|
|
|
Πειραματική Ιστοσελίδα Άγγελου Λιβαθινού, Καθηγ. Μαθηματικών |
Λαϊκόν Γλωσσάριον περιοχής Καρδαμά Ηλείας |
|
Καρδαμάς Ηλείας (Αρχή) |
Ζ
Λέξη |
Ειδική ( τοπική) ερμηνεία |
Παραδειγματική έκφραση |
Προέλευση |
ζαβλακωμένος (ο, η, το) |
σε γενική αδιαθεσία, ζαλισμένος |
|
|
ζαβός (ο, η, το) |
στραβός, όχι ευθύς, όχι ίσος |
|
|
ζαγάρι (το) |
κυνηγετικό σκυλλί, αλλά και ατίθασος άνθρωπος |
άει, ρε ζαγάρι! |
|
ζαλιά (η) ζαλώνω (ρ.) ζαλώνομαι (ρ.) |
- φορτίο στην πλάτη ανθρώπου - φορτώνω κάποιον - φέρω φορτίον, φορτώνομαι |
- μία ζαλιά ξύλα= ένα φόρτωμα ξύλα στην πλάτη ανθρώπου - ζαλώθηκε την ψυχαστήρα του |
|
ζαμάνια (τα) |
χρονική περίοδος μεγάλη (φράση: χρόνια και ζαμάνια) |
χρόνια και ζαμάνια έχω να σε ιδώ |
zaman (τουρκ.) |
ζαμπλαρίκος (ο) |
ο τραχανάς |
|
|
ζεματάω (ρ. μεταβατκό) ζεματάω(ρ.μέσης φωνής) ζεματίζομαι(ρ.παθητικό) ζεματισμένος (ο,η,το) |
- βράζω κάτι - είμαι πάρα πολύ ζεστός - εζεστάθηκα πάρα πολύ, υπερθερμάνθηκα, εκάηκα - αυτός που έχει ζεματισθεί(κυριολεξία). Αλλά, και μεταφορικώς: αυτός που έχει ξαφνικά προσβληθεί, ξαφνικά ηττηθεί χωρίς να μπορεί να αντιδράσει |
- εζεμάτισα τα ρούχα - το λάδι ζεματάει, ο ήλιος ζεματάει - εζεματίσθηκα από το λάδι - Μτφ.: εζεματίσθηκε, μόλις άκουσε τα λόγια τού Νίκου= =προσεβλήθη και έμεινε άφωνος |
ζέω (ρήμα)= βράζω
|
ζεμπερέκι (το) |
το πόμολο τής πόρτας, ο μικρός σιδερένιος μοχλός που με το πάτημά του σηκώνεται το γλωσσίδιο και ανοίγει η πόρτα |
|
|
ζευγάρι (το) |
ζευγάρι ζώων που οργώνουν το χωράφι. Μτφ.: η ίδια η εργασία τού οργώματος ( που μπορεί να γίνεται και με ένα μόνον ζώο, π.χ. με ένα άλογο) |
Μτφ.: είδα τον μπαρμπα-Γιώργη και έκανε ζευγάρι στο χωράφι τού Νικόλα |
|
ζευγολάτης (ο) |
ο οδηγών το ζώο ή τα ζώα, που οργώνουν |
|
|
ζεύλα (η) |
ξύλινο εξάρτημα, που χρησιμοποιείται για να κρατάει τα δύο ζώα τού ζευγαριού, κοντά το ένα με το άλλο, ώστε κατά το όργωμα να μην απομακρύνεται το ένα από το άλλο |
|
|
ζεύω (ρ.) |
μυρίζω άσχημα, βρωμάω, είμαι πολύ λερωμένος, είμαι βρώμικος |
|
|
ζέχνω (ρ.) |
μυρίζω πολύ άσχημα, είμαι πολύ βρώμικος |
|
|
ζογκιάζω (ρ.) ζόγκος (ο) |
δημιουργώ ζόγκους,όγκους, εξογκώματα. όγκος, εξόγκωμα |
- έφαγε μία πετριά και έβγαλε έναν ζόγκο στο κεφάλι |
|
ζούδι (το) |
άγριο ζώο, κυρίως ο λαγός. Μτφ.: ο ανέμπιστος άνθρωπος, ο κουτοπόνηρος και κρυψίνους |
|
|
ζουζούνι (το) |
σκαθάρι, αλλά και (χαϊδευτικά) το σκανδαλιάρικο μικρό παιδί |
|
ηχοποιημένη λέξη |
ζουλάπι (το) |
το αγρίμι |
|
|
ζουλάω (ρ.) ζούλισμα (το) |
πιέζω, συμπιέζω πίεση, συμπίεση |
|
|
ζουπάω (ρ.) ζούπισμα (το) |
πιέζω, συμπιέζω βιαίως, ζουλάω πίεση, βιαία συμπίεση |
|
|
ζουρλαίνω, -ομαι (ρ.) ζουρλός (ο,η,το) |
τρελλαίνω, τρελλαίνομαι τρελλός, μουρλός, παλαβός |
αυτός ζουρλάθηκε |
|
ζυγάλετρα (τα) |
το σύνολο τών εργαλείων για το όργωμα (αλέτρι, ζεύλα, κλπ) |
|
|
ζυγιά (η) |
ένας κύκλος δραστηριότητος, π.χ. μιά ζυγιά τραγούδια για χορό |
βάλε νιά ζυγιά (παραγγελία σε οργανοπαίκτη) |
|
ζύγια (τα) |
τα νήματα, σχηματίζοντα τριγωνική πυραμίδα, και στερεωμένα στον σκελετόν χαρταετού, που αποτελούν οδηγό για την ύψωσή του |
|
|
ζυγούρι (το) |
αρνί δύο ετών |
εφάγαμε ζυγούρι |
ζυγός=διπλός |
ζυγώνω (ρ.) |
πλησιάζω κοντά |
|
|
ζωντόβολο (το) |
ζώον, ζωντανό. Μτφ.(υποτιμητικά): καθυστερημένος και αναίσθητος άνθρωπος, ζώον |
άει, ρε ζωντόβολο! |
|
|
|
|
|
|
|
|
|
Έπεται συνέχεια
(C): Περιεχόμενο και Κατασκευή Ιστοσελίδας: Άγγελος Λιβαθινός, Μαθηματικός, 697-8197763, efkardamas@in.gr Τελευταία ενημέρωση: 04.11.2007 |