Μυριάδες αηδοί της πολυφωνίας παίρνουν τραγούδια και τα κλωθογυρίζουv μουσικάντηδες. Βιολιά, νταούλια, λαούτα κι ο κλαριντζής - ο επικεφαλής - με το κλαρίνο το πεταριστο από τη μια μοιρολογεί και κλαίει κι από την άλλη κελαηδεί. Γλεντοκόποι. Ανδρες και γυναίκες, παππούδες και παιδιά κι ο πρωτοχορευτής σχηματίzouv ένα πολύμορφο στεφάνι, ακούνε τις ιστορίες τις συγκινητικές που τους διηγούνται "καημούς της αγάπης, του θανάτου και της ξενιτιάς, πάθη και κατορθώματα της φυλής" (1) τραγούδια γεμάτα ντέρτια και καημούς. Ευλαβικά τα βήματα τους! Κι ο πρωτοχορευτής - το όνομα το λέει, ο πρώτος κι ο καλύτερος, δημιουργεί το σώμα του που και που ανατινάζεται, αυτοσχεδιάζει βήματα βαριά λες κι η γη τον καταπίνει, ξεχνιέται, αντλεί μια δύναμη θεϊκή, μεταμορφώνεται, γίνεται ένα με τη φύση. Και το κλαρίνο του Πέτρου Αούκα του Χαλκιά στο αυτί του σιγοτραγουδάει και τον ανατριχιάΖει, ήχοι μεθυστικοί τον μαγεύουν και τον αναπτερώνουν. Ο Αρχοντας των Πνευστών στέκει από άνω του. Ξέρει, μαντεύει τους πόνους και τα ονείρατά του, αγγίζει τη ψυχή του. Αυτοσχεδιάζει κι αυτός με μαεστρία καρφώνοντας τη ματιά στο χέρι του χορευτή που τον παρακαλεί να τον παρηγορήσει όλο και πιο πολύ. Φεγγαροπρόσωπες νύφες στα λευκά τους, πριν δρασκελίσουν το κατώφλι, σέρνουν σεμνά και ντροπαλά τον τελευταίο τους χορό στην πατρική αυλή. Νερό και άρτος φτερουγίζουν στον ουρανό! Και το κλαρίνο κλαίει. Κι όταν φορούν τις βελουδένιες φορεσιές τις κεντητές και στον ασημένιο τους λαιμό τις χρυσαφένιες λίρες, -θρύψαλα γίνεται το γυάλινο ποτήρι γεμάτο νερό - χαροκοπεί και παίζει κλαρίνο. Με επιβλητικό βλέμμα οι γαμπροί ζευγαρώνουν τα βήματα τους με κείνα ης καλής τους, βήματα αργά λες και είναι ιεροτελεστικά... Και ξάφνου, ο πρώτος του χορού σπάει τον κύκλο. Στο κέντρο του στριφογυρίζει σκορπίζοντας ψηλά δέσμες χαρτονομίσματα που τροβιλίζονται στον αέρα πριν τσαλαπατηθούν και πριν ο νιότερος της κομπανίας χαμογελώντας τα μαζέψει. Και πριν το χέρι ξαναπλώσεις στους νιόγαμπρους, το πιο ακριβό χαρτονόμισμα στο μέτωπο του κλαριντζή θα θέσει.... Εικόνες- ήχοι που φωλιάζουν στην καρδιά μου... Μυριάδες στέγες από Βυζαντινά και γαλλικά κεραμίδια με τις αλλόκοτες πλακόστρωτες αυλές, καμινάδες που καπνίζουν, κατώγια γεμάτα από τσαντίλες που μοσχοβολάνε, που βρίδουν ρίγανη και τσάι, τσίπουρο και ροδολούκουμα. Κακοτράχηλοι και πισσωμένοι δρόμοι, διάσπαρτες αχλαδιές, κερασιές, συκιές και περγουλιές. Κι ο αγέρωχος πλάτανος της πέτρινης πλατείας αγναντεύει της Παναγιάς την ασβεστωμένη εκκλησιά. Οι Αγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη, σκιά στο κοιμητήριο όπου αναπαύεται η γιαγιά μου η Σοφία. Η Βαλαώρα μοιάζει με τείχος που πότε χρυσαφίζει πότε πρασινίζει και στο ραχοκέφαλό της, τα βαριά τροκάνια του Σιούτου - Καλέσιου και των γιδοπροβάτων αντηχούν πέρα ως πέρα. Ο μοναχικός Προφήτης Ηλίας, βωρώντας ακατάπαυστα γη και ουρανό, καρτερεί 'κείνη του χρόνου τη μέρα που 8α τραγουδήσουν γλυκόπικρα τραγούδια. ...θέα που αγαλλιάχει την ψυχή μου... Οι γέροντες, καθισμένοι στα καφενεία, παίζουν τα κομπολόγια τους με τις χοντρές τις χάντρες κι από τα ζαρωμένα χείλη τους βγαίνουν σύμφωνα ηχηρά, σκληρά μα συνάμα και γλυκά, λόγια που φαντάζουν μυστικά, άγνωστα σε μένα. Ανάμεσα τους ο παππούς μου ο Σπύρος, κείνος ο ίδιος ο λεβέντης, στη φωτογραφία του σαλονιού, με το μουστάκι το στριφτό, παραπονιέται που γέρασε μα οι πρησμένες φλέβες στα χέρια του τα σκελετωμένα έκρηξη θυμίζουν σαν σφίγγει το μικρό ποτήρι τσίπουρο μυρωδάτο. Ο γκρίζομάλλης θείος Μήτσος με συγκίνηση εξιστορεί τα δεινά του τόπου. Τ΄ ολοκαύτωμα. Τα είκοσι δυο παλικάρια που χάθηκαν μια μέρα του Ιούλη του 43. Η αγαπητή θεία Ευανθία απλώνει κρυστάλλινη ζάχαρη στις βουτυρωμένες φρέσκιες φέτες και τα μικρά γύρω της με λιγούρα τις κοιτάζουν περιμένοντας να τις γευθούν. Ενώ οι μητέρες υφαίνουν τα προικιά για τις μελλόνυμφες κόρες και τα στοιβάζουν προσεκτικά πάνω στα μπαούλα τα μεταλλικά που κρύβουν αμέτρητους θησαυρούς, σαράντα μέρες ανεμίζει το φλάμπουρο με τις πολύχρωμες μάλλινες κορδέλες, των γάμων τη χαρά να μας θυμίζει. Κι όταν μυρίσει καλοκαίρι, Ζωντανεύει το χωριό. ζεστή αγκάλη γίνεται, να υποδεχτεί τους απόδημους ανδρώπους του ερχόμενους από τη Φραγκιά. Η Γιαννούλα τους καλωσορίζει γελοκλαίγοντας από συγκίνηση και χαρά. ... Ήχοι, τοπία, πρόσωπα, κατά- στάσεις, χρώματα και μυρωδιές... Τέτοιες μαγευτικές εικόνες - ποιήματα, αναρίθμητες μνήμες π' αναβλύζουν υδάινους ήχους. Τέτοιες μελωδικές εικόνες ρίζωμένες βαθιά μες την καρδιά μου αναπολώ. Κι αυτό το ακριτικό χωριό, το χωριό των γεννητόρων μου, είναι το χωριό μου. Το Κεφαλόβρυσο. "Το σφρίγος του βλάχικου στοιχείου (2) . Κι εγώ, μια ελληνίδα, γεννημένη στην ξενιτιά νοσταλγός της μουσικής παράδοσης, θυμάμαι - παντοτινά -, αναζητώ τα περασμένα, ανακαλύπτω τις ρίζες μου... Νοσταλγική η γη σου αλησμόνητη μου Ήπειρο που με πληγώνεις μα και μ' ευφραίνεις! Σοφία Η. Σιούτη Καθηγήτρια Γαλλικής Φιλολογίας (1) Μιχάλης Γκάνας, από το ένθετο δίσκου "Πολυφωνικά της Ηπείρου". (2) Βασίλης Κραψίτης Ταξίδι στην Ήπειρο. |