Γ1           >Οικονομάκης Αλέξανδρος

>Βεργίνης Βασίλης

>Κουφακης Μίλτος

>Λυμπιτακης Νίκος

 

 

 

 

22 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1915

Ο ΧΗΜΙΚΟΣ   ΠΟΛΕΜΟΣ

Κατά το 1915, οι Γερμανοί τήρησαν κυρίως αμυντική στάση, επικεντρώνοντας τις δυνάμεις τους ενάντια στη Ρωσία. Η κύρια εξαίρεση ήταν η Δεύτερη Μάχη του Υπρ, η οποία χαρακτηρίστηκε από την πρώτη χρήση δηλητηριωδών αερίων (χλώριο) από τους Γερμανούς. Η δράση των αερίων προκάλεσε πανικό στις γαλλικές γραμμές, αλλά η γερμανική ηγεσία δεν ήταν προετοιμασμένη να το εκμεταλλευτεί, και καναδικές δυνάμεις γρήγορα έκλεισαν το κενό. Οι Σύμμαχοι επίσης περιορίστηκαν σε τοπική δράση, ως την μεγάλη επίθεση στην Καμπανία τον Σεπτέμβριο, όπου ο Γάλλος αρχιστράτηγος, Ζόφφρ, ήλπιζε ότι με την χρήση ισοπεδωτικών βομβαρδισμών (μπαράζ) θα μπορούσε να ανοίξει ένα ρήγμα στις γερμανικές γραμμές. Η επίθεση όμως γρήγορα αποτελματώθηκε όταν συνάντησε την δεύτερη και τρίτη γερμανική γραμμή άμυνας, και τερματίστηκε τον Νοέμβριο μετά από βαριές αγγλογαλλικές απώλειες.

Κίνδυνοι από χημικά

Πρεμιέρα των ασφυξιογόνων

Bρετανοί στρατιώτες ετοιμάζονται για επίθεση με αέρια φορώντας μάσκες και βρεγμένες γάζες. Συνολικά, στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο χρησιμοποιήθηκαν 113.000 τόνοι χημικών ουσιών που προσέβαλαν 1.300.000 άνδρες εκ των οποίων πέθαναν οι 91.000.

Η 22α Απριλίου του 1915 θεωρείται ως η ημέρα επίσημης εμφάνισης του χημικού πολέμου στην ιστορία της ανθρωπότητας. Στο Υπρ του Βελγίου, τα συμμαχικά και τα γερμανικά στρατεύματα ήταν παρατεταγμένα στα χαρακώματα. Η μάχη κρατούσε μήνες, αφού σπάνια οι αντίπαλοι έβγαιναν από τα χαρακώματα. Την ημέρα εκείνη, το απόγευμα γύρω στις 5, οι Γάλλοι στρατιώτες είδαν ένα πρασινοκίτρινο στρώμα «ομίχλης» να κινείται προς το μέρος τους, από τις γερμανικές γραμμές, και να τους καλύπτει. Αμέσως άρχισαν να νιώθουν δύσπνοια και έντονο τσούξιμο στα μάτια που προκαλούσε άφθονα δάκρυα. Το πρασινοκίτρινο αέριο γέμισε τα χαρακώματα. Πανικόβλητοι, οι στρατιώτες έτρεχαν να ξεφύγουν, αλλά η ταχύπνοια λόγω του τρεξίματος τους υποχρέωνε να εισπνέουν όλο και περισσότερο χλώριο (αυτό ήταν το αέριο).

 

Σε 1-2 ώρες οι γραμμές των συμμάχων είχαν καταρρεύσει αλλά οι Γερμανοί, εξίσου έκπληκτοι από τα αποτελέσματα, δεν μπόρεσαν να εκμεταλλευτούν την κατάσταση. Εν τω μεταξύ, εκτός από τους ανθρώπους, είχε αλλάξει μορφή και το τοπίο αφού, υπό την επίδραση του χλωρίου, τα πράσινα φύλλα των δένδρων άσπρισαν και τα λουλούδια άλλαξαν χρώματα! Οι Γερμανοί επανήλθαν με το χλώριο 36 ώρες αργότερα, σε άλλο σημείο του μετώπου. Εκεί, ένας Kαναδός λοχαγός ονόματι Μπέρτραντ, χημικός, αναγνώρισε το χλώριο και έδωσε εντολή στους άντρες του να βρέξουν με ούρα τεμάχια υφάσματος (κάλτσες, κασκόλ κ.τλ.) και να τα προσαρμόσουν στο πρόσωπό τους, ώστε να αναπνέουν μέσα από αυτά. Αυτό το έκανε γιατί γνώριζε ότι η ουρία μπορούσε να δεσμεύσει αποτελεσματικά το χλώριο. Ομως, η ενέργεια αυτή δεν κράτησε για πολύ, αφού οι τεράστιες ποσότητες χλωρίου εξουδετέρωσαν την ουρία και περνούσαν στο αναπνευστικό σύστημα των στρατιωτών.

Εκτός από το χλώριο, χρησιμοποιήθηκαν στον ίδιο πόλεμο το φωσγένιο και, πολύ λιγότερο, το διφωσγένιο. Τα δύο τελευταία ασφυξιογόνα έκαναν επίσης την «πρεμιέρα» τους στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, προκαλώντας ποσοστό 80% από τους θανάτους που συνολικά προήλθαν από ασφυξιογόνα. Το φωσγένιο χρησιμοποιήθηκε πρώτα από τους Γερμανούς, στις 19 Δεκεμβρίου του 1915 και έξι μήνες αργότερα από τους Βρετανούς, των οποίων υπήρξε το κύριο χημικό όπλο (χρησιμοποίησαν 1.500 τόνους σε 15 επιθέσεις). Οι ουσίες ανήκουν στα ασφυξιογόνα πολεμικά αέρια, τα οποία σήμερα δεν εντάσσονται στα αποτελεσματικά χημικά όπλα. Ωστόσο, το φωσγένιο, άχρωμο αέριο με αποπνικτική οσμή άχυρου και παρατεταμένη δράση, αποτελεί πιθανό όπλο περιορισμένου τρομοκρατικού χτυπήματος σε κλειστούς χώρους, από «μέσης τεχνολογίας» οργανώσεις, εξαιτίας της ευκολίας παραγωγής, μεταφοράς και χρήσης του.

Nευροτοξικά αέρια

Τον Μάρτιο του 1968, στο πλαίσιο μιας στρατιωτικής άσκησης, ρίχτηκε από αεροπλάνο μια ποσότητα αερίου VX σε μια περιοχή στο Τέξας. Ομως, μια μικρή ποσότητα της ουσίας είχε μείνει στο ντεπόζιτο του αεροπλάνου και διασκορπίστηκε στον αέρα, καθώς το αεροπλάνο έπαιρνε ύψος. Το αποτέλεσμα ήταν 6.000 πρόβατα που βρίσκονταν στην περιοχή να βρουν τραγικό θάνατο. Το VX ανήκει στις «προηγμένες» νευροτοξικές ουσίες και ανακαλύφθηκε στις ΗΠΑ το 1958.

 

Οι νευροτοξικές ουσίες, άχρωμα υγρά που εισέρχονται στο σώμα και μέσω της αναπνοής ή του δέρματος, ανακαλύφθηκαν από Γερμανούς χημικούς υπό τον δρα Γκέρχαρντ Σρέντερ, στα μέσα της δεκαετίας του 1930, στο πλαίσιο ερευνών για παρασιτοκτόνα (οργανοφωσφορικές ενώσεις). Eως το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, είχαν συντεθεί οι ουσίες tabun, sarin, soman και χιλιάδες άλλες οι οποίες, ωστόσο, δεν χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου. Οι νευροτοξικές ουσίες μπορούν να παρασκευαστούν με απλές χημικές τεχνικές. Οι πρώτες ύλες που απαιτούνται είναι φτηνές και εύκολα διαθέσιμες στο εμπόριο, χωρίς να προκαλούν την προσοχή όταν παραγγέλλονται ή    αγοράζονται.

Το sarin επέλεξε, παρασκεύασε και χρησιμοποίησε για την επίθεση στο μετρό του Τόκιο, η οργάνωση Υπέρτατη Αλήθεια του Σάκο Ασαχάρα, στις 20 Μαρτίου 1995.

Καυστικές ουσίες

Το «αέριο μουστάρδας» παρήχθη για πρώτη φορά το 1822, αλλά οι επιβλαβείς επιδράσεις δεν ανακαλύφθηκαν παρά το 1860. Ονομάστηκε έτσι επειδή μια μέθοδος παραγωγής του απέφερε ένα μη καθαρό, καστανοκίρινο υγρό που μύριζε σαν μουστάρδα. Χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως χημικό-καυστικό όπλο στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και προκάλεσε βλάβες στους πνεύμονες και στα μάτια, σε πολλούς στρατιώτες. Πολλοί από αυτούς υπέφεραν από πόνους 30-40 χρόνια μετά την έκθεση, κυρίως ως αποτέλεσμα των τραυματισμών των ματιών και χρόνιων αναπνευστικών διαταραχών.

. Bρετανοί στρατιώτες τραυματισμένοι από χημικά αέρια. Στις 12 Ιουλίου 1917, τα βρετανικά στρατεύματα δέχτηκαν καταιγιστικά πυρά με οβίδες που περιείχαν ένα καφετί υγρό με πολύ άσχημη οσμή. Ηταν το φονικό αέριο μουστάρδας.

 

Το σκηνικό ήταν το ίδιο, στην ίδια πόλη, στο Υπρ του Βελγίου. Στις 12 Ιουλίου 1917, τα βρετανικά στρατεύματα δέχτηκαν καταιγιστικά πυρά με οβίδες που περιείχαν ένα καφετί υγρό με πολύ άσχημη οσμή. Ηταν το αέριο μουστάρδας που ονομάστηκε από τους Γάλλους υπερίτης, από το όνομα της πόλης Υπρ όπου πρωτοχρησιμοποιήθηκε, ενώ από τους Γερμανούς ονομάστηκε LOST, από τα αρχικά των γερμανών χημικών Λόμμελ και Στάινκοφ, που είχαν την έμπνευση να χρησιμοποιηθεί ως πολεμικό χημικό όπλο.

Φυσικά, ο υπερίτης χρησιμοποιήθηκε και από τους συμμάχους εναντίον των Γερμανών. Μάλιστα, σε βομβαρδισμό που έγινε στις 14 Οκτωβρίου 1918 με υπερίτη, θύμα υπήρξε και ένας νεαρός τότε δεκανέας, ο Aδόλφος Χίτλερ, ο οποίος πέρασε μήνες στο νοσοκομείο μιας μικρής πόλης κοντά στο Βερολίνο, στο Πάσεβαλκ, με φριχτούς πόνους στα μάτια. Τελικά δεν έχασε την όρασή του, αλλά εκείνη η εμπειρία θεωρείται ότι συνέβαλε καθοριστικά στη μετέπειτα εξέλιξή του.

Συνολικά, στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο χρησιμοποιήθηκαν 113.000 τόνοι χημικών ουσιών που προσέβαλαν 1.300.000 άνδρες εκ των οποίων πέθαναν οι 91.000. Το 80% αυτών που προσβλήθηκαν από υπερίτη και επέζησαν έπασχαν από χρόνια βρογχίτιδα και πολλοί πέθαναν από καρκίνο στους πνεύμονες, αφού ο υπερίτης έχει μεταλλαξιογόνο δράση.

Κατά τη διάρκεια του πολέμου μεταξύ του Ιράν και του Ιράκ την περίοδο 1979-1988, το Ιράκ χρησιμοποίησε μεγάλες ποσότητες χημικών ουσιών. Περίπου 5.000 Ιρανοί στρατιώτες αναφέρθηκε ότι φονεύθηκαν, το 10-20% από αέριο μουστάρδας. Επιπλέον, 40-50.000 τραυματίστηκαν. Ενα σοβαρό αποτέλεσμα των πολεμικών συρράξεων στις οποίες χρησιμοποιείται αέριο μουστάρδας είναι το ότι το ιατρικό σύστημα επιβαρύνεται με μεγάλο αριθμό τραυματιών, που έχουν ανάγκη από μακροχρόνια και απαιτητική περίθαλψη.

Σήμερα εξακολουθούν ακόμα να σημειώνονται περιστατικά στη Σουηδία, όπου άνθρωποι προσβάλλονται από το αέριο μουστάρδας. Σε αυτούς περιλαμβάνονται ψαράδες που εκτίθενται σε αέριο μουστάρδας που έρχεται στην επιφάνεια με τα αλιευτικά δίχτυα. Η ρίζα του προβλήματος βρίσκεται στην απόρριψη χημικών όπλων στα νερά έξω από τις ακτές της Δανίας και της Σουηδίας, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πολλά αλιευτικά λιμάνια στη νότια Σουηδία και τη Δανία διαθέτουν μέσα περίθαλψης για τα άτομα που τραυματίζονται και για την απολύμανση εξοπλισμού μολυσμένου από αέριο μουστάρδας. Ορισμένα μέσα αντιμετώπισης υπάρχουν και στα αλιευτικά σκάφη.

Xημικά απόβλητα

Οι Ιταλοί, οι Ούγγροι, οι Ιάπωνες, οι Γάλλοι, οι Ρώσοι και οι Αμερικανοί, καθώς επίσης και οι Γερμανοί, τελειοποίησαν όλοι το αέριο μουστάρδας, το φωσγένιο και παρόμοιους παράγοντες, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Παρότι δεν τα χρησιμοποίησαν, οι χώρες αυτές συγκέντρωσαν τόσο μεγάλες ποσότητες χημικών πολεμοφοδίων που η απόρριψή τους δημιούργησε ένα τεράστιο πρακτικό πρόβλημα, ένα πρόβλημα που θα ήταν κυριολεκτικά ανυπέρβλητο στον σημερινό, πιο συνειδητοποιημένο περιβαλλοντικά κόσμο. Σε εκείνα τα χρόνια της μεγαλύτερης «αφέλειας», ωστόσο, τα χημικά πολεμοφόδια απλώς κατέληξαν στα βάθη όλων σχεδόν των ωκεανών του κόσμου, μέσα στα αμπάρια άχρηστων πλοίων που βυθίστηκαν...

Το άεριο μουστάρδας είναι ουσία πολύ απλή στην παρασκευή της και μπορεί, συνεπώς, να αποτελέσει «πρώτη επιλογή» όταν μια χώρα ή οργάνωση χωρίς πολλά μέσα αποφασίσει να κάνει χημικό πόλεμο. Ο λεβισίτης (κωδικός L), που πήρε το όνομά του από τον Lewis που τον ανακάλυψε, ανήκει στις αρσενικούχες καυστικές ουσίες. Εχει ανοιχτό καστανοκίτρινο χρώμα και οσμή σαν τα γεράνια. Προκαλεί τις ίδιες βλάβες με το αέριο μουστάρδας, αλλά σε πιο έντονο βαθμό. Τα συμπτώματα, όμως, αρχίζουν αμέσως και όχι με καθυστέρηση ωρών, όπως με το αέριο μουστάρδας.

 

ΑΛΛΟ ΧΗΜΙΚΟ ΑΕΡΙΟ

Το Φωσγένιο

Το φωσγένιο ή χλωριούχο καρβονύλιο[1] (COCl2) είναι μη εύφλεκτη, αλλά πολύ τοξική χημική ένωση, που συνήθως υπάρχει στην κατάσταση αερίου ή κατεψυγμένου υγρού (σημείο τήξεως −118 °C, σημείο ζέσεως 8 °C). Χρησιμοποιείται για την παραγωγή πολυμερών, βαφών, φυτοφαρμάκων και φαρμακευτικών. Επειδή είναι ισχυρό ασφυξιογόνο, το φωσγένιο χρησιμοποιήθηκε και ως χημικό όπλο κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Το αέριο φωσγένιο είναι άχρωμο, αλλά συνήθως δημιουργεί λευκό ή υποκίτρινο νέφος όταν απελευθερώνεται στην ατμόσφαιρα. Το αέριο φωσγένιο είναι βαρύτερο από τον αέρα (πυκνότητα αερίου φωσγενίου: 4,248 g dm−3 στους 15 °C). Σε μικρές συγκεντρώσεις έχει ελαφρά οσμή φρεσκοκομμένου σανού, αλλά σε υψηλές συγκεντρώσεις, η οσμή του γίνεται έντονη και δυσάρεστη.

Παραγωγή

Το φωσγένιο ανακαλύφθηκε το 1812 από τον άγγλο γιατρό και ερασιτέχνη χημικό Τζον Ντέιβυ (17901868), ο οποίος συνέθεσε την ουσία εκθέτοντας στο ηλιακό φως ένα μείγμα μονοξειδίου του άνθρακα (CO) και χλωρίου (Cl2). Ο ίδιος ονόμασε την ανακάλυψή του φωσγένιο από τις ελληνικές λέξεις φως και γενώ.Σε βιομηχανική κλίμακα, το φωσγένιο παράγεται με την αντίδραση μονοξειδίου του άνθρακα με αέριο χλώριο σε κλίνη πορώδους άνθρακα, ο οποίος ενεργεί ως καταλύτης:

CO + Cl2 → COCl2

Η αντίδραση είναι εξώθερμη, αλλά σε θερμοκρασία ανώτερη των 200 °C, η ισορροπία ανατρέπεται και το φωσγένιο διασπάται και πάλι σε μονοξείδιο του άνθρακα και χλώριο. Γι' αυτό ο αντιδραστήρας παραγωγής φωσγενίου πρέπει να ψύχεται και να διατηρείται σε θερμοκρασία 50–150 °C.Επειδή το φωσγένιο είναι άκρως τοξικό, συνήθως δεν επιτρέπεται η μεταφορά του. Η παραγωγή και η κατανάλωσή του φωσγενίου γίνεται μέσα στα όρια του ίδιου χημικού εργοστασίου.Μικρές ποσότητες φωσγενίου παράγονται από την φυσική διάσπαση χλωριούχων οργανικών ουσιών. Επίσης, φωσγένιο μπορεί να δημιουργηθεί κατά την καύση χλωριούχων οργανικών ουσιών ή από την διάσπαση χλωροφορμίου υπό την επίδραση υπεριώδους ακτινοβολίας (γι' αυτό και το χλωροφόρμιο πρέπει να φυλάσσεται σε σκουρόχρωμες φιάλες).

Χρήσεις

Το φωσγένιο χρησιμοποιείται κυρίως για την παραγωγή πολυμερών όπως πολυουρεθάνη, πολυανθρακικό και πολυμερή ουρίας. Χρησιμοποιείται επίσης για την παρασκευή ισοκυανικών και ακυλοχλωριούχων ενώσεων, οι οποίες κατόπιν χρησιμοποιούνται για την παρασκευή βαφών, ζιζανιοκτόνων και φαρμακευτικών ουσιών. Εξαιτίας της τοξικότητάς του, για εργαστηριακές χρήσεις, το φωσγένιο έχει αντικατασταθεί από το διφωσγένιο (εστέρας χλωροφορμικού οξέος), που είναι υγρό υπό κανονικές συνθήκες, και από τριφωσγένιο (διεστέρας καρβονικού οξέος), που είναι στερεό υπό κανονικές συνθήκες. Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το φωσγένιο χρησιμοποιήθηκε ως χημικό όπλο, τόσο από τις δυνάμεις της Αντάντ όσο και από τους Γερμανούς. Υπολογίζεται ότι από τους 100.000 νεκρούς του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου από χημικά αέρια, οι 85.000 πέθαναν από το φωσγένιο. Σήμερα, το φωσγένιο δεν χρησιμοποιείται πλέον για την παρασκευή χημικών όπλων, επειδή έχουν ανακαλυφθεί άλλες πιο θανατηφόρες ουσίες.

Τοξικές ιδιότητες

Το φωσγένιο είναι πολύ ισχυρό ασφυξιογόνο. Το φωσγένιο προκαλεί ενοχλήσεις στα μάτια και στο δέρμα, αλλά το άτομο που θα εκτεθεί σε φωσγένιο δεν θα παρουσιάσει σοβαρά άλλα συμπτώματα ασφυξίας παρά μόνον αρκετές ώρες (έως και 72) μετά την αρχική έκθεση. Το φωσγένιο αντιδρά με το νερό των ιστών του αναπνευστικού συστήματος και παράγει διοξείδιο του άνθρακα και υδροχλωρικό οξύ. Το οξύ διαλύει τις μεμβράνες των πνευμόνων και οι πνεύμονες γεμίζουν με νερό. Το άτομο παθαίνει πνευμονικό οίδημα, αιμορραγία και βρογχιολίτιδα, που μπορεί να οδηγήσουν στον θάνατο.Παρά τις τοξικές του ιδιότητες, δεν έχει διαπιστωθεί εάν το φωσγένιο είναι καρκινογόνο ή τερατογόνο. Αναφέρεται όμως ότι το φωσγένιο αντιδρά με το DNA και ένζυμα και προκαλεί καρκίνο.

 

Το αεριο μουσταρδας

 

Η αρχή για τον 20ό αιώνα έγινε στις 03/01/1915 όταν 18000 οβίδες με δακρυγόνο αέριο έπεσαν κατά των ρώσων κατά τη μάχη του Bolimov, χωρίς όμως επιτυχία γιατί το αέριο πάγωσε, υγροποιήθηκε και παρέμεινε στο έδαφος οπότε δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Στο δυτικό μέτωπο στις 22/04/1915 160 τόνοι χλωρίου απελευθερώθηκαν προς τις γαλλικές γραμμές προκαλώντας ρήγμα 8 χιλιομέτρων στην αμυντική γραμμή βόρεια της πόλης Ypres. Η επιτυχία αυτή δεν ήταν αναμενόμενη ούτε από τους γερμανούς οι οποίοι δεν είχαν συσσωρευμένες δυνάμεις για να την εκμεταλλευθούν και έτσι η έγκαιρη άφιξη καναδικών και βρετανικών ενισχύσεων έκλεισε το κενό. Η κούρσα για τη δημιουργία πιο θανατηφόρων ουσιών είχε ξεκινήσει και στην κούρσα αυτή οι γερμανοί είχαν πάντα το προβάδισμα. Ετσι το 1917 παράγουν το αέριο μουστάρδας και το χρησιμοποιούν κατά των καναδών κατά την 3η μάχη του Ypres.

    Το αέριο μουστάρδας :(C4H8Cl2S) είναι μία κυταροτοξική ουσία η οποία σε θερμοκρασία δωματίου έχει υγρή μορφή. Συνθέθηκε για πρώτη φορά το 1860 από τον Frederick Guthrie. Για χρήση σαν όπλο προσθέτονται και αλλες ουσίες και το τελικό μίγμα έχει κίτρινο-καφέ χρώμα και οσμή σκόρδου ή μουστάρδας, οσμή από την οποία πήρε και το όνομά του. Παρά το όνομά του δεν είναι αέριο αλλά κατά την πολεμική χρήση έχει τη μορφή αεροζόλ, τα σταγονίδια του οποίου προσβάλουν το γυμνό δέρμα προκαλώντας μεγάλες φουσκάλες, εγκαύματα και νέκρωση ιστών. Αν περάσει στην αναπνευστική οδό προκαλεί βλάβες στους πνεύμονες, οίδημα και σε μεγάλες συγκεντρώσεις θάνατο. Το χημικό αυτό όπλο έχει περιορισμένη θνησιμότητα αλλά επιφέρει μεγάλο αριθμό τραυματιών οδηγώντας τις ιατρικές υπηρεσίες σε κορεσμό. Ο θάνατος από το αέριο μουστάρδας είναι αργός και εξαιρετικά οδυνηρός. Τα συμπτώματα εμφανίζονται 4 έως 24 ώρες μετά την προσβολή, καθιστώντας το χημικό εξαιρετικά επικίνδυνο αν δεν γίνει άμεσα αντιληπτό. Επίσης η επαφή με προσβεβλημένα άτομα ή/και αντικείμενα (ρούχα, όπλα κλπ) επιφέρει προσβολή κάτι το οποίο απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή κατά την διακομιδή και περίθαλψη των τραυματιών. Το αέριο μουστάρδας είναι εξαιρετικά δημοφιλές ως όπλο και έχει χρησιμοποιηθεί από το 1917 μέχρι και το 1988 από το ιρακινό καθεστώς κατά των κούρδων στο βόρειο Ιράκ. Μία από τις πιο «διάσημες» χρήσεις του ήταν κατά των αιθιοπικών στρατευμάτων από τους ιταλούς το 1935. Κατά τον 2ο ΠΠ χρησιμοποιήθηκε το 1939 από τους πολωνούς σε μία περίπτωση κατά των γερμανών και από τους γερμανούς μεμονωμένα στο Ανατολικό Μέτωπο, αν και οι περιπτώσεις αυτές οφείλονταν μάλλον σε λάθος παρά σε εσκεμένη χρήση και ήταν εξαιρετικά περιορισμένης έκτασης. Εκείνο όμως το βράδυ της 02/12/1943, 100 τόνοι από αυτό υλικό που μοιάζει να βγήκε από την κόλαση, περίμεναν στα αμπάρια του SS John Harvey τη επερχόμενη καταστροφή.

oi Κίνδυνοι από ta χημικά:

Τα χημικά παρουσιάζουν ορισμένα οφέλη για την υγεία του πληθυσμού και την ποιότητα ζωής συνολικά, όπως για παράδειγμα στις περιπτώσεις των φαρμακευτικών προϊόντων ή των καλλυντικών ή στον τομέα της ασφάλειας των τροφίμων. Δημιουργούν επίσης απασχόληση και ευνοούν την καινοτομία. Ταυτόχρονα, όμως, τα χημικά είναι δυνατόν να ενέχουν κινδύνους για την υγεία του ανθρώπου και για το περιβάλλον. Ανθεκτικές ενώσεις είναι δυνατόν να συσσωρεύονται στον οργανισμό και βαρέα μέταλλα να μολύνουν το νερό, τα ψάρια και το έδαφος. Ως εκ τούτου, οι επιδράσεις των χημικών πρέπει να είναι επαρκώς γνωστές ώστε να περιορίζονται στο ελάχιστο οι ανεπιθύμητες συνέπειες της χρήσης τους.

βιβλιογραφία

1.     Συγγραφέας του βιβλίου «Xημικά και Bιολογικά Oπλα» (εκδ. Aρχιπέλαγος), διευθυντής του ένθετου της «Kαθημερινής» Popular Medicine.

2.     Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια