προηγούμενη επόμενη

Αρχαία ελληνική μυθολογία

ΗΡΑΚΛΗΣ

Δηιάνειρα - Αχελώος - εναντίον των Θεσπρωτών - Νέσσος - Εναντίον Δρυόπων και Λαπίθων - Κύκνος, Αμύντορας - Ιόλη - Θάνατος - Θεοποίηση

Νέσσος, Δηιάνειρα. Picasso, Pablo, 1920



 

1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 18 19 20 21 22 23 24 25 26 27 28 29 30 31 32 33 34 35 36 37 38 39 40 41 42 43 44 45 46 47 48 49 50 51 52 53 54 55 56 57 58 59 60 61 62 63 64 65 66 67 68 69 70 71 72 73 74 75 76 77 78 79 80 81 82 83 84 85 86 87 88 89 90 91 92 93 94 95 96 97 98 99 100 101 102 103 104 105 106 107 108 109 110 111 112 113 114 115 116 117 118 119 120 121 122 123 124 125

Γάμος και έγγαμος βίος με τη Δηιάνειρα

Σύμφωνα με τον Διόδωρο, ο Ηρακλής τον πέμπτο χρόνο μετά την εγκατάστασή του στη Φενεό, λυπημένος από τον θάνατο του Οιωνού, γιου του Λικύμνιου, και του αδελφού του Ίφικλου, έφυγε με τη θέλησή του από την Αρκαδία και από όλη την Πελοπόννησο. Τον ακολούθησαν πολλοί άλλοι από την Αρκαδία στην Καλυδώνα όπου πήγε και εγκαταστάθηκε. Φτάνοντας εκεί ζήτησε να παντρευτεί την κόρη του Οινέα Δηιάνειρα, την οποία όμως διεκδικούσε και ο θεός ποταμός Αχελώος.

Πάλη με Αχελώο

Ο Αχελώος, ο θεός του μακρύτερου ποταμού στον ελληνικό χώρο, που διέτρεχε την Αιτωλία, θεωρείται γιος του Ωκεανού και της Τηθύος, πρωτότοκος αδελφός τριών χιλιάδων αδελφών-ποταμών. Ο Αχελώος, όπως και άλλοι θεοί ποταμοί, είχε την ικανότητα των πολλαπλών εμφανίσεων· έπαιρνε τη μορφή ταύρου, φιδιού με κεφάλι Σατύρου ή/και Κενταύρου ή ταύρου με κεφάλι ανθρώπου, κένταυρου, ιχθυοειδούς όντος. [65] Του αποδίδονται πολλοί έρωτες, με τη Μούσα Μελπομένη αλλά και με άλλες Μούσες, και πολλές κόρες-πηγές, την Πειρήνη στην Κόρινθο, την Κασταλία στους Δελφούς, τη Δίρκη στη Θήβα, την Καλλιρρόη. Και ακόμη τις Σειρήνες. Πόθησε και την κόρη του Οινέα Διηάνειρα, εκείνη όμως δεν ήθελε έναν τόσο άβολο σύζυγο. Γι’ αυτό δέχτηκε για σύζυγο τον Ηρακλή που όμως έπρεπε να τη διεκδικήσει από τον Αχελώο σε μια πάλη που θυμίζει την πάλη του Θησέα με τον Μινώταυρο. Πρόκειται για έναν γαμήλιο διαγωνισμό διεκδίκησης της νύφης, έναν αθλητικό αγώνα με διαιτητή την Αφροδίτη, που όμως έχει ξεφύγει από τα ελεγχόμενα πλαίσια των συνηθισμένων αγώνων ανάμεσα σε μνηστήρες ή ανάμεσα στον μνηστήρα και τον πατέρα της κόρης. (Σοφ., Τραχ. 497-539)

Σε ερυθρόμορφο κρατήρα με κιονόσχημες λαβές, 460-450 π.Χ., ο Ηρακλής παριστάνεται με το ρόπαλο υψωμένο να έχει ξεριζώσει το ένα κέρατο του Αχελώου, που εδώ εμφανίζεται σαν ταύρος με κεφάλι ανθρώπινο. Από το στόμα του θεού-ποταμού τρέχει νερό, ενώ η Δηιάνειρα, με νυφική φορεσιά, παρακολουθεί [Εικ. 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17, 18]. Ο Αχελώος θεώρησε ότι νικήθηκε και ζήτησε πίσω το κέρατο, δίνοντας ως αντάλλαγμα στον Ηρακλή το κέρας της Αμαλθείας, το οποίο είχε πάρει από την κόρη του Ωκεανού Αμάλθεια, και από το οποίο έβγαιναν ποτά και φαγητά. Ο Ηρακλής με τη σειρά του το έδωσε στους Καλυδώνιους και λατρεύτηκε στα βουνά ως θεός της γονιμότητας και της ευφορίας που μπορεί να επέλθει με την ορθολογική διευθέτηση και τον έλεγχο των υδάτων. [66] Στην ουσία, ο Ηρακλής λατρεύτηκε ως θεός χθόνιος. [Εικ. 19] Εξάλλου, ο Ηρακλής διεκδίκησε τη Διηάνειρα, επειδή του το ζήτησε η ψυχή του Μελέαγρου, την οποία συνάντησε, όταν κατέβηκε στον Άδη για τον Κέρβερο. Επιπλέον, το κέρας της Αμαλθείας το κρατά και ο Πλούτωνας στο χέρι του, σε ερυθρόμορφη κύλικα του ζωγράφου Q, αρχές του 4ου αι., [67] καθώς ο Ηρακλής τον κουβαλά στην πλάτη του για να τον ανεβάσει στον επάνω κόσμο, αλλά και σε ερυθρόμορφη πελίκη (430-430 π.Χ.). [Εικ. 20] Ο θεός του Κάτω Κόσμου είναι και θεός της ευφορίας, της βλάστησης και της γονιμότητας, τον οποίον επικαλούνται οι γεωργοί, για να φυτρώσει ο σπόρος της Δήμητρας.

Η ορθολογιστική προσέγγιση του Διοδώρου

Ο Διόδωρος «απομυθοποιεί» τον μύθο και προτείνει μια ορθολογιστική προσέγγιση. Θεωρεί λοιπόν ότι ο Ηρακλής, θέλοντας να προσφέρει υπηρεσία στους Καλυδώνιους, κατασκεύασε τεχνικό έργο μεγάλης σημασίας. Άλλαξε την κοίτη του Αχελώου και ανοίγοντας καινούρια κοίτη εξοικονόμησε μεγάλη και εύφορη έκταση που αρδευόταν από τα νερά του ποταμού. Γι’ αυτό και θεωρεί ότι οι ποιητές παρέστησαν τον Ηρακλή να μάχεται με τον Αχελώο μεταμορφωμένο σε ταύρο. Όσο για το κέρατο που έλεγαν ότι του έσπασε πάνω στη μάχη, το λεγόμενο κέρας της Αμαλθείας, που το παρίσταναν γεμάτο με άφθονα φθινοπωρινά φρούτα όλων των ειδών, σταφύλια και μήλα και ρόδια, ο Διόδωρος ιστορεί ότι με αινιγματικό τρόπο οι ποιητές εννοούσαν το ρεύμα που έτρεχε μέσα στη διώρυγα και ότι τα φρούτα στο κέρας ήταν η εύφορη γη που αρδευόταν από τον ποταμό και έβγαζε πλήθος καρποφόρα δέντρα. Με αυτόν τον τρόπο μυθολογήθηκε η δύναμη και η αντοχή του ανθρώπου που κατασκεύασε το έργο και όχι η μαλθακότητα που μπορεί να υπονοήσει κανένας με το κέρας από το οποίο έβγαιναν καρποί χωρίς κανένας να κοπιάσει.

Εκστρατεία εναντίον των Θεσπρωτών. Νέα ένωση, νέος φόνος

Ο Ηρακλής εκστράτευσε μαζί με τους Καλυδώνιους εναντίον των Θεσπρωτών, και αφού κυρίευσε την πόλη Εφύρα, όπου βασίλευε ο Φύλαντας, ενώθηκε με την κόρη του την Αστυόχη και έγινε πατέρας του Τληπόλεμου. Όσο ήταν ακόμη μαζί τους, μήνυσε στον Θέσπιο να κρατήσει επτά από τα παιδιά του, τρία να τα στείλει στη Θήβα και τα υπόλοιπα σαράντα να τα στείλει στη νήσο Σαρδηνία, για να την αποικίσουν. Ύστερα από αυτά, πάνω σε συμπόσιο στο παλάτι του Οινέα σκότωσε χτυπώντας με τη γροθιά του τον γιο του Αρχιτέλη Εύνομο, συγγενή του Οινέα, την ώρα που του έριχνε νερό για να πλυθεί — ο νεαρός έκανε το λάθος να ρίξει στα χέρια του Ηρακλή το νερό που ήταν για τα πόδια. Αλλά ο πατέρας του παιδιού, επειδή ο φόνος έγινε χωρίς πρόθεση, τον συγχώρεσε, ο Ηρακλής όμως θέλησε να υποστεί την ποινή της εξορίας, κατά τα καθιερωμένα, και αποφάσισε να τραβήξει προς τον Κήυκα στην Τραχίνα.

Στον δρόμο για την εξορία στην Τραχίνα. Το επεισόδιο με τον Νέσσο.

καὶ ὁ Νέσσος ἐνταῦθα λέγεται πορθμεὺς ἀποδεδειγμένος ὑφ᾽ Ἡρακλέους ἀποθανεῖν, ἐπειδὴ πορθμεύων τὴν Δηιάνειραν ἐπεχείρει βιάσασθαι. (Στρ. 10.2.5)

Ο Ηρακλής, μετά την αναχώρησή του από τη Θεσπρωτία με τη σύζυγό του Δηιάνειρα, στον δρόμο για τη γενέθλια πόλη του Θήβα έφτασε στον ποταμό Εύηνο. Εκεί ζούσε ο Κένταυρος Νέσσος που περνούσε τους διαβάτες στην απέναντι όχθη έναντι αμοιβής, ισχυριζόμενος ότι είχε αναλάβει από τους θεούς την υπηρεσία αυτή, επειδή ήταν πολύ δίκαιος. Και ενώ ο Ηρακλής πέρασε μόνος του το ποτάμι, εμπιστεύθηκε τη γυναίκα του στον Κένταυρο να την περάσει απέναντι κουβαλώντας την στην πλάτη του. Σύμφωνα με την αφήγηση του Οβίδιου (Μετ. 9.89-158), εκείνη την εποχή ο ποταμός ήταν φουσκωμένος από τις βροχές, ήταν αδιάβατος και με πολλές δίνες. Η νύφη στάθηκε τρομαγμένη, μπροστά στη θέα τόσο του φουσκωμένου ποταμού όσο και του Κένταυρου. Πράγματι, μόλις μπήκαν στο νερό, ο Κένταυρος προσπάθησε να τη βιάσει, αλλά ο Ηρακλής, που αντιλήφθηκε το γεγονός από τις φωνές τις γυναίκας του, κατάφερε να διαπεράσει το στέρνο του Κένταυρου με ένα από τα δηλητηριώδη βέλη του, τα οποία είχε βουτήξει στο αίμα της Λερναίας Ύδρας, κτυπώντας τον από μακριά, από την άλλη όχθη του ποταμού, όπου ο ήρωας είχε φτάσει, ή, κατά άλλους, την ώρα που έβγαινε από τον ποταμό. [Εικ. 21, 22, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 29, 30, 31, 32, 33, 34, 35, 36, 37, 38, 39, 40, 41, 42, 43, 44, 45, 46, 47, 48, 49, 50, 51, 52, 53] Ετοιμοθάνατος στη λάσπη της όχθης, ο Νέσσος ξεγέλασε τη Δηιάνειρα λέγοντάς της ότι, αν ανακατέψει το σπέρμα του με το αίμα που έτρεχε από την πληγή του, θα αποκτούσε ένα ερωτικό φίλτρο που θα την προστάτευε από την απιστία του Ηρακλή. Και αυτή το έφτιαξε και το φύλαγε σε ένα δοχείο επάνω της, μέχρι τη στιγμή που ο Ηρακλής έφερε στο σπίτι τους μια νέα γυναίκα, την Ιόλη.

Στον δρόμο για την εξορία στην Τραχίνα. - Εναντίον Δρυόπων και Λαπίθων. - Ερωτικές ενώσεις, μονομαχίες, φόνοι (Κύκνος, Αμύντορας)

Στον δρόμο της εξορίας από την Καλυδώνα με τη γυναίκα του Δηιάνειρα και τον γιο του Ύλλο, καθώς διέσχιζαν τη χώρα των Δρυόπων [68] στην οροσειρά του Παρνασσού, ο Ύλλος πείνασε. Έτσι, όταν ο Ηρακλής συνάντησε τον Θειοδάμαντα, τον ίδιο των βασιλιά των Δρυόπων, που όργωνε οδηγώντας άμαξα με ένα ζευγάρι βόδια, του ζήτησε φαγητό για το παιδί, όμως εκείνος αρνήθηκε. Τότε ξέζεψε ένα από τα βόδια, θυσίασε στους θεούς, τεμάχισε το σφάγιο και οι τρεις τους έφαγαν. Στο μεταξύ ο Θειοδάμαντας είχε τρέξει στην πόλη, συγκέντρωσε τον στρατό του και ξαναγύρισε να αντιμετωπίσει τον Ηρακλή σε μια μάχη που ανάγκασε ως και τη Δηιάνειρα να πολεμήσει, η ίδια μάλιστα πληγώθηκε στο στήθος. Παρά τη δυσχερή θέση της οικογένειας, ο Ηρακλής τελικά νίκησε και σκότωσε τον Θειοδάμαντα, άρπαξε μάλιστα και τον γιο του, τον νέο και όμορφο Ύλα, που πολύ τον ερωτεύτηκε και ο οποίος τον συνόδευσε στην Αργοναυτική εκστρατεία.

Όταν έφτασαν στην Τραχίνα, στον Κήυκα, έγιναν θερμά δεκτοί από αυτόν. Και ο Ηρακλής οργάνωσε αμέσως εκστρατεία εναντίον των Δρυόπων, στην οποία πήραν μέρος και οι κάτοικοι της περιοχής, οι Μηλιείς. Μαζί νίκησαν τους Δρύοπες, σκότωσαν τον βασιλιά τους Φύλαντα που είχε ασεβήσει στο ιερό των Δελφών, όχι κρυφά αλλά μπροστά σε όλους, εκτόπισε τους κατοίκους από τη χώρα και την παρέδωσε στους Μηλιείς. [69] Όμως δεν άφησε τον Φύλαντα χωρίς απόγονο. Γιατί από την αιχμάλωτη κόρη του ο Ηρακλής απέκτησε έναν γιο, τον Αντίοχο· και από τη Δηιάνειρα άλλους δυο γιους, εκτός από τον Ύλλο, τον Γληνέα και τον Οδίτη.

Έχοντας εκείνη την περιοχή για ορμητήριο, πολέμησε στο πλευρό του βασιλιά των Δωριέων Αιγιμιού εναντίον των Λαπιθών για μια διαφορά σχετικά με τα σύνορα των χωρών τους (οι Δωριείς κατοικούσαν στους πρόποδες της Πίνδου, σε μια περιοχή που λεγόταν Εστιαιώτις, και οι Λαπίθες δίπλα τους, στα πόδια του Ολύμπου). Η δύσκολη θέση στην οποία βρέθηκε ο Αιγιμιός με την πολιορκία που επιχειρούσαν οι Λαπίθες τον ανάγκασε να ζητήσει τη βοήθεια του Ηρακλή με αντάλλαγμα ένα μέρος από τη γη του, το ένα τρίτο. Εκείνος έσπευσε σε βοήθεια, σκότωσε τον αρχηγό τους τον Κόρωνο, γιο του Καινέα, και άλλους μαχητές του και παρέδωσε ελεύθερη όλη τη χώρα στους Δωριείς. Ο Αιγιμιός θέλησε να δώσει στον Ηρακλή την υπεσχημένη ανταμοιβή για τη βοήθειά του αλλά εκείνος ζήτησε από τον βασιλιά να κρατήσει το μερίδιο για τους απογόνους του, όπως είχε κάνει και για την Πύλο.

Αμέσως μετά επιτέθηκε στους Δρύοπες για τη συμμαχία τους με τους Λαπίθες, σκότωσε τον ιερόσυλο βασιλιά τους Λαογόρα, μαζί και τα παιδιά του, που παρέθεσε συμπόσιο μέσα στο ιερό τέμενος του Απόλλωνα, κατέλαβε το βασίλειο και εκδίωξε τους κατοίκους. Αυτοί χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες· η μία έφτασε στην Εύβοια όπου ίδρυσαν την πόλη Κάρυστο· η άλλη στην Κύπρο· η τρίτη κατέφυγε στον Ευρυσθέα, που από μίσος για τον Ηρακλή τους επέτρεψε την κατοίκηση και την ίδρυση τριών πόλεων μέσα στη χώρα του, την Ασίνη, την Ερμιόνη και τις Ηιόνες.

ἐπανιὼν δ´ εἰς Τραχῖνα, καὶ προκληθεὶς ὑπὸ Κύκνου τοῦ Ἄρεος, τοῦτον μὲν ἀπέκτεινεν, ἐκ δὲ τῆς Ἰτώνου πορευόμενος καὶ διὰ τῆς Πελασγιώτιδος γῆς βαδίζων Ὀρμενίῳ τῷ βασιλεῖ συνέμιξεν, οὗ τὴν θυγατέρα ἐμνήστευεν Ἀστυδάμειαν. (Διόδ. Σ. 4.37.4) Με άλλα λόγια: Καθώς περνούσε από την Ίτωνο στους πρόποδες του Πηλίου, [70] τον προκάλεσε σε μονομαχία ο Κύκνος, γιος του Άρη και της Πελοπίας· και στην πάλη επάνω τον σκότωσε και αυτόν. Όταν έφτασε στην πόλη Ορμίνιοέξω του Παγασητικού κόλπου στους πρόποδες του Πηλίου, ο βασιλιάς Αμύντορας, απειλώντας τον με τα όπλα του, δεν τον άφηνε να διασχίσει τη χώρα του. Ο Ηρακλής την κατέλαβε και σκότωσε τον βασιλιά. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ο Αμύντορας αρνήθηκε στον Ηρακλή την κόρη του Αστυδάμεια, γιατί ο Ηρακλής ήταν ήδη παντρεμένος με τη Δηιάνειρα. Τότε εκείνος εξεστράτευσε εναντίον του, κατέλαβε την πόλη, σκότωσε τον βασιλιά και ενώθηκε με την αιχμάλωτη κόρη. Από την ένωση αυτή προέκυψε ένας γιος, ο Κτήσιππος.

Εκστρατεία στην Οιχαλία. Αιτίες και προφάσεις. Νέος γάμος Θάνατος του Ηρακλή

Όταν έφτασε στην Τραχίνα, συγκέντρωσε στρατό για να επιτεθεί στην Οιχαλία, επειδή ήθελε να τιμωρήσει τον Εύρυτο. Μαζί του πολέμησαν οι Αρκάδες και οι Μηλιείς από την Τραχίνα και οι Επικνημίδιοι Λοκροί, σκότωσε τον Εύρυτο και τα παιδιά του Τοξέα, Μολίονα και Κλυτίο και κυρίευσε την πόλη. Και αφού έθαψε όσους από τους συμπολεμιστές του είχαν πεθάνει, δηλαδή τον γιο του Κήυκα Ίππασο και τους γιους του Λικύμνιου Αργείο και Μέλανα, λαφυραγώγησε την πόλη και πήρε αιχμάλωτη την Ιόλη. [Εικ. 54, 55, 56, 57, 58, 59, 60, 61, 62, 63] Και αφού προσάραξε στο Κήναιο της Εύβοιας, ίδρυσε στο ακρωτήριο βωμό προς τιμή του Δία Κηναίου. Και επειδή θέλησε να προσφέρει θυσία, έστειλε στην Τραχίνα τον κήρυκα <Λίχα> να του φέρει λαμπρή φορεσιά, χιτώνα και ιμάτιο που συνήθως φορούσαν στις θυσίες. Όταν η Δηιάνειρα έμαθε από αυτόν για την Ιόλη, επειδή φοβήθηκε μήπως αγαπήσει περισσότερο εκείνη και επειδή θεώρησε ότι το αίμα του Νέσσου που είχε τρέξει ήταν στ’ αλήθεια φίλτρο ερωτικό, επάλειψε μ’ αυτό ένα πουκάμισο, μια ξεχωριστή φορεσιά για τον Ηρακλή, να τη βάλει επάνω του την ώρα της θυσίας στους θεούς και του την έστειλε με τον Λίχα· αυτό τουλάχιστον αναφέρει ο Σοφοκλής στην τραγωδία Τραχίνιες, ενώ στην τέχνη το παραδίδει η ίδια. Το φόρεσε ο Ηρακλής και άρχισε τη θυσία.

Και στην αρχή με την ψυχή γαλήνια
κι όλος χαρά μες στη λαμπρή στολή του
προσεύχονταν, ο δόλιος· μα ό,τι πήρε
νανάφτη της ιερής θυσίας η φλόγα
θρεμμένη από αίμα κι απ’ της δρύας την πίσσα,
άρχισ’ απ’ το κορμί να τρέχει ο ιδρώτας
και του κολλά ο χιτώνας στα πλευρά του
σφιχτά, καθώς σ’ ένα άγαλμα, και σ’ όλα
τα μέλη του· μα ευτύς στα κόκκαλά του
μια σουβλιά τον περνά που τον τραντάζει·
κι έπειτ’ αρχίζει να τον τρώει, σα νάταν άγριος,
αιμοβόρας οχιάς φαρμάκι.

(Σοφ., Τραχ., μετ. Ι. Γρυπάρης, στ. 763-771)

Και αρπάζοντας τον Λίχα από τα πόδια, τον εκσφενδόνισε από τη Βοιωτία και προσπαθούσε να βγάλει τον χιτώνα που είχε κολλήσει στο σώμα του· μαζί όμως ξεκολλούσαν και οι σάρκες του. [Εικ. 64, 65, 66, 67, 68, 69, 70, 71, 72, 73, 74, 75, 76, 77, 78, 79, 80, 81] Σ’ αυτή την κατάσταση μεταφέρθηκε με πλοίο στην Τραχίνα. Η Δηιάνειρα, μόλις αντιλήφθηκε τι είχε συμβεί, κρεμάστηκε. Και ο Ηρακλής πρόσταξε τον Ύλλο, τον μεγαλύτερό του γιο από τη Δηιάνειρα, όταν ανδρωθεί, να παντρευτεί την Ιόλη· ύστερα, έφτασε στο βουνό Οίτη (ανήκε στους Τραχίνιους), και εκεί, αφού ετοίμασε μεγάλη φωτιά, διέταξε, μόλις ανεβεί σε αυτή, να την ανάψουν — όλα αυτά, συμπληρώνει ο Διόδωρος έγιναν με εντολή του θεού που δόθηκε στους απεσταλμένους του Ηρακλή στους Δελφούς Λικύμνιο και ο Ιόλαο (4.38.3). Και καθώς κανένας δεν ήθελε να το κάνει αυτό, την άναψε τελικά ο Ποίας, ο πατέρας του Φιλοκτήτη, που περνούσε από εκεί αναζητώντας ζώα από το κοπάδι του που είχαν χαθεί· ή ο ίδιος ο Φιλοκτήτης που ανταμείφθηκε γι’ αυτό με τα τόξα του θνήσκοντος Ηρακλή που του τα έδωσε ο ίδιος ο ήρωας (Σοφοκλής, Φιλοκτήτης). [Εικ. 82, 83, 84, 85, 86, 87] Και όταν φούντωσε η φωτιά, λένε ότι ένα σύννεφο στάθηκε από πάνω και με βροντή τον ανέβασε στον ουρανό. [Εικ. 88, 89, 90, 91, 92, 93, 94, 95, 96, 97, 98, 99, 100, 101, 102, 103, 104, 105, 106, 107, 108, 109, 110, 111] Εκεί κέρδισε την αθανασία, συμφιλιώθηκε με την Ήρα και παντρεύτηκε την κόρη της, την Ήβη, [Εικ. 112, 113, 114, 115, 116, 117, 118, 119, 120, 121, 122, 123, 124, 125] από την οποία απέκτησε δύο γιους, τον Αλεξιάρη και τον Ανίκητο. Βέβαια, λεγόταν ότι ο μύθος αυτός της αθανασίας προέκυψε από το γεγονός ότι οι σύντροφοι του Ιόλαου δεν βρήκαν μέσα στη φωτιά τα οστά του Ηρακλή που θέλησαν να περισυλλέξουν· έτσι συμπέραναν ότι ο Ηρακλής, σύμφωνα με τους χρησμούς, πέρασε από τους ανθρώπους στη χορεία των θεών. (Διόδ. 4.38.4-5) Έτσι, τον τίμησαν οι άνθρωποι ως ήρωα και πρώτοι οι Αθηναίοι ως θεό.

Υιοθεσία, γάμος, θεοποίηση

Για την υιοθεσία του Ηρακλή από την Ήρα λεγόταν ότι έγινε με τον εξής τρόπο: Η Ήρα ανέβηκε σε μια κλίνη και τραβώντας πάνω στο σώμα της τον Ηρακλή τον άφησε να πέσει στη γη μέσα από τα ρούχα του μιμούμενη με αυτόν τον τρόπο την αληθινή γέννηση. Εξάλλου, αυτό το τελετουργικό κάνουν και όσοι βάρβαροι θέλουν να υιοθετήσουν ένα παιδί. Και η Ήρα τον πάντρεψε με την Ήβη, για την οποία μιλάει ο ποιητής στη Νέκυια:

Μπροστά μου κι ο Ηρακλής επρόβαλε — τον ίσκιο του είδα μόνο,
τι ατός που ζει με τους αθάνατους θεούς και ξεφαντώνει·
γυναίκα του η Ήβη η λιγναστράγαλη, που η χρυσοσάνταλη Ήρα
στο Δία τον τρισμεγάλο εγέννησε

(Όμ., Οδ. λ 601-4, μετ. Ν. Καζαντζάκης – Ι.Θ. Κακριδής)

Και ο Δίας θέλησε να τον κατατάξει στο δωδεκάθεο, εκείνος όμως αρνήθηκε, γιατί έτσι θα έπρεπε να διωχθεί κάποιος από τους δώδεκα, και θεωρούσε απαράδεκτο να αποδεχθεί τιμή που θα τη στερούνταν άλλος.





[65] Χαρακτηριστικό στοιχείο θεοτήτων συνδεδεμένων με το νερό είναι οι μεταμορφώσεις. Ο Νηρέας, λ.χ., μεταμορφώθηκε και σε φωτιά για να ξεφύγει από τον Ηρακλή, οι δύο Νηρηίδες που τον συνόδευαν σε λιοντάρι και πάνθηρα, ενώ ο Πρωτέας έπαιρνε όποια μορφή ήθελε. Το νερό ως κοσμογονική αρχή γεννά όλες τις άλλες μορφές του κόσμου, οι οποίες στη μυθική σκέψη εκλαμβάνονται ως μεταμορφώσεις του νερού. Ο Αιλιανός παραδίδει τα εξής: «Τὴν τῶν ποταμῶν φύσιν καὶ τὰ ῥεῖθρα αὐτῶν ὁρῶμεν· ὅμως δὲ οἱ τιμῶντες αὐτοὺς καὶ τὰ ἀγάλματα αὐτῶν ἐργαζόμενοι οἳ μὲν ἀνθρωπομόρφους αὐτοὺς ἱδρύσαντο, οἳ δὲ βοῶν εἶδος αὐτοῖς περιέθηκαν. βουσὶ μὲν οὖν εἰκάζουσιν οἱ Στυμφάλιοι μὲν τὸν Ἐρασῖνον καὶ τὸν Μετώπην, Λακεδαιμόνιοι δὲ τὸν Εὐρώταν, Σικυώνιοι δὲ καὶ Φλιάσιοι τὸν Ἀσωπόν, Ἀργεῖοι δὲ τὸν Κηφισόν· ἐν εἴδει δὲ ἀνδρῶν Ψωφίδιοι τὸν Ἐρύμανθον, τὸν δὲ Ἀλφειὸν Ἡραιεῖς, Χερρονήσιοι δὲ οἱ ἀπὸ Κνίδου καὶ αὐτοὶ τὸν αὐτὸν ποταμὸν ὁμοίως. Ἀθηναῖοι δὲ τὸν Κηφισὸν ἄνδρα μὲν δεικνύουσιν ἐν προτομῇ, κέρατα δὲ ὑποφαίνοντα. καὶ ἐν Σικελίᾳ δὲ Συρακόσιοι μὲν τὸν Ἄναπον ἀνδρὶ εἴκασαν, τὴν δὲ Κυάνην πηγὴν γυναικὸς εἰκόνι ἐτίμησαν· Αἰγεσταῖοι δὲ τὸν Πόρπακα καὶ τὸν Κριμισὸν καὶ τὸν Τελμησσὸν ἀνδρῶν εἴδει τιμῶσιν. Ἀκραγαντῖνοι δὲ τὸν ἐπώνυμον τῆς πόλεως ποταμὸν παιδὶ ὡραίῳ εἰκάσαντες θύουσιν. οἱ δὲ αὐτοὶ καὶ ἐν Δελφοῖς ἀνέθεσαν ἐλέφαντος διαγλύψαντες ἄγαλμα, καὶ ἐπέγραψαν τὸ τοῦ ποταμοῦ ὄνομα. καὶ παιδός ἐστι τὸ ἄγαλμα.» (Ποικίλη Ιστορία 2.33.1-21)

[66] Στα νομίσματα πολλών πόλεων, κυρίως από τη Μεγάλη Ελλάδα, απεικονίζεται ο ανθρωποκέφαλος ταύρος ως προσωποποίηση των ποτάμιων θεών και της αιώνιας αναγέννησης της φύσης.

[67] Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη, 822.

[68] Οι Δρύοπες θεωρούνταν από τους πρώτους κατοίκους της ελληνικής χερσονήσου. Ο επώνυμος ήρωας ήταν γιος του ποταμού Σπερχειού και της κόρης του Δαναού Πολυδώρας ή του Απόλλωνα και της Δίας, κόρης του Λυκάονα, γιου του αρκαδικού Πελασγού. Οι Δωριείς τους εκδίωξαν από τον Παρνασσό, όπου κατοικούσαν και εκείνοι διασκορπίστηκαν στη Θεσσαλία, την Εύβοια, την Πελοπόννησο, την Κύπρο (Αντ. Λιβ., Μετ. 32. Στράβ. 8.6.13. Παυσ. 4.34.9).

[69] Σε άλλες πηγές παραλλάσσονται τα πρόσωπα και η χρονική συνάφεια των περιστατικών.

[70] Η θεσσαλική πόλη «Ίτωνος» ιδρύθηκε από τον Δευκαλίωνα, γιο του Προμηθέα, και θεωρούνταν η τρίτη αρχαιότερη πόλη των Ελλήνων. Το όνομά της συναντάται στις αρχαίες φιλολογικές πηγές ως (η) Ίτων ή Ίτωνος, ενώ η θέση της δεν έχει εντοπισθεί.