|
|
|
Πειραματική Ιστοσελίδα Άγγελου Λιβαθινού, Καθηγ. Μαθηματικών |
Λαϊκόν Γλωσσάριον περιοχής Καρδαμά Ηλείας |
|
Καρδαμάς Ηλείας (Αρχή) |
Α
Λέξη |
Ειδική ( τοπική) ερμηνεία |
Παραδειγματική έκφραση |
Προέλευση |
αβάρεγος (ο,η,το) |
ακτύπητος, αυτός που δεν έχει κτυπηθεί |
|
στερητικό α+βαρώ(χτυπώ) |
αβαρία(η) |
ζημιά |
τού έτυχε (είχε) μία αβαρία |
|
αβέρτα( επίρρ.) |
πάρα πολύ |
σήμερα είχε δουλειά αβέρτα |
|
αβερτοσύνη(η) |
απλοχεριά |
|
|
αγλέγουρας(ο) |
Είδος βοτάνου, φαρμακευτικού και δηλητηριώδους |
έφαγε τον αγλέγουρα=έφαγε ακατάσχετα και είναι σε κατάσταση δυσφορίας, "έσκασε"από το φαγητό |
|
αγάλι-αγάλι(επίρρ.) |
σιγά-σιγά, αργά-αργά |
"αγάλι-αγάλι γίνεται η αγουρίδα μέλι" |
|
αγάνωτος (ο,η,το) |
αυτός που δεν είναι γανωμένος (επικασιτερωμένος) | βλ. γανώνω | |
άγαρμπος(ο) |
Όχι λείος στην επιφάνεια, μτφ: ο χοντροκομμένος στους τρόπους άνθρωπος |
|
|
αγγειό (το) |
Σκεύος οικιακό, κυρίως τής μαγειρικής, (κύπελλο,δοχείον, χύτρα, λέβητας, κλπ) |
|
το αγγείον ( Αρχ.Ελληνικά) |
αγγειά (τα) |
Οικιακά σκεύη, αλλά και τα ανδρικά γεννητικά όργανα |
|
|
αγιάζι (το) |
Η νυκτερινή έντονη ψύχρα και υγρασία, το «κρύο» |
|
|
αγκομαχάω (ρήμα) |
Βογκάω από τον κόπο, από την εξάντληση, την κούραση |
|
|
αγκωνάρι (το) |
Πέτρα, λίθος ακρογωνιαίος |
|
|
αγκωνή(η) |
Κομμάτι ψωμιού από την άκρη τού καρβελιού |
Έφαγε μία αγκωνή (γωνία) ψωμιού |
|
αγλέγουρας (ο) |
χόρτο δηλητηριώδες |
έφαγε τον αγλέγουρα= έφαγε πολύ |
|
αγλείφω, αγλείφομαι(ρ.) |
γλείφω, γλείφομαι |
|
|
αγνάντιο(αγνάντια) ( επίρρ.) |
Απέναντι , έχοντας οπτική επαφή |
Έχω αγνάντιο την θάλασσα= έχω οπτική επαφή με την θάλασσα |
|
αγουρίδα(η) |
Το άγουρο, το ανώριμο φρούτο, κυρίως το άγουρο σταφύλι |
|
ο άωρος= ο ανώριμος, ο άγουρος (Αρχ.Ελλ) |
αγουριέμαι (ρήμα) |
Ολοφύρομαι, οδύρομαι με φωνή σαν τού σκυλλιού που κλαίει |
αγουριέται σαν σκυλλί |
|
άγουρος (ο,η,το) |
Ανώριμος, όχι ώριμος |
Άγουρα σταφύλια=ανώριμα σταφύλια |
άωρος(αρχ.Ελλ)= ανώριμος |
αγουροξυπνημένος(ο,η,το) |
Ο εγερθείς από τον ύπνο, χωρίς να τον χορτάσει |
|
|
αγριάδα(η) |
Είδος αγριόχορτου(ζιζανίου), αλλά και έκφραση οργής-θυμού-επιθετικότητας-απειλής |
Άσε τις αγριάδες= άφησε τις απειλές |
Άγριος |
αγρικώ(ρήμα) |
Καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, ανταποκρίνομαι σε ομιλία άλλου |
|
|
αγύριστος (ο) |
ο διάβολος |
άει στον αγύριστο= άει στον διάβολο |
|
αδειά (η) |
Σχόλη, ευκαιρία, ελεύθερος(χωρίς απασχόληση) χρόνος |
Δεν έχει αδειά= είναι απασχολημένος |
|
αδειάζω (ρήμα) |
Εκτός από « αδειάζω, εκκενώνω κάτι», εννοείται: είμαι ελεύθερος, χωρίς απασχόληση |
Δεν αδειάζω τώρα= είμαι απασχολημένος τώρα. |
|
αδιάβροχο (το) |
ουσιαστικοποιημένο επίθετο για το κατεργασμένο δέρμα από πρόβατο, το οποίον προορίζεται για το επάνω δέρμα υποδημάτων(το φόντι) | τα παπούτσια μου είναι από αδιάβροχο | αδιάβροχος |
αδράχνω (ρήμα) |
Δράττομαι, αρπάζω, πιάνω κάτι με ορμή |
Αδράχνω την ευκαιρία= δράττομαι τής ευκαιρίας |
Δράττομαι (αρχ.Ελλ)=πιάνω, αρπάζω |
αδράχτι (το) |
Εξάρτημα τής ρόκας, στο οποίον τυλίγεται το νήμα. |
|
|
άει(επίρρ.) |
άϊντε, πήγαινε |
άει στο καλό! |
|
αερικό (το) |
φάντασμα, νεράϊδα, στοιχειό |
τον χτύπησε αερικό |
|
ακαμάτης (ο) |
τεμπέλης, οκνηρός, αυτός που δεν κοπιάζει |
|
α στερητικό + κάματος (κόπος, κούραση) |
ακλαδούρα (η) |
ακλάδευτη φυτεία, κυρίως ακλάδευτα αμπέλια |
τοπωνύμιον στον Καρδαμά: Ακλαδούρα |
α στερητικό+ κλαδεύω |
ακόνι (το) |
ειδική πέτρα (σμιριδόπετρα), με την οποίαν ακονίζουν μαχαίρια και άλλα κοφτερά εργαλεία |
|
ακονίζω (ρήμα) |
ακουμπάω (ρήμα) |
στηρίζομαι κάπου |
Ακούμπησα για να ξεκουρασθώ |
|
ακούτραφας (ο) |
αυχένας |
|
|
αλαλάγγιαχτος (ο,η,το) |
ευαίσθητος |
|
|
αλάργα (επίρρ) |
μακρυά |
|
|
αλαργεύω (ρήμα) |
απομακρύνομαι |
|
|
αλαργινός (ο,η,το) |
απομακρυσμένος, μακρυνός |
|
|
αλλαξιά (η) |
φορεσιά, στολή |
Μία αλλαξιά ρούχα |
|
αλαφιασμένος (ο,η,το) |
αίφνης τρομαγμένος, λίαν ανήσυχος |
|
|
αλαφροΐσκιωτος(ο, η,το) |
αυτός που βλέπει φαντάσματα και αερικά |
|
|
αλεσιά (η) |
μονάδα μετρήσεως ελέσματος (αλευριού στον μύλο) |
|
|
αλιμπερτά (η) |
ελευθερία , ανεμελιά, ελευθερία κινήσεων |
Θέλει να έχει αλιμπερτά= ελευθερία κινήσεων |
Liberta ( Ιταλ.: ελευθερία) |
αλισβερίσι (το) |
δοσοληψία |
|
|
|
|
|
|
αλισίβα (η) |
σουρωμένο(διηθημένο) θερμό διάλυμα στάκτης, χρήσιμο για πλύσιμο ενδυμάτων( το οποίον τελικώς δεν έχει άλατα και "πιάνει" εύκολα το σαπούνι) |
παρασκευή τής αλισίβας: Θερμαίνουν το νερό σε έναν λέβητα (καζάνι), μέσα στο οποίο βυθίζουν ένα σακκούλι με στάκτη καμμένων ξύλων |
|
αλντίρι (το) |
ελεύθερο, παρακίνηση για δράση, που δίνει κάποιος σε άλλον |
τού έδωσε αλντίρι= τού έδωσε το ελεύθερο, τον παρακίνησε. "Μήν τού δίνεις αλντίρι"!= μην τού δίνεις το δικαίωμα, το ελεύθερο |
|
αλογόπετρα (η) |
γαλαζόπετρα, θειϊκός χαλκός για ρέντισμα |
|
|
αλυχτάω (ρήμα) |
συμπεριφέρομαι σαν το σκυλλί που γαυζίζει με ξεχωριστό τρόπο, όταν έχει αντιληφθεί θήραμα |
« το σκυλλί αλυχτάει» |
|
αλύχτημα (το) |
ξεχωριστό γαύγισμα τού σκυλλιού, όταν έχει αντιληφθεί θήραμα |
|
|
αλωνάρης (ο) |
Ο μήνας Ιούλιος |
αλωνίζω(ρήμα) |
|
αμανάτι(άκλ.επιρρηματικό κατηγορούμενο) |
αφήνω κάτι ως ενέχυρο ( έχω αφήσει κάτι κάπου, και το έχω εκεί παρατημένο) |
άφησε το ρολόϊ του αμανάτι= άφησε το ρολόϊ του ως ενέχυρο=έχει το ρολόϊ του κάπου παρατημένο |
|
άμε, αμέτε (ρήμα) |
άμε= πήγαινε, αμέτε ( και άμετε)= πηγαίνετε |
άμετε στο καλό= πηγαίνετε στο καλό. |
|
αμή! , αμέ!, αμή τί! αμή πώς! αμ' πώς! (επιβεβαιωτικό μόριο-επιφώνημα) |
επιβεβαιωτικό μόριο- βεβαίως- χωρίς αμφιβολία, αλλά! , πώς όχι;, βεβαίως! |
- Θέλεις να πάμε βόλτα; - Αμή! ( Βεβαίως, πώς όχι; )
|
|
αμμουδέρα (η) |
αμμώδες έδαφος |
|
|
αμμουδερός (ο,η,το) |
αμμώδης |
Το χωράφι είναι αμμουδερό |
|
αμολάω(ρήμα) |
αφήνω κάποιον ή κάτι ελεύθερο, ανεμπόδιστο, απολύω |
αμόλα καλούμπα= άφησε ελεύθερο σχοινί στον αετό |
απολύω(ρήμα) |
άμπακος(ο) |
πιάτο γεμάτο φαγητό, με πολύ φαγητό |
έφαγε τον άμπακο= έφαγε πολύ, «έσκασε» από το πολύ φαγητό! |
|
αμπλαούμπλας (ο) |
ο κακοφτιαγμένος, ο ασουλούπωτος |
|
|
αμποδάω(ρήμα) |
εμποδίζω |
|
εμποδίζω(ρήμα) |
αμποδιέμαι(ρήμα) |
εμποδίζομαι, στέκομαι μπροστά σε εμπόδιο, στέκομαι σκεπτικός για να βρώ λύση |
δέν έχω (από) πού ν' αμποδηθώ= δεν έχω πού να δώσω απολογία, δεν μπορώ "να βρώ άκρη". |
εμποδίζομαι(ρήμα) |
άμπουλας (ο) |
μεγάλη πηγή νερού, η αρχή τού αυλακιού με νερό |
|
|
αναβροχιά(η) |
ανομβρία, ανυπαρξία βροχής |
« απ’ την αναβροχιά καλό είν’ και το χαλάζι» |
|
|
|
|
|
ανάγκη(η) |
εκτός τής γνωστής κοινής έννοιας τής ανάγκης, τής χρείας, εννοείται πολλές φορές και: η αφόδευση= η εκκένωση κοπράνων |
πήγε για την ανάγκη του= πήγε για να αφοδεύσει |
|
αναγκλαδίζομαι(ρήμα) |
τεντώνω τα χέρια προς τα πάνω-πίσω (ανάταση), και το στέρνο μπροστά, συνοδευτικώς με χασμουρητό |
|
|
αναγούλα (η) |
τάση για εμετό, στομαχική παλινδρόμηση, δυσφορία |
« μού ήλθε αναγούλα» |
|
ανάκαρο(το) |
η δύναμη, η αντοχή, το σθένος |
δεν έχει το ανάκαρο να αντισταθεί= δεν έχει το σθένος να αντισταθεί |
|
ανακαψίλα(η) |
κάψιμο στο στομάχι, καούρα |
έχω ανακαψίλες |
|
αναμπουμπούλα (η) |
ανακατωσούρα, φασαρία, αναστάτωση |
|
|
αναπαή (η) |
ξεκούραση, ησυχία, ξεγνοιασιά |
βρήκα την αναπαή μου= βρήκα την ησυχία μου |
|
αναπιάνω(ρ.) |
πλάθω, ανακατώνω |
αναπιάνω προζύμι= πλάθω, ανακατεύω το προζύμι με το αλεύρι και το νερό για να φτιάξω την ζύμη τού ψωμιού |
|
ανάρια (επίρ.) |
αραιά, αργά |
ανάρια-ανάρια= αργά-αργά |
|
ανασταίνω(ρ.) |
εκτός τής έννοιας: επαναφέρω στην ζωή, ανασταίνω= ανατρέφω κάποιον από μικρό παιδί, "το μεγαλώνω" |
το ανάστησα από μικρό παιδί |
|
αναχαράζω(ρ.) |
μηρυκάζω |
|
|
ανάχρειο(το) |
χρήσιμο αντικείμενο τού νοικοκυριού, συνήθως καλά φυλαγμένο(για μιά ώρα ανάγκης) |
|
|
ανέμη(η) |
μηχανικό εργαλείο ( ξύλινο συνήθως), για το τύλιγμα ή ξετύλιγμα τού νήματος, που προορίζεται για πλέξιμο |
|
|
ανεμορτουλίζω(ρ.) |
ανακατώνω, τα φέρνω άνω-κάτω, χωρίς καμμία τάξη |
|
|
ανεμορτουλισμένα(τα) |
τα άνω-κάτω, τα ανακατωμένα, τα φίρδην-μίγδην |
|
|
ανερώτηγα (επίρ.) |
χωρίς να ρωτήσει, χωρίς άδεια |
|
|
ανημπόρια (η) |
αδυναμία, αρρώστια |
|
|
αντάμα (επίρρ.) |
μαζί |
|
|
αντιταίνω(ρ.) |
αντιμιλάω, αντιλέγω |
μήν αντιταίνεις! = μήν αντιμιλάς! |
αντιτείνω |
αντούβιανος (ο,η,το) |
ο κουτός, ο βλάκας, ο ανόητος |
|
|
αξάϊ (το) |
το αλεστικό δικαίωμα τού Μυλωνά |
|
|
άπα (άναρθρη λέξη) |
περίπατος για μικρά παιδιά |
" πάμε άπα"!= πάμε περίπατο! |
|
απαγκιάζω(ρ.) |
προφυλάσσομαι από αέρα ή βροχή |
δεν έχω πού ν' απαγκιάσω |
από+ άγκειος ( απάνεμος) |
απάγκιο(το) |
μέρος προφυλαγμένο από άνεμο ή βροχή |
έπιασε το απάγκιο= στάθηκε σε μέρος προφυλαγμένο από βροχή και άνεμο |
|
απαρατάω (ρ.) |
αφήνω, εγκαταλείπω |
απαράτα με! = άφησέ με ήσυχο! |
παρατάω=αφήνω, εγκαταλείπω |
απέ (επίρ.) |
και λοιπόν, έπειτα |
απέ, τί έγινε; |
|
απ' έκει (επίρρ) |
απέναντι, από την από 'κεί μεριά |
|
|
απήδουλος (ο) |
μεγάλο άλμα, πήδημα |
|
πηδάω=πραγματοποιώ άλμα |
απιθώνω(ρήμα) |
αφήνω κάπου εκείνο, που κρατώ |
|
|
απίστομα(επίρρ.) |
ανάποδα, με το στόμα προς τα κάτω |
|
|
απλάδι (το) |
υφαντό για στρώσιμο τού σπιτιού, στρωσίδι |
|
απλώνω |
αποβραδίς(επίρρ.) |
αργά το βράδι |
|
|
απογίνομαι (ρ.) |
γίνομαι χειρότερα, καταντώ |
|
από+γίνομαι |
αποκοπή(η) |
εργασία όχι με το μεροκάματο, αλλά με αποζημίωση για όλο το έργο, ανεξαρτήτως τού απαιτουμένου χρόνου εργασίας. |
Έσκαψε το αμπέλι με αποκοπή. (Συνήθως στην εργασία με αποκοπή, ο εργαζόμενος εργάζεται πολλές ώρες την ημέρα, πέραν τού κανονικού, για να τελειώσει νωρίς, καθώς θα λάβει τα συμφωνηθέντα χρήματα, έστω και άν τελειώσει σε λίγον χρόνο το έργο). |
|
από κά' (επίρρ.) |
από κάτω |
|
|
απο 'κεί (επίρρ.), απ' έκει |
στην(από την) άλλη μεριά, από το άλλο μέρος απέναντι |
|
|
αποκούμπι(το) |
στήριγμα, ελπίδα |
|
|
απολειφάδι (το) |
μικρό κομμάτι σαπουνιού, συνήθως το τελευταίο κομμάτι χρησιμοποιημένου σαπουνιού |
|
|
απόπατος(ο) |
αποχωρητήριον |
|
|
αποπαίδι(το) |
αποκηρυγμένο, αποκληρωμένο παιδί |
|
|
αποπαίρνω(ρήμα) |
επιπλήττω, μαλώνω, φέρομαι σκαιώς |
|
|
απορριξίμι (το) |
αυτό που γεννιέται πριν την ώρα του, πρόωρο, αδύναμο |
|
|
απορρίχνω (ρ.) |
αποβάλλω το έμβρυο, πριν έλθει η ώρα τής φυσιολογικής γέννας |
η προβατίνα απόρριξε! |
από+ρίπτω |
απόσκιο(το) |
ανήλιος, σκιερός τόπος |
έπιασα το απόσκιο= εκάθισα σε σκιερό μέρος |
|
αποσπερού( επίρρ.) |
μετά την εσπέρα, απόψε |
|
|
αποσταίνω(ρ.) |
κουράζομαι, αποκάμνω |
|
|
απότρυγα(επίρρ.) |
μετά τον τρύγο, κατόπιν εορτής |
τώρα και στ' απότρυγα! = κατόπιν εορτής! |
|
άραχνος(ο,η,το) |
κακότυχος, δυστυχισμένος, σκοτεινός |
μαύρα και άραχνα= πολύ άσχημα. έμεινε μαύρος και άραχνος= δυστυχισμένος |
άραχνος= σκοτεινός |
αρβάλα(η) |
θόρυβος, φασαρία, αστειότητα |
|
|
αρβαλωτός(ο,η,το) |
ο θορυβώδης, ο παιγνιώδης, ο αστεϊζόμενος άνθρωπος |
|
|
αργιεύω(ρ.) |
αραιώνω κάτι |
|
|
αργιολόϊ (το) |
κόσκινο για κοσκίνισμα τών δημητριακών |
|
|
αργιά και πού (επίρρ.) |
μία τόσο, κάπου-κάπου, κατά αραιά διαστήματα |
ο ταχυδρόμος έρχεται αργιά και πού= έρχεται κατά αραιά διαστήματα |
|
αριάνι(το) |
αποβουτυρωμένο γάλα, αλλά και υδατικό διάλυμα τσιμέντου(χωρίς άμμο ή χαλίκια) |
|
|
αρίδα(η) |
το πόδι |
άπλωσε την αρίδα(τις αρίδες) του= άπλωσε το πόδι(τα πόδια) του |
|
αρίδι(το) |
χειροκίνητο τρυπάνι |
|
|
αρλούμπα(η) |
ανοησία σε συζήτηση, κενή περιεχομένου πρόταση |
|
|
αρμαθιά(η) |
σύνολο ομοειδών πραγμάτων, περασμένων σε κλωστή. Γενικώτερα: ένα μεγάλο δέμα πραγμάτων |
|
|
άρμη (η) |
τα τρίμματα τυριού μαζί με πυχτό υγρό κατάλοιπο τυριού |
|
|
αρούκατος(ο,η,το) |
ο με εντελώς ασύμμετρη-ακανόνιστη κορμοστασιά-παρουσιαστικό |
|
|
αρταίνομαι (ρ.) |
παραβιάζω την νηστεία, τρώγοντας μή νηστήσιμα |
|
|
ασίκια (τα) | τα κότσια, οι αστράγαλοι τού αρνιού, αλλά και παιχνίδι παιδικό με τα κότσια (=ασίκια) | ||
ασκί (το) |
δερμάτινο δοχείο, ασκός |
|
ασκός |
ασουλούπωτος(ο,η,το) |
ο ατημέλητος, ο απεριποίητος, ο με αφρόντιστη και απρόσεκτη εμφάνιση |
|
|
αστράχα(η) |
το μεταξύ άνω μέρους τού τοίχου και τής στέγης κενό |
|
|
αστρίτης(ο) |
αρσενική οχιά(είδος φιδιού) |
|
|
ασφαλαχτός(ο) |
είδος θαμνώδους φυτού, ο ασπάλαθος |
"επί ασπαλάθων" . Τοποθεσία στην περιφέρεια Καρδαμά: Ασφαλαχτός |
|
άταρος(ο,η,το) |
αδύναμος, ανώριμος, χωρίς δυνάμεις. Με μαλακό κέλυφος |
το αυγό είναι άταρο |
|
αυγαταίνω, αυγατάω(ρ.) |
αυξάνομαι προοδευτικά, πολλαπλασιάζομαι |
τού αυγάτησε η δουλειά του = η δουλειά του προχώρησε με πρόοδο, χωρίς εμπόδια-χωρίς καθυστερήσεις |
|
αφαλαρίδα(η) |
είδος αγριόχορτου με σκληρά και λίαν αιχμηρά αγκάθια |
"πού πάς ξυπόλητος στις αφαλαρίδες;" |
|
αφίρι (το) |
ολοκαίνουργο, εξαιρετικής ποιότητος |
|
|
αφορμίζω, αφόρμισε(ρ.) |
ερεθίζομαι, ερεθίσθηκε( σε πληγές) |
αφόρμισε η πληγή |
|
άφραγκος(ο,η,το) |
ο εντελώς χωρίς χρήματα |
|
|
άφτρα (η) |
ασθένεια τής γλώσσας, σπυράκια στην γλώσσα |
|
|
αχαΐρευτος(ο,η,το) |
ο χωρίς προκοπή, ο ανεπρόκοπος |
|
|
αχαμνός(ο,η,το) |
ο αδύνατος |
|
|
αχαμνά(τα) |
τα γεννητικά όργανα τού άνδρα |
|
|
άχερο(το), άχερα(τα) |
άχυρο, άχυρα |
|
|
αχνιά(η) |
ασθενής φωνή |
" μην βγάλεις αχνιά"! = μην μιλάς καθόλου! |
|
αχουγιάζω(ρ.) |
φωνάζω κάποιον, τον αποπαίρνω |
|
|
αχούρι(το) |
σταύλος αλόγων-γαϊδάρων, όπου υπάρχουν και χόρτα( άχερα κλπ) για τροφή αυτών. Μετφ.: η ακατάστατη οικία |
|
|
αχρόνιαγο, -η |
υποτιμητικός χαρακτηρισμός παιδιού, παιδίσκης |
|
|
άχτι(το) |
εκπλήρωση τιμωρίας, εκδικήσεως, έναντι κάποιας αδικίας |
" έβγαλε το άχτι του"! |
|
αψύς, αψιά, αψύ(επίθ.) |
ο δριμύς, ο τσουχτερός, ο θαρρετός, ο θαρραλέος |
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
(C): Περιεχόμενο και Κατασκευή Ιστοσελίδας: Άγγελος Λιβαθινός, Μαθηματικός, 697-8197763, efkardamas@in.gr Τελευταία ενημέρωση: 04.11.2007 |