προηγούμενη επόμενη

Αρχαία ελληνική μυθολογία

ΗΡΑΚΛΗΣ

Τρίτος άθλος, Ερυμάνθιος κάπρος

Η περιπέτεια με τους Κένταυρους

Ο Ηρακλής και ο Ερυμάνθιος Κάπρος. Ψηφιδωτό από τη Liria, Valencia, περίπου 200-250 π.Χ.



 

χάρτης 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 18 19 20 21 22 23 24 25 26 27 28 29 30 31 32 33 34 35 36 37 38 39 40

Ο Ερυμάνθιος Κάπρος

Ως τρίτο άθλο (τέταρτο τον θεωρεί ο Απολλόδωρος [17] επέβαλε ο Ευρυσθέας στον Ηρακλή να φέρει ζωντανό τον Ερυμάνθιο κάπρο· αυτό το θηρίο, έχοντας για ορμητήριο το βουνό της Αρκαδίας Ερύμανθος, κατέβαινε και προκαλούσε πολλές καταστροφές στην πόλη Ψωφίδα.

Περιπέτεια με τους Κενταύρους, πάρεργο.

Καθώς διέσχιζε το οροπέδιο της Φολόης στις νοτιοδυτικές κάτω απολήξεις του όρους Ερυμάνθου, φιλοξενήθηκε από τον Κένταυρο Φόλο, γιο του Σειληνού και μιας Νύμφης των μελιών [18]. Αυτός προσέφερε ψημένα τα κρέατα στον Ηρακλή, ενώ ο ίδιος τα έτρωγε ωμά [19]. Όταν ο Ηρακλής ζήτησε κρασί, απάντησε ότι φοβόταν να ανοίξει πιθάρι που ανήκε σε όλους τους Κενταύρους· με παρότρυνση του Ηρακλή να μην φοβάται, το άνοιξε [20]. Κατά άλλη εκδοχή, ο Φόλος άνοιξε το πιθάρι που είχε δοθεί στους προγόνους του Κενταύρους τέσσερις γενιές πριν από τον ίδιο τον Διόνυσο με τον όρο να το ανοίξουν όταν κάποια στιγμή θα ερχόταν ο Ηρακλής.

Αλλά οι Κένταυροι ένιωσαν τη μυρωδιά και μετά από λίγο, εκστασιασμένοι, έφτασαν στη σπηλιά του Φόλου, οπλισμένοι με πέτρες και ξεριζωμένα έλατα και πεύκα, με αναμμένα δαυλιά και με τσεκούρια που τους χρησίμευαν για να σκοτώνουν βόδια [21]. Ο Φόλος τρομαγμένος κρύφτηκε, τους αντιμετώπισε όμως ο Ηρακλής με θάρρος, κι ας ήταν πλάσματα που από την πλευρά της μάνας τους ήταν θεοί, έχοντας την ταχύτητα των αλόγων, τη σωματική ρώμη δύο θηρίων, την εμπειρία και τη νόηση των ανθρώπων· είχαν και τη βοήθεια της μάνας τους Νεφέλης που έριξε μια δυνατή βροχή προκαλώντας προβλήματα στον Ηρακλή που στεκόταν στα δυο του πόδια, καθώς γλιστρούσε, ενώ οι τετράποδες Κένταυροι δεν επηρεάζονταν καθόλου. Παρόλα αυτά ο Ηρακλής τούς νίκησε. Τους πρώτους που τόλμησαν να μπουν μέσα στο σπήλαιο, τον Άγχιο και τον Άγριο, ο Ηρακλής τους έτρεψε σε φυγή χτυπώντας τους με δαυλούς, ενώ τους υπόλοιπους τους κυνήγησε τοξεύοντάς τους μέχρι το όρος Μαλέας στη Λακωνία. Από τους σκοτωμένους Κένταυρους οι πιο ονομαστοί ήταν ο Δάφνις, ο Αργείος, ο Αμφίων, ο Ιπποτίων, ο Όρεος, ο Ισοπλής, ο Μελαιγχαίτης, ο Θηρέας, ο Δούπων και ο Φρίξος. Από εκεί κατέφυγαν στον Χείρωνα που, διωγμένος από τους Λαπίθες από το Πήλιο, κατοικούσε στην περιοχή. Και καθώς οι Κένταυροι μαζεύτηκαν γύρω του, ο Ηρακλής τους σημάδεψε με το τόξο του και έριξε ένα βέλος που διαπέρασε το μπράτσο του Έλατου και σφηνώθηκε στο γόνατο του Χείρωνα. Πικραμένος ο Ηρακλής από το γεγονός, έτρεξε να τραβήξει το βέλος και έβαλε επάνω στην πληγή ένα φάρμακο που του έδωσε ο Χείρωνας. Επειδή όμως το τραύμα ήταν ανίατο, εκείνος αποτραβήχτηκε στο σπήλαιο. Και εκεί, μη μπορώντας να πεθάνει, επειδή ήταν αθάνατος, ο Προμηθέας, αργότερα, προσφέρθηκε στον Δία να τον κάνει αθάνατο στη θέση εκείνου· και έτσι, πέθανε ο Χείρωνας. Οι υπόλοιποι Κένταυροι σκόρπισαν· κάποιοι έφτασαν στο όρος Μαλέα, ο Ευρυτίωνας στη Φολόη, ο Νέσσος στον ποταμό Εύηνο στην Αιτωλοακαρνανία. Κάποιοι τιμωρήθηκαν όπως τους άξιζε, όπως ο Όμαδος που σκοτώθηκε στην Αρκαδία, επειδή προσπάθησε να βιάσει την Αλκυόνη, την αδελφή του Ευρυσθέα. Και μόνο γι’ αυτό ο Ηρακλής θαυμάστηκε από τους συγχρόνους του, γιατί άλλο οι διαφορές που είχε με τον Ευρυσθέα, άλλο η αδελφή του εχθρού του που βρέθηκε ανυπεράσπιστη. Τους υπόλοιπους Κένταυρους τους δέχθηκε ο Ποσειδώνας στην Ελευσίνα και τους σκέπασε με ένα βουνό. Όσο για τον Φόλο, καθώς τράβηξε από έναν σκοτωμένο Κένταυρο το βέλος, για να τον θάψει σαν συγγενής που ήταν, απορούσε πώς κάτι τόσο μικρό σκότωσε αυτούς που ήταν τόσο γιγαντόσωμοι· γλίστρησε όμως από το χέρι του, έπεσε στο πόδι του και τον σκότωσε αμέσως. Όταν ο Ηρακλής επέστρεψε στη Φολόη και αντίκρισε νεκρό τον Φόλο, τον έθαψε μεγαλόπρεπα.

[Εικ. 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17]

Στη συνέχεια καταπιάστηκε με το κυνήγι του αγριογούρουνου· το ανάγκασε με τις κραυγές του να βγει έξω από μια λόχμη, το παρέσυρε σε μέρος με χιόνι πολύ, το έπιασε με βρόγχο ζωντανό, όπως έπρεπε, και το κουβάλησε στους ώμους του μέχρι τις Μυκήνες. Τρομαγμένος ο Ευρυσθέας κρύφτηκε σε ένα χάλκινο πιθάρι που το είχε προετοιμάσει ως καταφύγιο για την περίπτωση κινδύνων. (Βλ. και Ψωφίδαέσω)

Ο Ερυμάνθιος κάπρος ήταν θέμα αγαπητό στην τέχνη, δεν φαίνεται όμως να κατέχει σημαντική θέση στη λογοτεχνία· η παλαιότερη σωζόμενη αναφορά σε αυτόν είναι στον Εκαταίο, απ. 6.

[Εικ. χάρτης, 18, 19, 20, 21, 22, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 29, 30, 31, 32, 33, 34, 35, 36, 37, 38, 39, 40]





[17] Ο μύθος του Ηρακλή, η μορφή και η δράση του, διαμορφώθηκε σταδιακά και εξακολουθούσε να διαμορφώνεται και μέχρι τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους. Σε αυτό συνέβαλλαν: αοιδοί, ποιητές, καλλιτέχνες, φιλόσοφοι, ιστορικοί και λοιποί γραμματικοί· τοπικές παραλλαγές και συσσωματώσεις· «γενεαλόγοι» και μυθογράφοι· εικαστικοί καλλιτέχνες. Για πρώτη φορά οι άθλοι κωδικοποιούνται σε κανόνα στις μετόπες του ναού του Διός στην Ολυμπία, όμως τον κανόνα αυτόν δεν τον ακολουθούν όλοι. Έτσι, ενώ το κυνήγι του Ερυμάνθιου κάπρου στις μετόπες του ναού είναι ο τρίτος άθλος και το κυνήγι του ελαφιού του όρους Κερύνεια ο τέταρτος, στον Απολλόδωρο η σειρά αυτή αντιστρέφεται.

[18] Οι Μελιάδες νύμφες (Θεογονία) είναι των μελιών (δέντρων), κόρες του Ουρανού —από το αίμα του που έσταξε στη γη, όταν ο Κρόνος του απέκοψε τα γεννητικά όργανα— και όχι του Δία, επομένως αρχαιότερες. Η σχέση τους με τα δέντρα παραπέμπει στον έντονο συμβολισμό του μοτίβου του δέντρου, τόσο στους αιγαιακούς πολιτισμούς όσο και, νωρίτερα, στους μόνιμα εγκατεστημένους λαούς της Μεσοποταμίας, που υπερβαίνει τα όρια της τοπιογραφίας —εξάλλου η τοπιογραφία είναι επίτευγμα των πρώτων αυτοκρατορικών χρόνων της και συνδέεται με τη διακοσμητική διάθεση των πλούσιων Ρωμαίων— και σχετίζεται με θρησκευτικές τελετουργίες στο μεταβατικό στάδιο από την οικονομία του κυνηγιού στην οικονομία της γεωργίας. Για τους συμβολισμούς του δέντρου και τις εικαστικές του αποδόσεις βλ. Κούρου (1998) 29-39.

[19] Η αντίθεση στον τρόπο κατανάλωσης της τροφής υποκρύπτει δύο διαφορετικά συστήματα, που αντιστοιχούν σε διαφορετικές κοινωνικο-οικονομικές δομές. Η μελετήτρια του αρχαίου κόσμου Μαρία Δαράκη ονομάζει το σύστημα στο οποίο κυριαρχεί το φάγωμα ψημένων τροφών προμηθεϊκό και υποστηρίζει ότι αυτό καθορίζει μια τριπλή διαίρεση (ζώο/φυτό, άνθρωπος, θεός), στην οποία ο άνθρωπος προσδιορίζεται σε αντιπαράθεση προς τα ζώα που τρώνε ωμό, τους θεούς που δεν τρώνε καθόλου, τον τροφέα (ζώο, φυτό) που επίσης καταναλώνει ωμό. Στο άλλο σύστημα, της κατανάλωσης τροφής όπως αυτή παρέχεται από τη φύση —το ονομάζει διονυσιακό—, υπάρχουν μόνο δύο κόσμοι: ο θεϊκός και ο ζωικός, ενώ αγνοείται η ειδικά ανθρώπινη ταυτότητα καθώς και η έννοια του ατομικού ανθρώπου. Με άλλα λόγια, «ο τρόπος του τρέφεσθαι χαρακτηρίζει έναν τρόπο του είναι» (Δαράκη, 1994, 90). Και φυσικά, την αντίθεση ωμού και μαγειρεμένου, με τις συνδηλώσεις της διερευνά ο γάλλος δομιστής Claude Lévi-Strauss (2002), αντλώντας τα παραδείγματά του από νοτιοαμερικανικές φυλές.

[20] Ο Ηρακλής καταναλώνει μεγάλες ποσότητες τροφής και ποτού, κάτι που τον κάνει να υπερβαίνει το μέτρο και τον καθιστά σπουδαίο άνθρωπο. Μια τέτοια επιδίωξη από την πλευρά των κοινών θνητών ήταν ακριβώς για να δείξουν το ίδιο πράγμα. Ο Πλούταρχος μετέφερε την αντίληψη «Του αυτού ανδρός εστί και φάλαγγα συστήσαι φοβερωτάτην και συμπόσιον ήδιστον, αμφότερα γαρ ευταξίας είναι» (Πλούτ. Ηθικά 9.615 κ.ε.). Αλλού γίνεται πιο συγκεκριμένος και παραδίδει ότι οι Αθηναίοι πρέσβεις επαίνεσαν τον Φίλιππο Β’ λέγοντας «ως και λέγειν δυνατώτατον και κάλλιστον οφθήναι, και νη Δία συμπιειν ικανώτατον» (Πλούτ., Δημοσθ. 16), ενώ και οι ανώτεροι αξιωματικοί του στρατού του Αλεξάνδρου και ο ίδιος ο Αλέξανδρος οργάνωναν και συμμετείχαν σε συμπόσια, στα οποία έτρωγαν και έπιναν υπερβολικά. Παρόμοιες είναι οι αναφορές του Αιλιανού για τέσσερις από τους Σελευκίδες, τον Αντίοχο τον δεύτερο, τον τρίτο, τον τέταρτο και τον πέμπτο (Αιλ., Var. Hist.II 41).

[21] Εξαιρετικές είναι οι παραστάσεις από τη συνάντηση του Φόλου με τον Κένταυρο, που κουβαλά κρεμασμένα σε κλαρί τα θηράματά του (μελ. αμφ. του 520 π.Χ., Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο, Β 226), από το άνοιγμα του πιθαριού των Κενταύρων, με το ανήσυχο βλέμμα του Φόλου και το άπληστο χαμόγελο του Ηρακλή (μελ. αμφ., 520-510 π.Χ., Μπολόνια, Museo Civico, Pu 195), το φαγοπότι του Ηρακλή κα του Φόλου και της μάχης με τους υπόλοιπους Κενταύρους που τους τράβηξε στη σπηλιά η μυρωδιά του κρασιού (από ερ. κύλ. του 500 π.Χ., Βασιλεία, Antikenmuseum, Συλλογή Ludwig 173,6).