|
|
|
Πειραματική Ιστοσελίδα Άγγελου Λιβαθινού, Καθηγ. Μαθηματικών |
Λαϊκόν Γλωσσάριον περιοχής Καρδαμά Ηλείας |
|
Κ
Λέξη |
Ειδική ( τοπική) ερμηνεία |
Παραδειγματική έκφραση |
Προέλευση |
|
|
|
|
κά ' (επίρρ.) | Κάτω | ||
καγιανάς (ο) | είδος μαγειρεμένου φαγητού, παστό χοιρινό (ή άλλου είδους κρέας) μαγειρεμένο με αυγά και ντομάτα | ||
κάδη (η) | κάδος, μέσα στον οποίον κτυπούν(αναδεύουν) το γάλα, για να βγεί το βούτυρο | έφαγε μία κάδη=έφαγε πάρα πολύ | |
καζάντια (η) καζαντώ (ρ.) |
τα πλούτη, η περιουσία, τα κέρδη πλοτίζω, αποκτώ περιουσία, κέρδη |
|
|
κάζο (το) καζούρα (η) |
- άσχημο συμβάν, που προκαλεί προσβολή για κάποιον - γενικευμένη δημόσια προσβολή, κοροϊδία |
έπαθε γερό κάζο έπαθε μεγάλη καζούρα |
|
καΐλα (η) | αίσθημα μεγάλης ζέστης, καψίματος, (μτφ) σφοδρή επιθυμία, ταλαιπωρία | ||
κακάβι (το) | χάλκινος λέβητας (καζάνι) για βράσιμο νερού, κυρίως στο πλύσιμο | ||
κακαϊδή (η) | θηλυκό, κακό (άσχημο) στην μορφή και στο είδος | ||
κακαρέτζα (η) | η κοπριά τών αιγοπροβάτων | ||
κακαρώνω (ρ.) | πέφτω αναίσθητος, πεθαίνω | τα κακάρωσε= έπεσε αναίσθητος, πέθανε | αρχ. ελλ.: κάρος= νάρκη, αναισθησία |
κακορίζικος ( ο,η,το) | αυτός, στον οποίον η μοίρα έχει σχεδιάσει ατυχίες | ||
κακοφορμίζω (ρ.) | ερεθίζομαι εντόνως, πρήζομαι | ||
κακοτράχαλος (ο,η,το) | δύσκολος στην ανάβαση, δύσκολος στην διάβαση ( συνήθως σε δρόμους, λόφους κλπ) | ||
καλάϊ (το) | ρευστό υλικό για επικασσιτέρωση ( γάνωση) χάλκινων σκευών, το οποίο προκύπτει από κασσίτερο. | ||
καλαϊτζής(ο), ή καλατζής (ο) |
ο επικασσιτερωτής ( γανωματής) οικιακών μαγειρικών και γενικώς χαλκίνων σκευών |
|
|
καλαμιά (η) | έκταση από θερισμένο σιτοβολώνα, οι θερισμένοι κορμοί τών σιταριών στο χωράφι κάτω από το στάχυ | ||
καλαμιώνας (ο) | φυτεία καλαμιών | ||
καλιά (η) | συνήθως στην φράση: " πάει καλιά του"= πάει στο καλό | αρχ.: καλιά=φωλιά | |
καλιάζω (ρ.) | τυγχάνω, συμβαίνει να συμπίπτω, συμβαίνει να συμφωνώ | εκάλιασε ( =συνέπεσε, έτυχε) να έλθει την ώρα, που έβγαινα από το σπίτι μου. | |
καλιγώνω (ρ.) | πεταλώνω (το άλογο) | ||
κάλμα (η) καλμάρω (ρ.) |
ηρεμία, ησυχία ηρεμώ ο ίδιος ή ηρεμώ κάποιον |
σήμερα ο καιρός έχει κάλμα |
|
καμούσι (το) | το σώσμα=το τελείωμα, το τελευταίο κρασί στο βαρέλι | το κρασί είναι καμούσι=είναι στο τελείωμα | |
κάνουλα(η) |
η βρύση ( κυρίως στο κρασοβάρελο) |
|
|
καντάρι (το) |
1) ζυγαριά τού παληού καιρού, στατήρας. 2)(μτφρ.επίρ.) υπερβολικά |
έβρεξε με το καντάρι=πάρα πολύ |
|
κάνω (ρ.) |
εκτός από την γνωστή έννοια:κάνω=κάμνω=πράττω, μεταφορικώς:κάνω=γεννώ, μαζί με την λέξη χωράφι:κάνω χωράφι=οργώνω χωράφι |
έκανε 4 παιδιά=εγέννησε 4 παιδιά. έκανε 4 στρέμματα χωράφι= όργωσε 4 στρέμματα χωράφι |
|
καούρα (η) | αίσθηση έντονου καψίματος, σφοδρή επιθυμία | ||
καπάρο (το), καπάρος (ο) |
προκαταβολή |
έδωσε 20 ευρώ καπάρο. |
|
καπάτσος ( ο, η) |
ο λίαν δραστήριος, ο έξυπνος και ικανός να πείθει ακόμη και σε δύσκολες περιπτώσεις |
|
|
καπινός (ο) | καπνός | ||
καπινούρα (η) | καπνούρα=ατμόσφαιρα γεμάτη καπνό, πολύς καπνός | ||
καπουράλος (ο) | δυνατός, υπερέχων, ο υπεράνω τών άλλων, ο καμπόσος | αυτός μάς κάνει τον καπουράλο= τον καμπόσο | |
καπρίτσιο (το) | πείσμα | ||
καρακαηδόνα | γυναίκα λογού, και περί πολλά θεωρούσα τον εαυτόν της | ||
κάργα (επίρρ.)
κάργας (ο) |
δυνατά, πάρα πολύ, πλήρως(γεμισμένο), ξέχειλα (γεμισμένο), πλήρες φορτίου
πολύ δυνατός, ζόρικος, ο θεωρούμενος ανίκητος, ο "νταής", ο ψευτοπαλληκαράς |
* σήμερα εδούλεψα κάργα= εδούλεψα ασταμάτητα και πολύ. * εγέμισα το δοχείο κάργα *μού έκανε τον κάργα= τον πολύ δυνατό, τον ανίκητο, τον παλληκαρά. |
|
κάργια (η) | γυναίκα άσχημη στην εμφάνιση, σάν την καλιακούδα (=κολοιό, κάργια) | ||
κάρρο (το) | ιππήλατη άμαξα μεταφορών | ||
καταής, καταή (επίρ.) | κατά γής=κατάχαμα | ||
καταράχι (το) | λόφος | ||
κατουρλής (ο), κατουρλού(η) κατουρλοκάνατο (το) |
αυτός, αυτή που κατουργιέται επάνω του
ουροδοχείον |
|
κατουρώ+κανάτι |
κατραπακιά (η) | ισχυρό κτύπημα στο κεφάλι με την παλάμη=καταχέριασμα | ||
κατσάβραχα (τα) | απότομα υψώματα με βραχολίθαρα, διαβρωμένα | ||
κατσαπλιάς (ο) | ο άτακτος κλέφτης, αυτός που ζεί από τα λάφυρα τών άτακτων και μη αναμενομένων επιδρομών του σε ξένες περιουσίες. | ||
κατσικοπόδαρος (ο) | ο μονίμως άτυχος, ο γρουσούζης | ||
κατσικώνομαι (ρ.) | πεισμώνω σε κάτι, συμπεριφέρομαι επιμόνως για κάτι | ||
κατσιφάρα (η) | ομίχλη, καταχνιά | ||
κατσουλιέρα (η) | το πτηνό Κορυδαλλός | ||
κατώϊ (το) | χαμηλοόροφο ισόγειο στις παλαιές παραδοσιακές οικίες | κατώγειον=κάτω+γή | |
καυκαλίθρα (η) | είδος αγριόχορτου, που χρησιμοποιείται ευρέως για καρύκευμα στην μαγειρική | ||
κάφυρο (το) | η ρηνική είσοδος, το ρουθούνι | ||
καψερός (ο, η,το) | ο κακότυχος, που αξίζει τής συμπαθείας μας | ||
καψοκαλύβας (ο) | ο παραμελών το σπίτι του, την οικογένειάν του για τους φίλους, για την φιλοξενία, για κάτι άλλο. | καίω+καλύβα | |
κερατούκλης (η) | ο κατεργάρης | ||
κιλίμι (το) | λεπτό χαλί | ||
κιούπι (το) | πήλινη μεγάλη στάμνα-δοχείο, μέσα στο οποίο αποθηκεύουν λάδι, κρασί, παστωμένο κρέας, κλπ. Μεγάλη λαήνα. | ||
κιώνω (ρ.) | τελειώνω, ολοκληρώνω | έκιωσα τον τρύγο=ετελείωσα τον τρύγο | |
κλαπάτσα (η) | ασθένεια τών γιδοπροβάτων | ||
κλωθογυρίζω (ρ.) | περιφέρομαι γύρω-γύρω σάν την κλώσσα, γυρνοβολώ χωρίς αποτέλεσμα | ||
κλωνά (η) | ίνα, κλωστή | ||
κογιώνος (ο) | αυτός που κάνει αστεία και φάρσες | ||
κοκκινογούλι (το) | κηπευτικό σάν μεγάλου μεγέθους ράπανο, με κοκκινωπό χρώμα | ||
κοκκολόϊ (το) | ό,τι απομένει στο έδαφος, μετά από το μάζεμα. Π.Χ.: στις ελιές, στα μύγδαλα, στα καρύδια, κλπ. | εμάζεψε ελιές κοκκολόϊ=εμάζεψε ελιές από αυτές που έμειναν στο έδαφος μετά από το κανονικό μάζεμα | |
κολατσό (το) | πρόγευμα | ||
κόπανος (ο) | πεπλατυσμένο χοντρό ξύλο και με χειρολαβή στην άλλην άκρη, για το κοπάνισμα τών βρεγμένων ρούχων πάνω σε πέτρες ή στέρεο μέρος για να καθαρίσουν | ||
κοπιάζω (ρ.) | 1) κουράζομαι, καταφέρνω κάτι με κόπο, 2) (μτφρ.)= έρχομαι, πλησιάζω | κόπιασε, κόρη μου! =έλα, πλησίασε κόρη μου! | |
κόρα (η) | το εξωτερικό μέρος (κέλυφος) τού ψωνιού | ||
κορακιάζω (ρ.) | υποφέρω πολύ από την δίψα | ||
κόρυζα (η) | βλέννα, συνήθως στις όρνιθες. | την έπιασε κόρυζα ( την κότα) | αρχ. : κόρυζα |
κορύτος (ο) | πέτρινο ή ξύλινο ή πήλινο δοχείο για το πότισμα ζώων ή πτηνών ( συνήθως ακάθαρτο) | ||
κοτάω (ρ.) | τολμάω | δεν κοτάει να έλθει εδώ=δεν τολμάει να έλθει εδώ. | |
κότσαλο (το) | φρύγανο, ό,τι απομένει από το ξεφλούδισμα π.χ. τού καλαμποκιού | ||
κότσι (το) κότσια (τα) |
αστράγαλος αστράγαλοι, μτφρ.: σθένος, τόλμη, ηθικό, κουράγιο, αλλά και παιδικό παιχνίδι (κότσια=ασίκια) |
δεν έχει τα κότσια να μιλήσει! |
|
κουκουσάλι (το) | το χαλάζι | έρριξε κουκουσάλι= έρριξε χαλάζι | κορκός+ σέλι |
κουλουντριάζω (ρ.) | (για βρασμένον χυλό): μετετρέπομαι σε συμπαγείς βώλους | ανακάτωσε (ανάδευσε) τον τραχανά, για να μήν κουλουντριάσει= για να μήν μετετραπεί σε βώλους. | |
κουνούκλα (η) | είδος θαμνώδους αγρίου φυτού, με ωραία μώβ άνθη | ||
κούρβουλο (το) | 1)ξερός κορμός κλήματος σταφίδας ή αμπελιού, 2)(μτφρ.) σακατεμένο μέλος τού ανθρωπίνου σώματος | ||
κουρκούτι (το) | βρασμένος χυλός από καλαμποκάλευρο | ||
κουρκουφίγκι (το) | το βρασμένο πρωτόγαλα, που γίνεται ημιστέρεο με το βράσιμο ( πολύ νόστιμο και πολύ θρεπτικό) | ||
κουρούνα (η) | είδος πτηνού, το πτηνό "κορώνη"=βρωμοχαβαρώνι | αρχ. : κορώνη | |
κουρούνης (ο) | ο δυστυχής, ο ανεπρόκοπος | ||
κουρούπα (η) | δοχείο, κύπελλο, αλλά και δοχείο όπου πίνουν νερό τα οικόσιτα πτηνά ( κότες κλπ) | ||
κούσαλο (το) | υπερήλικας αποκαμωμένος, χωρίς δυνάμεις | ||
κουτουρού (επίρρ.) | χωρίς προγραμματισμό, χωρίς σχέδιο, στην τύχη | ||
κουτρούλι (το) | μικρός λοφίσκος χώματος, που δημιουργείται παραπλεύρως τού κορμού κλήματος αμπέλου ή σταφίδας κατά το σκάψιμο με αξίνα. | Σήμερα έφτιαξα 200 κουτρούλια στην σταφίδα. | |
κοψοχρονιά (επίρρ.) | σε οικον. συναλλαγή: πολύ φθηνά, μισοτιμή | επούλησε τις πατάτες κοψοχρονιά= πολύ φθηνά. | |
κραίνω (ρ.) | απαντώ, μιλώ, λέγω | ||
κωλάνι (το), κωλάνια(τα) |
ιμάντας από δέρμα ή από σχοινί, με τον οποίον δένεται το σώμα τού ζώου (αλόγου, γαϊδάρου) με τα ηνία ή με το σαμάρι. |
|
|
κώλεθρο (το) | το μόλις πεσμένο από την κοιλιά τής μάνας του παιδί, (μτφρ.) το ανυπόληπτο άτομο, ο παλιανθρωπίσκος | ||
κωλομπούτι (το) | κλαδί, που φυτρώνει στην ρίζα τού δένδρου, π.χ.τής ελιάς. | ||
κωλοφωτιά (η) | πυγολαμπίδα | ||
κωλώνω (ρ.) | εμποδίζω κάτι με κάτι, αλλά και δειλιάζω | ||
κωλώστρα (η) | το πρώτο γάλα μετά την γέννα ζώου=το πρωτόγαλα |
Έπεται συνέχεια
(C): Περιεχόμενο και Κατασκευή Ιστοσελίδας: Άγγελος Λιβαθινός, Μαθηματικός, 697-8197763, efkardamas@in.gr Τελευταία ενημέρωση: 10.01.2008 |