(1) Ευκοσμία είναι για την πόλη οι γεροί άντρες, για το
σώμα η ομορφιά, για την ψυχή η σοφία, για την πράξη η αρετή,
για το λόγο η αλήθεια τα αντίθετά τους ακοσμία. Τον άντρα
και τη γυναίκα, το λόγο και την πράξη, την πόλη και το πράγμα
που αξίζουν τον έπαινο πρέπει με επαίνους να τα τιμάμε, ενώ
τα ανάξια να τα κατακρίνουμε· γιατί είναι εξ ίσου σφάλμα όσο
και αμάθεια να κατακρίνει κανείς τα αξιέπαινα και να επαινεί
τα αξιοκατάκριτα. (2) Ο ίδιος άνθρωπος λοιπόν είναι που πρέπει
και να πει σωστά αυτό που πρέπει, και να αντικρούσει όσους
κατακρίνουν την Ελένη, μια γυναίκα για την οποία έχει υπάρξει
ομόφωνη και ομόψυχη και η γνώμη όσων έχουν ακούσει τους ποιητές,
αλλά και η φήμη του ονόματος της, το οποίο έχει καταστεί υπόμνηση
συμφορών. Εγώ όμως θέλω, προσδίδοντας κάποια λογική στον λόγο
μου, από τη μια μεριά αυτήν να την απαλλάξω από το να δέχεται
κατηγορίες άδικες, και από την άλλη να καταδείξω ότι αυτοί
που την κατακρίνουν λένε ψέματα· και δείχνοντας την αλήθεια
να σταματήσω την αμάθεια. (3) Δεν είναι άγνωστο, ούτε καν
σε λίγους, πως η γυναίκα την οποία αυτός ο λόγος αφορά είναι,
ως προς τη φύση και την καταγωγή της, πρώτη από τους πρώτους,
άντρες και γυναίκες. Είναι γνωστό ότι μητέρα της ήταν η Λήδα
και πατέρας της, ο πραγματικός, ένας θεός, ενώ ο υποτιθέμενος,
ένας θνητός, ο Τυνδάρεως και ο Δίας —από τους οποίους ο ένας
πιστεύτηκε ότι ήταν επειδή πράγματι ήταν, ενώ ο άλλος λέχθηκε
ότι ήταν επειδή το ισχυρίστηκε— και ο ένας ήταν ο ισχυρότερος
από τους ανθρώπους, ο άλλος κυρίαρχος των πάντων. (4) Έχοντας
απ’ αυτούς γεννηθεί, είχε ομορφιά όση οι θεοί, που την δέχτηκε
και δεν την έκρυψε· προκάλεσε σε πάρα πολλούς πάρα πολύ ερωτικό
πάθος, και με ένα σώμα συγκέντρωσε σώματα πολλών ανδρών που
είχαν επιδιώξεις μεγάλες για μεγάλους στόχους· απ' αυτούς
άλλοι είχαν μεγάλο πλούτο, άλλοι ένδοξη παλαιά γενιά, άλλοι
την ευρωστία της δικής τους αλκής, άλλοι τη δύναμη της κατακτημένης
σοφίας και όλοι έρχονταν οδηγημένοι από άμιλλα ερωτική και
φιλοδοξία απαράμιλλη. (5) Δεν θα αναφερθώ στο ποιος και γιατί
και πώς ικανοποίησε τον έρωτά του παίρνοντας την Ελένη· γιατί
το να λέει κανείς σ' αυτούς που ξέρουν αυτά που γνωρίζουν
είναι πειστικό, δεν φέρνει όμως ευχαρίστηση. Αφήνω τώρα με
το λόγο μου τον τότε χρόνο και θα προχωρήσω στην αρχή του
μελλοντικού μου λόγου· θα εκθέσω τις αιτίες για τις όποιες
ήταν πιθανό να έγινε το ταξίδι της Ελένης στην Τροία.
(6) Έκανε όσα έκανε είτε από θέλημα της Τύχης και απόφαση
των θεών και της Ανάγκης προσταγή, είτε επειδή αρπάχτηκε με
τη βία, είτε επειδή πείσθηκε με λόγια, είτε επειδή από τη
θωριά ερωτεύτηκε. Αν λοιπόν είναι το πρώτο, πρέπει την ευθύνη
να την έχει μόνο ο υπαίτιος· γιατί είναι αδύνατον η προαπόφαση
του θεού να εμποδιστεί από την ανθρώπινη προνοητικότητα. Αφού
από τη φύση του το ανώτερο δεν εμποδίζεται από το κατώτερο,
παρά το κατώτερο κυριαρχείται και καθοδηγείται από το ανώτερο,
και το ανώτερο κυβερνά ενώ το κατώτερο ακολουθεί. Αλλά ο θεός
είναι ανώτερος από τον άνθρωπο και ως προς τη βία και ως προς
τη σοφία και ως προς τα υπόλοιπα. Αν λοιπόν πρέπει να αποδώσουμε
την ευθύνη στην Τύχη και στο θεό, την Ελένη πρέπει οπωσδήποτε
να την απαλλάξουμε από την καταισχύνη.
(7) Αν όμως την άρπαξαν με τη βία και άσκησαν πάνω της βία
παράνομη και προπηλακίσθηκε άδικα, είναι φανερό ότι αυτός
που την άρπαξε της έκανε με την προσβολή του κακό, ενώ εκείνη,
που την άρπαξαν, υπέφερε από την προσβολή. Αξίζει λοιπόν ο
βάρβαρος που διέπραξε το βάρβαρο εγχείρημα, και με το λόγο
και με το νόμο και με τις πράξεις, και να κατηγορηθεί με το
λόγο και να ατιμασθεί με το νόμο και να τιμωρηθεί με πράξεις·
ενώ αύτη που έπεσε θύμα βίας και στερήθηκε την πατρίδα της
και απορφανίστηκε από τους φίλους της, τί, δεν είναι σωστό
να τη λυπηθούμε μάλλον παρά να την κακολογούμε; Γιατί αυτός
διέπραξε πράγματα φοβερά, ενώ εκείνη τα υπέστη· είναι λοιπόν
σωστό να την πονέσουμε αυτήν και να μισήσουμε εκείνον.
(8) Αν όμως ήταν ο λόγος που την έπεισε και εξαπάτησε την
ψυχή της, ούτε σ' αυτή την περίπτωση είναι δύσκολη η υπεράσπιση
και η ανασκευή της κατηγορίας ως εξής: ο λόγος είναι ένας
μεγάλος δυνάστης, που ενώ έχει το πιο μικρό και αφανές σώμα,
επιτελεί τα έργα τα πιο θεϊκά· γιατί μπορεί και το φόβο να
σταματήσει και τη λύπη να διώξει και χαρά να προκαλέσει και
τον οίκτο να αυξήσει. Και θα δείξω ότι έτσι είναι αυτά. (9)
Αλλά πρέπει να το δείξω στους ακροατές μου και μέσω της πεποίθησης·
θεωρώ και ονομάζω όλη την ποίηση λόγο που έχει μέτρο· όποιοι
την ακούν, εισχωρεί μέσα τους φρίκη γεμάτη φόβο, οίκτος όλο
δάκρυα, πόθος όλο λαχτάρα, και η ψυχή, με τα λόγια, παθαίνει
η ίδια αυτά που ξένα πράγματα και σώματα παθαίνουν στις ευτυχίες
και στις δυστυχίες τους. Ας στραφώ τώρα από τον ένα λόγο στον
άλλο. (10) Και οι θεϊκές επωδές που λέγονται με λόγια προξενούν
ηδονή και διώχνουν τη λύπη· γιατί όταν η δύναμη της επωδής
αναμιχθεί με την πίστη της ψυχής, την θέλγει, την πείθει και
τη μεταβάλλει με τη μαγεία της. Και έχουν εφευρεθεί δύο ειδών
τέχνες, η γοητεία και η μαγεία, οι όποιες συνίστανται σε σφάλματα
της ψυχής και εξαπατήσεις της πίστης. (11) Πόσοι δεν έχουν
πείσει η δεν πείθουν τόσους και τόσους για τόσα πράγματα,
πλάθοντας έναν ψευδή λόγο! Γιατί αν οι πάντες είχαν για τα
πάντα, μνήμη για τα περασμένα, συνείδηση για τα παρόντα και
πρόγνωση για τα μελλοντικά, ο λόγος δεν θα εξαπατούσε έτσι·
στην πραγματικότητα όμως δεν είναι εύκολο ούτε να θυμόμαστε
το παρελθόν, ούτε να έχουμε γνώση του παρόντος, ούτε να μαντεύουμε
το μέλλον· έτσι, για τα περισσότερα ζητήματα οι περισσότεροι
άνθρωποι έχουν σύμβουλο της ψυχής τους την πίστη. Επειδή όμως
η πίστη είναι σφαλερή και αβέβαιη, οδηγεί όσους τη χρησιμοποιούν
σε σφαλερές και αβέβαιες επιτυχίες. (12) Ποια αιτία λοιπόν
μας εμποδίζει να θεωρήσουμε ότι η Ελένη ήρθε στην Τροία χωρίς
τη θέλησή της, το ίδιο όπως αν αρπάχτηκε από απαγωγέων τη
βία; Αφού η επίδραση της πειθούς, αν και δεν έχει του εξαναγκασμού
τη μορφή, έχει την ίδια μ' αυτόν δύναμη. Γιατί ο λόγος που
έπεισε την ψυχή εξανάγκασε και αυτήν την οποία έπεισε να πιστέψει
αυτά που λέχθηκαν και να συγκατατεθεί σ' αυτά που έγιναν.
Αυτός λοιπόν που την έπεισε, εφόσον την εξανάγκασε, διέπραξε
αδίκημα, ενώ αυτή που πείσθηκε, εφόσον εξαναγκάστηκε από τον
λόγο, άδικα κατηγορείται. (13) Και για να αντιληφθεί κανείς
ότι η πειθώ, όταν προστεθεί στο λόγο, προκαλεί και στην ψυχή
την εντύπωση που θέλει, πρέπει να μελετήσει, πρώτον, τα λόγια
των κοσμολόγων, οι οποίοι, αντικαθιστώντας τη μια πεποίθηση
με την άλλη, απορρίπτοντας τη μια και εφαρμόζοντας την άλλη,
καθιστούν τα απίστευτα και άδηλα φανερά στα μάτια της πίστης·
δεύτερον, τους υποχρεωτικούς στους δικαστικούς αγώνες λόγους,
όπου ένας με τέχνη γραμμένος λόγος τέρπει και πείθει ένα μεγάλο
πλήθος, κι ας μη λέει την αλήθεια· και τρίτον, τους διαγωνισμούς
των φιλοσοφικών λόγων, στους οποίους φανερώνεται, μεταξύ άλλων,
ότι η ταχύτητα της σκέψης κάνει ευμετάβλητη την πίστη σε μια
πεποίθηση. (14) Και η δύναμη του λόγου είναι για την ψυχή
ό,τι τα φάρμακα για τη φύση των σωμάτων. Γιατί όπως κάθε φάρμακο
εξάγει από το σώμα διαφορετικούς χυμούς, και άλλα σταματούν
την αρρώστια ενώ άλλα τη ζωή, έτσι και οι λόγοι, άλλοι προκαλούν
λύπη, άλλοι ευχαρίστηση, άλλοι φόβο, άλλοι δίνουν στους ακροατές
τους θάρρος, και άλλοι φαρμακώνουν και μαγεύουν την ψυχή με
ένα είδος δόλιας πειθούς.
(15) Είπαμε λοιπόν ότι αν πείσθηκε με λόγο, δεν έκανε αδίκημα
αλλά υπέστη ατύχημα· και την τέταρτη κατηγορία θα την εξετάσω
με τον τέταρτο λόγο μου. Αν αυτός που έκανε όλα αυτά ήταν
ο έρωτας, η κατηγορουμένη θα αποφύγει, χωρίς δυσκολία την
κατηγορία για το αδίκημα που υποτίθεται ότι διεπράχθη. Ό,τι
βλέπουμε έχει όχι τη φύση που εμείς θέλουμε, αλλά αυτήν που
το καθένα τυχόν έχει· και οι εντυπώσεις της όρασης επηρεάζουν
μέχρι και την ψυχική μας κατάσταση. (16) Αφού και όταν η όραση
αντικρίσει στον πόλεμο τα εχθρικά σώματα και τα από χαλκό
και σίδερα εχθρικά εξαρτήματα πάνω στον εχθρικό οπλισμό, άλλα
επιθετικά και άλλα αμυντικά, ταράζεται και ταράζει και την
ψυχή, έτσι ώστε πολλές φορές οι αντίπαλοι, θαρρώντας ως παρόντα
τον μελλοντικό κίνδυνο, τρέπονται πανικόβλητοι σε φυγή. Γιατί
είναι ισχυρή η εντύπωση του άχθους του πολέμου, που όταν,
εξ αιτίας του φόβου που προκαλείται από την όραση, εισχωρήσει
στην ψυχή, έρχεται και την κάνει να ξεχάσει και αυτό που ο
νόμος κρίνει καλό και το αγαθό που θα προκύψει από τη νίκη.
(17) Μερικοί μάλιστα, έχοντας δει κάτι φοβερό, έχασαν τη στιγμή
εκείνη και το νου που είχαν· τόσο ο φόβος έσβησε και έδιωξε
το λογικό τους. Και πολλοί έπεσαν έτσι σε μάταιους κόπους,
φοβερές αρρώστιες και αθεράπευτη τρέλα· τόσο η όραση χάραξε
στο νου τους τις εικόνες των πραγμάτων που είδαν. Υπάρχουν
και πολλά άλλα τρομερά που δεν τα αναφέρουμε εδώ, όμως αυτά
που παραλείπονται είναι όπως αυτά που είπαμε. (18) Εξ άλλου
οι ζωγράφοι, όταν από πλήθος χρώματα και σώματα φτιάχνουν
ένα ενιαίο τέλειο σώμα και σχήμα, προξενούν στην όραση ευχαρίστηση.
Και το πλάσιμο αγαλμάτων και το δούλεμα εικόνων παρέχουν στα
μάτια ένα όμορφο θέαμα. Ώστε άλλα πράγματα μπορεί να προκαλέσουν
λύπη στην όραση, άλλα πόθο. Και είναι πολλά που προκαλούν
σε πολλούς έρωτα και πόθο για πολλά πράγματα και σώματα. (19)
Αν λοιπόν τα μάτια της Ελένης ένιωσαν ευχαρίστηση από το σώμα
του Αλέξανδρου και μετέδωσαν στην ψυχή της επιθυμία και έλξη
ερωτική, τι το παράξενο; Αν ο έρωτας έχει, ως θεός, τη θεϊκή
δύναμη των θεών, πώς θα μπορούσε ο κατώτερός του να έχει τη
δυνατότητα να τον αποκρούσει και να αμυνθεί; Αν πάλι είναι
μια ανθρώπινη αρρώστια και αποτέλεσμα άγνοιας της ψυχής, πρέπει
να μην το καταλογίσουμε ως σφάλμα αλλά να το θεωρήσουμε ως
ατύχημα· γιατί εκείνη πήγε καθώς πήγε, πιασμένη σε δίχτυα
της ψυχής, όχι από συνειδητή απόφαση, εξαναγκασμένη από τον
ερωτά, όχι μετά από έντεχνη προπαρασκευή.
(20) Πώς λοιπόν μπορεί κανείς να θεωρήσει δίκαιη τη μομφή
εναντίον της Ελένης αφού, είτε ερωτεύτηκε, είτε πείσθηκε με
λόγια, είτε αρπάχτηκε με τη βία, είτε
εξαναγκάστηκε από θεϊκή ανάγκη και έκανε ό,τι έκανε, οπωσδήποτε
απαλλάσσεται από την κατηγορία;
(21) Με το λόγο μου απάλλαξα από τη δυσφήμηση μια γυναίκα·
έμεινα πιστός στους όρους που έθεσα στην αρχή του λόγου· δοκίμασα
να καταλύσω την αδικία της μομφής και την αμάθεια της πεποίθησης·
θέλησα να γράψω τον λόγο ως εγκώμιο της Ελένης και δικό μου
παιχνίδι.
|