Ο ένατος άθλος που έπρεπε να πραγματοποιήσει ο Ηρακλής ήταν να φέρει στον Ευρυσθέα τη ζώνη της Ιππολύτης. Αυτή ήταν η βασίλισσα των Αμαζόνων, ενός λαού πολεμικού που κατοικούσε γύρω από τον μικρό αλλά πλατύ ποταμό Θερμώδοντα στον Εύξεινο Πόντο. Γυμνάζονταν, ώστε να είναι ανδρείες, και αν ποτέ ενώνονταν με άντρα και γεννούσαν, ανέτρεφαν τα κορίτσια, στα οποία συνέθλιβαν τον δεξιό μαστό, για να μην τους εμποδίζει στη ρίψη του ακοντίου, ενώ άφηναν τον αριστερό, για να θηλάζουν. [34] Η Ιππολύτη είχε στην κατοχή της τη ζώνη του Άρη, σύμβολο της εξουσίας της στις υπόλοιπες Αμαζόνες. Γι’ αυτή τη ζώνη στάλθηκε ο Ηρακλής, επειδή την επιθύμησε η κόρη του Ευρυσθέα Αδμήτη. Απέπλευσε, λοιπόν, με ένα πλοίο μόνο, έχοντας μαζί του συντρόφους εθελοντές και προσορμίστηκε στο νησί της Πάρου που το κατοικούσαν οι γιοι του Μίνωα Ευρυμέδοντας, Χρύσης, Νηφαλίωνας και Φιλόλαος.
Στη συνέχεια, κατέπλευσε στο λιμάνι της Θεμισκύρας, πρωτεύουσας των Αμαζόνων, στις εκβολές του Θερμώδοντα. Εκεί τον επισκέφθηκε η Ιππολύτη που ζήτησε να μάθει τον σκοπό του ταξιδιού του και του υποσχέθηκε να του δώσει τη ζώνη. Η Ήρα, όμως, πήρε τη μορφή Αμαζόνας και, κυκλοφορώντας ανάμεσα στο πλήθος, διέδιδε ότι οι ξένοι που είχαν έλθει άρπαζαν τη βασίλισσά τους. Και αυτές πάνοπλες, καβάλα στα άλογά τους, κάλπαζαν προς το πλοίο. Όταν ο Ηρακλής τις είδε οπλισμένες, επειδή θεώρησε ότι κινήθηκαν με δόλο, σκότωσε την Ιππολύτη, της αφαίρεσε τη ζώνη, και αφού πολέμησε με τις υπόλοιπες, απέπλευσε και προσορμίστηκε στην Τροία. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή (Διόδ. 4.16.2-4) η αιτία της σύγκρουσης ήταν το γεγονός ότι δεν του παρέδιδαν τη ζώνη για την οποία είχε εκστρατεύσει. Οι πιο επιφανείς Αμαζόνες παρατάχθηκαν απέναντι στον Ηρακλή και συνήψαν σκληρή μάχη. Πρώτη σκοτώθηκε η Άελλα που ονομάστηκε έτσι, δηλαδή ανεμοστρόβιλος, για την ταχύτητά της· ύστερα η Φιλιππίδα, η Προθόη, αφού πρώτα απέκρουσε επτά φορές τον αντίπαλό της που η ίδια είχε προκαλέσει, η Ερίβοια που καυχόταν ότι πολεμούσε τόσο γενναία που δεν είχε ανάγκη από βοηθό. Έπειτα σκοτώθηκαν η Κελαινώ, η Ευρίβοια, η Φοίβη, η Δηιάνειρα, που κυνηγούσαν μαζί με την Άρτεμη και τα ακόντιά τους εύρισκαν πάντα τον στόχο τους, όχι όμως αυτή τη φορά. Μετά από αυτές ο Ηρακλής κατέβαλε την Αστερία, τη Μάρπη, την Τέκμησσα, την ορκισμένη παρθένα Αλκίππη. Και η Μελανίππη, που θαυμαζόταν ιδιαίτερα για την ανδρεία της, έχασε την αρχιστρατηγία που είχε στις Αμαζόνες. Έτσι χάθηκαν οι πιο ονομαστές από τις Αμαζόνες, ενώ τις υπόλοιπες ο Ηρακλής τις διασκόρπισε μέχρι που η φυλή τους εξοντώθηκε τελείως. Την αιχμάλωτη Αντιόπη τη δώρισε στον Θησέα, ενώ απελευθέρωσε τη Μελανίππη με αντάλλαγμα τη ζώνη. Ύστερα απέπλευσε για την Τροία. Μετά από διάφορες περιπέτειες, που θα τις δούμε στην επόμενη ενότητα, έφερε τη ζώνη στις Μυκήνες και την παρέδωσε στον Ευρυσθέα.
[Εικ. χάρτης, 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17, 18, 19, 20, 21, 22, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 29, 30, 31, 32, 33, 34, 35, 36, 37, 38, 39, 40, 41, 42, 43, 44, 45, 46, 47, 48, 49, 50, 51, 52, 53, 54, 55, 56, 57, 58]
[34] Το όνομα των Αμαζόνων ετυμολογείται από το στερητικό α- και τον μαζό, που σημαίνει μαστός, είναι δηλαδή αυτές που στερούνται μαστό. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή το όνομά τους ετυμολογείται από το στερητικό α- και τη μάζα, το ψωμί· αμαζόνες δηλαδή είναι αυτές που δεν τρώνε ψωμί. Η ετυμολογία αυτή παραπέμπει στις κρεοβόρους Αμαζόνες του Αισχύλου (Ικέτιδες 287) και σε κοινωνίες που υπήρχαν πριν από τις καλλιέργειες. Πρβ. και Στράβων, 11.5.1: «[…] αὐτουργούσας ἕκαστα τά τε πρὸς ἄροτον καὶ φυτουργίαν καὶ τὰ πρὸς τὰς νομὰς καὶ μάλιστα τῶν ἵππων, τὰς δ᾽ ἀλκιμωτάτας κυνηγεσίαις πλεονάζειν καὶ τὰ πολέμια ἀσκεῖν· ἁπάσας δ᾽ ἐπικεκαῦσθαι τὸν δεξιὸν μαστὸν ἐκ νηπίων, ὥστε εὐπετῶς χρῆσθαι τῷ βραχίονι πρὸς ἑκάστην χρείαν, ἐν δὲ τοῖς πρώτοις πρὸς ἀκοντισμόν· χρῆσθαι δὲ καὶ τόξῳ καὶ σαγάρει καὶ πέλτῃ, δορὰς δὲ θηρίων ποιεῖσθαι περίκρανά τε καὶ σκεπάσματα καὶ διαζώματα· δύο δὲ μῆνας ἐξαιρέτους ἔχειν τοῦ ἔαρος, καθ᾽ οὓς ἀναβαίνουσιν εἰς τὸ πλησίον ὄρος τὸ διορίζον αὐτάς τε καὶ τοὺς Γαργαρέας. ἀναβαίνουσι δὲ κἀκεῖνοι κατὰ ἔθος τι παλαιόν, συνθύσοντές τε καὶ συνεσόμενοι ταῖς γυναιξὶ τεκνοποιίας χάριν ἀφανῶς τε καὶ ἐν σκότει, ὁ τυχὼν τῇ τυχούσῃ, ἐγκύμονας δὲ ποιήσαντες ἀποπέμπουσιν· αἱ δ᾽ ὅ τι μὲν ἂν θῆλυ τέκωσι κατέχουσιν αὐταί, τὰ δ᾽ ἄρρενα κομίζουσιν ἐκείνοις ἐκτρέφειν· ᾠκείωται δ᾽ ἕκαστος πρὸς ἕκαστον νομίζων υἱὸν διὰ τὴν ἄγνοιαν.»