Η ΖΩΗ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
|
|
θερισμός |
αλώνισμα |
Οι κάτοικοι του χωριού ασχολούνταν με τη γεωργία και την
κτηνοτροφία. Ο περισσότερος χρόνος περνούσε με την εργασία.
Η ζωή των κατοίκων ήταν δεμένη με τη γη και με τον
καθημερινό αγώνα για επιβίωση. Η δουλειά
στο χωριό ποτέ δεν
σταματούσε, παρά μόνο το βαρύ χειμώνα που τα χιόνια
σκέπαζαν το χωριό και δεν μπορούσαν να βγούνε από την
πόρτα τους. Τα παιδιά βοηθούσαν κι αυτά την οικογένεια,
ιδίως όταν οι άντρες και τα παλικάρια επιστρατεύονταν
από τους Τούρκους. Αυτό ανάγκαζε πολλούς να εξαγοράζουν
την ηλικία τους, δηλαδή να δηλώνουν στον Τούρκο υπάλληλο
μικρότερη ηλικία, έναντι βέβαια κάποιου ρουσφετιού. Της
Αγίας Τριάδας
έκλειναν τα σχολεία, μιας και άρχιζαν οι περισσότερες
εργασίες και τα πολλά χέρια ήταν απαραίτητη προϋπόθεση
στην γεωργική εργασία. Αξίζει να αναφέρουμε το έθιμο της
αλληλοβοήθειας και συνεργασίας που παρουσιάζεται τόσο στις
οικογενειακές όσο και στις κοινοτικές εργασίες.
|
|
Γεωργικά εργαλεία
|
Τα κυριότερα γεωργικά προϊόντα του χωριού
ήταν τα σιτηρά , τα μποστάνια ( καρπούζια και πεπόνια),
τα σταφύλια, οι σάλτσες (τομάτα πελτές), τα κουκούλια, ο
καπνός ο οποίος πάντοτε πουλιόταν λαθρεμπορικά στην Κων/πολη
και στα πέριξ, και το λινάρι, του οποίου κατεργάζονταν
οι γυναίκες τα στελέχη και από την κλωστή κατασκεύαζαν
διάφορα υφάσματα και στρωσίδια προς οικιακή χρήση.
Επίσης υπήρχαν πολλά οπωροφόρα δέντρα κυρίως όμως για
ιδιωτική χρήση και όχι για παραγωγή. Γενικά ήταν μια
πολύ εύφορη περιοχή.
Στο βουνό του Αϊλιά ήταν αυτοφυείς οι
ρεπανίδες, τις οποίες οι κάτοικοι αρέσκονταν να τρώνε
κατά τις νηστείες βουτώντας τες στο αλάτι. Τις ρεπανίδες
αγαπούσαν και οι κάτοικοι άλλων χωριών και πολλές φορές
επισκέπτονταν επί τούτου το Τσακήλι. Για την αγάπη τους
αυτή προς το φυσικό αυτό προϊόν του τόπου τους οι
Τσακλιώτες ονομάζονταν από τους κατοίκους των περιχώρων
σκωπτικά «ρεπανίδες» ή «ρεπανιδάρες». Αλλά κι αυτοί σε
ανταπόδοση αποκαλούσαν τους Αλμπασανιώτες «Κιούρτες»,
τους Νιχωρίτες «Καρυώτες», τους Επιβατηνούς «Βουκατζήδες»,
τους Εξαστερινούς « Παλιοκρομμύδες», τους Μετρηνούς «Κουραμάδες»,
τους Πλαγιανούς « Γιαλαμάδες » κ.λ.π .
Επίσης στον Αϊλιά φύτρωνε και ένα όμορφο
γαλάζιο λουλούδι σαν κρίνος, το οποίο μοσχομύριζε και ο
αέρας έφερνε το άρωμά του σε όλο το χωριό.
|
|
παιδικά παιχνίδια |
Η διασκέδαση των παιδιών ήταν ορισμένα παιχνίδια, όπως:
το
ξιλάκι
η μουρούνα,
το μπιρτιρμπίρι,
το τρακλατζίκι, η
γαϊδουρίτσα, τα σκαμνάκια,
οι ομάδες, ο
λύκος, τα
κρυβιστήρα, ο τυφλοπόντικας,
κι άλλα τέτοια παιχνίδια. Ακόμα παγαίνανε στ’ αρπαλήκια,
κόβανε τσαβντάρια και κάμνανε ζαμπούνες και τις
λαλούσανε σαν φλογέρες.
Ακόμα τα παιδιά παίζανε «λόπκες». Βάζανε ένα σανίδι
επάνω σ’ ένα χοντρό κούτσουρο, κάθονταν ένα παιδί στη
μιάν άκρη του σανιδιού κι ένα στην άλλη και μια
σηκώνονταν το ένα και έγερνε το σανίδι απ’ τ’ άλλο μέρος,
μια σηκώνονταν τ’ άλλο και έγερνε το σανίδι απ’
αυτό το μέρος. Εκείνο που σηκώνονταν φωνάζε «Λόπ» και τ’
άλλο που κάθονταν «κες» και γι΄αυτό το παιχνίδι το
λέγανε «λόπκες».
Οι
μεγαλύτεροι περνούσαν τον καιρό τους στους καφενέδες και
οι γυναίκες στο σπίτι με τον αργαλειό και τα παιδιά.
Τσακλιώτες τραγουδάνε παραδοσιακά τραγούδια
[κάντε κλίκ για να τα ακούσετε] |
|
|
Η γιαγιά μου Αναστασία Καραμπινάκη |
Ο Απόστολος Κανελλιάδης |
Κάτω από το Τσινάρ έρχονταν κατά διαστήματα οι
διάφοροι έμποροι και άπλωναν τις πραμάτειες τους. Κάθε
Σεπτέμβρη έρχονταν από τα πάνω τα χωριά, το Κλαλή, τ’
Άγαλάνι, τη Στράντζα, οι καρβουνάδες με τ’ αμάξια τους
φορτωμένα κάρβουνα. Αμολούσαν τα βόδια τους κάτω στο
Τσινάρ, πουλούσαν τα κάρβουνα κι αγοράζανε στάρι ή
σταφύλια και τα παγαίνανε στα χωριά τους. Άλλοι πάλι
έρχονταν με καμήλες, αραδιασμένες γραμμή, με το
γαϊδουράκι από μπροστά, και παγαίνανε και γονατίζανε στο
Στούμπο, στο μεϊντάνι.
Κατά το τέλος του μήνα, έρχονταν οι πινακάδες με τα
πήλινα τους: τετζερέδες, καβουρντιστήρια, κούπες,
κανάτες, τα στολίζανε κάτω στο Τσινάρ και οι γυναίκες τ’
αγοράζανε με το στάρι. Έρχονταν και οι μπακηρτζήδες με
λογής λογής μπακηρικά: καζάνια, μπακηράκια, ταψιά, σινιά,
τετζερέδες, λεκάνες και μπρίκια. Ο ένας έφευγε ο άλλος
ερχόταν. Κάθε μέρα από κάτω στο Τσινάρ οι πραμάτειες τους
στη σειρά. Φέρνανε και πατάτες απ’ τα χωριά του Τσεκμετζέ.
|
|
Το σπίτι της γιαγιάς μου Δέσποινας στην
πλατεία. Στον κάτω όροφο λειτουργούσε χάνι.
[τις φωτογραφίες έστειλε το 1974 ο Τούρκος
που κατοικούσε στο σπίτι] |
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε πως η ζωή στο χωριό
ήταν δύσκολη και κουραστική, μα αυτό τους έκανε στις
γιορτές και στα πανηγύρια να ξεφαντώνουν και να
διασκεδάζουν πάρα πολύ κάνοντάς τους έστω και τις λίγες
εκείνες φορές πολύ ευτυχισμένους.
|