|
|
|
Πειραματική Ιστοσελίδα Άγγελου Λιβαθινού, Καθηγ. Μαθηματικών |
Λαϊκόν Γλωσσάριον περιοχής Καρδαμά Ηλείας |
|
Καρδαμάς Ηλείας (Αρχή) |
Ε
Λέξη |
Ειδική ( τοπική) ερμηνεία |
Παραδειγματική έκφραση |
Προέλευση |
έγκαψη (η) |
διακαής πόθος, |
|
εν +καίω |
έγνοια(η) | φροντίδα, μέριμνα, σκέψη | εν +νοιάζομαι | |
έχας (ο), έχα(το) |
φροντισμένη και μη καταναλισκόμενη ιδικτησία |
- θα το σφάξεις το αρνί; - όχι, θα το κρατήσω για έχα! |
έχω |
εδά (επίρ.) |
εδώ ακριβώς |
εδά μού έπεσε η δραχμή= εδώ ακριβώς μού έπεσε η δραχμή |
εδώ |
εδαύτος (-η, -ο) |
αυτός εδώ(που έχω αναφέρει προηγουμένως) |
Ο Γιώργης πέρασε από εδώ; Εδαύτος έκανε την ζημιά |
εδώ+αυτός |
εδεκεί (επίρ.) |
εκεί ακριβώς (που έχω αναφέρει προηγουμένως) |
Τον συνάντησα στο πηγάδι. Εδεκεί μού είπε όλα αυτά |
εδώ+εκεί |
εδεκείλια (επίρ.) |
ό,τι και το εδεκεί |
|
|
εδευτού (επίρ.) |
εκεί σε αυτό το μέρος ακριβώς (που έχω αναφέρει προηγουμένως) |
Στο πηγάδι είσαι; Εδευτού θα μείνεις! |
εδώ+αυτός |
εδευτούλια (επίρ.) |
ό,τι και το εδευτού |
|
|
εδευτούνος (-η, -ο) |
εκείνος ακριβώς (που έχω αναφέρει προηγουμένως) |
Ο Γιώργης είναι μαζί σου; Εδευτούνος έκανε την ζημιά. |
εδώ+αυτός |
εδωπά (επίρ) |
εδώ ακριβώς (με επιμονή) |
εδωπά ακριβώς καθόμουνα, όταν πέρασε η Μαρία |
|
εδωπάλια (επίρ.) |
ό,τι και το εδωπά |
|
|
εκεί κά' (επίρρ.) | εκεί κάτω | ||
εκειπά (επίρ.) |
εκεί ακριβώς (μετ' επιτάσεως) |
|
|
εκειπάλια (επίρ.) |
ό,τι και το εκειπά |
|
|
ευτού (επίρ.) |
εκεί σ' αυτό το μέρος (που έχω αναφέρει προηγουμένως) |
Είσαι στην πλατεία; Ευτού που είσαι θα κρυώσεις |
αυτού |
ευτουπάλια (επίρ.) |
ό,τι και το ευτού |
|
|
ευτούνος (-η, -ο) |
αυτός |
|
|
ευτούνος ευτού ευτούνη ευτού ευτούνο ευτού |
αυτός εκεί αυτή εκεί αυτό εκεί |
|
|
έμπα (το) |
είσοδος |
στο έμπα τού καφενείου συνάντησα τον Γιώργο |
|
εμπατή (η) |
είσοδος, αλλά και μικρό στενό δρομάκι που οδηγεί σε συγκεκριμένον χώρον. |
η εμπατή τής σταφίδας= το μικρό στενό δρομάκι, που οδηγεί στην σταφιδάμπελο. |
εν +βαίνω, εμβαίνω |
ετώρα(επίρ.) |
τώρα |
|
|
έχει του (το) έχει της (το) |
το έχει του, η περιουσία του, το βιός του το έχει της, η περιουσία της, το βιός της |
|
έχειν (απαρέμφατο τού ρήματος έχω) |
εχθές (επίρ.) |
χθές |
|
|
εψές (επίρ.) |
χθές |
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
Έπεται συνέχεια
(C): Περιεχόμενο και Κατασκευή Ιστοσελίδας: Άγγελος Λιβαθινός, Μαθηματικός, 697-8197763, efkardamas@in.gr Τελευταία ενημέρωση: 04.11.2007 |