|
|
|
Πειραματική Ιστοσελίδα Άγγελου Λιβαθινού, Καθηγ. Μαθηματικών |
Λαϊκόν Γλωσσάριον περιοχής Καρδαμά Ηλείας |
|
Καρδαμάς Ηλείας (Αρχή) |
Γ
Λέξη |
Ειδική ( τοπική) ερμηνεία |
Παραδειγματική έκφραση |
Προέλευση |
γαϊδουράγκαθο (το) |
αγκαθωτό θαμνώδες φυτό, που τρώγεται από τους γαϊδάρους |
|
γαϊδούρι+αγκάθι |
γαϊδουριά (η) |
απανθρωπιά, απρεπής και αναίσθητη συμπεριφορά, αναισθησία |
|
|
γαϊδουριάρης (ο) |
ο γαϊδουρολάτης, ο οδηγός όνου (γαϊδουριού) | άλλα λογαριάζει ο γάϊδαρος κι άλλα ο γαϊδουριάρης | |
γαϊδουρολάτης (ο) |
ο οδηγός όνου (γαϊδουριού), γαϊδουριάρης | ||
γαϊδουροφέρνω (ρ.) |
συμπεριφέρομαι με γαϊδουριά, απρεπώς, αναισθήτως, αναγώγως |
|
|
γαϊδουφαγωμένος (ο,η,το) |
ο φαγωμένος, ο δαγκωμένος από γάϊδαρο. Μτφ. ο ακανόνιστος , ο μή συμμετρικά διαμορφωμένος |
|
|
γαλάρι (το) |
περίκλειστος (φραγμένος) χώρος, όπου σταλίζουν τα πρόβατα, η στάνη |
|
|
γαλίφης (ο) γαλιφιά (η) |
κόλακας κολακία |
|
|
γανίλα (η) |
έλλειψη καθαρότητας, διαύγειας, φρασκάδας, φωτεινότητος. Η αγανωσιά |
|
γανώνω (ρ.)=επικασιτερώνω |
γανώματα (τα) |
τα οικιακά σκεύη μαγειρικής και παρασκευής φαγητών, από χαλκό, τα οποία "γανώνονται" για να χρησιμοποιηθούν, τα χαλκώματα που έχουν γανωθεί |
|
|
γανωματής (ο) |
αυτός που επικασιτερώνει (γανώνει) τα χαλκώματα |
|
|
γανώνω (ρ.) |
επικασιτερώνω, επαλείφω με κασίτερο τα χαλκώματα, για να μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην παρασκευή φαγητών. |
Μτφ. : τού γάνωσε το κέρατο= τον ταλαιπώρησε, "τού άλλαξε τα φώτα" |
|
γδυτός (ο,η,το) |
γυμνός |
|
γδύνω(ρ.)=γυμνώνω |
γδύνω (ρ.) γδύνομαι(ρ.) |
γυμνώνω κάποιον, τού αφαιρώ τα ενδύματα γυμνώνομαι, βγάζω τα ενδύματά μου |
|
|
γελέκο(το) |
αμάνικο επανωφόρι, στηθοένδυμα, στηθόρρουχο |
|
|
γέννημα (το) |
αποθηκευμένο δημητριακό προϊόν, κυρίως το σιτάρι μετά τον θερισμό |
τα γεννήματα= τα δημητριακά προϊόντα, μετά τον θερισμό |
|
γεροκομάω (ρ.) |
περιποιούμαι, φροντίζω ηλικιωμένον άνθρωπον |
|
|
γερομπαμπαλής (ο) |
πολύ γέρος |
|
|
γεροξούρας (ο) |
γέρος κεκουτιάρης, άμυαλος, ξεμωραμένος |
|
|
γιόμα (το) |
μεσημέρι |
|
|
γιούκος (ο) |
στοίβα κλινοσκεπασμάτων και γενικώς χονδρών ρούχων |
|
|
γκάβαλο (το) |
περίττωμα, κοπριά ζώου |
|
|
γκαβίζω (ρ.) |
αλληθωρίζω |
|
|
γκαβός (ο,η,το) |
αλλήθωρος |
|
|
γκαρδιακός ( ο, η, το) |
φίλος πραγματικός, έμπιστος και αξιόπιστος |
φίλος γκαρδιακός |
|
γκιόσα (η) |
η γερασμένη γίδα |
|
|
γκλάβα (η) |
χοντροκέφαλο, ο νούς, το μυαλό τού ανθρώπου |
κατεβάζει η γκλάβα του= κατεβάζει ιδέες, συλλογίζεται αποτελεσματικώς |
|
γκράς(ο) |
παλαιό (τής εποχής τής Ελλ. Επανάστασης) μονόκανο όπλο εμπροσθογεμές. Μτφ.1.: ο μειωμένης αντιληπτικότητος άνθρωπος. Μτφ.2: το γερόν, το στέρεον, το αξιόπιστον αντικείμενον (εργαλείον) |
|
|
γκρεμός (ο) |
απότομα επικλινές έδαφος, με μεγάλο βάθος |
|
κρημνός (ο), Αρχ.Ελλ. |
γλάρα (η) |
τάση προς ύπνο, υπνηλία, αλλά και : καιρός υγρός |
|
|
γλαρός (ο, η, το) |
ο μαλακός, ο υγρός |
|
|
γλαρώνω (ρ.) |
αποκοιμιέμαι ελαφρώς, ελαφροκοιμάμαι |
|
|
γλέπω (ρ.) |
βλέπω |
|
|
γλυκάδι (το) |
το ξύδι (ευφημισμός), αλλά και μαλακό και νόστιμο στην βρώση τμήμα κρέατος ζώου( κυρίως από τα σωθικά του) |
|
|
γλύνα (η) |
αργυλώδες έδαφος |
|
|
γνέθω (ρ.) |
φτιάχνω το νήμα στην ρόκα για ύφανση |
|
|
γνέμα (το) |
νήμα για ύφανση, φτιαγμένο στην ρόκα |
|
|
γομάρι (το) |
το ζώον μεταφοράς, ο όνος (γαϊδούρι), ο ημίονος (μουλάρι). Αλλά, και το φορτίο. |
|
|
γούβα (η) |
λάκκος, λακκούβα |
|
|
γούπατο (το) |
κοίλωμα τού εδάφους, γούβα |
|
γούβα+πάτος |
γουρμάζω (ρ.) |
ωριμάζω |
|
|
γούρμος (ο, η, το) |
ώριμος |
|
|
γουρμοφάγος (ο, η, το) |
αυτός που τρώγει ώριμα, ο ωριμοφάγος |
|
|
γουρμπούλι (το) |
στρογγυλός συμπαγής όγκος |
|
|
γουρμπουλιάζω (ρ.) |
εμφανίζω γενικώς (ή σε κάποιο μέρος) στρογγυλούς και συμπαγείς όγκους |
ο τραχανάς εγουρμπούλιασε= κατά το βράσιμό του, ο τραχανάς δεν είναι ομοιόμορφος χυλός, αλλά παρουσιάζει στρογγυλούς συμπα-γείς μικρούς όγκους. Αλλά, και: εγουρμπούλιασε το χέρι μου (π.χ. από τα τσιμπήματα τής σφίγγας)= εμφάνιζε εξανθηματικούς εξωτερικούς στρογγυλούς όγκους |
|
γούρνα (η) |
κοίλωμα τού εδάφους (γούβα) με νερό |
|
|
γουρνοσκαντζίλα(η) |
έντονη βρωμιά, συνήθως αυτή που αναδύεται από τον χώρο όπου κυλίεται το γουρούνι |
μυρίζει γουρνοσκαντζίλα |
|
γουστέρα (η) |
σαύρα |
|
|
γράνα (η) |
αποστραγγιστικό αυλάκι, στην άκρη τού δρόμου ή στο εσωτερικό χωραφιού |
|
|
γρέκι (το) |
αγροτικό κατάλυμα, εξωχικό κατάλυμα τού ξωμάχου όπου διατηρεί τα αναγκαία για τις εργασίες του |
|
|
γωνιά (η) |
η Εστία τής οικίας σε μία γωνία της, πρόχειρο τζάκι |
|
|
|
|
|
|
(C): Περιεχόμενο και Κατασκευή Ιστοσελίδας: Άγγελος Λιβαθινός, Μαθηματικός, 697-8197763, efkardamas@in.gr Τελευταία ενημέρωση: 04.11.2007 |