Πηγή: https://www.facebook.com/orthografiakaiorthoepeia/posts/924203004276123/ H δοτική στη νεοελληνική γλώσσα
Η δοτική πτώση, κατάλοιπο από την
αρχαία και τη λόγια γλωσσική μας παράδοση,
χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον σε
στερεότυπες εκφράσεις, όπως οι ακόλουθες:
- αιτία ( θανάτου, δωρεάς = λόγω, εξαιτίας).
- άμα τη ( αφίξη, εμφανίση του, της, των
κτλ.).
- ανωτέρα βία ( = λόγω ανωτέρας βίας, από
απροσδόκητο γεγονός (που ξεφεύγει από
τον έλεγχό μας).
- αστυνομική συνοδεία.
- βάσει ( του, της, των κλπ. = σύμφωνα
με).
- γνωστόν τοις πάσι [ = σε όλους γνωστό,
πασίγνωστο (πας, παντός, παντί, πάντα,
πας, πάντες, πάντων, πάσι, πάντας, πάντες)].
- δημοσία δαπάνη ( = με έξοδα του κράτους).
- δόξα τω Θεώ.
- δυνάμει ( του, της, των κλπ. = σύμφωνα
με).
- δυνάμει + όνομα ( = δυνητικά κάτι).
- ειρήσθω εν παρόδω ( = σε παρένθεση,
παρενθετικά).
- έκαστος εφ΄ ω ετάχθη [ = Ο καθένας (εκεί
όπου παρατάχθηκε) πρέπει να κάνει αυτό
που ανέλαβε (ή αυτό που έχει χρέος να
κάνει)].
- ελαφρά τη ( καρδία, συνειδήσει).
- ελέω ( του, της, των κτλ = χάρη σε).
- ελλείψει.
- εν + δοτική ( αγνοία, αδίκω, αμύνη,
αμφιβόλω, ανάγκη, αναμονή, αφθονία,
αντιθέσει, απαρτία, αποστρατεία, βρασμώ,
γένει, γνώσει, διαστάσει, διωγμώ, δράσει,
είδει, ελλείψει, λευκώ, συνεχεία, κτλ).
- εν ευθέτω χρόνω [ = (σε εύθετο χρόνο) =
σε κατάλληλο χρόνο, αργότερα].
- εν τη ρύμη του λόγου [ = (στη ροή του
λόγου) = πάνω στη φόρα της κουβέντας].
- ενώπιος ενωπίω ( = πρόσωπο με πρόσωπο)
- επί + δοτική ( αποδείξη, πιστώσει, τη
ευκαιρία κτλ).
- θέσει ( = λόγω της θέσης του)
- ιδία ( = βουλήσει, δαπάνη, δυνάμει,
ευθύνη, πρωτοβουλία, υπαιτιότητι).
- ιδίοις ( = εξόδοις, αναλώμασι, όμμασι).
- καλή τη πίστει.
- λόγω ( = του, της, των κτλ.= εξαιτίας
του, της, των κτλ.).
- λόγω τιμής.
- μέσω ( του,της, των κτλ).
- παρά + δοτική ( Αρείω Πάγω, τω Πρωθυπουργώ).
- πάση ( δυνάμη, θυσία).
- πέζη ( = πεζός, πεζή, πεζό, πεζοί).
- πόσω μάλλον.
- τοις (εκατό, μετρητοίς).
- τύποις ( = τυπικά).
- τυφλοίς όμμασι ( = με κλειστά μάτια,
μεταφορικά με απόλυτη εμπιστοσύνη).
- τωόντι ( = πράγματι).
- φύσει ( = αδύνατο).
- φυσικώ τω λόγω ( = καθώς είναι φυσικό)
Ακόμη περισσότερες φράσεις με τις επεξηγήσεις τους από τον κ. Βαλεοντή στην ΕΛΕΤΟ: http://www.eleto.gr/download/Orogramma/Dotikes_KValeontis.pdf?fbclid=IwAR3h3pdrp7g997tcC9pQ7Vilq4O6Y9qqwatOk-qIB5lsjXbEWqUZcOToJ9Q
|