ΟΙ ΑΘΑΝΑΤΟΙ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΟΒΡΥΣΟΥ
Τι σου 'ναι τούτο το μυαλό και της ψυχής τα μάτια
πως μας πηγαίνουν μακριά σ'άγνωστα μονοπάτια
εκεί που άνθρωπος ποτέ δεν μπόρεσε να πάει
στο μέλλον και στο παρελθόν όσο κ'αν μας πονάει.
Έτσι κι'εμένα πήγανε χρόνια και χρόνια πίσω
δεν ήθελα ποτέ να 'δω ούτε και ν'αντικρίσω
κείνο το μαύρο Σάββατο 'κείνη την μαύρη ώρα
με πήραν και μ'ανέβασαν ψηλά στη Βαλαόρα.
Αυτά που 'δαν τα μάτια μου άνθρωπος μην ξανάδει
χίλιες φορές απ' τη ζωή θα διάλεγα τον Άδη.
Είδα το έρμο Μιτζιτιέ, στις φλόγες τυλιγμένο
το δόλιο Κεφαλόβρυσο απ'τον χάροντα ζωσμένο.
Βάρβαροι μπήκαν στο χωριό, τέρατα με σιρίτια
μάζεψαν την αφρόκρεμα την κλείσαν σε δυο σπίτια.
Και τόδε λέει ο Μήτες τ'όνειρο χωρίς να κλείσει μάτι
Καβάλα σ'άσπρα άλογα εικοσιδυό νομάτοι
πήγαιναν και τραγούδαγαν σαν 'να ταν πανηγύρι
σαν να 'ταν γάμος στο χωριό και πήγαιναν στη νύφη.
Τ'άλογα ξάφνου βγάλανε πελώριες φτερούγες
κι'άρχισαν όλα να πετούν ψηλά πάνω απ τις ρούγες
κ'ανέβαιναν - ανέβαιναν τον ήλιο πλησίαζαν
τ'αγαπημένο τους χωριό από ψηλά κοίταζαν.
Γι' αυτό καλοί μου χωριανοί ζωή μην καρτερούμε
πολύ ψηλά θα φτάσουμε αστρίτσια θα γενούμε.
Οι οχτροί δεν είχανε καρδιά, δεν κάνανε χατήρια
άχυρα - γκάζι και φωτιά
κ'οι φλόγες ξεπετάχτηκαν από τα παραθύρια.
Φρικτές κραυγές ακούστηκαν απ της φωτιάς τα βάθη
και μια φωνή ξεχώρισε θαρρώ του παπά - Γάκη.
Αδέλφια ας προλάβουμε όλοι να σχωρεθούμε
όλοι σαν ένας άνθρωπος σφιχτά ν'αγκαλιαστούμε
γιατί στην άλλη τη ζωή ξανά θ' ανταμωθούμε.
Σαν χόρτασαν την πείνα τους οι λυσασμένοι λύκοι
άφησαν πίσω χαλασμό άφησαν πίσω φρίκη.
Θεία ευωδιά αναδύονταν από κορμιά καμμένα
κορμιά των πατεράδων μας τα χιλιοαγιασμένα.
Ο ήλιος εσκοτείνιασε δεν άντεχε να βλέπει
κι ο ουρανός χαμήλωσε που κόντευε να πέσει.
Κυράδες με τις κόρες τους που στην πηγή είχαν πάει
εκεί που γάργαρο νερό αιώνια κυλάει
που στα πλατάνια τα δασιά λογιών λογιών πουλάκια
κελάηδαγαν και λέγαν τα δικά τους τα μεράκια.
Εκεί πλέναν τα ρούχα τους πλένανε τις τσαντίλες
να βάλουν το γλυκό τυρί να ζήσουν τις φαμίλες.
Γιόμιζαν κρύσταλο νερό τα γκιούμια τις βαρέλες
και φέρναν στο χωριό δροσιά οι όμορφες κοπέλλες.
Μανάδες νιές ανάμεσα στα άλλα τα κορίτσια
με βυζαχτάρικα παιδιά μέσα στη σαρμανίτσα.
Που οι νιοί παραφυλάγανε να δουν την κοπελιά τους
να κλέψουν μια κρυφή ματιά να γιάνουν τον σεβτά τους
Καλότυχοι περαστικοί βλέπαν τις Βλαχοπούλες
να περπατάν σαν πέρδικες σε χλοερές ραχούλες.
Πέτρα την πέτρα πάταγαν λιθάρι το λιθάρι
μη σκονιστεί η φορεσιά
και η ποδιά που κένταγαν νύχτα με το λυχνάρι.
Λες και δεν πάταγαν στη γη, λες κι'ήτανε νεράιδες
αερικά κρύων πηγών από βουνοκορφάδες.
Η φύση που τις προίκισε μ' όλης της γης τη χάρη
την ομορφιά των λουλουδιών, κομμάτι απ'το φεγγάρι
μάτια στο χρώμα της ελιάς που ώριμη έχει πέσει
μαλιά που οι πλεξούδες τους ξεπέρναγαν τη μέση.
Χείλη αγριοκέρασο, κούμαρο γινομένο
σαν το αυγό της Πασχαλιάς χωρίς να 'ναι βαμμένο.
Λαιμό καθάριο, διάφανο , νερό που όταν πίναν
τόβλεπες μέσα να κυλά, τη δίψα τους σα σβήναν.
Τη ευωδιά του θυμαριού απ'άγρια λεβάντα
κ'από ανθό αμάραντου, π'ανθός μένει για πάντα.
Κορμί, ανθισμένη λυγαριά απ' τ'όμορφο Πωγώνι
σαν το βουνίσιο έλατο ντυμένο με το χιόνι.
Με μιας τα πάντα σώπασαν, βουβάθηκε η πλάση
ούτε πουλί πετούμενο δεν λέει να περάσει.
Τον κόρφο της μανούλας του μωρό πια δε ζητούσε
και το νερό της ποταμιάς κ'αυτό βουβό κυλούσε.
Το κρυσταλένιο της πηγής θολό, κόκκινο βγήκε,
κακό μεγάλο θα 'γινε που δεν εματαγίνκε.
Γέλια, τραγούδια, χορατά παγώσανε στα χείλη
σαν τον βοριά τον άγριο που σβήνει το καντήλι.
Ο νους τους τρέχει στο χωριό, τρέχει στη φαμελιά τους
στο φτωχικό τους κατοικία, στ'αδέλφια, στα παιδιά τους.
Κίνησαν τον ανήφορο κορίτσια και κυράδες
δεν πήρανε στα χέρια τους μήτε τους μαστραπάδες,
με μιαν ανάσα βγήκανε στης Παναγιάς το λόφο
για ν'αγναντέψουν από 'κει τούτον τον έρμο τόπο.
Κοίταξαν κάτω στο χωριό, χωριό δεν αντικρύσαν
πάγωσε ο ύδρως πάνω τους, τα γόνατα λυγίσαν
τα δάκρυα απ' τα μάτια τους σαν ποταμοί κυλήσαν.
Είδα και τα Βλαχόπουλα κι'όλες τις Βλαχοπούλες
να ροβολάν απ'τις ψηλές κι'απ' τις κοντές ραχούλες
σαν σύννεφο κατάμαυρο προτού ξεσπάσει μπόρα
να τρέχουν προς το κουρνιαχτό
που σκέπασε όλο το χωριό μέχρι τη Βαλαόρα.
Είδα γυναίκες π'ούρλιαζαν με τα μαλλιά λυμμένα,
με τα φουστάνια τ'αργαλιού ανάποδα βαλμένα.
Είδα τη δόλια Λάμπρινα να ψάχνει μες στη στάχτη
και να ρωτά ολόγυρα τραβώντας τα μαλλιά της
μη γνώρισ'από σας κανείς τον μαύρο μου τον Λάμπρη;
Ο πιο μεγάλος μαχαλάς έλιωνε σαν κεράκι,
κανείς δεν το περίμενε τόσο πικρό φαρμάκι
ολόκληρος ο μαχαλάς
να ψάχνει μεστά κάρβουνα τον Λία του Γιωργάκη.
Τον Παπα Γιώργη ήπανε πως βρήκαν ορισμένοι
όχι πως τον γνωρίσανε, μα βρήκανε τη λειτουργιά
εκεί σιμά στο πλάη του κι' αυτή καρβουνιασμένη.
Στ' αποκαΐδια ψάχνανε να βρουν τον Νικολάκη
τον Κίτα δεν τον γνώρισαν, τον Τσίφη και τον Γάκη,
τον Πάνο και τον Τσίλε μα ούτε και τον Νάκη
τον Μπέλο, τον περήφανο τον τσέλιγκα τον Γκάτση.
Πλατάνι μου περήφανο αιώνες κι αν θα ζήσης
τον Πήλιο που σε φύτεψε δεν θα ξαναδροσίσης.
Ο Σιδεράς τα κάρβουνα τ'άφησε αναμένα
άφησε και τα σίδερα στ'αμόνι πυρωμένα
και ο φτωχός πραματευτής κάπου εκεί στη μέση
είχε μεγάλη φαμελιά και ποιος να την εθρέψει;
Μα κι'άλλος μεγάλος μαχαλάς, κι'άλλο μεγάλο σόι,
κλαίει, σπαράζει οδύρεται, τριπλό το μοιρολόι,
ποιόνε να πρωτοκλάψουνε με τι λογιών κουβέντες,
δεν χάσαν έναν, ούτε δυο, χάσανε τρείς λεβέντες.
Τον Κόλα τον αγέροχο, τον Κώτσια κ'άλλον ένα,
τον Γιώργη τον μικρότερο
που είχε απ το μέτωπο πόδια σακατεμένα.
Σαν να μην έφτανε όλο αυτό
τούτο το έρμο το χωριό, χάνει και τον Γραμματικό.
Τα όμορφα ψηλά βουνά, που βόσκουν τα ζαρκάδια
που τα πατάνε μοναχά των Βλάχων τα κοπάδια,
μεσ'το κατακαλόκαιρο και μέρα μεσημέρι
αντάριασαν και βούρκωσαν σαν πήγε το χαμπέρι.
Το δάκρυ τους, κομπολογιού, κεχριμπαρένιες χάντρες,
να το πιστέψουν δεν μπορούν,
πως δεν θα τα ξαναδιαβούν τούτοι οι άξιοι άντρες.
Τ'αγρίμια αλαφιαοτήκανε, ορθώσανε τ'αυτιά τους,
και τρομαγμένα λούφαξαν βαθιά μεσ'τη φωλιά τους.
Δεν είχαν ξαναδεί ποτέ, σε όλη τους τη ζήση,
τέτοια καμώματα βουνών σαν το κακό μεθύσι.
Περήφανοι σταυραετοί, σ'απάτητες κορφάδες
που δεν τις καταδέχονται τις χαμηλές πεδιάδες
πρώτη φορά κατέβηκαν σε τούτα δω τα μέρη
να μάθουν, γιατί έχουν τα βουνά τόσο βαρύ κιντέρι.
Οι λεβεντοτσομπάνηδες στομώσαν τα κουδούνια
στομώσανε τα κυπριά κ'όλα τα τσιουκανέλια.
Απ τα χιλιάδες πρόβατα, απτά χιλιάδες γίδια
κυπρί δεν ακουγότανε, κουδούνι δεν χτυπούσε
στα πλάγια της Νεμέρτσικας φλογέρα δε λαλούσε.
Στ' όμορφο το Μπουτσκόπουλο τις μέρες και τα βράδια
ψυχή δεν ακουγότανε
κ'ας βόσκαν εκεί του χωριού τα πιο πολλά κοπάδια.
Ούτε φτερούγισμα πουλιού, ούτε σκυλί αλιχτούσε
μον' της καμπάνας ο ήχος, μονός θρυνολογούσε.
Αμ, οι νυφάδες της χρονιάς, δεν ξέραν τι να κάνουν,
τι στάση να κρατήσουνε τί φορεσιές να βάλουν;
αιώνες η παράδοση που οι Βλάχοι δε χαλάνε
τις θέλει να 'ναι χαρωπές, μαύρα να μην φοράνε.
Στολίδια να μη βγάζουνε όλο τον πρώτο χρόνο
και τα μακρυά τους τα μαλλιά πλεξούδες να 'χουν μόνο
από τα κεντημένα τους τίποτα να μη μένει
τις θέλει νάναι όμορφες ότι κακό κ'αν γένει.
Δεν άντεξαν οι λυγερές να 'ναι με τα καλά τους,
βγάλανε τα στολίδια τους και τα χρυσαφικά τους
βγάλανε τα τσαπράκια τους κι όλα τα ασημένια
βγάλαν και τα φουστάνια τους τα χιλιοκεντημένα.
Νυφούλες, δροσοστάλαχτες σαν των βουνών την αύρα
λύσανε τις πλεξούδες τους και ντύθηκαν τα μαύρα.
Φτάνει παιδιά, σηκώστε τους στην Εκκλησιά να μπούμε
γιατί δεν τους γνωρίζουμε για να τους μοιραστούμε.
Όλους μαζί τους βάλανε στης Εκκλησιάς τη μέση
τριγύρω ολάκερο χωριό και που να τους χωρέσει.
Εικοσιδυό (22) μετρήσανε κορμιά απανθρακωμένα
τα σκέπασαν με γυναικών μαλλιά ξεριζωμένα.
Αυτές δεν ήτανε σκηνές τούτου εδώ του κόσμου
ήταν σκηνές της κόλασης σκηνές του κάτω κόσμου.
Να, κ' η γλυκιά μας Παναγιά εκεί στην Άγια Πύλη
το πρόσωπο της σκέπασε μ'ολόμαυρο μαντήλι
να μη φανούν τα μάτια της που ήτανε δακρυσμένα
ένοχη σαν να ένιωθε μ'αυτά τα καμωμένα.
Γι'αυτούς που θυσιάζονταν για του Χριστού την πίστη
η Εκκλησιά δεν άντεξε συθέμελα εσίσθει.
Σάστισε η μεγαλόχαρη βουβή μαρμαρωμένη
γιατί δεν καταλάβαινε
πως ο θεός επέτρεψε τέτοιο κακό να γένει.
Στις δέκα (10) τ'αλωνάρη πέσαν οι αντριωμένοι
οι ψυχωμένοι του χωριού, οι πρώτοι, οι διαλεγμένοι
ψυχές που φτερουγίσανε με μια και μόνη ελπίδα,
μη ξεχαστούν απ'το χωριό κ'απ'τη γλυκιά Πατρίδα.
Η δόξα δεν είναι τυφλή, στεφάνια δε χαρίζει
αλλά μονάχη τα φορεί εκεί όπου αξίζει.
Στους ήρωες δεν φτάνουνε σάβανα και λιβάνια
γυναίκες πλέξτε τα μαλλιά, γυρίστε τα φουστάνια
σε αθανάτων κεφαλές πρέπουν χρυσά στεφάνια.
Μνήμα τρανό να στήσουμε να φτάνει ως τα ουράνια
όλη η Ελλάδα να θωρεί εδώ με περηφάνια.
Εδώ 'ναι τα Βλαχόπουλα του έθνους η ασπίδα
εδώ γνωρίζουμε καλά τι πάει να πει Πατρίδα
εδώ χτυπάει δυνατά της Ελλάδας η καρδιά.
Εδώ σε τούτο το χωριό φοβέρες δεν περνάνε
οι Βλάχοι στάχτη γίνονται, οχτρό δεν προσκυνάνε.
Κ' αλήθεια αστρίτσια γίνανε και πάντα αυτό το βράδυ
σαν πέσει η νύχτα κ'απλωθεί το μαύρο της σκοτάδι
πάνω απ'το Κεφαλόβρυσο σύννεφα δεν ζυγώνουν
να βλέπουν κάτω το χωριό και να το καμαρώνουν.
Κ'εμείς σαν θα κοιτάξουμε ψηλά τούτο το βράδυ
θα δούμε μάτια φωτινά να σχίζουν το σκοτάδι
θα δούμε αστέρια είκοσιδυό αντάμα να κοιτάνε
τον τόπο π'αγαπήσανε τον τόπο που πονάνε
γλυκά να λαμπιρίζουνε και να μας χαιρετάνε.
Ήθε, ποτέ μη χρειαστεί ξανά τέτοια θυσία
ήθε, στον κόσμο ολόκληρο Ειρήνη κ' Ευτυχία.
Μα αν χρειαστεί, το ξέρετε, είμαστε τα παιδιά σας,
όλοι μαζί θα τρέξουμε σε κάθε κάλεσμα σας,
απ'άκρη σ'άκρη οι χωριανοί κανένας δεν θα μείνει
πως το μαρτυρικό χωριό
τ'όμορφο Κεφαλόβρυσο
για την δική σας την ψυχή
για της Πατρίδας την τιμή
δεν θα διστάσει ούτε στιγμή και πάλι ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ να γίνει.