Ένα άλλο δέντρο εκτός απο την πραγουστγιά, που είναι στενά συνδεδεμένο με τη Σαμοθράκη είναι η βυσσινιά Είναι δέντρο φυλλοβόλο με πράσινα φύλλα πολύ όμορφα άνθη και κυρίως πολύ νόστιμους καρπούς Πολλοι την μπερδεύουν με την κερασιά αν και τα φυτά δεν μοιάζουν μεταξύ τους όμως οι καρποί τους έχουν αρκετές ομοιότητες εμφανισιακά όχι όμως και γευστικά
Όταν είναι ανθισμένη θυμίζει πραγματικά νύφη Τα βύσσινα είναι ξυνόγλυκος καρπός και χρησιμοποιούνται πάρα πολύ στη ζαχαροπλαστική Απο γλυκό του κουταλιού μέχρι διακοσμητικο Στηα Σαμοθράκη χρησιοποιείται και σαν φάρμακο κυρίως για το στομάχι Στο νησί βυσσινιές υπάρχουν παντού αφού το δέντρο δεν έχει πολλές απαιτήσεις. Κυρίως όμως έχει στα Αλώνια στο Ξηροπόταμο στο Λάκωμα και στη Χώρα σντουν Αη Γιωρ Πολλοί μπερδεύουν το βύσσινο με το κεράσι Το βύσσινο τρώγεται και σκέτο αλλά κυρίως σαν γλυκό που παιζει και τον ρόλο της μαρμελάδας και γίνεται και βυσσινάδαΔηλαδή βαζουμε μία κουταλιά της σούπας γλυκό μέσα σε ένα ποτήρι νερό το ανακτεύουμε καλά καλά και η βυσσινάδα μας είναι έτοιμη Συνταγή για γλυκό βύσσινοΓια 2 κιλά βύσσινα με τα κουκούτσια 1,5 κιλά ζάχαρη Λίγο χυμό λεμονιού Νερό Πλένουμε τα βύσσινα και αφαιρούμε τα κοτσάνια. Αφού τα ζυγίζουμε και υπολογίζουμε τη ζάχαρη 1:0.75Αφαιρούμε τα κουκούτσια και βάζουμε τα βύσσινα σε κατσαρόλα μεγάλη σχεδόν διπλάσια από τον όγκο τους βάζουμε τη ζάχαρη και το νερό και τα βράζουμε σε μετρια φωτιά Σε 10 λεπτά η ζάχαρη αρχίζει να λιώνει και βγάζει αφρούς ανακατεύουμε με ξύλινο κουτάλι και χαμηλώνουμε η φωτιά, Βράζουμε για 55 λεπτά ανακατεύοντας . Ελέγχουμε το σιρόπι αν έδεσε: Ρίχνουμε μια σταγόνα στο νύχι μας. Αν διατηρήσει το σχήμα της είναι έτοιμο αν όχι συνεχίζουμε ως να δέσει. Ρίχνουμε το λεμόνι ( προαιρετικά) το ανακατεύουμε και το βγάζουμε από τη φωτιά. Μόλις κρυώσει το βάζουμε σε καθαρά βαζάκια και είναι έτοιμο. Αν μείνει σιρόπι το αποθηκεύουε για να φτιάχνουμε βυσσινάδες . Το γλυκό βύσσινο χρησιμοποιείται πολύ και στα παγωτά σαν γαρνιτούρα ακόμη και σαν μαρμελάδα σε φέτες ψωμιού
:
1 Πλένουμε τα βύσσινα αφαιρούμε τα περισσότερα κοτσάνια και το αφήνουμε να στραγγίξουν στο σουρωτήρι περίπου 1-2 ώρες σε σκιερό μέρος 2 Bάζουμε τα βύσσινα και τη ζάχαρη σε διαδοχικές και αλλεπάλληλες στρώσεις στο γυάλινο βάζο κλείνουμε καλά με το καπάκι και αφήνουμε το βάζο στον ήλιο για για τρεις εβδομάδες ανακινώντας το μερικές φορές σε αυτό το διάστημα χωρίς όμως να ανοίξουμε το καπάκι και προσεκτικά 3 . Στη συνέχεια, προσθέτουμε το κονιάκ και τα μπαχαρικά ανακατεύουμε πολύ καλά μέχρι να διαλυθεί τελείως η ζάχαρη και αφήνουμε το βάζο για άλλες τρεις εβδομάδες στον ήλιο ανακινώντας το απαλά 4-5 φορές 4 . Όταν το λικέρ είναι έτοιμο, κρατάμε μερικά βύσσινα με το κοτσάνι τους για το σερβίρισμα και σουρώνομε το λικέρ, περνώντας το από ένα σουρωτήρι του τσαγιού, που έχετε ντύσει με βαμβάκι για πιο καλή διήθηση 5 . Όσο πιο δυνατό είναι το κονιάκ που θα χρησιμοποιήσετε, τόσο πιο δυνατό θα γίνει το λικέρ Πρόκειται για ηδύποτο που όμως έχει και θεραπευτικές ιδιότητες όπως για παράδειγμα σταματάει την αναγούλα και βοηθάει την πέψη καθώς και δίνει καλή διάθεση Συνήθως περιέχει μέσα γαρύφαλλο που το κάνει πιο μυρωδάτο και εύγευστο αλλά όπως όλοι γνωρίζουμε το γαρύφαλλο είναι απαγορευμένο στην ομοιοπαθητική και χρειάζεται πολύ προσοχή στην κατανάλωσή του. Το ίδιο το λικέρ είναι διάσημο ελληνικό ηδύποτο αλλά παρασκευάζεται για οικιακή χρήση
Η έκφραση να λείπει το βύσσινο
Η λαϊκη έκφραση γεννήθηκε γύρω στο 1900 και δηλώνει άρνηση προήρθε από ένα περιστατικό μεταξύ βουλευτή και ψηφοφόρου Ο ψηφοφόρος παρήγγειλε γλυκό βύσσινο να κεράσει τον βουλευτή για να του κάνει ένα ρουσφετάκι αλλά ο βουλευτής αποδείχθηκε πολύ ζόρικος και δεν φάνηκε διαθετιμένος να ενδώσει Αγανακτισμενος ο ψηφοφόρος είπε στον σερβιτόρο: "Να λείπει το βύσσινο" ή εναλλακτικά "Να μένει το βύσσινο" σαν να ήθελε να πει πως δεν θα μπω σε τζάμπα έξοδα αφού δεν πρόκειται να μου κανει το ρουσφετάκι μου
Όπως είπαμε η βυσσινιά μοιάζει με νυφούλα στολισμένη όταν είναι ανθισμένη. Συνήθως έχει πολλά και πυκνά άνθη που την ομορφαίνουν και φυσικά το κάθε δέντρο είναι φορτωμένο με καρπούς Στη Σαμοθράκη την δεκαετία του 50 υπήρχαν αρκετές εκτάσεις με βυσσινιές ακόμα και στη Καμαριώτισσα και μάλιστα γινότανε και εξαγωγή με καΐκια τα γνωστά τύπου "Πέραμα" Τα δε βύσσινα της Σαμοθράκης ήτανε διάσημα Σήμερα υπάρχουν μεμονομένα δέντρα σε όλο το νησί κυρίως όμως στο κέντρο και στο νότιο μέρος του και τα βύσσινα χρησιμοποιουνται κυρίως για οικιακή χρήση και το γλυκό βύσσινο είναι το πιο διαδεδομένο γλυκό κουταλιού στο νησί πάνω και απο το πραγούστ χωρίς να έχει και την νοστιμιά του . Το πραγουστ γλυκό δεν χορταίνεται τόσο για τη γέυση του όσο και το άρωμά του. Άλλωστε το φρούτο αυτό είναι και σήμα κατατεθέν για το νησί. Βύσσινα εμποτισμένα σε αλκοόλ όπως π΄χ κονιάκ δίνουν μια πιο όμορφη πινελιά στα σπιτικά κεράσμα της Σαμοθράκης
Η ροδιά είναι φυτό του γένους πουνική (Punica) της οικογένειας πουνικίδες (Punicaceae). Ανήκει στην τάξη μυρτώδη (Myrtales). Το γένος πουνική περιλαμβάνει δύο είδη, με σημαντικότερη την Πουνική τη ροιά ή Ροιά η κοινή (Punica granatum). Αυτή είναι γνωστή με τα κοινά ονόματα ροδιά, ροϊδιά, ρογδιά και ρωβιά (στην Κύπρο). Καλλιεργείται κυρίως για τους καρπούς της, από τους οποίους παρασκευάζονται δροσιστικά ποτά και σιρόπια (γρεναδίνη), όπως επίσης και για καλλωπιστικούς σκοπούς (νάνες και διπλανθείς ποικιλίες κυρίως).
Καλλιεργείται σε όλο τον κόσμο και ευδοκιμεί σε θερμές περιοχές, στα νησιά και στις εσωτερικές πεδιάδες. Στην Θεσσαλονίκη καλλιεργείται στην περιοχή 40 Εκκλησιές. Επίσης το ρόδι έχει κουκούτσια. Είναι φυλλοβόλος θάμνος ή μικρό δέντρο, με μεγάλα μονήρη άνθη, συνήθως κόκκινα και σπανιότερα λευκά. Ο καρπός της είναι το ρόδι και είναι σωροκάρπιο ή συγκάρπιο από πολλές δρύπες (παλαιότερα ονομαζόταν σίδιο). Ο χυμός του ροδιού αντιπροσωπεύει τα τρία τέταρτα του βάρους του. Ο φλοιός των καρπών είναι πλούσιος σε ταννίνη και χρησιμοποιείται στην κατεργασία των δερμάτων, ακόμα και στη βαφή των μαλλιών. Αφέψημα του φλοιού του καρπού και της ρίζας χρησιμοποιείται ως ανθελμινθικό και ιδίως κατά της ταινίας, γιατί περιέχει ένα αλκαλοειδές. Πολλαπλασιάζεται με μοσχεύματα ή παραφυάδες. Οι καρποί της ωριμάζουν το φθινόπωρο και συλλέγονται πριν αρχίσουν οι βροχές. Έπειτα, αποθηκεύονται σε ξηρό περιβάλλον. Η ροδιά απαντάται σε διάφορες μορφές, οι κυριότερες από τις οποίες είναι: οι οξύκαρπες (ξινόρροδα) και οι γλυκόκαρπες (γλυκόρροδα) καθώς και σε μορφή νάνου. Δέντρο ανθεκτικό, σπάνια προσβάλλεται από παράσιτα.Το δέντρο ήταν γνωστό στην αρχαία Ελλάδα. Στον Όμηρο και στην Οδύσσεια υπάρχει αναφορά στη ροδιά. Ειδικότερα, αναφέρεται ότι το φυτό καλλιεργούνταν στους κήπους του βασιλέα Αλκίνοου. Ο Θεόφραστος την αναφέρει ροιά ή ρόα. Ήδη από την αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν τη φλούδα της στη βυρσοδεψία και στην ιατρική.(Πηγή Βικιπαιδεία)Στη Σαμοθράκη η ροδιά είναι στενά συνδεδεμένη με την κυδωνιά. Είναι ένα φρούτο παραμελημένο όμως ίσως λόγω της δυσκολίας που καθαρίζεται αν και υπάρχει μυστικό στο καθαρισμα.Κόβουμε το πάνω μέρος και μετά ακτινωτά το καθαρίζουμε.Υπάρχουν δυο ειδών ροδιές: Αυτές που παράγουν ξυνά ρόδια και αυτές που παράγουν τα γλυκά. Και οι δυο κατηγορίες έχουν κοινες ισχυρές αντιοξειδωτικές ιδιότητες είτε σαν φρούτο είτε σαν χυμό.Παραδοσιακά, το ρόδι αποτελεί σύμβολο ευτυχίας και καλοτυχίας. Πολλά γούρια της πρωτοχρονιάς έχουν σχήμα ροδιού. Σαν συμβολική κίνηση γονιμότητας από τους Ελληνιστικούς χρόνους έως και σήμερα, σπάμε ένα Ρόδι στο πάτωμα σε γάμους και την πρωτοχρονιά, σε ένδειξη αφθονίας, γονιμότητας και καλής τύχης.Η ροδιά είναι θάμνος (αν και τις περισσότερες φορές έχει την εμφάνιση δέντρου). Είναι φυλλοβόλο φυτό. Η Ροδιά είναι αυτογόνιμη. Δε χρειάζονται μέλισσες για την επικονίαση. Μία νέα ροδιά αρχίζει να παράγει καρπούς μετά τον τρίτο χρόνο. Ο κορμός της ροδιάς αρχίζει να διακλαδίζεται από χαμηλά. Τα άνθη της ροδιάς είναι λευκά ή κόκκινα, ανάλογα με την ποικιλία.
Η ροδιά είναι ένας ανθεκτικός θάμνος. Δεν έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις από το έδαφος. Μπορεί να καλλιεργηθεί σε ξηρά, σκληρά και χαλικώδη εδάφη. Αντέχει ακόμη και πότισμα με υφάλμυρο νερό. Για να έχουμε όμως ικανοποιητική παραγωγή και ποιοτικά ρόδια, το έδαφος θα πρέπει να είναι πλούσιο σε θρεπτικά συστατικά και αμμοαργιλώδες, ενώ τα ποτίσματα θα πρέπει να είναι τακτικά.Τα ρόδια που παράγει ωριμάζουν τέλη Αυγούστου με αρχές Σεπτεμβρίου, νωρίτερα δηλαδή από τις υπόλοιπες ποικιλίες. Η ποικιλία Angel Red παράγει τα περισσότερα ρόδια από τις άλλες ποικιλίες. Ο καρπός έχει ένα φωτεινό κόκκινο χρώμα και είναι πολύ ζουμερός. Μάλιστα τα ρόδια αυτής της ποικιλίας προτιμούνται για την παραγωγή χυμού ροδιού. Ένα ακόμη πλεονέκτημα που έχει είναι ότι τα σπόρια είναι συνήθως μαλακά, έχουν γλυκιά γεύση και μπορούν να καταναλωθούν. Στη Σαμοθράκη ροδιές έχει στα Αλώνια (στην Γιοματνή) στα απαν τα Αλώνια και στα Πήα τα Αλώνια στο Ξηροπόταμο και αλλού. Δεν καλλιεργείται συστηματικά. Τα τελευταία όμως χρόνια γίνεται δειλά δειλά προσπάθεια για να καλλιεργηθούν πιο συστηματικά. Οι ιδιότητές τους είναι πολλαπλές αλλά άγωστες στο ευρύ κοινό.
Ηκυδωνιά (επιστ. Κυδωνέα η προμήκης, Cydonia oblonga συνώνυμα Cydonia vulgaris Pers. και Pyrus cydonia L.) είναι οπωροφόρο δέντρο της οικογένειας των Ροδοειδών. Η καταγωγή της είναι από την περιοχή του Καυκάσου ή το Ιράν. Ως καλλιεργούμενο φυτό προτιμά τα πηλοαμμώδη εδάφη, όπως επίσης και τα υγρά, αρκεί να στραγγίζονται καλά. Ο πολλαπλασιασμός της γίνεται με μοσχεύματα, παραφυάδες και καταβολάδες. Ζει μέχρι και 50 χρόνια. Είναι δέντρο γνωστό από τα αρχαιότατα χρόνια, αφιερωμένο στην Αφροδίτη. Για το λόγο αυτό ονομάζεται και «Μήλο της Αφροδίτης».Πρόκειται για δικοτυλήδονο φυλλοβόλο δέντρο, που φτάνει τα 8 μέτρα (με μέσο ύψος τα 3-4 μ.) σε ύψος και είναι συγγενικό με τη μηλιά και με την αχλαδιά. Είναι επιπολαιόριζο και έχει θυσανωτή ρίζα. Ο κορμός και τα κλαδιά του έχουν γκριζόμαυρο χρώμα και είναι λίγο στρεβλωμένα. Έχει μεγάλα, απλά και δερματώδη φύλλα, με πολλές τρίχες και μεγάλα λευκά ή ρόδινα άνθη, τα οποία είναι μονήρη, με πέντε πέταλα. Το μήκος των φύλλων κυμαίνεται από 6 ως 11 εκατοστά. Ο καρπός του, το κυδώνι, έχει χρώμα κίτρινο προς το χρυσό, όταν είναι ώριμο και έχει σχήμα ακανόνιστο (αχλαδιού). Ορισμένα είδη λεπιδόπτερων τρέφονται με κυδώνιαΟ γνωστότερος τρόπος πολλαπλασιασμού του δέντρου είναι τα μοσχεύματα και οι παραφυάδες. Ως υποκείμενα χρησιμοποιούνται κλωνάρια Προβηγκίας, Ορλεάνης και Ιστ Μάλινγκ. Η φυτεία των δέντρων γίνεται σε αποστάσεις που κυμαίνονται από 4 ως 6 μέτρα. Η λίπανση γίνεται με ουσίες πλούσιες σε άζωτο και κάλιο. Η καρποφορία του φυτού αρχίζει στον τρίτο με τέταρτο χρόνο της ηλικίας της και αυξάνει μέχρι το 15ο έτος. Από το 25ο έτος αρχίζει η πτώση της παραγωγής. Το φυτό δεν μπορεί να καρποφορήσει αν δεν ποτίζεται συχνά, αλλά με μικρές ποσότητες νερού. Σε διαφορετική περίπτωση, οι καρποί δε μεγαλώνουν, αποκτούν ακανόνιστο σχήμα και γεμίζουν πολλά λιθώδη κύτταρα.Οι κυριότερες ποικιλίες που καλλιεργούνται στον ελληνικό χώρο είναι τα μηλοκύδωνα ή ψωμοκύδωνα, η πορτογαλική (Del Portogallo) και η μαμούθ, με πολύ μεγάλο καρπό, που χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική και ως επιτραπέζιο.Καλλιέργεια και χρησιμότηταΗ κυδωνιά αυτοφύεται σε όλες τις χώρες που γειτνιάζουν με τη Μεσόγειο, όπως η Γαλλία, η Ισπανία και η Ελλάδα. Χρησιμοποιείται για την παρασκευή μαρμελάδας, κυδωνόπαστας και κομπόστας (από τον καρπό της), ενώ το ξύλο της είναι ανθεκτικό και δεν σαπίζει. Ως αποτέλεσμα, το ξύλο της κυδωνιάς χρησιμοποιείται στην τορνευτική και στη λεπτοξυλουργική. Από τα φύλλα του δέντρου παρασκευάζεται αφέψημα, το οποίο έχει μαλακτικές και αποχρεμπτικές ιδιότητες. (Πηγή Βίκιπαιδεια)
Στη Σαμοθράκη έχει δυο ειδών κυδωνιές: Οι πρώιμες και οι όψιμες.Οι πρώιμες ωριμάζουν τους καρπούς τέλος Αυγούστου με αρχες Σεπτεμβρίου. Τα κυδώνια ειναι μικρά σε μέγεθος αλλά με πολύ άρωμα και ευπεπτα γιαυτό και είναι κατεξοχήν βρώσιμα και δεν κρατάνε και πολύ. Οι όψιμες που ωριμάζουν γύρω στα μεσα Οκτωβρίου και είναι πιο μεγάλα και ξυνόγλυκα. Αυτα διατηρούνται πολύ χρόνο σαν φρέσκα χωρίς να μπουν σε ψυγείο.Κυδωνιές έχει : Στα Αλώνια πάρα πολλές και ήταν κατεξοχή το αγαπημένο φρούτο των κατοίκων ,στους Καρυώτες και στον Αη Γιωρ στη Χώρα. Τρώγονται και ψητά με μέλι ή σκέτα και επίσης τα κάνουνε "ρεντέ" γλυκό που τρώγεται και σαν μαρμελάδα. Είναι και φάρμακο κυρίως για διάρροια. Αν κάποιος έχει δυσκοίλια να μη φάει γιατί θα γίνει χειρότερα.
Το κορόμηλο είναι ένα είδος δαμάσκηνου. Το όνομά του ίσως είναι παραφθορά της λέξης καρυόμηλο (κάρυο = μικρός καρπός με σκληρό περίβλημα). Όμως ανάλογα με το χρώμα του και το μέρος της Ελλάδας όπου φυτρώνει, παίρνει και διαφορετικό όνομα (τζάνερο, κούμπουλο, κ.ά.), όπως μας πληροφορεί ο συγγραφέας του βιβλίου «Οπωροφόρες Λέξεις» Νίκος Σαραντάκος.Με σχήμα σφαιρικό, λεπτή φλούδα και εύθραυστη ομορφιά σε αποχρώσεις του πράσινου, του κίτρινου ή του κόκκινου κρύβει μια γλυκόξινη χυμώδη σάρκα. Μπορεί να είναι μικρό, αλλά διεκδικεί με καμάρι – ανάμεσα σε άλλα περισσότερο γνωστά καλοκαιρινά φρούτα – τις θρεπτικές και γευστικές δάφνες που του αξίζουν. Επειδή η οικογένεια των δαμάσκηνων είναι πολυμελής, συχνά συγχέεται με άλλα αδέλφια του, όπως οι βανίλιες. Το πιο γλυκό από όλα τα είδη έχει χρυσαφένιο χρώμα και καλλιεργείται στη Γαλλία. Αποκαλείται mirabelle (μιράμπελο) και γίνεται φρουτένια λιχουδιά (μαρμελάδα, κομπόστα, λικέρ, τάρτα).
Αποτοξινωτικό, αντιοξειδωτικόΗ ανθεκτική κορομηλιά ανήκει στην ίδια βοτανική υποοικογένεια με τη βερικοκιά, τη δαμασκηνιά και τη ροδακινιά και μπορεί να φυτευτεί ακόμα και σε γλάστρα. Οι καρποί των συγκεκριμένων οπορωφόρων έχουν όμοιες θρεπτικές και θεραπευτικές ιδιότητες: Θεωρούνται αποτοξινωτικές και αντιγηραντικές τροφές και ξεχωρίζουν για τις μεγάλες ποσότητες βιταμίνης Α και C που περιέχουν, όπως επίσης για την ευεργετική δράση τους κατά της αρθρίτιδας και άλλων εκφυλιστικών παθήσεων. Επιπλέον οι άφθονες φυτικές ίνες τους ξορκίζουν τη δυσκοιλιότητα (πίνοντας παράλληλα άφθονο νερό). Κοινό συστατικό τους είναι και το νικοτινικό οξύ (αλλιώς νιασίνη ή Β3), μια βιταμίνη που βοηθά στην απελευθέρωση ενέργειας από την τροφή.
Τα κορόμηλα βρίσκονται πολύ ψηλά στη λίστα των αντιοξειδωτικών τροφών και εκτός των άλλων προστατεύουν την καλή λειτουργία το εγκεφάλου, της καρδιάς, του νευρικού συστήματος και των ματιών, ενώ δρουν κατά της υπερτροφίας του προστάτη. (πληροφορές:Πολιτιστικός Σύλλογος Ελικών). Στη Σαμοθράκη υπάρχουν τριών ειδών κορόμηλα ή τζάνερα (τζανηηα) όπως αλλιως λέγονται στην τοπικη διάλεκτο. Τα ξεχωρίζουμε όταν ωριμάζουν:Αυτά που είναι κίτρινα μεγάλα και γλυκα αυτα που είναι κίτρινα μικρα και ξυνόγλυκα και αυτά που είναι σκουρόχρωμα. Τα πιο καλά είναι τα πρώτα.Τρώγονται και άγουρα προσφέροντας μια πολυ ξινή αλλά ευχάριστη γεύση. Εμπορικά είναι χαμηλής αξίας.Κάποιες νοικοκυρές τα κάνουν και γλυκό κουταλιού.Στη Σαμοθράκη τζανεριές έχει: Στη Γιοματνή στα απαν τα Αλώνια στο Πολυπουδ στο Ξηροπόταμο και αλλού. Έχει και σε αυλες σπιτιών μεμονομένα δέντρα.Ένα τονωτικό ρόφημα μπορεί να προκύψει από τα γινωμένα κορόμηλα, όταν τα αναμείξεις με χειροποίητο γάλα αμυγδάλου, βανίλια, κανέλα (και μέλι, αν θέλεις).Υλικά:300 γρ. ώριμα κορόμηλα Ένα ποτήρι νερού αμυγδαλόψιχαΒανίλια (κατά προτίμηση φυσική, κοπανισμένη) ΚανέλαΜέλι (προαιρετικά) Εκτέλεση:Βάζεις από το βράδυ τα αμύγδαλα να μουλιάσουν σε ένα βαθύ πιάτο με νερό. Το πρωί τα ρίχνεις στο μπλέντερ μαζί με ενάμισι ποτήρι νερό, χτυπάς το μείγμα για 2-3 λεπτά και το σουρώνεις. Στη συνέχεια βγάζεις τα κουκούτσια από τα κορόμηλα και τα βάζεις στο μπλέντερ μαζί με το γάλα αμυγδάλου και τη βανίλια για να χτυπηθούν όλα μαζί. Δοκιμάζεις τη γεύση και, αν θέλεις, προσθέτεις λίγο μέλι. Σερβίρεις σε ψηλά ποτήρια με παγάκια (αν το θέλεις πιο δροσερό) πασπαλίζοντας με λίγη κανέλα. (πηγήhttp://www.boro.gr/58196/koromhlo-ena-magiko-froyto-me-antighrantikes-xares-syntagh-rofhma