Κεντρική σελίδα

Η Εφημερίδα "Καρδαμάς"

Άρθρα

Θέματα Μαθηματικών

Βιογραφικό-Εργασίες

Επικοινωνία

 Συνδέσεις

 

 

 

 

Πειραματική Ιστοσελίδα 

 Άγγελου Λιβαθινού,   Καθηγ. Μαθηματικών

 

 

Λαϊκόν Γλωσσάριον  περιοχής  Καρδαμά  Ηλείας

 

Επιστροφή: Λαϊκή Γλώσσα

Περιήγηση και Ιστορία

Καρδαμάς Ηλείας (Αρχή)

 

Α

Β

Γ

Δ

Ε

Ζ

Η

Θ

Ι

Κ

Λ

Μ

Ν

Ξ

Ο

Π

Ρ

Σ

Τ

Υ

Φ

Χ

Ψ

Ω

                          

                          Ξ-Ο

 Λέξη

 Ειδική ( τοπική) ερμηνεία

  Παραδειγματική έκφραση

 Προέλευση

  - Ξ -

    

   

   

 

 

   
       

ξαμώνω (ρ.)

απλώνω χέρι, εφορμώ, επιτίθεμαι 

    
 ξάναμμα(το)  φρύγανα ή ελαφρά εύφλεκτα ξυλάκια, υποβοηθητικά γιά τό άναμμα τής φωτιάς    εκ+άπτω

ξαρίζω (ρ.)

καθαρίζω, συνήθως μέρος εδάφους από τα χόρτα

 εξάρισε το χωράφι= εκαθάρισε με την αξίνα το χωράφι από τα χόρτα  

ξεγερεύω (ρ.)

αναλαμβάνω, ξαναείμαι καλά  μετά από αρρώστεια  

   

ξεγκοφιάζω (ρ.)

ξεγκοφιάζομαι (ρ.)

εξαρθρώνω τον γοφό κάποιου

εξαρθρώνω τον γοφόν μου

 

 εκ+γοφός

ξεζαλώνω (ρ.)

 

ξεζαλώνομαι (ρ.)

 -απαλλάσσω κάποιον από το φορτίο του, ξεφορτώνω κάποιον

 -απαλλάσσομαι από το φορτίο μου, ξεφορτώνομαι

 

 

θηλυκώνω (ρ.) ξεθηλυκώνω (ρ.)

-κουμπώνω

-ξεκουμπώνω

   

ξεκουμπίζω (ρ.)

ξεκουμπίζομαι (ρ.)

-εκδιώχνω, απομακρύνω κάποιον  κακήν-κακώς

-απομακρύνομαι, φεύγω κακήν-κακώς, εξαφανίζομαι

  εκ+κομίζω

ξεκωλώνω (ρ.)

ξεριζώνω, εκβάλλω δένδρο ή φυτό  από την ρίζα του

 

 

ξελακκώνω (ρ.)

ξελάκκωμμα (το)

 -σκάβω καί βγάζω το χώμα γύρω από την ρίζα δένδρου

 -η εργασία, που περιγράφει το ρήμα:ξελακκώνω ( συνήθως στις σταφιδαμπέλους)

 

 

ξελημεριάζω (ρ.)

 περνάω όλη την ημέρα μου σε κάποια ασχολία

   

ξελόντζα (η)

καλύβα, δίπλα στην κατοικία

 

 

ξεμπροστιάζω (ρ.)

ξεμπρόστιασμα (το)

-αποκαλύπτω κάποιον γιά τον ρόλο του σε κάτι

-αποκάλυψη κάποιου γιά τον ρόλον του

   

ξεπατικώνω (ρ.)

 

ξεπατίκωμα (το)

δημιουργώ πιστό αντίγραφο εικόνας-σχεδίου, με την βοήθεια διαφανούς χαρτιού

-πιστό αντίγραφο εικόνας-σχεδίου, όπως παραπάνω

   

ξεπεζεύω (ρ.)

ξεκαβαλικεύω, αφιππεύω

   

ξεροσταλιάζω (ρ.)

ξεροστάλιασμα (το)

-στέκομαι, περιμένοντας, χωρίς να κάνω κάτι

-ό, τι περιγράφει το ρήμα

   

ξύσμα (το)

ξυσμένο υπόλειμμα φαγητού, που έχει κολλήσει στην κατσαρόλα

   

ξυστρί (το)

 όργανο, με το οποίον ξύνουμε το τρίχωμα καί το δέρμα ζώου προς ανακούφισήν του    
 -Ο-      

 οβραίος (ο, η ) καί

 οβριός ( ο, η)

εβραίος

 

 

 ογλήγορα ( επίρ.)

 ογλήγορος (ο,η,το)

 γρήγορα

 γρήγορος

 

 

ομπρίζω (ρ. μέσο)

 εμφανίζω σημάδια υγρού στην επιφάνεια, εξ αιτίας 

 ελλιπούς στεγανοποίησης

 "ο τοίχος  ομπρίζει"=εμφανίζει σημάδια υγρού

 

 ούλος (ο,η,το)

 ούλοι ( οι, οι, τα)

 όλος, ολόκληρος

 όλοι, άπαντες

 

 

ορμηνεύω (ρ.)

ορμήνεια (η)

 συμβουλεύω

 συμβουλή

 

 

όχτος (ο)

 χωμάτινο φυσικό υψωματάκι (αντέρεισμα)    

 

     

Έπεται συνέχεια

Α

Β

Γ

Δ

Ε

Ζ

Η

Θ

Ι

Κ

Λ

Μ

Ν

Ξ

Ο

Π

Ρ

Σ

Τ

Υ

Φ

Χ

Ψ

Ω

 

  Επάνω

Κεντρική σελίδα

 (C):    Περιεχόμενο  και Κατασκευή Ιστοσελίδας:    Άγγελος  Λιβαθινός, Μαθηματικός, 697-8197763,    efkardamas@in.gr  

Τελευταία ενημέρωση: 07.04.2008