Τα Θαρρούνια είναι ένα γραφικό ορεινό χωριουδάκι στην |
||
Ο τόπος που γεννήθηκα. Το χωριό που πρωτοείδα το φως του ήλιου. Εδώ μεγάλωσα μέχρι τα δεκατρία μου. Εδώ έμαθα τα πρώτα μου γράμματα. Έπαιξα με τους παιδικούς μου φίλους τα παιγνίδια της εποχής μας, αμάδες, φίκιο, κρυφτό, ξυλίκι κ.α. Παίζαμε τα ομαδικά παιδικά παιγνίδια, δεν είχαμε κινητά αλλά ούτε και σταθερά τηλέφωνα, tablets, pc, Atari, Ipod, ?. Με όλες τις κόντρες, τους καυγάδες και αντιπαραθέσεις που προέκυπταν και που μέσα απ? αυτές μάθαμε να συμφιλιωνόμαστε, να συγχωρούμε και να αγαπιόμαστε. Οι στερήσεις στο φαγητό πολλές, διασκέδαση ανύπαρκτη. Το πρωί που πηγαίναμε στο σχολείο κουβαλούσαμε και ένα κούτσουρο για τη θέρμανση της μοναδικής αίθουσας διδασκαλίας, με την ξυλόσομπα που όταν φυσούσε αντίθετος άνεμος από αυτόν που ........ ήθελε η σόμπα, γέμιζε καπνούς η αίθουσα και για να γλυτώσουμε από το καπνό βγαίναμε έξω, γλυτώνοντας έτσι και το μάθημα. Ο Δάσκαλος και αυτός δυσεύρετος. Υπήρξαν χρονιές που Δάσκαλος δεν πάτησε το πόδι του στο χωριό, με αποτέλεσμα το χάσιμο μιας ολόκληρης σχολικής χρονιάς, ή ερχόταν καθυστερημένα έτσι που η χρονιά ήταν κουτσουρεμένη. Ο αυταρχισμός του εκπαιδευτικού σε όλο του το μεγαλείο ! ! ! Το τράβηγμα του αυτιού (η ελαφρότερη ποινή), τον χαστούκισμα, ο ξυλοδαρμός σε όλο το σώμα, ειδικότερα το χτύπημα του εξωτερικού του χεριού αλλά και του εσωτερικού της παλάμης, με το "χάρακα" ή με τη βέργα που οι ίδιοι οι μαθητές προμήθευαν τον "δήμιο" για να έχει καλύτερη μεταχείριση εκείνος που θα έφερνε την "ωραιότερη βέργα", οι ατομικές τιμωρίες με ορθοστασία μπροστά στο πίνακα, απέναντι από όλους τους συμμαθητές του "εγκαλούμενου", η απομάκρυνση από το σχολείο και η επιστροφή με την "κόμη κεκαρμένην εν χρώ" δηλαδή το κεφάλι "γουλί" κούρεμα με την "ψιλή μηχανή" , η γραφή του λάθους κειμένου εκατό φορές και πολλά άλλα. Το σπίτι με ένα όλο και όλο δωμάτιο έμπαζε κρύο, χιόνι, νερό και ποντίκια απ' όλες τις πλευρές και ειδικά τις κρύες μέρες και νύκτες του χειμώνα. (Έπεφταν πολλά χιόνια τότε, κάλυπταν ολόκληρο το σπίτι που ήταν πολλές φορές δύσκολο να βγεις έξω απ' αυτό). Τα ρούχα της ένδυσης ήταν όλα φτιαγμένα στον αργαλειό της μάνας μας από το μαλλί των προβάτων μας και ραμμένα από ράφτρα του χωριού. Όσο για παπούτσια, φορούσαμε αυτά που μας είχε προμηθεύσει η μάνα μας με τη γέννησή μας, με άλλα λόγια ξυπόλητοι ή φτιαγμένα από ...... οικολογικά υλικά ή για τους πιο πλούσιους "πάνινα". Το φαγητό ήταν από προϊόντα του κήπου μας, των χωραφιών μας. Αυγά από τις κότες μας, γάλα, τυρί και κρέας από τα μανάρια μας, ζυμαρικά φτιαγμένα από τη μάνα μας, μακαρόνια, χυλοπίτες, τραχανάς, πληγούρι κ.α, χωρίς ω3, ω4, ω5, ....... αλλά πάνω απ' όλα πλήρως οικολογικά. Μετά τα δεκατρία με αρκετούς από τους συμμαθητές μου πήγαμε στο Γυμνάσιο του Αλιβερίου. Και εκεί οι στερήσεις πολλές. Το καθημερινό μας φαγητό (φακές, φάβα, φασόλια, κουκιά, τηγανιστή -το πιο εύκολο και γρήγορο φαγητό-, ρεβίθια .......) το έστελναν οι γονείς μας από το χωριό με το κατσαρόλι, με το μοναδικό αυτοκίνητο που υπήρχε, αναποδογυρισμένο, μισοχυμένο, παγωμένο ή ξυνισμένο. Η δίψα όμως για μάθηση μεγάλη. Κόντρα στις αντιξοότητες και στις προκλήσεις της πόλης καταφέραμε να επιζήσουμε και να σπουδάσουμε, με την ελπίδα να γυρίσουμε στο χωριό μας με το κεφάλι ψηλά, για μια καλύτερη ζωή από αυτή που έζησαν οι γονείς μας. Αν τα καταφέραμε θα μας κρίνουν οι άλλοι. Και τώρα μετά από πολλά-πολλά χρόνια ξαναθυμόμαστε όλα αυτά, που για μερικούς φαίνονται υπερβολές. Όμως για μας που τα ζήσαμε είναι μία πραγματικότητα ήταν όλη μας η ζωή. Αποφάσισα λοιπόν να καταγράψω αυτές μου τις αναμνήσεις, εμπειρίες και με τις λιγοστές μου γνώσεις και την βοήθεια του φίλου Θρασύβουλου Θεοδωρόπουλου καθηγητή Πληροφορικής να κατασκευάσω αυτή την ιστοσελίδα και με τη βοήθεια του ανηψιού μου Λάμπρου Ηλία Μαθηματικού να την μετασχηματίσουμε και να την ανεβάσω. Γιαυτή την πολύτιμη βοήθεια τους ευχαριστώ θερμά. ΓΙΑΝΝΗΣ Γ. ΚΙΟΥΣΗΣ |
|
|
|
email :