Κεντρική σελίδα

Η Εφημερίδα "Καρδαμάς"

Άρθρα

Θέματα Μαθηματικών

Βιογραφικό-Εργασίες

Επικοινωνία

 Συνδέσεις

 

 

 

 

Πειραματική Ιστοσελίδα 

 Άγγελου Λιβαθινού,   Καθηγ. Μαθηματικών

 

 

Λαϊκόν Γλωσσάριον  περιοχής  Καρδαμά  Ηλείας

 

Επιστροφή: Λαϊκή Γλώσσα

Περιήγηση και Ιστορία

Καρδαμάς Ηλείας (Αρχή)

 

Α

Β

Γ

Δ

Ε

Ζ

Η

Θ

Ι

Κ

Λ

Μ

Ν

Ξ

Ο

Π

Ρ

Σ

Τ

Υ

Φ

Χ

Ψ

Ω

                          

                          Μ

 Λέξη

 Ειδική ( τοπική) ερμηνεία

  Παραδειγματική έκφραση

 Προέλευση

 

 

 

 

μαγκλάρας (ο)

ο μεγαλόσωμος

 

 

μαλαγάνας (ο)

 αυτός, που καλοπιάνει κάποιον, ο καταφερτζής

 

 

μαλαγανιά (η)

 το καλόπιασμα

 

 

μανάρι (το)

οικόσιτο θρεφτάρι αρνί

 

 

μαραγκιάζω (ρ.)

μαραίνομαι, ζαρώνω

να στείλω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει

μαραίνω

μαρμάγκα (η)

δηλητηριώδης  αράχνη

θα σε φάει η μαρμάγκα= θα χαθείς

 

μάσα (η)

σιδερένιο εξάρτημα εν είδει τεθλασμένου πτύου (φτυαριού) για το ψήσιμο στον φούρνο

 

 

μασουλάω (ρ.)

σιγομασάω

 

 

μεϊντάνι (το)

αλώνι, πλατεία, ξέφωτο

βγήκανε στο μεϊντάνι= βγήκανε στο ξέφωτο, στην πλατεία

 meydan ( Τουρκ.)

μερεμέτι (το)

μερεμετίζω(ρ.) , μερεμετάω(ρ.)

επιδιόρθωση.

επιδιορθώνω

 

 meremet (τουρκ.)

μερί (το)

μεριά (τα)

ο μηρός (μπούτι)

οι μηροί (μπούτια)

τού έδωσε κλωτσιά στα μεριά

μηρός

μισεύω (ρ.)

αποδημώ, ξενιτεύομαι

μέρα Μαγιού μού μίσεψες (Ρίτσος)

 

μολεύω(ρ.)

μολεύομαι (ρ.)

μόλεμα (το)

μολύνω

μολύνομαι

μόλυνση

 

 

μουνουχίζω(ρ.), και μονουχάω (ρ.)

μουνουχισμένος(ο, η, το)

ευνουχίζω

 

ευνουχισμένος

 

 

μουντζαλιά (η)

μουντζαλιάζω (ρ.)

λέρωμα από μελάωι, μουτζούρα

λερώνω με μελάνι, μουτζουρώνω

 

 

μουστρίζω (ρ.)

 επαλείφω την επιφάνεια    

μπαγλαρώνω (ρ.)

δένω κάποιον πισθάγκωνα, συλλαμβάνω    

μπαϊλντίζω (ρ.)

μπαϊλντισμένος (ο, η, το)

κουράζομαι από την μονοτονία, φθάνω στα όρια τής αντοχής, τής υπομονής

 

 

 

μπάκα (η)

κοιλιά, το στομάχι 

γέμισε την μπάκα του ( το στομάχι του)

 

μπακανιάρης(ο) μπακανιάρικο (το)

αχόρταγος, με φουσκωμένη κοιλιά,

αχόρταγο

 

 

μπατάκα (η)

πατάτα    

μπερντάχι (το)

ξυλοδαρμός  τού χρειάζεται ένα καλό μπερντάχι = ένε γερό ξύλο= ένας γερός ξυλοδαρμός  perdah (τουρκ.)

μπίτι (επίρ.)

εντελώς, καθόλου είναι μπίτι βλάκας= εντελώς βλάκας, δεν έφαγε μπίτι= δεν έφαγε καθόλου  

μπόλκα(η)

γυναικείο επανωφόρι    

μπομπότα(η)

ψωμία από καλαμποκάλευρο    bobotta (ιταλ.)

μπονόρα(επίρ.)

λίαν πρωΐ    buon ora (ιταλ.)

μπούζι(το)

πολύ παγωμένο

 

 

μπουζουριάζω (ρ.)

κλείνω στην φυακή, φυλακίζω    

μπούκα (η)

στόμιο η μπούκα τού κανονιού, τού όπλου  bucca (Λατιν.)

μπούλμπερη (η)

σκόνη, στάκτη στάχτη και μπούλμπερη pulver (Λατιν.)

μπουρλιάζω (ρ.)

περνάω την κλωστή στην βελόνα

 

 

μπουσουλάω (ρ.)

κινούμαι με τα τέσσαρα (συνήθως στα νήπια, στα μωρά)    

μπροστέλλα (η)

ένδυμα για το εμπρόσθιο μόνο μέρος τού σώματος, συνήθως χρησιμοποιούμενο ως προστατευτικό, για να μήν λερώνεται η κανονική ενδυμασία

 

 

μπουχίζω (ρ.)

καταβρέχω με υγρό, που εκσφεντονίζω από το στόμα

 

 

μώρα (η)

αποχαύνωση, μωρία  μώρα και κασίδα ( να σε πιάσει)  

μωρώνω (ρ.)

 νανουρίζω, παρηγορώ το μωρό    

 

     

 

Α

Β

Γ

Δ

Ε

Ζ

Η

Θ

Ι

Κ

Λ

Μ

Ν

Ξ

Ο

Π

Ρ

Σ

Τ

Υ

Φ

Χ

Ψ

Ω

 Έπεται συνέχεια

  Επάνω

Κεντρική σελίδα

 (C):    Περιεχόμενο  και Κατασκευή Ιστοσελίδας:    Άγγελος  Λιβαθινός, Μαθηματικός, 697-8197763,    efkardamas@in.gr  

Τελευταία ενημέρωση: 29.01.2008