Αρχική

  Εισαγωγή

  Ανατολική Θράκη

   Η ζωή στην Ανατολική Θράκη

   Το Τσακήλι     [Πετροχώρι]   της επαρχίας Μετρών [Τσατάλτζας]

   Στη νέα Πατρίδα

   Κήδεια Προύσας

   Επίλογος

   Βιβλιογραφία

   Video

 

Website counter

Αρχική

 ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ  ΧΩΡΙΟΥ

          Τα ήθη και έθιμα, τα δημοτικά τραγούδια και οι παροιμίες, οι παραδόσεις και οι θρύλοι αποτελούν το λαϊκό πολιτισμό που είναι ο καθρέφτης ενός λαού. Μελετώντας τον ελληνικό λαϊκό πολιτισμό, αντικρίζει κανείς ένα λαό απλό και αληθινό, συγκροτημένο πάνω σε στέρεο προσανατολισμό, με πίστη στο παρελθόν και αισιοδοξία για το μέλλον, με ιδανικά και αξίες. Και αυτό, γιατί υπάρχει αδιάσπαστη ενότητα ανάμεσα στον ελληνικό λαϊκό πολιτισμό, τον αρχαίο και το νεότερο.

          Κάθε έθιμο και δοξασία του λαϊκού πολιτισμού προχωρεί στα βάθη του παρελθόντος, φτάνοντας όχι μόνο στους κλασικούς χρόνους, αλλά μερικές φορές στα βάθη της προϊστορίας. Αναμφίβολα, λοιπόν, μέσα από το λαϊκό πολιτισμό αναζητάμε τις ρίζες μας και ανακαλύπτουμε τη φυσιογνωμία μας ως λαός, πιστοποιούμε την ταυτότητά μας, θωρακίζουμε τη συνέχιση του έθνους μας. Εναρμονίζουμε το χθες με το σήμερα και χτίζουμε το αύριο…

         Μία από τις σπουδαιότερες παρακαταθήκες που μας άφησαν οι παλιότεροι είναι τα έθιμα. Τα έθιμα ήταν τοποθετημένα μέσα στο χρόνο και συνδεδεμένα με τη θρησκευτική ζωή και τις γεωργικές κυρίως ασχολίες τους. Στο Τσακήλι όπως και στα υπόλοιπα χωριά των Μετρών συναντάμε πολλά έθιμα. Πολλά από αυτά τα μετέφεραν οι Τσακλιώτες στη νέα τους πατρίδα. Άλλα ξεχάστηκαν με το πέρασμα των χρόνων και άλλα αναβιώνουν μέχρι τις μέρες μας.

  • ΤΟ ΚΑΨΙΜΟ ΤΟΥ ΟΒΡΙΟΥ

         Στο Τσακήλι  το έθιμο του Εβραίου λάμβανε χώρα κάθε χρόνο τη Μεγάλη Εβδομάδα και συνίστατο στο κάψιμο ενός ομοιώματος  κρεμασμένου επάνω σε ξύλινο στύλο, ανάμνηση του θανάτου του Ιούδα, ο οποίος κρεμάστηκε μετά την προδοσία του Ιησού.  Το ομοίωμά του ήταν όσο γίνεται πιο ρεαλιστικά διαμορφωμένο, φτιαγμένο με ξεχωριστή φροντίδα από ξύλα, καλάμια ή κληματσίδες, άχυρα κ.α., ντυμένο με παλιά ρούχα σα σκιάχτρο, κάποτε μ΄ένα παλιό καπέλο ή φέσι στο κεφάλι, μια ζωγραφισμένη κεραμίδα για πρόσωπο και για κεφάλι είχε συχνά μια κολοκύθα. Το έθιμο περιλάμβανε ακόμα την ατιμωτική και εξευτελιστική διαπόμπευση του Ιούδα-Οβριού: τον περιέφεραν στους δρόμους χτυπώντας και φτύνοντάς τον, απευθύνοντάς του βρισιές και κατάρες. Γύριζαν όλα τα σπίτια του χωριού με το ομοίωμα του Οβριού μπροστά, τραγουδώντας ένα υβριστικό γι΄αυτόν τραγούδι και μάζευαν κληματσίδες κυρίως, αλλά και ξύλα, λινάτσες ή πετρέλαιο. Ολόκληρη η κοινότητα συνεισέφερε την καύσιμη ύλη, τα καψίδια, για την πυρά.

        Το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής, λίγο μετά την έναρξη των θρηνητικών ασμάτων ("Αι Γενεαί Πάσαι") για τον Εσταυρωμένο, το ομοίωμα οδηγούνταν στην πυρά, στο προαύλιο της εκκλησίας του Ιωάννη του Προδρόμου  και ακολουθούσε η περιφορά του Επιταφίου.  Έτσι αποδοκίμαζαν τον Ιούδα, τον υπαίτιο των Παθών του Ιησού. Ο Ιούδας ήταν το δαιμονικό ον, πνεύμα κακοποιό που αντιπροσώπευε το απόλυτο κακό και για το λόγο αυτό έπρεπε να εξοντωθεί, να εξαφανιστεί. Το κάψιμο του Ιούδα πιθανόν υποκατέστησε το κάψιμο του προχριστιανικού δαίμονα των αποτρεπτικών τελετών. Το σύνθετο αυτό λειτουργικό νόημα του εθίμου το υπογραμμίζει η συνήθεια που υπήρχε να μαζεύουν στάχτη από την πυρά και να τη ρίχνουν στα μνήματα ή να τη φυλάγουν για να τη χρησιμοποιήσουν σαν φάρμακο.

       Το έθιμο εκτός από το Τσακήλι τελούνταν στις Μέτρες, στα Πλάγια, στην Καλλικράτεια, στους Επιβάτες, στο Οικονομειό, στο Ξάστερο, στο Φανάρι  και στην Τσαντώ. Το κάψιμο του Οβριού  συνεχίζει να αναβιώνει αναλλοίωτο κάθε χρόνο την Μεγάλη Παρασκευή στο Παλαίφυτο Γιαννιτσών, στη Νέα Καλλικράτεια, τους Νέοθς Επιβάτες, τα Νέα Πλάγια κ. α.

         Στο Καλαντάρι του Καλλισθένη Χουρμουζιάδη διαβάζουμε την περιγραφή του εθίμου:  

Τα μεγάλα παιδιά πέρν-νε παλιά ρούχα, τα γιομόζνε λινάτσα και κάμν-νε τον Οβριό, τονε γυρίζνε μέσ στο χωριό από σπίτ σε σπίτ, και μαζών-νε κληματσίδες για να τονε gάψνε. Όποιος δεν έχει καψίδια να δώκη  τονε bερεχύνει  κομμά gάζ, και τα παιδιά τονε τραβδάνε

Ράτσα, κεράτσα
δόσ' μια κληματσίδα
να κάψουμε τον Οβριγιό
πώχει πολλή κασίδα,
Οβριός, φορεί φτερό
στο κεφάλι τ' το ξερό,

Οβριός πουλεί μετάξ

η κασίδα τ  να πετάξ.

Οβριός, ο κερατάς

έκλεψε μιάν όρνιθα

τν έβανε μές στο βρακί τ

η όρνιθα κακάρισε

Οβριός ξυπάστηκε.

Έχουμε την έννοια του

χέζουμε τα γένεια του.

Έχουμε και τον αbά τ

χέζμε και τη ψχή τ  bαbά τ.

 

Ύσταρα απ’ τα μεσάνυχτα ασ-μαίνει  η καbάνα κι ο κόσμος παγαίνει  στν εκκλησιά. Τα παιδιά του σκολιού ψέλν-νε το νηπτάφιο και το γυρίζνε στο χωριό. Άμα έρτνε στον Αϊγιώργη, στέκdαι και μνημονέβ ο παπάς τα ονόματα και ύσταρα κορών-νε τον Οβριό και φλοgαρίζ στη σκοτίδα. Από τη στάχτ, πέρν-νε οι γυναίκες από μια φούχτα και τνε παγαίν-νε στα μνήματα τς.

 

  •   Η ΒΑΡΒΑΡΑ

"Η Αϊα Βαρβάρα φλάϊ το gόσμο απ’ την ευλογιά. Σήμερα βράζνε κουπανισμένο στάρ με ζάχαρ και σταπίδες , σα τσορβά, το κενών-νε στς κούπες, το πισπιλών-νε με κουπανισμένα καρύδια και το τρώνε. Αυτό το λένε βαρβάρα και γούλοι  πώχνε παιδιά θα το κάμνε και θα μράσ-νε στσί δκοί και στς φίλοι." γράφει ο Καλλισθένης στο Καλαντάρι.

"Η Βαρβάρα βαρβαρώνει" λέει ο λαός, καθώς συνηθίζει να συνδυάζει ομόηχες λέξεις κι έτσι τη φαντάζεται, αν μη τι άλλο, ως μια Αγία ιδιαίτερα δυναμική. Με τούτη τη δυναμική Αγία, λοιπόν, συνδέονται εντυπωσιακά πολλές παραδόσεις, έθιμα και δοξασίες του λαού μας κάποια από τα οποία, κρύβουν φυσικά και αρχαιοελληνικές ρίζες.

        Η Αγία Βαρβάρα, πάνω από όλα, θεωρείται προστάτιδα των παιδιών από την ευλογιά, αλλά κι από άλλες κακιές αρρώστιες. Τούτο στηρίζεται στην παράδοση που λέει πως ο πατέρας της, που ήταν φανατικός εθνικός, είχε τέτοιο μίσος για τους Χριστιανούς που, για να την κάνει να αρνηθεί την πίστη της την έκλεισε σε ένα πύργο όπου τη βασάνιζε τόσο, ώστε εκείνη να αρρωστήσει και να βγάλει σπυριά σε όλο της το σώμα. Τότε μάλιστα, την πέταξε σε ένα καζάνι για να καεί, όμως έγινε το θαύμα κι εκείνη, όχι μόνο δε κάηκε, αλλά έσβησαν και τα σπυριά από το κορμί της! Για το λόγο αυτό, οι μανάδες, εκείνες τις εποχές που η ευλογιά θέριζε σαν επιδημία, έκαναν προσφορές στο όνομά της, ώστε να προστατεύσει τα παιδιά τους από την αρρώστια κι από τις άσκημες αυλακώσεις που προκαλούσε στα τρυφερά τους προσωπάκια. Έτσι, της έφτιαχναν μελόπιτες και πολυσπόρια, αλλά και κολλυβόζουμο, που τό λεγαν "βαρβάρα" προς τιμήν της.

        Το έθιμο αυτό λέγεται πως κρατάει από την εποχή που ο σατανικός νους του πατέρα της, του Διόσκουρου, βάλθηκε να εξοντώσει του Χριστιανούς δηλητηριάζοντας το ψωμί τους. Το μυστικό, όμως, το έμαθε η κόρη του και ειδοποίησε τους Χριστιανούς να αποφύγουν εκείνες τις μέρες το ψωμί και να αρκούνται στο να βράζουν και να τρώνε ό,τι καρπούς είχαν φυλαγμένους στο σπίτι τους. Κι έτσι, ανήμερα της γιορτής της - στις 4 Δεκεμβρίου - οι νοικοκυρές συνήθιζαν να ετοιμάζουν τη "βαρβάρα", βάζοντας στάρι και διάφορους καρπούς (καρύδια, μύγδαλα, ρόδια, σταφίδες) ή φρούτα (συνήθως μήλο) ψιλοκομμένα και μπόλικα μυρωδικά, όπως κανέλα. Τα ξημερώματα της Αγίας Βαρβάρας οι νοικοκυρές έστελναν σε γείτονες, συγγενείς και φίλους ένα πιάτο "βαρβάρα" και αυτοί τους ανταπέδιδαν το ίδιο. Στη "βαρβάρα" απέδιδαν ευεργετικές ιδιότητες (ίαση από ευλογιά) και στην Αγία Βαρβάρα τη δύναμη να πληθαίνει τα πράγματα ή να τα βαρβατίσει, σύμφωνα με το θρακικό ιδίωμα.

       Το έθιμο αυτό διατηρείται μέχρι τις μέρες μας στο Παλαίφυτο και οι περισσότερες νοικοκυρές φτιάχνουν και σήμερα τη "βαρβάρα".
 

.   Η ΤΖΑΜΑΛΑ

 Τζαμάλα έκαναν στο Φανάρι, Οκλαλή, Καλλικράτεια, Επιβάτες, Καστανιές, Τζετώ, Ακ-Αλάν, Ραιδεστ, Δελειώνες, Τσακήλι κ. α. Η λέξη Τζαμάλα είναι παρεφθαρμένη λέξη αραβική που σημαίνει καμήλα. Η καμήλα ήταν το συγκριτικό πλεονέκτημα της Αυτοκρατορίας έναντι των ανταγωνιστών της ως προς τα υποζύγια. Ήταν γνώριμο ζώο και στο Τσακήλι. Καμήλες μετέφεραν κάρβουνο από τη Στράντζα και έμεναν κάτω από το Τσινάρ μέχρι να ξεπουληθεί.

Αυτόν το μήνα [Σεπτέμβριο] τονε λένε Σταυρό. Σώνται πια τ’ αλώνια και οι όξω οι δλειές, κι αρκεύνε να γλυκαίν-νε στα καλά τα σταφύλια τα περατνά. Αρκεύνε νάρκdαι οι σταφλάδες π’ αγοράζνε τ’ αbέλια και κβανιούνε τα σταφύλια στ Πόλ. Απ’ τ απάν τα χωριά, το Κλαλή, τ’ Άγαλαν, το Τσιφλίκιο, τη Στράντζα, αρκεύνε νάρκdαι οι καρβουνάδες με τ’ αμάξια τς φορτωμένα κάρβουνα. Απολυούνε τα βόδια τς απ’ κάτ στο τσνάρ, πλιούνε τα κάρβουνα κι αγοράζνε στάρ ή σταφύλια και τα παγαίν-νε στα χωριά τς. Άλλ πάλε έρκdαι με τς καμήλες, gλάν gλάν αραδιασμένες γραμμή, με το γαϊδουράκ από bροστά, και παγαίν-νε και γονατίζνε στο Στούbο, στο μεϊdάν. Τα παιδιά μαζώνται να διούνε τς καμήλες και τραβδάνε:

- Καμήλα κασιδιάρα

που κατρείς τα μήλα

δός κι εμένα ένα.

- Είναι κατρουμένα.

και το άλλο:

- Αγαπάς τα σύκα μήλα;

- Αγαπάς και την καμήλα;

- Αγαπάς και το παιδί της;

- Τότες πιέ και την πορδή της.

και το αδιάτροπο:

Ο ψύλλος εγονάτισε καμήλα να ψειρίση

Κι ο καληλάρης πρόσταξε να μη την ζορλαdίση.

Παραμένει άγνωστο το πως έδωσε ην καμήλα το όνομά της στο έθιμο που τελούνταν την παραμονή του Αγίου Δημητρίου.  Το έθιμο αυτό, γονιμο-ποιητικό δρώμενο της άροσης και σποράς των αγρών συνηθιζόταν, παλαιότερα στην Θράκη, να γίνεται του Αγίου Δημητρίου στις 26/10 ή σε μια άλλη μέρα, ανάλογα με τον χρόνο σποράς, που εξαρτιόταν από τις κλιματολογικές συνθήκες.

  Για την καλή χρονιά σποράς, την παραμονή του Αϊ-Δημητρίου έκαναν την Τζαμάλα. Με ξύλα έκαμναν ένα μεγάλο σκελετό καμήλας, τον τύλιγαν με πανιά και προβιές, έβαζαν ουρά, ένα μακρύ κοντάρι για λαιμό, με κεφάλια αλόγου ή βοδιού με δόντια, το σκέπαζαν με προβιά και το στόλιζαν με χάντρες. Πάνω στην καμήλα έριχναν μακρύ χαλί, κάτω απ’ αυτό έμπαιναν 4 άντρες, περπατούσαν και φαινόταν σαν να περπατούσε η Τζαμάλα. Ύστερα από το ηλιοβασίλεμα το γύριζαν στα σπίτια με τραγούδια και γέλια. Όσοι πήγαιναν με τη Τζαμάλα φορούσαν παράξενα ρούχα, με στεφάνια κληματαριών στο κεφάλι και με λαγήνια ή με κουβάδες στα χέρια για κρασί ή ούζο. Έξω από κάθε σπίτι φώναζαν: «Ε! κερά! Καλή χρονιά, καλό μπερικέτι (=σοδειά) και πολύχρονη».

 Για το έθιμο αυτό, πότε γεννήθηκε, είναι απροσδιόριστο. Μεταφέρονταν από γενεά σε γενεά. Ήταν κάτι παραπάνω από πολιτιστική εκδήλωση, τηρούνταν δε  με θρησκευτική ευλάβεια. Η μεγάλη χρονική απόσταση από τις απαρχές του εθίμου συσκότισε το περιεχόμενό του. Η νεότερη έρευνα, βασιζόμενη στα χαρακτηριστικά του εθίμου: τις μεταμφιέσεις, τα κουδούνια, την ύπαρξη θηλυκής οντότητας, το μοτίβο της ανόδου και της πτώσης, το αναγνωρίζει ως κατάλοιπο προχριστιανικών μαγικών δρώμενων για την καλή τύχη του σπόρου, που εγκλωβίστηκε στη γιορτή του Αγίου Δημητρίου, ημερομηνία ορόσημο για την έναρξη της σποράς.

Ο Καλλισθένης στο Καλαντάρι περιγράφει γλαφυρά το έθιμο:

Από καμμιά χρονιά αργεί να βρέξ και τότες ανακάζdαι να κάμνε τ τζαμάλα. Καρφών-νε τέσσερα χοdρούτσκα ξύλα, σα τσερτσεβέ, κι από πάν τρία βεργιά, το μεστ-νό αψλότερο απ’ τ ακρινά, και το σκεπάνε με μια παλιά βρανιά, να φαίνεται σα καμήλα με καbούρα. Ύσταρα πέρν-νε μια κοκκάλα, τνε περνάνε σ’ ένα κοdάρ, δεν-νε και για τον απ κάτ το τζεγνέ ένα σανίδ, κρεμάνε και κδούνια bόλκα στ μέσ τ τσερτζεβέ. Ένας παίρνει το πίσω μέρος στς νώμ τ  κ’ άλλος το bροστνό και βαστάϊ και το κοdάρ με τ gοκκάλα. Ένας άλλος γένεται «χανούμσα», ένας «καμπούρς» κι ένας «γιατρός». Μαζώνται κι άλλ, όσοι θέλνε και πέρνε τ τζαμάλα και τνε γρίζνε μέσ στο χωριό.

Άμα έρτνε bροστά στο σπίτ που έχνε καμμιά φιλνάδα, ψοφάνε τ τζαμάλα, δηλαδλη τν αφήν-νε καταγής . Η χανούμσα τότες αρκέβ να φωνάζ στο καμπούρ και να τονε ζαμακών με μια σόπα και να τσρίζ: «Μαλιμί ιστερίμ, κερατά καμπούρ» (το πράμα μου θέλω) . Ο καbούρς δε bονεί γιατί η καbούρα τα είναι παραγιο-μισμέν  με προβιές και λνάτσα και λέει στ χανούμσα για να τνε παρηγορήσ: «Σαβατζάκ χανούμ, σαβατζάκ» (θα περάσ κερά). Τότες φωνάζνε το «γιατρό» να διή τι έπαθε η τζαμάλα και ψόφσε. Ο γιατρός κατά το μέρος λέει και γιατρικό. Σαν είναι bροστα στο σπίτ καννού  που έχ πρόβατα, λέϊ: «Θέλ  μια οκά τρί να γέν καλά». Ύσταρα βαρούνε τ bόρτα τ και γρεύνε το γιατρικό, το πέρν-νε, σκών-νε τ τζαμάλα και παγαίν-νε σ’ άλλο σπίτ και τνε ψοφάνε. Πάλε η χανούμσα δέρνει το καbούρ και τσρίζ, εκείνος φωνάζ το γιατρό, κι ο γιατρός λέει: «Θέλ ένα ζεστό ψωμί», για «ένα bκάλ πεκμέζ», για «ένα χλάρκο κρασί» κατά το τι έχνε σ’ εκείνο το σπίτ. Ύσταρα πάλε ο καbούρς φωνάζ « Ες μαλίμ ές» και σκώνται και πάνε άλλού. Όλω πολύ βαστέι ο ψόφος τς τζαμάλας απ’ κάτ στα παραθύρια εκνής που κβανιέται κανείνας τς παρέας, για να βγή το κορίτς να τσε κρίν  και να τσε δώκ  κανά τίποτα να φάνε, γιά μουστολαbάδα, γιά λιασμένα σύκα, για πίττα. Απ’ αυτό απόμκε η παροιμία και λένε: «Στν αυλή τ ψοφάνε τ τζαμάλα».

Από καμμιά φορά τνέ παγαίν-νε και στ’ Αλbασάν  και τνε γρίζνε και τνε τραβδάνε:

Dίdιλ – dίdιλ τζάμαλι

της τζαμάλας το παιδί

έβγανε κακό στ’ αυτί

και κασίδα στη gορφή.

Το έθιμο δεν αναβιώνει αυτούσιο στις μέρες μας του Αγίου Δημητρίου. Τζαμάλα όμως φτιάχναν οι Παλαιφυτιανοί την περίοδο της Αποκριάς μέχρι τη δεκαετία του 90. Σήμερα έχει εκλείψει το έθιμο.

 

  • ΤΟ ΚΟΣΙ

Προπολεμικό Κοσί στους Νέους Επιβάτες

"Τ’  Α ϊ   Γ ι ω ρ γ ι γένεται παναγύρ στο χωριό στ Αϊ Γιώργη το μεϊdάν κοdά στο παλιοκλής και τα τσιτσιδάκια παγαίν-νε στο κοσί. Δεν-νε ένα σκοινί στ μές στο δρόμο, απ’ τόνα σπίτ στ’ άλλο και κρεμάνε μαdήλια. Αυτά τα δίν-νε οι αρβωνιασμένες κι από καμμιά βολά δίν-νε πκάμσο και σε μιάν άκρη τα μαdλιού δέν-νε κανά κάρτο, τα κρεμάνε στο σκοινί κάbοσο αψλά π να πδήξ εκείνος π θάρτ πρώτος για να τα φτάξ. Ο πρώτος διαλέζ και παίρνει όποιο θέλ, το ίδιο και οι άλλ. Από καμμιά χρονιά παγαίν-νε στο κοσί και με τ’ άλογα. Όποιος έρτ πρώτος απ’ το κοσί παγαίν στα σπίτια π’ γείναι γύρω στον Αγιώργη και μαζών bαξίσια." περιγράφει ο Καλλισθένης στο Καλαντάρι.

Το κοσί - τρέξιμο δηλαδή- κινητοποιούσε τους κατοίκους του χωριού. Την παραμονή του Αγίου Γεωργίου δέκα ως δεκαπέντε παλικάρια γύριζαν στο χωριό για να μαζέψουν μαντήλια από τους αρραβωνιασμένους και τους νιόπαντρους, τα οποία έδεναν σε κλαδί ελιάς που είχαν μαζί τους. Ανήμερα και πριν από τη λειτουργία, κρεμούσαν τα μαντήλια σε σχοινί. Μετά έτρεχαν μισή ώρα περίπου και επέστρεφαν για να τερματίσουν στο χώρο που ήταν τοποθετημένο το σχοινί. Αυτός που ερχόταν πρώτος διάλεγε το μαντήλι που ήθελε, το ίδιοι και οι υπόλοιποι. Ύστερα οι νέοι παρακολουθούσαν τη θεία λειτουργία και απολείτουργα φορούσαν τα μαντήλια στο λαιμό και γύριζαν στο χωριό τραγουδώντας το τραγούδι του αγίου. Στα σπίτια οι νοικοκυρές περίμεναν τους αγωνιστές με κεράσματα και φιλοδωρήματα, από τα οποία άλλα τα έδιναν στην εκκλησία και άλλα τα κρατούσαν για να γλεντήσουν. Η χαρά ήταν μεγαλύτερη για τους πρώτους, αφού η νίκη τους ήταν το πρώτο θέμα συζήτησης σε όλο το χωριό.

Στιγμιότυπα από το Κοσί . Νέοι Επιβάτες 1985

         Το έθιμο λειτουργούσε ως τρόπος διάκρισης και προβολής της λεβεντιάς των παλικαριών. Η επιβράβευση με μαντήλια και ο ιδιαίτερος τρόπος που τα φορούσαν , δεμένα διαγώνια στο λαιμό, με τις μύτες πίσω, συμβόλιζε την αναγνώριση της λεβεντιάς των αγωνιστών. Η επίδειξη ανδρείας ήταν ένας τρόπος τιμής του Αγίου Γεωργίου. Ο Άγιος Γεώργιος στον θρακικό χώρο φαίνεται να έχει ταυτιστεί πολύ νωρίς με τον αρχαίο Θράκα έφιππο Ήρωα, του οποίου η λατρεία ήταν ευρύτατα διαδεδομένη, όπως δείχνουν οι πολλές ανάγλυφες παραστάσεις του σ’ όλη τη Θράκη. Είναι ο αγαπημένος άγιος των Θρακών. Σε κάθε χωριό της Θράκης θα υπάρχει μια εκκλησία ή ένα ξωκλήσι αφιερωμένο στη χάρη του. Είναι τόσες οι παραδόσεις, οι θρύλοι, τα έθιμα, τα τραγούδια κι οι δοξασίες για τον Αϊ Γιώργη, που κατέχει ξέχωρη θέση στην ψυχή του λαού μας. Ο Αϊ-Γιώργης ο καβαλάρης ιππότης που σκότωσε το δράκοντα κι έσωσε τη βασιλοπούλα και τη χώρα, ο Αϊ-Γιώργης, ο αήττητος στρατηλάτης και τροπαιοφόρος, ο μεγάλος προστάτης των Ελλήνων από τους Τούρκους τα δύσκολα χρόνια της σκλαβιάς κι ο προστάτης του πεζικού και του στρατού ξηράς σήμερα, ο άγιος υπερασπιστής των φτωχών, ο άγιος απελευθερωτής των αιχμαλώτων, ο Αϊ-Γιώργης της άνοιξης, των κτηνοτρόφων και των γεωργών, ο Αϊ-Γιώργης ο θαυματουργός. ...

Νέο Σούλι - ιππικοί αγώνες

Νέο Σούλι - λιτανευτική πομπή

Νέο Σούλι - αναπαράσταση  δρακοντοκτονίας

Νέο Σούλι - αγώνες δρόμου

 Αράχωβα - το “Πανηγυράκι” του Aϊ Γιώργη

Μακρυχώρι Λάρισας - περιφορά εικόνας

        Η γιορτή του αγίου Γεωργίου, καθώς συμπίπτει με την εποχή που η φύση στην Ελλάδα λουλουδίζει, θεωρείται και αρχή καλοκαιριού. Παρουσιάζει λοιπόν πολλές ομοιότητες με τις άλλες ανοιξιάτικες γιορτές και κυρίως με τη γιορτή της Πρωτομαγιάς, την κατεξοχήν λαϊκή γιορτή της άνοιξης. Γι'αυτό και πολλά έθιμα της ημέρας αυτής είναι από τα έθιμα που τελούνται από το πέρασμα μιας εποχής του έτους σε άλλη. Άπειρες παραδόσεις δημιουργήθηκαν γι αυτόν, καθώς η εποχή και πιθανώς οι άθλοι που αποδίδονται στον άγιο Γεώργιο παρακινούν αυτούς που γιορτάζουν τη μνήμη του να κάνουν και αγώνες δρόμου, ιπποδρομιών, πάλης, κλπ. Ακόμα και σήμερα σε πολλά μέρη της Ελλάδας συναντάμε τέτοιες εκδηλώσεις.

         Το  κοσί σαν έθιμο  δεν έχει επιβιώσει ως τις μέρες μας στο Παλαίφυτο. Μόνο τα παλιά χρόνια γίνονταν αγώνες με άλογα. Όμως, σύμφωνα με το βιβλίο της Μαριάνθης Παλάζη "Ένα όνομα δυο τόποι" το έθιμο τελούνταν στους Επιβάτες της Ανατολικής Θράκης και συνεχίζει να τελείται και σήμερα στους Νέους Επιβάτες, απ΄ όπου και οι φωτογραφίες.

 

  • Ο ΚΛΗΔΟΝΑΣ

        Ο λαός μας σήμερα πιστεύει πως ο Αϊ – Γιάννης φέρνει τύχες. Ο άγιος φανερώνει το ριζικό του ανθρώπου και για αυτό τον είπαν Ριζικάρη και Κλήδονα. Ο κλήδονας είναι ένα πανάρχαιο λατρευτικό έθιμο, ένα είδος μαντείας με ομαδικό και ψυχαγωγικό χαρακτήρα, που τελείται στις 24 Ιουνίου, προς τιμήν του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, ημέρα που η εκκλησία μας γιορτάζει το Γενέσιον του αγίου. Η λέξη Κλήδονας παράγεται από τη λέξη "Κληδών" που σημαίνει ένα είδος από μαντικές φωνές ή κραυγές. Οι Φωνές – Κραυγές αυτές είχαν θέση χρησμών για ορισμένες περιστάσεις για τους αρχαίους Έλληνες. Η γιορτή αυτή συνδέεται με τη λαϊκή πίστη και λατρεία και έχει την προέλευσή της στο θερινό ηλιοστάσιο. Το γύρισμα αυτό του χρόνου οι αρχέγονοι λαοί το θεωρούσαν σημαντικό πάντα και επικίνδυνο για τη ζωή τους. Έτσι ζητούσαν να προφυλαχτούν από αυτό με μαγικούς τρόπους, να το κάνουν ακίνδυνο και με την ευκαιρία αυτή να γνωρίσουν την τύχη τους.

         Ο Κλήδονας είναι γνωστότατη λαϊκή γιορτή σε ολόκληρη την Ελλάδα αλλά και σε όλη τη Θράκη, όπου η τέλεσή του παρουσιάζει αξιόλογες παραλλαγές. Στις 23 Ιουνίου, λοιπόν, το βράδυ στα τρίστρατα των δρόμων, σε κάθε γειτονιά ανάβουν φωτιές, οι γνωστές φωτιές του Αϊ – Γιάννη. Συναγωνίζονται μάλιστα για το ποια γειτονιά θα παρουσιάσει την καλύτερη και μεγαλύτερη φωτιά, φροντίζοντας για αυτό από πριν, ώστε να υπάρχουν συγκεντρωμένα ξύλα και κληματσίδες. Η φωτιά εξαγνίζει και διώχνει το κακό και χαράσσει με την πύρινη φλόγα της μια καινούρια αρχή. Συνδυάζεται βέβαια και με την ελληνική αρχοντιά, αφού οι νέοι πηδώντας τη φωτιά προβάλλουν την παλικαριά τους. Πρώτα τις πηδούν φυσικά οι πιο τολμηροί μέχρι να κατακαθίσει η φλόγα και ακολουθούν οι υπόλοιποι. Μέσα στη φωτιά ρίχνουν παλαιά σύνεργα της αγροτικής ζωής αλλά και Μαγιάτικα στεφάνια, που ήταν κρεμασμένα στις πόρτες των σπιτιών από το Μάη. Κάποιοι κρατούν μια πέτρα και την ώρα που πηδούν πάνω από τη φωτιά, την πετούν πίσω, πάνω από το κεφάλι τους λέγοντας: «ας φύγουν όλα τα κακά» ή «σίδερο η μέση μου, πέτρα το κεφάλι μου». Πηδούσαν τη φωτιά τρεις φορές, μια που ο αριθμός τρία είναι συμβολικός και άμεσα συνδεδεμένος με την παράδοση και τη θρησκεία μας. Με το τέλος της φωτιάς, παραμονή πάντα του Αϊ – Γιάννη, αρχίζει η προετοιμασία του Κλήδονα.

Ο Καλλισθένης περιγράφει το έθιμο του Κλήδονα στο Τσακήλι:

23. Παραμονή   τ΄ Α γ ι α ν ν ι ο ύ. Απόψα βάζνε το gλήδονα. Ένα κορίτς, για αγόρ παγαίν  στο τζεσ-με και φέρνει αρπαχτκό νερό, μ’ ένα bακ-ήρ. Όποιος το νοιώς, πολεμά  μάξως να το κάμ να κρίν  κι άμα γελαστή και κρίν, χύν το νερό και παγαίν  παίρνει άλλο. Ύσταρα το φέρνει και κάθε κορίτσ  ρίχνει ότ θέλ  μέσ στο νερό (κbί, καρφίτσα, δεκάρα, δαχλύδ κλπ) βάζνε κι ένα αgούρ, σκεπάζνε το bακ-ήρ μ΄ένα μεσάλ  το δέν-νε και το κρεμάνε μ΄ένα σπάgο, περνάνε και μια κλειδαριά, το κλειδών-νε και το κρεμάνε σ΄ένα δένdρο τ bαχτσέ και τ΄αφήν-νε γούλ νύχτα να ξαστριστή.

Ύσταρα μαζώνται τα παιδιά τση γειτονιάς φέρν-νε χαμούτσες, λνάτσα και τσάκνα τα κορών-νε και πδάνε με τν αράδα από παν τσι φλόγες. Αυτό το λένε «πλάν». Σα dύχ κανείς να έχ παρανχίδες, για κανά bόνο, παίρνει μια φούχτα στάχτ, τρίβ το μέρος εκείνο και περνά.

Απόψα όποιος  θέλ να ξέρ τι θα είναι η τύχ τ αυτό το χρόνο, κόβ ένα σκόφλο, το γρίζ ανάποδα, βάζ και τρία κ-κιά άλας απάν τα και τ΄ αφίν. Άμα το πουρνό τώβρη μαραμένο, για αναποδογρισμένο, θα μαραθούνε οι ελπίδες τ  και η χρονιά τ  θα πά  ανάποδα.

24. Τ΄ Α γ ι α ν ν ι ο ύ. Σήμερα έρκεται ο παπάς με τα σίχνα και τσι ψαλτάδες και διαβάζ παράκλης στο παλιοκλής τ’ Αϊγιάν και μνημονέβ τα ονόματα.

Τώμ απολύκ  η εκκλησιά, μαζώνται γούλα τα κορίτσια στο bαχτσέ πώχνε το gλήδονα, κάddαι απ’ κάτ σ’ ένα δέdρο, στ’ μές βάζνε ένα πρωτοπαίδ πώχ  και bαbά και μάννα γεροί, το κάμν-νε νύφ, για να τραβήξ τσι τύχες, και ανοίγνε το gλήδονα. Ολόπρωτα ξεκλιδών-νε τα κλειδαριά, λούνε το σπάgο, ξεσκεπάζνε το bακ-ήρ, και βγάζνε τα’ αgούρ λέγοdας:

«Ανοίξαμε το gλήδονα να βγή χαριτωμένος

Βγήκε κι ένας αgούραρος θεριός, θεριοκασμένος».

Καθαρίζνε τ’ αgούρ, και τρώνε γούλα από κομματάκ. Ύσταρα κάθεται η νύφ στ μές, μ’ ένα gαθρέφτ στν αgαλιά κ’ ένα πανί απάν στο κεφάλ τς και στο gαθρέφτ. Γύρω γύρω κάddαι τα κορίτσια. Η νύφ με το ζερβί χέρ  βαστά  το gαθρέφτ και με το δεξί πιάν  ένα απ’ τα σμάδια π γείναι μέσα στο bακ-ήρ και φλά ως που να πούνε ένα τραβούδ. Όποιανου είναι το παίρνει κι ύσταρα λένε άλλο τραβούδ και βγάζ άλλο, όσο να σωθούνε γούλα τα σ-μάδια. Τα κορίτσια γελάνε, χωρατεύνε, πράζνε εκείνες που το τραβούδ τα βγήκε ταιριασμένο, κ ύσταρα πέρν-νε το bακ-ήρ τα κορίτσια π δεν ευχαριστήθκανε απ’ τη dύχ  τς κι από δυό κορίτσια το γρίζνε απά στα μεγάλα δάχλα τα (αντίχειρας), για να γρίς η τύχ  τς. Αν τύχ  να πές το bακ-ήρ και να χθή το νερό, δε είναι σε καλό. Θα σκορπίσ-νε οι ελπίδες τς.

       Οι ρίζες του Κλήδονα βρίσκονται βαθειά στην αρχαιότητα. Στα χρόνια του Ομήρου. Πέρασαν όλους τους ειδωλολατρικούς χρόνους, μπήκαν στους Χριστιανικούς, του Βυζαντίου κι’ έφτασαν στα χρόνια μας. Με την επιδρομή όμως και με την εξέλιξη που έφερε ο Τουρισμός, φοβήθηκε και λούφαξε στα μεταπολεμικά χρόνια. Κρατήθηκε λίγο στα ορεινά χωριά του τόπου μας με κίνδυνο να σβήσει και να εξαφανιστεί σαν έθιμο. Αυτό κράτησε για 40 – 50 χρόνια. Τώρα όμως και αρκετά χρόνια οι πολιτιστικοί Σύλλογοι και άλλοι φορείς προσπαθούν και αναβιώνουν το έθιμο του Κλήδονα γιατί διαπίστωσαν πως η λαίλαπα του πολιτισμού και της παγκοσμιοποίησης φθείρει και καταστρέφει την ήσυχη ζωή των απλών ανθρώπων. Γι’ αυτά σιγά – σιγά επανερχόμαστε στα παλιά.

Το έθιμο κου κλήδονα τελούνταν στο Παλαίφυτο μέχρι τη δεκαετία του πενήντα. Εγώ δεν έχω μνήμες από αυτό το έθιμο, άκουγα όμως από τη μητέρα μου πως όταν ήταν κοπέλα έβαζαν τον κλήδονα. Τώρα το έθιμο έχει πλέον εκλείψει. Αυτό που συνεχίζεται μέχρι σήμερα είναι το άναμμα της φωτιάς της λεγόμενης "πλάνης".

 

  • ΛΑΠΑΤΑΣ  [ΠΕΡΠΕΡΟΥΝΑ]

Οι βριοχές τ’ Απριλιού, είναι πολύ bερεκετλίδκες, γι αυτό λένε:

Ας βρέξ ο Απρίλης δώδεκα κι ο Μάης μία δύο,

θα πάρνε τη κασέλα σου και όλο σου το βίο.

Από καμμιά χρονιά δε βρέχ  όσο πρέπ τν άνοιξ, τα σπαρτά δε μεγαλών-νε κι ο κόσμος σταναχωριέται. Τότες μια γναίκα στολίζεται με μολόχια, τσατζαλάκια, παπαδίτσες, γλυστρίδες, παπαρούνες και λάπατα, βάζ  στο κεφάλ τς ένα ψαθένο καπέλλο, παίρνει στν αgαλιά τς ένα πανέρ, το γιομόζ λογιώ dω λογιώ χορτάρια, γένεται «λαπατάς», γρίζ μέσ στο χωριό και τραβδά.

Λαπατάς μας πορπατεί

το Θεγιό παρακαλεί,

να μας δώκει μια βροχή,

να χαρούνε οι φτωχοί,

να δροσίσνε τα χορτάρια,

τα κριθάρια και τα στάρια,

τ’ αbελάκια και τα ρόβια,

του φτωχού τα παρασπόρια.

Θέ μου ρίξε μια βροχή,

να χαρούνε οι φτωχοί,

τα σπαρτά μας να πληθέν-νε,

τα δεμάτια μας να γέν-νε,

καθενίνα και κοιλό,

κάθε κλήμα και καλάθ,

να πληθαίνη το ψωμακ,

να φτηναίνη το κρασάκ.

Έχ  κι ένα bακράκ νερό στο χέρ τς, κι αγιάζ τς πόρτες σα dό bαπά. Ο κόσμος τνε χύν-νε από κομμά νερό bροστά τς, για το καταπόδ τς, και δεν αργεί να βρέξ.

Το ίδιο έθιμο συναντάμε και σε άλλες περιοχές της Θράκης με το όνομα Περπερούνα. Ένα μικρό κορίτσι, συνήθως ορφανό ή μία τσιγγάνα ντύνεται με φύλλα και πρασινάδες και γυρίζει από σπίτι σε σπίτι χορεύοντας, ενώ τα κορίτσια της συνοδείας της τραγουδάνε το παρακλητικό τραγούδι για βροχή. Οι νοικοκυρές ραντίζουν την περπερούνα με νερό, ώσπου να στάξει στη γη, σαν να έχει βρέξει πραγματικά. Φαίνεται πως το έθιμο είχε μια στενότερη συσχέτιση με την εκκλησία και τη μεταμφιεσμένη περπερούνα, την οποία αντικαθιστούσε κάποτε ο ιερέας του χωριού, οδηγώντας την πομπή στους γύρω αγρούς. Παρόμοιες παρακλητικές πομπές εκκλησιαστικού χαρακτήρα για την πρόκληση βροχής με λιτανείες, περιφορά εικόνων και τον παπά, υπήρχαν παλαιότερα στη Θεσσαλία, την Εύβοια, τη Μακεδονία, την Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα και με ιδιαίτερη έμφαση στην Κρήτη. Εκεί γύριζαν τους αγρούς και έκαναν στάση στο κάθε σταυροδρόμι.

Σήμερα βέβαια το έθιμο αυτό δεν τελείται, καθώς οι παρακλήσεις και οι δεήσεις στο Θεό για βροχή έχουν αντικατασταθεί από τη σύγχρονη τεχνολογία.

 

  •  ΟΙ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ

Οι καλικάντζαροι είναι μια παλιά παράδοση στην πατρίδα μας. Και σε κάθε τόπο, και πιο πολύ στα χωριά, υπάρχουν χίλιοι θρύλοι και έθιμα γύρω από αυτούς. Εμφανίζονται κάθε Χριστούγεννα. Μερικοί λένε ότι είναι πνεύματα, άλλα καλά και άλλα κακά. Άλλοι πάλι πιστεύουν ότι είναι παράξενα όντα, μαλλιαρά και ότι τρυπώνουν στα σπίτια από τις καμινάδες. Τις νύκτες πηγαίνουν και κλέβουν τα φαγητά που βρίσκουν και πιο πολύ τα σύκα γιατί τους αρέσουν πολύ. Όταν τελειώσουν το φαγητό τους αρχίζουν να χορεύουν. Όλοι οι χωρικοί, όταν πλησιάζει βράδυ, φοβούνται να ξεμυτίσουν από το σπίτι τους, προπάντων τα μικρά παιδιά, ως ότου έρθει η γιορτή των Φώτων, που ρίχνουν το σταυρό και οι καλικάντζαροι εξαφανίζονται. Τότε πάνε και ζούνε κάτω από τη γη. Και εμφανίζονται πάλι τα άλλα Χριστούγεννα.
 

24. Π α ρ α μ ο ν ή  τ ο υ   Χ σ τ ο ύ. Σήμερα γιομίζνε τ γωνιές τσερπιά, για να  μη bορούνε να κατεβούνε οι καλκατζάρ και κλέψνε τα γρούνια, π τα σφάζνε σήμερα, για και λίγες μέρες bροστήτερα για να στραgίς το κρηάς, και για να πλήσ-νε το παραπανήσιο. Οι καλκατζάρ όλω bροστά έρκdαι απ’ κάτ στο Τσνάρ, χορεύνε μια γύρα κι ύσταρα σκορπάνε μέσ στο χωριό. Όπ τσε μρίσ γρουνίσιο κρηάς κατεβαίν-νε απ’ τ  γωνιά για να το κλέψνε. Η γριά του σπιτιού, γούλο τς  έχ  έννοια, κι άμα νοιώς π καταβαίν-νε, δίν  dμάν τα τσερπιά, και τα αναgάζ να φύγνε. Λένε για μια γριά π τα Δωδεκάμερα, έψνε γρουνίσιο κρηάς στη σκάρα κι ο καταραμένος ο καλκάτζαρος κρυμμένος μέσ στ γωνιά φύλαγε να τ’ αρπάξ. Καπώς άφκε μια βολά η γριά τ μασιά απ’ το χέρ τς για να σκουπίσ τ αυτί τς, αυτός εμέν απλών το μαλλιαρό το χέρ τ να καπτίσ τ bριζόλα. Μια τον έχ  η γριά με το δαυλί π βάσταγε. Αυτός τραβήχκε μέσ στ γωνιά και παραφύλαγε τν ώρα π θα βαζε η γρια τσι bριζόλες στο πνάκ, για να τς αρπάξ μαζωμένες. Τότες ρίχνει εκείν  μια φούχτα λνάτσα μές στη γωνιά και φλοgάρσε στα περdέν τονε τσουρούφλισε στα καλά. Πάϊ και πάϊ μέσ από τ γωνιά ο καλκάτζαρος τσρίζοdας:

Μ’ έκαψες κερά Dουdού,

και στα  bούτια και παdού. 

Οι καλκατζάρ όdε σκορπίσ-νε μέσ στο χωριό bαίν-νε άγριοι στα σπίτια και φοβερίζνε τα παιδιά με τς φωνές και το πατερdή π κάμνουνε και τραβδάνε:

  Τσάγγηρ, τσαγγηρτή μασιά,

  πεζεβέγκ Αναστασιά.

  Πού ν  το τόπι το πανί;

- Από κάτ στη gλαβανή.

- Πού είναι και το λιναρένιο,

  κι η μσάδα το λαρδί;

το λαρδί τ’ αλατισμένο;

6. Τ ο υ Φ ω τ ό ς. Σήμερα οι καλκατζάρ μαζώνται αυγίτσα απ’ κάτ στο Τσνάρ, κοdά στο τζεσ-μέ και χορεύνε τραβδώντας:

Φεύγετε να φεύγουμε

κ’ ερχετ’ ο ζουρλοπαπάς,

και ο σταυροτήρας,

με την αγιαστούρα του

κι όποιονα θ’ αγιάς,

θα χαθή θα σκάς.

Ο μεγάλος τς βόϊβοdας τραβάϊ το χορό, ένας παίζ το ζορνά, κι ένας άλλος το dαγούλ, κι άμα μαζωχτή η τσούρμα τς, φεύγουνε στα ρέματα να κρυφτούνε στ’ Βουλτσάκ τ’ δες, ίσαμε του χρον τ bαραμονή του Χστού. Φεύγουνε πρι ν’ αγιαστούνε τα νερά, γιατί όποιονα θα τον αγιάς ο παπάς, έδεκει σκάν, γένεται καπνός και χάνεται.

Μια φορά σάνε σήμερα καλή ώρα, οι καλκατζάρ έκλεψαν τα μσάδια μιανής γριάς. Άμα τώνιωσ η γριά, τσιτσιδώνεται μάνε μάνε, βάζ ένα πήλινο τέτζερ στο κεφάλ, καλικέβ τ’ πάνα και πάϊ τα προφταίν απ’ κάτ στο Τσνάρ. Πιάν κ’ εκείν το χορό μαζί τς. Ο μεγάλος τα τνε φοβήθκε κι ‘αρκεψε να τραβδάϊ.

-      Όπου πήγα κι όπου είδα

    τέτοιο διάβολο δεν είδα

    νάχ τ’ αρ…. μέσ’ στα στήθια

            και μαλλιά στη κολοκύθα.

Η γριά τότες σκών το ξύλο τς πάνας με τα δυό χέρια να τον βαρές και λέϊ:

- Πού ν το σωdμα: Πού ν το νήμα μ;

Απ’ το φόβο τα εκείνος το μαρτύρσε.

-      Στης αβατσουνιάς τη ρίζα.

 

Τότες πια ξεθαρρεύτκε η γριά και τσε λέϊ:

- Δείξτε με τα εννιά πηγάδια

- Μη σας ρήξω στα λανάρια.

Τα εννιά πηγάδια ήτανε η μαdραγόνα πώκρυβαν οι καλκατζάρ τ’ ασημκά τς και τα μαλαματκά τς. Εκείν τν ώρα πήγε ,να λαγής τ’ αρνίθ, κι άξπαdάν χάθκανε γούλ τς, κι απόμκε η γριά μονάχη τς. Παγαίν στν αβατσνιά, χών το κοντάρ τς πάνας και βγάζ τα μσάδια τς, τα παίρνει και φεύγει.

Όταν ήμασταν παιδιά πιστεύαμε στους καλικάντζαρους, μας άρεσε να ακούμε τη γιαγιά να μας διηγείται τις ιστορίες τους και κοιτούσαμε με τρόμο το τζάκι, μη τυχόν και κατεβούν το βράδυ και μας τρομάξουν. Σήμερα βέβαια τα παιδιά δεν ακούν πλέον τις όμορφες αυτές ιστορίες από τις γιαγιάδες, συναντούν όμως τους καλικαντζάρους στα παιδικά βιβλία.

 

  •  ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΗΣ ΧΕΛΙΔΟΝΑΣ

       Τα χελιδονίσματα είναι ένα επίσης αρχαίο έθιμο όπου τα παιδιά γιόρταζαν το τέλος του χειμώνα και τον ερχομό των χελιδονιών και της άνοιξης. Κρατώντας το ομοίωμα ενός χελιδονιού, τριγυρνούσαν στο χωριό και τραγουδούσαν τη "χελιδόνα". Ο κόσμος τους έδινε διάφορα κεράσματα. Το έθιμο της "χελιδόνας" συνεχίστηκε σε πολλές περιοχές τη Ελλάδας ως τα νεότερα χρόνια..

1. Π ρ ω τ ο μ α ρ τ ι ά. Από νωρίς τα παιδιά πέρν-νε τη ξλένια χελδόνα τς εκκλησιάς απ’ το bαπά, τνε στολίζνε με τρές, από καμμιά νιόνυφ, τνε κρεμάνε ένα κδουνάκ στο λαιμό τς, τνε bήγνε σε μια βέργα, που τνε bερνάνε απ’ το τρύπιο το μανίκ μιανού πανεριού παγανού σα μκρή σπόρτα, το περνάνε κι απ’ το τρύπιο πάτο τ  πανεριού που τ γιομίζνε κισσό, και ύσταρα πέρν-νε τα σπίτια με τν αράδα. Άμα bούνε μέσα μεριά από τ’bόρτα το παιδ πώχ τ  χελιδόνα, με το ζερβί το χέρ τ βαστά αgαλιασμένο το πανέρ και με το δεξί τ απ’ κάτ απ’ το πανέρ πιάν τν άκρη τς βέργας πού είναι bηγμέν η χελιδόνα και μια τ σκουdάει σαπάν μια τνε τραβαί σακάτ, χορέβ τ  χελιδόνα και τραβδά:

Μάρτης μας ήρτε

και καλώς μας ήρτε.

Τα όρη ανθίζουνε

οι κάμποι λουλουδίζουνε

τα χελιδόνια έρχουνται

και πάνε στις φωλιές τους.

Μάρτη Μάρτη μου καλέ

και Απρίλη λαμπερέ

τη Λαμπρή μας έφερες

τον παπά μας έσεβες.

Μπήκε μήνας θάλασσα

θάλασσα την πέρασε.

Έκατσε και λάλησε

στου προφήτου την αυλή.

Κάμ αυγά σαρακοστά

και πουλιά πεντηκοστά

να dύσουμε το Μάρτη

πούναι γεροντάκι

πούναι τσιτσιδάκι.

Όξω ψύλλοι ποντικοί.

Μέσα ήλιος και χαρά.

Και καλή νοικοκερά.

Και του χρόνου δυό αυγά.

Το άλλο παιδί έχ ένα καλάθ και βάζ τ’ αυγά π θα το δώκνε. Η νκοκερά του σπτιού παίρνει κομμά κισσό και τρα και τα βάζ στ φωλιά π γεννάνε οι όρνιθες κοdά στο bρόσφωλ για να γεννάνε οι όρνιθες σα dα χελιδόνια, και να κλωσσίσ-νε , να βγάν-νε πλάκια σα dα χελιδονάκια, δίν και στα παιδιά έν’ αυγό και παγαίν-νε αλλού.

Οι πρωταρβωνιασμένες, π θα πή εκείνες που περνάνε το bρώτο Μάρτ αρβωνιασμένες, ετμάζνε δίκλων κλωστή, μ’ άσπρο και κόκκνο για κόκκνο και χσό και βάζνε στα παιδιά «μάρτ». Βάζνε στο δεξί το χέρ, για να τόνε δώκνε στο λέλεgα να πάρ τ χαϋνιά τς. Βάζνε στο ζερβί, για να τονε δώκνε στ χελδόνα  να τονε βάν στ φωλιά τς, και να πετάνε σα dα χελδονάκια. Βάζνε στ ποδαριού το μεγάλο δάχλο, για να μη σκοdάφνε, βάζνε μαρτ και στο λαιμό τς, για να μη τζε και ο ήλιος, και τονε φορούνε ίσαμε τ’ bασκαλιά. Τότες τονε βγάζνε και δέν-νε τα φύλλα τς δάφνης στο κερί τς.

Σήμερα το έθιμο της χελιδόνας έχει εκλείψει. Παραμένει όμως το έθιμο του "μάρτη" της  ασπροκόκκινης κλωστής, που βάζουν τα παιδιά στο δάχτυλό τους για να μη μαυρίσουν από τον ήλιο.


ΠΗΓΕΣ:

  • ΚΑΛΛΙΣΘΕΝΗΣ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗΣ, Το Τσακήλι (Πετροχώρι) της Επαρχίας Μετρών» ΚΑΛΑΝΤΑΡΙ, ΘΡΑΚΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 8 [1937]  σελ. 330-350

  • ΚΑΛΛΙΣΘΕΝΗΣ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗΣ, Το Τσακήλι (Πετροχώρι) της Επαρχίας Μετρών» ΚΑΛΑΝΤΑΡΙ, ΘΡΑΚΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 9 [1938] σελ. 310-362

  • ΜΑΡΙΑΝΘΗ Φ. ΠΑΛΑΖΗ: ΕΝΑ ΟΝΟΜΑ ΔΥΟ ΤΟΠΟΙ - [ ΕΠΙΒΑΤΕΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ - ΝΕΟΙ ΕΠΙΒΑΤΕΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ]

 


 

       

Copyright ©  -   Χουρμουζιάδου Δέσποινα   2010