Μύθος αρετής και κακίας

ΠΡΟΔΙΚΟΣ [DK 2 – μτφρ. Ν. Μ. Σκουτερόπουλος]


Κι ο Πρόδικος ο σοφός, στο δοκίμιό του για τον Ηρακλή, αυτό που το παρουσιάζει στον πολύ κόσμο, εκφράζει την ίδια γνώμη για την αρετή, χρησιμοποιώντας, όσο θυμάμαι, τα εξής πάνω κάτω λόγια. Λέει δηλαδή ότι ο Ηρακλής, όταν πήγαινε να γίνει από παιδί έφηβος —την ώρα εκείνη που οι νέοι, καθώς αρχίζουν πια να είναι κύριοι του εαυτού τους, δείχνουν αν θα ακολουθήσουν στη ζωή τους τον καλό δρόμο ή τον κακό— αποτραβήχτηκε να βρει ησυχία και κοντοστάθηκε, μη ξέροντας ποιον από τους δύο δρόμους να ακολουθήσει· κι ότι παρουσιάστηκαν δύο γυναίκες, ως εκεί πάνω ψηλές, οι οποίες τον πλησίασαν. Της μιας η εμφάνιση ήταν καλή και επιβλητική. Είχε για στολίδια το καθαρό σώμα της, την ντροπαλοσύνη στα μάτια της, τη σεμνότητα στο παρουσιαστικό της· φορούσε φόρεμα λευκό. Η άλλη, πάλι, ήταν καλοθρεμμένη, με παχιά κι απαλή σάρκα, φτιασιδωμένη ώστε να φαίνεται πιο αφράτη και πιο ροδαλή απ' ό,τι πραγματικά ήταν, κορδωνόταν για να δείχνει πιο στητή απ' όσο ήταν το φυσικό της, με μια προστυχιά στο βλέμμα, κι ένα φόρεμα που άφηνε να φανεί όσο το δυνατό πιο έντονα πως ήταν επάνω στον ανθό της νιότης της. Κοιταζόταν ολοένα, προσέχοντας αν την κοιτούν και οι άλλοι, και γύριζε συχνά να ρίξει μια ματιά στη σκιά της. Καθώς πλησίαζαν στον Ηρακλή, η πρώτη εξακολούθησε να βαδίζει όπως πριν, η άλλη όμως, θέλοντας να την προλάβει, έτρεξε προς τον Ηρακλή και του είπε: «Βλέπω, Ηρακλή, ότι βρίσκεσαι σε απορία, ποιο δρόμο να ακολουθήσεις στη ζωή. Ε, λοιπόν, αν με κάνεις φίλη σου και με ακολουθήσεις, θα σου δείξω τον πιο ευχάριστο και τον πιο εύκολο δρόμο· δεν θα μείνει απόλαυση που να μη τη γευτείς και θα διαβείς τη ζωή χωρίς να δοκιμάσεις τις δυσκολίες της. Γιατί, πρώτον, δεν θα σκοτίζεσαι για πολέμους και για άλλες μπλεγμένες υποθέσεις, αλλά όλη σου ή έγνοια θα είναι πάντα τι φαΐ ή τι πιοτό θα βρεις που να σου αρέσει, ή πώς θα δεις ή θα ακούσεις κάτι που θα σε ευχαριστήσει, ποιανού το άρωμα ή το άγγιγμα θα σου δώσει χαρά, ποιανού αγαπημένου η συναναστροφή θα σε ευφράνει πιο πολύ, πώς θα κοιμάσαι στα πούπουλα και πώς όλα αυτά θα τα πετυχαίνεις όσο το δυνατό πιο ακόπιαστα. Αν κάποια στιγμή παρουσιαστεί έστω και υποψία πως κάτι από εκείνα που φέρνουν αυτές τις απολαύσεις πάει να λείψει, μη φοβηθείς πως θα σε υποχρεώσω να τα εξασφαλίζεις αυτά με κόπους και ταλαιπωρίες σωματικές και ψυχικές· απεναντίας, αυτά που οι άλλοι τα κατακτούν με το μόχθο της εργασίας τους, εσύ θα τα χρησιμοποιείς χωρίς να σου λείπει κανένα πράγμα, από το οποίο θα ήταν δυνατό να βγάλεις κάποιο κέρδος. Γιατί σε όσους είναι κοντά μου δίνω τη δύναμη να ωφελούνται απ' όλες τις μεριές». Κι ο Ηρακλής, μόλις τα άκουσε αυτά, «Κυρά μου», είπε, «πώς είναι το όνομά σου;» Κι εκείνη, «Οι φίλοι μου», αποκρίθηκε, «με φωνάζουν Ευδαιμονία, ενώ αυτοί που με μισούν με λένε, χαϊδευτικά Κακία». Εκείνη τη στιγμή πλησίασε η άλλη γυναίκα και είπε: «Έχω έλθει κι εγώ κοντά σου, Ηρακλή· γνωρίζω τους γονείς σου, κι έχω πολύ καλά αντιληφθεί το χαρακτήρα σου στη διάρκεια της αγωγής σου, κι αυτά με κάνουν να ελπίζω πως, αν πάρεις το δρόμο που οδηγεί σε μένα, θα γίνεις ένας σπουδαίος δουλευτής όμορφων και ευγενικών έργων —κι εγώ από τη μεριά μου θα λάβω ακόμη μεγαλύτερες τιμές και διακρίσεις για όσα καλά προσφέρω. Δεν θα σε παραπλανήσω με προλόγους περί ηδονής, αλλά θα σου εκθέσω πώς στ' αλήθεια όρισαν οι θεοί τα πράγματα. Χωρίς κόπο και φροντίδα οι θεοί δεν χορηγούν στους ανθρώπους κανένα από τα καλά και όμορφα πράγματα: Αν θέλεις οι θεοί να σε σπλαχνίζονται, πρέπει να τους λατρεύεις τους θεούς· αν θέλεις να είσαι αγαπητός στους φίλους σου, πρέπει στους φίλους να κάνεις καλοσύνες· αν έχεις την επιθυμία να αποκτήσεις τιμές σε κάποια πόλη, πρέπει στην πόλη αυτή να προσφέρεις υπηρεσίες· αν έχεις την αξίωση να σε θαυμάζει όλη η Ελλάδα για την αρετή σου, πρέπει να προσπαθήσεις να την ευεργετήσεις την Ελλάδα· αν πάλι θέλεις να σου δώσει η γη άφθονους καρπούς, πρέπει να την καλλιεργήσεις τη γη· αν νομίζεις πως πρέπει να πλουτίσεις από τη ζωοτροφία, πρέπει να τα φροντίζεις τα ζώα· αν επιχειρείς να αποκτήσεις δύναμη με τον πόλεμο και θέλεις να είναι στο χέρι σου να απελευθερώνεις τους φίλους και να υποδουλώνεις τους εχθρούς, πρέπει να μάθεις τις πολεμικές τέχνες από αυτούς που τις κατέχουν, και πρέπει να εξασκηθείς πώς να τις χρησιμοποιείς· κι αν πάλι θέλεις να αποκτήσεις δυνατό σώμα, πρέπει να συνηθίσεις το σώμα σου να υπηρετεί το μυαλό και να το γυμνάσεις με κόπους και ίδρωτα». Στο σημείο αυτό η Κακία, καθώς λέει ο Πρόδικος, την διέκοψε: «Αντιλαμβάνεσαι, Ηρακλή, για πόσο επίπονο και μακρύ δρόμο, αν είναι να φτάσεις κάποτε ως τις απολαύσεις της, σου μιλάει αυτή η γυναίκα; Ενώ εγώ θα σε οδηγήσω στην ευτυχία από εύκολο και σύντομο δρόμο». Και τότε είπε ή Αρετή: «Αλόγιαστη, τι καλό έχεις να προσφέρεις εσύ; Ή ποιαν ευχαρίστηση, αφού ούτε γι' αυτό δεν είσαι διατεθειμένη να κάνεις κάτι; Εσύ που δεν περιμένεις καν να εκδηλωθεί ή επιθυμία για τα ευχάριστα πράγματα αλλά σπεύδεις να τα ικανοποιήσεις όλα προτού κιόλας αισθανθείς την επιθυμία για κάτι: τρως προτού πεινάσεις, πίνεις προτού διψάσεις, σοφίζεσαι μαγείρους για να φας απολαυστικά, και για να απολαύσεις το πιοτό προμηθεύεσαι πανάκριβα κρασιά και ψάχνεις καλοκαιριάτικα από 'δώ κι από 'κεί για πάγο· για να κοιμηθείς απολαυστικά δεν εφοδιάζεσαι μόνο με στρώματα μαλακά αλλά και με τα κατάλληλα κρεβάτια και τις βάσεις τους· στ' αλήθεια, τον ύπνο δεν τον αποζητάς από κούραση, αλλά επειδή δεν έχεις τι να κάνεις. Προσπαθείς να διεγείρεις τις σαρκικές επιθυμίες προτού καν αισθανθείς φυσικά την ανάγκη για αυτές: σοφίζεσαι τα πάντα [...]· κακομεταχειρίζεσαι τους αγαπητικούς σου, τους παρασύρεις τη νύχτα και μετά χάνουν, εξαιτίας σου, το πιο πολύτιμο κομμάτι της ημέρας στον ύπνο. Κι ενώ είσαι αθάνατη, οι θεοί σ' έχουν κάνει πέρα, και οι σωστοί άνθρωποι σε καταφρονούν. Δεν έχεις ποτέ σου δοκιμάσει το πιο γλυκό άκουσμα: Το να σε παινεύουν και δεν έχεις ποτέ σου αντικρίσει το πιο ευχάριστο θέαμα: Ένα όμορφο δικό σου έργο. Ποιος θα 'δινε πίστη σε κάτι απ’ όσα λες; Ποιος θα ανταποκρινόταν σε κάποια επιθυμία σου; Ή, πάλι, ποιος λογικός άνθρωπος θα το τολμούσε να 'ρθει στη συντροφιά σου; Μόνο νέοι με ασθενικό σώμα και άμυαλοι γέροι — άτομα που ακόπιαστα πορεύτηκαν στα νιάτα τους μέσα στην ευμάρεια και που με κόπο περνούν την ξεραΐλα των γηρατειών τους, άνθρωποι που ντρέπονται για όσα έχουν πράξει και που καταθλίβονται για όσα πράττουν τώρα, άνθρωποι που εξάντλησαν τις απολαύσεις όσο ήσαν νέοι και που άφησαν τα δυσάρεστα για τα γηρατειά τους. Απεναντίας, εγώ συντροφεύω τους θεούς, συντροφεύω και τους καλούς ανθρώπους. Κανένα ευγενικό έργο, θεϊκό ή ανθρώπινο, δεν μπορεί να γίνει χωρίς εμένα. Κι όλοι με τιμούν με το παραπάνω, και οι θεοί και οι άνθρωποι που έχουν αρετή: Για τους τεχνίτες είμαι η καλοδεχούμενη συνεργάτιδα, για τους οικοδεσπότες ο πιστός φύλακας, για τους δούλους ο σπλαχνικός συντρέχτης, ο πολύτιμος συνεργάτης στα ειρηνικά έργα, ο αταλάντευτος σύμμαχος στα έργα του πολέμου, και ο ιδανικός φίλος. Οι δικοί μου φίλοι απολαμβάνουν με ευχαρίστηση και χωρίς ενοχλήσεις ό,τι τρώνε κι ό,τι πίνουν γιατί δοκιμάζουν το φαΐ και το πιοτό όσο χρόνο διαρκεί ή επιθυμία τους γι' αυτά. Ο ύπνος τους είναι πιο γλυκός από τον ύπνο των ακαμάτηδων κι ούτε δυσανασχετούν, όταν τους λείψει, ούτε παραμελούν τις υποχρεώσεις τους εξαιτίας του. Οι νέοι αισθάνονται χαρά που τους επαινούν οι γεροντότεροι, και οι μεγαλύτεροι στην ηλικία νιώθουν αγαλλίαση που οι νέοι τους τιμούν. Και ξαναθυμούνται με χαρά πράξεις παλιές και χαίρονται γι' αυτό που κάνουν τώρα — φιλιωμένοι χάρη σ' εμένα με τους θεούς, αγαπητοί στους φίλους, τιμημένοι από την πατρίδα. Και σαν έλθει το μοιραίο τέλος, δεν κείτονται στη λησμονιά και την καταφρόνια, αλλά τους εξυμνούν παντοτινά, κι η μνήμη γι' αυτούς είναι πάντοτε χλωρή. Αν τα προσπαθήσεις αυτά, Ηρακλή, παιδί από γονείς καλούς, θα σου δοθεί ή δυνατότητα να κατακτήσεις την πιο πολυζήλευτη ευτυχία». Κάπως έτσι είχε φτιάξει ο Πρόδικος τη διδαχή που έκανε ή Αρετή στον Ηρακλή· βέβαια, τα διανοήματά του τα στόλιζε με λεκτικό πιο μεγαλόπρεπο απ’ ό,τι εγώ τώρα.

1 | 2 | 3 | 4 | 5 | 6 | 7| 8| 9 | 10 | 11| 12| 13| 14| 15 | 16 | 17| 18| 19| 20|21| 22