Επιτρέπεται η ελεύθερη χρήση των μεταφράσεων της σελίδας για εκπαιδευτικούς και μόνο σκοπούς.
Δεν επιτρέπεται η η αναπαραγωγή μέρους ή όλου του περιεχομένου του ιστοχώρου, ιδιαίτερα η εμπορική εκμετάλλευση, χωρίς άδεια.
Καλή είναι η αντιγραφή, αλλά να γίνεται με την ελάχιστη αξιοπρέπεια, αναφέροντας τουλάχιστον τον δημιουργό!
Για αναλυτική επεξεργασία των ενοτήτων και ασκήσεις λεξιλογικές, γραμματικές και συντακτικές ακολούθησε τους παρακάτω δεσμούς:
B1 Β2 Β3 Β4 Β5 Β6 Β7 Β8 Β9 Β10 Β11 Β12 Β13 Β14 Β15 Β16 Β17 Β18
1η Ενότητα, Πατρική δικαιοσύνη
Ἀνὴρ γένει Μάρδος παῖδας εἶχεν ἑπτά. | Ένας άντρας, Μάρδος στην καταγωγή, είχε επτά παιδιά. |
Τούτων ὁ νεώτατος κακὰ πολλὰ τοὺς ἄλλους εἰργάζετο. | Από αυτούς ο πιο νέος προκαλούσε πολλά κακά στους άλλους. |
Καὶ τὰ μὲν πρῶτα ἐπειρᾶτο αὐτὸν ὁ πατὴρ | Και αρχικά ο πατέρας του προσπαθούσε |
ῥυθμίζειν λόγῳ· | να τον συνετίσει με τα λόγια· |
ἐπεὶ δὲ οὒκ ἐπείθετο, πρὸς τοὺς δικαστὰς ἤγαγε | επειδή όμως δεν πειθόταν, τον οδήγησε μπροστά στους δικαστές |
καὶ ὅσα αὐτῷ ἐτετόλμητο ἀκριβῶς κατηγόρησε, | και τον κατηγόρησε για όσα αυτός είχε αποτολμήσει, |
καὶ ᾔτει παρὰ τῶν δικαστῶν ἀποκτεῖναι τὸν νεανίσκον. | και ζητούσε από τους δικαστές να εκτελέσουν το νέο. |
Οἱ δὲ ἐξεπλάγησαν | Αυτοί έμειναν έκπληκτοι |
καὶ ἀμφοτέρους ἐπὶ τὸν βασιλέα Ἀρταξέρξην ἤγαγον. | και οδήγησαν και τους δυο στο βασιλιά Αρταξέρξη. |
Τὰ αὐτὰ δὲ λέγοντος τοῦ Μάρδου, βασιλεὺς ἔφη: | Κι ενώ ο Μάρδος έλεγε τα ίδια, ο βασιλιάς είπε: |
«Εἶτα τολμήσεις τὸν υἱὸν ἀποθνῄσκοντα ὑπομεῖναι;» | «Αλήθεια, θα έχεις το θάρρος να αντέξεις να πεθαίνει ο γιος σου;» |
Ὁ δὲ ἔφη «πάντων μάλιστα· | Κι αυτός είπε «βεβαιότατα· |
ἐπεὶ καὶ ὅταν τῶν φυομένων θριδακινῶν τάς ἐκφύσεις τὰς πικρὰς ἀφαιρῶ, | γιατί και όταν αφαιρώ τις πικρές παραφυάδες που φυτρώνουν στα μαρούλια, |
οὐδὲν ἡ μήτηρ αὐτῶν λυπεῖται, | η μητέρα τους καθόλου δε λυπάται, |
ἀλλὰ θάλλει μᾶλλον καὶ γλυκίων γίνεται». | αλλά ανθίζει περισσότερο και γίνεται γλυκύτερη.» |
Ταῦτα ἀκούσας Ἀρταξέρξης ἐπῄνεσε μὲν τὸν ἄνδρα | Αφού άκουσε αυτά ο Αρταξέρξης, επαίνεσε τον άντρα |
καὶ τῶν βασιλικῶν δικαστῶν ἐποίησεν ἕνα, | και τον έκανε ένα από τους βασιλικούς δικαστές, |
εἰπὼν ὅτι ὁ περὶ τῶν ἰδίων παίδων | λέγοντας ότι αυτός που για τα παιδιά του |
οὕτω δικαίως ἀποφαινόμενος | διατυπώνει τόσο δίκαιες κρίσεις |
πάντως καὶ ἐν τοῖς ἀλλοτρίοις ἀκριβής ἔσται δικαστὴς καὶ ἀδέκαστος, | οπωσδήποτε και στις ξένες υποθέσεις θα είναι δίκαιος δικαστής και αδέκαστος, |
ἀφῆκε δὲ καὶ τὸν νεανίαν τῆς τιμωρίας, | και απάλλαξε από την τιμωρία το νέο, |
ἀπειλῶν αὐτῷ θανάτου, | απειλώντας τον με θάνατο, |
ἐὰν ἀδικῶν φωραθῇ ἕτερα. | εάν αποδειχθεί ότι διαπράττει άλλες αδικίες. |
Αἰλιανός, Ποικίλη Ἱστορία 1.34 (διασκευή) |
© Γιάννης Παπαθανασίου
Παράλληλο κείμενο
Ο Πλούταρχος στο παρακάτω απόσπασμα περιγράφει πώς αντέδρασαν οι γονείς του Παυσανία, όταν αποκαλύφθηκε ότι ο γιος τους είχε επικοινωνία με τον Πέρση βασιλιά και ήταν έτοιμος να προδώσει τη χώρα του.
Περσῶν τὴν Ἑλλάδα λεηλατούντων Παυσανίας ὁ τῶν Λακεδαιμονίων στρατηγὸς πεντακόσια χρυσοῦ τάλαντα παρὰ Ξέρξου λαβὼν ἔμελλε προδιδόναι τὴν Σπάρτην. φωραθέντος δὲ τούτου Ἀγησίλαος ὁ πατὴρ μέχρι τοῦ ναοῦ τῆς Χαλκιοίκου συνεδίωξεν Ἀθηνᾶς καὶ τὰς θύρας τοῦ τεμένους πλίνθῳ φράξας λιμῷ ἀπέκτεινεν· ἡ δὲ μήτηρ καὶ ἄταφον ἔρριψεν· ὡς Χρύσερμος ἐν δευτέρῳ Ἱστορικῶν.
Πλούταρχος, Συναγωγή ἱστοριῶν παραλλήλων ἑλληνικῶν καὶ ῥωμαϊκῶν 308 Β
Μετάφραση
Ενώ οι Πέρσες λεηλατούσαν την Ελλάδα, ο Παυσανίας, ο στρατηγός των Λακεδαιμονίων, αφού πήρε από τον Ξέρξη πεντακόσια τάλαντα χρυσού, σκόπευε να προδώσει τη Σπάρτη. Κι όταν αποκαλύφτηκε, ο πατέρας του τον καταδίωξε μαζί με άλλους ως το ναό της Χαλκιοίκου Αθηνάς και, αφού έκλεισε με πέτρες τις πόρτες του ναού, τον άφησε να πεθάνει από πείνα· και η μητέρα του και άταφο τον έριξε μακριά· όπως ο Χρύσερμος εξιστορεί στο δεύτερο βιβλίο των Ιστορικών.
2η Ενότητα, Το τέχνασμα του Θεμιστοκλή
Ἂλλ’ ἐπεὶ τῶν πολεμίων ὁ στόλος | Αλλά όταν ο στόλος των εχθρών |
προσφερόμενος τῇ Ἀττικῇ κατὰ τὸ Φαληρικὸν | πλησιάζοντας στην Αττική από την πλευρά του Φαλήρου |
τοὺς πὲριξ ἀπέκρυψεν αἰγιαλούς, | απέκρυψε τις γύρω παραλίες |
πάλιν ἐπάπταινον οἱ Πελοποννήσιοι πρὸς τὸν Ἰσθμόν. | οι Πελοποννήσιοι φοβισμένοι πάλι σκέφτονταν να αποπλεύσουν για τον Ισθμό. |
Ἔνθα δὴ ὁ Θεμιστοκλῆς ἐβουλεύετο | Ενώ λοιπόν έτσι είχε η κατάσταση, ο Θεμιστοκλής σκεφτόταν |
καὶ συνετίθει τὴν περὶ τὸν Σίκινον πραγματείαν. | και κατάστρωνε το τέχνασμα με το Σίκινο. |
Ἦν δὲ τῷ μὲν γένει Πέρσης ὁ Σίκινος, αἰχμάλωτος, | Ο Σίκινος ήταν Πέρσης στην καταγωγή, αιχμάλωτος, |
εὔνους δὲ τῷ Θεμιστοκλεῖ καὶ τῶν τέκων αὐτοῦ παιδαγωγός. | φιλικός στον Θεμιστοκλή και παιδαγωγός των παιδιών του. |
Τοῦτον ἐκπέμπει πρὸς τὸν Ξερξην κρύφα, | Αυτόν τον στέλνει κρυφά προς τον Ξέρξη, |
κελεύσας λέγειν ὅτι Θεμιστοκλῆς ὁ τῶν Ἀθηναίων στρατηγὸς | αφού τον διέταξε να πει ότι ο Θεμιστοκλής, ο στρατηγός των Αθηναίων, |
αἱρούμενος τὰ βασιλέως | παίρνοντας το μέρος του (Πέρση) βασιλιά |
ἐξαγγέλλει πρῶτος αὐτῷ | στέλνει πρώτος σ’ αυτόν την πληροφορία |
τοὺς Ἕλληνας ἀποδιδράσκοντας, | ότι οι Έλληνες προσπαθούν να δραπετεύσουν |
καὶ διακελεύεται ἐν ᾧ ταράττονται τῶν πεζῶν χωρὶς ὄντες | και συμβουλεύει, ενώ βρίσκονται σε σύγχυση χωρίς το πεζικό, |
ἐπιθέσθαι καὶ διαφθεῖραι τὴν ναυτικὴν δύναμιν. | να τους επιτεθεί και να εξοντώσει τη ναυτική τους δύναμη. |
Ταῦτα δ’ ὁ Ξέρξης ὡς ἀπ’ εὐνοίας λελεγμένα δεξάμενος, | Επειδή ο Ξέρξης δέχτηκε αυτά, πιστεύοντας ότι είχαν λεχθεί με φιλική διάθεση, |
ἥσθη καὶ εὐθὺς ἐξέφερε πρὸς τοὺς ἡγεμόνας τῶν νεῶν | ευχαριστήθηκε και αμέσως έδωσε διαταγή στους κυβερνήτες των πλοίων |
διακοσίαις ναυσὶν ἀναχθέντας ἤδη | αφού αποπλεύσουν με διακόσια καράβια |
διαζῶσαι τάς νήσους, | να περικυκλώσουν τα νησιά, |
ὅπως ἐκφύγοι μηδεὶς τῶν πολεμίων. | για να μη ξεφύγει κανείς από τους εχθρούς. |
Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Θεμιστοκλῆς 12.2-6 (διασκευή) |
© Γιάννης Παπαθανασίου
Παράλληλα κείμενα
Ο Πολύαινος παραθέτει στα παρακάτω αποσπάσματα δύο περιπτώσεις κατά τις οποίες φάνηκε η εξυπνάδα και η στρατηγική δεινότητα του Θεμιστοκλή.
Πρώτο παράλληλο κείμενο
Τοῦ θεοῦ χρήσαντος τεῖχος Τριτογενεῖ ξύλινον διδοῖ εὐρύοπα Ζεὺς οἱ μὲν ἄλλοι Ἀθηναῖοι τειχίζειν τὴν ἀκρόπολιν ἠγόρευον, Θεμιστοκλῆς δὲ ἐς τὰς τριήρεις ἐμβαίνειν, ὡς ταύτας οὔσας τὸ ξύλινον τεῖχος τῶν Ἀθηναίων. ἐπείσθησαν, ἐνέβησαν, ἐναυμάχησαν, ἐνίκησαν.
Πολύαινος, Στρατηγήματα 1.30.2
Όταν ο θεός έδωσε χρησμό και ο παντεπόπτης Δίας παρείχε την άδεια για ξύλινο τείχος στην Αθηνά, άλλοι Αθηναίοι πρότειναν να περιβάλλουν με τείχος την Ακρόπολη, ενώ ο Θεμιστοκλής (πρότεινε) να μπουν στα πλοία, επειδή αυτά ήταν το ξύλινο τείχος των Αθηναίων. Πείστηκαν, επιβιβάστηκαν, ναυμάχησαν, νίκησαν.
Δεύτερο παράλληλο κείμενο
Θεμιστοκλῆς ἐναυλόχει περὶ Σαλαμῖνα· τοῖς Ἕλλησιν ἐδόκει φεύγειν, Θεμιστοκλεῖ ναυμαχεῖν ἐν στενῇ θαλάσσῃ. ὡς δὲ μένειν οὐκ ἔπειθεν, ἦν αὐτῷ Σίκιννος εὐνοῦχος παιδαγωγὸς τοῖν παίδοιν, νύκτωρ τὸν Σίκιννον τοῦτον ὡς βασιλέα πέμπει μηνύσοντα κατ᾽ εὔνοιαν δὴ ὅτι ἀποδιδράσκει τὸ Ἑλληνικόν· ἀλλὰ ναυμάχει. πείθεται βασιλεὺς καὶ ναυμαχεῖ, καὶ τὸ πλῆθος τῶν τριήρων συνέτριψεν ἡ στενὴ θάλασσα· οἱ δὲ Ἕλληνες ἄκοντες ἐνίκησαν τῇ σοφίᾳ τοῦ στρατηγοῦ.
Πολύαινος, Στρατηγήματα, 1.30.2-3
Ο Θεμιστοκλής παραμόνευε κοντά στη Σαλαμίνα· φαινόταν καλό στους Έλληνες να φεύγουν, στο Θεμιστοκλή να ναυμαχήσει σε στενή θάλασσα. Καθώς δεν τους έπειθε να μείνουν, είχε αυτός κάποιο Σίκιννο δούλο παιδαγωγό των δύο παιδιών του, τη νύχτα τον στέλνει στο βασιλιά για να του μηνύσει, λόγω συμπάθειας, ότι οι Έλληνες δραπετεύουν· εμπρός να ναυμαχήσεις. Πείθεται ο βασιλιάς και ναυμαχεί και το πλήθος των πλοίων το συνέτριψε η στενή θάλασσα· και οι Έλληνες τους νίκησαν χωρίς τη θέλησή τους εξαιτίας της σοφίας του στρατηγού.
3η Ενότητα, Το χρέος του ιστορικού
Ἐν μὲν οὖν τῷ λοιπῷ βίῳ | Για τον υπόλοιπο, λοιπόν, βίο |
τὴν τοιαύτην ἐπιείκειαν ἴσως οὐκ ἂν τις ἐκβάλλοι· | δε θα μπορούσε κάποιος να αποβάλει αυτού του είδους την εύνοια (προς γνωστούς και φίλους)· |
καὶ γὰρ φιλόφιλον εἶναι δεῖ τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα καὶ φιλόπατριν | γιατί, πράγματι, ο αγαθός άντρας πρέπει να αγαπάει τους φίλους του και την πατρίδα του |
καὶ συμμισεῖν τοῖς φίλοις τοὺς ἐχθροὺς | και να μισεί τους ίδιους εχθρούς που μισούν και οι φίλοι του |
καὶ συναγαπᾶν τοὺς φίλους· | και να αγαπά τους ίδιους φίλους (που αγαπούν και οι φίλοι του)· |
ὅταν δὲ τὸ τῆς ἱστορίας ἦθος ἀναλαμβάνῃ τις, | όταν, όμως, κάποιος υιοθετεί το χαρακτήρα του ιστορικού |
ἐπιλαθέσθαι χρή πάντων τῶν τοιούτων | πρέπει να τα ξεχάσει όλα αυτά |
καὶ πολλάκις μὲν εὐλογεῖν καὶ κοσμεῖν | και πολλές φορές πρέπει να επαινεί και να τιμά |
τοῖς μεγίστοις ἐπαίνοις τοὺς ἐχθρούς, | με τους μεγαλύτερους επαίνους τους εχθρούς, |
ὅταν αἱ πράξεις ἀπαιτῶσι τοῦτο, | όταν οι πράξεις το απαιτούν, |
πολλάκις δ’ἐλέγχειν καὶ ψέγειν ἐπονειδίστως τοὺς ἀναγκαιοτάτους, | και πολλές φορές θα χρειαστεί να κατακρίνει και να κατηγορεί κατά τρόπο που ντροπιάζει τους στενούς συγγενείς, |
ὅταν αἱ τῶν ἐπιτηδευμάτων ἁμαρτίαι τοῦθ’ ὑποδεικνύωσιν. | όταν τα σφάλματα στις πράξεις τους αυτό υποδεικνύουν. |
Ὥσπερ γὰρ ζῴου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν | Όπως ακριβώς, όταν ένας ζωντανός οργανισμός χάσει τα μάτια του |
ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, | αχρηστεύεται ολόκληρος, |
οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας | έτσι κι από την ιστορία αν αφαιρεθεί η αλήθεια |
τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς | ό,τι απομένει από αυτήν |
ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα. | γίνεται ανώφελο (ασήμαντο) διήγημα. |
Πολύβιος, Ἱστορίαι 1.14.4-7 |
© Γιάννης Παπαθανασίου
Παράλληλα κείμενα
Πρώτο παράλληλο κείμενο
Η Άννα Κομνηνή (1083-1153/4), κόρη του αυτοκράτορα του µυζαντίου Αλέξιου Α′ Κομνηνού, έγραψε σε δεκαπέντε βιβλία το ιστορικό έργο της Ἀλεξιάς. Στο έργο αυτό πρωταγωνιστικό ρόλο έχει ο πατέρας της και περιγράφονται τα γεγονότα της περιόδου 1069-1148. Στο παρακάτω απόσπασμα η συγγραφέας εκφράζει τις απόψεις της σχετικά με το χρέος του ιστοριογράφου.
Ὅταν γάρ τις τὸ τῆς ἱστορίας ἦθος ἀναλαμβάνῃ, ἐπιλαθέσθαι χρὴ εὐνοίας καὶ μίσους καὶ πολλάκις κοσμεῖν τοὺς ἐχθροὺς τοῖς μεγίστοις ἐπαίνοις, ὅταν αἱ πράξεις ἀπαιτῶσι τοῦτο, πολλάκις δὲ ἐλέγχειν τοὺς ἀναγκαιοτάτους, ὅταν αἱ τῶν ἐπιτηδευμάτων ἁμαρτίαι τοῦθ´ ὑποδεικνύωσι. Διόπερ οὔτε τῶν φίλων καθάπτεσθαι οὔτε τοὺς ἐχθροὺς ἐπαινεῖν ὀκνητέον.
Ἅννα Κομνηνή, Ἀλεξιάς, Πρόλογος 2.3
Μετάφραση
Όντως, όταν κανείς αναλαμβάνει το έργο του ιστοριογράφου, οφείλει να ξεχάσει την αγάπη και το μίσος: συχνά πρέπει να στολίζει τους εχθρούς του με τους μεγαλύτερους επαίνους, όταν τα γεγονότα το επιβάλλουν, κι επίσης να ελέγχει τους πιο αγαπητούς, όταν αυτό υποδεικνύουν οι λανθασμένες πράξεις τους. Γι' αυτό ακριβώς δεν πρέπει να διστάζει ούτε τους φίλους να κατηγορεί ούτε και τους εχθρούς να εγκωμιάζει. (μτφρ. Α. Σιδέρη)
(Το κείμενο με γαλλική μετάφραση εδώ ή στη Βικηθήκη)
Δεύτερο παράλληλο κείμενο
Ο Προκόπιος (490/507 - περ. 562) έγραψε σε οκτώ βιβλία το ιστορικό έργο του Ὑπὲρ τῶν πολέμων λόγοι, το οποίο αποτελεί την κυριότερη πηγή για την ιστορία της εποχής. Στο παρακάτω απόσπασμα ο συγγραφέας εκθέτει τις απόψεις του για το χρέος του ιστοριογράφου.
Πρέπειν τε ἡγεῖτο ῥητορικῇ μὲν δεινότητα, ποιητικῇ δὲ μυθοποιΐαν, ξυγγραφῇ δὲ ἀλήθειαν. Ταῦτά τοι οὐδέ του τῶν οἱ ἐς ἄγαν ἐπιτηδείων τὰ μοχθηρὰ ἀπεκρύψατο, ἀλλὰ τὰ πᾶσι ξυνενεχθέντα ἕκαστα ἀκριβολογούμενος ξυνεγράψατο, εἴτε εὖ εἴτε πη ἄλλῃ αὐτοῖς εἰργάσθαι ξυνέβη.
Προκόπιος, Ὑπέρ τῶν πολέμων λόγοι 1.1.4-5
Μετάφραση
Και πιστεύει ότι, όπως η ευστροφία είναι απαραίτητη στη ρητορική και η μυθοπλασία στην ποίηση, έτσι ακριβώς απαιτείται και η αλήθεια για την ιστορική συγγραφή. Γι' αυτό, με βάση αυτή την αρχή, δεν απέκρυψε τα σφάλματα και τις αποτυχίες ακόμα και των πιο οικείων του, αλλά έγραψε τα πάντα με κάθε ακρίβεια, όπως πράγματι έγιναν, είτε καλά είτε κακά
(Το κείμενο με γαλλική μετάφραση εδώ)
Τρίτο παράλληλο κείμενο
Ο Λουκιανός στο παρακάτω απόσπασμα από το έργο του Πῶς δεῖ ἱστορίαν συγγράφειν εκφράζει την άποψή του σχετικά με τις αρετές που πρέπει να διαθέτει ένας ιστορικός.
Τοιοῦτος οὖν μοι ὁ συγγραφεὺς ἔστω, ἄφοβος, ἀδέκαστος, ἐλεύθερος, παρρησίας καὶ ἀληθείας φίλος, ὡς ὁ κωμικός φησι, τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάσων, οὐ μίσει οὐδὲ φιλίᾳ τι νέμων οὐδὲ φειδόμενος ἢ ἐλεῶν ἢ αἰσχυνόμενος ἢ δυσωπούμενος, ἴσος δικαστής, εὔνους ἅπασιν ἄχρι τοῦ μὴ θατέρῳ ἀπονεῖμαι πλεῖον τοῦ δέοντος, ξένος ἐν τοῖς βιβλίοις καὶ ἄπολις, αὐτόνομος, ἀβασίλευτος, οὐ τί τῷδε ἢ τῷδε δόξει λογιζόμενος, ἀλλὰ τί πέπρακται λέγων.
Λουκιανός, Πῶς δεῖ ἱστορίαν συγγράφειν 41
Μετάφραση
Τοιοῦτον λοιπὸν θέλω τὸν συγγραφέα, ἄφοβον, ἀνώτερον ἀμοιβῶν καὶ δώρων, ἐλεύθερον, φίλον τῆς εἰλικρινείας καὶ τῆς ἀληθείας, ὁ ὁποῖος, κατὰ τὸν κωμικόν, νὰ λέγῃ τὰ σῦκα σῦκα καὶ τὴν σκάφην σκάφῃν· οὔτε εἰς τὸ μῖσος οὔτε εἰς τὴν φιλίαν νὰ χαρίζεται· νὰ μὴ φείδεται ἢ νὰ λυπῆται ἢ νὰ ἐντρέπεται νὰ γράψῃ τὴν ἀλήθειαν ἢ νὰ τήν ἀποσιωπᾷ, διὰ νὰ περιποιηθῇ· νὰ εἶνε ἴσος πρὸς ὅλους δικαστὴς καὶ ἐξ ἴσου φίλος πρὸς ὅλους, ὥστε νὰ μὴ ἀπονέμῃ εἰς κανένα περισσότερον ἀφ᾽ ὅ,τι τοῦ ἀνήκει· νὰ εἶνε ξένος πρὸς τὰ βιβλία του καὶ νὰ μὴ θεωρῇ πατρίδα καμμίαν πόλιν, ἀνεξάρτητος καὶ μὴ ὑποκείμενος εἰς κανένα βασιλέα· νὰ μὴ σκέπτεται δὲ πῶς θὰ φανοῦν εἰς τὸν τάδε καὶ τὸν τάδε ὅσα γράφει, ἀλλὰ νὰ γράφῃ ὅ,τι ἔγιναν.
Καλὸς δὲ παρὰ Σεληνίταις νομίζεται, | Όμορφος κατά τη γνώμη των Σεληνιτών θεωρείται, |
ἢν πού τις φαλακρὸς ἦ. | αυτός που είναι φαλακρός. |
Καὶ μὴν καὶ γένεια φύουσιν μικρὸν ὑπὲρ τὰ γόνατα. | Και μάλιστα και γένια αφήνουν να φυτρώσουν λίγο πάνω από τα γόνατα. |
Καὶ ὄνυχας ἐν τοῖς ποσίν οὐκ ἔχουσιν, | Και νύχια στα πόδια δεν έχουν, |
ἀλλὰ πάντες εἰσὶν μονοδάκτυλοι. | αλλά όλοι είναι μονοδάκτυλοι. |
Καὶ ἐπειδὰν ἢ πονῶσιν ἢ γυμνάζωνται, | Και όταν κοπιάζουν ή γυμνάζονται, |
γάλακτι πᾶν τὸ σῶμα ἱδροῦσιν, | ιδρώνουν παράγοντας γάλα σ’ όλο τους το σώμα, |
ὥστε καὶ τυροὺς ἀπ’αὐτοῦ πήγνυνται. | ώστε απ’ αυτό παρασκευάζουν τυρί. |
Τοὺς δὲ ὀφθαλμοὺς περιαιρετοὺς ἔχουσι | Και τα μάτια έχουν πρόσθετα |
καὶ πολλοὶ τοὺς σφετέρους ἀπολέσαντες | και πολλοί αν χάσουν τα δικά τους |
παρ’ ἄλλων χρησάμενοι ὁρῶσιν. | βλέπουν χρησιμοποιώντας αυτά που παίρνουν από τους άλλους. |
Τινὲς δὲ καὶ πολλοὺς ἀποθέτους ἔχουσιν, οἱ πλούσιοι. | Κάποιοι, οι πλούσιοι, έχουν πολλά αποθηκευμένα, για ώρα ανάγκης. |
Κάτοπτρον δὲ μέγιστον κεῖται ὑπὲρ φρέατος οὐ πάνυ βαθέος. | Και ένας πολύ μεγάλος καθρέφτης βρίσκεται πάνω από ένα όχι πολύ βαθύ πηγάδι. |
Ἂν μὲν οὖν εἰς τὸ φρέαρ καταβῇ τις, | Κι αν κάποιος κατεβεί στο πηγάδι, |
ἀκούει πάντων τῶν ἐν τῇ γῇ λεγομένων, | ακούει όλα όσα λέγονται στη γη, |
ἐὰν δὲ εἰς τὸ κάτοπτρον ἀποβλέψῃ, | κι αν κοιτάξει προσεκτικά προς τον καθρέφτη, |
πάσας μὲν πόλεις, πάντα δὲ ἔθνη ὁρᾷ. | βλέπει όλες τις πόλεις και όλα τα έθνη. |
Τότε καὶ τοὺς οἰκείους ἐγὼ ἐθεασάμην | Τότε είδα κι εγώ τους συγγενείς μου |
καί πᾶσαν τὴν πατρίδα, | και όλη την πατρίδα, |
εἰ δὲ κἀκεῖνοι ἐμὲ ἑώρων, | αν όμως κι εκείνοι μ’ έβλεπαν, |
οὐκέτι ἔχω εἰπεῖν. | δεν μπορώ καθόλου να το πω. |
Ὅστις δὲ ταῦτα μὴ πιστεύει οὕτως ἔχειν, | Όποιος δεν πιστεύει ότι αυτά έτσι είναι |
ἂν ποτε καὶ αὐτὸς ἐκείσε ἀφίκηται, | αν κάποτε κι αυτός φτάσει εκεί, |
εἲσεται ὡς ἀληθῆ λέγω. | θα καταλάβει ότι λέω αλήθεια. |
Λουκιανός, Ἀληθὴς Ἱστορία 1.23-26 (διασκευὴ) |
© Γιάννης Παπαθανασίου
Παράλληλα κείμενα
Πρώτο παράλληλο κείμενο
Ο Φώτιος στη Βιβλιοθήκη του έχει διασώσει περιληπτικά ένα έργο του Αντωνίου Διογένη, το οποίο πραγματευόταν τις ταξιδιωτικές περιπέτειες του Δεινία και του γιου του στη Μαύρη Θάλασσα. Ο Δεινίας ταξιδεύει στις αρκτικές περιοχές, περνά τον Βορρά και φτάνει στο φεγγάρι. Ο Φώτιος όλα αυτά τα θεωρεί «ἄπιστα».
Καὶ ἕτερα δὲ ἀπαγγέλλει ἰδεῖν ὅμοια, καὶ ἀνθρώπους δὲ ἰδεῖν καὶ ἕτερά τινα τερατεύεται, ἃ μηδεὶς μήτε ἰδεῖν ἔφη μήτε ἀκοῦσαι, ἀλλὰ μηδὲ φαντασίαις ἀνετυπώσατο. Καὶ τὸ πάντων ἀπιστότατον, ὅτι πορευόμενοι πρὸς Βορρᾶν ἐπὶ σελήνην, ὡς ἐπί τινα γῆν καθαρωτάτην, πλησίον ἐγένοντο, ἐκεῖ τε γενόμενοι ἴδοιεν ἃ εἰκὸς ἦν ἰδεῖν τὸν τοιαύτην ὑπερβολὴν πλασμάτων προαναπλάσαντα.
Φώτιος, Βιβλιοθήκη 166.111a
Μετάφραση
Και αναφέρει ότι είδε άλλα παρόμοια και τερατολογεί ότι είδε ανθρώπους και μερικά άλλα, τα οποία κανείς δεν είπε ούτε ότι τα είδε ούτε ότι τα άκουσε, αλλά τα σχεδίασε με τη φαντασία του. Και το πιο απίστευτο απ' όλα, ότι πορευόμενοι προς βορρά προς τη σελήνη έφτασαν κοντά, σαν σε κάποια πάρα πολύ καθαρή γη· και όταν έφτασαν εκεί, είδαν όσα εύλογα ήταν να δει αυτό που δημιούργησε με τη φαντασία του εξωφρενικά πλάσματα.
Δεύτερο παράλληλο κείμενο
Ο Λουκιανός παραθέτει στο παρακάτω απόσπασμα τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξαν ύστερα από ενδελεχή παρατήρηση οι Αιθίοπες σχετικά με την προέλευση του φωτός της Σελήνης. Έτσι, καταδεικνύεται ότι, παράλληλα με τη φανταστική εικόνα που συντηρούσαν η λογοτεχνία και ο μύθος, οι αρχαίοι Έλληνες γνώριζαν και την επιστημονική εξήγηση πολλών φυσικών φαινομένων.
Ἰδόντες ὦν πρῶτα τὴν σεληναίην οὐκ ἐς πάμπαν ὁμοίην φαινομένην, ἀλλὰ πολυειδέα τε γιγνομένην καὶ ἐν ἄλλοτε ἄλλῃ μορφῇ τρεπομένην, ἐδόκεεν αὐτέοισιν τὸ χρῆμα θωύματος καὶ ἀπορίης ἄξιον. Ἔνθεν δὲ ζητέοντες εὗρον τουτέων τὴν αἰτίην, ὅτι οὐκ ἴδιον τῇ σεληναίῃ τὸ φέγγος, ἀλλά οἱ παρ’ ἡελίου ἔρχεται.
Λουκιανός, Περὶ τῆς ἀστρολογίης 3
Μετάφραση
Όταν λοιπόν είδαν πρώτα τη σελήνη ότι δεν έχει συνέχεια την ίδια μορφή αλλά ότι γινόταν πολύμορφη και ότι έπαιρνε κάθε φορά άλλη μορφή, φαινόταν σ' αυτούς το πράγμα αξιοθαύμαστο και αξιοπερίεργο. Μετά από αυτό αναζητώντας βρήκαν την αιτία αυτών, ότι δηλαδή η λαμπρότητα δεν είναι της Σελήνης αλλά έρχεται σ' αυτή από τον ήλιο.
5η Ενότητα, Η ελεημοσύνη βασίλισσα των αρετών
Ἀγαπητοί, μὴ γινώμεθα τῶν ἀλόγων θηριωδέστεροι. | Αγαπητοί, ας μη γίνουμε αγριότεροι από τα ζώα. |
Ἐκείνοις πάντα κοινὰ καὶ οὐδὲν τοῦ ἄλλου πλέον ἔχει· | Σ’ εκείνα όλα είναι κοινά και κανένα δεν έχει περισσότερα από τα άλλα· |
σὺ δὲ ἄνθρωπος ὤν, θηρίου γίνῃ χαλεπώτερος, | εσύ όμως αν και είσαι άνθρωπος, γίνεσαι πιο άσπλαχνος από τα θηρία, |
μυρίων πενήτων τροφὰς μιᾷ κατακλείων οἰκίᾳ. | κλείνοντας ερμητικά σε ένα σπίτι όσα τρόφιμα θα αρκούσαν για να θρέψουν αμέτρητους φτωχούς. |
Καίτοι γε οὐχ ἡ φύσις ἡμῖν μόνη κοινή, | Και βέβαια, δεν είναι μόνο η φύση μας κοινή, |
ἀλλὰ καὶ ἕτερα πλείονα· | αλλά και άλλα περισσότερα· |
οὐρανὸς κοινὸς καὶ ἥλιος καὶ σελήνη καὶ ἀστέρες καὶ ἀὴρ καὶ θάλασσα καὶ γῆ καὶ ζωὴ καὶ τελευτὴ καὶ γῆρας καὶ νόσος καὶ ὑγεία καὶ χρεία τροφῆς καὶ ἐνδυμάτων. | κοινός είναι ο ουρανός και ο ήλιος και η σελήνη και τα αστέρια και ο αέρας και η θάλασσα και η γη και η ζωή και ο θάνατος και τα γηρατειά και οι αρρώστιες και η υγεία και η ανάγκη τροφής και ρούχων. |
Πῶς οὖν οὐκ ἄτοπον | Πώς λοιπόν δεν είναι παράλογο |
τοὺς ἐν τοσούτοις κοινωνοῦντας ἀλλήλοις | αυτοί που μοιράζονται τόσα πολλά μεταξύ τους |
ἐν τοῖς χρήμασιν οὕτως εἶναι πλεονέκτας, | στα χρήματα να είναι τόσο πλεονέκτες, |
καὶ τὴν αὐτὴν μὴ διατηρεῖν ἰσονομίαν; | και να μη διατηρούν την ίδια ισονομία; |
Ὁ γὰρ θάνατος τῆς μὲν ἀπολαύσεως ἀπάγει, | Γιατί ο θάνατος απομακρύνει από την απόλαυση |
πρὸς δὲ τὰς εὐθύνας ἄγει. | και οδηγεί στην τιμωρία. |
Ἵν’ οὖν μὴ τοῦτο γένηται, | Για να μη γίνει κάτι τέτοιο, |
πολλῇ χρησώμεθα τῇ ἐλεημοσύνῃ. | ας εφαρμόσουμε την ελεημοσύνη. |
Αὔτη γάρ ἐστιν ἡ βασίλισσα τῶν ἀρετῶν, | Γιατί αυτή είναι η βασίλισσα των αρετών, |
ἥ καὶ ἑξαιρήσεται ἡμᾶς τῆς τιμωρίας. | η οποία θα μας απαλλάξει από την τιμωρία. |
Τὰ περιττὰ δὴ ποιήσωμεν χρήσιμα, | Ας κάνουμε τα περιττά χρήσιμα, |
τὸν πολὺν προέμενοι πλοῦτον, | αφού παραμερίσουμε τον πολύ πλούτο, |
καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως, | και την ημέρα της κρίσεως, |
κἄν μυρία ὧμεν πεπλημμεληκότες, | ακόμη κι αν έχουμε διαπράξει πολλά παραπτώματα |
ὁ Θεὸς μεταδώσει συγγνώμης ἡμῖν. | ο Θεός θα μας συγχωρήσει. |
Ἰωάννης Χρυσόστομος, Εἰς τὸ ῥητὸν τοῦ Προφήτου Δαυΐδ, PG 55, 517518 (διασκευὴ) |
© Γιάννης Παπαθανασίου
Παράλληλα κείμενα
Στο παρακάτω απόσπασμα εκθειάζεται η ελεημοσύνη, γιατί μας φέρνει πιο κοντά στον Θεό.
Ὁ Χριστὸς πλούσιος ὤν ἐπτώχευσε, ἵνα καὶ ἡμεῖς τοὺς πτωχοὺς ὡς ἀδελφοὺς τοῦ ἡμετέρου Δημιουργού καὶ κριτοῦ ἐλεήσωμεν. Καὶ τί τῆς φιλοπτωχίας τὸ κέρδος; Ἐν ἡμέρᾷ πονηρᾷ ῥύσεται αὐτὸν ὁ Κύριος. Δηλοῖ δὲ τὴν τῆς κρίσεως ὀδύνας τοῖς ἁμαρτωλοῖς καὶ πόνους ἐπιφέρουσαν. Ῥύσεται φῶς τοὺς φιλοπτώχους ὁ Κύριος. Χρεωστεῖ γὰρ αὐτοῖς φιλανθρωπίαν, ὡς αὐτὸς τὴν ἐλεημοσύνην παρ’ αὐτοῖς δανεισάμενος· καὶ διὰ μὲν τοῦ Σολομώντος εἰπὼν· Ὁ ἐλεῶν πτωχὸν δανείζει Θεόν.
Ἀθανάσιος ὁ Μέγας, 27.196.29-38ς ὁ Μέγας, 27.196.29-38
Μετάφραση
Ο Χριστός, ενώ ήταν πλούσιος πτώχευσε, για να ελεήσουμε και εμείς τους φτωχούς σαν αδερφούς του Δημιουργού μας και κριτή. Και ποιο είναι το κέρδος της αγάπης προς τους φτωχούς; Σε μια δύσκολη ημέρα ο Κύριος θα τον σώσει. Και φανερώνει την ημέρα της Κρίσης που φέρνει πόνους και βάσανα για τους αμαρτωλούς. Θα σώσει ο Κύριος ως φως αυτούς που αγαπούν τους φτωχούς. Γιατί χρωστάει φιλανθρωπία σ' αυτούς, επειδή ο ίδιος δανείστηκε την ελεημοσύνη από αυτούς και μέσω του Σολομώντα είπε: Εκείνος που ελεεί το φτωχό δανείζει το Θεό.
6η Ενότητα, Η ευθύνη για την παιδεία των νέων
ΣΩ: Ἀλλ’ ὅμως σύ μὲ φῄς, ὦ Μέλητε, | ΣΩ: Αλλά εσύ όμως ισχυρίζεσαι, ω Μέλητε, |
τοιαῦτα ἐπιτηδεύοντα τοὺς νέους διαφθείρειν; | ότι ασχολούμενος με τέτοια διαφθείρω τους νέους; |
Καίτοι ἐπιστάμεθα μὴν δήπου | Ακόμη κι αν γνωρίζουμε βέβαια, |
τίνες εἰσὶ νέων διαφθοραί· | ποιες είναι οι διαφθορές των νέων· |
σύ δὲ εἰπὲ εἴ τινα οἶσθα ὑπ’ ἐμοῦ γεγενημένον | και συ πες αν ξέρεις ότι κάποιος έχει γίνει εξαιτίας μου |
ἢ ἐξ εὐσεβοῦς ἀνόσιον ἢ ἐκ σώφρονος ὑβριστήν. | είτε από ευσεβής ανόσιος είτε από συνετός αλαζόνας. |
ΜΕΛ. Ἀλλὰ ναί, μὰ Δί’ ἐκείνους οἶδα | ΜΕΛ: Και βέβαια, μα το Δία, ξέρω εκείνους |
οὓς σὺ πέπεικας σοὶ πείθεσθαι μᾶλλον ἢ τοῖς γονεῦσι. | οι οποίοι υπακούν σε εσένα περισσότερο παρά στους γονείς τους. |
ΣΩ. Ὁμολογῶ, περί γε παιδείας· | ΣΩ: Το ομολογώ, όσον αφορά τουλάχιστον την παιδεία· |
τοῦτο γὰρ ἴσασιν ἐμοὶ μεμεληκός. | γιατί το γνωρίζουν ότι γι’ αυτό νοιάζομαι. |
Περὶ δὲ ὑγιείας τοῖς ἰατροῖς μᾶλλον οἱ ἄνθρωποι πείθονται ἢ τοῖς γονεῦσιν· | Οι άνθρωποι για την υγεία περισσότερο τους ιατρούς υπακούν παρά τους γονείς· |
καὶ ἐν ταῖς ἐκκλησίαις γε πάντες δήπου οἱ Ἀθηναῖοι | και στις συνελεύσεις του λαού, βέβαια όλοι οι Αθηναίοι |
τοῖς φρονιμώτατα λέγουσι πείθονται μᾶλλον ἢ τοῖς προσήκουσιν. | υπακούν σε αυτούς που λένε τα πιο συνετά παρά στους συγγενείς τους. |
Οὐ γὰρ δὴ καὶ στρατηγοὺς αἱρεῖσθαι, | Και στρατηγούς δεν εκλέγετε |
οὕς ἂν ἡγῆσθε περὶ τῶν πολεμικῶν φρονιμωτάτους εἶναι; | όποιους ενδεχομένως θεωρείτε ότι είναι οι πιο συνετοί στα στρατιωτικά; |
Οὐκοῦν θαυμαστὸν καὶ τοῦτό σοι δοκεῖ εἶναι, | Λοιπόν, δε σου φαίνεται ότι είναι και τούτο περίεργο |
ἐμὲ τούτου ἕνεκα θανάτου ὑπό σοῦ διώκεσθαι, | ότι εξαιτίας αυτού εκ μέρους σου να αντιμετωπίζω κατηγορία που επισύρει την ποινή του θανάτου, |
ὅτι περὶ τοῦ μεγίστου ἀγαθοῦ ἀνθρώποις, περὶ παιδείας, | επειδή δηλαδή για το μεγαλύτερο αγαθό στους ανθρώπους, για την παιδεία, |
βέλτιστος εἶναι ὑπὸ τινων προκρίνομαι; | θεωρούμαι από μερικούς ότι είμαι ο καλύτερος; |
Ξενοφῶν, Ἀπολογία Σωκράτους 1921 (διασκευὴ) |
© Γιάννης Παπαθανασίου
Παράλληλο κείμενο
Στον παρακάτω διάλογο ο Λάχης και ο Νικίας εκφράζουν την πεποίθησή τους ότι ο Σωκράτης είναι ο μόνος ειδήμων στα θέματα της εκπαίδευσης των νέων.
ΛΑ. Σοφὸς γάρ τοι σὺ εἶ, ὦ Νικία. ἀλλ’ ὅμως ἐγὼ Λυσιμάχῳ τῷδε καὶ Μελησίᾳ συμβουλεύω σὲ μὲν καὶ ἐμὲ περὶ τῆς παιδείας τῶν νεανίσκων χαίρειν ἐᾶν, Σωκράτη δὲ τουτονί, ὅπερ ἐξ ἀρχῆς ἔλεγον, μὴ ἀφιέναι· εἰ δὲ καὶ ἐμοὶ ἐν ἡλικίᾳ ἦσαν οἱ παῖδες, ταὐτὰ ἂν ταῦτ’ ἐποίουν.
ΝΙ. Ταῦτα μὲν κἀγὼ συγχωρῶ· ἐάνπερ ἐθέλῃ Σωκράτης τῶν μειρακίων ἐπιμελεῖσθαι, μηδένα ἄλλον ζητεῖν.
Το κείμενο εδώ
Πλάτων, Λάχης 200 e
Μετάφραση
Λα. Γιατί βέβαια, Νικία, είσαι σοφός. Αλλά όμως εγώ συμβουλεύω αυτόν εδώ το Λυσίμαχο και τον Μελησία ν' αφήσουν στην άκρη και σένα και μένα σχετικά με την παιδεία των νέων, αυτόν εδώ όμως, το Σωκράτη να μην αφήσουν, κάτι που έλεγα από την αρχή· κι αν ήταν τα παιδιά μου στην κατάλληλη ηλικία, τα ίδια θα έκανα.
Νι. Μ' αυτά συμφωνώ κι εγώ· αν ακριβώς θέλει ο Σωκράτης να φροντίσει για την παιδεία των νέων, κανέναν άλλο να μην αναζητήσουμε.
7η Ενότητα, Ένας στοργικός ηγέτης
Ἅπαντες ἐπιστάμεθα ὅτι Ἀγησίλαος, | Όλοι γνωρίζουμε ότι ο Αγησίλαος, |
ὅπου ᾤετο τὴν πατρίδα τι ὠφελήσειν, | όπου πίστευε ότι θα ωφελούσε σε κάτι την πατρίδα, |
οὐ πόνων ὑφίετο, οὐ κινδύνων ἀφίστατο, | δεν έπαυε να μοχθεί, ούτε απέφευγε τους κινδύνους, |
οὐ χρημάτων ἐφείδετο, οὐ σῶμα, οὐ γῆρας προὐφασίζετο, | δε λυπόταν τα χρήματα, ούτε πρόβαλλε ως δικαιολογία το σώμα ή τα γηρατειά, |
ἀλλὰ καὶ βασιλέως ἀγαθοῦ τοῦτο ἔργον ἐνόμιζε, | αλλά πίστευε ότι καθήκον του καλού βασιλιά είναι |
τὸ τοὺς ἀρχομένους ὡς πλεῖστα ἀγαθὰ ποιεῖν. | να κάνει όσο το δυνατόν περισσότερα καλά στους υπηκόους του. |
Ἐν τοῖς μεγίστοις δὲ ὠφελήμασι τῆς πατρίδος | Στις μεγαλύτερες ωφέλειες της πατρίδας |
καὶ τόδε ἐγὼ τίθημι αὐτοῦ, | κι αυτό εδώ του συγκαταλέγω |
ὅτι δυνατώτατος ὤν ἐν τῇ πόλει | ότι, ενώ ήταν ο πιο δυνατός στην πόλη, |
φανερὸς ἦν μάλιστα τοῖς νόμοις λατρεύων. | υπηρετούσε φανερά σε μεγάλο βαθμό τους νόμους. |
Τὶς γὰρ ἂν ἠθέλησεν ἀπειθεῖν | Γιατί ποιος θα ήθελε να μην υπακούει |
ὀρῶν τὸν βασιλέα πειθόμενον; […] | όταν έβλεπε το βασιλιά να υπακούει; [...] |
Ὃς καὶ πρὸς τοὺς διαφόρους ἐν τῇ πόλει | Αυτός και τους πολιτικούς του αντιπάλους στην πόλη |
ὥσπερ πατὴρ πρὸς παῖδας προσεφέρετο. | τους συμπεριφερόταν σαν πατέρας προς τα παιδιά του. |
Ἐλοιδορεῖτο μὲν γὰρ ἐπὶ τοῖς ἁμαρτήμασιν, | Κακολογούσε βέβαια όσους έκαναν αδικίες, |
ἐτίμα δ’ εἴ τι καλὸν πράττοιεν, | τους τιμούσε όμως αν έκαναν κάτι καλό, |
παρίστατο δ’ εἴ τις συμφορὰ συμβαίνοι, | παραστεκόταν, αν παρουσιαζόταν κάποια συμφορά, |
ἐχθρὸν μὲν οὐδένα ἡγούμενος πολίτην, | επειδή δε θεωρούσε κανένα πολίτη εχθρό, |
ἐπαινεῖν δὲ πάντας ἐθέλων, | αλλά επειδή ήθελε να τους επαινεί όλους, |
σῴζεσθαι δὲ πάντας κέρδος νομίζων, | θεωρώντας κέρδος το να σώζονται όλοι |
ζημίαν δὲ τιθεὶς εἰ καὶ ὁ μικροῦ ἄξιος ἀπόλοιτο. | και θεωρώντας το ζημιά αν κάποιος, έστω και ανάξιος, χανόταν. |
Ξενοφῶν, Ἀγησίλαος 7.13 |
© Γιάννης Παπαθανασίου
Παράλληλο κείμενο
Στο παρακάτω απόσπασμα ο Ξενοφών περιγράφει τη συνάντηση του Σπαρτιάτη βασιλιά Αγησιλάου με τον Φαρνάβαζο, από την οποία αναδεικνύονται οι διαφορές ανάμεσα στον λιτό σπαρτιατικό τρόπο ζωής του Αγησιλάου και τον τρυφηλό τρόπο ζωής του Φαρνάβαζου.
Ἦν δέ τις Ἀπολλοφάνης Κυζικηνός, ὃς καὶ Φαρναβάζῳ ἐτύγχανεν ἐκ παλαιοῦ ξένος ὢν καὶ Ἀγησιλάῳ κατ' ἐκεῖνον τὸν χρόνον ἐξενώθη. Οὗτος οὖν εἶπε πρὸς τὸν Ἀγησίλαον ὡς οἴοιτο συναγαγεῖν αὐτῷ ἂν εἰς λόγους περὶ φιλίας Φαρνάβαζον. Ὡς δ' ἤκουσεν αὐτοῦ, σπονδὰς λαβὼν καὶ δεξιὰν παρῆν ἄγων τὸν Φαρνάβαζον εἰς συγκείμενον χωρίον, ἔνθα δὴ Ἀγησίλαος καὶ οἱ περὶ αὐτὸν τριάκοντα χαμαὶ ἐν πόᾳ τινὶ κατακείμενοι ἀνέμενον· ὁ δὲ Φαρνάβαζος ἧκεν ἔχων στολὴν πολλοῦ χρυσοῦ ἀξίαν. Ὑποτιθέντων δὲ αὐτῷ τῶν θεραπόντων ῥαπτά, ἐφ' ὧν καθίζουσιν οἱ Πέρσαι μαλακῶς, ᾐσχύνθη ἐντρυφῆσαι, ὁρῶν τοῦ Ἀγησιλάου τὴν φαυλότητα· κατεκλίθη οὖν καὶ αὐτὸς ὥσπερ εἶχε χαμαί. Καὶ πρῶτα μὲν ἀλλήλους χαίρειν προσεῖπαν, ἔπειτα τὴν δεξιὰν προτείναντος τοῦ Φαρναβάζου ἀντιπρούτεινε καὶ ὁ Ἀγησίλαος. Μετὰ δὲ τοῦτο ἤρξατο λόγου ὁ Φαρνάβαζος· καὶ γὰρ ἦν πρεσβύτερος.
Ξενοφῶν, Ἑλληνικά 4.1.29-31
Μετάφραση
Και υπήρχε κάποιος Απολλοφάνης από την Κύζικο, που τύχαινε να είναι και φίλος από φιλοξενία με το Φαρνάβαζο από παλιά και εκείνη την εποχή έγινε φίλος με τον Αγησίλαο. Αυτός, λοιπόν, είπε στον Αγησίλαο ότι πίστευε πως θα μπορούσε να φέρει σ' αυτόν για συνομιλίες περί φιλίας το Φαρνάβαζο. Και όταν τον άκουσε, αφού έκαναν συμφωνία και χειραψία, εμφανίστηκε οδηγώντας το Φαρνάβαζο στο συμφωνημένο τόπο, όπου λοιπόν ο Αγησίλαος και οι τριάντα στρατιώτες που ήταν γύρω του, περίμεναν καθισμένοι κάτω στο χορτάρι· κι ο Φαρνάβαζος είχε έρθει φορώντας ενδυμασία ίσης αξίας με πολύ χρυσάφι. Κι αφού τοποθέτησαν κάτω γι' αυτόν οι υπηρέτες κεντητά μαξιλάρια, πάνω στα οποία οι Πέρσες κάθονται μαλακά, ντράπηκε για τον τρυφηλό τρόπο ζωής του, βλέποντας την απλότητα του Αγησιλάου· κάθισε, λοιπόν, κι αυτός κάτω, όπως ακριβώς ήταν. Και στην αρχή αντάλλαξαν χαιρετισμό, έπειτα, όταν πρότεινε ο Φαρνάβαζος το δεξί χέρι, το πρότεινε με τη σειρά του και ο Αγησίλαος. Μετά απ' αυτό ο Φαρνάβαζος άρχισε να μιλάει γιατί ήταν μεγαλύτερος στην ηλικία.
8η Ενότητα, Η γένεση της θρησκείας και της δικαιοσύνης
Ἦν χρόνος ὅτ’ ἦν ἄτακτος ἀνθρώπων βίος | Υπήρχε μια εποχή που έλειπε ο νόμος από τη ζωή των ανθρώπων |
καὶ θηριώδης ἰσχύος θ’ ὑπηρέτης, | και ταίριαζε σε θηρία και ήταν υπηρέτης της δύναμης, |
ὅτ’ οὐδὲν ἆθλον οὔτε τοῖς ἐσθλοῖσιν ἦν | όταν κανένα έπαθλο δεν υπήρχε ούτε ανάμεσα στους ενάρετους |
οὔτ’ αὖ κόλασμα τοῖς κακοῖς ἐγίγνετο. | ούτε πάλι υπήρχε τιμωρία για τους κακούς. |
κἄπειτά μοι δοκοῦσιν ἅνθρωποι νόμους | Κι έπειτα έχω την εντύπωση ότι οι άνθρωποι νόμους |
θέσθαι κολαστάς, ἵνα δίκη τύραννος ἦ | θέσπισαν ως τιμωρούς, για να εξουσιάζει η δικαιοσύνη |
τὴν θ’ ὕβριν δούλην ἔχῃ· | και να έχει την αλαζονεία ως δούλη· |
ἐζημιοῦτο δ’ εἴ τις ἐξαμαρτάνοι. | τιμωρούνταν δε όποιος αδικούσε. |
Ἔπειτ’ ἐπειδὴ τἀμφανῆ μὲν οἱ νόμοι ἀπεῖργον αὐτούς ἔργα μὴ πράσσειν βίᾳ, | Έπειτα επειδή οι νόμοι τους εμπόδιζαν να διαπράττουν φανερές αδικίες |
λάθρᾳ δ’ ἔπρασσον, | τις έκαναν όμως στα κρυφά, |
τηνικαῦτά μοι δοκεῖ | τότε μου φαίνεται |
πυκνός τις καὶ σοφός γνώμην ἀνὴρ | ότι κάποιος ευφυής και σοφός |
θεῶν δέος θνητοῖσιν ἐξευρεῖν, | επινόησε για τους θνητούς το φόβο των θεών, |
ὅπως εἴη τι δεῖμα τοῖς κακοῖσι, | για να υπάρχει κάποιος φόβος για τους κακούς, |
κἄν λάθρᾳ πράσσωσιν ἤ λέγωσιν ἤ φρονῶσί τι. | ακόμα κι αν κρυφά κάνουν ή λένε ή σκέφτονται κάτι. |
Ἐντεῦθεν οὖν τὸ θεῖον εἰσηγήσατο, | Από τότε δίδαξε το θείο, |
ὡς ἔστι δαίμων ἀφθίτῳ θάλλων βίῳ | ότι, δηλαδή, υπάρχει θεός που ζει αιώνια |
νόῳ τ’ ἀκούων καὶ βλέπων, φρονῶν τε | και που ακούει και βλέπει με το νου και σκέφτεται |
καὶ προσέχων τε ταῦτα καὶ φύσιν θείαν φορῶν, | και επιτηρεί αυτά και είναι περιβεβλημένος με τη θεία φύση, |
ὅς πᾶν μὲν τὸ λεχθέν ἐν βροτοῖς ἀκούσεται, | ο οποίος καθετί που λέγεται μεταξύ των ανθρώπων θα το ακούσει, |
τὸ δρώμενον δὲ πᾶν ἰδεῖν δυνήσεται. | και καθετί που γίνεται μπορεί να το δει. |
Κριτίας, Σίσυφος απ. 19, στ. 1-21 |
© Γιάννης Παπαθανασίου
Παράλληλο κείμενο
Στο παρακάτω απόσπασμα ο Πλάτων διατυπώνει την άποψη ότι οι θεοί έπλασαν το ανθρώπινο γένος. Οι άνθρωποι στη συνέχεια ένιωσαν την ανάγκη να ιδρύσουν βωμούς για να τιμήσουν τους θεούς. Αρχικά ζούσαν διασκορπισμένοι, γρήγορα όμως κατάλαβαν ότι θα επιβίωναν μόνο αν οργανώνονταν σε πόλεις, κι έτσι άρχισε η εξέλιξη των πολιτειακών συστημάτων.
Ἐπειδὴ δὲ ὁ ἄνθρωπος θείας μετέσχε μοίρας, πρῶτον μὲν διὰ τὴν τοῦ θεοῦ συγγένειαν ζῲων μόνον θεοὺς ἐνόμισεν, καὶ ἐπεχείρει βωμούς τε ἱδρύεσθαι καὶ ἀγάλματα θεῶν· ἔπειτα φωνὴν καὶ ὀνόματα ταχὺ διηρθρώσατο τῇ τέχνῃ, καὶ οἰκήσεις καὶ ἐσθῆτας καὶ ὑποδέσεις καὶ στρωμνὰς καὶ τὰς ἐκ γῆς τροφὰς ηὕρετο. Οὕτω δὴ παρεσκευασμένοι κατ’ ἀρχὰς ἄνθρωποι ᾤκουν σποράδην, πόλεις δὲ οὐκ ἦσαν· ἀπώλλυντο οὖν ὑπὸ τῶν θηρίων διὰ τὸ πανταχῇ αὐτῶν ἀσθενέστεροι εἶναι, καὶ ἡ δημιουργικὴ τέχνη αὐτοῖς πρὸς μὲν τροφὴν ἱκανὴ βοηθὸς ἦν, πρὸς δὲ τὸν τῶν θηρίων πόλεμον ἐνδεής· πολιτικὴν γὰρ τέχνην οὔπω εἶχον, ἧς μέρος πολεμική, ἐζήτουν δὴ ἁθροίζεσθαι καὶ σῲζεσθαι κτίζοντες πόλεις· ὅτ’ οὖν ἁθροισθεῖεν, ᾐδίκουν ἀλλήλους ἅτε οὐκ ἔχοντες τὴν πολιτικὴν τέχνην, ὥστε πάλιν σκεδαννύμενοι διεφθείροντο. Ζεὺς οὖν δείσας περὶ τῷ γένει ἡμῶν μὴ ἀπόλοιτο πᾶν, Ἑρμῆν πέμπει ἄγοντα εἰς ἀνθρώπους αἰδῶ τε καὶ δίκην, ἵν’ εἶεν πόλεων κόσμοι τε καὶ δεσμοὶ φιλίας συναγωγοί.
Πλάτων, Πρωταγόρας 322 a-c
Μετάφραση
Κι όταν ο άνθρωπος μετείχε της θεϊκής μοίρας, πρώτα πρώτα εξαιτίας της συγγένειας με το θείο μόνος αυτός από τα πλάσματα πίστεψε στους θεούς και επιχειρούσε να ιδρύσει και βωμούς και αγάλματα θεών· έπειτα εφεύρε γρήγορα με την τέχνη, έναρθρο λόγο και λέξεις και βρήκε κατοικίες και ρούχα και υποδήματα και στρωσίδια και την τροφή από τη γη. Έτσι λοιπόν προετοιμασμένοι οι άνθρωποι στην αρχή κατοικούσαν διασκορπισμένοι, αλλά πόλεις δεν υπήρχαν· χάνονταν λοιπόν από τα ζώα, επειδή ήταν από κάθε άποψη πιο ανίσχυροι από αυτά και ο τεχνικός τρόπος κατασκευής ήταν γι' αυτούς ικανός βοηθός για τροφή, αλλά για τον αγώνα με τα ζώα ανεπαρκής· γιατί δεν είχαν ακόμη πολιτική τέχνη, της οποίας μέρος είναι η πολεμική· ζητούσαν λοιπόν να μαζεύονται και να σώζονται κτίζοντας πόλεις· όταν λοιπόν συναθροίσθηκαν, αδικούσαν ο ένας τον άλλο, επειδή δεν είχαν την πολιτική τέχνη, ώστε πάλι διασκορπίζονταν και αφανίζονταν. Ο Δίας λοιπόν, επειδή φοβήθηκε για το γένος μας μήπως αφανιστεί ολόκληρο, στέλνει τον Ερμή φέρνοντας στους ανθρώπους το αίσθημα της ντροπής και τη δικαιοσύνη, για να είναι μέσα πειθαρχίας για τις πόλεις για συνεκτικοί δεσμοί φιλίας για τους ανθρώπους.
Κατὰ δὲ τὴν ἐς Ὀλυμπίαν ὁδόν | Στην οδό που οδηγεί στην Ολυμπία |
ἔστιν ὄρος πέτραις ὑψηλαῖς ἀπότομον, Τυπαῖον καλούμενον. | υπάρχει ένα απόκρημνο βουνό με ψηλούς βράχους, που ονομάζεται Τυπαίο. |
Κατὰ τούτου τὰς γυναῖκας Ἠλείοις ἐστὶν ὠθεῖν νόμος, | Υπάρχει νόμος στους Ηλείους σ' αυτό να πετούν τις γυναίκες |
ἤν φωραθῶσιν ἐς τὸν ἀγῶνα ἐλθοῦσαι τὸν Ὀλυμπικὸν | αν αποκαλυφθούν να έχουν έρθει στο χώρο της Ολυμπίας |
ἢ καὶ ὅλως ἐν ταῖς ἀπειρημέναις σφίσιν ἡμέραις | ή και γενικά κατά τις απαγορευμένες γι’ αυτές μέρες. |
διαβᾶσαι τὸν Ἀλφειόν. | να έχουν περάσει τον Αλφειό. |
Οὐ μὴν οὐδὲ ἁλῶναι λέγουσιν οὐδεμίαν, | Ούτε και λένε ότι πιάστηκε καμιά |
ὅτι μὴ Καλλιπάτειραν μόνην, | παρά μόνο η Καλλιπάτειρα, |
ἥ ὑπὸ τινων καὶ Φερενίκη καλεῖται. | η οποία από μερικούς ονομάζεται και Φερενίκη. |
Αὕτη προαποθανόντος αὐτῇ τοῦ ἀνδρός, | Αυτή, επειδή είχε πεθάνει νωρίτερα ο σύζυγός της, |
ἐξεικάσασα αὑτὴν τὰ πάντα ἀνδρὶ γυμναστῇ, | αφού μεταμφιέστηκε εντελώς σε άντρα γυμναστή |
ἤγαγεν ἐς Ὀλυμπίαν τὸν υἱὸν μαχούμενον· | έφερε στην Ολυμπία το γιο της για να αγωνιστεί· |
νικῶντος δὲ τοῦ Πεισιρόδου, | μόλις, λοιπόν, νίκησε ο Πεισιρόδης, |
τὸ ἔρυμα ἐν ᾧ τοὺς γυμναστὰς ἔχουσιν ἀπειλημμένους, | το φράκτη με τον οποίο έχουν τους γυμναστές περιορισμένους |
τοῦτο ὑπερπηδῶσα ἡ Καλλιπάτειρα ἐγυμνώθη. | καθώς τον πηδούσε η Καλλιπάτειρα έμεινε γυμνή. |
Φωραθείσης δὲ ὅτι εἴη γυνή, | Αν και αποκαλύφθηκε ότι ήταν γυναίκα, |
ταύτην ἀφιᾶσιν ἀζήμιον | την άφησαν ατιμώρητη, |
καὶ τῷ πατρί καὶ ἀδελφοῖς αὐτῆς καὶ τῷ παιδί αἰδῶ νέμοντες | και στον πατέρα της και στα αδέλφια της και στο γιο της αποδίδοντας σεβασμό |
–ὑπῆρχον δὴ ἅπασιν αὐτοῖς Ὀλυμπικαὶ νῖκαι- | -γιατί είχαν νικήσει όλοι στους Ολυμπιακούς Αγώνες- |
ἐποίησαν δὲ νόμον ἐς τὸ ἔπειτα ἐπὶ τοῖς γυμναστικοῖς | θεσμοθέτησαν όμως νόμο για τους γυμναστές στο εξής |
γυμνοὺς σφᾶς ἐς τὸν ἀγῶνα ἐσέρχεσθαι. | να μπαίνουν γυμνοί στους αγώνες. |
Παυσανίας, Ἑλλάδος Περιήγησις 5.6.7-8 (διασκευὴ) |
© Γιάννης Παπαθανασίου
Παράλληλα κείμενα
Πρώτο παράλληλο κείμενο
Ο Αιλιανός στο παρακάτω απόσπασμα αναφέρει την περίπτωση της Φερενίκης, η οποία επίσης προσπάθησε να παρακολουθήσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Φερενίκη τὸν υἱὸν ἦγεν ἐς Ὀλύμπια ἀθλεῖν. Κωλυόντων δὲ αὐτὴν τῶν Ἑλλανοδικῶν τὸν ἀγῶνα θεάσασθαι, παρελθοῦσα ἐδικαιολογήσατο πατέρα μὲν Ὀλυμπιονίκην ἔχειν καὶ τρεῖς ἀδελφοὺς καὶ αὐτὴ παῖδα Ὀλυμπίων ἀγωνιστήν· καὶ ἐξενίκησε τὸν δῆμον καὶ τὸν εἴργοντα νόμον τῆς θέας τὰς γυναῖκας, καὶ ἐθεάσατο Ὀλύμπια.
Αἰλιανός, Ποικίλη Ἱστορία 10.1
Μετάφραση
Η Φερενίκη έφερνε το γιο της στην Ολυμπία, για να αγωνιστεί. Επειδή όμως την εμπόδιζαν οι Ελλανοδίκες να δει τους αγώνες, αφού παρουσιάστηκε μπροστά στις αρχές, υπερασπίστηκε τον εαυτό της, λέγοντας ότι είχε πατέρα Ολυμπιονίκη και τρεις αδερφούς και η ίδια γιο αθλητή των Ολυμπιακών αγώνων· και υπερνίκησε τους πολίτες και το νόμο που απέκλειε από το θέαμα τις γυναίκες και είδε τους Ολυμπιακούς αγώνες.
Δεύτερο παράλληλο κείμενο
Το τόλμημα της Καλλιπάτειρας να παρακολουθήσει τους αγώνες στην Ολυμπία αψηφώντας τη σχετική απαγόρευση ενέπνευσε τον ποιητή Λορέντζο Μαβίλη να γράψει γι’ αυτήν.
- Αρχόντισσα Ροδίτισσα, πώς μπήκες;
Γυναίκες διώχνει μια συνήθεια αρχαία
εδώθε. – Έχω ένα ανίψι, τον Ευκλέα,
τρία αδέρφια, γιο, πατέρα Ολυμπιονίκες·
να με αφήσετε πρέπει, Ελλανοδίκες,
και εγώ να καμαρώσω μες στα ωραία
κορμιά, που για το αγρίλι του Ηρακλέα
παλεύουν, θιαμαστές ψυχές αντρίκιες.
Με τες άλλες γυναίκες δεν είμαι όμοια·
στον αιώνα το σόι μου θα φαντάζει
με της αντρειάς τα αμάραντα προνόμια.
Με μάλαμα γραμμένος το δοξάζει
σε αστραφτερό κατεβατό μαρμάρου
ύμνος χρυσός του αθάνατου Πινδάρου».
Λορέντζος Μαβίλης, Καλλιπάτειρα
Περισσότερα κείμενα για την Ολυμπία
Ἄλλων τε πολλῶν καὶ καλῶν ἔργων ἕνεκα, ὦ ἄνδρες, ἄξιον Ἡρακλέους μεμνῆσθαι, καὶ ὅτι τόνδε τὸν <Ὀλυμπιακὸν> ἀγῶνα πρῶτος συνήγειρε δι' εὔνοιαν τῆς Ἑλλάδος. ἐν μὲν γὰρ τῷ τέως χρόνῳ ἀλλοτρίως αἱ πόλεις πρὸς ἀλλήλας διέκειντο· ἐπειδὴ δὲ ἐκεῖνος τοὺς τυράννους ἔπαυσε καὶ τοὺς ὑβρίζοντας ἐκώλυσεν, ἀγῶνα μὲν σωμάτων ἐποίησε, φιλοτιμίαν [δὲ] πλούτου, γνώμης δ' ἐπίδειξιν ἐν τῷ καλλίστῳ τῆς Ἑλλάδος, ἵνα τούτων ἁπάντων ἕνεκα εἰς τὸ αὐτὸ συνέλθωμεν, τὰ μὲν ὀψόμενοι, τὰ δ' ἀκουσόμενοι· ἡγήσατο γὰρ τὸν ἐνθάδε σύλλογον ἀρχὴν γενήσεσθαι τοῖς Ἔλλησι τῆς πρὸς ἀλλήλους φιλίας.
Λυσίας, Ολυμπικός, 1-2
(Ἡρακλῆς) τὸν Ὀλυμπικὸν ἀγῶνα συνεστήσατο, κάλλιστον τῶν τόπων πρὸς τηλικαύτην πανήγυριν προκρίνας τὸ παρὰ τὸν Ἀλφειὸν ποταμὸν πεδίον, ἐν ᾧ τὸν ἀγῶνα τοῦτον τῷ Διὶ τῷ πατρίῳ καθιέρωσε. στεφανίτην δ' αὐτὸν ἐποίησεν, ὅτι καὶ αὐτὸς εὐηργέτησε τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων οὐδένα λαβὼν μισθόν. τὰ δ' ἀθλήματα πάντα αὐτὸς ἀδηρίτως ἐνίκησε, μηδενὸς τολμήσαντος αὐτῷ συγκριθῆναι διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς ἀρετῆς, καίπερ τῶν ἀθλημάτων ἐναντίων ἀλλήλοις ὄντων·
Διόδωρος Σικελιώτης, 4, 14, 1-2
θέλεις Ὀλύμπια νικῆσαι; κἀγώ, νὴ τοὺς θεούς· κομψὸν γάρ ἐστιν. Ἀλλὰ σκόπει τὰ καθηγούμενα καὶ τὰ ἀκόλουθα καὶ οὕτως πτου τοῦ ἔργου. δεῖ ς' εὐτακτεῖν, ἀναγκοτροφεῖν, ἀπέχεσθαι πεμμάτων, γυμνάζεσθαι πρὸς ἀνάγκην, ἐν ὥρᾳ τεταγμένῃ, ἐν καύματι, ἐν ψύχει, μὴ ψυχρὸν πίνειν, μὴ οἶνον, ὡς ἔτυχεν, ἁπλῶς ὡς ἰατρῷ παραδεδωκέναι σεαυτὸν τῷ ἐπιστάτῃ, εἶτα ἐν τῷ ἀγῶνι παρορύσσεσθαι, ἔστι δὲ ὅτε χεῖρα ἐκβαλεῖν, σφυρὸν στρέψαι, πολλὴν ἁφὴν καταπιεῖν, ἔσθ' ὅτε μαστιγωθῆναι καὶ μετὰ τούτων πάντων νικηθῆναι. ταῦτα ἐπισκεψάμενος, ἂν ἔτι θέλῃς, ἔρχου ἐπὶ τὸ ἀθλεῖν.
Ἐπίκτητος, Ἐγχειρίδιον, 29,2
Μετάφραση
Θέλεις να νικήσεις στα Ολύμπια; Κι εγώ μα τους θεούς· διότι είναι κατιτί ωραίο. Αλλά εξέταζε τα προηγούμενα και τα επακόλουθα και έπειτα να επιχειρείς. Πρέπει να υπακούς σε ορισμένη διδασκαλία· να τρως καταναγκαστική τροφή, ν' απέχεις από γλυκίσματα, να γυμνάζεται αναγκαστικά σ' ορισμένη ώρα, με τη ζέστη, με το ψύχος, να μη πίνεις ψυχρό νερό ούτε κρασί όπως τύχει, αλλά να παραδώσεις τον εαυτό σου στα χέρια του προπονητή, όπως στα χέρια γιατρού, έπειτα κατά τη διάρκεια της πάλης να κάνεις τάφρους—πότε να βγάλεις το χέρι σου, να στραγγουλίσεις το πόδι σου, να καταπιείς σκόνη πολλή, να μαστιγωθείς κάποτε, και ύστερ' από όλ' αυτά, να νικηθείς.
Μετάφραση Αρ. Καμπάνης
10η Ενότητα, Ένας δύσκολος αντίπαλος
ΣΩΣ. Ὁπόσα ἔπραττον ἐν τῷ βίῳ, | ΣΩΣ: Πόσα από αυτά που έκανα στη ζωή μου |
πότερα ἑκών ἔπραττον | τι από τα δύο: τα έκανα με τη θέλησή μου |
ἢ ἐπεκέκλωστό μοι ὑπὸ τῆς Μοίρας; | ή μου είχαν καθοριστεί από τη Μοίρα; |
ΜΙΝ: Ὑπὸ τῆς Μοίρας δηλαδή. | ΜΙΝ: Είναι φανερό από τη Μοίρα. |
ΣΩΣ: Οὐκοῦν καὶ οἱ χρηστοὶ ἅπαντες καὶ οἱ πονηροὶ δοκοῦντες | ΣΩΣ: Λοιπόν, και όλοι οι ενάρετοι και όσοι φαίνονται κακοί |
ἐκείνῃ ὑπηρετοῦντες ταῦτα ἐδρῶμεν; | κάναμε αυτά υπηρετώντας εκείνη; |
ΜΙΝ: Ναί, τῇ Κλωθοῖ, ἥ ἑκάστῳ ἐπέταξε γεννηθέντι τὰ πρακτέα. | ΜΙΝ: Ναι, (κάνουμε το θέλημα) της Κλωθώς η οποία όρισε για τον καθένα τι έπρεπε να κάνει, όταν γεννήθηκε. |
ΣΩΣ: Εἰ τοίνυν ἀναγκασθεὶς τις ὑπ’ ἅλλου φονεύσαι τινὰ | ΣΩΣ¨ Εάν λοιπόν κάποιος, εξαναγκασμένος από κάποιον άλλον, σκοτώσει κάποιον |
οὐ δυνάμενος ἀντιλέγειν, | χωρίς να μπορεί να προβάλει αντίρρηση |
οἷον δήμιος ἢ δορυφόρος, | όπως για παράδειγμα ένας δήμιος ή ένας δορυφόρος |
ὁ μὲν δικαστῇ πεισθείς, ὁ δὲ τυράννῳ, | ο ένας υπακούοντας σε δικαστή, κι άλλος σε τύραννο, |
τίνα αἰτιάσῃ τοῦ φόνου; | ποιον θα κατηγορήσεις για το φόνο; |
ΜΙΝ: Δῆλον ὡς τὸν δικαστὴν ἢ τὸν τύραννον, | ΜΙΝ: Είναι φανερό το δικαστή ή τον τύραννο, |
ἐπεὶ οὐδὲ τὸ ξίφος αὐτό· | κι όχι το ίδιο το ξίφος· |
ὑπηρετεῖ γὰρ ὄργανον ὂν τοῦτο πρὸς τὸν θυμὸν τῷ πρώτῳ παρασχόντι τὴν αἰτίαν. | γιατί ως όργανο εκτελεί τη θέληση του πρωταιτίου. |
ΣΩΣ: Οὐκοῦν ὁρᾷς πῶς ἄδικα ποιεῖς | ΣΩΣ: Βλέπεις, λοιπόν, πόσο άδικα κάνεις |
κολάζων ἡμὰς ὑπηρέτας γενομένους ὧν ἡ Κλωθὼ προσέταττεν; | να μας τιμωρείς επειδή γίναμε υπηρέτες αυτών που η Κλωθώ διατάζει; |
Οὐ γὰρ δὴ ἐκεῖνό γε εἰπεῖν ἔχοι τὶς ὡς ἀντιλέγειν δυνατὸν ἦν | Γιατί βέβαια δεν μπορεί κανεί να υποστηρίζει εκείνο, ότι δηλαδή ήταν δυνατό να προβάλλει αντίρρηση |
τοῖς μετὰ πάσης ἀνάγκης προστεταγμένοις. | σε εντολές που έπρεπε κατ’ ανάγκη να εκτελεστούν |
ΜΙΝ: Ὧ Σώστρατε, πολλὰ ἴδοις ἂν καὶ ἄλλα οὐ κατὰ λόγον γιγνόμενα, | ΜΙΝ: Σώστρατε, θα δεις κι άλλα πολλά παράλογα |
εἰ ἀκριβῶς ἐξετάζοις. | αν τα εξετάζεις με ακρίβεια. |
Ἀπόλυσον αὐτόν, ὦ Ἑρμῆ, καὶ μηκέτι κολαζέσθω. | Ερμή, ελευθέρωσέ τον κι ας μην τιμωρείται άλλο πια. |
Ὅρα δὲ μὴ καὶ τοὺς ἄλλους νεκροὺς τὰ ὅμοια ἐρωτᾶν διδάξῃς. | Πρόσεξε όμως να μη διδάξεις και στους άλλους νεκρούς να ρωτούν παρόμοια. |
Λουκιανός, Νεκρικοὶ διάλογοι 24.2-3 (διασκευὴ) |
© Γιάννης Παπαθανασίου
Παράλληλο κείμενο
Στο παρακάτω απόσπασμα από τον ομώνυμο Νεκρικό Διάλογο ο Τερψίων παραπονιέται στον Πλούτωνα ότι πέθανε πολύ νέος, ενώ άλλοι, πολύ γεροντότεροι, ζουν ακόμη. Ο Πλούτων του απαντά ότι το τέλος της ζωής κάθε ανθρώπου είναι καθορισμένο από τη Μοίρα και τη Φύση.
ΤΕΡ.: Τοῦτο, ὦ Πλούτων, δίκαιον, ἐμὲ μὲν τεθνάναι τριάκοντα ἔτη γεγονότα, τὸν δὲ ὑπὲρ τὰ ἐνενήκοντα γέροντα Θούκριτον ζῆν ἔτι;
ΠΛ.: Δικαιότατον μὲν οὖν, ὦ Τερψίων, εἴ γε ὁ μὲν ζῇ μηδένα εὐχόμενος ἀποθανεῖν τῶν φίλων, σὺ δὲ παρὰ πάντα τὸν χρόνον ἐπεβούλευες αὐτῷ περιμένων τὸν κλῆρον.
ΤΕΡ.: Οὐ γὰρ ἐχρῆν γέροντα ὄντα καὶ μηκέτι χρήσασθαι τῷ πλούτῳ αὐτὸν δυνάμενον ἀπελθεῖν τοῦ βίου παραχωρήσαντα τοῖς νέοις;
ΠΛ.: Καινά, ὦ Τερψίων, νομοθετεῖς, τὸν μηκέτι τῷ πλούτῳ χρήσασθαι δυνάμενον πρὸς ἡδονὴν ἀποθνήσκειν· τὸ δὲ ἄλλως ἡ Μοῖρα καὶ ἡ φύσις διέταξεν.
Λουκιανός, Νεκρικοὶ Διάλογοι 16.1
Μετάφραση
ΤΕΡ.: Αυτό, Πλούτωνα, είναι δίκιο, εγώ να έχω πεθάνει σε ηλικία τριάντα ετών, ενώ ο γέροντας Θούκριτος πάνω από τα ενενήντα να ζει ακόμη;
ΠΛ.: Είναι πάρα πολύ δίκαιο, Τερψίωνα, αφού βέβαια εκείνος έζησε ευχόμενος κανείς από τους φίλους του να μην πεθάνει, ενώ εσύ όλον τον καιρό σχεδίαζες το κακό γι' αυτόν περιμένοντας την κληρονομιά.
ΤΕΡ.: Γιατί, δεν έπρεπε, ενώ ήταν γέρος και δεν μπορούσε πια αυτός να χρησιμοποιήσει τον πλούτο, να φύγει από τη ζωή, αφού τον παραχωρήσει στους νέους;
ΠΛ.: Καινούργιους νόμους, Τερψίωνα, προτείνεις, εκείνος που δεν μπορεί πια να χρησιμοποιεί τον πλούτο για ευχαρίστηση να πεθαίνει· αυτό η Μοίρα και η Φύση καθόρισε διαφορετικά.
11η Ενότητα, Ο σεβασμός προς τους γονείς μέλημα του νόμου
Ὃς ἂν τολμήσῃ πατέρα ἢ μητέρα | Όποιος τυχόν τολμήσει τον πατέρα του ή τη μητέρα του |
ἢ τούτων πατέρας ἢ μητέρας τύπτειν, | ή τους πατέρες τους ή τις μητέρες τους να χτυπήσει |
πρῶτον μὲν ὁ προστυγχάνων βοηθείτω, | ο πρώτος άνθρωπος που τον συναντά ας βοηθήσει (το θύμα) |
καὶ ὁ μὲν μέτοικος ἢ ξένος εἰς προεδρίαν τῶν ἀγώνων καλείσθω βοηθῶν, | και ο μέτοικος ή ο ξένος, αν βοηθήσει, να καλείται σε τιμητική θέση στους αγώνες |
μὴ βοηθήσας δὲ ἀειφυγίαν ἐκ τῆς χώρας φευγέτω· | αν όμως δε βοηθήσει να απελαύνεται από τη χώρα για όλη του τη ζωή· |
ὁ δὲ μὴ μέτοικος βοηθῶν μὲν ἔπαινον ἐχέτω, | κι αυτός που δεν είναι μέτοικος, αν βοηθήσει, ας επαινείται, |
μὴ βοηθῶν δέ, ψόγον· | αν όμως δε βοηθήσει, να μέμφεται· |
δοῦλος δὲ βοηθήσας μὲν ἐλεύθερος γιγνέσθω, | και ο δούλος που θα βοηθήσει, ας κερδίζει την ελευθερία του, |
μὴ βοηθήσας δὲ πληγὰς ἑκατὸν τῇ μάστιγι τυπτέσθω. | αν όμως δε βοηθήσει, να κτυπηθεί με εκατό χτυπήματα με το μαστίγιο. |
Ἐὰν δὲ τις ὄφλῃ δίκην αἰκίας γονέων, | Αν κάποιος καταδικαστεί για βιαιοπραγία εναντίον των γονιών του, |
πρῶτον μὲν φευγέτω ἀειφυγίαν ἐξ ἄστεως | πρώτα απ’ όλα να απελαύνεται για πάντα από την πόλη |
εἰς τὴν ἄλλην χώραν καὶ πάντων ἱερῶν εἱργέσθω, | σε άλλη χώρα και να αποκλείεται από κάθε ιερή τελετή, |
κατελθὼν δὲ θανάτῳ ζημιούσθω. | κι αν γυρίσει από την εξορία, να τιμωρείται με την ποινή του θανάτου. |
Ἐὰν δὲ τις ἐλεύθερος τῷ τοιούτῳ συφμάγῃ | Κι αν κάποιος ελεύθερος φάει μαζί μ’ αυτόν |
ἢ συμπίῃ ἢ τίνα τοιαύτην ἄλλην κοινωνίαν κοινωνήσῃ | ή πιει μαζί του ή έχει κάποια άλλη σχέση |
ἢ καὶ μόνον ἐντυγχάνων που προσάπτηται ἑκών, | ή συναντώντας τον κάπου έρθει σε επαφή μαζί του με τη θέλησή του, |
μήτε εἰς ἱερὸν ἔλθῃ μηδὲν μήτ’ εἰς ἀγορὰν | ούτε στο ιερό να έρθει ούτε στην αγορά |
μήτ’ εἰς πόλιν ὅλως πρότερον ἢ καθήρηται. | ούτε γενικά στην πόλη παρά μόνο αφού εξαγνιστεί. |
Πλάτων, Νόμοι 88 1b-e (διασκευὴ) |
© Γιάννης Παπαθανασίου
Παράλληλο κείμενο
Στο παρακάτω απόσπασμα ο απόστολος Παύλος συμβουλεύει τα παιδιά να υπακούουν στους γονείς τους και να τους τιμούν, αλλά και τους γονείς να ανατρέφουν σωστά τα τέκνα τους.
Τὰ τέκνα ὑπακούετε τοῖς γονεῦσιν ὑμῶν ἐν Κυρίῳ· τοῦτο γάρ ἐστι δίκαιον. Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα, ἥτις ἐστὶν ἐντολὴ πρώτη ἐν ἐπαγγελίᾳ, ἵνα εὖ σοι γένηται καὶ ἔσῃ μακροχρόνιος ἐπὶ τῆς γῆς. Καὶ οἱ πατέρες μὴ παροργίζετε τὰ τέκνα ὑμῶν, ἀλλ' ἐκτρέφετε αὐτὰ ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου.
Ἀπόστολος Παῦλος, Ἐπιστολή πρὸς Ἐφεσίους 6.1-4
Μετάφραση
Τα παιδιά να υπακούτε στους γονείς σας σύμφωνα με το θέλημα του Κυρίου· γιατί αυτό είναι δίκαιο. Να τιμάς τον πατέρα σου κα τη μητέρα σου που είναι η πρώτη εντολή η οποία περιέχει υπόσχεση, για να ευτυχήσεις και να ζήσεις πολλά χρόνια στη γη. Και σεις, οι γονείς, μην εξοργίζετε τα παιδιά σας, αλλά να τα ανατρέφετε σύμφωνα με τη διδασκαλία και συμβουλή του Κυρίου.
12η Ενότητα, Τα φαινόμενα απατούν
Ἔστωσαν δύο ἁμαρτωλοί, ὁ μὲν κολαζόμενος, ὁ δὲ μὴ κολαζόμενος. | Ας υποθέσουμε ότι υπάρχουν δύο αμαρτωλοί, ο ένας τιμωρείται, ενώ ο άλλος όχι. |
Μὴ λέγε, μακάριος οὗτος, ὅτι πλουτεῖ, | Να μη λες ότι αυτός είναι ευτυχισμένος, επειδή πλουτίζει, |
ὀρφανοὺς ἀποδύει, χήρας βιάζεται. | γδύνει τους ορφανούς και επιτίθεται στις χήρες. |
Καίτοι οὐ νοσεῖ, ἀλλ’ ἁρπάζων εὐδοκιμεῖ, | Αν και δεν αρρωσταίνει, αλλά προοδεύει αρπάζοντας, |
τιμῆς μεγάλης ἀπολαύει καὶ δυναστείας, | απολαμβάνει μεγάλης τιμής και εξουσίας |
οὐδὲν τῶν ἀνθρωπίνων κακῶν ὑπομένει· | και δεν υποφέρει από καμιά ανθρώπινη δυστυχία· |
ἀλλὰ τοῦτον μάλιστα θρήνει, | αυτόν αντίθετα να τον θρηνείς παρά πολύ, |
ὅτι καὶ νοσεῖ καὶ οὐ θεραπεύεται. | διότι και νοσεί και δε θεραπεύεται. |
Ἐὰν ἴδῃς τινὰ ὑδέρω κατεχόμενον, | Αν δεις κάποιος να υποφέρει από υδρωπικία, |
καὶ μὴ τρέχοντα πρὸς τὸν ἰατρόν, | και να μην πηγαίνει στο γιατρό, |
ἀλλὰ τράπεζαν ἔχοντα Συβαριτικήν, | αλλά να έχει τραπέζι βαρυφορτωμένο με εδέσματα, |
μεθύοντα καὶ ἐπιτείνοντα τὴν νόσον, | να μεθάει και να χειροτερεύει την ασθένεια, |
μακαρίζεις τοῦτον, ἢ ταλανίζεις; | αυτόν τον θεωρείς ευτυχισμένο ή δυστυχισμένο; |
Ἐὰν δὲ ἕτερον ἴδῃς ὑδέρω κατεχόμενον, | Κι αν δεις κάποιον άλλον που να υποφέρει από υδρωπικία, |
ἰατρικῶν ἀπολαύοντα χειρῶν, λιμῷ ἑαυτὸν ἐκδιδόντα, | να απολαμβάνει ιατρικής φροντίδας, να αποφεύγει το φαγητό, |
φαρμάκοις προσκαρτεροῦντα πικροῖς, | να παίρνει με υπομονή πικρά φάρμακα, |
οὐχὶ τοῦτον πολὺ μᾶλλον ἐκείνου μακαρίζεις; | αυτόν δεν τον θεωρείς πολύ περισσότερο ευτυχισμένο από εκείνον; |
Ὡμολόγηται· ὁ μὲν γὰρ νοσεῖ, καὶ οὐ θεραπεύεται· | Είναι κοινά παραδεκτό· ο ένας νοσεί και δε θεραπεύεται· |
ὁ δὲ νοσεῖ, καὶ ἀπολαύει ἰατρείας. | ο άλλος νοσεί και απολαμβάνει θεραπείας. |
Ἐπίπονος μὲν ἡ ἰατρεία, ἀλλ’ ὠφέλιμον αὐτῆς τὸ τέλος. | Επίπονη βέβαια η θεραπεία, αλλά είναι ωφέλιμος ο σκοπός της. |
Οὕτως ἐστὶ καὶ ἐν τῷ παρόντι βίῳ. | Το ίδιο συμβαίνει και με την παρούσα ζωή. |
Ἰωάννης Χρυσόστομος, Περὶ Λαζάρου, PG 48.1030-1031 (διασκευὴ) |
© Γιάννης Παπαθανασίου
Παράλληλο κείμενο
Στο παρακάτω απόσπασμα ο Ξενοφών εξηγεί στους στρατιώτες του γιατί μερικές φορές τους συμπεριφέρεται βίαια. Δικαιολογείται λέγοντας ότι τους ασκεί βία, για να τους προφυλάξει στο μέλλον από τη λόγχη του εχθρού, και ότι τους τιμωρεί γα το καλό τους, όπως τιμωρούν οι γονείς και οι δάσκαλοι τα παιδιά.
Ἄλλον δέ γε ἴσως ἀπολειπόμενόν που διὰ ῥᾳστώνην καὶ κωλύοντα καὶ ὑμᾶς τοὺς πρόσθεν καὶ ἡμᾶς τοὺς ὄπισθεν πορεύεσθαι ἔπαισα πύξ, ὅπως μὴ λόγχῃ ὑπὸ τῶν πολεμίων παίοιτο. Καὶ γὰρ οὖν νῦν ἔξεστιν αὐτοῖς σωθεῖσιν, εἴ τι ὑπ᾽ ἐμοῦ ἔπαθον παρὰ τὸ δίκαιον, δίκην λαβεῖν. Εἰ δ᾽ ἐπὶ τοῖς πολεμίοις ἐγένοντο, τί μέγα ἂν οὕτως ἔπαθον ὅτου δίκην ἂν ἠξίουν λαμβάνειν; Ἀπλοῦς μοι, ἔφη, ὁ λόγος· εἰ μὲν ἐπ᾽ ἀγαθῷ ἐκόλασά τινα, ἀξιῶ ὑπέχειν δίκην οἵαν καὶ γονεῖς υἱοῖς καὶ διδάσκαλοι παισί· καὶ γὰρ οἱ ἰατροὶ καίουσι καὶ τέμνουσιν ἐπ᾽ ἀγαθῷ.
Κύρου Ἀνάβασις 5.8.16-19
Μετάφραση
Κι άλλον βέβαια πιθανόν που είχε καθυστερήσει σε κάποιο μέρος εξαιτίας της νωθρότητάς του και που εμπόδιζε κι εσάς τους μπροστινούς να προχωρείτε κι εμάς που βρισκόμασταν πίσω (να προχωρούμε) χτύπησα με γροθιές, για να μη χτυπιέται από τους εχθρούς με λόγχη. Και μάλιστα βέβαια τώρα είναι δυνατό σ' αυτούς, αφού σώθηκαν, να με τιμωρήσουν, αν έπαθαν κάτι από εμένα αντίθετα προς το δίκαιο. Κι αν είχαν αιχμαλωτιστεί από τους εχθρούς τι μεγάλο θα πάθαιναν κατά τέτοιο τρόπο, για το οποίο θα αξίωναν να τους τιμωρήσουν; Απλός για μένα, είπε, είναι ο λόγος· αν τιμώρησα κάποιον για το καλό του, αξιώνω να με τιμωρήσετε με την ίδια τιμωρία που και οι γονείς τιμωρούν τα παιδιά τους και οι δάσκαλοι τους μαθητές τους· γιατί και οι γιατροί καίνε και προκαλούν τομές για το καλό.
13η Ενότητα, Η σωστή στάση στο θέμα της τροφής
Πολλῶν ἡδονῶν οὐσῶν, | Ενώ είναι πολλές οι ευχαριστήσεις, |
αἵ τὸν ἄνθρωπον ἐνδιδόναι αὐταῖς βιάζονται παρὰ τὸ συμφέρον, | οι οποίες εξαναγκάζουν τον άνθρωπο να υποκύψει σ’ αυτές παρά το συμφέρον του, |
δυσμαχωτάτη εἶναι δοκεῖ ἡ περὶ τροφὴν ἡδονή. | νομίζω ότι η ευχαρίστηση της τροφής είναι η πιο ακατανίκητη. |
Ταῖς μὲν γὰρ ἄλλαις ἡδοναῖς σπανιώτερον ὁμιλοῦμεν, | Για τις άλλες ηδονές ερχόμαστε πιο σπάνια σε επαφή, |
ταύτης δὲ ἀνὰ πᾶσαν ἡμέραν πάντως πειρᾶσθαι ἀνάγκη, | ενώ αυτήν είναι ανάγκη να τη γευόμαστε οπωσδήποτε κάθε μέρα, |
ὥστε πλείους οἱ ἐνταῦθα κίνδυνοι. | ώστε να είναι σ’ αυτήν την περίπτωση περισσότεροι οι κίνδυνοι. |
Καὶ γὰρ ὁ πλέον ἢ δεῖ ἐσθίων ἁμαρτάνει, | Γιατί, και αυτός που τρώει περισσότερο απ’ όσο πρέπει αμαρτάνει, |
καὶ ὁ κατασπεύδων ἐν τῷ ἐσθίειν, | και αυτός που τρώει λαίμαργα, |
καὶ ὁ τὰ ἡδίω τῶν ὑγιεινοτέρων βρώματα προτιμῶν. | και αυτός που προτιμάει τις πιο ευχάριστες παρά τις υγιεινές τροφές. |
Ἔστι δὲ ἁμαρτία περὶ τροφὴν | Είναι σφάλμα για την τροφή |
καὶ ὅταν παρὰ κοινὸν προσφερώμεθα αὐτήν. | όταν την τρώμε σε λάθος ώρα. |
Ἔτι δὴ καὶ ἄλλων ἁμαρτιῶν οὐσῶν περὶ τροφήν, | Υπάρχουν ακόμη κι άλλα σφάλματα με την τροφή, |
δεῖ ἁπασῶν καθαρεύειν. | και πρέπει απ’ όλα να απέχουμε. |
Καθαρεύοι δ’ ἂν τις ἐθίζων αὐτὸν αἱρεῖσθαι σῖτον | Και θα μπορούσε κάποιος να τα αποφύγει, αν συνήθιζε τον εαυτό του να επιλέγει τροφή |
οὐχ ἵνα ἥδηται ἀλλ’ ἵνα τρέφηται, | όχι για να ευχαριστιέται αλλά για να τρέφεται, |
οὒδ’ ἵνα λεαίνηται τὴν κατάποσιν | όχι για ευχαριστεί τον οισοφάγο του |
ἀλλ’ ἵνα ῥωννύηται τὸ σῶμα. | αλλά για να δυναμώνει το σώμα του. |
Καὶ γὰρ γέγονεν ἡ μὲν κατάποσις δίοδος εἶναι τροφῆς, | Γιατί ο οισοφάγος έχει δημιουργηθεί για να είναι δίοδος της τροφής, |
οὐχ ἡδονῆς ὄργανον, | και όχι όργανο ευχαρίστησης |
ἡ δὲ γαστὴρ τοῦ αὐτοῦ χάριν | ενώ η κοιλιά (έχει δημιουργηθεί) |
οὗπερ ἕνεκα καὶ φυτῷ ῥίζα γέγονεν. | για τον ίδιο λόγο για τον οποίο έχει δοθεί στο φυτό η ρίζα. |
Διὸ καὶ προσήκει ἐσθίειν ἡμῖν ἵνα ζῶμεν, | Γι’ αυτό και ταιριάζει σε μας να τρώμε για να ζούμε, |
οὐχ ἵνα ἡδώμεθα. | και όχι για να ευχαριστιόμαστε. |
Γάιος Μουσώνιος Ροῦφος (Στοβαῖος, Ἀνθολόγιον, 3.28.37), διασκευὴ |
© Γιάννης Παπαθανασίου
Παράλληλα κείμενα
Στο παρακάτω απόσπασμα ο Δημόκριτος εκθέτει τις απόψεις του περί σωστού και ισορροπημένου τρόπου ζωής.
Ὅσοι ἀπὸ γαστρὸς τὰς ἡδονὰς ποιέονται ὑπερβεβληκότες τὸν καιρὸν ἐπὶ βρώσεσιν ἢ πόσεσιν ἢ ἀφροδισίοισιν, τοῖσι πᾶσιν αἱ μὲν ἡδοναὶ βραχεῖαί τε καὶ δι' ὀλίγου γίνονται, ὁκόσον ἂν χρόνον ἐσθίωσιν ἢ πίνωσιν, αἱ δὲ λῦπαι πολλαί. τοῦτο μὲν γὰρ τὸ ἐπιθυμεῖν ἀεὶ τῶν αὐτῶν πάρεστι καὶ ὁκόταν γένηται ὁκοίων ἐπιθυμέουσι, διὰ ταχέος τε ἡ ἡδονὴ παροίχεται, καὶ οὐδὲν ἐν αὐτοῖσι χρηστόν ἐστιν ἄλλ' ἢ τέρψις βραχεῖα, καὶ αὖθις τῶν αὐτῶν δεῖ.
Δημόκριτος, απ. 235 (Στοβαῖος, Ἀνθολόγιον, 3.18.35)
Μετάφραση
Όσοι από την κοιλιά βρίσκουν ευχαρίστηση, έχοντας ξεπεράσει κάθε όριο στα φαγητά ή στα ποτά ή στις σαρκικές ηδονές, σ' αυτούς όλους η ευχαρίστηση είναι και σύντομη και διαρκεί λίγο, όσο τυχόν χρόνο τρώνε ή πίνουν, ενώ οι λύπες είναι πολλές. Γιατί αυτό εμφανίζεται, η επιθυμία δηλαδή πάντοτε για τα ίδια και όποτε παρουσιάζεται για όποια επιθυμούν, και γρήγορα η ευχαρίστηση παρέρχεται και τίποτα δεν είναι ωφέλιμο σ' αυτούς παρά ευχαρίστηση σύντομη, και πάλι υπάρχει η ίδια ανάγκη.
Περισσότερα κείμενα από το Ανθολόγιο του Στοβαίου
Πυθαγόρας ἐρωτηθεὶς πῶς ἄν οἰνόφλυξ τοῦ μεθύειν παύσαιτο, "εἰ συνεχῶς" ἔφη "θεωροίη τὰ ὑπ' αὐτοῦπρασσόμενα".
Πυθαγόρας, (Στοβαῖος, Ἀνθολόγιον, 3.18.33)
Μεθύων κυβερνήτης καὶ πᾶς παντὸς ἄρχων ἀνατρέπει πάντα, εἴτε πλοῖον εἴτε ἅρμα εἴτε στρατόπεδον εἴτε ὅ τί ποτε εἴη τὸ κυβερνώμενον ὑπ' αὐτοῦ.
Πλάτωνας, (Στοβαῖος, Ἀνθολόγιον, 3.18.28)
14η Ενότητα, Απρόσκλητοι βοηθοί
Οἱ Εὐβοεῖς ἁλιεῖς τοῖς δελφῖσι ἰσομοιρίαν τῆς θήρας ἀπονέμουσι. | Οι αλιείς της Εύβοιας δίνουν στα δελφίνια ίσο μερίδιο από την ψαριά. |
Καὶ ἡ ἄγρα τοιαύτη ἐστί | Κι ο τρόπος του ψαρέματος είναι τέτοιος. |
Τῆς πρῴρας τῶν ἀκατίων κοίλας τινὰς ἑξαρτῶσιν ἐσχαρίδας | Κρεμούν από την πλώρη των πλοιαρίων μικρές κοίλες σχάρες |
πυρὸς ἐνακμάζοντος· | που πάνω τους καίει φωτιά· |
καὶ εἰσί διαφανεῖς, ὡς καὶ στέγειν τὸ πῦρ καὶ μὴ κρύπτειν τὸ φῶς. | και είναι διαφανείς, ώστε να προστατεύουν τη φωτιά και να μη κρύβουν το φως. |
Οἱ τοίνυν ἰχθύες δεδιότες τὴν αὐγὴν πλησιάζουσι | Τα ψάρια, λοιπόν, επειδή φοβούνται τη λάμψη, πλησιάζουν |
μαθεῖν βουλόμενοι τοῦ φοβοῦντος σφᾶς τὴν αἰτίαν· | γιατί θέλουν να μάθουν την αιτία αυτού που τα φοβίζει· |
εἶτα ἐπλαγέντες πρὸς τινι πέτρα ἠσυχάζουσιν | έπειτα, σαστισμένα κουρνιάζουν κοντά σε κάποιο βράχο |
ἀθρόοι παλλόμενοι τῷ δέει. | τρέμοντας όλα μαζί από το φόβο τους. |
Οἱ δὲ παρανηχόμενοι δελφῖνες | Και τα δελφίνια που κολυμπούν εκεί κοντά |
τοὺς ἐξωτέρω τῶν ἰχθύων φοβοῦντες ὠθοῦσι | σπρώχνουν τα ψάρια που είναι απ’ έξω φοβίζοντάς τα |
καὶ τοῦ διαδιδράσκειν ἀναστέλλουσιν . | και τα εμποδίζουν να ξεφύγουν. |
Οὐκοῦν ἐκεῖνοι πιεζόμενοι πανταχόθεν | Εκείνα λοιπόν επειδή πιέζονται από παντού |
καὶ τρόπον τινὰ κεκυκλωμένοι ἁλίσκονται. | και έχουν κατά κάποιο τρόπο περικυκλωθεί, συλλαμβάνονται. |
Καὶ οἱ δελφῖνες προσίασιν ὡς ἀπαιτοῦντες | Και τα δελφίνια πλησιάζουν σαν να απαιτούν |
τοῦ κοινοῦ πόνου τὴν ἐπικαρπίαν | το μερίδιο από τον κοινό μόχθο |
τὴν ὀφειλομένην σφίσιν ἐκ τῆς νομῆς, | που τους οφείλεται για τα ψάρια που πιάστηκαν, |
καὶ οἵ γε ἁλιεῖς πιστῶς καὶ εὐγνωμόνως | και οι ψαράδες βέβαια με πίστη και ευγνωμοσύνη |
ἀφίστανται τοῖς συνθήροις τοῦ δικαίου μέρους, | αποχωρίζονται για χάρη των συντρόφων τους στο ψάρεμα το μερίδιο που αναλογεί σ’ αυτούς |
εἰ βούλονται καὶ πάλιν σφίσι συμμάχους ἀκλήτους παρεῖναι. | αν θέλουν και πάλι να παρευρίσκονται σ’ αυτούς ως απρόσκλητοι σύμμαχοι. |
Αἰλιανός, Περὶ ζῴων ἰδιότητος 2.8 (διασκευὴ) |
© Γιάννης Παπαθανασίου
Παράλληλα κείμενα
Στο παρακάτω απόσπασμα περιγράφεται πώς ένας κυβερνήτης πλοίου έσωσε το καράβι του παρατηρώντας προσεκτικά τη συμπεριφορά ενός κοπαδιού γερανών.
Κυβερνήτης ἰδών ἐν πελάγει μέσῳ γεράνους ὑποστρεφούσας καὶ τὴν ἔμπαλιν πετομένας, συνεῖδεν ἐναντίου προσβολῇ πνεύματος ἐκείνας ἀποστῆναι τοῦ πρόσω καὶ τῶν ὀρνέων ὡς ἄν εἴποις μαθητὴς γενόμενος παλίμπλους ἦλθε, καὶ τὴν ναῦν περιέσωσε. Καὶ τοῦτο πρῶτον γενόμενον μάθημά τε ὁμοῦ καὶ παίδευμα ὑπὸ τῶνδε τῶν ὀρνίθων τοῖς ἀνθρώποις παρεδόθη.
Αἰλιανός, Περὶ ζώων ἰδιότητος 3.14
Μετάφραση
Ένας κυβερνήτης πλοίου, όταν είδε μεσοπέλαγα γερανούς να στρέφονται και να πετούν προς τα πίσω, είδε συγχρόνως ότι εκείνοι απομακρύνθηκαν εξαιτίας της ριπής αντίθετου άνεμου· και αφού έγινε μαθητής των πουλιών, όπως θα μπορούσες να πεις, άλλαξε πορεία στρεφόμενος προς τα πίσω κι έτσι έσωσε το πλοίο. Και αυτό παραδόθηκε στους ανθρώπους ως πρώτο μάθημα που έγινε και συγχρόνως ως διδασκαλία από τα πουλιά σ' αυτούς.
Περισσότερα κείμενα για δελφίνια
Ο Αρίων και το δελφίνι
Τοῦτον τὸν Ἀρίονα λέγουσι, τὸν πολλὸν τοῦ χρόνου διατρίβοντα παρὰ Περιάνδρῳ, ἐπιθυμῆσαι πλῶσαι ἐς Ἰταλίην τε καὶ Σικελίην, ἐργασάμενον δὲ χρήματα μεγάλα θελῆσαι ὀπίσω ἐς Κόρινθον ἀπικέσθαι. Ὁρμᾶσθαι μέν νυν ἐκ Τάραντος, πιστεύοντα δὲ οὐδαμοῖσι μᾶλλον ἢ Κορινθίοισι μισθώσασθαι πλοῖον ἀνδρῶν Κορινθίων· τοὺς δὲ ἐν τῷ πελάγει ἐπιβουλεύειν τὸν Ἀρίονα ἐκβαλόντας ἔχειν τὰ χρήματα· τὸν δὲ συνέντα τοῦτο λίσσεσθαι, χρήματα μέν σφι προιέντα, ψυχὴν δὲ παραιτεόμενον. Οὐκ ὦν δὴ πείθειν αὐτὸν τούτοισι, ἀλλὰ κελεύειν τοὺς πορθμέας ἢ αὐτὸν διαχρᾶσθαί μιν, ὡς ἂν ταφῆς ἐν γῇ τύχῃ, ἢ ἐκπηδᾶν ἐς τὴν θάλασσαν τὴν ταχίστην. Ἀπειληθέντα δὲ τὸν Ἀρίονα ἐς ἀπορίην παραιτήσασθαι, ἐπειδή σφι οὕτω δοκέοι, περιιδεῖν αὐτὸν ἐν τῇ σκευῇ πάσῃ στάντα ἐν τοῖσι ἑδωλίοισι ἀεῖσαι· ἀείσας δὲ ὑπεδέκετο ἑωυτὸν κατεργάσεσθαι. Καὶ τοῖσι ἐσελθεῖν γὰρ ἡδονὴν εἰ μέλλοιεν ἀκούσεσθαι τοῦ ἀρίστου ἀνθρώπων ἀοιδοῦ, ἀναχωρῆσαι ἐκ τῆς πρύμνης ἐς μέσην νέα. Τὸν δὲ ἐνδύντα τε πᾶσαν τὴν σκευὴν καὶ λαβόντα τὴν κιθάρην, στάντα ἐν τοῖσι ἑδωλίοισι διεξελθεῖν νόμον τὸν ὄρθιον, τελευτῶντα δὲ τοῦ νόμου ῥῖψαί μιν ἐς τὴν θάλασσαν ἑωυτὸν ὡς εἶχε σὺν τῇ σκευῇ πάσῃ. Καὶ τοὺς μὲν ἀποπλέειν ἐς Κόρινθον, τὸν δὲ δελφῖνα λέγουσι ὑπολαβόντα ἐξενεῖκαι ἐπὶ Ταίναρον. Ἀποβάντα δὲ αὐτὸν χωρέειν ἐς Κόρινθον σὺν τῇ σκευῇ καὶ ἀπικόμενον ἀπηγέεσθαι πᾶν τὸ γεγονός. Περίανδρον δὲ ὑπὸ ἀπιστίης Ἀρίονα μὲν ἐν φυλακῇ ἔχειν οὐδαμῇ μετιέντα, ἀνακῶς δὲ ἔχειν τῶν πορθμέων· ὡς δὲ ἄρα παρεῖναι αὐτούς, κληθέντας ἱστορέεσθαι εἴ τι λέγοιεν περὶ Ἀρίονος. Φαμένων δὲ ἐκείνων ὡς εἴη τε σόος περὶ Ἰταλίην καί μιν εὖ πρήσσοντα λίποιεν ἐν Τάραντι, ἐπιφανῆναί σφι τὸν Ἀρίονα ὥσπερ ἔχων ἐξεπήδησε· καὶ τοὺς ἐκπλαγέντας οὐκ ἔχειν ἔτι ἐλεγχομένους ἀρνέεσθαι. Ταῦτα μέν νυν Κορίνθιοί τε καὶ Λέσβιοι λέγουσι, καὶ Ἀρίονος ἔστι ἀνάθημα χάλκεον οὐ μέγα ἐπὶ Ταινάρῳ, ἐπὶ δελφῖνος ἐπεὼν ἄνθρωπος.
Ηροδότου Ιστορίαι 1, 24
15η Ενότητα, Η Αθήνα προπύργιο της Ευρώπης
Φύντες καλῶς καὶ φρονοῦντες ὅμοια, | Επειδή ήταν καλοί (ευγενείς) εκ φύσεως και είχαν κοινές αντιλήψεις |
πολλὰ μὲν καλὰ καὶ θαυμαστὰ | πολλά καλά και αξιοθαύμαστα |
οἱ πρόγονοι τῶν ἐνθάδε κειμένων ἠργάσαντο, | έκαναν οι πρόγονοι των νεκρών που κείτονται εδώ |
ἀείμνηστα δὲ καὶ μεγὰλα οἱ ἐξ ἐκείνων γεγονότες τρόπαια | και οι απόγονοι εκείνων αείμνηστα και μεγάλα τρόπαια νίκης |
διὰ τὴν αὐτῶν ἀρετὴν κατέλιπον. | άφησαν πίσω τους εξαιτίας της αρετής τους. |
Μόνοι γὰρ ὑπὲρ ἁπάσης τῆς Ἑλλάδος | Γιατί μόνοι για όλη την Ελλάδα |
πρὸς πολλὰς μυριάδας τῶν βαρβάρων διεκινδύνευσαν. | μπήκαν σε κινδύνους ενάντια σε πολλές δεκάδες χιλιάδες βαρβάρων. |
Ὁ γὰρ τῆς Ἀσίας βασιλεὺς ἐλπίζων καὶ τὴν Εὐρώπην δουλώσεσθαι | Γιατί ο βασιλιά της Ασίας, ελπίζοντας να υποδουλώσει και την Ευρώπη, |
ἔστειλε πεντήκοντα μυριάδας στρατιάν. | έστειλε στρατό πεντακοσίων χιλιάδων ανδρών. |
Ἡγησάμενοι δέ, εἰ τήνδε τὴν πόλιν | Κι επειδή πίστεψαν ότι αν αυτήν την πόλη |
ἢ ἑκοῦσαν φίλην ποιήσαιντο | ή την έκαναν φίλη με τη θέλησή της |
ἢ ἄκουσαν καταστρέψαιντο, | ή την υπέτασσαν χωρίς τη θέλησή της |
ῥᾳδίως τῶν πολλῶν Ἑλλήνων ἄρξειν, | εύκολα θα εξουσίαζαν και τους υπόλοιπους Έλληνες, |
ἀπέβησαν εἰς Μαραθῶνα, | αποβιβάστηκαν στο Μαραθώνα, |
νομίσαντες οὕτως ἂν ἐρημοτάτους εἶναι συμμάχων τοὺς Ἕλληνας, | επειδή πίστεψαν με τον τρόπο αυτό ότι οι Έλληνες θα ήταν εντελώς αβοήθητοι από συμμάχους, |
εἰ ἔτι στασιαζούσης τῆς Ἑλλάδος τὸν κίνδυνον ποιήσαιντο. | αν αποτολμούσαν την επίθεση, ενώ ακόμα οι Έλληνες θα διαφωνούσαν. |
Ἔτι δ’ αὐτοῖς ἐκ τῶν προτέρων ἔργων περὶ τῆς πόλεως | Ακόμα για την πόλη από τα προηγούμενα έργα της |
τοιαύτη δόξα παρειστήκει, | τέτοια εντύπωση είχαν σχηματίσει, |
ὡς εἰ μὲν πρότερον ἐπ’ ἄλλην πόλιν ἴασιν, | ότι, αν πρωτύτερα έκαναν επίθεση εναντίον άλλης πόλης, |
ἐκείνοις καὶ Ἀθηναίοις πολεμήσουσι· | θα πολεμούσαν εναντίον εκείνων και των Αθηναίων· |
προθύμως γὰρ τοῖς ἀδικουμένοις ἥξουσι βοηθήσοντες. | γιατί θα έρχονταν με προθυμία να βοηθήσουν αυτούς που αδικούνταν. |
Λυσίας, Ἐπιτάφιος τοῖς Κορινθίων βοηθοῖς 20-22 (διασκευή) |
© Γιάννης Παπαθανασίου
Παράλληλο κείμενο
Στο παρακάτω απόσπασμα επαινούνται όσοι πολέμησαν στον Μαραθώνα και στη Σαλαμίνα ως πρότυπα ανδρείας που δίδαξαν στους άλλους Έλληνες να μη φοβούνται την αριθμητική υπεροχή των βαρβάρων.
Τοῦτο δὴ ἄξιον ἐπαινεῖν τῶν ἀνδρῶν τῶν τότε ναυμαχησάντων, ὅτι τὸν ἐχόμενον φόβον διέλυσαν τῶν Ἑλλήνων καὶ ἔπαυσαν φοβουμένους πλῆθος νεῶν τε καὶ ἀνδρῶν. Ὑπ’ ἀμφοτέρων δὴ συμβαίνει, τῶν τε Μαραθῶνι μαχεσαμένων καὶ τῶν ἐν Σαλαμῖνι ναυμαχησάντων, παιδευθῆναι τοὺς ἄλλους Ἕλληνας, ὑπὸ μὲν τῶν κατὰ γῆν, ὑπὸ δὲ τῶν κατὰ θάλατταν μαθόντας καὶ ἐθισθέντας μὴ φοβεῖσθαι τοὺς βαρβάρους.
Πλάτων, Μενέξενος 241 b-e
Μετάφραση
Γι' αυτό λοιπόν αξίζει να επαινούμε τους άντρες που τότε πήραν μέρος στη ναυμαχία, επειδή δηλαδή διέλυσαν το φόβο που κατείχε τους Έλληνες και επειδή τους σταμάτησαν να φοβούνται το πλήθος των πλοίων και των ανθρώπων. Και από τους δύο λοιπόν αυτούς συμβαίνει, και από εκείνους δηλαδή που πήραν μέρος στη μάχη του Μαραθώνα και από εκείνους που πήραν μέρος στη ναυμαχία της Σαλαμίνας.
Βασιλεὺς Ἀλέξανδρος Στατείρᾳ καὶ Ῥοδῷ | Ο βασιλιάς Αλέξανδρος στη Στατείρα και στη Ροδώ |
καὶ Ῥωξάνῃ τῇ ἐμῇ γυναικί χαίρειν. | και στη Ρωξάνη τη γυναίκα του εύχεται να είναι καλά. |
Ἀντιταξάμενον ἡμῖν Δαρεῖον οὐκ ἠμυνάμεθα, | Αν και αντιτάχτηκε σε μας ο Δαρείος δεν τον εκδικήθηκα, |
εἰ μὴ τοὐναντίον, ηὐχόμην γὰρ | αλλά αντίθετα, γιατί ευχόμουν |
ἐγὼ ζῶντα ὑπὸ τὰ ἐμᾶ σκῆπτρα ἔχειν· | να είναι ζωντανός κάτω από την εξουσία μου· |
ἐλαχίστως δὲ ἔχοντος ἐπὶ τῷ πνεύματι αὐτοῦ | ενώ ίσα που ανέπνεε |
τοῦτον κατέλαβον ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἀναπνοῇ, | τον βρήκα στην τελευταία αναπνοή, |
ὅν ἐλεήσας τῇ ἐμαυτοῦ χλαμύδι περιέστειλα. | κι επειδή τον λυπήθηκα τον κάλυψα με τη χλαμύδα μου. |
Ἐπυθόμην δὲ παρ’ αὐτοῦ τι ἀκοῦσαι περὶ τῆς ἀπωλείας αὐτοῦ. | Ζήτησα να μάθω απ’ αυτόν κάτι για το θάνατό του. |
Ὁ δέ μοι εἶπεν· «παρακαταθήκην ἔχε τὴν ἐμὴν θυγατέρα Ῥωξάνην καὶ συμβιώσει σοί». [...] | Κι αυτός μου είπε· «Έχε ως παρακαταθήκη την κόρη μου Ρωξάνη και θα ζήσει μαζί σου» [...] |
Τοὺς μὲν αἰτίους τῆς ἀπωλείας αὐτοῦ ἠμυνάμην ἀξιοπρεπὼς [...] | Τιμώρησα όπως άξιζε τους αίτιους του θανάτου του [...] |
Προσέταξα δὲ ἡρῷον αὐτῷ γενέσθαι παρὰ τοὺς πατρῴους αὐτῷ ἥρωας· | Διέταξα να κτιστεί ηρώον αφιερωμένο σ’ αυτόν κοντά στους πατρικούς του ήρωες· |
καὶ ὑμεῖς δὲ τῆς λύπης αὐτοῦ παύσασθε· | και σεις σταματήστε το θρήνο γι’ αυτόν· |
ἐγὼ γὰρ ὑμᾶς ἀποκαταστήσω εἰς τὰ ἴδια βασίλεια [...] | γιατί εγώ θα σας αποκαταστήσω στα ανάκτορά σας [...] |
Κατὰ γοῦν τάς διατάξεις Δαρείου | Σύμφωνα λοιπόν με τις επιθυμίες του Δαρείου |
Ῥωξάνην τὴν ἐμὴν γυναῖκα σύνθρονόν μου εἶναι βούλομαι, | θέλω να είναι η Ρωξάνη γυναίκα μου και βασίλισσα, |
ἐὰν δὲ καὶ ὑμεῖς μοι συμπνεύσητε, | αν και σεις συμφωνείτε μαζί μου, |
προσκυνεῖσθαι αὐτὴν ὡς Ἀλεξάνδρου γυναῖκα βούλομαι καὶ κελεύω. | θέλω και διατάζω να προσκυνάτε αυτήν ως γυναίκα του Αλέξανδρου. |
Ἔρρωσθε. | Να είστε καλά στην υγεία σας. |
Ψευδο-Καλλισθένης, Μυθιστορία Ἀλεξάνδρου, Παραλλαγὴ γ, 22 |
© Γιάννης Παπαθανασίου
Παράλληλο κείμενο
Ο Ξενοφών στο έργο του Κύρου Παιδεία εκφράζει τον θαυμασμό του για την προσωπικότητα του Κύρου, ο οποίος κατάφερνε να εμπνέει τον σεβασμό ακόμα και στους εχθρούς του.
Ἐν δὲ τούτῳ προσάγουσι τῷ Κύρῳ τοὺς αἰχμαλώτους δεδεμένους, τοὺς δέ τινας καὶ τετρωμένους. Ὡς δὲ εἶδεν, εὐθὺς λύειν μὲν ἐκέλευσε τοὺς δεδεμένους, τοὺς δὲ τετρωμένους ἰατροὺς καλέσας θεραπεύειν ἐκέλευσεν· ἔπειτα δὲ ἔλεξε τοῖς Χαλδαίοις ὅτι ἥκοι οὔτε ἀπολέσαι ἐπιθυμῶν ἐκείνους οὔτε πολεμεῖν δεόμενος, ἀλλ’ εἰρήνην βουλόμενος ποιῆσαι Ἀρμενίοις καὶ Χαλδαίοις.
Ξενοφῶν, Κύρου Παιδεία 3.2.12
Μετάφραση
Στο μεταξύ φέρνουν μπροστά στον Κύρο τους αιχμαλώτους δεμένους και μερικούς πληγωμένους. Μόλις τους είδε, διέταξε αμέσως να ελευθερώσουν τους δεμένους, ενώ τους πληγωμένους διέταξε γιατρούς να τους περιποιηθούν, αφού τους κάλεσε· και έπειτα είπε στους Χαλδαίους ότι έχει έρθει όχι επειδή επιθυμεί να καταστρέψει εκείνους ούτε επιδή επιθυμεί πολύ να κάνει πόλεμο, αλλά επειδή θέλει να συνάψει ειρήνη με τους Αρμένιους και Χαλδαίους.
17η Ενότητα, Το πάθημα των ερωδιών
Φίλτατοι δ’ εἰσὶν οἱ ἐρῳδιοὶ τοῖς ἀνθρώποις | Οι ερωδιοί είναι πολύ αγαπητοί στους ανθρώπους |
καὶ προσημαίνουσιν εὐδίαν τε καὶ χειμῶνα, | και φανερώνουν από πριν και την καλοκαιρία και την κακοκαιρία, |
μάλιστα πρὸς ἐκεῖνο τὸ μέρος, | κυρίως προς εκείνο το μέρος |
ὅθεν ἂν μέλλῃ σφοδρότατος ἄνεμος πνεῖν, | από όπου ενδεχομένως πρόκειται να πνεύσει πάρα πολύ σφοδρός άνεμος |
ἐπὶ τοῖς στήθεσι τὰς κεφαλὰς κατακλίνοντες. | γέρνοντας προς τα κάτω τα κεφάλια τους. |
Ναύτης γοῦν οὐκ ἂν ποτε ἑκὼν ἐρῳδιὸν ἀποκτείνειεν, | Ο ναύτης βέβαια δε θα σκότωνε ποτέ με τη θέλησή του έναν ερωδιό, |
ἐπειδὴ πιστεύονται τοῖς ἁλιεῦσιν ἐν τῇ θαλάττῃ σημαίνειν | επειδή είναι κοινή πεποίθηση ότι προλέγουν στους ψαράδες |
ὁπόσα τοῖς θηραταῖς ἐπὶ τῆς γῆς οἱ ἱέρακες. | όσα προλέγουν στους κυνηγούς τα γεράκια στην ξηρά. |
Φασὶ δ’ αὐτούς, καὶ ἡνίκα μία τροφὴ πᾶσι ἦν τοῖς ὀρνέοις, | Λένε ακόμη γι’ αυτούς, κι όταν ήταν μία η τροφή για όλα τα πουλιά, |
πρώτους βορὰν ἐκ τῶν ὑδάτων εὑρεῖν, | πρώτοι αυτοί βρήκαν τροφή από τα νερά, |
καὶ παρ’ αὐτῶν τοὺς λοιποὺς πάντας ἐκδιδαχθῆναι· | και ότι απ’ αυτούς διδάχτηκαν όλα τα υπόλοιπα πουλιά· |
ἐπὶ δὲ τῇ τέχνῃ μεγαλαυχήσαντας | επειδή όμως περηφανεύτηκαν για το εύρημά τους |
καὶ οὐδ’ αὐτὸν εἰπόντας ὑπὲρ νήξεως ἐρίζειν δύνασθαί σφίσι τὸν Ποσειδῶνα | και επειδή ισχυρίστηκαν για το κολύμπι ότι ούτε ο ίδιος ο Ποσειδώνας δεν μπορούσε να συναγωνιστεί μαζί τους |
τὴν ἐπιστήμην ἀποβαλεῖν τοῦ θεοῦ μηνίσαντος. | λένε ότι έχασαν την ικανότητά τους αυτή, επειδή ο θεός οργίστηκε. |
Παράφρασις τῶν τοῦ Διονυσίου Ἰξευτικὼν 2.9 |
© Γιάννης Παπαθανασίου
Παράλληλο κείμενο
Ο Μαρσύας βρήκε φρικτό τέλος, αφού απέτυχε να ξεπεράσει στη μουσική τέχνη τον Απόλλωνα, τον προστάτη θεό των τεχνών.
Ἀπέκτεινε δὲ Ἀπόλλων καὶ τὸν Ὀλύμπου παῖδα Μαρσύαν. Οὗτος γὰρ εὑρὼν αὐλούς, οὓς ἔρριψεν Ἀθηνᾶ διὰ τὸ τὴν ὄψιν αὐτῆς ποιεῖν ἄμορφον, ἦλθεν εἰς ἔριν περὶ μουσικῆς Ἀπόλλωνι. Συνθεμένων δὲ αὐτῶν ἵνα ὁ νικήσας ὃ βούλεται διαθῇ τὸν ἡττημένον, τῆς κρίσεως γινομένης τὴν κιθάραν στρέψας ἠγωνίζετο ὁ Ἀπόλλων, καὶ ταὐτὸ ποιεῖν ἐκέλευε τὸν Μαρσύαν· τοῦ δὲ ἀδυνατοῦντος εὑρεθεὶς κρείσσων ὁ Ἀπόλλων, κρεμάσας τὸν Μαρσύαν ἔκ τινος ὑπερτενοῦς πίτυος, ἐκτεμὼν τὸ δέρμα οὕτως διέφθειρεν.
Ἀπολλόδωρος, Βιβλιοθήκη 1.24
Μετάφραση
Ο Απόλλωνας σκότωσε και το γιο του Όλυμπου, τον Μαρσύα. Γιατί αυτός, αφού βρήκε τους αυλούς, τους οποίους η Αθηνά πέταξε μακριά, επειδή ασχήμαιναν το πρόσωπό της, ήρθε σε αντιπαράθεση με τον Απόλλωνα για τη μουσική. Και αφού αυτοί συμφώνησαν να κάνει ο νικητής ό,τι ήθελε τον ηττημένο, ενώ γινόταν η δοκιμασία, ο Απόλλωνας αγωνιζόταν, αφού έστρεψε την κιθάρα προς το μέρος του, και παρότρυνε το Μαρσύα να κάνει το ίδιο· και επειδή εκείνος δεν μπορούσε, αφού κρίθηκε ο Απόλλωνας καλύτερος απ' αυτόν, αφού κρέμασε το Μαρσύα από μια πανύψηλη βελανιδιά και έγδαρε το δέρμα του, έτσι τον σκότωσε.
18η Ενότητα, Τα μειονεκτήματα του γραπτού λόγου σε σχέση με τον προφορικό
Ἡγοῦμαι δ’ οὐδὲ λόγους δίκαιον εἶναι καλεῖσθαι τοὺς γεγραμμένους | Νομίζω ότι δεν είναι δίκαιο οι γραφτοί λόγοι να ονομάζονται λόγοι, |
ἀλλ’ ὥσπερ εἴδωλα καὶ σχήματα καὶ μιμήματα λόγων, | αλλά όπως ακριβώς τα ομοιώματα και τις εικόνες και τα αντίγραφα των λόγων, |
τὴν αὐτὴν περὶ αὐτῶν εἰκότως ἂν δόξα ἔχοιμεν, | θα μπορούσαμε να έχουμε την ίδια αντίληψη, |
ἥνπερ καὶ περὶ τῶν χαλκῶν ἀνδριάντων | την οποία ακριβώς έχουμε και για τους χάλκινους ανδριάντες |
καὶ λιθίνων ἀγαλμάτων καὶ γεγραμμένων ζῴων. | και για τα λίθινα αγάλματα και τα ζωγραφισμένα πλάσματα. |
Ὥσπερ γὰρ ταῦτα μιμήματα τῶν ἀληθινῶν σωμάτων ἐστί, | Γιατί όπως ακριβώς αυτά είναι αντίγραφα των αληθινών σωμάτων, |
καὶ χρῆσιν οὐδεμίαν τῷ τῶν ἀνθρώπων βίῳ παραδίδωσι, | και καμία χρησιμότητα δεν έχουν στην ανθρώπινη ζωή, |
τὸν αὐτὸν τρόπον ὁ γεγραμμένος λόγος | κατά τον ίδιο τρόπο ο γραπτός λόγος |
ἐκ βιβλίου μὲν θεωρούμενος ἔχει τινὰς ἐκπλήξεις, | όταν τον διαβάζει κανείς δυνατά μέσα από ένα βιβλίο προσφέρει κάποια (επιφανειακή) ευχαρίστηση |
ἐπὶ δὲ τῶν καιρῶν ἀκίνητος ὢν | όμως σε κρίσιμες περιστάσεις επειδή είναι στατικός |
οὐδεμίαν ὠφέλειαν τοῖς κεκτημένοις παραδίδωσιν. | δεν προσφέρει καμιά ωφέλεια σ’ αυτούς που τον κατέχουν. |
Ἀλλ’ ὥσπερ ἀνδριάντων καλῶν ἀληθινὰ σώματα | Αλλά όπως ακριβώς τα ζωντανά σώματα απέναντι στους ανδριάντες, |
πολὺ χείρους τάς εὐπρεπείας ἔχοντα | ενώ έχουν πολύ χειρότερη εξωτερική εμφάνιση |
πολλαπλασίους ἐπὶ τῶν ἔργων τάς ὠφελείας παραδίδωσιν, | προσφέρουν πολλαπλάσιες ωφέλειες όσον αφορά τα έργα |
οὕτω καὶ λόγος ὁ λεγόμενος ἔμψυχός ἐστι καὶ ζῇ | έτσι και ο προφορικός λόγος έχει μέσα του ψυχή και είναι ζωντανός |
καὶ τοῖς πράγμασιν ἕπεται, | και παρακολουθεί την πραγματικότητα, |
ὁ δὲ γεγραμμμένος εἰκόνι λόγου τὴν φύσιν ὁμοίαν ἔχων | ενώ ο γραπτός, επειδή μοιάζει με είδωλο λόγου, |
ἁπάσης ἐνεργείας ἄμοιρος καθέστηκεν. | δεν έχει καμιά σχέση με οποιαδήποτε ενέργεια. |
Ἀλκιδάμας, Περὶ Σοφιστῶν 15.27-28 (διασκευὴ) |
© Γιάννης Παπαθανασίου
Παράλληλο κείμενο
Στο παρακάτω απόσπασμα ο Σωκράτης αναφέρεται στον Αιγύπτιο θεό Θευθ, τον εφευρέτη των αριθμών, της γεωμετρίας, της αστρονομίας και του γραπτού λόγου. Στο απόσπασμα συνομιλεί ο βασιλιάς της Αιγύπτου Θαμούς με τον Θευθ, ο οποίος προσπαθεί να πείσει τον βασιλιά για την αξία του γραπτού λόγου. Ο Θαμούς όμως θεωρεί ότι ο γραπτός λόγος δε δυναμώνει τη μνήμη και κάνει τους ανθρώπους δοκησίσοφους.
Ἐπειδὴ δὲ ἐπὶ τοῖς γράμμασιν ἦν, Τοῦτο δέ, ὦ βασιλεῦ, τὸ μάθημα, ἔφη ὁ Θεύθ, σοφωτέρους Αἰγυπτίους καὶ μνημονικωτέρους παρέξει· μνήμης τε γὰρ καὶ σοφίας φάρμακον ηὑρέθη. Ὁ δ’ εἶπεν· Ὦ τεχνικώτατε Θεύθ, ἄλλος μὲν τεκεῖν δυνατὸς τὰ τέχνης, ἄλλος δὲ κρῖναι τίν’ ἔχει μοῖραν βλάβης τε καὶ ὠφελείας τοῖς μέλλουσι χρῆσθαι· καὶ νῦν σύ, πατὴρ ὢν γραμμάτων, δι’ εὔνοιαν τοὐναντίον εἶπες ἢ δύναται. Τοῦτο γὰρ τῶν μαθόντων λήθην μὲν ἐν ψυχαῖς παρέξει μνήμης ἀμελετησίᾳ, ἅτε διὰ πίστιν γραφῆς ἔξωθεν ὑπ’ ἀλλοτρίων τύπων, οὐκ ἔνδοθεν αὐτοὺς ὑφ’ αὑτῶν ἀναμιμνῃσκομένους· οὔκουν μνήμης ἀλλὰ ὑπομνήσεως φάρμακον ηὗρες. Σοφίας δὲ τοῖς μαθηταῖς δόξαν, οὐκ ἀλήθειαν πορίζεις· πολυήκοοι γάρ σοι γενόμενοι ἄνευ διδαχῆς πολυγνώμονες εἶναι δόξουσιν, ἀγνώμονες ὡς ἐπὶ τὸ πλῆθος ὄντες, καὶ χαλεποὶ συνεῖναι, δοξόσοφοι γεγονότες ἀντὶ σοφῶν.
Πλάτων, Φαῖδρος 274e-275b
Μετάφραση
Και όταν έφτασε στο θέμα των γραμμάτων, αυτό το μάθημα, είπε ο Θευθ, βασιλιά μου, θα κάνει τους Αιγύπτιους πιο σοφούς και να έχουν πολύ δυνατή μνήμη· γιατί ανακαλύφτηκε το φάρμακο και της μνήμης και της σοφίας. Και αυτός είπε: "Εφευρετικότατε Θευθ, άλλος είναι ικανός να επινοεί τα σχετικά με την τέχνη, άλλος να κρίνει ποιο μερίδιο βλάβης και ωφέλειας έχουν για εκείνους που πρόκειται να τις χρησιμοποιήσουν· και τώρα εσύ, επειδή είσαι εφευρέτης των γραμμάτων, από εύνοια το αντίθετο από ό,τι μπορεί (η εφεύρση) είπες. Γιατί αυτό θα φέρει στις ψυχές όσων θα το μάθουν λησμονιά εξαιτίας της έλλειψης άσκησης της μνήμης, επειδή θυμούνται τα πράγματα εξαιτίας της εμπιστοσύνης στον γραπτό λόγο απέξω με ξένα σημάδια και όχι από μέσα από τους ίδιους τους εαυτούς τους· λοιπόν δε βρήκες φάρμακο μνήμης αλλά υπόμνησης. Φέρνεις λοιπόν στους μαθητές σου επίφαση σοφίας όχι αλήθεια· γιατί, έχοντας ακούσει πολλά, χωρίς να τα διδαχτούν, θα νομίζουν ότι είναι πολυμαθείς, ενώ θα είναι αμαθείς ως επί το πλείστον και δύσκολοι στη συναναστροφή, επειδή θα έχουν γίνει δοκησίσοφοι αντί για σοφοί.
Ενότητα 1η
Ἀνὴρ γένει Μάρδος παῖδας εἶχεν ἑπτά. Τούτων ὁ νεώτατος κακὰ πολλὰ τοὺς ἄλλους εἰργάζετο. Καὶ τὰ μὲν πρῶτα ἐπειρᾶτο αὐτὸν ὁ πατὴρ ρυθμίζειν λόγῳ∙ ἐπεὶ δὲ οὐκ ἐπείθετο πρὸς τοὺς δικαστάς ἤγαγε καὶ ὅσα αὐτῷ ἐτετόλμητο ἀκριβῶς κατηγόρησε, καὶ ᾔτει παρὰ τῶν δικαστῶν ἀποκτεῖναι τὸν νεανίσκον. Οἱ δὲ ἐξεπλάγησαν καὶ ἀμφοτέρους ἐπὶ τὸν βασιλέα Ἀρταξέρξην ἤγαγον. Τὰ αὐτὰ δὲ λέγοντος τοῦ Μάρδου, βασιλεὺς ἔφη: «εἶτα τολμήσεις τὸν υἱὸν ἀποθνῄσκοντα ὑπομεῖναι;». Ὁ δὲ ἔφη «πάντων μάλιστα· ἐπεὶ καὶ ὅταν τῶν φυομένων θριδακινῶν τὰς ἐκφύσεις τὰς πικράς ἀφαιρῶ, οὐδὲν ἡ μήτηρ αὐτῶν λυπεῖται, ἀλλὰ θάλλει μᾶλλον καὶ γλυκίων γίνεται». Ταῦτα ἀκούσας Ἀρταξέρξης ἐπῄνεσε μὲν τὸν ἄνδρα καὶ τῶν βασιλικῶν δικαστῶν ἐποίησεν ἕνα, εἰπὼν ὅτι ὁ περὶ τῶν ἰδίων παίδων οὕτω δικαίως ἀποφαινόμενος πάντως καὶ ἐν τοῖς ἀλλοτρίοις ἀκριβὴς ἔσται δικαστὴς καὶ ἀδέκαστος, ἀφῆκε δὲ καὶ τὸν νεανίαν τῆς τιμωρίας, ἀπειλῶν αὐτῷ θανάτου, ἐὰν ἀδικῶν φωραθῇ ἕτερα.
Ενότητα 2η
Ἀλλ’ ἐπεί τῶν πολεμίων ὁ στόλος τῇ Ἀττικῇ κατὰ τὸ Φαληρικὸν προσφερόμενος τοὺς πέριξ ἀπέκρυψεν αἰγιαλούς, πάλιν ἐπάπταινον οἱ Πελοποννήσιοι πρὸς τὸν Ἰσθμόν. Ἔνθα δὴ ὁ Θεμιστοκλῆς ἐβουλεύετο καὶ συνετίθει τὴν περὶ τὸν Σίκιννον πραγματείαν. Ἦν δὲ τῷ μὲν γένει Πέρσης ὁ Σίκιννος, αἰχμάλωτος, εὔνους δὲ τῷ Θεμιστοκλεῖ καὶ τῶν τέκνων αὐτοῦ παιδαγωγός. Τοῦτον ἐκπέμπει πρὸς τὸν Ξέρξην κρύφα, κελεύσας λέγειν ὅτι Θεμιστοκλῆς ὁ τῶν Ἀθηναίων στρατηγὸς αἱρούμενος τὰ βασιλέως ἐξαγγέλλει πρῶτος αὐτῷ τοὺς Ἕλληνας ἀποδιδράσκοντας, καὶ διακελεύεται ἐν ᾧ ταράττονται τῶν πεζῶν χωρὶς ὄντες ἐπιθέσθαι καὶ διαφθεῖραι τὴν ναυτικὴν δύναμιν. Ταῦτα δ’ ὁ Ξέρξης ὡς ἀπ’ εὐνοίας λελεγμένα δεξάμενος, ἥσθη καὶ εὐθὺς ἐξέφερε πρὸς τοὺς ἡγεμόνας τῶν νεῶν διακοσίαις ναυσὶν ἀναχθέντας ἤδη διαζῶσαι τάς νήσους, ὅπως ἐκφύγοι μηδεὶς τῶν πολεμίων.
Ενότητα 3η
Ἐν μὲν οὖν τῷ λοιπῷ βίω τὴν τοιαύτην ἐπιείκειαν ἴσως οὐκ ἂν τις ἐκβάλλοι∙ καὶ γὰρ φιλόφιλον εἶναι δεῖ τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα καὶ φιλόπατριν καὶ συμμισεῖν τοῖς φίλοις τοὺς ἐχθροὺς καὶ συναγαπᾶν τοὺς φίλους· ὅταν δὲ τὸ τῆς ἱστορίας ἦθος ἀναλαμβάνῃ τις, ἐπιλαθέσθαι χρὴ πάντων τῶν τοιούτων καὶ πολλάκις μὲν εὐλογεῖν καὶ κοσμεῖν τοῖς μεγίστοις ἐπαίνοις τοὺς ἐχθρούς, ὅταν αἱ πράξεις ἀπαιτῶσι τοῦτο, πολλάκις δ’ ἐλέγχειν καὶ ψέγειν ἐπονειδίστως τοὺς ἀναγκαιοτάτους, ὅταν αἱ τῶν ἐπιτηδευμάτων ἁμαρτίαι τοῦθ’ ὑποδεικνύωσιν. Ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα.
Ενότητα 4η
Καλὸς δὲ παρὰ Σεληνίταις νομίζεται, ἢν ποὺ τις φαλακρὸς ᾖ. Καὶ μὴν καὶ γένεια φύουσιν μικρὸν ὑπὲρ τὰ γόνατα. Καὶ ὄνυχας ἐν τοῖς ποσὶν οὐκ ἔχουσιν, ἀλλὰ πάντες εἰσίν μονοδάκτυλοι. Καὶ ἐπειδάν ἢ πονῶσιν ἢ γυμνάζωνται, γάλακτι πᾶν τὸ σῶμα ἰδροῦσιν, ὥστε καὶ τυροὺς ἀπ’ αὐτοῦ πήγνυνται. Τοὺς δὲ ὀφθαλμοὺς περιαιρετοὺς ἔχουσι καὶ πολλοί τούς σφετέρους ἀπολέσαντες παρ’ ἄλλων χρησάμενοι ὀρῶσιν. Τινὲς δὲ καὶ πολλοὺς ἀποθέτους ἔχουσιν, οἱ πλούσιοι.Κάτοπτρον δὲ μέγιστον κεῖται ὑπὲρ φρέατος οὐ πάνυ βαθέος. Ἂν μὲν οὖν εἰς τὸ φρέαρ καταβῇ τις, ἀκούει πάντων τῶν ἐν τῇ γῇ λεγομένων, ἐὰν δὲ εἰς τὸ κάτοπτρον ἀποβλέψῃ, πάσας μὲν πόλεις, πάντα δὲ ἔθνη ὁρᾷ. Τότε καὶ τοὺς οἰκείους ἐγὼ ἐθεασάμην καὶ πάσαν τὴν πατρίδα, εἰ δὲ κἀκεῖνοι ἐμὲ ἐώρων, οὐκέτι ἔχω εἰπεῖν. Ὅστις δὲ ταῦτα μὴ πιστεύει οὕτως ἔχειν, ἂν ποτε καὶ αὐτὸς ἐκεῖσε ἀφίκηται, εἴσεται ὡς ἀληθῆ λέγω.
Ενότητα 5η
Ἀγαπητοί, μὴ γινώμεθα τῶν ἀλόγων θηριωδέστεροι. Ἐκείνοις πάντα κοινὰ καὶ οὐδὲν τοῦ ἄλλου πλέον ἔχει∙ σὺ δὲ ἄνθρωπος ὤν, θηρίου γίνῃ χαλεπώτερος, μυρίων πενήτων τροφὰς μιᾷ κατακλείων οἰκίᾳ. Καίτοι γε οὐχ ἡ φύσις ἡμῖν μόνη κοινή, ἀλλὰ καὶ ἕτερα πλείονα∙ οὐρανὸς κοινὸς καὶ ἥλιος καὶ σελήνη καὶ ἀστέρες καὶ ἀὴρ καὶ θάλασσα καὶ γῆ καὶ ζωὴ καὶ τελευτὴ καὶ γῆρας καὶ νόσος καὶ ὑγεία καὶ χρεία τροφῆς καὶ ἐνδυμάτων. Πῶς οὖν οὐκ ἄτοπον τοὺς ἐν τοσούτοις κοινωνοῦντας ἀλλήλοις ἐν τοῖς χρήμασιν οὕτως εἶναι πλεονέκτας, καὶ τὴν αὐτὴν μὴ διατηρεῖν ἰσονομίαν; Ὁ γὰρ θάνατος τῆς μὲν ἀπολαύσεως ἀπάγει, πρὸς δὲ τὰς εὐθύνας ἄγει. Ἵν’ οὖν μὴ τοῦτο γένηται, πολλῇ χρησώμεθα τῇ ἐλεημοσύνῃ. Αὕτη γὰρ ἐστιν ἡ βασίλισσα τῶν ἀρετῶν, ἥ καὶ ἐξαιρήσεται ἡμᾶς τῆς τιμωρίας. Τὰ περιττὰ δὴ ποιήσωμεν χρήσιμα, τὸν πολὺν προέμενοι πλοῦτον, καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως, κἄν μυρία πεπλημμεληκότες ὦμεν, ὁ Θεὸς μεταδώσει ἡμῖν συγγνώμης.
Ενότητα 6η
Σω. Ἀλλ’ ὅμως σύ με φῄς, ὧ Μέλητε, τοιαῦτα ἐπιτηδεύοντα τοὺς νέους διαφθείρειν; Καίτοι ἐπιστάμεθα μὲν δήπου τίνες εἰσὶ νέων διαφθοραί∙ σὺ δὲ εἰπὲ εἴ τινα οἶσθα ὑπ’ ἐμοῦ γεγενημένον ἢ ἐξ εὐσεβοῦς ἀνόσιον ἢ ἐκ σώφρονος ὑβριστήν.
Μελ. Ἀλλὰ ναί, μὰ Δί’, ἐκείνους οἶδα οὓς σὺ πέπεικας σοὶ πείθεσθαι μᾶλλον ἢ τοῖς γονεῦσι.
Σω. Ὁμολογῶ, περὶ γε παιδείας∙ τοῦτο γὰρ ἴσασιν ἐμοὶ μεμεληκός. Περὶ δὲ ὑγιείας τοῖς ἰατροῖς μᾶλλον οἱ ἄνθρωποι πείθονται ἢ τοῖς γονεῦσιν∙ καὶ ἐν ταῖς ἐκκλησίαις γε πάντες δήπου οἱ Ἀθηναῖοι τοῖς φρονιμώτατα λέγουσι πείθονται μᾶλλον ἢ τοῖς προσήκουσιν. Οὐ γὰρ δὴ καὶ στρατηγοὺς αἱρεῖσθε, οὕς ἂν ἡγῆσθε περὶ τῶν πολεμικῶν φρονιμωτάτους εἶναι; Οὐκοῦν θαυμαστὸν καὶ τοῦτό σοι δοκεῖ εἶναι, ἐμὲ τούτου ἕνεκα θανάτου ὑπό σοῦ διώκεσθαι, ὅτι περὶ τοῦ μεγίστου ἀγαθοῦ ἀνθρώποις, περὶ παιδείας, βέλτιστος εἶναι ὑπὸ τινων προκρίνομαι;
Ενότητα 7η
Ἅπαντες ἐπιστάμεθα ὅτι Ἀγησίλαος, ὅπου ᾢετο τὴν πατρίδα τι ὠφελήσειν, οὐ πόνων ὑφίετο, οὐ κινδύνων ἀφίστατο, οὐ χρημάτων ἐφείδετο, οὐ σῶμα, οὐ γῆρας προὐφασίζετο, ἀλλὰ καὶ βασιλέως ἀγαθοῦ τοῦτο ἔργον ἐνόμιζε, τὸ τοὺς ἀρχομένους ὡς πλεῖστα ἀγαθὰ ποιεῖν. Ἐν τοῖς μεγίστοις δέ ὠφελήμασι τῆς πατρίδος καὶ τόδε ἐγὼ τίθημι αὐτοῦ, ὅτι δυνατώτατος ὤν ἐν τῇ πόλει φανερὸς ἦν μάλιστα τοῖς νόμοις λατρεύων.Τὶς γὰρ ἄν ἠθέλησεν ἀπειθεῖν ὁρῶν τὸν βασιλέα πειθόμενον; […] Ὅς καὶ πρὸς τοὺς διαφόρους ἐν τῇ πόλει ὥσπερ πατὴρ πρὸς παῖδας προσεφέρετο. Ἐλοιδορεῖτο μὲν γὰρ ἐπὶ τοῖς ἁμαρτήμασιν, ἐτίμα δ’ εἴ τι καλὸν πράττοιεν, παρίστατο δ’ εἴ τις συμφορὰ συμβαίνοι, ἐχθρὸν μὲν οὐδένα ἡγούμενος πολίτην, ἐπαινεῖν δὲ πάντας ἐθέλων, σῴζεσθαι δὲ πάντας κέρδος νομίζων, ζημίαν δὲ τιθεὶς εἰ καί ὁ μικροῦ ἄξιος ἀπόλοιτο.
Ενότητα 8η
Ἦν χρόνος ὅτ’ ἦν ἄτακτος ἀνθρώπων βίος καὶ θηριώδης ἰσχύος θ’ ὑπηρέτης, ὅτ’ ούδὲν ἆθλον οὔτε τοῖς ἐσθλοῖσιν ἦν οὔτ’ αὖ κόλασμα τοῖς κακοῖς ἐγίγνετο. κἄπειτά μοι δοκοῦσιν ἅνθρωποι νόμους θέσθαι κολαστάς, ἵνα δίκη τύραννος ᾖ τὴν θ’ ὕβριν δούλην ἔχῃ· ἐζημιοῦτο δ’ εἴ τις ἐξαμαρτάνοι. Ἔπειτ’ ἐπειδὴ τἀμφανῆ μὲν οἱ νόμοι ἀπεῖργον αὐτοὺς ἔργα μὴ πράσσειν βίᾳ, λάθρα δ’ ἔπρασσον, τηνικαῦτα μοι δοκεῖ πυκνός τις καὶ σοφὸς γνώμην ἀνὴρ θεῶν δέος θνητοῖσιν ἐξευρεῖν, ὅπως εἴη τι δεῖμα τοῖς κακοῖσι, κἄν λάθρα πράσσωσιν ἤ λέγωσιν ἤ φρονῶσί τι. Ἐντεῦθεν οὖν τό θεῖον εἰσηγήσατο, ὡς ἔστι δαίμων ἀφθίτῳ θάλλων βίῳ νόῳ τ’ ἀκούων καὶ βλέπων, φρονῶν τε καί προσέχων τε ταῦτα καὶ φύσιν θείαν φορῶν, ὅς πᾶν μὲν τό λεχθὲν ἐν βροτοῖς ἀκούσεται, τὸ δρώμενον δὲ πᾶν ἰδεῖν δυνήσεται.
Ενότητα 9η
Κατὰ δὲ τὴν ἐς Ὀλυμπίαν ὁδὸν ἔστιν ὄρος πέτραις ὑψηλαῖς ἀπότομον, Τυπαῖον καλούμενον. Κατὰ τούτου τὰς γυναῖκας Ἠλείοις ἐστὶν ὠθεῖν νόμος, ἤν φωραθῶσιν ἐς τὸν ἀγῶνα ἐλθοῦσαι τὸν Ὀλυμπικὸν ἤ καὶ ὅλως ἐν ταῖς ἀπειρημέναις σφίσιν ἡμέραις διαβᾶσαι τὸν Ἀλφειόν. Οὐ μὴν οὐδὲ ἁλῶναι λέγουσιν οὐδεμίαν, ὅτι μὴ Καλλιπάτειραν μόνην, ἥ ὑπό τινων καὶ Φερενίκη καλεῖται. Αὕτη προαποθανόντος αὐτῇ τοῦ ἀνδρός, ἐξεικάσασα αὑτὴν τὰ πάντα ἀνδρὶ γυμναστῇ, ἤγαγεν ἐς Ὀλυμπίαν τὸν υἱὸν μαχούμενον· νικῶντος δὲ τοῦ Πεισιρόδου, τὸ ἔρυμα ἐν ᾧ τοὺς γυμνστὰς ἔχουσιν ἀπειλημμένους, τοῦτο ὑπερπηδῶσα ἡ Καλλιπάτειρα ἐγυμνώθη. Φωραθείσης δὲ ὅτι εἴη γυνή, ταύτην ἀφιᾶσιν ἀζήμιον καὶ τῷ πατρί καὶ ἀδελφοῖς αὐτῆς καὶ τῷ παιδί αἰδῶ νέμοντες - ὑπῆρχον δὴ ἅπασιν αὐτοῖς Ὀλυμπικαὶ νῖκαι - ἐποίησαν δὲ νόμον ἐς τὸ ἔπειτα ἐπὶ τοῖς γυμνασταῖς γυμνοὺς σφᾶς ἐς τὸν ἀγῶνα ἐσέρχεσθαι.
Ενότητα 10η
ΣΩΣ: Ὁπόσα ἔπραττον ἐν τῷ βίῳ, πότερα ἑκὼν ἔπραττον ἤ
ἐπεκέκλωστό μοι ὑπό τῆς Μοίρας;
ΜΙΝ: Ὑπό τῆς Μοίρας δηλαδή.
ΣΩΣ: Οὐκοῦν καὶ οἱ χρηστοὶ ἅπαντες καὶ οἱ πονηροὶ δοκοῦντες ἐκείνῃ ὑπηρετοῦντες
ταῦτα ἐδρῶμεν;
ΜΙΝ: Ναί, τῇ Κλωθοῖ, ἥ ἑκάστῳ ἐπέταξε γεννηθέντι τὰ πρακτέα.
ΣΩΣ: Εἰ τοίνυν ἀναγκασθεὶς τις ὑπ’ ἄλλου φονεύσαι τινὰ οὐ δυνάμενος ἀντιλέγειν,
οἷον δήμιος ἤ δορυφόρος, ὁ μὲν δικαστῇ πεισθείς, ὁ δέ τυράννῳ, τίνα αἰτιάσῃ τοῦ
φόνου;
ΜΙΝ: Δῆλον ὡς τὸν δικαστὴν ἤ τὸν τύραννον, ἐπεί οὐδέ τὸ ξίφος αὐτό· ὑπηρετεῖ γάρ
ὄργανον ὄν τοῦτο πρὸς τὸν θυμόν τῷ πρώτῳ παρασχόντι τὴν αἰτίαν.
ΣΩΣ: Οὐκοῦν ὁρᾷς πῶς ἄδικα ποιεῖς κολάζων ἡμᾶς ὑπηρέτας γενομένους ὧν ἡ Κλωθώ
προσέταττεν; Οὐ γὰρ δὴ ἐκεῖνό γε εἰπεῖν ἔχοι τις ὡς ἀντιλέγειν δυνατὸν ἦν τοῖς
μετὰ πάσης ἀνάγκης προστεταγμένοις.
ΜΙΝ: Ὦ Σώστρατε, πολλὰ ἴδοις ἄν καὶ ἄλλα οὐ κατὰ λόγον γιγνόμενα, εἰ ἀκριβῶς
ἐξετάζοις. Ἀπόλυσον αὐτόν, ὦ Ἑρμῆ, καὶ μηκέτι κολαζέσθω. Ὅρα δὲ μὴ καὶ τοὺς
ἄλλους νεκροὺς τὰ ὅμοια ἐρωτᾶν διδάξῃς.
Ενότητα 11η
Ὅς ἄν τολμήσῃ πατέρα ἤ μητέρα ἤ τούτων πατέρας ἤ μητέρας τύπτειν, πρῶτον μὲν ὁ προστυγχάνων βοηθείτω, καὶ ὁ μὲν μέτοικος ἤ ξένος εἰς προεδρίαν τῶν ἀγώνων καλείσθω βοηθῶν, μὴ βοηθήσας δὲ ἀειφυγίαν ἐκ τῆς χώρας φευγέτω· ὁ δὲ μὴ μέτοικος βοηθῶν μὲν ἔπαινον ἐχέτω, μὴ βοηθῶν δέ, ψόγον· δοῦλος δὲ βοηθήσας μὲν ἐλεύθερος γιγνέσθω, μὴ βοηθήσας δὲ πληγὰς ἑκατὸν τῇ μάστιγι τυπτέσθω. Ἐὰν δέ τις ὄφλῃ δίκην αἰκίας γονέων, πρῶτον μὲν φευγέτω ἀειφυγίαν ἐξ ἄστεως εἰς τὴν ἄλλην χώραν καὶ πάντων ἱερῶν εἰργέσθω, κατελθὼν δὲ θανάτῳ ζημιούσθω. Ἐὰν δέ τις ἐλεύθερος τῷ τοιούτῳ συμφάγῃ ἤ συμπίῃ ἤ τινα τοιαύτην ἄλλην κοινωνίαν κοινωνήσῃ ἤ καὶ μόνον ἐντυγχάνων που προσάπτηται ἑκών, μήτε εἰς ἱερὸν ἔλθῃ μηδὲν μήτ’ εἰς ἀγοράν μήτ’εἰς πόλιν ὅλως πρότερον ἤ καθήρηται.
Ενότητα 12η
Ἔστωσαν δύο ἁμαρτωλοί, ὁ μὲν κολαζόμενος, ὁ δὲ μὴ κολαζόμενος. Μὴ λέγε, μακάριος οὗτος, ὅτι πλουτεῖ, ὀρφανοὺς ἀποδύει, χήρας βιάζεται. Καίτοι οὐ νοσεῖ, ἀλλ’ ἁρπάζων εὐδοκιμεῖ, τιμῆς μεγάλης ἀπολαύει καὶ δυναστείας, οὐδὲν τῶν ἀνθρωπίνων κακῶν ὑπομένει· ἀλλὰ τοῦτον μάλιστα θρήνει, ὅτι καὶ νοσεῖ καὶ οὐ θεραπεύεται. Ἐὰν ἴδῃς τινὰ ὑδέρῳ κατεχόμενον, καὶ μὴ τρέχοντα πρὸς τὸν ἱατρόν, ἀλλά τράπεζαν ἔχοντα Συβαριτικήν, μεθύοντα καὶ ἐπιτείνοντα τὴν νόσον, μακαρίζεις τοῦτον, ἤ ταλανίζεις; Ἐὰν δὲ ἕτερον ἴδῃς ὑδέρῳ κατεχόμενον, ἱατρικῶν ἀπολαύοντα χειρῶν, λιμῷ ἑαυτὸν ἐκδιδόντα, φαρμάκοις προσκαρτεροῦντα πικροῖς, οὐχὶ τοῦτον πολὺ μᾶλλον ἐκείνου μακαρίζεις; Ὡμολόγηται· ὁ μὲν γὰρ νοσεῖ, καὶ οὐ θεραπεύεται· ὁ δὲ νοσεῖ, καὶ ἀπολαύει ἰατρείας. Ἐπίπονος μὲν ἡ ἰατρεία, ἀλλ’ ὠφέλιμον αὐτῆς τὸ τέλος. Οὕτως ἐστὶ καὶ ἐν τῷ παρόντι βίῳ.
Ενότητα 13η
Πολλῶν ἡδονῶν οὐσῶν, αἵ τὸν ἄνθρωπον ἐνδιδόναι αὐταῖς βιάζονται παρὰ τὸ συμφέρον, δυσμαχωτάτη εἶναι δοκεῖ ἡ περὶ τροφήν ἡδονή. Ταῖς μὲν γὰρ ἄλλαις ἡδοναῖς σπανιώτερον ὁμιλοῦμεν, ταύτης δὲ ἀνὰ πᾶσαν ἡμέραν πάντως πειρᾶσθαι ἀνάγκη, ὥστε πλείους οἱ ἐνταῦθα κίνδυνοι. Καὶ γὰρ ὁ πλέον ἤ δεῖ ἐσθίων ἁμαρτάνει, καὶ ὁ κατασπεύδων ἐν τῷ ἐσθίειν, καὶ ὁ τὰ ἡδίω τῶν ὑγιεινοτέρων βρώματα προτιμῶν. Ἔστι δὲ ἁμαρτία περὶ τροφήν καὶ ὅταν παρὰ καιρὸν προσφερώμεθα αὐτήν. Ἔτι δὴ καὶ ἄλλων ἁμαρτιῶν οὐσῶν περὶ τροφήν, δεῖ ἁπασῶν καθαρεύειν. Καθαρεύοι δ’ ἄν τις ἐθίζων αὑτὸν αἱρεῖσθαι σῖτον οὐχ ἵνα ἥδηται ἀλλ’ ἵνα τρέφηται, οὐδ’ ἵνα λεαίνηται τὴν κατάποσιν ἀλλ’ ἵνα ῥωννύηται τὸ σῶμα. Καὶ γὰρ γέγονεν ἡ μὲν κατάποσις δίοδος εἶναι τροφῆς, οὐχ ἡδονῆς ὄργανον, ἡ δὲ γαστὴρ τοῦ αὐτοῦ χάριν οὗπερ ἕνεκα καὶ φυτῷ ῥίζα γέγονεν. Διὸ καὶ προσήκει ἐσθίειν ἡμῖν ἵνα ζῶμεν, οὐχ ἵνα ἡδώμεθα.
Ενότητα 14η
Οἱ Εὐβοεῖς ἁλιεῖς τοῖς δελφῖσι ἰσομοιρίαν τῆς θήρας ἀπονέμουσι. Καὶ ἡ ἄγρα τοιαύτη ἐστί. Τῆς πρῴρας τῶν ἀκατίων κοίλας τινὰς ἐξαρτῶσιν ἐσχαρίδας πυρὸς ἐνακμάζοντος· καὶ εἰσὶ διαφανεῖς, ὡς καὶ στέγειν τὸ πῦρ καὶ μὴ κρύπτειν τὸ φῶς. Οἱ τοίνυν ἰχθύες δεδιότες τὴν αὐγὴν πλησιάζουσι μαθεῖν βουλόμενοι τοῦ φοβοῦντος σφᾶς τὴν αἰτίαν· εἶτα ἐκπλαγέντες πρός τινι πέτρᾳ ἡσυχάζουσιν ἀθρόοι παλλόμενοι τῷ δέει. Οἱ δὲ παρανηχόμενοι δελφῖνες τοὺς ἐξωτέρω τῶν ἰχθύων φοβοῦντες ὠθοῦσι καὶ τοῦ διαδιδράσκειν ἀναστέλλουσιν. Οὐκοῦν ἐκεῖνοι πιεζόμενοι πανταχόθεν καὶ τρόπον τινὰ κεκυκλωμένοι ἁλίσκονται. Καὶ οἱ δελφῖνες προσίασιν ὡς ἀπαιτοῦντες τοῦ κοινοῦ πόνου τὴν ἐπικαρπίαν τὴν ὀφειλομένην σφίσιν ἐκ τῆς νομῆς, καὶ οἵ γε ἁλιεῖς πιστῶς καὶ εὐγνωμόνως ἀφίστανται τοῖς συνθήροις τοῦ δικαίου μέρους, εἰ βούλονται καὶ πάλιν σφίσι συμμάχους ἀκλήτους παρεῖναι.
Ενότητα 15η
Φύντες καλῶς καὶ φρονοῦντες ὅμοια, πολλὰ μὲν καλά καὶ θαυμαστά οἱ πρόγονοι τῶν ἐνθάδε κειμένων ἠργάσαντο, ἀείμνηστα δὲ καὶ μεγάλα οἱ ἐξ ἐκείνων γεγονότες τρόπαια διὰ τὴν αὑτῶν ἀρετὴν κατέλιπον. Μόνοι γὰρ ὑπὲρ ἁπάσης τῆς Ἑλλάδος πρὸς πολλὰς μυριάδας τῶν βαρβάρων διεκινδύνευσαν. Ὁ γὰρ τῆς Ἀσίας βασιλεὺς ἐλπίζων καὶ τὴν Εὐρώπην δουλώσεσθαι ἔστειλε πεντήκοντα μυριάδας στρατιάν. Ἡγησάμενοι δέ, εἰ τήνδε τὴν πόλιν ἤ ἑκοῦσαν φίλην ποιήσαιντο ἤ ἄκουσαν καταστρέψαιντο, ῥᾳδίως τῶν πολλῶν Ἑλλήνων ἄρξειν, ἀπέβησαν εἰς Μαραθῶνα, νομίσαντες οὕτως ἄν ἐρημοτάτους εἶναι συμμάχων τοὺς Ἕλληνας, εἰ ἔτι στασιαζούσης τῆς Ἑλλάδος τὸν κίνδυνον ποιήσαιντο. Ἔτι δ’ αὐτοῖς ἐκ τῶν προτέρων ἔργων περὶ τῆς πόλεως τοιαύτη δόξα παρειστήκει, ὡς εἰ μὲν πρότερον ἐπ’ ἄλλην πόλιν ἴασιν, ἐκείνοις καὶ Ἀθηναίοις πολεμήσουσι· προθύμως γὰρ τοῖς ἀδικουμένοις ἥξουσι βοηθήσοντες.
Ενότητα 16η
Βασιλεὺς Ἀλέξανδρος Στατείρᾳ καὶ Ῥοδῷ καὶ Ῥωξάνῃ τῇ ἐμῇ γυναικὶ χαίρειν. Ἀντιταξάμενον ἡμῖν Δαρεῖον οὐκ ἠμυνάμεθα, εἰ μὴ τοὐναντίον, ηὐχόμην γὰρ ἐγώ ζῶντα ὑπὸ τὰ ἐμά σκῆπτρα ἔχειν· ἐλαχίστως δὲ ἔχοντος ἐπὶ τῷ πνεύματι αὐτοῦ τοῦτον κατέλαβον ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἀναπνοῇ, ὅν ἐλεήσας τῇ ἐμαυτοῦ χλαμύδι περιέστειλα. Ἐπυθόμην δὲ παρ’ αὐτοῦ τι ἀκοῦσαι περὶ τῆς ἀπωλείας αὐτοῦ. Ὁ δὲ μοι εἶπεν· «παρακαταθήκην ἔχε τὴν ἐμὴν θυγατέρα Ῥωξάνην καὶ συμβιώσει σοι». […] Τοὺς μὲν αἰτίους τῆς ἀπωλείας αὐτοῦ ἠμυνάμην ἀξιοπρεπῶς […]. Προσέταξα δὲ ἡρῷον αὐτῷ γενέσθαι παρὰ τοὺς πατρῴους αὐτῷ ἥρωας· καὶ ὑμεῖς δὲ τῆς λύπης αὐτοῦ παύσασθε· ἐγὼ γὰρ ὑμᾶς ἀποκαταστήσω εἰς τὰ ἴδια βασίλεια […]. Κατὰ γοῦν τὰς διατάξεις Δαρείου Ῥωξάνην τὴν ἐμὴν γυναῖκα σύνθρονόν μου εἶναι βούλομαι, ἐὰν δὲ καὶ ὑμεῖς μοι συμπνεύσητε, προσκυνεῖσθαι αὐτὴν ὡς Ἀλεξάνδρου γυναῖκα βούλομαι καὶ κελεύω. Ἔρρωσθε.
Ενότητα 17η
Φίλτατοι δ’ εἰσὶν οἱ ἐρῳδιοὶ τοῖς ἀνθρώποις καὶ προσημαίνουσιν εὐδίαν τε καὶ χειμῶνα, μάλιστα πρὸς ἐκεῖνο τὸ μέρος, ὅθεν ἄν μέλλῃ σφοδρότατος ἄνεμος πνεῖν, ἐπὶ τοῖς στήθεσι τὰς κεφαλὰς κατακλίνοντες. Ναύτης γοῦν οὐκ ἄν ποτε ἑκὼν ἐρῳδιὸν ἀποκτείνειεν, ἐπειδὴ πιστεύονται τοῖς ἁλιεῦσιν ἐν τῇ θαλάττῃ σημαίνειν, ὁπόσα τοῖς θηραταῖς ἐπὶ τῆς γῆς οἱ ἱέρακες. Φασί δ’ αὐτούς, καὶ ἡνίκα μία τροφὴ πᾶσιν ἦν τοῖς ὀρνέοις, πρώτους βορὰν ἐκ τῶν ὑδάτων εὑρεῖν, καὶ παρ’ αὐτῶν τοὺς λοιποὺς πάντας ἐκδιδαχθῆναι· ἐπὶ δὲ τῇ τέχνῃ μεγαλαυχήσαντας καὶ οὐδ’ αὐτὸν εἰπόντας ὑπὲρ νήξεως ἐρίζειν δύνασθαί σφισι τὸν Ποσειδῶνα τὴν ἐπιστήμην ἀποβαλεῖν τοῦ θεοῦ μηνίσαντος.
Ενότητα 18η
Ἡγοῦμαι δ’ οὐδὲ λόγους δίκαιον εἶναι καλεῖσθαι τοὺς γεγραμμένους, ἀλλ’ ὥσπερ εἴδωλα καὶ σχήματα καὶ μιμήματα λόγων, τὴν αὐτὴν περὶ αὐτῶν εἰκότως ἄν δόξαν ἔχοιμεν, ἥνπερ καὶ περὶ τῶν χαλκῶν ἀνδριάντων καὶ λιθίνων ἀγαλμάτων καὶ γεγραμμένων ζῴων. Ὥσπερ γὰρ ταῦτα μιμήματα τῶν ἀληθινῶν σωμάτων ἐστί, καὶ χρῆσιν οὐδεμίαν τῷ τῶν ἀνθρώπων βίῳ παραδίδωσι, τὸν αὐτὸν τρόπον ὁ γεγραμμένος λόγος ἐκ βιβλίου μὲν θεωρούμενος ἔχει τινὰς ἐκπλήξεις, ἐπὶ δὲ τῶν καιρῶν ἀκίνητος ὤν οὐδεμίαν ὠφέλειαν τοῖς κεκτημένοις παραδίδωσιν. Ἀλλ’ ὥσπερ ἀνδριάντων καλῶν ἀληθινὰ σώματα πολὺ χείρους τὰς εὐπρεπείας ἔχοντα πολλαπλασίους ἐπὶ τῶν ἔργων τὰς ὠφελείας παραδίδωσιν, οὕτω καὶ λόγος ὁ λεγόμενος ἔμψυχός ἐστι καὶ ζῇ καὶ τοῖς πράγμασιν ἕπεται, ὁ δὲ γεγραμμένος εἰκόνι λόγου τὴν φύσιν ὁμοίαν ἔχων ἁπάσης ἐνεργείας ἄμοιρος καθέστηκεν.