Το πιο ευτυχισμένο καπέλο του κόσμου

ΚΕΙΜΕΝΟ  – ΕΙΚΟΝΕΣ: Σωτήρης Κοράκης
ΜΑΪΟΣ 2001

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα πολύ όμορφο καπέλο. Ψηλό, μαύρο, γυαλιστερό, με ωραία γραμμή και με μια μοβ σατέν κορδέλα τυλιγμένη γύρω του.

Ο κύριος που το είχε, το φορούσε σε επίσημες εκδηλώσεις, φορώντας πάντοτε τα καλύτερα του ρούχα.
Το πρόσεχε πολύ να μην του πάθει τίποτα. Όταν το έβγαζε το ξεσκόνιζε και το έβαζε μέσα σε ένα βελούδινο κουτί. Το καπέλο ήταν πολύ περήφανο για τον εαυτό του και πολύ ευτυχισμένο, γιατί έβλεπε πολλά και όμορφα πράγματα.

Εδώ και μερικά χρόνια όμως, ο κύριός του σταμάτησε να πηγαίνει σε δεξιώσεις γιατί ήταν πια πολύ γέρος. Έτσι το καπέλο έμενε κλεισμένο μέσα στο βελούδινο κουτί του και έγινε πολύ δυστυχισμένο. Ήθελε όσο τίποτα άλλο να βγει και να πάει μια βόλτα, να δει κόσμο, όπως τον παλιό καλό καιρό.

Μια μέρα λοιπόν, το βελούδινο κουτί άνοιξε και μια γλυκιά παιδική φατσούλα άρχισε να περιεργάζεται το καπέλο με μεγάλη προσοχή.

Το έβγαλε προσεκτικά, το κοίταξε από δω, το κοίταξε από κει και στο τέλος το φόρεσε πολύ προσεκτικά στο κεφαλάκι του. Το καπέλο κοιτούσε απορημένο. Ποιο είναι αυτό το αγόρι; Με ποιο δικαίωμα με έβγαλε από το κουτί μου; Γιατί δε φοράει επίσημα ρούχα; Πού είναι εκείνος ο καλός κύριος που με φορούσε;

Πολύ σύντομα οι απορίες του λύθηκαν. Το παιδί, φορώντας το καπέλο, πήγε στο σαλόνι όπου καθόταν ο κύριος του καπέλου.

-Παππού, παππού, φώναξε. Κοίταξέ με. Μου πάει;

– Ποπό! Είσαι καταπληκτικός! Του είπε ο παππούς.

–  Μ’ αφήνεις να το φορέσω στην παράσταση του σχολείου την άλλη βδομάδα;

– Άκου λέει! Και βέβαια! Και μάλιστα στο χαρίζω να το ‘χεις για δικό σου, του απάντησε ο παππούς. Έτσι κι αλλιώς εγώ δεν πρόκειται να το ξαναφορέσω πια.

-?Ώστε έτσι λοιπόν. Ο καλός κύριος με κάνει δώρο στο εγγονάκι του?, σκέφτηκε το καπέλο. ?Άραγε θα με προσέχει όπως ο παππούς του; Θα με ξεσκονίζει πριν με βάλει στο κουτί μου; Θα με πηγαίνει σε ωραία μέρη να βλέπω πολλούς ανθρώπους, να με βλέπουν και να με θαυμάζουν;?.
Έτσι, μ’ αυτές τις σκέψεις και την αγωνία στην καρδιά του, το καπέλο άλλαξε σπίτι και ιδιοκτήτη.

Ώσπου έφτασε η μεγάλη μέρα της παράστασης. Το μικρό αγόρι έβγαλε το καπέλο από το βελούδινο κουτί του και αφού το ξεσκόνισε με πολλή προσοχή, το φόρεσε με καμάρι στο κεφάλι του και, φορώντας τα καλύτερά του ρούχα, ξεκίνησε για το σχολείο του. Όταν έφτασε, το καπέλο πρόσεξε ότι όλα τα παιδιά ήταν καλοντυμένα και τα περισσότερα μάλιστα φορούσαν κι αυτά καπέλα. Κανένα όμως δεν ήταν τόσο όμορφο όπως αυτό.

Σε όλη την παράσταση όλοι οι θεατές αυτό κοιτούσαν. Ήταν ο πρωταγωνιστής. Τι χαιρετούρες, τι υποκλίσεις, τι κόλπα έκανε το μικρό αγόρι μαζί του! Και στο τέλος τι χειροκρότημα ήταν αυτό! Το καπέλο μας ήταν ενθουσιασμένο! Πού να ?ξερε ότι το χειροκρότημα δεν ήταν γι’ αυτό αλλά για την παράσταση των παιδιών!

Αφού τελείωσε η παράσταση το καπέλο μπήκε πάλι στο κουτί του. ?Τώρα, τι θα γίνει; Πότε θα ξαναβγώ; Εγώ θέλω να βλέπω κόσμο?, σκεφτόταν.

Δεν πέρασαν λίγες μέρες και το αγόρι ξανάνοιξε το βελούδινο κουτί και πήρε πάλι το καπέλο.
– Μαμά, λες να στενοχωρηθεί ο παππούς, αν πάω το καπέλο του στην έκθεση παλιών καπέλων που κάνουμε στο σχολείο; Ρώτησε το μικρό αγόρι τη μαμά του, κρατώντας το καπέλο στα χέρια του.
– Όχι, βέβαια. Αφού στο χάρισε, είναι δικό σου. Μπορείς να το κάνεις ότι θέλεις. Του είπε εκείνη.

– Είμαι σίγουρος ότι θα είναι το ωραιότερο καπέλο της έκθεσης, είπε το αγόρι και το καπέλο χαμογέλασε καμαρωτό.

Έτσι κι έγινε. Στο σχολείο είχαν φτιάξει μια πάρα πολύ ωραία βιτρίνα, και μέσα είχαν βάλει ένα σωρό όμορφα καπέλα της παλιάς εποχής. Στο πάνω πάνω ράφι, η δασκάλα του μικρού αγοριού τοποθέτησε το όμορφο, μαύρο καπέλο με τη μοβ σατέν κορδέλα.

Τι ωραία που ήταν εκεί! Επιτέλους θα έβλεπε συνέχεια κόσμο, και θα το θαύμαζαν όλοι. Και το σπουδαιότερο. Θα είχε για παρέα όλα τα άλλα όμορφα καπέλα. Θα μπορούσαν να κουβεντιάζουν ώρες ατέλειωτες και να λένε τις ιστορίες που έζησαν και μέρη που επισκέφθηκαν πάνω στα κεφάλια των κυρίων τους και των κυριών τους.

Καλύτερη τύχη δε θα μπορούσε να περιμένει το καπέλο μας. Ήταν πραγματικά το πιο ευτυχισμένο καπέλο του κόσμου.

 

Αφήστε μια απάντηση