popiardv blog

Άλλος ένας ιστότοπος WordPress

Η περίοδος 1912 έως 1922

Α) Ιστορικά στοιχεία

            Από τα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα οι βιομηχανικές χώρες της Ευρώπης ενδιαφέρθηκαν ιδιαίτερα για τις πλουτοπαραγωγικές πηγές που έκρυβαν τα εδάφη της Εγγύς και Μέσης Ανατολής. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία που εκτεινόταν από τη Βαλκανική Χερσόνησο μέχρι τη Μεσοποταμία και από τα νότια του Εύξεινου Πόντου μέχρι την Αραβία αποτελούσε πρόσφορο πεδίο εκμετάλλευσης και η Γερμανία, η Γαλλία, η Βρεταννική Αυτοκρατορία, η Ιταλία, είχαν εγκαταστήσει, παράλληλα με τις πρεσβείες τους, φορείς εκμετάλλευσης εδάφους και υπεδάφους και είχαν επιδοθεί σε έναν ανελέητο μεταξύ τους ανταγωνισμό. Οι Γερμανοί, πιο συγκεκριμένα, είχαν αναλάβει την κατασκευή, για λογαριασμό της τουρκικής κυβέρνησης, του μεγάλου «υπεριρανικού» σιδηροδρόμου που διέσχιζε από Δύση προς Ανατολή το κράτος και κατέληγε στην πετρελαιοφόρα περιοχή της Βαγδάτης. Έτσι, παράλληλα με την κατασκευή, απομυζούσαν τα εδάφη σε βάθος πολλών χιλιομέτρων εκατέρωθεν της γραμμής και φυσικά ενδιαφέρονταν να διατηρήσουν αυτό το ευνοΐκό μονοπώλιο. Οι άλλες ευρωπαΐκές δυνάμεις ήθελαν πάση θυσία να εμποδίσουν τους Γερμανούς να φτάσουν πρώτοι στα πετρέλαια. και προσπαθούσαν να μεγαλώσουν την επιρροή τους στην περιοχή. Στην προσπάθεια των Γερμανών να εξασφαλίσουν την αποκλειστικότητα της εκμετάλλευσης της Τουρκίας εμπόδιο στέκονταν οι Έλληνες κι οι Αρμένιοι που από αιώνες κρατούσαν στα χέρια τους την παραγωγή και το εμπόριο.

Στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων 1912 ? 1913 Ελλάδα και Τουρκία έρχονται αντιμέτωπες , με αποτέλεσμα οι Έλληνες της Μικρασίας να αντιμετωπίζονται με καχυποψία και επιφυλακτικότητα που μεγιστοποιείται όταν την επόμενη χρονιά ξεσπά ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Η Ελλάδα μεν παραμένει αρχικά ουδέτερη, αλλά η Τουρκία στο πλευρό των Γερμανών και με τη βοήθειά τους αρχίζει μια μεγάλη επιχείρηση εξόντωσης του ελληνικού στοιχείου των μικρασιατικών παραλίων επιβάλλοντας υποχρεωτική επιστράτευση, εκτοπίσεις ολόκληρων χωριών στην ενδοχώρα, αποστολή των μη μάχιμων ανδρών στα τάγματα εργασίας και ένα γενικότερο κλίμα τρομοκρατίας.

            Το 1918 το τέλος του πολέμου βρίσκει την Ελλάδα στο πλευρό των νικητών και την Τουρκία στο αντίθετο στρατόπεδο. Οι εδαφικές διεκδικήσεις που προβάλλει ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος και η μερική αποδοχή τους από τις Μεγάλες Δυνάμεις προσθέτουν στην πατρίδα, εκτός των άλλων περιοχών, την Ανατολική Θράκη και μια έκταση στα δυτικά παράλια της Μικρασίας με κέντρο τη Σμύρνη, συμφωνία που επικυρώνεται από τη συνθήκη των Σεβρών το 1920.

            Επειδή, όμως, στην Τουρκία υπήρχαν αρκετοί που αντιδρούσαν στην παραχώρηση εδαφών στην Ελλάδα, ελληνικός στρατός είχε ήδη αποβιβασθεί από το 1919 στη Σμύρνη και με την εθελοντική συσστράτευση μικρασιατών Ελλήνων είχε αρχίσει να καταλαμβάνει τις διεκδικούμενες περιοχές και να προχωρά στην τουρκική ενδοχώρα, με στόχο να εξουδετερώσει τα αντάρτικα σώματα του Μουσταφά Κεμάλ, του ατόμου που ενσάρκωνε την τουρκική αντίδραση.

            Ο μικρασιατικός πόλεμος διήρκεσε από το 1919 έως το 1922. Στη διάρκειά του οι τυπικοί σύμμαχοι της Ελλάδας, Αγγλία, Γαλλία , Ιταλία, εξαιτίας αποικιακών συμφερόντων την εγκατέλειψαν και ενίσχυσαν στρατιωτικά και διπλωματικά τον Κεμάλ, ο οποίος, εκμεταλλευόμενος την αλλαγή του διεθνούς σκηνικού καθώς και την κόπωση του ελληνικού στρατού, οργάνωσε την τελική του αντεπίθεση τον Αύγουστο του 1922 και προκάλεσε την ολοκληρωτική ήττα των Ελλήνων.

            Την άτακτη αποχώρηση του ελληνικού στρατού ακολούθησε μαζική φυγή των Ελλήνων κατοίκων των περιοχών που έπεφταν στα χέρια των Τούρκων «τσετών», όπως αποκαλούσαν τους αντάρτες του Κεμάλ. Απίστευτες βιαιότητες καταγράφηκαν τις πρώτες εκείνες μέρες που ακολούθησαν την κατάρρευση του ελληνικού μετώπου, τόσο στην ύπαιθρο όσο και στην ίδια τη Σμύρνη, όπου συνέρεαν πλήθη για να σωθούν είτε στις ξένες πρεσβείες είτε στα πλοία του ελληνικού και του συμμαχικού στόλου.  Οι λίγες μαρτυρίες που παρατίθενται εδώ δε μπορούν να αποδώσουν τον πανικό, την απόγνωση κα τον τρόμο εκείνων των στιγμών όπου το πέρασμα από τη ζωή στο θάνατο παιζόταν στη «ρουλέτα» της τύχης.

ααα

ααα

Β) Μαρτυρίες

            «?Με τη φοβερή καταστροφή της Σμύρνης, όλα άλλαξαν. Κι οι δύο παππούδες της οικογένειας σκοτώθηκαν και το κράτος πήρε το σπίτι μας. Τότε η οικογένειά μου αναγκάστηκε να φύγει και να εγκατασταθεί στην Ελλάδα?»

                                                                                    Αποστόλου Αντώνιος

ααα

            «?Στη διάρκεια του διωγμού μας διώξανε χωρίς να μας αφήσουν να πάρουμε τίποτε από την περιουσία μας. Το μόνο που μας δίνανε ήταν ένα τόπι ύφασμα που λεγόταν «κάμποτο» για να φτιάξουμε εσώρουχα στο ταξίδι?»

                                                                                                Βιτάλη Μάγδα

ααα

«?Μετά την επίταξη και αφού ο παππούς αρνήθηκε να πολεμήσει στο πλευρό των Τούρκων λιποτάκτησε. Παρέδωσε τη στολή, το σπαθί και το άλογο, του αφαίρεσαν και τα σιρίτια και μαζί με άλλους Έλληνες αξιωματικούς έφυγαν κρυφά για να περάσουν στη Ρωσία. Μαζί τους είχαν γυναικόπαιδα, όμως ο παππούς έφυγε μόνο με την Ελένη, όπως του είχε επιβάλει η μητέρα του και πατέρας του. Αφού πέρασαν τα σύνορα με πολύ δυσκολία, τους έπιασαν αιχμαλώτους οι Ρώσοι πολεμιστές. Ευτυχώς ο παππούς τους έδειξε το εγκόλπιο και τους άφησαν ελεύθερούς.

Το εγκόλπιο ήταν οικογενειακό κειμήλιο. Ήταν από ασήμι εξωτερικά και πάνω είχε ένα τζαμάκι. Το σχήμα του ήταν παραλληλόγραμμο και μέσα ήταν σκαλισμένες σε ξύλο εικόνες αγίων που δεν τις διέκρινες καθαρά, γιατί ήταν ζωγραφισμένες με μικροσκοπικές πέτρες (όπως ρουμπινάκια) και γυάλιζε πολύ. Τις γύρω μορφές λίγοι μπορούσαν  να τις διακρίνουν, ενώ στο μέσον ξεχώριζε η μορφή του Αγίου Σπυρίδωνα, στον οποίο ήταν αφιερωμένο. Αυτό το θρησκευτικό κειμήλιο το είχε δώσει στη μητέρα του παππού μου ο αδερφός της, ο οποίος ήταν μοναχός και αργότερα χειροτονήθηκε αρχιερέας και μητροπολίτης στην Κόνιτσα. Όταν ο παππούς θα έφευγε από το σπίτι, η μητέρα του το κρέμασε στον κόρφο του και αυτό το πραγματάκι ήταν το πειστήριο για τους Ρώσους και έτσι τους ελευθέρωσαν.

Οι Ρώσοι όμως τους ζήτησαν να επιστρέψουν πίσω στην Τουρκία. Στην επιστροφή ο παππούς έπαθε από τα χιόνια κρυοπαγήματα στο δάκτυλα των ποδιών του, ώστε χρειάστηκε να χαράξει τα πόδια του για να μην πάθει γάγγραινα. Εκεί έμαθαν από κάποιον ότι οι Τούρκοι σκότωσαν τον πατέρα τους. Γύρισαν, τότε, στο Ερζερούμ όμως έμαθαν ότι ο αδερφός τους δεν είναι εκεί και πως η μητέρα τους έφυγε. Πήγαν, λοιπόν, κρυφά στην Κωνσταντινούπολη και εκεί συνάντησαν το Χότζα, ο οποίος τον ενημέρωσε ότι η μητέρα του μόλις είχε φύγει και πως η αδελφή του τελικά πέθανε από φυματίωση. Ο παππούς φυγαδεύτηκε κρυφά με τη βοήθεια του Χότζα. Έφτασε στον Πειραιά και μόνο από τύχη συνάντησε τη μητέρα του. Μαζί με άλλους ομογενείς από τον Πόντο κατέληξαν στα Ταμπούρια το 1921, λίγο μετά το θάνατο της Ελένης που πέθανε στα 18 της χρόνια.

Όσον αφορά την οικογένεια της γιαγιάς μου που ζούσε στην Κωνσταντινούπολη, με το διωγμό οι Τούρκοι δεν τους άφησαν να φύγουν ούτε και τη γυναίκα που έμενε δίπλα τους. Έφυγαν από την Πόλη το 1925 και με καράβι το οποίο είχαν ναυλώσει οι Τούρκοι αξιωματούχοι. Τους κράτησαν αυτά τα χρόνια για να διδάξει ο πατέρας της και τα αδέρφια της την τέχνη τους, δηλαδή την επεξεργασία του μαρμάρου, στους  Τούρκους?»

                                                                        Εξαπηχίδου Παναγιώτα

ααα

«?Όταν μας διώξανε οι Τούρκοι απ? τη Σμύρνη, πήγαμε με 300 γυναικόπαιδα σε μια σπηλιά στην παραλία, όπου κάτσαμε 2 μήνες. Τα βράδια ανάβαμε φωτιές μήπως έρθουν καράβια να μας σώσουν. Για να μας τιμωρήσουν μας πήγαν μέχρι την Άγκυρα με τα πόδια. Στο δρόμο, ξυπόλητοι, ρακένδυτοι, στο χώμα και στ΄ αγκάθια, πέθαναν οι περισσότεροι. Πρέπει να φτάσαμε στην Άγκυρα γύρω στους πενήντα   Στο δρόμο πολλοί Τούρκοι μας βοηθούσαν, μάλιστα οι Κονιαλήδες έσφαξαν ένα βόδι, το μαγείρεψαν και μας τάϊσαν.

 Στην Άγκυρα κάτσαμε 2 μήνες και μετά από εκεί πήγαμε στη Μερσίνα,  όπου μείναμε 7-8 μήνες σ? ένα παλιό εργοστάσιο. Μετά ένα Αμερικάνικο καράβι μας πήγε στον Πειραιά?»

                                                                        Καρασταμάτης Παράσχος

ααα

            «?Tα τελευταία χρόνια πριν το 1922 τη γη του παππού μου την είχαν καταπατήσει κι οι Ιταλοί. Είχαν βάλει κάτι τεράστια αυτοκίνητα και τα άφηναν εκεί.

Από το 1922 θυμάμαι έντονα τη μέρα που πρωτοακούσαμε από τον ντελάλη ότι έπρεπε να φύγουμε για την εξορία Ήταν Σάββατο κι είχαμε κανονίσει με μια γειτονοπούλα να βοηθήσουμε η μία την άλλη στο καθάρισμα του σπιτιού. Τότε ήρθε ένας θείος της και είπε ότι άκουσε αυτό το πράγμα από το ντελάλη, δηλαδή ότι οι Έλληνες θα φύγουν από την Αττάλεια, αλλιώς θα σφαγιασθούν. Ο πατέρας μου, όταν του το είπα, δεν το πίστευε. Όμως, μετά από 15 μέρες αναγκασθήκαμε να φύγουμε.

Αφήσαμε το σπίτι μας και την περιουσία μας ? ο πατέρας μου είχε δύο σπίτια κι ένα μαγαζί, ο παππούς μου το χρυσοχοείο -  και πήραμε μαζί μας εννέα δέματα, από τα οποία μόνο ένα έμεινε στα χέρια μας, επειδή τα υπόλοιπα με ρουχισμό και τρόφιμα τα κράτησαν οι Τούρκοι στο τελωνείο.

 Όταν είδε ο πατέρας μου ότι μας ψάχνανε στο στόμα, στα μαλλιά, στα ρούχα για χρήματα ή για κοσμήματα, είπε στη μητέρα μου να βάλει στη μέση του μικρού μου αδελφού μια χρυσή αλυσίδα και τα υπόλοιπα, βραχιόλια, λίρες, δακτυλίδια, τα έριξε σε μια στάμνα που κρατούσαμε μαζί για να πίνει νερό το μωρό. Μου την έδωσε και μου είπε να μην την αφήσω απ΄ το χέρι μου. Μόνο αν μου κόψουν το χέρι να μου πάρουν και τη στάμνα! Την ώρα που έψαχναν το μεγάλο μου αδελφό, εγώ πήρα το μεσαίο μου αδελφό και πηδήσαμε στο καΐκι χωρίς να μας σταματήσουν. Έτσι, σώθηκε η στάμνα και μαζί όσα πολύτιμα αντικείμενα ήταν μέσα. Τα άλλα έμειναν στο κρυφό συρτάρι του μπαούλου και στις ψεύτικες σόλες των παπουτσιών. Όποιος τα βρήκε και τα φόρεσε, μπορεί μετά από καιρό να βρήκε λίρες στους χαλασμένους πάτους! Ο μεγάλος μου αδελφός είχε στο χέρι ένα ωραίο ρολόι που του το πήραν κι έκλαιγε. Και τον απειλούσε ο βαρκάρης ότι θα τον πετάξει στη θάλασσα! Τελικά μας πήγαν σ΄ ένα αμερικάνικο πολεμικό καράβι και φύγαμε από την Τουρκία.

   Μια άλλη κυρία είχε κρύψει λίρες σε κουραμπιέδες, αλλά ο τούρκος αστυνόμος έφαγε έναν και τις βρήκε. Ένας άλλος μεγαλέμπορος που άφησε όλη του την περιουσία πίσω προσπάθησε να περάσει κάποιες λίρες σε γεμιστό κοτόπουλο και σε φρατζόλες ψωμί. Όμως του τα πήραν και μετά έδωσαν εντολή να μας ψάχνουν καλά και να μας κρατούν τα δέματα και τα μπαούλα πίσω.

   Στο καράβι που μας έφερε στην Ελλάδα, επειδή είχαμε ελάχιστα ρούχα, η μητέρα μου μας έπλενε τα εσώρουχα και μας φορούσε το παλτό μέχρι να στεγνώσουν και να τα ξαναφορέσουμε. Σε δεκατρείς μέρες φτάσαμε στο Κατάκωλο κι η μητέρα μου έσκυψε και φίλησε το χώμα, γιατί επιτέλους είχε φτάσει σώα στην Ελλάδα με όλη της την οικογένεια.

Τα λίγα κοσμήματα και τα τουρκικά χρήματα που φέραμε μαζί τα χρησιμοποιήσαμε για να ψωνίζουμε τα αναγκαία και να περάσουμε τον πρώτο καιρό, μέχρι να προσαρμοστούμε στις νέες συνθήκες. Μόνο ένας χρυσός σταυρός έχει μείνει από όλα αυτά και ανήκει τώρα στην κόρη μου?»                                                                    

                                                                                Κοτζαμάνογλου Αθηνά

ααα

«?Όταν κατέρρευσε το ελληνικό μέτωπο κι άρχισε η υποχώρηση, ο παππούς μου, ο πατέρας του πατέρα μου, υπηρετούσε στον ελληνικό στρατό κι είχε αιχμαλωτισθεί. Έτσι, η γιαγιά μου αναγκάσθηκε να φύγει από τη Σμύρνη μόνη της με τα δύο παιδιά. Η ίδια κρατούσε τη δίχρονη κόρη της, την Άρτεμη, κι η αδελφή του παππού το μωρό, τον Στέλιο, τον πατέρα μου.

Έφτασαν στην Ελλάδα χωρίς χρήματα, χωρίς άντρα για προστασία κι αντιμετώπισαν αρχικά την καχυποψία και την απομόνωση από τους ντόπιους, γιατί όσο πλούσιοι και καλομαθημένοι ήταν πριν τόσο ταλαίπωροι και βρώμικοι εμφανίζονταν τότε, μια που είχαν φύγει χωρίς δεύτερο ρούχο, στην κυριολεξία. Αργότερα, με την ανταλλαγή των αιχμαλώτων, ήρθε κι ο παππούς μου, οπότε οργανώθηκε η ζωή τους καλύτερα.

            Οι άλλοι μου παππούδες της Κωνσταντινούπολης έφυγαν τρία χρόνια αργότερα, γιατί φοβήθηκαν ότι θα έπεφταν θύματα της τουρκικής εκδίκησης, μια που τροφοδοτούσαν όλα τα χρόνια του πολέμου τον ελληνικό στρατό. Επειδή οργάνωσαν την αποχώρησή τους, κατάφεραν να πάρουν μαζί τους κάποια προσωπικά αντικείμενα και χρήματα που τους βοήθησαν να ξαναρχίσουν και στην Ελλάδα το εμπόριο?»

                                                                                           Νικόλη Λίλλη

ααα

            «?Στη διαδρομή από την Αττάλεια μας επιτηρούσαν Ιταλοί και δε μας πείραξε κανείς. Μας έβαλαν σε μια μαούνα και μας είπαν ότι τα πράγματά μας θα μεταφερθούν αργότερα, αλλά τελικά τα άφησαν όλα πίσω. Μετά μας φόρτωσαν σ ¨ένα σαπιοκάραβο του Εμπειρικού  και ήρθαμε στην Ελλάδα Ευτυχώς δε χαθήκαμε στη διαδρομή, ταξιδέψαμε όλοι μαζί. Άλλους συγγενείς όμως τα πρώτα χρόνια δε βρήκαμε?».

                                                                                           Οκσούζογλου Γεώργιος

ααα

            «?Η γιαγιά μου πίστευε ότι για την καταστροφή δεν έφταιγαν μόνο οι Τούρκοι αλλά κι οι Έλληνες, γιατί είχαν στρώσει τα κόκκινα χαλιά για να πάει ο βασιλιάς Κωνσταντίνος και είχαν στο μυαλό τους τον πόλεμο. Έτσι, ήταν φυσικό να αγριέψουν οι Τούρκοι και να τους χτυπήσουν. Όμως, δεν τους πείραξαν οι Τούρκοι που ζούσαν μαζί, μόνο εκείνοι που κατέβηκαν από τα βόρεια χωριά.

Όσοι ήρθαν από την Αττάλεια στην Ελλάδα πάθανε ελάχιστες ζημιές και κατάφεραν να πάρουν πίσω την περιουσία τους(;). Οι Έλληνες, όμως, που ήρθαν μέσω Σμύρνης υπέστησαν μεγάλες καταστροφές. Οι Τούρκοι έσφαζαν όσους μπορούσαν, δεν άφηναν εύκολα τους άντρες να περάσουν στα καράβια, τους άρπαζαν τα παιδιά και τα πέταγαν, τους έκοβαν τα δάκτυλα για να πάρουν τα δακτυλίδια που φορούσαν?Ακόμα κι οι έλληνες στρατιώτες πέταγαν τα παιδιά τους στη θάλασσα για να ελαφρύνει το καράβι και να μπορέσουν να φύγουν.

Στη Σμύρνη πριν τα γεγονότα είχαν καλές σχέσεις με τους τούρκους γείτονες. Εκείνοι μάλλον ήξεραν τι θα γινόταν, γιατί τους είχαν πει ότι , αν ποτέ φύγουν από το σπίτι αυτό, θα μείνουν οι ίδιοι εκεί. Πριν τη μεγάλη σφαγή τους ταλαιπωρούσαν μέρες στους δρόμους και τους πήγαιναν από το Ουσάκ στη Σμύρνη κι από τη Σμύρνη προς την Άγκυρα με τα πόδια. Εκεί πλέον έγινε η μεγάλη σφαγή.

Η γιαγιά μου φεύγοντας άφησε πίσω τον άντρα της αιχμάλωτο και τα δυό της αδέλφια. Δεν ήξερε αν ζούνε ή όχι, γιατί τους περισσότερους αιχμαλώτους τους σκότωναν. Κατάφερε να φέρει λίγα χρήματα στην Ελλάδα, γιατί τα είχε κρύψει στις φασκιές του μωρού της και κάθε φορά που έρχονταν οι Τούρκοι να ψάξουν τα έβαζε στα ρούχα του άλλου της μωρού. Τα μόνα λεφτά που κατάφερε, όμως, να κρατήσει μέχρι το τέλος ήταν τόσα ώστε να μπορέσει να αγοράσει μια σκάφη κι ένα σαπούνι για να πλένονται?»

                                                                                                Σατίρογλου Βαρβάρα

ααα

            «?Λίγες μέρες πριν τη δύσκολη στιγμή του μεγάλου διωγμού ξεκίνησε αναταραχή. Σιγά σιγά άρχισε να διαδίδεται ότι οι Έλληνες πρέπει να φύγουν από τη Σμύρνη. Τότε ήρθε ένας Τούρκος γείτονάς μας και μας ειδοποίησε να φύγουμε γρήγορα, γιατί οι Τούρκοι στρατιώτες ήταν ήδη στα περίχωρα της πόλης, κατευθυνόμενοι προς το κέντρο και το λιμάνι και στην πορεία τους σκότωναν όλους τους Έλληνες και λεηλατούσαν τα σπίτια τους.

Στο λιμάνι υπήρχαν ελληνικά καράβια που περίμεναν τους πρόσφυγες. Οι τούρκοι φρουροί όμως δεν τους άφηναν όλους να περάσουν. Η μητέρα μου, τότε, για να καταφέρει να με περάσει από τον έλεγχο, αναγκάσθηκε να δώσει μερικά ολόχρυσα οικιακά σκεύη που είχε καταφέρει να σώσει από το σπίτι μας. Έπειτα μπήκαμε στις βάρκες που μας οδήγησαν στα καράβια όπου οι συνθήκες ήταν άθλιες.

Όπως κάθε οικογένεια,  έτσι κι η δική μας θρήνησε αδικοχαμένα θύματα. Έναν θείο μου τον σκότωσαν οι Τούρκοι στη Σμύρνη. Επίσης, η μητέρα μου με τη θεία μου χαθήκανε, γιατί μπήκαν σε διαφορετικό καράβι και βρεθήκανε μετά από αρκετά χρόνια?»

                                                                                           Σκόρδος Παύλος

ααα

«?Όσοι φεύγοντας από τη Σμύρνη είχαν ράψει μέσα από τη ζώνη τους ή στα στριφώματα στα ρούχα τους τα χρυσαφικά τους κατάφεραν να τα φέρουν στην Ελλάδα και να τα περισώσουν. Κάποιοι τα άφησαν όλα πίσω πιστεύοντας ότι σε 3-5 ημέρες θα ξαναγυρίσουν θάβοντας τενεκέδες με λίρες θησαυρούς σε κήπους…

 Άλλοι που τα  είχαν σε βαλίτσες μπαούλα… δεν κατάφεραν να τα περισώσουν,  γιατί στα καράβια ? βάρκες που έμπαιναν για να σωθούν ήταν τόσοι πολλοί που πέταγαν τα πράγματα στη θάλασσα ώστε να χωρέσουν όσο περισσότεροι άνθρωποι ήταν δυνατόν.)**( Τα χρυσαφικά δίνονται από τη μάνα στην πρώτη κόρη και μόνο. Ποτέ σε αγόρια ή νύφες ? ή αν δεν είχε κόρη στην πρώτη εγγόνα σε γνήσια πρωτότυπα. Όλα τα άλλα παιδιά; Αγόρια; Κορίτσια στο γάμο τους έπαιρναν από ένα ίδιο χρυσαφικά αλλά σε απομίμηση ? αντίτυπο.)*?»

                                                                                                ΣπανούΤασούλα

ααα

«?Στα χρόνια του πολέμου τα σχολεία άρχισαν να κλείνουν. Την τρίτη δημοτικού, θυμάμαι, την έκανα στο σπίτι του δασκάλου μου, του Γιάννη Παπαστεφάνου. Αργότερα έκλειναν και τις εκκλησίες. Σύμφωνα με το τουρκικό Σύνταγμα, οι άντρες έπρεπε να στρατεύονται σε καιρό πολέμου. Ο πατέρας μου, σαν δημόσιος υπάλληλος, είχε το δικαίωμα να εξαγοράσει τη θητεία για ένα εξάμηνο. Μετά, όμως, τον πήραν στα τάγματα εργασίας και χάθηκε κάπου στην Ανατολική Τουρκία, στα σύνορα με το Κουρδιστάν.

Με τον ίδιο τρόπο, αναγκαστικά, στρατεύθηκαν και οι δύο θείοι μου. Ο ένας υπηρετούσε τη θητεία του, όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος με τους Έλληνες και πέθανε βαριά τραυματισμένος σε νοσοκομείο στο Ικόνιο. Ο άλλος κατάφερε να φτάσει στη Σμύρνη με την ήττα του 1922, τυλιγμένος σ΄ ένα τσουβάλι, γιατί είχε χάσει όλα του τα ρούχα.

Το 1923, μετά τη υπογραφή της συνθήκης της Λοζάννης, άρχισε να διαδίδεται και στα μέρη μας ότι πρέπει να φύγουμε. Ήρθε μια επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού με σκοπό να μας τακτοποιήσει προσωρινά μέχρι να φύγουμε για την Ελλάδα. Μπήκαμε σε βαγόνια τραίνου, εγώ ορφανός μόνο με τη μάνα μου, και φτάσαμε στο Ικόνιο. Μετά, με άλλα τραίνα μας πήγαν μέχρι τη Μερσίνα κι από κει, διασκορπισμένοι πλέον, ήρθαμε στην Ελλάδα?»

                                                                                                Χριστοφορίδης Ισαάκ

 

ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ: Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1922 ΕΩΣ 1930

Your email address will not be published. Required fields are marked *

*