προηγούμενη επόμενη

Αρχαία ελληνική μυθολογία

ΗΡΑΚΛΗΣ

Εκπολιτισμός λαών και τόπων (Κρήτη, Λιβύη, Λιγηρία, Τυρρηνία, Σικελία). Μάχη με τέρατα, γίγαντες, ληστές

Ο κόμπος του Ηρακλή. Τμήμα από χρυσό διάδημα με τον κόμπο του Ηρακλή, από τον Τάραντα, περίπου 320-280 π.Χ.



 

1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 18 19 20 21 22 23 24 25

Τα στοιχεία του δέκατου άθλου του Ηρακλή —μετάβαση στην «κόκκινη χώρα» του δύοντος ήλιου, στο έσχατο σημείο του κόσμου, τα κοκκινότριχα βόδια, ο βοσκός του Άδη Μενοίτης, το δικέφαλο σκυλί— συνθέτουν την εικόνα της μετάβασης στον Κάτω Κόσμο. Άλλωστε ο Εκαταίος (FgrHist 1 F 26) τοποθετεί το επεισόδιο στην Αμβρακία, κοντά στην Αχερουσία λίμνη, όπου και νεκρομαντείο και είσοδος στον Κάτω Κόσμο. Από την άλλη πλευρά, ο Διόδωρος κάνει μια πιο ορθολογιστική / ιστορική αφήγηση του μύθου. Επρόκειτο, λέει, για εκστρατεία που, επειδή απαιτούσε προετοιμασία και πολλές και σκληρές δοκιμασίες, έκανε τον Ηρακλή να συγκροτήσει πολυπληθές και αξιόμαχο εκστρατευτικό σώμα, για να αντιμετωπίσει τον βασιλιά Χρυσάορα, τον χρυσοσπάθη, και τους τρεις γιους του που διακρίνονταν για τη σωματική ρώμη και τα πολεμικά κατορθώματά τους αλλά και τις στρατιωτικές δυνάμεις που διέθεταν από πολεμικές φυλές. Εξάλλου, γι’ αυτό ο Ευρυσθέας του επέβαλε τον συγκεκριμένο άθλο, γιατί ήταν πεπεισμένος ότι μια εκστρατεία εναντίον τους δεν είχε πολλές ελπίδες επιτυχίας. Αλλά ο Ηρακλής οργανώθηκε καλά, έφερε τις δυνάμεις που συγκέντρωσε στην Κρήτη που υπήρξε το ορμητήριό του γι’ αυτή την εκστρατεία. Από ευγνωμοσύνη στους κατοίκους και για τη δόξα του νησιού όπου γεννήθηκε και ανατράφηκε ο Δίας, απάλλαξε το νησί τους από τα άγρια θηρία —άρκτους, λύκους, φίδια κ.τ.λ.— και εκείνοι με τη σειρά τους τον τίμησαν μεγαλόπρεπα. Το ίδιο έκανε και στη Λιβύη, ενώ άλλες χώρες τις απάλλαξε από βασιλείς που κυβερνούσαν αλαζονικά και χωρίς νόμο: παρέδωσε τη χώρα [τη Λιβύη] στην καλλιέργεια, ώστε να γεμίσει από γεωργικές καλλιέργειες και δενδροφυτείες που δίνουν καρπούς και μεγάλο μέρος να είναι φυτεμένο με αμπέλια και άλλο με ελιές. Και γενικά τη Λιβύη, που πριν ήταν ακατοίκητη από το πλήθος των άγριων θηρίων, την εξημέρωσε [ο Ηρακλής] και την έκανε να μην υστερεί στον πλούτο από καμιά χώρα. Επίσης, ανθρώπους που παραβίαζαν τον νόμο και αλαζονικούς βασιλείς τους τιμωρούσε με θάνατο και έκανε τις πόλεις ευτυχισμένες. Και οι μύθοι αναφέρουν ότι μίσησε όλα τα είδη των άγριων θηρίων και τους παραβάτες των νόμων και τους καταπολέμησε για τον εξής λόγο: γιατί όταν ήταν μωρό παιδί τα φίδια αποπειράθηκαν να τον εξοντώσουν και όταν αντρώθηκε έπεσε στην εξουσία ενός υπερφίαλου και άδικου μονάρχη που του επέβαλε αυτούς τους άθλους. (Διόδ. 4.17.4-5)

Στην Ιβηρία νίκησε τον Χρυσάορα και τους γιους του και χάρισε τις ονομαστές αγέλες των βοδιών σε έναν ντόπιο βασιλιά, δίκαιο και ευσεβή. Αυτός τις αφιέρωσε στον Ηρακλή και κάθε χρόνο θυσίαζε προς τιμή του έναν ταύρο, τον ωραιότερο. Και έστησε δύο στήλες αντικριστά, μία στη Λιβύη και μία στην Ευρώπη, στα έσχατα όριά τους και σε ανάμνηση της εκστρατείας του, αφού πρώτα έκανε προσχώσεις αφήνοντας μικρό πέρασμα ανάμεσα στα ακρωτήρια των δύο ηπείρων. Έτσι, τα μεγάλα κήτη του Ωκεανού δεν μπορούσαν να περνούν από τον ωκεανό μέσω του αβαθούς περάσματος στην εσωτερική λεκάνη της Μεσογείου. Άλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι οι δύο ήπειροι ήταν ενωμένες και ο Ηρακλής δημιούργησε πέρασμα ανάμεσά τους, με αποτέλεσμα να «ενωθεί» ο Ωκεανός με τη θάλασσα.

Και ο Παυσανίας (4.36.3) προτιμά μια ορθολογιστική προσέγγιση της ιστορίας και την εντάσσει στην προσπάθεια των ανθρώπων να αυξήσουν τα πλούτη τους κάνοντας μεγάλα τα κοπάδια τους των αλόγων και των βοδιών και με τις συνηθισμένες τακτικές της προίκας και της κλοπής —ο βοσκός που βοσκούσε τα κοπάδια ήταν και πολεμιστής που τα φυλούσε από τον οποιονδήποτε τα επιβουλευόταν. Έτσι, ο Ευρυσθέας ζήτησε από τον Ηρακλή να αρπάξει την αγέλη του Γηρυόνη, ο Νηλέας επιθύμησε τις αγέλες του Ίφικλου στη Θεσσαλία κ.ο.κ. (πρβ. Παλαίφατος, Περί Γηρυόνου). Τέλος, παραθέτει και μια ιστορία που λεγόταν στη Λυδία: ότι σε μια μικρή πόλη της χώρας, που ονομαζόταν Τημένου Θύραι, όταν κατέρρευσε ένας λόφος λόγω κακοκαιρίας, φανερώθηκαν οστά που το σχήμα τους φανέρωνε άνθρωπο αλλά λόγω του μεγέθους τους δεν θα μπορούσαν να είναι ανθρώπου. Οι Λυδοί εξηγητές τα απέδωσαν στον Γηρυόνη, τον γιο του Χρυσάορα, και ο θρόνος που βρέθηκε επεξεργασμένος σε βραχώδη περιοχή του βουνού θεωρήθηκε δικός του. Εκεί κοντά υπήρχε και χείμαρρος που τον έλεγαν Ωκεανό ποταμό, όπου οι άνθρωποι όργωναν με κέρατα βοδιών, γιατί επικρατούσε η φήμη ότι ο Γηρυόνης έθρεφε άριστες αγελάδες (Παυσ. 1.35.7). Όμως όταν κάποιος αποδείκνυε ότι ο Γηρυόνης ήταν στα Γάδειρα και ότι δεν υπήρχε τάφος του, τότε εκείνοι αποκάλυπταν την πραγματική παράδοση που προσπαθούσαν να κρύψουν πίσω από την ιστορία του Γηρυόνη.

Ηρακλής και Ανταίος

Τη νίκη του Ηρακλή επί του Ανταίου στη Λιβύη ο Διόδωρος την τοποθετεί σε αυτό το σημείο, ενώ ο Απολλόδωρος στη διάρκεια της πραγματοποίησης του άθλου των Μήλων των Εσπερίδων. (βλ. παρακάτω)

Ηρακλής και Βούσιρης

Τη νίκη του Ηρακλή επί του Βούσιρη στην Αίγυπτο ο Διόδωρος την τοποθετεί σε αυτό το σημείο, ενώ ο Απολλόδωρος στη διάρκεια της πραγματοποίησης του άθλου των Μήλων των Εσπερίδων. (βλ. παρακάτω)

Νέες περιπέτειες

Θάνατος Ιαλεβίωνα, Δέρκυνου και Λίγη

Ο μύθος, πάντως, των βοδιών του Γηρυόνη εμπλουτίζεται και με άλλες ιστορίες. Έτσι, ο Ηρακλής επιστρέφοντας αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει και τρεις Γίγαντες, γιους του Ποσειδώνα, που επιχείρησαν να του αρπάξουν τα βόδια του Γηρυόνη. Επρόκειτο για τον Αλεβίωνα ή Αλβίωνα ή Ιαλεβίωνα και τους αδελφούς του Δέρκυνο και Λίγη ή Βεργίωνα. Επιτέθηκαν στον Ηρακλή, όταν ο ήρωας έφτασε στη Λιγυστίνη, δηλαδή στη Λιγυρία, περιοχή στη ΒΔ Ιταλία ανάμεσα στη Μασσαλία και την κοιλάδα του Ροδανού, αλλά επειδή τα βέλη του είχαν τελειώσει, αυτός ο θεϊκός γιος παρακάλεσε τον παντοδύναμο πατέρα του Δία να τον βοηθήσει. Και εκείνος έριξε βροχή από πέτρες στα κεφάλια των Γιγάντων και τους σκότωσε. Η πεδιάδα του Κρω μαρτυρεί ακόμη το μυθολογικό γεγονός με τους πολυάριθμους βράχους και τις διάσπαρτες πέτρες. (Στράβ. 4.1.7)

Θανάτωση Σκύλλας

Ο Ηρακλής συνέχισε το ταξίδι του μέσα από την Τυρρηνία. Στη Σικελία αναμετρήθηκε με τη Σκύλλαέξω και τη σκότωσε, επειδή το τέρας καταβρόχθισε μερικά από τα βόδια που έφερνε μαζί του ο ήρωας από τη χώρα του Γηρυόνη. Όμως ο Φόρκης, ο πατέρας της, με αναμμένους πυρσούς και με μαγικές πράξεις, επανέφερε την κόρη του στη ζωή.

Ηρακλής και Κάκος

Η ιστορία του Κάκου εκτυλίσσεται στην ιταλική χερσόνησο και είναι συνυφασμένη με το ταξίδι της επιστροφής του Ηρακλή από την Ερύθεια, στα δυτικά της Μεσογείου, όπου είχε κλέψει τα βόδια του Γηρυόνη. Σε κάποιες εκδοχές επικρατεί το μυθώδες στοιχείο, ενώ σε άλλες η αφήγηση είναι περισσότερο ιστορική.

Κατά μία παράδοση ο Κάκος ήταν γιος του Ήφαιστου, είχε τρία κεφάλια και από τα τρία στόματά του ξεπετάγονταν φλόγες. Όταν ο Ηρακλής έφτασε στον Τίβερη ποταμό, στη ρίζα του Παλατίνου λόφου, εκεί όπου αργότερα χτίστηκε η Ρώμη, ο ήρωας άφησε τα ζώα να βοσκήσουν ελεύθερα στην τοποθεσία που αργότερα πήρε την ονομασία Αγορά των Βοδιών και ξάπλωσε να ξεκουραστεί κάτω από ένα δέντρο στις όχθες του ποταμού. Ο Κάκος, που ζούσε σε σπηλιά στον Αβεντίνο λόφο και λυμαινόταν όλη την περιοχή, εκμεταλλεύτηκε τη στιγμή της ανάπαυσης του Ηρακλή και έκλεψε μερικά μόνο ζώα, ενώ είχε βλέψεις σε όλα· άρπαξε τέσσερις γελάδες και τέσσερα βόδια και τα έκρυψε στη σπηλιά του. Όμως για να μην αφήσουν ίχνη οι πατημασιές των ζώων, τα τράβηξε από την ουρά και τα ανάγκασε να βαδίσουν προς τα πίσω, έτσι ώστε να φαίνεται ότι απομακρύνονται από τη σπηλιά και όχι ότι πλησιάζουν. Όταν ο Ηρακλής ξύπνησε και μέτρησε τα ζώα του, τα βρήκε λειψά. Υπέθεσε ότι είχαν ξεφύγει από το κοπάδι και άρχισε να τα ψάχνει. Έτσι έφτασε και στην περιοχή που ήταν η σπηλιά του Κάκου, όμως δεν μπόρεσε να μπει μέσα, γιατί ο ληστής είχε κλείσει την είσοδο με έναν βράχο, στάθηκε μάλιστα μπροστά στη σπηλιά. Στην ερώτηση του Ηρακλή αν είχε δει τα ζώα, εκείνος αρνήθηκε, και ούτε άφηνε τον ήρωα να μπει μέσα για να ψάξει· μάλιστα έβαλε τις φωνές για να τον ακούσουν οι γείτονές του ότι ο ξένος προσπαθούσε να του κάνει κακό. Τότε ο Ηρακλής, που υποψιάστηκε τα ψέματα του Κάκου, έφερε κοντά στη σπηλιά το υπόλοιπο κοπάδι. Στο μουγκάνισμα των ζώων απάντησαν τα άλλα, τα κλεμμένα, που στο μεταξύ είχαν μυρίσει αυτά που βρίσκονταν απ’ έξω. Άλλοι λένε ότι ο Ηρακλής πληροφορήθηκε τα πάντα από την αδελφή του Κάκου, την Κάκα. Όπως και να είναι, ο Κάκος έτρεξε να ζητήσει βοήθεια από τους γείτονές του για να αντιμετωπίσει τον Ηρακλή. Αυτός όμως τον πρόλαβε, τον χτύπησε με το ρόπαλό του και τον σκότωσε. [Εικ. 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17, 18, 19, 20]

Σύμφωνα με άλλες αφηγήσεις, ο Κάκος κλείστηκε στη σπηλιά του και έριξε μπροστά στην είσοδο βράχους, ώστε να εμποδίσει τον Ηρακλή να μπει μέσα. Όμως ο Ηρακλής ανέβηκε στον λόφο που ήταν η σπηλιά, έβγαλε τις πέτρες που σχημάτιζαν τη στέγη και μπήκε μέσα σε αυτήν από πάνω. Σκότωσε τον αντίπαλό του και, στη συνέχεια, ευγνώμων στους θεούς για τη νίκη του, αφού πρώτα πλύθηκε στα νερά του ποταμού για να εξαγνιστεί από τον φόνο, προσέφερε θυσία στον Δία Ευρέσιο μια δαμάλα. Οι ντόπιοι τίμησαν τον ήρωα που τους απάλλαξε από τον ληστή προσφέροντάς του και τη φιλία τους. Ο βασιλιάς τους Εύανδρος, ο Αρκάδας ιδρυτής του Παλλαντίου (ή Παλατίου), προέβλεψε για τον ήρωα τις θεϊκές τιμές που θα απολάμβανε στον ουρανό και την αθανασία του, κάτι που γνώριζε από τη μητέρα του, μια Νύμφη (την Τέλφουσα ή τη Θέμιδα ή τη Νικοστράτη ή την Tiburtis) που είχε προφητικά χαρίσματα. Γι’ αυτό έχτισε έναν βωμό για τον Ηρακλή, θυσίασε δαμάλα που δεν είχε μπει στον ζυγό ακόμη και του ζήτησε να κάνει την πρώτη θυσία. Με τη σειρά του ο Ηρακλής θυσίασε μερικά βόδια. (Βιργ., Αιν. 8.189-279έσω)

Σε μιαν άλλη εκδοχή του μύθου ο Κάκος είναι δούλος του βασιλιά Εύανδρου, κακός υποτακτικός και κλέφτης. Έκλεψε τα βόδια ενός ήρωα που ονομαζόταν Recaranus, Caranus ή Garanus, με δυνάμεις παρόμοιες με του Ηρακλή. Ο Εύανδρος ανάγκασε τον δούλο του να τα επιστρέψει. Χαρούμενος ο ήρωας έχτισε στους πρόποδες του Αβεντίνου λόφου βωμό στον Δία Ευρέσιο (είναι ο Μεγάλος Βωμός που παραδοσιακά αποδίδεται στον Ηρακλή) και θυσίασε το ένα δέκατο από τα ζώα· εδώ έχει την αρχή της η «δεκάτη» των προσφορών κάθε φορά που θυσίαζαν στον Ηρακλή.

Άλλες αφηγήσεις θέλουν τον Κάκο σύντροφο του βασιλιά της Φρυγίας Μαρσύα που ήρθε στην Ιταλία, για να την κατακτήσει, και έστειλε τον Κάκο ως πρέσβη στον Ετρούσκο βασιλιά Τάρχωνα· εκείνος τον φυλάκισε, ο Κάκος δραπέτευσε, επέστρεψε στον Μαρσύα και οι δυο τους κατέλαβαν την Καμπανία, στα περίχωρα του Βολτούρνου, και έκαμναν επιθέσεις στην περιοχή της Ρώμης, όπου βρισκόταν αρκαδική αποικία. Ο Ηρακλής συμμάχησε με τον Τάρχωνα, και μαζί συνέτριψαν τους κατακτητές.

Ο Διόδωρος αναφέρει έναν Κάκιο, άνδρα ισχυρό στον Παλαντίνο λόφο, που φιλοξένησε τον Ηρακλή προσφέροντάς του πολλά δώρα. Σε αντάλλαγμα ο Ηρακλής υποσχέθηκε ευτυχία σε όποιον θυσίαζε στο όνομά του το ένα δέκατο της περιουσίας του, όταν μετά τον θάνατό του θα περνούσε στον κύκλο των αθανάτων. (Διόδ. Σ. 21.2.-4)

Ηρακλής και Έχιδνα

Οι Έλληνες που κατοικούν στον Πόντο [λένε] τα εξής: πως ο Ηρακλής, σαλαγώντας τα βόδια του Γηρυόνη, έφτασε σ᾽ αυτή τη χώρα που ήταν ερημιά, αυτή στην οποία ζουν τώρα οι Σκύθες. [...] λοιπόν, καθώς τον βρήκε κακοχειμωνιά και παγωνιά, λένε πως έσυρε απάνω του τη λεοντή, σκεπάστηκε κι έπεσε σε ύπνο βαρύ, και πως τότε οι φοράδες του, που βοσκούσαν κάτω απ᾽ την άμαξα, έγιναν άφαντες — τα ᾽φερε έτσι κάποιος θεός. Και πως, μόλις ο Ηρακλής ξύπνησε, βάλθηκε να τις ψάχνει, κι αφού διάβηκε απ᾽ άκρη σ᾽ άκρη όλη τη χώρα, στο τέλος έφτασε στην περιοχή που ονομάζεται Υλαία· και πως εκεί βρήκε σε μια σπηλιά μια κόρη–τέρας: μια Έχιδνα με διπλή φύση, που από τους γοφούς και πάνω ήταν γυναίκα κι αποκεί και κάτω φίδι· πως σάστισε βλέποντάς την κι ύστερα τη ρώτησε αν είδε πουθενά φοράδες αδέσποτες· και πως εκείνη του αποκρίθηκε ότι τις είχε η ίδια κι ότι δε θα του τις δώσει πίσω πριν σμίξει μαζί της· και πως ο Ηρακλής έσμιξε μαζί της μ᾽ αυτή την αντιμισθία. Λοιπόν, λένε πως εκείνη όλο κι ανέβαλε να του δώσει πίσω τις φοράδες, γιατί ήθελε όσο γίνεται πιο πολύ καιρό να έχει τον Ηρακλή κοντά της, ενώ αυτός ήθελε να τις πάρει και να πάει στη δουλειά του· πως επιτέλους αυτή του τις έδωσε πίσω λέγοντας: «Τις φοράδες σου αυτές που έφτασαν εδώ σου τις φύλαξα εγώ κι εσύ μου πλήρωσες τα βρετίκια· γιατί μου χάρισες τρία αγόρια που έχω στην κοιλιά· πες μου, τί να κάνω μ᾽ αυτά, όταν μεγαλώσουν, να τ᾽ αφήσω να ζήσουν εδώ (μια κι εγώ εξουσιάζω αυτή τη χώρα) ή να τα στείλω κοντά σου;» Λοιπόν, λένε πως εκείνη αυτή την ερώτηση έκανε, κι εκείνος της αποκρίθηκε: «Όταν δεις πως τα παιδιά έγιναν άντρες, κάνε τα εξής και δε θ᾽ αστοχήσεις: όποιον απ᾽ αυτούς δεις να τεντώνει ετούτο το τόξο έτσι, πέρα για πέρα, και να ζώνεται ετούτον το ζωστήρα [Εικ. 21, 22, 23, 24] μ᾽ αυτό τον τρόπο, ε, αυτόν κάνε να κατοικήσει σ᾽ ετούτη τη χώρα· όποιος όμως δεν καταφέρνει τις πράξεις που εγώ παραγγέλνω, διώξε τον μακριά από τη χώρα. Κι αν κάνεις αυτά, και την ψυχή σου θα ευφράνεις και τις εντολές μου θα εκτελέσεις».
Λένε λοιπόν πως εκείνος τέντωσε το ένα από τα δυο τόξα του (γιατί ώς τότε δυο κουβαλούσε ο Ηρακλής) κι έδειξε πώς δενόταν ο ζωστήρας και κατόπι παράδωσε και το τόξο και το ζωστήρα (ετούτος είχε στο κούμπωμά του χρυσή κούπα)· και πως, αφού τα έδωσε, σηκώθηκε κι έφυγε· κι εκείνη απ᾽ τη μεριά της, όταν τα παιδιά που γέννησε έγιναν άντρες, πρώτα πρώτα τους έδωσε ονόματα: τον ένα τους τον είπε Αγάθυρσο, τον επόμενο Γελωνό και τον μικρότερο Σκύθη· ύστερα, έχοντας στο νου της την παραγγελία, έβαλε σε πράξη τις εντολές που είχε πάρει. Και πως τα δυο από τα παιδιά της, τον Αγάθυρσο και τον Γελωνό, που δεν μπόρεσαν να τα βγάλουν πέρα με τον άθλο που τους πρότεινε, τους έδιωξε απ᾽ τη χώρα τους η μάνα που τους γέννησε, όμως ο μικρότερός τους, ο Σκύθης, τα έβγαλε πέρα κι έμεινε για πάντα στη χώρα. Και πως από τον Σκύθη, το γιο του Ηρακλή, κατάγεται η βασιλική δυναστεία των Σκυθών, κι από εκείνη την κούπα οι Σκύθες ακόμα και σήμερα κρεμούν στο ζωστήρα τους κούπες, και ακόμη, το που έμεινε μονάχα ο Σκύθης στη χώρα το χρωστά σε τέχνασμα της μητέρας του. Αυτά λοιπόν λένε οι Έλληνες που κατοικούν στον Πόντο.
(Ηρ. 4.8.1-13, μετ. Η. Σπυρόπουλος)

Ηρακλής παντού

Στην Κελτική

Μετά την Ιβηρία ο Διόδωρος αναφέρει ότι με στρατό πέρασε στη χώρα των Κελτών, διέσχισε τη χώρα και την απάλλαξε από παρανομίες και ξενοκτονίες. Και ίδρυσε μια πόλη, την Αλησία ή Αλεσία, από ανθρώπους που συστράτευσαν μαζί του και που ήταν από διάφορα έθνη. Με καλή πρόθεση ανακάτεψε τους κατοίκους της πόλης με ντόπιους, μάλιστα λεγόταν από άλλους ότι πάντρεψε τον γιο του Κελτό με την Κελτίνη, κόρη του βασιλιά της Μεγάλης Βρετανίας. Το αποτέλεσμα όμως ήταν το αντίθετο από το προσδοκώμενο: αντί να εκπολιτιστούν οι βάρβαροι εκβαρβαρίστηκαν όλοι. Πάντως, οι Κέλτες μέχρι τις μέρες του Διοδώρου τιμούσαν την πόλη ως την εστία και τη μητρόπολη ολόκληρης της Κελτικής, παρέμεινε μάλιστα ελεύθερη από τα χρόνια του Ηρακλή μέχρι που την κατέλαβε ο Γάιος Καίσαρας και την υπέταξε στους Ρωμαίους. (Διόδ. 19.1-2) Λεγόταν ακόμη ότι, διασχίζοντας τη Γαλατία, τον ερωτεύτηκε η κόρη ενός πρίγκιπα της χώρας που ποτέ μέχρι εκείνη την ώρα δεν είχε παντρευτεί, γιατί δεν έβρισκε κανέναν αντάξιό της. Και μαζί της απέκτησε τον Γαλάτη που βασίλευσε στη χώρα στην οποία έδωσε και το όνομά του. (Διόδ. 5.24)

Το γεγονός ότι ο μύθος του Ηρακλή δημιουργήθηκε συσσωρευτικά και καθώς οι Έλληνες ταξίδευαν και συναντούσαν στους τόπους που έφταναν θεούς και ήρωες που τους παρομοίαζαν λίγο ή πολύ με τον Ηρακλή, φαίνεται και στην περίπτωση του περάσματός του από την Κελτική και τη Μεγάλη Βρετανία, όπου ο μύθος παρουσιάζει χρονικά άλματα και αντιφάσεις. Σύμφωνα λοιπόν με μια εκδοχή (Παρθέν., Ερωτ. Παθ. 30), ο Ηρακλής διασχίζοντας τη χώρα της Μεγάλης Βρετανίας έχασε τα κοπάδια, καθώς η πανέμορφη κόρη του βασιλιά τα έκρυψε και αρνιόταν να αποκαλύψει τον τόπο αν ο Ηρακλής δεν ενωνόταν μαζί της. Ο Ηρακλής συγκατάνευσε και γιατί ήθελε τα ζώα του πίσω αλλά και γιατί πόθησε την κόρη. Από την ένωση αυτή γεννήθηκε ο Κελτός που παντρεύτηκε την Κελτίνη, κόρη του βασιλιά της Μεγάλης Βρετανίας

Στην Ιταλία

Ο Ηρακλής, μετά την Κελτική, πορεύτηκε στην Ιταλία μέσω των Άλπεων, όπου κατασκεύασε πλατύ δρόμο τόσο που να περνούν στρατοί και υποζύγια με τις αποσκευές. Με αυτόν τον τρόπο οι βάρβαροι των ορεινών εκείνων περιοχών δεν είχαν πια τη δυνατότητα να παραφυλούν στα στενώματα και να καταληστεύουν τους διερχόμενους στρατούς. Σκοτώνοντας και τους αρχηγούς των παρανόμων ο Ηρακλής έκανε ασφαλή την οδοιπορία. (Διόδ. 19.3) Ύστερα διέσχισε την πεδιάδα της Γαλατίας και πέρασε στη Βόρεια Ιταλία, στη Λιγουρία, χώρα τραχιά που αναγκάζει τους κατοίκους να δεινοπαθούν για να κάνουν τη γη να βγάλει λίγους καρπούς. Γι’ αυτό και οι κάτοικοι ήταν μικρόσωμοι και νευρώδεις, ελαφροί και ευκίνητοι, εργάζονταν επί μισθώ άνδρες και γυναίκες μαζί, ενώ οι απολαύσεις και οι αργίες τούς ήταν ξένες. (Διόδ. 20.1-2)

Εκεί που πολλές γενιές αργότερα ιδρύθηκε η Ρώμη, στον Παλατίνο λόφο, κατοικούσαν μερικοί ντόπιοι, ανάμεσά τους και οι επιφανείς Κάκιος και Πινάριος που φιλοξένησαν με όλες τις τιμές τον Ηρακλή. Κι εκείνος σε ανταπόδοση έταξε ευτυχισμένη ζωή σε όσους αφιερώνουν το δέκατο της περιουσίας τους στον Ηρακλή μετά τη ματάστασή του στους θεούς. (Διόδ. 21.1-3)

Στην πεδιάδα της Κύμης συνάντησε άνδρες που φημίζονταν για τη σωματική τους ρώμη και για την παρανομία τους. Ονομάζονταν γίγαντες και κατοικούσαν στη Φλεγραία πεδιάδα, που ονομάστηκε έτσι από τον λόφο που τα παλιά χρόνια ξερνούσε φωτιές και που αργότερα ονομάστηκε Βεζούβιος. Η σύγκρουση ανάμεσα στους γίγαντες και τον Ηρακλή ήταν φοβερή, λεγόταν μάλιστα ότι ο Ηρακλής συμμάχησε με τους θεούς για να επικρατήσει. Σκότωσε τους περισσότερους και επέβαλε χρηστά ήθη στην περιοχή.

Από το Φλεγραίο πεδίο κατέβηκε προς τη θάλασσα και έκανε έργα στη λίμνη που λεγόταν Άορνος, μεταξύ Μισηνού και Δικαιαρχείων, και θεωρούνταν ιερή της Περσεφόνης. Η λίμνη ήταν μεγάλη και βαθιά, τα νερά της πεντακάθαρα και το χρώμα τους κυανό λόγω του μεγάλου βάθους. Η λίμνη είχε άνοιγμα προς τη θάλασσα αλλά ο Ηρακλής παράχωσε την εκροή και κατασκεύασε δρόμο παράλληλα με τη θάλασσα, που πήρε το όνομά του: Ηράκλειος δρόμος. (Διόδ. 22.1-2)

Από εκεί έφτασε στην περιοχή ανάμεσα στη Ρηγίνη και τη Λοκρίδα, όπου και έκατσε να ξεκουραστεί, όμως τα τζιτζίκια δεν τον άφηναν να ξεκουραστεί. Προσευχήθηκε λοιπόν στους θεούς να εξαφανίσουν τα ενοχλητικά έντομα, κάτι που οι θεοί έκαναν, και μάλιστα όχι μόνο για εκείνη την ώρα αλλά και για χρόνια μετά. (Διόδ. 22.5)

Στη Σικελία

Από το στενότερο σημείο του πορθμού, πέρασε το κοπάδι στη Σικελία, ενώ ο ίδιος πέρασε απέναντι πιασμένος στο κέρατο ενός ταύρου. (Διόδ. 22.6) Άλλοι πάλι λένε ότι ένας ταύρος τού ξέφυγε στο Ρήγιο της Καλαβρίας, ότι διέσχισε κολυμπώντας τον πορθμό που χωρίζει την Ιταλία από τη Σικελία και ότι από αυτό το μοσχάρι (=vitulus) ονομάστηκε η Ιταλία. Και θέλησε να κάνει τον γύρο της Σικελίας από την Πελωριάδα μέχρι τον Έρυκα, δηλαδή από το ανατολικό άκρο της βορεινής ακτής μέχρι το δυτικό. [Εικ. 25] Προχωρούσε παράλληλα προς τις ακτές του νησιού και οι Νύμφες, για να τον ξεκουράσουν από την ταλαιπωρία του, έκαναν να αναβλύσουν θερμά λουτρά, που ήταν διπλά και ονομάστηκαν από την τοποθεσία που ήταν το καθένα Ιμεραία λουτρά και Εγεσταία. Πλησιάζοντας στο όρος Έρυκα, προκλήθηκε σε αγώνα πάλης από τον Έρυκα, γιο της Αφροδίτης και του βασιλιά του τόπου Βούτα ή του Ποσειδώνα. Αφορμή για την πάλη υπήρξε το γεγονός ότι ένα από τα βόδια του Γηρυόνη ανακατεύτηκε με τα κοπάδια του Έρυκα. Όταν ο Ηρακλής το ζήτησε πίσω, ο Έρυκας τον προσκάλεσε σε πάλη. Τότε ο Ηρακλής όρισε ως έπαθλο για τον εαυτό του σε περίπτωση που νικούσε όλη τη χώρα του Έρυκα· αν έχανε έπαθλο για τον Έρυκα θα ήταν τα γελάδια για τα οποία τόσο είχε αγωνιστεί ο Ηρακλής. Εκείνος διαμαρτυρήθηκε, γιατί θεώρησε ότι τα έπαθλα δεν ήταν ίσης αξίας —μια ολόκληρη χώρα για μερικά γελάδια— όμως ο Ηρακλής τού εξήγησε πως η απώλειά τους θα σήμαινε για εκείνον στέρηση της αθανασίας. Ο Έρυκας συμφώνησε, πάλεψε με τον Ηρακλή, αλλά νικήθηκε και έχασε τη χώρα. Στο μεταξύ, τα υπόλοιπα ζώα του κοπαδιού τα φύλαξε ο ίδιος ο Ήφαιστος. Ο Ηρακλής την παραχώρησε στους ντόπιους και από αυτήν θα έπαιρναν τους καρπούς, μέχρι που θα έφτανε κάποιος από τους απογόνους του εκεί και θα την απαιτούσε. Πολλές γενιές αργότερα, ο Δωριέας ο Λακεδαιμόνιος την πήρε πίσω και ίδρυσε πόλη με το όνομα Ηράκλεια. Στο μεταξύ, ο Ηρακλής συνέχισε τον γύρο του νησιού και έφτασε στις Συρακούσες. Εκεί έμαθε τα μυθολογούμενα για την αρπαγή της Κόρης από τον Πλούτωνα και αποφάσισε να προσφέρει μεγαλοπρεπείς θυσίες στις θεές, τη Δήμητρα και την Κόρη, αφιερώνοντας τον ωραιότερο ταύρο της αγέλης, αφού πρώτα τον εξάγνισε στην πηγή Κυάνηέξω. Και πρόσταξε τους ντόπιους να τελούν κάθε χρόνο αντίστοιχες θυσίες και να κάνουν προς τιμή της Κυάνης μεγάλο πανηγύρι. Ύστερα διασχίζοντας την ενδοχώρα του νησιού, δέχτηκε επιθέσεις από ντόπιους που συσπειρώθηκαν εναντίον του. Όμως στη μάχη τούς νίκησε και σκότωσε αρκετούς από τους σπουδαίους στην τέχνη του πολέμου αρχηγούς τους, που για πολύ καιρό μετά οι ντόπιοι τους τιμούσαν με τιμές ηρώων, ανάμεσά τους τον Λεύκασπη, τον Πεδιακράτη, τον Βουφόνα και τον Γλυχάτα, τον Βυταία και τον Κρυτίδα. (Διόδ. 24).

Στην πεδιάδα των Λεοντίνων, λίγο πιο πάνω από τις Συρακούσες, στην πόλη των Αγυριναίων (γενέτειρα του Διόδωρου Σικελιώτη) ο Ηρακλής για πρώτη φορά συγκατένευσε να τιμάται όπως οι Ολύμπιοι, με πανηγύρεις και θυσίες, σαν να του προμηνούσαν οι θεοί την αθανασία του. Πιο συγκεκριμένα: Κοντά στην πόλη υπήρχε δρόμος βραχώδης· επάνω τους, σαν να ήταν από κερί, έμεναν τα αποτυπώματα από τα γελάδια, όπως και του Ηρακλή. Και καθώς ο δέκατος άθλος φαινόταν να ολοκληρώνεται, θεώρησε πως άρχισε να αγγίζει την αθανασία, και γι’ αυτό δέχτηκε τις θυσίες που τελούσαν κάθε χρόνο προς τιμή του οι ντόπιοι. Σε ανταπόδοση των τιμών που του αποδίδονταν, κατασκεύασε πριν από την πόλη μεγάλη λίμνη που πήρε το όνομά του, όπως και τα αποτυπώματα των βοδιών στον βράχο. Ίδρυσε τέμενος προς τιμή του Γηρυόνη και ένα άλλο προς τιμή του ανεψιού του Ιόλαου που τον ακολουθούσε στις εκστρατείες. Και οι ντόπιοι τελούσαν θυσίες προς τιμή του και, ακόμη, άφηναν τα μαλλιά τους άκοπα από τη στιγμή της γέννησής τους, για να τα αφιερώσουν στον Ιόλαο, όταν θα κατάφερναν με μεγαλοπρεπείς θυσίες να εξευμενίσουν τον θεό. Και τα αγόρια που δεν τελούσαν τα καθιερωμένα, έχαναν τη λαλιά τους και έμοιαζαν με πεθαμένα. Αλλά αν κάποιο έταζε πως θα κάνει τα νενομισμένα και ότι θα άφηνε ως ενέχυρο της θυσίας τα μαλλιά του στον θεό, γινόταν αμέσως καλά. Και οι ντόπιοι την πύλη στην οποία έλεγαν ότι συνάντησαν τον θεό και του πρόσφεραν τις θυσίες την ονόμασαν Ηράκλεια και εκεί οργάνωναν γυμναστικούς και ιππικούς αγώνες. Και ήταν τόση η αποδοχή του ως θεού που ορίστηκε και οι υπηρέτες να τον τιμούν με χωριστούς θιάσους, με συμπόσια και θυσίες.

Στην Ιταλία και πάλι

Ο Ηρακλής με τις αγελάδες πέρασε στην Ιταλία και προχωρούσε και εδώ κατά μήκος της παραλίας. Εκεί σκότωσε τον Λακίνιο που πήγε να κλέψει τις αγελάδες. Σκότωσε όμως άθελά του και τον Κρότωνα, γι’ αυτό τον έθαψε με μεγαλοπρέπεια και του έκτισε τάφο. Και προείπε στους ντόπιους ότι στα κατοπινά χρόνια θα ιδρυόταν πόλη ονομαστή με το όνομα του πεθαμένου.

Ολοκλήρωση του άθλου: Πώς οι δέκα άθλοι έγιναν δώδεκα

Ο Ηρακλής έκανε τον γύρο της Αδριατικής και αφού διέτρεξε με τα πόδια ολόκληρη την περίμετρο του κόλπου, έφτασε στην Ήπειρο· από εκεί τράβηξε για την Πελοπόννησο. Άλλοι πάλι μυθολογούν ότι βρέθηκε στη Θράκη, όπου δέχτηκε επίθεση από οἴστρους, δηλαδή βοϊδόμυγες που τις είχε στείλει η Ήρα στις πλαγιές των βουνών. Ο Ηρακλής κυνήγησε τα ζώα αλλά δεν βρήκε παρά ένα τμήμα τους. Τα υπόλοιπα παρέμειναν σε άγρια κατάσταση και σε αυτά αποδίδουν την καταγωγή των κοπαδιών που περιφέρονταν στις πεδιάδες της Σκυθίας. Ο Ηρακλής κατηγόρησε τον Στρυμόνα, ποταμό αρχικά πλωτό, ότι δυσκόλεψε το έργο του να συγκεντρώσει τις αγελάδες. Τον γέμισε λοιπόν με πέτρες, και από τότε ο ποταμός έπαψε να είναι πλωτός. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή του μύθου, ο Ηρακλής δεν μπορούσε να διασχίσει τον ποταμό επειδή δεν υπήρχε πέρασμα. Έριξε λοιπόν τεράστιους βράχους εμποδίζοντας τα πλοία να τον διαπλέουν.

Οκτώ χρόνια και έναν μήνα από τον πρώτο άθλο, τελείωσε και τον δέκατο, τα παρέδωσε στον Ευρυσθέα και εκείνος τα θυσίασε στην Ήρα. Επειδή όμως ο Ευρυσθέας δεν προσμέτρησε σε αυτούς ούτε αυτόν με τα κοπάδια του Αυγεία ούτε με τη Λερναία Ύδρα, του επέβαλε έναν ενδέκατο άθλο, να φέρει τα χρυσά μήλα από τις Εσπερίδες. Και ύστερα έναν ακόμη: να φέρει τον σκύλο του Κάτω Κόσμου στον επάνω. [42]





[42] Οι τελευταίοι δύο άθλοι είναι οι μακροσκελέστεροι στην αφήγηση του Απολλοδώρου.