·
ΕΛΜΠΑΣΑΝ [Elbasan]
|
Χάρτης της επαρχίας Μετρών και Αθύρων |
Το Ελμπασάν βρίσκεται νοτιοδυτικά των Μετρών. Το
χωριό το συναντούμε με τις ονομασίες Αλβασάν, Ελβασάν,
Αλμπασάν και Ευάερο - λόγω του ωραίου του κλίματος. Το
χωριό έως σήμερα διατηρεί την ονομασία Elbasan. Έχει
κλίμα πολύ υγιεινό, γιατί είναι κτισμένο σε υψηλή
τοποθεσία,
σε
υψόμετρο 324 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.
Ο πληθυσμός του πριν την ανταλλαγή ήταν εξ ολοκλήρου
ελληνικός. Οι κάτοικοι του χωριού ασχολούνταν με τη
γεωργία και ειδικότερα την αμπελουργία.
Το Ελμπασάν παλαιότερα αποτελούσε αγρόκτημα [ τσιφλίκι]
ιδιοκτησίας Αλβανών που κατοικούσαν στην
Κωνσταντινούπολη. Ο Καλλισθένης Χουρμουζιάδης στη μελέτη
του, βασιζόμενος σε παραδόσεις, γράφει ότι το Ελμπασάν
στην αρχή ήταν αγρόκτημα του Απτή Μπέϊ και του Μουσταφά
Μπέϊ. από αυτούς αγόρασε το αγρόκτημα κάποιος Αρμένιος
ονόματι Χατζή Νερσές, ο οποίος το 1860 το πούλησε σε
Έλληνες από το Καβακλή της Βουλγαρίας, της Θεσσαλίας και
σε κάποιους Καραμανλίδες. Οι νέοι ιδιοκτήτες μετέτρεψαν
το τσιφλίκι σε χωριό. Πιθανότατα το χωριό ιδρύθηκε στις
αρχές του 18ου αιώνα.
Όσον αφορά την ονομασία του χωριού ο Αλμπασανιώτης
δάσκαλος Χρυσάφης Ιωαννίδης υποστήριζε ότι η προέλευση
του ονόματος του χωριού είναι λέξη αλβανική και την
απέδιδε στην υψηλή τοποθεσία του που δέχονταν τους
ανέμους από όλες τις κατευθύνσεις. Ο δάσκαλος Αθανάσιος
Παπαναστασίου αποδίδει την ονομασία Ελμπασάν στους
ιδιοκτήτες του αγροκτήματος, που κατάγονταν από το
Ελμπασάν της Αλβανίας. Στο ωραίο αυτό χωριό το
1863 ζούσαν 20 ελληνικές οικογένειες, ενώ το 1892 την
κοινότητα κοσμούσαν 53 οικίες. Μεγάλη αύξηση του
πληθυσμού έχουμε στις αρχές του 20ου αιώνα [1910-1912],
ζούσαν 1075 Έλληνες. Την περίοδο της ανταλλαγής
κατοικούσαν περισσότερες από 100 ελληνικές οικογένειες.
Με την αρωγή του επισκόπου Μετρών και Αθύρων Ζαχαρία
[1853-1861] οι κάτοικοι του Ελμπασάν ανέγειραν το 1853
μικρό ναό επ΄ ονόματι των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης.
Μεταξύ των δωρητών του ναού αναφέρεται και η Ελένη
Αρχιγένη, η οποία δώρισε μία ωραία εικόνα των αγίων του
ναού. Πριν από το έτος αυτό στο χωριό δεν υπήρχε ναός
και οι κάτοικοι εκκλησιάζονταν στο γειτονικό χωριό
Τσακήλι. Το 1855 προσέλαβαν δικό τους ιερέα χωρίς όμως
να πληρώνουν εμβατίκιο [χρήματα που κατέβαλε κάθε ιερέας
στον επίσκοπό του], γιατί το χωριό τους ήταν μικρό και
οι κάτοικοι δεν μπορούσαν να συντηρήσουν ιερέα. Ο ναός
είχε έσοδα από την πώληση των κεριών, τις εισπράξεις των
δίσκων, των ιεροπραξιών, καθώς και από τα ενοίκια των
χωραφιών και λιβαδιών, που είχε στην κατοχή του. Με τα
χρήματα που εισπράττονταν πληρώνονταν οι μισθοί των
δασκάλων και του νεωκόρου, συντηρούνταν φυσικά ο ναός
και γίνονταν κοινωφελή και φιλανθρωπικά έργα στην
κοινότητα.
|
|
Το αγίασμα
του
αγίου Παντελεήμονα σήμερα |
Στο Ελμπασάν υπήρχαν τρία αγιάσματα:
α. Των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης γιόρταζε στη μνήμη
των αγίων στις 21 Μαΐου.
Στο
Αλμπασάνι
γίνονταν πανηγύρι του αγίου Κωνσταντίνου, γιατί ήταν η
εκκλησία τους. Πολλοί χωριανοί
από το Τσακήλι πηγαίνανε
και γλεντούσανε πίνανε, χορεύανε, γυρίζανε στις βίζιτες
και το βράδυ έρχονταν πίσω στο χωριό.
β. Το αγίασμα της οσιομάρτυρος Παρασκευής ήταν κτισμένο
και θεράπευε τους ασθενείς που είχαν οφθαλμολογικά
προβλήματα. Γιόρταζε στις 26 Ιουλίου.
γ. Του αγίου Παντελεήμονος βρίσκεται νοτιοανατολικά του
χωριού μέσα σε παρεκκλήσι, το οποίο είναι σε μια
χαράδρα, ανάμεσα σε δέντρα.
Του Αγίου Παντελεήμονα (27 Ιουλίου) γίνονταν πανηγύρι
στο Αλμπασάνι και πολλοί χωριανοί πηγαίνανε, άλλοι για
τη χάρη και άλλοι για κέφι. Το αγίασμα ήταν έξω από το
χωριό κι όποιος ήταν άρρωστος, πήγαινε από βραδύς,
κοιμόταν εκεί για να τον πιάσει η χάρη.
Σήμερα το αγίασμα είναι εγκαταλειμμένο στην τύχη του.
Σώζεται ακόμα επιγραφή του που γράφει το έτος 1921,
πιθανόν το έτος αυτό να ανοικοδομήθηκε το αγίασμα. Οι
Τούρκοι κάτοικοι του χωριού δείχνουν ιδιαίτερο σεβασμό
στο αγίασμα και έχει θεραπευτικές ιδιότητες. Το αγίασμα
είναι γνωστό και στα γύρω χωριά της επαρχίας. Το
επισκέπτονται πολλοί Τούρκοι καθώς και Έλληνες από την
Ελλάδα. Οι προσκυνητές ανάβουν κεριά, πλένονται με το
αγίασμα και κάνουν διάφορα τάματα. Στον περίβολο του
αγιάσματος οι πιστοί συνηθίζουν στα κλαδιά των δέντρων
να δένουν κορδέλες [κουρελάκια]. Υπάρχουν ακόμα πιστοί
που πλένονται ντυμένοι με αγίασμα, μάλιστα στο τέλος
αφήνουν τα βρεγμένα ρούχα τους. Όταν πλησιάζουν το
αγίασμα μιλάνε μόνο ελληνικά για να αναπαυθεί το πνεύμα
του αγίου, γιατί ο άγιος μπορεί να τους τιμωρήσει.
Στην περιοχή κυκλοφορεί μια ιστορία για μια ηλικιωμένη
Ρωμιά που ζούσε έως το 1989 κοντά στο αγίασμα και
έβγαινε μόνο τα βράδια. Η γυναίκα γνώριζε μόνο ελληνικά
και διάβαζε τους αρρώστους που επισκέπτονταν το αγίασμα.
Η γυναίκα αυτή την περίοδο της ανταλλαγής [1924] δεν
έφυγε μαζί με τους κατοίκους του χωριού και ίσως να
κρύφτηκε στο αγίασμα ή να ήταν πολύ πιστή ή αφιερωμένη
από τους γονείς της στον άγιο Παντελεήμονα γι αυτό και
την άφησαν εκεί. Μετά την αναχώρηση των Ελλήνων
εγκαταστάθηκαν εκεί Τούρκοι πρόσφυγες από την Ελλάδα που
γνώριζαν την ελληνική γλώσσα. Οι νέοι κάτοικοι ίσως
βοήθησαν να μείνει η γυναίκα στο χωριό χωρίς να
αντιμετωπίζει προβλήματα και την εξυπηρετούσαν. Το
γεγονός ότι ήταν κρυμμένη κάπου κοντά στο αγίασμα και
έβγαινε μόνο τα βράδια ενισχύει την ελληνική καταγωγή
της και πολύ περισσότερο θα φοβόταν να μην την απελάσουν
στην Ελλάδα και εγκαταλείψει το αγίασμα.
Οι Τούρκιοι κάτοικοι του χωριού και των γύρω χωριών
διηγούνται πολλές θαυματουργές ιστορίες του αγιάσματος
και αναφέρουν πολλά θαύματά του. Στο αγίασμα όταν πάει
κάποιος ασθενής κακοπροαίρετα ή άπιστος, δεν πρόκειται
να θεραπευθεί γιατί μόλις πλησιάσει την πηγή απ΄όπου
αναβλύζει το αγίασμα παρουσιάζονται δυο φίδια και δεν
του επιτρέπουν να πάρει αγίασμα.
Όσον αφορά την εκπαίδευση της κοινότητας το 1872/1873
αναφέρεται η λειτουργία
γραμματοδιδασκαλείου στο νάρθηκα του ναού, ενώ
προβλεπόταν μηνιαίος μισθός διδάσκοντος, που ανερχόταν
στο ποσό των 160 γροσίων. Το 1892 λειτουργούσε μια σχολή
με 40 μαθητές και 18 μαθήτριες και ένα δάσκαλο. Στις
αρχές του 20ου αιώνα αυξήθηκε κατά πολύ ο ελληνικός
πληθυσμός της κοινότητας με αποτέλεσμα να μην επαρκεί το
σχολικό οίκημα για την εξυπηρέτηση των μαθητών. Το
παλαιό σχολείο ήταν ισόγειο με μια μεγάλη αίθουσα και
δύο μικρά κελλιά, δεν υπήρχαν θρανία και οι μαθητές
κάθονταν σε ψάθες. Στις 28 Ιουνίου του 1901 το
Οικουμενικό Πατριαρχείο κατόρθωσε να αποσπάσει από την
Οθωμανική κυβέρνηση αυτοκρατορικό φιρμάνι για την
ανοικοδόμηση νέου σχολείου. Το 1901 με την ανέγερση του
νέου σχολείου προσέλαβαν ένα δάσκαλο και μία δασκάλισσα.
Το 1902 λειτουργούσε το νέο σχολείο με ένα δάσκαλο και
60 μαθητές. το 1910 ήταν μια τετρατάξια δημοτική σχολή
αρρένων, στην οποίαν δίδασκε ένας δάσκαλος και μία
τριτάξια δημοτική σχολή θηλέων, στην οποίαν δίδασκε μία
διδασκάλισσα. Δεν γνωρίζουμε τον αριθμό των μαθητών.
Στην κοινοτική σχολή δίδαξαν οι γνωστοί και αξιόλογοι
δάσκαλοι: Μιχαήλ Παπαδόπουλος, Χρήστος Τζιβανόπουλος,
Χρυφάφης Ιωαννίδης, Αθανάσιος Παπαναστασίου κ.α.
|
|
Το
Ελμπασάν σήμερα |
Οι κάτοικοι της κοινότητας μετά την ανταλλαγή αναχώρησαν
για την ελλάδα.
Τον Αύγουστο του 1924, οι 80 περίπου
οικογένειες, από το χωριό Ελμπασάν, ήρθαν και
εγκαταστάθηκαν ως πρόσφυγες στο χωριό Μεσιά
του νομού Κιλκίς.
Μαζί τους μετέφεραν το καμπαναριό
της εκκλησίας με πολλές δυσκολίες και ταλαιπωρίες,
καθώς και πλήθος εικόνων, οι οποίες
διατηρούνται μέχρι σήμερα.
Σήμερα το χωριό
Elbasan έχει 758 κατοίκους που είναι Τούρκοι
πρόσφυγες από την Ελλάδα. Ασχολούνται κυρίως με τη
γεωργία και την κτηνοτροφία.
Σώζονται το σχολείο, παλαιές ελληνικές γειτονιές με
οικίες, μία δεξαμενή με κρήνη και το αγίασμα του αγίου
Παντελεήμονα.
Αυτοί που κατοικούσαν παλαιότερα στο χωριό Μπαμπάκιοϊ ή
Μεσιά δεν ήταν 'Ελληνες, αλλά Βουλγαρόφωνοι και Τούρκοι.
Αυτοί ήταν οι μόνιμοι κάτοικοι του τόπου. Τον Σεπτέμβριο
του έτους 1923 ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στο χωριό αυτό
Έλληνες από την Κομοτηνή, περίπου 45 οικογένειες. Αυτούς
τους αποκαλούσαν "Κουμπουρλιώτες". Οι Έλληνες θεωρήθηκαν
ως ανταλλάξιμοι και γι'αυτό αποκαταστάθηκαν στα σπίτια
των Τούρκων οι οποίοι εγκατέλειψαν το χωριό και έφυγαν
στην Τουρκία. Τον Αύγουστο του 1924, 80 περίπου
Ελληνικές οικογένειες, από την Ανατολική Θράκη και
συγκεκριμμένα από το χωριό Ελμπασάν, ήρθαν και
εγκαταστάθηκαν εδώ ως πρόσφυγες. Οι νέοι κάτοικοι αποκαταστάθηκαν
αμέσως με τη βοήθεια του Κράτους, από μια επιτροπή
αποκαταστάσεων προσφύγων, της οποίας μέλος ήταν και ο
Αλέξανδρος Βυζάντιος, Δάσκαλος του χωριού.
Η αποκατάσταση έγινε δύο μήνες αργότερα, οπότε οι
Βούλγαροι εγκατέλειψαν τα σπίτια και τα κτήματά τους, τα
οποία πήραν μόνιμα πια οι 'Ελληνες.
Ώς προς την καλλιέργεια και την εκμετάλλευση της
γής, πριν την αποκατάσταση,
έχουμε να σημειώσουμε τούτο, οτι τα κτήματα τα
εξουσίαζαν οι μπέηδες. Ολόκληρο το χωριό το διοικούσαν
δύο Μπέηδες. 'Ετσι όλα τα κτήματα ήταν των δύο και οι
υπόλοιποι Βούλγαροι και Τούρκοι εργάζονταν γι΄αυτούς.
Για να τους ικανοποιούν κάπως, τα εισοδήματα τα έπαιρναν
από μισά. Ως επιστάτης των
Μπέηδων ήταν ο Αλέξανδρος Βυζάντιος, ο οποίος έκανε τις
εισπράξεις από τους Βουλγάρους και τη μερίδα των Μπέηδων
την πουλούσε όπου έβρισκε. Τα χρήματα τα συγκέντρωνε και
τα παρέδιδε στους Μπέηδες.
Μετά από την τελική αποκατάσταση των προσφύγων,
αμέσως έγινε η διανομή των χωραφιών εξ ίσου σε όλους
τους πρόσφυγες, οι οποίοι άρχισαν να καλλιεργούν λίγα
στρέμματα στην αρχή, κατόπιν περισσότερα κ.λ.π. Ο
μεγάλος αυτός περιορισμός, για την καλλιέργεια των
χωραφιών, οφείλεται στο ότι δεν υπήρχαν χαντάκια
(κανάλια) για να αποστραγγίζονται τα νερά, τα οποία
παρέμεναν στάσιμα και λιμνάζοντα. Ο ποταμός Αξιός
πλημμύριζε συνεχώς και πολλές φορές έφθανε ως το χωριό.
'Ετσι όλα τα χωράφια γέμιζαν νερά και παρέμεναν
ακαλλιέργητα. Συνήθως το καλοκαίρι συνέβαινε και κάτι το
πολύ τραγικότερο. Κατά το θέρος
τα δεμάτια ήταν βαλμένα στις θημωνιές μέσα στα χωράφια.
'Εβρεχε και το νερό παράσερνε τα δεμάτια στον Αξιό, ο
οποίος τα μετέφερνε προς τα κάτω, μέχρι την Χαλκηδόνα.
Με λίγα λόγια οι καταστροφές ήταν μεγάλες και πολλές,
μέχρι το έτος 1928-29, όταν έγινε το ανάχωμα και τα
αποστραγγιστικά έργα, από την εταιρεία
Φαουντέσιον. Τα αποστραγγιστικά έργα συντέλεσαν στο να
περιορίσουν οι κάτοικοι τα νερά του Αξιού και να
ανοιχθούν μεγαλύτερες εκτάσεις για καλλιέργεια. Από τότε
πραγματοποιήθηκαν άλλα μικρότερα κανάλια, τα οποία και
σήμερα ακόμη υποβοηθούν την καλλιέργεια των χωραφιών.
Σήμερα τον κάμπο του χωριού διασχίζουν τρεις
μεγάλοι αποστραγγιστικοί τάφροι, με μικρότερες
διακλαδώσεις, οι οποίες στραγγίζουν όλα τα νερά των
χωραφιών.
'Ολοι
οι κάτοικοι ασχολούνταν με την καλλιέργεια του
αραβοσίτου και την κτηνοτροφία. Το στάρι δεν είχε και
τόση απόδοση, γιατί η ποικιλία ήταν τέτοια, που δεν
ευδοκιμούσε στα τότε χωράφια του τόπου αυτού. Αργότερα
εισήχθηκαν νέες ποικιλίες και η καλλιέργεια του σταριού
έγινε ως το μόνο παραγωγικό προϊόν. Λοιπόν οι κάτοικοι
καλλιεργούσαν σιτηρά, βαμβάκια και οπωρικά. Η βλάστηση
δεν ήταν πολύ αναπτυγμένη, επειδή υπήρχαν πολλά
λιμνάζοντα ύδατα. Στην αρχή οι κάτοικοι καλλιεργούσαν
λίγα στρέμματα βαμβακιού. Κατόπιν
λόγω της μεγάλης ζήτησης του βαμβακιού και κατά τα έτη
1937-38 επεκτάθηκε η καλλιέργεια κατά το ένα τέταρτο της
καλλιεργήσιμης γης. Η καλλιέργεια
του βαμβακιού εισήχθηκε το έτος 1936. Σήμερα μπορούμε να
πούμε, οτι ως μοναδική απασχόληση των κατοίκων είναι η
βαμβακοκαλλιέργεια. Τα δε υπόλοιπα προϊόντα μπορούν να
λογαριασθούν ως βοηθητικά. Η όλη αυτή μετατροπή και
αλλαγή του τρόπου ζωής των κατοίκων, οφείλεται στην
αξιοποίηση του εδάφους με την συστηματική καλλιέργεια
και με τις υπόγειες αρδεύσεις. Από όλα σχεδόν τα χωράφια
εξάγεται νερό και η τεχνική βροχή αντικαθιστά τη φυσική.
Το έδαφος της περιοχής είναι αργυλοαμμώδες και κοντά
στις όχθες του ποταμού Αξιού αμμοαργυλώδες.
Το χωριό Μεσιά μέχρι το 1950 ήταν προσαρτημένο στην
Κοινότητα του Αγίου Πέτρου. Δηλαδή μαζί με τον Άγιο
Πέτρο αποτελούσαν μία Κοινότητα. 'Ομως το έτος 1950,
μετά από ενέργειες των κατοίκων του χωριού και προπαντός
επειδή πια ήταν αναγκαίο το χωριό να αποτελέσει αυτοτελή
Κοινότητα, αποσπάσθηκαν και δημιούργησαν νέα Κοινότητα,
με Κοινοτάρχη, Ιερέα και Δάσκαλο. Στη θέση όπου σήμερα
υπάρχει η εκκλησία του χωριού, υπήρχε το μοναστήρι των
Τούρκων. 'Ετσι το παλιό Τούρκικο τζαμί μετατράπηκε σε
Χριστιανική εκκλησία με την προσθήκη του ιερού.
Το πότε κτίσθηκε η εκκλησία αυτή, είναι άγνωστο
και στους κατοίκους και στους γείτονες του χωριού.
Πήρε πάντως την ονομασία του Αγίου Κωνσταντίνου
και της Αγίας Ελένης. Δυτικά της σημερινής εκκλησίας
υπήρχε μεγαλοπρεπές τζαμί, επιχρισμένο και καλά
τακτοποιημένο, το οποίο κατεδάφησαν οι χωρικοί και τα
υλικά χρησιμοποιήθηκαν για την ανέγερση του κτιρίου του
νέου Σχολείου. Σύμφωνα με την αλήθεια αυτή λέγεται οτι η
σημερινή εκκλησία ουδέποτε χρησιμοποιήθηκε από τους
Τούρκους ως τζαμί.
Το οικόπεδο της εκκλησία περιβάλετο από έναν
τοίχο με πολεμίστρες. Στο εσωτερικό του περιβόλου
υπήρχαν πολλοί και διάφοροι πήλινοι σωλήνες. Μπροστά από
τον περίβολο υπήρχε η είσοδος της εκκλησίας με κολώνες,
των οποίων οι βάσεις ήταν μαρμάρινες πλάκες. Ο τρούλος
της εκκλησίας καλυπτόταν με πλάκες μολύβδου, σχήματος
κώνου. Το καμπαναριό της εκκλησίας το μετέφεραν
οι πρόσφυγες από την Θράκη, με πολλές δυσκολίες και
ταλαιπωρίες. 'Ετσι μετέφεραν και πλήθος εικόνων, οι
οποίες διατηρούνται μέχρι σήμερα. Στην σημερινή εκκλησία
μαζευόντουσαν μια φορά το χρόνο οι Τουρκαλάδες από τα
διάφορα χωριά, από τον Εύρωπο ο οποίος ονομάζονταν τότε
Ασικλάρ, από τον Φανό, που ονομάζονταν τότε Μαγιαντά και
έσφαζαν (Κουρμπάνια) μοσχάρια και κριάρια και τα
έτρωγαν. Μέσα στον ναό υπήρχαν δύο μνήματα, δηλαδή δύο
τάφοι μεγάλων αντρών. Στον περίβολο της εκκλησίας
ανακαλύφθηκε τάφος Τούρκου αξιωματικού του Ομέρ Πασά,
Καρυϊνή, δηλαδή του στρατηγού Ομέρ Πασά με την σύζυγό
του.
Παλαιότερα ως Σχολείο χρησιμοποιούνταν το
σημερινό Κοινοτικό κατάστημα του χωριού, το οποίο
κτίσθηκε το 1911, από τους κατοίκους του χωριού. Από το
έτος 1924 ως Δάσκαλος του χωριού ήταν ο Αλέξανδρος
Βυζάντιος, ο οποίος διορίσθηκε το 1920 και διετέλεσε
μέχρι το έτος 1942. Από το 1924 το Σχολείο λειτουργούσε
κανονικά, με 60-80 μαθητές. Κατά την οριστική διανομή
των χωραφιών, παραχωρήθηκε στη Σχολική Εφορεία,
γεωργικός κλήρος, για ενίσχυση του σχολικού ταμείου. Το
1930 κτίσθηκε το νέο Σχολείο από την Σχολική Επιτροπή
και με τις προσπάθειες των κατοίκων και έτσι μπήκαν τα
πρώτα θεμέλια το 1931. Το 1936
πραγματοποιήθηκε το κτίσιμο της μιας
αίθουσας από τα ενοίκια του
Σχολικού κλήρου. Παραπλεύρως του αρχαιοτάτου τζαμιού
υπήρχαν και παλιά Τούρκικα λουτρά. Ήταν ένα μεγάλο
κτίριο μέ τέσσερις τρούλους, ακριβώς εκεί που είναι
σήμερα η οικοδομή του Γεωργίου Μπάκα. Το τζαμί, το
μοναστήρι και τα λουτρά αποδεικνύουν οτι υπήρχε μεγάλο
κέντρο Τουρκισμού. Τέλος το έτος 1960, έγινε το υπόλοιπο
μισό του Σχολείου και έτσι τελειοποιήθηκε το νέο Σχολειο
με κρατική βοήθεια.
Η ύδρευση του χωριού γίνονταν από πηγάδια και από
παλιά υδραγωγεία (Τουρκικά
προφανώς), αλλά καταστραμμένα, λόγω των πολεμικών
γεγονότων. Στη μέση της πλατείας υπήρχε
μία κρήνη λιθόστρωτη και μία ακόμη Νότια της σημερινής
εκκλησίας. Το 1927-28 ο εποικισμός με προσωπική εργασία
των κατοίκων κατασκεύασε το υδραγωγείο, από Εύρωπο μέχρι
τη Μεσιά, και έτσι δημιουργήθηκαν
δύο κρήνοι. Ενας μέσα στην εκκλησία και ο άλλος στην
πλατεία. Παλαιότερα δεν υπήρχε
καθόλου νερό. Μόνο στο Βόρειο τμήμα υπήρχε το υδραγωγείο
απ' όπου έτρεχε λίγο νερό. Από εκείνο το υδραγωγείο
τροφοδοτούνταν όλο το χωριό. Μέσα στο χωριό, δεν υπήρχαν
δρόμοι για επικοινωνία των κατοίκων.
Πολύ αργότερα πραγματοποιήθηκε ο Δημόσιος δρόμος
(Αγίου Πέτρου-Ευρώπου) από τον Νομάρχη Δρέλλιο.
Στο κτίριο του Δημοτικού Σχολείου του χωριού
σήμερα στεγάζεται ο Πολιτιστικός Περιβαλλοντικός
Σύλλογος Μεσιάς «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΒΥΖΑΝΤΙΟΣ» ο οποίος έχει
πάρει το όνομά του από τον πρώτο δάσκαλο του χωριού
,απόφοιτο της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης ο οποίος
έπαιξε και τον πρωτεύοντα ρόλο στο να διωχθούν οι
βούλγαροι από την περιοχή. Η προσπάθεια των τελευταίων
ετών από το Σύλλογο είναι να αναβιώσει πιστά τα έθιμα
της Θράκης που είναι πολλά ιδιαίτερα αυτά της Άνοιξης
που ξεκινούν την 1η Μάρτη με το έθιμο της Χελιδόνας και
ακολουθούν τα Πασχαλινά όπως οι Λαζαρίνες το Σάββατο του
Λαζάρου,το κάψιμο του Οβριού-Ιούδα τη Μ. Παρασκευή,ο
Κλείδωνας τον Ιούνιο αλλά και τα δύο πανηγύρια του
χωριού στις 21 Μαΐου και 27 Ιουλίου και τα
Χριστουγεννιάτικα όπου τα κάλαντα έχουν την τιμητική
τους. Στο Σύλλογο επίσης λειτουργεί τμήμα χορευτικό
παραδοσιακό της Θράκης καθώς και σύγχρονο λαΐκό ενώ στον
ίδιο χώρο στεγάζεται και το θεατρικό εργαστήρι του Δήμου
μας. Επίσης πλήθος προγραμμάτων και δραστηριοτήτων
λαμβάνουν χώρο σε συλλογικά πλαίσια όπως αυτό της
ζωγραφικής και του παραδοσιακού χειροποίητου κοσμήματος.
|