Ο Ηρακλής έπρεπε να μάθει τον δρόμο προς τη χώρα των Εσπερίδων. Πήγε βόρεια, προς τη Μακεδονία. Εκεί, στον ποταμό Εχέδωρο ο Κύκνος, γιος του Άρη και της Πυρήνης, τον προκάλεσε σε μονομαχία. [44] Και καθώς ο Άρης προστάτευε τον γιο του και μπήκε στον αγώνα, έπεσε κεραυνός ανάμεσά τους και διέλυσε τη μάχη. [Εικ. 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17, 18, 19, 20] Ταξιδεύοντας μέσα από τη χώρα των Ιλλυριών προς τον Ηριδανό ποταμό, βρήκε κάποιες νύμφες, κόρες του Δία και της Θέμιδας. Αυτές του μίλησαν για τον Νηρέα. Τον βρήκε να κοιμάται και, αφού εκείνος άλλαξε πολλές μορφές, τον έδεσε και δεν τον έλυσε προτού μάθει από αυτόν πού βρίσκονταν τα μήλα και οι Εσπερίδες.[Εικ. 21, 22, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 29, 30, 31] (Η σκηνή παραπέμπει στον τρόπο που συνέλαβε ο Πηλέας τη Νηρηίδα κόρη του γέροντα, τη Θέτιδα.) Στην αγγειογραφία ο Νηρέας εμφανίζεται να παρακολουθεί τη διαμάχη του Ηρακλή με τον Τρίτωνα. [Εικ. 32, 33, 34, 35, 36, 37, 38, 39, 40, 41, 42, 43, 44, 45, 46]
Αφού έμαθε αυτό που ήθελε, ο Ηρακλής διέσχισε τη Λιβύη. Σε αυτήν βασίλευε ο γιος του Ποσειδώνα Ανταίος, που ανάγκαζε τους ξένους να παλεύουν μαζί του και τους σκότωνε. Με τα κρανία των σκοτωμένων θα έχτιζε ναό στον πατέρα του, τον Ποσειδώνα, ή θα τον στόλιζε, όπως και ο Κύκνος σκόπευε με κρανία να χτίσει ναό για τον δικό του πατέρα, τον Απόλλωνα. Ο Ανταίος ήταν άτρωτος όταν άγγιζε τη Γη, γι’ αυτό και θεωρήθηκε γιος της. Με αυτόν αναγκάστηκε να παλέψει ο Ηρακλής, τον έπιασε στα μπράτσα του και τον σήκωσε ψηλά στον αέρα, του τσάκισε τα κόκαλα και τον σκότωσε. [Εικ. 47, 48, 49, 50, 51, 52, 53, 54, 55, 56, 57, 58, 59, 60, 61, 62, 63, 64] Σύμφωνα με τον Στράβωνα (17.3.8), ο τάφος του βρισκόταν στη Λίγγη της Βόρειας Αφρικής. Τον άνοιξε ο Σερτώριος και βρήκε έναν σκελετό τριάντα μέτρα μάκρος. Τρόμαξε τόσο πολύ που ξανασκέπασε τον τάφο. Ο Πλούταρχος ονομάζει την πόλη Τίγγη και προσθέτει ότι μετά τον θάνατο του Ανταίου η γυναίκα του νεκρού Γίγαντα, η Τίγγη, ενώθηκε με τον Ηρακλή και γέννησε έναν γιο που τον ονόμασε Σόφακα. Αυτός, για να τιμήσει τη μητέρα του, ίδρυσε πόλη με το όνομά της και είναι η σημερινή Ταγγέρη (Πλούτ., Σερτώρ. 9). Ο Σόφακας γέννησε τον Διόδωρο που έγινε άρχοντας του τόπου και πρόγονος των Μαυριτανών. Άλλη εκδοχή θέλει τη γυναίκα του Ανταίου να ονομάζεται Ιφινόη και να αποκτά από τον Ηρακλή τον Παλαίμονα (Τζέτζ. Σχόλ. Λυκόφρ. Αλεξ. 663).
Τον θάνατο του Ανταίου θέλησαν να εκδικηθούν οι μικρόσωμοι γιοι της Γαίας, επομένως αδελφοί του Ανταίου, Πυγμαίοι που κατοικούσαν στα σύνορα Αιγύπτου και Λιβύης. Επιτέθηκαν στον Ηρακλή την ώρα που κοιμόταν και προσπάθησαν να τον σκοτώσουν. Όπως ήταν φυσικό, η επίθεσή τους ξύπνησε τον Ηρακλή που γελώντας με τους ασήμαντους για το μέγεθος και τη δύναμή του Πυγμαίους τους άρπαξε με το ένα του χέρι, τους έκλεισε στη λεοντή του και τους έφερε στον Ευρυσθέα.
Μετά τη Λιβύη τράβηξε για την Αίγυπτο. Εκεί βασιλιάς ήταν ο Βούσιρης, γιος του Ποσειδώνα και της Λυσιάνασσας, κόρης του Έπαφου. Αυτός, ακολουθώντας έναν χρησμό, θυσίαζε στον βωμό του Δία στη Μέμφιδα τους ξένους· όταν, δηλαδή, κάποτε για εννέα χρόνια στην Αίγυπτο είχε πέσει αφορία, ο Φράσιος, που κατείχε την τέχνη της μαντικής και είχε έλθει από την Κύπρο, είπε ότι θα πάψει η αφορία εάν σφάζουν κάθε χρόνο έναν ξένο άνδρα προς τιμή του Δία. [45] Και ο Βούσιρης έσφαξε πρώτα εκείνον τον μάντη και στη συνέχεια έσφαζε τους ξένους που έφταναν εκεί. Λέγεται μάλιστα ότι έκοβε κομμάτια από τα θύματα και τα έτρωγε. Πιάστηκε, λοιπόν, και ο Ηρακλής και οδηγήθηκε στους βωμούς, όμως έσπασε τα δεσμά του και σκότωσε και τον Βούσιρη και τον γιο του Αμφιδάμαντα. [46] Όχι μόνο ήταν ο πρώτος που ξέφυγε από τον κύκλο των θυσιών αλλά έθεσε τέρμα και στο έθιμο αυτό (Απολλόδ. 2.5.11 και Ισοκράτης, Βούσιρις 36-37, ο οποίος αμφισβητεί το κατόρθωμα αυτό του Ηρακλή, γιατί ο ήρωας θεωρούνταν κατά τέσσερις γενιές μεγαλύτερος από τον Βούσιρη). [Εικ. 65, 66, 67, 68, 69, 70, 71, 72, 73, 74, 75, 76]
Έργα εκπολιτισμού: Μετά τον θάνατο του Ανταίου και του Βούσιρη, διέσχισε την άνυδρη περιοχή της Λιβύης και όταν έφτασε σε μια χώρα εύφορη με άφθονα νερά, έκτισε μια πόλη θαυμαστή για το μέγεθός της που την ονόμασε Εκατόμπυλο από το πλήθος των πυλών της. Και η ευδαιμονία αυτής της πόλης διατηρήθηκε ως τα νεότερα χρόνια, οπότε οι Καρχηδόνιοι με αξιόλογο στρατό και ικανούς στρατηγούς εξεστράτευσαν εναντίον της και την κυρίευσαν. (Διόδ. 4.18.1)
Ύστερα, πέρασε στην Ασία και πλησίασε στις Θερμυδρές, λιμάνι των Λινδίων. Και αφού έλυσε τον ένα από τους δύο ταύρους ενός που οδηγούσε άμαξα, τον θυσίασε και στη συνέχεια κάθισε να φάει. Ο αμαξάς, ανήμπορος να βοηθήσει τον εαυτό του, στάθηκε πάνω σ’ ένα βουνό και ξέσπασε σε κατάρες. Γι’ αυτό και τώρα, κάθε φορά που θυσιάζουν στον Ηρακλή, το κάνουν ξεστομίζοντας κατάρες.
Όταν περνούσε την Αραβία, συγκρούστηκε με τον βασιλιά τους Ημαθίωνα, τον γιο του Τιθωνού και της Ηούς, αδελφό του Μέμνονα. Καθώς ο Ηρακλής ανέβαινε την κοιλάδα του Νείλου, ο Ημαθίωνας του επιτέθηκε, όμως ηττήθηκε και σκοτώθηκε. Λέγεται ότι ο Ημαθίωνας προσπάθησε να εμποδίσει τον Ηρακλή, ώστε να μην φτάσει στον κήπο και κλέψει τα μήλα. Άλλοι πάλι λένε ότι ο φόνος έγινε κατά την επιστροφή του Ηρακλή, τη στιγμή που ήταν έτοιμος να επιβιβαστεί στο κύπελλο του Ήλιου και να ταξιδέψει ανατολικά προς την περιοχή του Καυκάσου. Εμπιστεύτηκε μάλιστα το ακέφαλο πια βασίλειο στον Μέμνονα. Αποκλίνουσα παράδοση αποδίδει στον Ημαθίωνα την πατρότητα του Ρέμου, οπότε εκλαμβάνεται και ως ιδρυτής της Ρώμης. Αναφέρεται και ως πατέρας του Ατύμνιου από τη νύμφη Πηγασίδα (Κόιντ. Σμ. 3.300).
Διασχίζοντας τη Λιβύη έφτασε στην έξω θάλασσα, δηλαδή στον Ατλαντικό ωκεανό, και πήρε από τον Ήλιο το κύπελλο. Σε αυτό το σημείο, δηλαδή προς το τέλος της δουλικής υπηρεσίας προς τον Ευρυσθέα, όταν ο ήρωας επιτελεί άθλους που σχετίζονται με τον θάνατο και την αθανασία, τοποθετεί ο Απολλόδωρος το επεισόδιο της απελευθέρωσης του Προμηθέα από το μαρτύριό του και από τα δεσμά του στον Καύκασο [Εικ. 77, 78, 79, 80, 81, 82, 83, 84, 85] και όχι μετά τον άθλο του κρητικού ταύρου και πριν φύγει για να φέρει τα άλογα του Διομήδη, όπως το κάνει ο Διόδωρος (βλ. εδώ). Η σειρά που ακολουθεί ο Απολλόδωρος έχει μια λογική, καθώς προσδίδει εσωτερική συνοχή σε άθλους και έργα με κοινή θεματική.
Δίπλα στον ποταμό Εχέδωρο της Μακεδονίας, βασίλευε στη φυλή των Κρηστωναίων ο Λυκάονας, ο γιος του Άρη και της Πυρήνης, επομένως αδελφός του Διομήδη και του Κύκνου —και τους τρεις τους εξόντωσε ο Ηρακλής. Η χώρα ονομαζόταν Ευρώπη από το όνομα του προπάππου του Εύρωπα από την πλευρά της μητέρας του. Όταν ο Ηρακλής, περνώντας από την περιοχή στο ταξίδι του προς την Εσπερία, για να πάρει τα μήλα, διέσχισε το ιερό άλσος της Πυρήνης, αφιερωμένο στη μητέρα του βασιλιά. Γι’ αυτή του την ιερόσυλη ενέργεια ο Λυκάονας προσέβαλε τον Ηρακλή και τον κάλεσε σε μονομαχία. Με πολύ μεγάλη προσπάθεια ο Ηρακλής κατέβαλε τον δυνατό μαχητή (Ευρ., Άλκ. 499 κ.ε.).
Ο Άτλαντας ήταν γιος του Ιαπετού και της Ωκεανίδας Κλυμένης (ή της Ωκεανίδας Ασίας), αδελφός του Μενοίτιου, του Προμηθέα και του Επιμηθέα, σύζυγος της Εσπερίδας. Τιμωρήθηκε από τον Δία, όπως και οι άλλοι τρεις Ιαπετίδες αδελφοί του:
Κι ο Άτλας τον πλατύ ουρανό βαστά με το κεφάλι
και τα χέρια του τ’ ακάματα
σε κρατερή ανάγκη υποταγμένος, στα πέρατα
στέκοντας της γης,
μπροστά απ' τις Εσπερίδες τις γλυκόφωνες.
(Ησ. Θεογ. 507-519, μετ. Σ. Γκιργκένης)
Κατά τον Απολλόδωρο ο Άτλαντας δεν σήκωνε τον ουρανό στη Δύση, στην Εσπερία αλλά στη χώρα των Υπερβορείων. Εκεί πήγε και τον βρήκε ο Ηρακλής, ενώ νωρίτερα είχε περάσει από τον Καύκασο, το άλλο όριο του κόσμου, το ανατολικό. Εκεί, ο άλλος τιμωρημένος αδελφός, ο Προμηθέας, [Εικ. 86] από ευγνωμοσύνη στον ήρωα που τον απάλλαξε από τον αετό που του έτρωγε το συκώτι, του υπέδειξε να πείσει τον Άτλαντα να πάρει για λογαριασμό του τα μήλα των Εσπερίδων, λέγοντάς του ότι θα κρατούσε στη θέση του το στερέωμα του ουρανού όσο θα κρατούσε το εγχείρημά του. Και ο Άτλαντας πήγε στον κήπο των Εσπερίδων, έκοψε τρία μήλα και τα έφερε στον Ηρακλή. Όμως δεν ήθελε πια να κρατά τον ουρανό και σκόπευε να τον αφήσει στους ώμους του Ηρακλή. Αλλά εκείνος τον ξεγέλασε με τέχνασμα· του είπε να κρατήσει μόνο στιγμή τον ουρανό, ώστε να βάλει στο κεφάλι του μια κουλούρα ύφασμα για να τον σηκώνει πιο εύκολα. Ο Άτλαντας άφησε κάτω τα μήλα και παρέλαβε τον ουρανό· τότε ο Ηρακλής τα άρπαξε και έφυγε. Κάποιοι λένε ότι δεν τα πήρε από τον Άτλαντα, αλλά ότι ο ίδιος τα έκοψε, αφού πρώτα σκότωσε το φίδι που τα φύλαγε. [Εικ. 87, 88, 89, 90, 91, 92, 93, 94, 95, 96, 97, 98, 99, 100, 101, 102] Περισσότερα για τον Άτλαντα, εδώ.
Ορθολογιστική προσέγγιση: Στη χώρα που είναι γνωστή με το όνομα Εσπερίτις, γράφει ο Διόδωρος, υπήρχαν δύο αδέλφια, ο Έσπερος και ο Άτλας. Είχαν πρόβατα που διακρίνονταν για την ομορφιά τους και είχαν ένα χρώμα ξανθό και χρυσαφί. Ο Έσπερος πάντρεψε την κόρη του Εσπερίδα με τον αδελφό του και από αυτή ονόμασε και τη χώρα τους. Ο Άτλας και η Εσπερίδα απέκτησαν επτά κόρες, τις Ατλαντίδες ή Εσπερίδες από το όνομα του πατέρα τους ή της μητέρας τους αντίστοιχα. Καθώς διακρίνονταν για την ομορφιά και τη σωφροσύνη τους, ο βασιλιάς της Αιγύπτου Βούσιρης θέλησε να τις υποτάξει· έστειλε λοιπόν πειρατές της θάλασσας για να τις αρπάξουν και να του τις παραδώσουν. Την ώρα λοιπόν που εκείνες έπαιζαν σε έναν κήπο, τις άρπαξαν, τις πήγαν στα πλοία και απέπλευσαν. Ο Ηρακλής τούς επιτέθηκε την ώρα που δειπνούσαν στην ακτή, τους σκότωσε και οδήγησε τις κοπέλες ξανά πίσω με ασφάλεια. Σε ανταπόδοση της ευεργεσίας ο Άτλαντας του παρέσχε την απαιτούμενη βοήθεια για την εκτέλεση του άθλου και του δίδαξε τη γνώση της αστρολογίας. Και επειδή ο Άτλας είχε ανακαλύψει τη σφαιρική φύση των άστρων, επικράτησε η αντίληψη ότι αυτός βαστάζει στους ώμους του τον κόσμο ολόκληρο. Αντίστοιχα και ο Ηρακλής, που δίδαξε στους Έλληνες τη θεωρία του σφαιρικού σύμπαντος, απέκτησε δόξα σαν να είχε αναλάβει αυτός το φορτίο του στερεώματος που βάσταζε ο Άτλας. Με αυτόν τον αινιγματικό τρόπο υποδήλωναν οι άνθρωποι αυτό που είχε συμβεί. (Διόδ. 27.5)
[44] Ακόμη έναν Κύκνο, επίσης γιο του Άρη, από την Πελοπία αυτή τη φορά, σκότωσε ο Ηρακλής στην Ίτωνο (βλ. παρακάτω, Β, vii, 7).
[45] Η τακτική αυτή ανακαλεί τελετουργικά για τον εξευμενισμό του θεού και την πρόκληση βροχής (πρβ. τη θυσία της Ιφιγένειας). Για τις ανθρωποθυσίες στην Αίγυπτο βλ. Frazer, Apollod. I, σ. 224-5.
[46] Η συγκεκριμένη περιπέτεια παραστάθηκε από αγγειογράφους ήδη από τον 6ο αι. π.Χ αλλά και έγινε αντικείμενο καλλιτεχνικής επεξεργασίας από κωμικούς και σατυρικούς ποιητές (Επίχαρμος, Αντιφάνης, Έφιππος, Κρατίνος – Ευριπίδης, απ. 313-15). Οι δύο πρωταγωνιστές εμφανίζονται φαγάδες.