Kefalovryso
 
6η Σελίδα :Περιεχόμενα

Ράκος (Ράκης) Μπιθεγκούρας- του Μπάμπη Μεντή
Αρβανιτόβλαχοι- του Μπάμπη Μεντή
Κλέφτες-  του Μπάμπη Μεντή
Σόφλε ντι  κεραμίδε (να, το βρει από κεραμίδι)- του Μπάμπη Μεντή
Μουσιάτα Βίνιρι(α) = Ωραία Αφροδίτη- του Μπάμπη Μεντή
Δέσπω Μ-πότση (η ηρωίδα Σουλιώτισσα)- του Μπάμπη Μεντή
Τραγούδι (1), Τραγούδι (2), ΠΑΓΙΟΥΧΩΡΑ 1875 - του Ανδρέα Μεντή
Τραγούδι (3)- ποίημα - ΚΩΝ. ΝΑΤΣΙΚΟΣ & ΣΙΑ
ΟΙ ΦΩΤΙΕΣ (ΛΑΒΔΑΝΗ ΚΑΙ ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΝΑ) - του Παναγ. Κύρκου, Βασιλικό

Γράφει ο: Μπάμπης Μεντής
Ράκος (Ρακής) Μπιθεγκούρας
(Θεόδωρος (Θεοδωράκης) Κολοκοτρώνης
   Μεγάλο αγώνα έκαναν οι εντολοδόχοι καλαμαράδες να βγάλουν τον Κολοκοτρώνη Γραικό.
   Αφού δεν τα κατάφεραν όμως, το φεραν από δω το φεραν απόκει, και να τι έγραψαν στην επίσημη ελληνική ιστορία: Ο Κολοκοτρώνης λέει ήταν Αρβανίτης. Είχαν κατέβει λέει οι παππού- προ-παππούδες του κάπου από την σημερινό Βόρειο Ήπειρο στην Πελοπόννησο.
   Ήταν λέει γιος του Κων/νου Μιθεγκούρα (Κολοκοτρώνη). Αφού δεν κατάφεραν να Γραικοποιήσουν τον ίδιο, Γραικιοποίησαν το όνομα του, αυτό τους μάρανε.
   Το πραγματικό του λοιπόν όνομα Μπιθεγκούρας το βάφτησαν Κολοκοτρώνης, και να πως:
   Μπίθε: κόλος στα ελληνικά και -γκορ- (όχι γκούρα) σημαίνει πέτρα - κοτρόνι ή κάτι τέτοιο.
   Άρα λέει (κόλος) και (κοτρόνι) νάτο το Κολοκοτρώνης. Ε λοιπόν ή άσχετοι ήταν οι άνθρωποι ή βαλτοί. Ο Κολοκοτρώνης ήταν Αρβανιτόβλαχος και με τη βούλα. Για να τα πάρουμε τα πράγματα με την σειρά. (Μπίθε) λέμε και εμείς τον πισινό, εξού και το -μπιθένε - μπισένε) (κλάσιμο).
   Το δεύτερο συνθετικό (γκούρα) γκαρίζει από μακριά, είναι το στόμα στα βλάχικα. Άρα το σωστό όνομα του Μπιθεγκούρα Ελληνοποιημένο είναι Κολόστομος ή έστω μεταφορικά Βρωμόστομος.
Πράγματι η ιστορία αναφέρει πως ο Κολοκοτρώνης μιλούσε με πολύ βρώμικα λόγια για να φανατίσει και να βελτιώσει τους Ρωμιούς κατά των Τούρκων. Με δεδομένο μάλιστα ότι ο Αυστριακός επιτετραμένος της εποχής που επισκέφθηκε τον Κολοκοτρώνη στα λημέρια του γράφει πως μιλούσε στο ασκέρι του σε μια γλώσσα που δεν ήταν ελληνικά αλλά ούτε και Αρβανίτικα. Φυσικά και δεν ήταν αφού βλάχικα μιλούσε ο άνθρωπος γιατί από βλάχους απαρτίζονταν και το ασκέρι του.
   Να και το ωραίο.
   Σε μια δεξίωση που έγινε στα ανάκτορα, ο Όθωνας κάλεσε και τον Κολοκοτρώνη. Ανάμεσα σ' όλους τους Φραγκοφορεμένους να σου και αυτός με την φουστανελάρα του. Καθήστε κύριε Κοτρόνι του λέει η βασίλισσα (πώς να πει το πρώτο συνθετικό).
   Πώς να κάτσω Μεγαλιωτάτη που μου κόψατε τον κόλο; Η απάντηση βλάχικη και στα ίσια.
...
Μπάμπης Μεντής
Σόφλε ντι  κεραμίδε (να, το βρει από κεραμίδι)
ΠΩΣ ΓΙΝΕΤΑΙ και στις μέρες μας ακόμα να λέμε αυτή τη φράση; Ενώ στα βλάχικα το κεραμίδι το λέμε (τσιρννίδε), στην προκειμένη περίπτωση γιατί το λέμε κεραμίδε;
   Ο Βασιλιάς της Ηπείρου Πύρρος το 274 π.Χ. ξεκίνησε για την τελευταία του εκστρατεία. Έφτασε στο Αργός. Εκεί αντιμετώπισε τους Αργείους που τους βοηθούσαν ο βασιλιάς της Σπάρτης Αρέας και ο Βασιλιάς της Μακεδονίας Αντίγονος. Στην μάχη που έγινε ο Πύρρος νίκησε και μπήκε μέσα στο Αργός. Στις τελευταίες οδομαχίες που γίνονται μέσα στην πόλη, μια γυναίκα του Αργούς μητέρα ενός σκοτωμένου Αργείου, πάνω από την στέγη του σπιτιού της πέταξε ένα κεραμίδι και βρήκε τον Πύρρο στο δόξα πατρί. Πάρτον κάτω τον δικό μας. Πέθανε σε ηλικία 46 ετών. Ο Βασιλιάς Αντίγονος έθαψε το πτώμα του Πύρρου με μεγάλες τιμές στο ιερό της Δήμητρας (αυτό για κάποιους που έψαχναν ή και ψάχνουν ακόμα τον τάφο του Πύρρου κατά Πύργο ή κατά Λαμπάντζα μεριά). Όπως φαίνεται ο θάνατος του Πύρρου και με τον τρόπο μάλιστα που επήλθε στοίχισε πολύ τον λαό του. Σημειωτέον ότι η φράση λέγεται μόνο από τους βλάχους και ειδικά τους Αρβανιτόβλαχους, που σημαίνει ότι βρισκότανε σ' αυτά τα μέρη από πριν 2275 χρόνια τουλάχιστον. Κάποιος αμφιβάλει, σ'όφλε ντι κεραμίδε.
...
Μπάμπης Μεντής
..
..
.....
Αρβανιτόβλαχοι
Πολλοί Κεφαλοβρυσίτες όταν τους πούνε Αρβανιτόβλαχους στραβομουτσουνιάζουν. Δεν αποδέχονται τον όρο και λένε δεν είμαστε Αλβανοί. Βέβαια δεν  είμαστε Αλβανοί, άλλοι ο όρος Αρβανιτόβλαχος δεν λέει κάτι τέτοιο. Πολλές φορές η άγνοια φέρνει παρεξήγηση. Κάπου λοιπόν στην περιοχή της σημερινής Βορείου Ηπείρου υπήρχε η αρχαία πόλη (Άρβανος). Οι Αρχαιολόγοι ψάχνουν από χρόνια για να εντοπίσουν την ακριβή της θέση. Λένε πως ήταν κάπου νότια της Κοριτσάς ή ακόμα πιο κάτω. Η περιοχή από τα Μπιτόλια (Μοναστήρι) σήμερα Σκόπια, μέχρι νότια τους Αγίους Σαράντα λεγόταν Άρβανος.
   Έτσι λεγόταν μέχρι και τα τελευταία Βυζαντινά χρόνια. Οι κάτοικοι όλης αυτής της περιοχής λεγόταν Αρβανίτες. Οι Βλάχοι δε που κατοικούσαν ή κινούνταν σ' αυτή την περιοχή λεγόταν Αρβανιτόβλαχοι. Δηλαδή οι Βλάχοι της περιοχής της Αρβάνου. Μιλάμε για πολλούς αιώνες πριν γίνει η Αλβανία. Γι' αυτό μη μπερδεύουμε τους όρους Αρβανίτης και Αρβανιτόβλαχος με το Αλβανός και Αλβανία. Το Αλβανικό Κράτος έγινε προχθές! Είμαστε λοιπόν Αρβανιτόβλαχοι και καλά κάνουμε και μαγκιά μας και καμάρι μας.
Μπάμπης Μεντής
Κλέφτες
   Oποια εγκυκλοπαίδεια κι αν ανοίξει κανείς στην λέξη (κλέφτες) θα διαβάσει:
   Ιστορικά οι κλέφτες κατάγονται από τις ένοπλες ομάδες των Βλάχων που αναπτύχθηκαν στα τελευταία χρόνια της Βυχαντινής Αυτοκρατορίας και κυρίως στα χρόνια της Φραγκοκρατίας.
   Δρούσαν σε μεγάλο μέρος της Ηπειρωτικής Ελλάδας (Δ. Μακεδονία- Ήπειρο - Θεσσαλία - Σ. Ελλάδα και Πελοπόννησο) και δεν υποτάχθηκαν ποτέ στους Τούρκους. Πολλές φορές κάποιες απ' αυτές τις ομάδες έφταναν να είναι σαν ένας μικρός στρατός. Υπήρξαν δε ο κύριος πυρήνας της Επανάστασης του 1821!!!
   Σημείωση: Μπα! Κι εγώ που νόμιζα πως αυτή τη δουλειά την έκαναν κάποιοι που το παίζουν και πολύ Ελληναράδες!
Μπάμπης Μεντής
Μουσιάτα Βίνιρι(α) = Ωραία Αφροδίτη
   Ποιος δεν έχει ακούσει την μητέρα την γιαγιά τον παππού αλλά και νεότερους ακόμα να σταυροκοπιούνται και να λένε - μουσιάτα βίνιρι(α); Είναι γνωστό πως στα λατινικά το  VENERIS σημαίνει Αφροδίτη. Τι συμβαίνει άραγε; Είναι σίγουρο πως παρά τον εκχριστιανισμό των Ελλήνων, παρά τον άγριο πόλεμο του Χριστιανισμού εναντίων της παλιάς θρησκείας των Ελλήνων, μια πολύ ισχυρή θεότητα όπως η Αφροδίτη δεν μπόρεσε να ξεριζωθεί από τις ψυχές τους. Οι Βλάχοι λοιπόν λατρεύουν ακόμα την θεά Αφροδίτη, έστω και κατ' όνομα.
   Είναι γνωστό ότι προστάτιδα της Κωνσταντινούπολης στα Βυζαντινά χρόνια ήταν η Παναγία.
   Οι Βλάχοι σαν γνήσιοι συνεχιστές αυτής της παράδοσης την Παναγιά έχουν προστάτιδα, την Παναγία έχουν πρώτη θεότητα. Ο Χριστός έρχεται πολύ πίσω.
   Σπάνια θα ακούσεις βλάχο να επικαλείται τον Χριστό. Οι όρκοι πάντα στο όνομα της Παναγίας, η επίκληση για βοήθεια πάντα στην Παναγία την οποία αποκαλούν και ωραία όπως την Αφροδίτη.
   Μουσιάτα Στημιρί (α) λένε, δηλαδή (ωραία Παναγία). 
   Σημείωσε: Μετά του λένε κάποιοι καλοθελητές ανιστόρητοι πως οι Βλάχοι κατέβηκαν από δω, από κει ή από παραπέρα. Εδώ ήταν ρέέέέέ ... αναντάμ παπαντάμ.
Μπάμπης Μεντής
Δέσπω Μ-πότση (η ηρωίδα Σουλιώτισσα)
  Οταν περάσει κανείς τον δρόμο από Πρέβεζα προς Πάργα θα βρει μία γέφυρα που γράφει η γέφυρα της Δέσπως, προς τιμή της ηρωίδας του Σουλίου. Ποια ήταν λοιπόν η Δέσπω; Η Δέσπω (Μ)Πότση ήταν γυναίκα του Γιωργάκη (Μ)Πότση και κόρη του Μήτρου Δημουλά. Η οικογένεια (Μ) Πότση ήταν από τις μεγαλύτερες και παλαιότερες του Σουλίου. Παρακλάδι αυτής της οικογένειες ήταν η οικογένεια Μπότσαρη, θα προσέξατε ένα (Μ) σε παρένθεση. Αν ακούσετε τώρα προσεκτικά έναν μεγάλο σε ηλικία χωριανό ή μια γιαγιά να λέει το χωριανικό μας επίθετο Πότσης θα ακούσετε μπροστά από το (Π) ένα άφωνο (Μ). Δεν έχει καμία σημασία πως γράφτηκε αυτό το επίθετο όταν πρωτογράφτηκε, υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις ότι η οικογένεια Πότση του χωριού μας είναι, ίδια με εκείνη του Μπότση και Μπότσαρη - όπως επίσης ίδια είναι και η οικογένεια Δημουλά του χωριού μας με εκείνη του πατέρα της Δέσπως. Όταν λοιπόν τον Δεκέμβρη του 1803 έπεσε το Σούλι η Δέσπω μαζί με νύφες, εγγόνια και άλλες δώδεκα οικογένειες Σουλιώτικες όλο γυναικόπαιδα κατέβηκε στα πατρικά της μέρη στο χωριό Ρηνιάσα σήμερα λέγεται Ελάτια που βρίσκεται ανάμεσα από την Πρέβεζα και την Πάργα. Οι Αρβανίες του Αλή Πασά που τις κυνηγούσαν έφτασαν εκεί σε λίγες μέρες. Η Δέσπω μάζεψε όλα τα γυναικόπαιδα και ταμπουρώθηκε στο αρχοντικό του πατέρα της, στου Δημουλά στον Πύργο που λέει το δημοτικό τραγούδι. Οι Τουρκαρβανίτες της ζήτησαν να παραδοθεί. Γιώργαινα ρίξε τα' άρματα δεν είναι εδώ το Σούλι". Το Σούλι κι αν προσκύνησε, και αν Τουρκέψει η Κιάφα η Δέσπω αφέντες Λιάπηδες δεν έκανε δεν κάνει. Δαυλί στο χέρι άρπαξε κόρες και νύφες κράζει. Σκλάβες Τούρκων μη γίνουμε, παιδιά μαζί μ' ελάτε, και τα φουσέκια ανάψανε και όλοι φωτιά γένηκαν. Ανατινάχτηκε ο Πύργος του Δημουλά μαζί με όλα τα γυναικόπαιδα...   Επίσημη Ελληνική ιστορία λέει πως οι Σουλιώτες ήταν Αρβανίτες της φάρας των Λιάπηδων και πως ήταν Χριστιανοί. Την εποχή εκείνη έπρεπε να ψάξει κανείς με το κερί για να βρει έναν Λιάπη Χριστιανό. Οι Αρβανιτόβλαχοι όμως ήταν και είναι όλοι Χριστιανοί και μόνο.
   Πάλι η ίδια ιστορία λέει πως: "η Δέσπω αφέντες Λιάπηδες δεν έκανε δεν κάνει". Μα αν ήταν Λιάπησα θα έλεγε κάτι τέτοιο; Αν οι Σουλιώτες ήταν Αρβανίτες θα τάβαζε μαζί τους όλη η Αρβανιτιά; Αρβανιτόβλαχοι ήταν όλοι τους, και τα χωριά τους ακόμα βλάχικες ονομασίες είχαν.
   Σούλι - (Σούλου = μιτερό). Έτσι ακριβώς μιτερό και απόκρημνο βουνό ήταν το Σούλι.
   Κιάφα - (κιάφα = πεδιάδα σε ύψωμα).
   Κουγκί - (κουγκί = σημείο που αναβλήζει νερό).
   Αβαρικο - (λαβαρικό - υγρότοπος).
   Αυτή η έρμη ελληνική ιστορία, είναι τόσο κακοποιημένη που σήμερα κανείς δεν εμπιστεύεται τα γραφόμενά της. Ακουσον - άκουσον, ο Πήλιο Γούσιας ήταν λέει προδότης. Ακούστε πως το γράφει: (Λένε ... πως κάποιος Σουλιώτης ο Πηλιος Γούσιας κ.λ.π.,  κ.λ.π.). Άκου λένε! Σαν να είναι η κουτσομπόλα της γειτονιάς. Τι πάει να πει λένε μωρέ, έτσι γράφεται η ιστορία με το λένε; Ο Πήλιος Γούσιας, της μεγάλης Βλάχικης των Γουσιαίων, υπήρξε μεγάλος αγωνιστικής και μέγας πατριώτης. Κυνηγημένος από τον Αλή Πασά μαζί με πολλούς άλλους Σουλιώτες πέρασε απέναντι στα Επτάνησα. Όταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση ο Πήλιο Γούσιας οργάνωσε τους Σουλιώτες στα Επτάνησα και τους κατέβασε στο Μεσολόγγι και στον αγώνα για την λευτεριά. Για τις μεγάλες του υπηρεσίες στο Έθνος, το Ελληνικό κράτος τον συνταξιοδότησε και τον τίμησε όπως αξίζει σε έναν μεγάλο αγωνιστή. Τώρα ο καθένας μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματα του.
.
Μπάμπης Μεντής
Τραγούδι (1), Τραγούδι (2), ΠΑΓΙΟΥΧΩΡΑ 1875
Τραγούδι (1)

Ένας είναι στο Πωγώνι ο μπομπάρας βρε  παιδιά
το καμάρι του Γκαμπάλιου και του Γκαλτιρίμ οντά.
Ένα είναι το σκυλί μέσα στην περιοχή
Είναι πράγματι καλό μα όχι και μοναδικό.
Μόλις πάνε για κυνήγι το γουρούνι ας του φύγει
το σκυλί μας βρε παιδιά μη μας φύγει μακριά.
Γιατί αν τύχει και αργήσει θα μας πιάσει καμιά κρίση
φώναξε ο Βαγγελάκης από την μεγάλη ράχη
Σπύρο τρέξε για τα' αμπέλια δεν υπάρχουν καρτέρια
τάου - τάου ο Μητρούσιας ρίχνει στην ασβεσταριά
Και κοιτάζει για να πέσει το ζουλάπι στην λακκιά.
Μα αυτό τον χαιρετάει και ο Μητρούσιας το κοιτάει.
Σκέφτεται το ρεζιλίκι θα περάσει από δίκη.
δε βαριέστε βρε παιδιά σάμα είναι πρώτη φορά
Ο Μπάμπης μας να είναι καλά και θα ρίξω άλλη φορά.

Ανδρέας Μεντής

 
Τραγούδι (2)

Έμπειρος ο μπασιουμακας
πήγε για τα πολυσταύρια
εντοπίζει τα γουρούνια
και τα κλείνει στα κριπούνια.
Στον Λούκα ήρθε το πρωί
και φωνάζει με πυγμή.
Ποιόν θα στείλω να τα φέρει
τον ξεφτέρι του Λευτέρη
όπου νάναι θα χαράξει
και θα βάλω μία τάξη
Ένα - ένα τα καρτέρια
τάβαλε ο μπασιουμακας
που να ήξερε ο καημένος
πως θα πάθαινε την πλάκα.
Στο καρτέρι ο Πηλίου Νάτσιας
Γάου - γάου τα σκυλιά
ακούγονται από μακρυά.
Περιμέναμαν το μπαμ
αχα αμάν - αμάν - αμάν.
Το ακούμε στο καρτέρι
του γαμπρού μας του Λευτέρη
τρέχει ο Μήτσιος με χαρά
για να δει τον σιαματά.
Βρε καημένα Λευτεράντζα
δεν καθόσουνα στην μπάντα
το γουρούνι δεν είν' μπεκάτσα.
Μου κάνες τον κάου - μπόυ
να σε πούμε όλοι γόη.
Και του χρόνου με υγεία
θα 'χεις άλλη ευκαιρία.

Ανδρέας Μεντής
 

ΠΑΓΙΟΥΧΩΡΑ 1875

Μιντζιντέι, χώρε μάρι
Πάνου λε φέτσι χιμπάρι
τι σι αντούνε τούτε χώρα
κε ους ασπράγκε Παγιουχώρα.
Τισκρέτα τη Παγιουχώρα
ου μπικέ Κήτα τσας μόρε.
Ντούσι φουρμάνια, πόλη
κε ους ασπάργκε άγκουρου κου όιλι.
Στα ντι τζέτσι Κώστα Κήτα
τσι φιτσές λάι Πάνου Νίτα,
άϊσε λουκ νου ε σιακάτ
κε ους πουλτίμ μούλτε γκιζάι.
Στα ντι τζέτσι Φώτου Νάστα,
ντάτσλου μόι, φουτέτς λου γκράκα.
Αρσιρί σε Πάνου Μάρκου,
σμπάρου ατέλ σίμπε λαχίρι
μα βρά, τρε - πάτρου σούτι ντι λίρι.
Αρσιρί Γιωργάκη Μεντή ου λη μικέμ
σι ου λι πουλτίμ.
Στα ντι τζέτσι σι Νικολάκη Νάτσια
Πάνου τσι λου φέτσουτ γκίνι,
τσι τζέτς, κε ου λη ντάου μίνι.
σι μα νου ατζιούγκε ατσέλη τούτη
ιούς ντάου σει άλτη, κάμα μιούλτη.
Νικολάκη σι φέτσι μεράκ
κε κλόρε Πάνου ληγκάτ.
Ντι αώ λου τιρκούρε πόλη,
κάρτια αλ Κήτα σ' τούντε όιλι.
Κήτα κε τζέσι αλ Γιωργάκη
σ' τουντέμ όιλι αλ λάλη Γάκη.

Κέντε κούκου σι ττούγιε τότς.
Κισέσκ ρημένια τι μούντζ.
Τσένιτσγιε τρέγκ ντινίντι
σ' άφλε κουνάκια μα νήντι.
Φετίλη γκιούμιλη τουρμένε
νέγκ σ' για άπε λα φουντένε.
Σ'λα γκιλιέτσε, σ'λα στικιτόρε
σμουλτσέμ όιλι πληκητόρε.
Κρέστι γιάρμπα σι τρεντελίνα
τας σιάσε όιλι Σαμαρίνα.
Μούντζ μουσιάτς, τας πάσκε όιλι
σι φουμέγια σ' νιάγκε περιβόλι.

Τάχηνα ντημιάτσε, κουτιά τουρμένε
τι μουτράι πι στράνιε
σ' νόι βρε φλοκ ντι λένε.
Τη Πάστι, κεν τι αληξιάει, λα ρημένε.
ντη τη κουμνικάει λα ρημένε.
ντη σότσιλη ατέλη, τίνι τι αληντζιάει.
Κέντ φιτσιάει σουκάκια χίμα - λα ρημένε.
μα τσι ασπιράει κα λούνε - λα ρημένεν.
Φιτσιόριε λα κόγιε, τότς κου τήνη γκούρε.
Τι α μαλία ατάου, μούτου ντι ντινίντι
κε τι βέντ φιτσιόριε ντη γι ασπάρτς ντι μίντι.
Σιαμέα ντη συρμέ τηρκούτε ντηκούσιε,
μα τη σβέρκα ατάου, κα ντη λαντερούσιε.

 Τραγούδι (3)
Τραγούδι (3)

Το πρωί το χαράϊ
πάνε όλοι για κοπή
και ο Νίκος πάει στη στρούγκα
φέρνει το Μιτσουμπίσι τούμπα.

Μέσα στο κακό το χάλι
πάει ο Κώτσιος να τον βγάλει
τη παγάνα ξεκινάει
στα καρτέρια να τα πάει.

Γεια σου Πίπη οργανωτή
με το φοβερό Ο.Β.
σαν το πιάνεις και μιλάς
αστραπές, βροντές σκορπάς.

Ξέχασαν τον Λευτεράντζα
που τον είχαμε καβάντζα
και καπνίζει σαν φουγάρο
μα ποτέ δεν έχει τσιγάρο.

Μας την έκανε ο Βαγγέλας
που ήτανε ο σύρε και έλας
τώρα ποιος θα πάει, ακούς;
Ποιος θα κόψει Σοριαστούς

Λάλε Μπουκιάς μπασουμάκας
πήγανε σαν τις γριές
για να κάψουν τις ροδιές.
Στα καρτέρια σαν έπανε
κάθονται και μασουλάνε
και ο Νίδας βρε παιδιά
τα μετρούσε ήταν εφτά.

Ας του ρίξω μια καλή
να τα πάω για φαν - κελί.
Νίδα άσε πια τα αστεία
είσαστε γηροκομεία.

Πως περνάνε τα ρημάδια (χρόνια)
και καθόσαστε στα σάδια.
Ο Μητσάρας μια απ' τα ίδια
μας εφεύγουνε στα φρύδια
τάβαλε μωρέ σκοπό
για να κάνει φονικό.

Τρέξτε από κει, τρέξτε απ' εδώ
πάνε για τον Ιταλό.
Από πίσω ο Αντρέας
λες και ήτανε δρομέας
με βροχή και με λιακάδα
λες να πάει Ολυμπιάδα; (2004)

Τσαραπιάνα και Ραβένια
δεν το είχαμε και έγνοια
μας εφεύγανε τα γουρούνια
αχ! και να 'χανε κουδούνια.

Φεύγανε μωρέ εκείνα
πάνε για την Μολοβίνα.
Λάλε Μπουκιά, Πηλίου Νάτσια
Κόλε Πότση Μπασιουμάκας
όλοι είναι κουμανταδόροι
τα γουρούνια βρε παιδιά
δεν βαριούνται με το ζόρι
μόνο θέλει μαεστρία να βαρέσεις 2-3.
Πρέπει μόνο να ακούς
για να πάνε σωριαστούς.

Όλοι σας πετάτε σπόντες
και μετά σας φταίει ο Μοντες.
Βάλτε γνώση, βάλτε νου
μη σας φύγουμε για αλλού
και μη λέτε τα σκυλιά
ότι παίρνουνε αλεπού.

Βλέπω απ' αυτά που λέτε
σας εστέγνωσε το σάλλιο.
Βάλτε γνώση αρχηγοί
μη σας στείλω τον Γκαμπάλιο.

ΚΩΝ. ΝΑΤΣΙΚΟΣ & ΣΙΑ

ΟΙ ΦΩΤΙΕΣ (ΛΑΒΔΑΝΗ ΚΑΙ ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΝΑ)
ΟΙ ΦΩΤΙΕΣ 
(ΛΑΒΔΑΝΗ ΚΑΙ ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΝΑ)

Έχετε μια Ιστορία
Απ' τα χρόνια τα παλιά
ΛΑΒΔΑΝΗ ΚΙ ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΝΑ
πολεμώντας την Τουρκιά.

Και μαρτύρησαν μυριάδες
γέροι νέοι και παιδιά
όσπου τότε κάποια μέρα
ήρθε πάλι η Λευτεριά.

Μέρα κάποια του Φλεβάρη
που άνθισαν οι μυγδαλιές
με της ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΗ ΧΑΡΗ
παιδούρια γέμισαν οι αυλές.

Κι ήρθε τότε μες στον τόπο
ευφροσύνη και χαρά
και γεμίσαν τα πουγγιά τους
από βίος κι από παρά.

Μα ξάφνου μήνας Αύγουστος
καταραμένος μήνας
όλο το σύμπαν καίγεται
Λάβδανη κι Αγια Μαρίνα.

Στην πύρηνη την κόλαση
φλογίζονται οι τόποι
σάρκες ανθρώπων καίγονται
σβήνουν μυριάδες κόποι.

Χάνουν οι μάνες τα παιδιά
καιτα παιδιά τις μάνες
απελιπισιά και χαμός
μαύρες χτυπούν καμπάνες.

Φωνές κραυγές αλαλαγμοί
η λαίλαπα φουντώνει
γίνονται στάχτη στη στιγμή
κι ο τόπος ερημώνει.

θρήνος και πόνος καικαημός
απλώνεται μαυρίλα
Αγία Μαρίνα Λάβδανη
μαύρη φορούν μανδηλα.

Ποτάμια μαύρα δάκρυα
δάκρυα απελπισμένα
σε αποκαΐδια χύνονται
πικρά και οργισμένα.

Αλοί και τρισαλοίμονο
στον έργμο τον κοσμάκη
που το χειμώνα θα διαβεί
στυς δρόμους με φαρμάκι.
Τρέξτε πλουσιοπάροχοι
και κράτος δώστε χέρι
γιατί εχθροί καραδοκούν
και νοσταλγούν τα μέρη.

Διοικείν εστί προβλέπειν
κι όχι τώρα να τα βλέπειν
εξέχασαν το Πωγώνι
κι ήρθαν τώρα μαύροι χρόνοι

Κατακαημένη Ήπειρος
φτώχεια κι αγνοημένη
μες στους αγώνες πάντα μπρος
πρώτη και δοξασμένη.

Παναγ. Κύρκος
Βασιλικό