προηγούμενη επόμενη

Αρχαία ελληνική μυθολογία

ΗΡΑΚΛΗΣ

Β. ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΑΣΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΗ.

Στην Οιχαλία - Άλκηστη - Ομφάλη - Κερκωπίδες - Λιτυέρσης - Συλέας

Διαμάχη Απόλλωνα και Ηρακλή για τον δελφικό τρίποδα. Ανάγλυφη πλάκα, περίπου 250 μ.Χ.



 

1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 18 19 20 21 22 23 24 25 26 27 28 29 30 31 32 33 34 35 36 37 38 39 40 41 42 43 44 45 46 47 48 49 50 51 52 53 54 55 56 57 58 59 60 61 62 63 64 65 66 67 68 69 70 71 72 73 74 75 76 77 78 79 80 81 82 83 84 85 86 87 88 89 90 91 92 93 94 95 96 97 98 99 100

Η δεύτερη φάση της ζωής του Ηρακλή παρουσιάζει διαφορές από συγγραφέα σε συγγραφέα. Άλλοι θεωρούν ότι ο Ηρακλής παντρεύτηκε τη Δηιάνειρα και αργότερα είδε την Ιόλη, κόρη του βασιλιά της Οιχαλίας Εύρυτου και θέλησε να την αποκτήσει, άλλοι πάλι, για παράδειγμα ο Απολλόδωρος, αναφέρει ότι πρώτη προτεραιότητα του Ηρακλή ήταν η Ιόλη, δεν μπόρεσε να την αποκτήσει, μπλέχτηκε σε μια σειρά περιπετειών, παντρεύτηκε τη Δηιάνειρα, απέκτησε μαζί της παιδιά και μετά ένιωσε πόθο για την Ιόλη, κάτι που οδήγησε και τους δυο συζύγους, τον Ηρακλή και τη Δηιάνειρα, στον θάνατο. Εμείς θα παραθέσουμε την εκδοχή του Απολλόδωρου, ακολουθώντας το κείμενό του και δίνοντας εμβόλιμα περισσότερες πληροφορίες.

Αγώνας τοξοβολίας στην Οιχαλία για μια γυναίκα

Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Απολλόδωρο (2.6), ο Ηρακλής, αφού πραγματοποίησε τους άθλους του, πήγε στη Θήβα, όπου έδωσε τη Μεγάρα στον ανεψιό του Ιόλαο, γιατί, σύμφωνα με τον Διόδωρο (31.1), φοβόταν να τεκνοποιήσει μαζί της εξαιτίας της συμφοράς που τους βρήκε όταν σε κατάσταση μανίας σκότωσε τα παιδιά τους. Ζητούσε, λοιπόν, μια γυναίκα με την οποία θα μπορούσε να κάνει μαζί της παιδιά χωρίς να φοβάται. Τότε ήταν που πληροφορήθηκε ότι ο Εύρυτος, βασιλιάς της Οιχαλίας στην Εύβοια, είχε ορίσει ως έπαθλο την κόρη του Ιόλη γι’ αυτόν που θα νικούσε τον ίδιο και τα παιδιά του σε αγώνα τόξου. Ο ήρωας έφτασε στην Οιχαλία, πήρε μέρος στον αγώνα τοξοβολίας και αποδείχθηκε καλύτερος από αυτούς. Και ενώ η νίκη του, σύμφωνα με την εικαστική παράδοση, [48] γιορτάστηκε με ένα συμπόσιο, ο γάμος δεν έγινε, επειδή ο Εύρυτος και οι γιοι του, εκτός από τον μεγαλύτερο, τον Ίφιτο, αρνούνταν από φόβο μήπως ο Ηρακλής σκοτώσει τα παιδιά που θα αποκτούσαν όπως είχε κάνει και με τα παιδιά του από τη Μεγάρα. [Εικ. 1, 2]

Η σωτηρία της Άλκηστης

Όταν ο Άδμητος, ο γιος του Κρηθέα, βασίλευε στις Φερές, ο Απόλλωνας μπήκε στη δούλεψή του, ακριβώς την εποχή που εκείνος επιδίωκε να παντρευτεί την κόρη του Πελία Άλκηστη. Και τα κατάφερε χάρη στη βοήθεια του θεού. Τελώντας, όμως, τις γαμήλιες θυσίες, λησμόνησε να θυσιάσει και προς τιμή της Άρτεμης· γι’ αυτό, μόλις άνοιξε τον νυφικό θάλαμο, τον βρήκε γεμάτο από κουλουριασμένα φίδια. Τότε ο Απόλλωνας του είπε να εξευμενίσουν τη θεά και ζήτησε από τις Μοίρες, όταν πλησιάζει η ώρα ο Άδμητος να πεθάνει, να γλιτώσει τον θάνατο, αν κάποιος επιλέξει με τη θέλησή του να πεθάνει αντί γι’ αυτόν. Όταν, λοιπόν, ήρθε η ώρα του να πεθάνει, και καθώς ούτε ο πατέρας του ούτε η μητέρα του ήθελαν να προσφέρουν τη ζωή τους για χάρη του, στη θέση του πέθανε η Άλκηστη. Την έστειλε, όμως, πάλι πίσω η Κόρη ή, όπως λένε μερικοί, την έφερε πάλι πίσω σ’ αυτόν ο Ηρακλής είτε γιατί λυπήθηκε τον Άδμητο που έλιωνε από τη θλίψη του, οπότε κατέβηκε στον Άδη και την έφερε πίσω· είτε πάλεψε με τον ίδιο τον Θάνατο και κατάφερε να την κρατήσει. Αυτό το τελευταίο επεισόδιο έγινε ως εξής, σύμφωνα με τον Ευριπίδη: Ο Ηρακλής έφτασε στο παλάτι την ώρα που όλοι θρηνούσαν τη νεκρή βασίλισσα. Ο βασιλιάς, θέλοντας να κρατήσει τους νόμους της φιλοξενίας, ζήτησε από τους υπηρέτες του να μην πουν τίποτε στον ξένο και να τον περιποιηθούν. Αυτός, τρώγοντας και πίνοντας, έκανε παράταιρη φασαρία και προκάλεσε τη δυσαρέσκεια των δούλων που αγαπούσαν τη βασίλισσά τους. (Ευρ., Άλκ. 747-772) Όταν ο Ηρακλής κατάλαβε τι συνέβαινε στο παλάτι, πάλεψε με τον Θάνατο και έσωσε την Άλκηστη. (Ευρ., Άλκ. 840-860) [Εικ. 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17, 18, 19, 20]

Ο φόνος του αδελφού της νύφης. Αγώνας για τον καθαρμό (Πύλος, Αμύκλες, Δελφοί – Νηλέας, Δηίφοβος, Απόλλωνας)

 Μετά από λίγο καιρό, όταν κλάπηκαν μερικά βόδια στην Εύβοια από τον Αυτόλυκο, ο Εύρυτος υποψιάστηκε τον Ηρακλή· ο Ίφιτος όμως δεν το πίστεψε και πήγε στον Ηρακλή, τον οποίο συνάντησε κατά την επιστροφή του από τις Φερές, αφού είχε σώσει την Άλκηστη που είχε πεθάνει στη θέση του Άδμητου, και του ζήτησε να ψάξουν μαζί για τα βόδια. Και ο Ηρακλής το υποσχέθηκε και τον φιλοξένησε· επειδή όμως καταλήφθηκε πάλι από μανία, τον έριξε από τα τείχη της Τίρυνθας. [49] [Εικ. 21, 22] Και επειδή ήθελε να εξαγνιστεί από τον φόνο, πήγε στον Νηλέα, τον βασιλιά της Πύλου, φίλο του Εύρυτου. Αυτός ακριβώς λόγω της φιλίας του με τον βασιλιά της Οιχαλίας, αρνήθηκε να αναλάβει τον καθαρμό του Ηρακλή και τον έδιωξε. Κι εκείνος κατέφυγε στις Αμύκλες, όπου εξαγνίστηκε από τον Δηίφοβο, τον γιο του Ιππόλυτου. Όμως ο καθαρμός αυτός δεν τον απάλλαξε από τον φόνο του υποστηρικτή και φίλου του Ίφιτου, μάλιστα καταλήφθηκε από φοβερή αρρώστια. Έτσι, πήγε στους Δελφούς προκειμένου να ζητήσει χρησμό πώς θα μπορούσε να απαλλαχτεί από τη νόσο. Και επειδή η Πυθία δεν του έδινε χρησμό, ο Ηρακλής, που σε κανονικές συνθήκες τιμούσε τον αδελφό του τον Απόλλωνα, εκτελούσε τις εντολές του και σεβόταν το μαντείο του, θέλησε να λαφυραγωγήσει τον ναό, να αρπάξει τον ιερό τρίποδα και να φτιάξει δικό του μαντείο στη Φενεό της Αρκαδίας. Εκεί τον περίμενε ο Απόλλωνας, και καθώς τα δύο αδέλφια από τον ίδιο θεϊκό πατέρα μονομαχούσαν μεταξύ τους, [50] ο Δίας έριξε ανάμεσά τους κεραυνό, όπως είχε κάνει και στη διαμάχη του Ηρακλή με τον Κύκνο. [Εικ. 23, 24, 25, 26, 27, 28, 29, 30, 31, 32, 33, 34, 35, 36, 37, 38, 39, 40] Έτσι σταμάτησαν την αμάχη μεταξύ τους και ο Ηρακλής πήρε τον χρησμό που ήθελε, σύμφωνα με τον οποίο θα απαλλασσόταν από τη νόσο, αν τον πωλούσαν δούλο και υπηρετούσε δουλικά για τρία χρόνια, όπως είχε υπηρετήσει τον Ευρυσθέα. Το αντίτιμο από την πώλησή του έπρεπε να δοθεί στον Εύρυτο ως ικανοποίηση για τον φόνο του Ίφιτου — ο βασιλιάς πατέρας είχε ζητήσει τριάντα τάλαντα. Όταν όμως πήγαν στον Εύρυτο τα χρήματα, εκείνος δεν τα δέχτηκε. Την πώληση ανέλαβε ο Ερμής· τον αγόρασε η Ομφάλη, κόρη του Ιάρδανου και βασίλισσα των Λυδών, που τότε λέγονταν Μαίονες, στην οποία άφησε την εξουσία, πεθαίνοντας, ο άνδρας της, ο Τμώλος· σύμφωνα με άλλους μυθογράφους η Ομφάλη ήταν ανύπαντρη.

Σύμφωνα με άλλη παράδοση, ο Ηρακλής πουλήθηκε ως δούλος στον Συλέα για να εξιλεωθεί για τον φόνο του Ίφιτου και όχι στην Ομφάλη..

Υπηρετώντας την Ομφάλη

Την περίοδο που ο Ηρακλής υπηρετούσε την Ομφάλη, συχνά οι δυο τους άλλαζαν τα ρούχα τους, εκείνη φορούσε τη λεοντή και κρατούσε το ρόπαλο, εκείνος πάλι ντυνόταν με γυναικεία ρούχα (η ανταλλαγή αυτή έχει τις ρίζες της σε παλιές λατρείες σχετικές με την ευγονία). Και λεγόταν ότι, όταν η Ομφάλη έμαθε την καταγωγή και την ταυτότητά του, ενθουσιασμένη μαζί του και γιατί απάλλαξε τη χώρα της από κακοποιά στοιχεία και από γείτονες λαούς που συχνά έκαναν επιθέσεις και λεηλατούσαν τη Λυδία, τον παντρεύτηκε και έκαναν μαζί έναν γιο, τον Λάμο. Αλλά βέβαια, στα τρία χρόνια της υπηρεσίας του ο Ηρακλής δεν περιορίστηκε μόνο σε ερωτικές περιπτύξεις με τη βασίλισσα ή και με άλλες γυναίκες , από κάποιες από τις οποίες απέκτησε και παιδιά, λ.χ. τον Κλεόδαιο από μια δούλη. Το βιογραφικό του Ηρακλή την περίοδο αυτή εμπλουτίζεται και με άλλα κατορθώματα.

[Εικ. 41, 42, 43, 44, 45, 46, 47, 48, 49, 50, 51, 52, 53, 54, 55, 56, 57, 58, 59, 60, 61, 62, 63, 64, 65, 66, 67, 68, 69, 70, 71, 72, 73, 74, 75, 76, 77, 78, 79, 80, 81, 82, 83, 84, 85, 86, 87, 88, 89, 90, 91, 92, 93]

Η σύλληψη των Κερκώπων

Οι Κέρκωπες ήταν τα αδέλφια Ευρύβατος ή Ευρυβάτης ή Ώλος, Φρυνώνδας ή Σίλλος, Τριβαλός ή Πάσσαλος, Άκμων (παλούκι και αμόνι) ή Κάνδαυλος και Άτλαντας. Ήταν γιοι του Ωκεανού και της κόρης του Ουρανού Θείας, ή της ηρωίδας Μεμνονίδας ή της Λίμνης ή της Κερκώπης. Κατάγονταν από την Οιχαλία (σύμφωνα με το ποίημα Κέρκωπες που αποδίδεται στον Όμηρο) αλλά ζούσαν συνήθως στη Βοιωτία —οι Θερμοπύλες ονομάζονταν ἕδραι Κερκώπων (Ηρόδ. 7.216)— ή στην Έφεσο. Ήταν μεγαλόσωμοι και δυνατοί, εξαπατούσαν, έκλεβαν, λήστευαν τους ταξιδιώτες και μετά τους σκότωναν. Και αυτούς τους εξουδετέρωσε ο Ηρακλής. Αυτό έγινε με τον εξής κωμικό τρόπο: Την περίοδο που ο Ηρακλής ήταν στην υπηρεσία της βασίλισσας της Λυδίας Ομφάλης, έτυχε να περνά από τα μέρη τους. Κουρασμένος, ξάπλωσε κάτω από ένα δέντρο στην άκρη του δρόμου, όπου και τον βρήκαν τα δυο αδέλφια να κοιμάται. Θέλοντας να τον γυμνώσουν από τα περίφημα όπλα του, που ο ήρωας είχε ακουμπήσει στο πλάι του, έσκυψαν από πάνω του. Όμως ο Ηρακλής ξύπνησε, τους έπιασε και τους έδεσε από τα πόδια· στη συνέχεια τους κρέμασε με το κεφάλι προς κάτω σ’ ένα μακρύ ξύλο που το φορτώθηκε στους ώμους του — όπως ακριβώς συνηθιζόταν με τα ζώα που οι άνθρωποι μετέφεραν στην αγορά, για να τα πουλήσουν. Βλέποντας αυτοί τα τριχωτά οπίσθια του Ηρακλή κατάλαβαν την προειδοποίηση της μητέρας τους Θείας να φυλάγονται από τον Μελάμπυγο, από αυτόν δηλαδή που έχει μαύρα οπίσθια. Τα έξυπνα και νόστιμα αστεία των δύο μεγαλόσωμων αδελφών έκαναν τον ήρωα να γελάσει τόσο πολύ που αποφάσισε να δεχτεί το αίτημά τους και να τους αφήσει ελεύθερους. Κατά άλλους, ο Ηρακλής σκότωσε τους Κερκωπίδες, που ήταν περισσότεροι από δύο· άλλους τους συνέλαβε και τους οδήγησε αλυσοδεμένους στην Ομφάλη. Όπως και να έχει, οι δύο Κερκωπίδες ή οι άλλοι που επέζησαν συνέχισαν να εξαπατούν τους ανθρώπους. Οργισμένος ο Δίας από τη διαγωγή τους, τους μεταμόρφωσε σε πέτρες και τους τοποθέτησε σαν νησάκια στον κόλπο της Νάπολης· ή σε πιθήκους —εξάλλου, το όνομά τους σημαίνει μικρή ουρά— και τους μετάφερε στα δύο νησιά, όσα και τα αδέλφια, που κλείνουν τον κόλπο της Νάπολης. Από αυτούς ονομάστηκαν Πιθηκοῦσαι, δηλαδή νησιά των πιθήκων. [Εικ. 94, 95, 96, 97, 98]

Τα «κατορθώματα» των Κερκώπων και το επεισόδιο με τον Ηρακλή αποτελούν το θέμα κωμωδιών διαφόρων ποιητών, του Εύβουλου, του Έρμιππου, του Πλάτωνα. Το όνομά τους έγινε συνώνυμο του απατεώνα (κερκωπίζειν), ενώ στην Αθήνα Κέρκωπες ή Κερκώπων ἀγορά αποκαλούνταν η αγορά των πανούργων (Διογ. Λ., 9.114· Ευστάθ. 1430.25). [51]

Ο φόνος του Λιτυέρση

Ο Λιτυέρσης ή Λιτυέρσας ήταν, σύμφωνα με μια παλιά εκδοχή (αρχαιότερη της συνάντησής του με τον Ηρακλή) νόθος γιος του βασιλιά Μίδα, βασιλιάς των Κελαινών και εξαιρετικός θεριστής. Υποχρέωνε όσους περνούσαν από τη χώρα του να θερίζουν ή να παίρνουν μέρος σε διαγωνισμό θερισμού μαζί του. Τους νικούσε και ύστερα τους αποκεφάλιζε και φύλαγε τα ακέφαλα σώματα σε δέσμη από στάχυα. Ο Ηρακλής, τα χρόνια που υπηρετούσε την Ομφάλη, πέρασε από τη χώρα του Λιτυέρση, σύμφωνα με μια εκδοχή για να ελευθερώσει τον Δάφνη, έναν ποιμένα που κρατούσαν εκεί ως δούλο. Εκεί δέχθηκε την πρόκληση/πρόσκληση του διαγωνισμού, νίκησε τον Λιτυέρση και του έκοψε το κεφάλι, αφού πρώτα τον αποκοίμισε με κάποιο τραγούδι. Άλλοι παραδίδουν ότι ο Ηρακλής πέταξε τον Λιτυέρση στον ποταμό Μαίανδρο, κάτι που θυμίζει ένα έθιμο σύμφωνα με το οποίο πετιόντουσαν μέσα στο νερό τα τελευταία δεμάτια από στάχυα, που έχουν σχήμα ανθρώπινου σώματος. Όπως και να έχει, οι θεριστές της Φρυγίας συνήθιζαν από τότε να τραγουδούν στην εργασία τους ένα τραγούδι στο οποίο εξυμνούσαν τη θεριστική δεινότητα του Λιτυέρση.

Ο φόνος του Συλέα

Ο Συλέας ήταν αμπελουργός που ζούσε στην Αυλίδα της Βοιωτίας ή στην περιοχή των Θερμοπυλών ή του Πηλίου στη Θεσσαλία ή στη Λυδία. Αυτός εξανάγκαζε τους περαστικούς να σκάβουν τα αμπέλια του και ύστερα τους σκότωνε. Ο Ηρακλής μπήκε στην υπηρεσία του Συλέα, όμως δεν έσκαψε τα χωράφια, μόνο τα κατέσκαψε, ξερίζωσε τα αμπέλια, τα έκαψε σύρριζα και ύστερα σκότωσε τον πονηρό αμπελουργό χτυπώντας τον με την τσάπα ή την αξίνα του. Μαζί σκότωσε και την κόρη του Συλέα Ξενοδόκη.

Άλλη παράδοση θέλει τον Συλέα γιο του Ποσειδώνα και αδελφό του Δικαίου, με κυριότερο χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς του την ιδιότητα του ονόματός του (συλάω και συλεύω = λαφυραγωγώ, αφαιρώ, αποστερώ, απογυμνώνω, εξαπατώ με τεχνάσματα) —ήταν δηλαδή το ακριβώς αντίθετο του δίκαιου αδελφού του. Τα δυο αδέλφα ζούσαν στο Πήλιο. Όταν ο Ηρακλής σκότωσε τον Συλέα, πήγε στον Δίκαιο, όπου γνώρισε την κόρη του Συλέα —σε αυτή την εκδοχή δεν ονομάζεται—, την οποία είχε αναθρέψει ο θείος της και με την οποία πλάγιασε ο ήρωας τιμωρός του πατέρα της. Όμως ο Ηρακλής έφυγε, και παρόλο που της υποσχέθηκε ότι θα επέστρεφε, εκείνη πέθανε από τη θλίψη της για την απουσία του αγαπημένου της. Κι εκείνος, που γύρισε αμέσως μετά την κηδεία της, θέλησε να πέσει στην πυρά της και να καλεί μαζί της, όμως οι παριστάμενοι τον εμπόδισαν, τον παρηγόρησαν και ανήγειραν αντί για μνήμα της κόρης ένα ιερό του Ηρακλή.

Σύμφωνα με άλλη παράδοση, ο Ηρακλής πουλήθηκε ως δούλος στον Συλέα για να εξιλεωθεί για τον φόνο του Ίφιτου και όχι στην Ομφάλη.

Η πρωιμότερη φιλολογική μαρτυρία της πρώτης εκδοχής του μύθου, μεταγενέστερη όμως της εικονογραφικής, κυρίως ή μόνο της αττικής αγγειογραφίας, είναι τα αποσπάσματα από το ομώνυμο σατυρικό δράμα του Ευριπίδη, όπου ο Ηρακλής εμφανίζεται να καταστρέφει την πόρτα του σπιτιού του Συλέα. Στην εικαστική απόδοση του θέματος σε ερυθρόμορφο αμφορέα του ζωγράφου του Οιονοκλή (475-450 π.Χ.) ο Ηρακλής καταστρέφει με πέλεκυ μια κολόνα του σπιτιού (Λούβρο, G 210), ενώ σε ερυθρόμορφη στάμνο (490-460 π.Χ.), με αξίνα στο χέρι, αντιμετωπίζει μάλλον ήρεμα τον Συλέα παρουσία της Αθηνάς· ανάμεσα στους δύο άνδρες προβάλλουν τα αμπέλια (Κοπεγχάγη, Nationalmuseet, 3239). [Εικ. 99, 100]

Ο Φίλων ο Ιουδαίοςέξω ερμήνευσε τον μύθο αυτόν ως δείγμα του ελεύθερου πνεύματος, τὸ τῆς φύσεως ἀδούλωτον, ακόμη και ενός δούλου. Διότι ο Ηρακλής, αν και πουλημένος δούλος στον Συλέα, θυσίασε έναν από τους πιο δυνατούς ταύρους του αφέντη του, με την πρόφαση ότι το κάνει για να τιμήσει τον Δία, ήπιε πολύ από το κρασί του, γενικά ήταν ράθυμος και ελευθερόστομος. (Περὶ τὸ πάντα σπουδαῖον εἶναι ἐλεύθερον 102)

Το τέλος

Ο Ηρακλής απάλλαξε τη χώρα της Ομφάλης και από τους Ιτώνους που λεηλατούσαν μεγάλο μέρος της χώρας της, κατέλαβε την πόλη απ’ όπου εξορμούσαν, τη λεηλάτησε, εξανδραπόδισε τους κατοίκους και την κατέσκαψε. Στη συνέχεια, έφτασε στη νήσο Δολίχη, όπου βρήκε το σώμα του Ίκαρου εκτεθειμένο στην ακρογιαλιά, το έθαψε και μετονόμασε το νησί από Δολίχη σε Ικαρία. [52] Σε αντάλλαγμα ο Δαίδαλος κατασκεύασε στην Πίσα ένα άγαλμα του Ηρακλή που του έμοιαζε πολύ· ο Ηρακλής αγνοούσε την ύπαρξή του και μια νύχτα το πετροβόλησε νομίζοντας ότι ήταν ζωντανή ύπαρξη.

Τον καιρό που υπηρετούσε την Ομφάλη [53] λέγεται ότι έγινε η Αργοναυτική εκστρατεία στην Κολχίδα και το κυνήγι του Καλυδώνιου κάπρου και ότι ο Θησέας, φτάνοντας από την Τροιζήνα, καθάρισε τον Ισθμό από διάφορους ληστές (Προκρούστης, Σκίρωνας, Σίνης κ.ά.). Έτσι δικαιολογείται η απουσία του ήρωα από αυτά τα γεγονότα.





[48] Τη νίκη του Ηρακλή επακολούθησε σύμφωνα με την εικαστική παράδοση ένα συμπόσιο, η εικαστική απόδοση του οποίου είναι από τις παλαιότερες του θέματος. Ο κορινθιακός κρατήρας (600-590 π.Χ.) που απεικονίζει αριστερά τον Εύρυτο, στη συνέχεια τον Ίφιτο και τον Ηρακλή να συζητούν στα ανάκλινδρά τους, και ανάμεσά τους την Ιόλη βρίσκεται στο Λούβρο (Ε 635).

[49] Πολλές φορές λέγεται ότι στην τέχνη έχουμε την εικαστική απόδοση των πηγών. Ωστόσο, αυτό δεν ισχύει πάντα και ο εικαστικός ακολουθεί δικούς του δρόμους. Για παράδειγμα, ο ζωγράφος της Σαπφούς που φιλοτέχνησε τον μελανόμορφο αμφορέα που βρίσκεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Μαδρίτης (μετά το 500 π.Χ., 10916) θέλησε ο Ίφιτος να πεθαίνει μαζί με τον Εύρυτο και τα άλλα του παιδιά μετά την επιστροφή του Ηρακλή από την Ομφάλη. Πάντως, οι αδικαιολόγητα σκληρές πλευρές του Ηρακλή ίσως να οφείλονται σε πηγές που επιδίωκαν τη μειωτική παρουσίαση του ήρωα και μέσω αυτής των Δωριέων. Για μια διαφορετική εκδοχή βλ. Όμ., Οδ. θ 232-38.

[50] Η σύγκρουση των δυο γιων του Δία ίσως να αντανακλά ιστορικά γεγονότα. Η μεγάλη διάδοση του θέματος της αρπαγής του τρίποδα και της διαμάχης Ηρακλή – Απόλλωνα στο β’ μισό του 6ου αι. πιθανόν οφείλεται στη διαμάχη των Δελφών και των Κρισαίων κατά τον Α’ Ιερό Πόλεμο, όπου οι πρώτοι αντιπροσωπεύονταν από τον Απόλλωνα και οι δεύτεροι από τον Ηρακλή. Πάντως, η σύγκρουση του μαντείου με τον δωρικό Ηρακλή έληξε με την πολιτογράφηση του ήρωα στον αιτωλικό μυθολογικό χώρο.

[51] Απολλόδωρος (2.6.3) και Διόδωρος (4.31.7) αποδίδουν περιληπτικά την εξουδετέρωση των Κερκώπων, κάτι που δεν αφήνει να διαφανεί ο κωμικός χαρακτήρας της ιστορίας. Εξαιρετική στον αφελή της ρεαλισμό είναι η εικαστική απόδοση σε μετόπη στον ναό C στον Σελινούντα (γύρω στο 540 π.Χ.) που σήμερα βρίσκεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο του Παλέρμου.

[52] Η νεότερη θεολογία (π.χ. Απόλλων) υποβάθμισε τους παλαιούς θεούς σε ήρωες και μυθολόγησε την πτώση τους σαν ανυπακοή που προκαλεί την οργή του θεού. Ο Θεός γκρεμίζει στην άβυσσο τον Εωσφόρο, ο Δίας συντρίβει με τον κεραυνό του τον Φαέθοντα, ο Ηρακλής ενταφιάζει τον Ίκαρο, ο Απόλλων τον Σαρπηδόνα. Με βάση αυτό το σκεπτικό μπορούμε να εικάσουμε ότι η Ικαρία ήταν πιθανόν λατρευτικό κέντρο του Ίκαρου, ανάλογο της Δήλου για τον Απόλλωνα και της Ρόδου για τον Ήλιο.

[53] Ο μύθος ενέπνευσε τους καλλιτέχνες της Ιταλίας, κυρίως στο δεύτερο μισό του 1ου αι. μ.Χ.