε ούτε φωτογραφίες ούτε κειμήλια, τίποτα.»
αα
«?Οι πληγές ήταν ανεπανόρθωτες κυρίως για όσους είχαν χάσει, εκτός από τις περιουσίες τους, αγαπημένα πρόσωπα. Το κράτος έδωσε αποζημιώσεις σε όλους, αλλά ο ελληνικός κόσμος δεν ήταν φιλικός με μας, τους πρόσφυγες. Κι αυτό γιατί ο ρατσισμός είχε ριζώσει βαθιά στο αίμα τους και μας θεωρούσαν παρείσακτους».
ααα
ααα
«?Το καράβι ήταν να μας αποβιβάσει στον Πειραιά, όμως κατεβήκαμε στο Κατάκωλο στον Πύργο, επειδή είχε πεθάνει κάποιος. Το πρώτο πράγμα που έκανε η μητέρα μου, έσκυψε και φίλησε το ελληνικό χώμα κάνοντας το σταυρό της. Στην αρχή οι άνθρωποι φοβήθηκαν, γιατί νόμισαν ότι με τα καράβια έρχονται Τούρκοι! Μετά μας έβαλαν να μείνουμε σε αποθήκες σταφίδας. Το πρώτο φαγητό που μας πρόσφεραν ήταν μπακαλιάρος. Δεν μπορούσαμε να τον μαγειρέψουμε, γιατί δεν είχαμε ούτε κατσαρόλες ούτε τίποτε. Στην συνέχεια μας πήγαν στα χωριά, φορτωμένους σε αραμπάδες, όπου και μείναμε 3 χρόνια. Εκεί μας υποδέχτηκαν με αγάπη.
Χωρίς να έχουμε τίποτα, σιγά σιγά φτιάξαμε την ζωή μας. Μέναμε σ΄ ένα σπίτι με άλλη μία οικογένεια. Σε λίγο καιρό αυτοί ήρθαν στην Αθήνα και το σπίτι έμεινε σε μας. Όμως δεν είχαμε ούτε ρούχα ούτε έπιπλα. Μόνο ένα στρώμα, μαξιλάρια και μια κουνουπιέρα που υπήρχαν στο ένα δέμα που καταφέραμε να φέρουμε μαζί μας. Ψωνίσαμε τα απαραίτητα και στήσαμε το πρώτο σπίτι μας. Ο πατέρας μου άρχισε να εξασκεί το επάγγελμα του τσαγκάρη και μας βοήθησε να αποφύγουμε τις οικονομικές δυσκολίες. Κύριος σκοπός ήταν να βγάλουμε τα προς το ζην.
Όλοι δουλεύαμε τίμια. Ο πατέρας μου, τα αδέλφια μου, εργάστηκαν σκληρά, αλλά δεν έκλεψαν, δεν ζητιάνεψαν. Οι Μικρασιάτες είναι τίμιοι και εργατικοί άνθρωποι.
Κάποια μέρα ένα γειτονόπουλο είπε τον αδελφό μου «τουρκόσπορο». Ο πατέρας μου έγινε έξαλλος από το θυμό του. «Αν ήμασταν τουρκόσποροι, είπε, δε θα ερχόμασταν εδώ. Θα μέναμε στην Τουρκία που μας παρακαλούσαν.» Και πράγματι οι γείτονες στην Τουρκία μας επέμεναν να μείνουμε. Ο πατέρας μου, όμως, είπε ότι θα πήγαινε μαζί με τον υπόλοιπο ελληνικό λαό εκεί όπου μας είχαν ορίσει να πάμε.
Το 1925 πήγαμε στην Αθήνα, στους Αμπελοκήπους, όπου ήταν λίγο καλύτερα τα πράγματα. Ο πατέρας μου συνέχισε τη δουλεία του, άνοιξε μαγαζί, πήραμε σπίτι. Ο μεγάλος μου αδελφός έγινε τεχνίτης, ο μικρός σπούδασε φαρμακοποιός. Εγώ σε ηλικία 19 ετών παντρεύτηκα και απέκτησα 3 παιδιά Έζησα κι ένα σημαντικό γεγονός για την Ελλάδα, την κατοχή. Την περίοδο αυτή ο άντρας μου πολέμησε στην Κρήτη με αιχμάλωτους Ιταλούς, απ΄ όπου δυστυχώς γύρισε ανάπηρος. Στην συνέχεια από τις κακουχίες και την ταλαιπωρία τυφλώθηκε και αργότερα πέθανε.
Από το 1977 (χήρα πια) έχω επισκεφτεί τα πάτρια εδάφη γύρω στις τρεις φορές και είδα τα μεγαλόπρεπα κρεβάτια, τα χρυσά μανουάλια, όλα όσα άνηκαν στους Έλληνες. Οι Τούρκοι με δέχτηκαν καλά και μάλιστα ένας απ΄ αυτούς ήθελε να μου δείξει σ΄ ένα δωμάτιο σπιτιού στην Αττάλεια εικονίσματα και οστά αγίων. Όλα τα σπίτια των Ελλήνων, που ήταν τότε γύρω στις 13.000 άνθρωποι, τα πούλησαν σε πλειστηριασμούς.
Τώρα είμαι 91 ετών. Έχω τρεις κόρες, τους έφτιαξα σπίτια, τις πάντρεψα καλά, περνάω την ώρα μου πλέκοντας κι αναπολώ τη ζωή μου και την παλιά μου πατρίδα με νοσταλγία. Εύχομαι να είναι όλοι οι άνθρωποι ευτυχισμένοι.»
ααα
«?Την εποχή του διωγμού εγώ έφυγα μόνη μου με άλλο καράβι από τους δικούς μου. Μετά από ένα μήνα με βρήκε ο Ερυθρός Σταυρός και με πήγε στην οικογένειά μου. Στην αρχή μέναμε σε τσαντήρια, σε εργαστήρια? Δεν φέραμε μαζί μας αντικείμενα πολύτιμα. Τα θάψαμε εκεί, γιατί μας υποσχέθηκαν ότι θα ξαναγυρίσουμε πίσω. Φωτογραφίες, έτσι κι αλλιώς, δεν είχαμε.
Κρατήσαμε την τουρκική κουζίνα και αρκετές λέξεις της γλώσσας. Δεν μπορέσαμε να γραφτούμε μέλη σε κάποιο σύλλογο, διότι είμασταν αμόρφωτοι.»
Μετώγλου Χατζηγιάνογλου Κοραλία
ααα
«?Η οικογένεια του πατέρα μου οργανώθηκε, όταν ήρθε ο παππούς μου από την Τουρκία με την ανταλλαγή των αιχμαλώτων. Επειδή ήταν αξιωματικός του ελληνικού στρατού, υπήρχε ο σταθερός μισθός στο σπίτι. Έκαναν κι άλλα παιδιά κι έζησαν άνετα.
Η οικογένεια της μητέρας μου συνέχισε το εμπόριο με τα χρήματα που έφεραν από την Κωνσταντινούπολη. Ο παππούς μου άλλαξε το επώνυμό του κι από Παπάζογλου το έκανε Παπαδόπουλος, γιατί δεν ήθελε να τίποτε σ΄ αυτόν να θυμίζει Τουρκία. Όταν, βέβαια, η μητέρα μου παντρεύτηκε τον πατέρα μου ξαναπήρε το όνομα Παπάζογλου, που ήταν και το δικό του επώνυμο!
Εδώ διατήρησαν κάποια από τα έθιμά τους μέσα από πολιτιστικούς, κυρίως, συλλόγους όπου φορούν τοπικές μικρασιάτικες και καππαδοκικές φορεσιές και χορεύουν αντίστοιχους χορούς. Ενώ οι χοροί της Σμύρνης είναι πιο χαρούμενοι και ζωηροί, οι χοροί της Καππαδοκίας είναι πιο ήπιοι, στατικοί και ήρεμοι. Ούτε η έκφραση του προσώπου των χορευτών δεν πρέπει να ξεφεύγει από το σοβαρό και ταπεινό ύφος του χορού και της μουσικής. Τα βήματά τους, όμως, είναι δύσκολα. Ο πιο χαρακτηριστικός χορός είναι αυτός με τα ξύλινα κουτάλια που δύο δύο τα κρατούσαν σε κάθε χέρι και τα χτυπούσαν με το ρυθμό της μουσικής. Η αδελφή της γιαγιάς μου, η Δέσποινα, λένε ότι χόρευε καταπληκτικά αυτό το χορό.
Η μικρασιάτικη κουζίνα, η καλύτερη του κόσμου, έχει μείνει ζωντανή και στα δικά μας σπίτια. Δεν είναι τούρκικη, όπως λένε μερικοί, αλλά καθαρά ελληνική. Τα φαγητά έχουν τούρκικα ονόματα, γιατί επί Τουρκοκρατίας οι ελληνίδες μαγείρισσες που δούλευαν στα σπίτια των πασάδων και των αγάδων έδιναν στα δικά τους φαγητά τούρκικα ονόματα, αφού τα έτρωγαν Τούρκοι. Χαρακτηριστικά μας φαγητά είναι τα ντολμαδάκια γιαλατζί ή με κιμά, το κρέας με πουρέ μελιτζάνας, τα τσουρέκια κι ο χαλβάς ο πολίτικος με βούτυρο. Ειδικά, στην Κωνσταντινούπολη η μελιτζάνα ήταν, θα λέγαμε, το ιερό τους φαγητό. Ακόμα και γλυκό του κουταλιού τη μαγείρευαν.
Τέλος, διατήρησαν τον ανοιχτό τους χαρακτήρα, τη φιλόξενη διάθεσή τους, την καλαισθησία και την αρχοντιά τους. Το βιβλίο που μας χαρακτηρίζει όλους εμάς που καταγόμαστε από τη Μικρασία, το ευαγγέλιό μας, είναι η «Λωξάντρα» της Άννας Ιορδανίδου. Ακόμα και το βαρύ ?λ- της προφοράς των ηρώων της μου θυμίζει τους συγγενείς μου.»
Νικόλη Λίλλη
ααα
«?Το καράβι μας έβγαλε στο Κατάκωλο. Ήταν 16 Νοεμβρίου του 1922 κι έβρεχε ασταμάτητα. Μια επιτροπή μας μοίρασε σε αγροτόσπιτα, μια ώρα απόσταση από το χωριό. Σε λίγο καιρό η μάνα μας τα κατάφερε και ήρθαμε στην Αθήνα, αν και σχεδόν όλοι οι άνθρωποι από την Αττάλεια έμειναν στο Κατάκωλο. Μας πήγαν στον Άγιο Διονύσιο του Πειραιά, όπου σε μια αλάνα ζούσαν χιλιάδες πρόσφυγες από όλα τα μέρη της Μικράς Ασίας. Το μόνο που είχαμε ήταν μια κουβέρτα στο χέρι για να σκεπαζόμαστε. Μετά από λίγο καιρό πήγαμε στο Φάληρο. Εκεί ζήσαμε για λίγο σ΄ ένα εργοστάσιο που δε λειτουργούσε και που υπάρχει ακόμη.
Τον πρώτο καιρό, σε ηλικία 9 ? 10 χρονών, πούλαγα νερό μ΄ ένα σταμνάκι. Κοντά στον ηλεκτρικό σταθμό ήταν ένα ντεπόζιτο, όπου έφερναν νερό από τον Πόρο, γιατί ο Πειραιάς δεν είχε νερό. Γέμιζα, λοιπόν, το σταμνάκι μου και πούλαγα το νερό στα Λεμονάδικα, εκεί που είναι τώρα το άγαλμα του Καραϊσκάκη. Το έλεγαν έτσι το μέρος, γιατί εκεί ξεφόρτωναν τα καΐκια λεμόνια. Το ένα ποτήρι νερό έκανε μια πεντάρα, άρα 20 ποτήρια ένα δίφραγκο. Το ένα φράγκο μας το έπαιρνε η δεξαμενή και δουλεύαμε ουσιαστικά για ένα φράγκο. Ψωμί, θυμάμαι, έπαιρνες με 2 ? 3 δραχμές. Λίγο αργότερα στο Φάληρο μου έφτιαξαν ένα κασελάκι και δούλευα λούστρος στα τραμ.
Το 1924 πήγαμε στη Νίκαια, που τότε λεγόταν Νέα Κοκκινιά, όπου μας έδωσαν ένα σπίτι. Σε κάθε τετράγωνο είχαν φτιάξει κι ένα πλυσταριό, επειδή όμως τα σπίτια δεν επαρκούσαν για τον κόσμο χώριζαν τα πλυσταριά στα τέσσερα κι έδιναν από ένα δωμάτιο σε κάθε οικογένεια. Τίποτε από όλα αυτά δεν έχει μείνει όρθιο. Κάπου εκεί κατοικούσε κι η αδελφή του Κουταλιανού. Λέγανε ότι ήταν πιο δυνατή από τον αδελφό της . Σήκωνε σε κάθε χέρι δύο τενεκέδες με νερό και τους μετέφερε με άνεση.
Η μάνα μου με τον αδελφό μου δούλευαν σ΄ ένα εργοστάσιο που έφτιαχνε πλίνθους για χτίσιμο. Ήρθε μια μέρα μια Αγγλίδα εβραία και ρώτησε ποιος ξέρει από αργαλειό. Η μητέρα μου ήταν πολύ καλή υφάντρια και πήγε, οπότε έφτιαξαν στο θυρωρείο ένα μεγάλο αργαλειό κι άρχισε να υφαίνει. Σε λίγο καιρό η Αγγλίδα έκτισε ένα διώροφο σπίτι στο Νέο Κόσμο και πήρε τη μητέρα μου να δουλεύει. Αγόρασε και σε μας ένα οικόπεδο γύρω στο 1924 με ΄25, για να μένουμε κι εμείς εκεί.
Λίγο καιρό μετά κάποιοι συγγενείς μας που έμεναν στα Πετράλωνα έκαναν προξενιό στην αδελφή μου και την παντρέψαμε. Ο γαμπρός έμενε στον Πύργο κι έτσι πήγε κι αυτή εκεί. Όταν έμεινε έγκυος ζήτησε με γράμμα από τη μάνα μου να πάει μαζί της και πήγαμε όλοι, μόνο όμως για τρία χρόνια. Μετά ξαναγυρίσαμε στην Αθήνα.
Δουλέψαμε, παντρευτήκαμε, κάναμε παιδιά κι εγγόνια, δόξα τω Θεώ καλά περάσαμε».
ααα
«?Ο παππούς κι η γιαγιά έφυγαν το ΄22 λόγω της καταστροφής της Σμύρνης κι ήρθαν στην Ελλάδα με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Εγκαταστάθηκαν στην Εύβοια, γιατί οι Τούρκοι που έμεναν εκεί αρχικά πήγαν στη Μικρά Ασία.
Όταν πρωτοέφθασαν, το κράτος τους παραχώρησε σκηνές. Η δυστυχία , η πείνα κι η ελονοσία αποδεκάτιζαν τους ανθρώπους, γι΄ αυτό τους μετέφεραν σε ξενοδοχεία στην Αιδηψό, ενώ άλλοι έφυγαν και πήγαν αε άλλα μέρη, όπως στις Σέρρες. Αυτοί που παρέμειναν στην Αιδηψό, εγκαταστάθηκαν στον προσφυγικό συνοικισμό που δημιουργήθηκε σε μια περιοχή που την ονόμασαν «Νέο Πύργο», από το όνομα του χωριού τους στη Μ.Ασία.
Για να ζήσει η οικογένεια, ο παππούς αναγκαζόταν να κάνει πολλές δουλειές. Στην αρχή δούλευε σε εργοστάσια και αργότερα, όταν του παραχωρήθηκαν μερικά στρέμματα, καλλιεργούσε μαζί με τη γυναίκα του τη γη. Στο τέλος κατέληξε ψαράς.
Ο κόσμος αρχικά τους φερόταν άσχημα και τους αποκαλούσε τουρκομερίτες. Δεν τους άφηναν να πάρουν νερό για τις δουλειές τους και, γενικά, τους κρατούσαν σε απομόνωση.
Αργότερα ήρθαν στον Ταύρο και αγόρασαν ένα μικρό σπίτι με δύο δωμάτια και κουζίνα στην οδό Θράκης 23».
Παππά Αγγελική
ααα
«?Η γιαγιά μου, με δύο μωρά στην αγκαλιά, βρέθηκε αρχικά στην Κρήτη, όπου τους είχαν σε μια εκκλησία. Αργότερα πήγε στην Αθήνα όπου ήταν πολλοί δικοί της άνθρωποι και εγκαταστάθηκε στο συνοικισμό των Άνω Πετραλώνων. Μόνη της έστησε ένα δωματιάκι και δούλευε σε εργοστάσια, όπου έπαιρνε μαζί της τα μωρά. Μιλούσε πολύ λίγα ελληνικά, γιατί όσοι ήρθαν από την Ανατολή και μείνανε όλοι μαζί σε συνοικισμούς μιλάγανε μεταξύ τους συνέχεια τούρκικα. Το 1963 ήρθε στον Ταύρο κι αγόρασε σπίτι στις προσφυγικές πολυκατοικίες.
Γενικά, οι Έλληνες δε βοήθησαν καθόλου τους πρόσφυγες που έβρισκαν πολύ δύσκολα δουλειές. Το κράτος τους είχε τάξει αποζημίωση κι έτσι έγινε. Πήραν από 5000 δρχ κάθε οικογένεια.
Η γιαγιά μου δεν αγάπησε ποτέ την Ελλάδα, γιατί η ζωή της ήταν ασυγκρίτως πιο δύσκολη απ΄ ότι στην Τουρκία. Γι΄ αυτό το λόγο και ποτέ δεν κατηγόρησε τους Τούρκους για όσα έγιναν τότε. Όταν εγώ πριν χρόνια πήγα στην Τουρκία, με υποδέχτηκαν εγκάρδια και χάρηκαν ιδιαίτερα που συνάντησαν κάποιον να μιλάει τη γλώσσα τους. Μάλιστα, μου έκαναν πρόταση να παραμείνω στο ξενοδοχείο όπου έμενα προσωρινά και να δουλέψω σαν διερμηνέας.»
Σατίρογλου Βαρβάρα
«?Αρχικά πήγαμε στη Χίο, όπου μείναμε δύο μήνες. Όταν άρχισε η δημιουργία συνοικισμών ανά την Ελλάδα, βρεθήκαμε στην Αθήνα, στον Ταύρο. Εκεί δημιουργήθηκε ο «προσφυγικός συνοικισμός Ταύρου» που αποτελούνταν από παραπήγματα (παράγκες) με δύο δωμάτια η κάθε μία, δηλαδή μια κουζίνα κι έναν ενιαίο χώρο. Οι τουαλέτες ήταν κοινόχρηστες.
Στην αρχή οι ντόπιοι κάτοικοι μας αντιμετώπισαν με καχυποψία και περιφρόνηση λόγω της άθλιας κατάστασης στην οποία βρισκόμασταν, αφού δεν είχαμε καταφέρει να φέρουμε μαζί μας ούτε τα είδη πρώτης ανάγκης. Ακόμη κι ότι καταφέρναμε να περάσουμε από το τελωνείο, μετά το πέταγαν στη θάλασσα για να μειώσουν το φορτίο του πλοίου.
Το κράτος δε μας πρόσφερε καμία χρηματική αποζημίωση, αλλά πολλά χρόνια αργότερα έδωσε από ένα διαμέρισμα στην κάθε οικογένεια, δημιουργώντας έτσι τις «προσφυγικές πολυκατοικίες Ταύρου».
Σκόρδος Παύλος
ααα
«?Με τη «Σφενδόνη» φτάσαμε στον Πειραιά και μας έβαλαν σε τσαντήρια. Περιπλανηθήκαμε στη Βέροια, στη Θεσσαλονίκη κι αλλού. Στους προσφυγικούς συνοικισμούς βρισκόμασταν πρόσφυγες απ΄ όλα τα μέρη της Μικρασίας, με διαφορετικά έθιμα, αλλά συγχρωτιζόμασταν και επιβιώναμε. Μάλιστα, κατά καιρούς βρίσκαμε και συγγενείς ή παλιούς γείτονες, όπως τον δάσκαλό μου, το Γιάννη Παπαστεφάνου, που είχε έρθει στην Ελλάδα πριν από μας.
Δουλειά δεν έβρισκα εύκολα, γιατί ήμουν αριστερός κι έκανα αρκετές φορές εξορία σε νησιά, στην Ανάφη, τη Σίκινο, τον Άη Στράτη. Μέχρι και στη Γερμανία όμηρο με στείλανε. Κάποτε, έμαθα ότι ένας ξάδελφός μου στην Αθήνα είχε καλή δουλειά, ένα εμπορικό μαγαζί, κι έτσι ήρθα από τη Θεσσαλονίκη κι έπιασα δουλειά.
Έτσι πέρασαν τα χρόνια, παντρεύτηκα, έκανα παιδιά κι εγγόνια κι ακόμη και τώρα συναντιέμαι με παλιούς γνωστούς σε συλλόγους και εκδρομές. Μαθαίνω ότι στη Νέα Καρβάλη έγινε Μουσείο Καππαδοκικής Τέχνης, στην Ξάνθη εκπολιτιστικός σύλλογος, κοντά στην Καρδίτσα υπάρχει χωριό με το όνομα Καππαδοκικό.
Παρά το γεγονός ότι μας αντιμετώπισαν πολύ άσχημα οι ντόπιοι Έλληνες, μας αποκαλούσαν τουρκόσπορους και τις γυναίκες πρόστυχες, και μας θεωρούσαν άτομα της κατώτερης κοινωνικής στάθμης, ειδικά στη Μακεδονία, εμείς δουλέψαμε και προσφέραμε ότι καλύτερο μπορούσαμε για την ανάπτυξη αυτής της χώρας. Στην αυτοκριτική του ο καθένας θα δει αν έκανε το καθήκον του.»
Χριστοφορίδης Ισαάκ
ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ: ΞΕΧΩΡΙΣΤΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ – ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ