|
|
|
Πειραματική Ιστοσελίδα Άγγελου Λιβαθινού, Καθηγ. Μαθηματικών |
Λαϊκόν Γλωσσάριον περιοχής Καρδαμά Ηλείας |
|
Καρδαμάς Ηλείας (Αρχή) |
Η-Θ-Ι
Λέξη Η |
Ειδική ( τοπική) ερμηνεία |
Παραδειγματική έκφραση |
Προέλευση |
ήρα (η) |
ζιζάνιο μέσα σε δημητριακά, τριβόλι |
χωρίζει την ήρα από τό σιτάρι. Ακόμη στον Καρδαμά: χωρίζει την αίρα από το σιτάρι |
αίρα (αρχ.Ελλην.). Στον Καρδαμά λέγεται και αίρα |
|
|
|
|
Θ |
|||
θαμπίζω (ρ.) |
βλέπω δύσκολα, μόλις που βλέπω |
|
|
θανατικό (το) |
θανατηφόρα επιδημία ασθενείας, λοιμός |
έπεσε θανατικό= ενέσκηψε θανατηφόρος ασθένεια, λοιμός |
|
θέλημα (το) |
- μή κατονομαζόμενη παραγγελία,
- αλλά και μη κατονομαζόμενη εξυπηρέτηση |
- τής έστειλα το θέλημα= τής έστειλα αυτό (το πράγμα) που μου εζήτησε ή που τής είχα υποσχεθεί - έστειλα τον μικρό, να μού κάνει ένα θέλημα= να μού κάνει μία εξυπηρέτηση (να ψωνίσει κάτι, να ειπεί κάτι σε κάποιον, κλπ) |
|
θελός (ο, η, το) |
θολός |
το νερό είναι θελό |
θολός (αρχ.ελλ.) |
θεριακωμένος (ο, η, το) |
πολύ μεγάλος και δυνατός, τεράστιος και δυνατός |
|
|
θεριό (το) |
θηρίο |
|
|
θερίος (ο, η, το) |
πολύ μεγάλος και δυνατός |
θερίος άνδρας, αυτός είναι θερίος |
θηρίον, το (αρχ. ελλ.) |
θεριστής (ο) |
ο μήνας Ιούνιος, κατά τον οποίον θερίζεται το σιτάρι |
|
|
θέρμη (η) |
το ρίγος, που νοιώθουμε από τον πυρετό, κυρίως σε ελονοσία | Λέγεται υποτιμητικώς για κάποιον, που είναι ιδιαίτερα τσιγκούνης: "Αυτός δεν δίνει ούτε την θέρμη του"! Δηλαδή, δεν δίνει (από την τσιγκουνιά του) ούτε τον πυρετόν του! | |
θημωνιά (η) |
σωρός δεματιών, κυρίως από στάχυα, μετά τον θέρο και πριν το αλώνισμα |
λέγεται συνήθως : θυμωνιές από στάχυα μετά τον θέρο (θέρισμα) |
θημών (ο), αρχ.ελλ. |
θόλος (ο) |
τρουλοειδής στέγη, τρουλοειδής οροφή, τρούλος |
|
αρχ.ελλ.: θόλος (ο) |
θράκα (η) |
αναμμένα κάρβουνα |
ψήσιμο στην θράκα |
αρχ.ελλ.: ανθρακιά(η) |
θρονιάζομαι (ρ.) |
καλοκάθομαι | θρονιάσθηκε στο τζάκι | θρόνος |
θυμητικό (το) |
μνήμη | έχει δυνατό θυμητικό | θυμάμαι<ενθυμούμαι |
θρύψαλα (τα), και τρίψαλα |
μικρά τμήματα κομματιασμένου αντικειμένου, θραύσματα |
ο καθρέφτης έγινε θρύψαλα= έσπασε και έγινε μικρά κομμάτια |
|
|
|
|
|
Ι |
|||
ίγγλα (η) |
το κωλάνι ζώου ( βλ. λέξη)= τμήμα τού συνόλου τών εξαρτημάτων( τμήμα τής σαγής τού ζώου δηλαδή) για την ζεύξη ή φόρτωση ή καβαλίκευση ζώου. |
Υπάρχει και η λέξη: ξεΐγγλωτος = ο ατημέλητος, ο έχων πρόχειρα φορέσει (και με ελλείψεις ) τα φορέματά του |
τουρκική λέξη |
ιδιανός, -ή, -ό |
ο ίδιος (ίδια , ίδιο) | Συνήθως, εμφανίζεται η λέξη στην γενική: τού ιδιανού= τού ιδίου, τής ιδιανής= τής ιδίας | |
ινάτι (το) |
το πείσμα, η επιμονή, το καπρίτσιο |
το ινάτι βγάνει μάτι= το καπρίτσιο φέρνει άσχημα αποτελέσματα |
|
ίσκα (η) |
είδος παρασίτου τών δένδρων, που μετατρέπει το διαβρωμένο τμήμα τού δένδρου σε εύλεκτο-χρήσιμο για άναμμα τής φωτιάς |
|
|
|
|
|
|
Έπεται συνέχεια
(C): Περιεχόμενο και Κατασκευή Ιστοσελίδας: Άγγελος Λιβαθινός, Μαθηματικός, 697-8197763, efkardamas@in.gr Τελευταία ενημέρωση: 10.01.2008 |