προηγούμενη  επόμενη

Αρχαία ελληνική μυθολογία

ΗΡΑΚΛΗΣ

Πρώτος άθλος, Το λιοντάρι της Νεμέας

Ο Ηρακλής και το λιοντάρι της Νεμέας. Ψηφιδωτό από τη Liria, Valencia, περίπου 200-250 π.Χ.



 

1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 18 19 20 21 22 23 24 25 26 27 28 29 30 31 32 33 34 35 36 37 38 39 40 41 42 43 44 45 46 47 48 49 50 51 52 53 54 55 56

Α. ΠΡΩΤΗ ΦΑΣΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΗ - ΟΙ ΑΘΛΟΙ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΗ

Η σειρά με την οποία παρατίθενται οι άθλοι ποικίλλει. Ένα κριτήριο ταξινόμησης που χρησιμοποιείται συνήθως είναι του τόπου: έξι πραγματοποιούνται στην Πελοπόννησο, στην Αργολίδα και την Αρκαδία, οι υπόλοιποι σε διάφορους άλλους τόπους (Κρήτη, Θράκη, Σκυθία, χώρα Εσπερίδων, Κάτω Κόσμος).

Σε άθλους που κινούνται ανάμεσα στο ηρωικό και το άγριο, ο ήρωας Ηρακλής εξόντωσε ζώα, όπως λ.χ. το λιοντάρι της Νεμέας, τις Στυμφαλίδες Όρνιθες, τη Λερναία Ύδρα, αντανακλώντας την προσπάθεια του ανθρώπου να σταθεί απέναντι στη φύση και να την αντιμετωπίσει —προσπάθεια που εμφανίζεται με μεγάλη ένταση στην παλαιολιθική περίοδο.

Το Λιοντάρι της Νεμέας

Για πρώτο άθλο ο Ευρυσθέας ζήτησε από τον Ηρακλή να σκοτώσει το λιοντάρι της Νεμέας.

Για αυτόν τον άθλο παραθέτουμε την αφήγηση του Απολλοδώρου (2.5.1) παρεμβάλλοντας πληροφορίες και από άλλους συγγραφείς: Αυτός [ο Ευρυσθέας] λοιπόν στην αρχή τον διέταξε να του φέρει τη δορά από το λιοντάρι της Νεμέας· επρόκειτο για ζώο άτρωτο, που είχε γεννηθεί από τον Τυφώνα. Άλλοτε, πάλι, λέγεται γιος του Όρθρου και της μητέρας του Έχιδνας, αδελφός της Σφίγγας των Δελφών και άλλων μειξογενών όντων. Το ανέθρεψε η Ήρα (ή η Σελήνη που το παραχώρησε στην Ήρα) και το άφησε ελεύθερο στα δάση της Νεμέας, όπου προξενούσε μεγάλες καταστροφές σε κοπάδια και ανθρώπους, με αποτέλεσμα η όλη η περιοχή να ερημώνει εξαιτίας του. Πηγαίνοντας λοιπόν για το λιοντάρι [ο Ηρακλής], ήλθε στις Κλεωνές (πάνω στον δρόμο από το Άργος για την Κόρινθο), και εκεί φιλοξενήθηκε από τον Μόλορχο, ένα φτωχό χειρώνακτα. Και καθώς εκείνος ετοιμαζόταν να θυσιάσει ένα σφάγιο, το μοναδικό κριάρι και το μοναδικό αγαθό που είχε, ο Ηρακλής του είπε να το φυλάξει για τριάντα μέρες, και αν επιστρέψει σώος, να το θυσιάσει στον Δία σωτήρα, αν όμως πεθάνει, να το προσφέρει [13] σε αυτόν τιμώντας τον σαν νεκρό ήρωα. Όταν έφτασε στη Νεμέα, αναζήτησε το λιοντάρι· πρώτα το χτύπησε με τα βέλη του, όταν όμως κατάλαβε ότι ήταν άτρωτο, σήκωσε το ρόπαλο και το κυνήγησε. Κυνηγημένο από τον Ηρακλή, κατέφυγε σε σπηλιά που είχε δύο ανοίγματα· τότε εκείνος έχτισε τη μία είσοδο, μπήκε από την άλλη και επιτέθηκε στο θηρίο, έβαλε το χέρι του γύρω από τον λαιμό του και το έσφιξε μέχρι που το έπνιξε· ύστερα, το φόρτωσε στους ώμους του και το έφερε στις Κλεωνές, φορώντας το δέρμα του ζώου. Εκεί βρήκε τον Μόλορχο να ετοιμάζεται την τελευταία μέρα να θυσιάσει το σφάγιο προς τιμή του, νομίζοντάς τον πια για νεκρό, θυσίασε στον Δία σωτήρα και στη συνέχεια μετέφερε το λιοντάρι στις Μυκήνες. Έκπληκτος ο Ευρυσθέας από την τόλμη του, του απαγόρευσε στο εξής να μπαίνει μέσα στην πόλη και του έδωσε την εντολή να επιδεικνύει τα αποτελέσματα των άθλων του μπροστά από τις πύλες. Λένε μάλιστα ότι φοβήθηκε τόσο που κατασκεύασε για τον εαυτό του ένα χάλκινο πιθάρι, που το έχωσε κάτω από το γη, και ότι του παράγγελνε τους άθλους στέλνοντάς του για κήρυκα τον Κοπρέα, γιο του Πέλοπα από την Ηλεία.

Μετά τη μονομαχία, ο Ηρακλής έγδαρε το λιοντάρι και φόρεσε το δέρμα του, ενώ το κεφάλι τού χρησίμευσε για περικεφαλαία. Κατά άλλους συγγραφείς, αυτό δεν έγινε εύκολα. Ο Θεόκριτος διηγείται την αμηχανία του ήρωα μπροστά σε αυτό το δέρμα που, άτρωτο σε φωτιά και σίδερο, ήταν αδύνατο να το αφαιρέσει από το σώμα του ζώου. Μέχρι που σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει ως εργαλείο τα νύχια του ίδιου του ζώου.

Στη θέση που έγινε η θυσία του κριαριού από τον Μόλορχο ο Ηρακλής καθιέρωσε αγώνες προς τιμή του Δία, τα Νέμεα, που τα ανανέωσαν αργότερα οι Επτά Αργείοι αρχηγοί που βάδισαν κατά των Θηβών.

Οι θεοί θέλοντας να τιμήσουν τον ήρωα και να θυμίζουν αιώνια στους ανθρώπους την ευγνωμοσύνη που του οφείλουν ανέβασαν τον Λέονταεξω στον ουρανό κάνοντάς τον αστερισμό. Στον αστερισμό του Λέοντα, στην ουρά του, ο Ερατοσθένης αναφέρει την ύπαρξη σκοτεινών αστέρων και τα ονομάζει Πλόκαμον ΒερενίκηςεξωΕυεργέτιδος.





[13] Στο κείμενο του Απολλοδώρου, όταν γίνεται αναφορά στη θυσία προς τον Δία, χρησιμοποιείται το ρήμα θύω = θυσιάζω στους θεούς· όταν ο Ηρακλής μιλά για τη θυσία στον εαυτό του αν πεθάνει, τότε χρησιμοποιείται το ρήμα ἐναγίζω = προσφέρω θυσία στους νεκρούς ή στις σκιές. Στον Ησύχιο ἐναγίζειν = «χοάς ἐπιφέρειν, ἤ θύειν τοῖς κατοιχομένοις, ἤ διὰ πυρὸς (δαπανᾶν), ἤ φονεύειν. ἄγος γὰρ τὸ μίασμα.»