Κεντρική σελίδα

Η Εφημερίδα "Καρδαμάς"

Άρθρα

Θέματα Μαθηματικών

Βιογραφικό-Εργασίες

Επικοινωνία

 Συνδέσεις

 

 

 

 

Πειραματική Ιστοσελίδα 

 Άγγελου Λιβαθινού,   Καθηγ. Μαθηματικών

 

 

Λαϊκόν Γλωσσάριον  περιοχής  Καρδαμά  Ηλείας

 

Επιστροφή: Λαϊκή Γλώσσα

Περιήγηση και Ιστορία

Καρδαμάς Ηλείας (Αρχή)

 

Α

Β

Γ

Δ

Ε

Ζ

Η

Θ

Ι

Κ

Λ

Μ

Ν

Ξ

Ο

Π

Ρ

Σ

Τ

Υ

Φ

Χ

Ψ

Ω

                          

                          Λ

 Λέξη

 Ειδική ( τοπική) ερμηνεία

  Παραδειγματική έκφραση

 Προέλευση

 

 

 

 

 λάβρα (η)  μεγάλη ζέστη    
       

 λαγγεύω (ρ.)

 σκιρτώ  λαγγεύει το μάτι μου= σκιρτάει το μάτι μου  αρχ. : λαγγάω= υποχωρώ

 λάγιος (ο, η, το)

 μαύρος  λάγιο αρνί, λάγια προβατίνα τουρκ. 
 λαιμαριά (η)  δερμάτινο ή πάνινο περιλαίμιο ζώου    

 λακάω (ρ.)

 φεύγω τρέχοντας

 ο Νίκος ελάκηξε= έφυγε τρέχοντας

 

 

 

 

 

 λάκκα (η)

 βαθουλωτό ξέφωτο  Χελμόλακκα = η λάκκα τής Χέλμης  
 λεβέτι (το)  λέβητας, καζάνι    ο λέβητας

 λεβίθα (η)

 σκουλίκι τού εντέρου  λεβίθες έχεις; ( για εκείνους, που τρώνε πολύ)  αρχ. : η έλμηνς= σκουλίκι εντέρου, (τής έλμηνθος)

 λεγάμενος (ο, η, το)

 ο για την περίπτωση ξεχωριστός, και ανάλογα με την λειτουργία τής λέξης: ο άρχοντας, ο αφέντης, ο σύζυγος, ο εραστής, κλπ.    λέγω (ρ.)

 λιάρος (ο, η, το)

 ασπρόμαυρος, παρδαλός  η λιάρα προβατίνα  

 λιθοπάτης (ο)

οίδημα, πρήξιμο στο πέλμα τού ποδιού(στην πατούσα)    
 λίμα (η)  μεγάλη πείνα, λόγω ελλείψεως τροφίμων    λιμός (ο)= μεγάλη πείνα, λόγω ελλείψεως τροφίμων
 λιμπίζομαι (ρ.)  λαχταρώ, επιθυμώ πολύ    

 λιχνάω (ρ.)

 

 λίχνισμα (το)

 ξεχωρίζω το άχυρο από τον καρπό τού δημητριακού, με την βοήθεια τού αέρα

το ξεχώρισμα τών αχύρων από τούς καρπούς τών δημητριακών, με την βοήθεια τού αέρα.

 

 

 λόγγος (ο)

 ύψωμα, λοφίσκος με πυκνή βλάστηση δένδρων και θάμνων    
 λόρδα (η)  πείνα  κόβει η λόρδα= επικρατεί πείνα  

 λουμίνι (το)

 λουμίνια (τα)

 το χάρτινο φυτίλι τού καντηλιού

 

 λατ.: lumin

 λούμπα (η)

 μικρός λάκκος γεμάτος νερό  έπεσε στην λούμπα= έπεσε στον λάκκο= εκτέθηκε, αποκαλύφθηκε, έχασε,  "έχασε το παιχνίδι"  
 λουμώνω (ρ.)  είμαι σε μία άκρη "μαζεμένος", κρύβομαι    

 λούρα (η)

λεπτό λουρί, βέργα, από κλαδί δένδρου (ως μαστίγιο) 

 

  αρχ. λώρος

 λούτσα (η)

 το μούσκεμα, το πολύ βρέξιμο  έγινε λούτσα από την βροχή  

 λουτσίζω (ρ.)

 λουτσίζομαι(ρ.)

 μουσκεύω, περιβρέχω

 μουσκεύομαι, περιβρέχομαι

 

 

 λυκοφαμελιά (η)

 οικογένεια πολυμελής, που δεν χορταίνει ούτε το ψωμί.    

 

     

 

     

 Έπεται συνέχεια

Α

Β

Γ

Δ

Ε

Ζ

Η

Θ

Ι

Κ

Λ

Μ

Ν

Ξ

Ο

Π

Ρ

Σ

Τ

Υ

Φ

Χ

Ψ

Ω

 

  Επάνω

Κεντρική σελίδα

 (C):    Περιεχόμενο  και Κατασκευή Ιστοσελίδας:    Άγγελος  Λιβαθινός, Μαθηματικός, 697-8197763,    efkardamas@in.gr  

Τελευταία ενημέρωση: 10.01.2008