|
|
|
Πειραματική Ιστοσελίδα Άγγελου Λιβαθινού, Καθηγ. Μαθηματικών |
Λαϊκόν Γλωσσάριον περιοχής Καρδαμά Ηλείας |
|
Καρδαμάς Ηλείας (Αρχή) |
Β
Λέξη |
Ειδική ( τοπική) ερμηνεία |
Παραδειγματική έκφραση |
Προέλευση |
βαβούρα (η) |
οχλαγωγία, οχλοβοή |
|
ηχοποιημένη λέξη |
βαγένι (το) |
βαρέλι μεγάλων διαστάσεων, αυλάκι στο νερόμυλο |
|
|
βακέττα (η) |
κατεργασμένο δέρμα υποδημάτων από χοιρινό ζώο, αλλά(υποτιμητικά) και γυναίκα με γερασμένο πρόσωπο |
|
|
βάκρα (η) |
προβατίνα με μαύρο πρόσωπο |
|
|
βαλαντώνω (ρ.) βαλαντώνομαι(ρ.) |
στενοχωρώ, παιδεύω, καταπονώ, παιδεύω ερωτικά στενοχωριέμαι, παιδεύομαι, καταπονούμαι, παιδεύομαι ερωτικά |
ο Δήμος βαλαντώθηκε από τα νάζια τής Μαριγώς |
βαλάντιον(το), αρχ. ελλ. |
βάλτος(ο) βαλτώνω (ρ.) |
νερότοπος, έλος, βούρκος μτφ. περιέρχομαι σε αδιέξοδο, πελαγώνω, βουλιάζω |
|
βάλτη (η)= το έλος (αρχ.ελλ.) |
βαρβατεύω(ρ.) βαρβατεύομαι(ρ.) |
έρχομαι σε γενετήσια πράξη υφίσταμαι γενετήσια πράξη |
|
barbatus (λατιν.) |
βαρβάτος (ο,η,το) |
με πολλές ορμές, αρσενικό δυνατό |
|
barbatus (λατιν.) |
βαρβατσέλι (το |
βαρβάτο |
|
|
βάρδα (επίρ.) |
μακρυά, φύγε μακριά |
βάρδα κόσμε να περάσω= κάνε στην άκρη κόσμε, για να περάσω |
bardar (Ενετ.) |
βάρδουλο (το) |
σκληρή δερμάτινη λωρίδα, που τοποθετείται περιμετρικώς μεταξύ τής σόλας και τού επάνω δέρματος υποδήματος. Η λωρίδα αυτή συρράπτεται με την σόλα. |
|
|
βαρέλα (η) |
βαρέλι για νερό ή κρασί, αλλά και μεγάλη μονάδα μετρήσεως τού κρασιού. Μία βαρέλα=50 οκάδες=64 κιλά. |
το δικό μου βαρέλι κρασιού χωράει πέντε βαρέλες |
|
βαριέμαι (ρ.) |
δεν έχω όρεξη, δεν έχω διάθεση για δράση, πλήττω |
" δεν βαριέσαι! " = μην ασχολείσαι! |
Κερκ. λαϊκή λέξη: βαριώμαι |
βαρκό(το) |
έλος, ελώδης τόπος, βάλτος, βούρκος |
|
|
βαρυγκομώ (ρ.) |
είμαι λυπημένος, είμαι δύσθυμος |
|
βαρύς+γνωμώ=(βαρυγνωμώ) |
βασταγούρι (το) βασταγούρα (η) |
γαϊδούρι αρσενικό γαϊδούρι θηλυκό |
|
|
βαστάω (ρ.) |
κρατώ, μτφ. υπομένω |
δεν βάστηξε, και ξέσπασε! |
|
βατοκόπι (το) |
κλαδευτήρι με μεγάλου μήκους ξύλινη χειρολαβή, για κόψιμο βάτων |
|
βάτος+κόπτω |
βελάζω (ρ.) |
φωνάζω δυνατά σάν πρόβατο |
βέλαξε από τον πόνο! |
ηχοποιημένη λέξη |
βελάνι (το) |
βελανίδι |
|
βάλανος |
βέλασμα (το) |
φωνή προβάτου |
|
|
βελέντζα (η) |
μάλλινο υφαντό |
|
|
βεντέμα (η)
βεντέμα (επίρ.) |
- περίοδος εξαιρετικά πολλής δουλειάς, κορύφωση αδιάκοπης εργασιακής δραστηριότητος - πάρα πολύ και συνεχώς-αδιακόπως (σε εργασία) |
-στον τρύγο έχουμε βεντέμα=στον τρύγο έχουμε πάρα πολλή δουλειά - η μηχανή δουλεύει βεντέμα= η μηχανή δουλεύει αδιακόπως και με όλη την ισχύ της |
|
βερβερίζω (ρ.) |
κραυγάζω από τον πόνο, "τσιρίζω", φωνάζω σάν τους Βερβερίνους |
"βερβέριξε από τον πόνο" |
ηχοποιημένη λέξη από την κραυγή τών βερβερίνων, όταν απεβιβάζοντο από τα πλοία τους, για επίθεση (πειρατεία) στην στεριά. |
βέργα (η) |
λεπτό κλαδί δένδρου, λούρα, η "λούρα" τού δάσκαλου |
|
|
βεργάδι (το ) |
κατσίκι δύο ετών |
|
|
βερεσέ (επίρ.) |
με πίστωση |
ψώνισα βερεσέ= ψώνισα με πίστωση( και έχω χρέος) |
veresiye (τουρκ.) |
βετούλι (το) |
χρονιάρικο κατσίκι |
|
vetulus (λατιν.) |
βίγλα (η) |
σκοπιά σε ύψωμα, παρατηρητήριο |
|
vigilia (Λατιν.) |
βιγλάτορας (ο) |
σκοπός, φρουρός μίας περιοχής |
|
|
βίκα (η) |
στάμνα, δοχείο για νερό ή κρασί |
|
βίκος (ο), Αρχ. ελλ. |
βίτσα (η) |
λεπτή βέργα |
|
vitsa (Βενετ.) |
βλάγκος (ο,η,το) |
ξανθοκόκκινος, κυρίως σε άλογα |
βλάγκα φοράδα |
|
βλάμης (ο) |
αδελφοποιτός, εγκάρδιος φίλος |
|
vlam (αρβαν.) |
βλαχαδερό (το) |
ο αστοιχείωτος, αυτός που βλαχοφέρνει |
|
|
βλογάω (ρ.) |
κυρίως στο γ΄ ενικό(άρνηση): δεν βλογάει= δεν υπάρχει ούτε για δείγμα |
εδώ μέσ δεν βλογάει ψωμί= εδώ μέσα δεν υπάρχει ψωμί ούτε για δείγμα |
ευλογάω (ρ.) |
βολά (η) |
φορά |
μιά βολά= μία φορά |
βολή (η) |
βούζα (η) |
είδος βατράχου μεγάλου μεγέθους |
|
|
βουρλίζομαι(ρ.) βουρλισμένος (ο,η,το) |
τρελλαίνομαι τρελλός |
|
|
βρακοζώνι (το) |
ζώνη τού βρακιού (παντελονιού) |
|
|
|
|
|
|
Έπεται συνέχεια
(C): Περιεχόμενο και Κατασκευή Ιστοσελίδας: Άγγελος Λιβαθινός, Μαθηματικός, 697-8197763, efkardamas@in.gr Τελευταία ενημέρωση: 04.11.2007 |