προηγούμενη επόμενη

Αρχαία ελληνική μυθολογία

ΗΡΑΚΛΗΣ

Πολιορκία Πάρου και εκστρατεία στη Μυσία εναντίον των Βεβρύκων. Τροία και Ησιόνη. Υποταγή Θρακών. Θάσος και Τορώνη.

Ο Ηρακλής αντιμετωπίζει το κήτος που απειλεί την Ησιόνη. Μελανόμορφη κύλικα, περίπου 540 π.Χ.



 

58 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17

Στην Πάρο και στη Μυσία εναντίον των Βεβρύκων

Καθώς ταξίδευε ο Ηρακλής, με ένα πλοίο μόνο, έχοντας μαζί του συντρόφους εθελοντές προσορμίστηκε στο νησί της Πάρου που το κατοικούσαν οι γιοι του Μίνωα Ευρυμέδοντας, Χρύσης, Νηφαλίωνας και Φιλόλαος. Δύο από τους συντρόφους του που κατέβηκαν από το πλοίο στη στεριά συνέβη να πεθάνουν από το χέρι των γιων του Μίνωα. Αγανακτισμένος από τον θάνατό τους, ο Ηρακλής τους σκότωσε ευθύς αμέσως, ενώ τους υπόλοιπους κατοίκους τούς απέκλεισε και τους πολιορκούσε, μέχρι που αυτοί έστειλαν πρέσβεις παρακαλώντας τον να πάρει δύο από αυτούς, όποιους θα διάλεγε αυτός, σε αντάλλαγμα για τους δύο που είχαν σκοτωθεί. Τότε ο Ηρακλής έλυσε την πολιορκία και, αφού πήρε μαζί του τους γιους του Ανδρόγεου, γιου του Μίνωα, τον Αλκαίο και τον Σθένελο, έφτασε στη Μυσία όπου και φιλοξενήθηκε από τον Λύκο, τον γιο του Δασκύλου. Και σε μια μάχη με τον βασιλιά των Βεβρύκων, ο Ηρακλής βοήθησε τον Λύκο και σκότωσε πολλούς, μαζί μ’ αυτούς και τον βασιλιά τους Μύγδονα, αδελφό του Άμυκου. [35] Και αποσπώντας μεγάλη έκταση από τη γη των Βεβρύκων την έδωσε στον Λύκο· και αυτός αποκάλεσε όλη εκείνη την περιοχή Ηράκλεια.

Στην Τροία (α’ φάση). Το κήτος και η Ησιόνη

Έτυχε τότε η πόλη να υποφέρει από την οργή του Απόλλωνα και του Ποσειδώνα για τους εξής λόγους: Όταν ο Ποσειδώνας και ο Απόλλωνας, μαζί με την Αθηνά και την Ήρα, συνωμότησαν, για να δέσουν χειροπόδαρα τον Δία με σιδερένιες αλυσίδες και να τον κρεμάσουν από τον ουρανό, εκείνος, αφού λύθηκε, τους επέβαλε δουλική υπηρεσία με τη μορφή θνητών για έναν χρόνο στον βασιλιά των Τρώων Λαομέδοντα. Ο θνητός βασιλιάς ζήτησε από τους θεούς να τειχίσουν την πόλη· και οι δυο θεοί, ή μόνο ο Ποσειδώνας και ο Αιακός, έκαναν τη δουλειά, ενώ ο Απόλλωνας έβοσκε τα κοπάδια του βασιλιά στο βουνό Ίδη. Είτε με τη μία εκδοχή είτε με την άλλη ο Λαομέδοντας αρνήθηκε να τους δώσει την αμοιβή που είχαν συμφωνήσει, [36] μάλιστα τους απείλησε ότι θα τους έκοβε τα αυτιά και θα τους πουλούσε δούλους. [Εικ. 1, 2, 3, 4] Και ο μεν Απόλλωνας έστειλε λοιμό στην πόλη, ο δε Ποσειδώνας ένα αμφίβιο τέρας (κῆτος) που με την υπερχείλιση των υδάτων έβγαινε στον κάμπο και άρπαζε τους ανθρώπους. Και καθώς οι χρησμοί όριζαν ότι η χώρα θα απαλλαχτεί από τη συμφορά αν ο Λαομέδοντας προσφέρει την κόρη του Ησιόνη βορά στο κήτος, αυτός την πρόσφερε αφήνοντάς τη δεμένη στους βράχους κοντά στην ακτή. Όταν ο Ηρακλής την είδε εκτεθειμένη, υποσχέθηκε να τη σώσει αν πάρει ως αμοιβή από τον Λαομέδοντα τα άλογα που του είχε δώσει ο Δίας σε αντάλλαγμα για την αρπαγή του Γανυμήδη. [37] Όταν ο Λαομέδοντας έδωσε τον λόγο του, εκείνος σκότωσε το κήτος και έσωσε την Ησιόνη. Και καθώς ο βασιλιάς δεν ήθελε να του δώσει την υπεσχημένη αμοιβή, ο Ηρακλής, αφού απείλησε με πόλεμο την Τροία, ότι δηλαδή θα επέστρεφε κάποια μέρα και θα καταλάμβανε την πόλη (β’ φάση της εκστρατείας), ανοίχθηκε στη θάλασσα. [38] [Εικ. 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17] Η ιστορία παραδίδεται από τον Όμηρο και πρέπει να είναι παλαιότερη του ποιητή. Στην τέχνη η πρώτη παράσταση του θαλάσσιου τέρατος της Τροίας είναι σε κορινθιακό αγγείο  (περίπου 560 π.Χ.). Ο Ηρακλής ρίχνει βέλη και η Ησιόνη, αντίθετα προς τον μύθο που τη θέλει δεμένη, πετάει πέτρες. Το κεφάλι του τέρατος ξεπροβάλλει από έναν βράχο με τη μορφή κρανίου, ίσως καμηλοπάρδαλης, [39] ενώ συνήθως στην ελληνική τέχνη ένα θαλάσσιο τέρας παριστάνεται σαν μεγάλο ψάρι με κεφάλι λιονταριού και ορθάνοιχτο στόμα.

Και στην περίπτωση του κήτους της Τροίας ο ιστορικός του 4ου αι. π.Χ. Παλαίφατος δίνει μια ορθολογιστική ερμηνεία, καθώς θεωρεί ότι είναι εξωπραγματικό άνθρωποι να κάνουν συμφωνία με ψάρια. Απέδωσε, λοιπόν, το όνομα «Κήτων» σε ένα σπουδαίο και πανίσχυρο βασιλιά που με το ναυτικό του λεηλατούσε τις παραθαλάσσιες πόλεις της Μ. Ασίας. Αυτές του πλήρωναν φόρο, τον λεγόμενο «δασμό», που δεν αποτελούνταν από νομίσματα αλλά από αγαθά —άλογα, βόδια, κοπέλες. Όταν οι πόλεις δεν τελούσαν τις υποχρεώσεις τους, ο Κήτων, που οι βάρβαροι τον αποκαλούσαν «Κήτος», κατέστρεφε με το ναυτικό του τις πόλεις που δεν ήταν συνεπείς στην υποχρέωση του φόρου. Όταν ο Ηρακλής έφτασε εκεί μαζί με τους Αργοναύτες, ο βασιλιάς Λαομέδων πλήρωσε τον Ηρακλή για να τους βοηθήσει. Κι εκείνος ένωσε τον στρατό του με τον στρατό του Τρώα βασιλιά και αντιμετώπισε το «Κήτος» που είχε αποβιβαστεί και ετοιμαζόταν να προχωρήσει στην ενδοχώρα λεηλατώντας. Έτσι σκοτώθηκε ο Κήτος.

Στη Θράκη, τη Θάσο, την Τορώνη. Ολοκλήρωση του άθλου

Γυρνώντας από την Τρωάδα προσέγγισε την Αίνο της Θράκης, όπου φιλοξενήθηκε από τον βασιλιά της Πόλτη, γιο του Ποσειδώνα. Αποπλέοντας στην ακτή της Αίνιας σημάδεψε με το τόξο του τον αδελφό του Πόλτη Σαρπηδόνα και τον σκότωσε, γιατί, σε αντίθεση με τον αδελφό του, ήταν ακόλαστος. Και φτάνοντας στη Θάσο, αφού υπέταξε τους Θράκες που την κατοικούσαν, την παρέδωσε στον Αλκαίο και τον Σθένελο, τα παιδιά του Ανδρόγεου και εγγονούς του Μίνωα, τους οποίους είχε πάρει μαζί του ως ομήρους από την Πάρο. (Βλ. Θάσος) Από τη Θάσο απέπλευσε για την Τορώνη, όπου πάνω σε πάλη σκότωσε τους γιους του Πρωτέα, γιου του Ποσειδώνα, Πολύγονο και Τηλέγονο, που τον προκάλεσαν να παλέψουν, καθώς δεν άφηναν ξένο ζωντανό να πατήσει τα μέρη τους. [40] Τέλος, έφερε τη ζώνη στις Μυκήνες και την παρέδωσε στον Ευρυσθέα.

Τεχνικά έργα σε Τέμπη και Βοιωτία

Ο Διόδωρος αναφέρεται σε ένα τεχνικό έργο που έκανε ο Ηρακλής στην περιοχή των Τεμπών πριν ακόμη από αυτό που έκανε στα ακρωτήρια της Λιβύης και της Ιβηρικής.

Στην περιοχή δηλαδή των Τεμπών, όπου η χώρα είναι πεδινή σε μεγάλη έκταση και λιμνάζει, άνοιξε μια διώρυγα στην άκρη της πεδιάδας και διοχέτευσε όλο το νερό της λίμνης, ώστε εμφανίστηκαν οι πεδιάδες της Θεσσαλίας κατά μήκος του Πηνειού ποταμού. Στη Βοιωτία αντίθετα έφραξε το ρεύμα που κυλάει κοντά στον Ορχομενό των Μινυών και μετέβαλε τη χώρα σε λίμνη [εννοείται η Κωπαΐδα] με αποτέλεσμα να αφανιστεί όλη η περιοχή. Αλλά το έργο που έκανε στη Θεσσαλία αποσκοπούσε στην ωφέλεια των Ελλήνων, ενώ στη Βοιωτία συνιστούσε μια τιμωρία των Μινυών που είχαν υποδουλώσει τους Θηβαίους. (Διόδ. Σ. 4.18.6-7)





[35] Ο Άμυκος, βασιλιάς των Βεβρύκων στην περιοχή του Βοσπόρου, φύλαγε την πηγή και όποιος ήθελε νερό έπρεπε να πυγμαχήσει μαζί του. Ο νικημένος γινόταν σκλάβος του νικητή. Πάλεψε με τον Πολυδεύκη και μετά την ήττα του αναγκάστηκε να αφήσει το νερό ελεύθερο και για τους ξένους.

[36] Πρβ. Όμ., Ιλ. Η, 452 κ.ε., Φ 441-57.

[37] Τα άλογα αυτά τα είχε δώσει ο Δίας στον πατέρα του Λαομέδοντα Τρώα, που είχε χτίσει την πόλη και της είχε δώσει το όνομά του. Ο Γανυμήδης ήταν γιος του, και αδελφός του Λαομέδοντα, και τα άλογα που του χάρισε ο Δίας ήταν αθάνατα.

[38] Την υπόσχεση αυτή κράτησε αργότερα ο Ηρακλής.

[39] Η Andrienne Mayor στο βιβλίο της The First Fossil Hunters (2000) θεωρεί ότι η απεικόνιση αυτή με τον συγκεκριμένο τρόπο οφείλεται στην ύπαρξη απολιθωμάτων που προεξείχαν από την ακτογραμμή ή σε γκρεμούς στις ακτές του Αιγαίου· το ίδιο και στην ακτή της Τρωάδας και στα γύρω νησιά. Για τα τέρατα που λυμαίνονταν τη χερσόνησο την εποχή του Τρωικού πολέμου πιστευόταν ότι αναδύονταν από σπηλιές στο νησί Τένεδος απέναντι από την Τροία και ότι εξαφανίζονταν στη συνέχεια στη γη. Αυτά τα τέρατα πρέπει να ήταν το πρότυπο του φιδιού που επιτέθηκε στον Λαοκόωντα και τους γιους τους. Η απεικόνιση του τέρατος στο αγγείο από την Κόρινθο υποδεικνύει ότι ο καλλιτέχνης γνώριζε τις απαρχές της ιστορίας ή/και είχε ακούσει τις ιστορίες ναυτικών για πλάσματα κατά μήκος της ακτής, παρόμοια με λείψανα τεράτων. H Mayor ταυτίζει το κρανίο με απολίθωμα καμηλοπάρδαλης του Μειόκαινου, όπως αυτά που βρέθηκαν στη Σάμο, νότια από την υποτιθέμενη έδρα του τέρατος, χωρίς βέβαια ο καλλιτέχνης να επιδιώκει ένα ακριβές σχεδίασμα παρά μια νοητή προσέγγιση με βάση τα κρανία βοοειδών και αλόγων με τα οποία ήταν οπωσδήποτε εξοικειωμένος. (John Boardman, Η αρχαιολογία της νοσταλγίας Πώς οι αρχαίοι Έλληνες αναπαρέστησαν το μυθικό παρελθόν τους. Μετ. Βάσω Δημητρίου, επιμ. Μιχάλης Κοκολάκης. Αθήνα: Πατάκης 2007, σ. 35-36).

[40] Λυκ., Αλεξ. 124. Απολλόδ. 2.5.9 και 15. Κόνων 26 F1 XXXII.