Στους αθανάτους Τι σου ειναι τουτο το μυαλο και της ψυχης τα ματια πως σε πηγαινουν μακρυα σε αγνωστα μονοπατια εκει που ανθρωπος ποτε δεν μπορεσε να παει στο μελλον και στο παρελθον οσο κι αν μας ποναει. Ετσι και μενα φερανε μισον αιωνα πισω δεν ηθελα ποτε να δω, ουτε και ν' αντικρυσω 'κεινο το μαυρο Σαββατο, 'κεινη τη μαυρη ωρα με πηραν και μ' ανεβασαν ψηλα στην Βαλαώρα. Αυτα που 'δαν τα ματια μου, ανθρωπος μη ξαναδει χιλιες φορες απ' τη ζωη θα διαλεγα τον Αδη. Ειδα το ερμο Μετζηντέ στις φλογες τυλιγμενο το δολιο Κεφαλόβρυσο απ' τον χαροντα ζωσμενο. Ο ηλιος εσκοτεινιασε, δεν αντεχε να βλεπει κι ο ουρανος χαμηλωσε που κοντευε να πεσει. Θυμιαμα η μυρουδια απο κορμια καμμενα κορμια των πατεραδων μας, τα χιλιοαγιασμενα. Σαν εγινε το μακελειο κι εφυγ' ο μακελάρης μ' αυτα που ειδε τρομαξε ακομα και ο αδης. Ειδα και τα βλαχοπουλα κι ολες τις βλαχοπουλες να ροβολαν απ' τις ψηλες κι απ' τις κοντες ραχουλες, σαν συννεφο καταμαυρο προτου ξεσπασει μπορα να τρεχουν προς το κουρνιαχτο που σκεπαζε ολο το χωριο και ολη τη Βαλαώρα . Ειδα γυναικες π' ουρλιαζαν με τα μαλλια λυμενα με τα σιγκούνια τ' αργαλειού αναποδα βαλμενα. Αυτες δεν ητανε σκηνες τουτου εδω του κοσμου ηταν σκηνες της κολασης, σκηνες του κατω κοσμου. Ειδα τη δολια Λάμπρινα να ψαχνει μες στη σταχτη και να ρωτα ολογυρα τραβωντας τα μαλλια της μη γνωρισ' απο 'σας κανεις τον μαυρο μου τον Λάμπρη; Ο πιο μεγαλος μαχαλάς ελιωνε σαν κερακι κανεις δεν το περιμενε τοσο πικρο φαρμακι ολοκληρος ο μαχαλάς να ψαχνει μες στα καρβουνα τον Λία του Γιωργάκη. Τον παπα-Γιωργη ειπανε πως βρηκαν ορισμενοι οχι πως τον γνωρισανε, μα βρηκανε τη λειτουργιά εκει σιμα στο πλαι του κι αυτη καρβουνιασμενη. Στ' αποκα'ί'δια ψαχνουνε να βρουν τον Νικολακη ουτε τον Μήτε γνωρισαν τον τσίφτη και τον Γάκη τον Μπελο, τον περηφανο τον τσελιγκα του Γκατση. Σαν να μην εφτανε αυτο 'χασαν και το Γραμματικο. Κι αλλος μεγαλος μαχαλας κι αλλο μεγαλο σοι κλαιει, σπαραζει, οδυρεται, τριπλο το μοιρολόι. Ποιονε να πρωτοκλαψουνε, με τι λογιων κουβεντες. Δεν ηταν ενας, ουτε δυο, χαθηκαν τρεις λεβεντες. Και οι νυφαδες της χρονιας δεν 'ξεραν τι να κανουν, τι σταση να κρατησουνε, τι φορεσιες να βαλουν, αιωνων η παραδοση που οι βλαχοι δεν χαλανε, τις θελει να ' ναι χαρωπες, μαυρα να μη φορανε. Στολιδια να μη βγαζουνε ολο τον πρωτο χρονο και τα μακρυα τους τα μαλλια να 'χουν πλεξουδες μονο απο τα κεντημενα τους τιποτα να μη μενει, τις θελει να ' να ομορφες ο,τι κακο κι αν γενει. Δεν αντεξαν οι ορφανες να ' ναι με τα καλα τους βγαλανε τα στολιδια τους και τα χρυσαφικα τους, βγαλανε τα τσαπράκια τους κι ολα τα ασημενια, βγαλαν και τα φουστανια τους τα χιλιοκεντημενα λυσανε τις πλεξουδες τους και ντυθηκαν τα μαυρα. Αδελφια για σηκωστε τους στην εκκλησια να μπουμε γιατι δεν τους γνωριζουμε για να τους μοιραστουμε. Ολους μαζι τους βαλανε στης εκκλησιας τη μεση γυρω ολακερο το χωριο και που να τους χωρεσει. Εικοσι δυο μετρησανε κορμια καρβουνιασμενα τα σκεπασαν με γυναικων μαλλια ξεριζωμενα, ψυχες που φτερουγισανε με μια και μονη ελπιδα μη ξεχαστουν απ' το χωριο κι απ' τη γλυκια πατριδα. Μα κι η γλυκια μας Παναγια, πλαι στην Αγια Πυλη το προσωπο της σκεπασε μ' ολομαυρο μαντηλι να μη φανουν τα ματια της που ητανε δακρυσμενα ενοχη σαν να ενιωθε γι αυτα τα καμωμενα. Γι' αυτους που θυσιαζονταν για του Χριστου την Πιστη η εκκλησια δεν αντεξε, συθέμελα εσχισθη σάστισ' η μεγαλοχαρη βουβη μαρμαρωμενη κι αυτη δεν καταλαβαινε πως ο Θεος επετρεψε τετοιο κακο να γενει. Δεκα του μηνα θεριστή 'πεσαν οι αντρειωμενοι οι ψυχωμενοι του χωριου, οι πρωτοι, οι διαλεγμενοι. Δεν φτανουν για τους ηρωες σαβανα και λιβανια παψτε γυναικες τους κλαθμους, γυριστε τα φουστανια σε αθανατων κεφαλες πρεπουν χρυσα στεφανια μνημα τρανο να στησουμε , να φτανει ως τα ουρανια ολη η Ελλαδα να θωρει εδω με περηφανια. Ειθε ποτε μη χρειαστει ξανα τετοια θυσια ειθε στον κοσμο ολοκληρο ειρηνη κι ευτυχια. Εσεις καλα μας ξερετε γιατ' ειμαστε παιδια σας ολοι μαζι θα τρεξουμε σε καθε καλεσμα σας πως το μαρτυρικο χωριο, τ' ομορφο Κεφαλοβρυσο για τη γικη σας τη ψυχη, για της πατριδας τη τιμη δεν θα διστασει ουτε στιγμη και παλι ολοκαυτωμα να γινει ! Μπάμπης Μεντής |