ΟΙ ΛΥΜΠΕΡΗΔΕΣ

Επιστροφή

 

 

    ΛΥΜΠΕΡΗΔΕΣ (1η φυλή)
    Ο Βλαστάρας ο Γ. Λυμπέρης μου είχε πει τα εξής για τη φυλή του. Μία οικογένεια κυνηγημένη, έσερνε ένα παιδί 2 χρονών τον ΠΑΝΑΓΗ, δικό τους ή ξένο (ποιος ξέρει), διαμαρτυρόταν για την κούρασή του, τους ανάγκασε να το εγκαταλείψουν. Το πήγανε στου Ν. Γιαννούλη το μαντρί στης Κολογριάς το Κατούνι, στο βόλαθρο βάθους 10 μ, το κατέβασαν μέσα, του αφήσανε ένα καρβέλι ψωμί, ένα κανάτι νερό, τ' άφησαν και γύρισαν μετά από 20 μέρες, το βρήκαν ζωντανό αλλά τα ποντίκια του είχαν φάει το ένα χείλος! Γι' αυτό στην μετέπειτα ζωή του τον λέγανε Κοχύλα. Έγινε ψηλός 2 μ. Το χρώμα των Λυμπέρηδων και στις 3 φυλές είναι μαύρο. Μία πληροφορία μας λέει ότι οι ρίζες τους είναι Αιγύπτιοι ή Αλγερινοί. Ξέρουμε ότι ο Παναγής είχε δύο γιους, τον Προκόπη και τον Γιώργη. Οι άλλοι Λυμπέρηδες (Τσανακάδες) ή του Κριζώτη ήταν από το ίδιο σόι; Εμείς πιστεύουμε πως είναι ίδια φυλή, γιατί όλοι έχουν το ίδιο χρώμα.

 

    ΠΡΟΚΟΠΗΣ ΛΥΜΠΕΡΗΣ (του ΚΟΧΥΛΑ)
    Ο Προκόπης Λυμπέρης, γιος του Παναγή, ήταν ψηλός στο μπόι -όπως ο πατέρας του- είχε παντρευτεί δύο φορές. Από την πρώτη γυναίκα γέννησε την Παρασκευή που παντρεύτηκε στο Τραχήλι τον Λέο. Η δεύτερη ήταν από το χωριό Άγιος Γιώργης και μ' αυτή γέννησε παιδιά: τον Γιώργη Λυμπέρη (Βλαστάρα), τον Βαγγέλη (Νάκο), την Αννιώ γυναίκα του Μπελόμητσου και τη γυναίκα του Συρόγιαννη. Η ζωή του Προκόπη ή Ροκόπη ήταν ζωντανή. Ήταν φίλος με τους δεξιούς πολιτικούς και πάντοτε προοριζόταν επιστάτης στα λιοτρίβια, για τη φορολογία του λαδιού. Το ζύγιζε στο ακέραιο και γι' αυτό οι χωριάτες δεν τον χώνευαν.

 

    ΓΙΩΡΓΗΣ ΠΡΟΚ. ΛΥΜΠΕΡΗΣ (ΒΛΑΣΤΑΡΑΣ)
    Γιος του Ροκόπη. Νοικοκύρης καλός, γελαστός και πάντα πρόθυμος να σε εξυπηρετήσει με μέσο κάποιου βουλευτή για κάποια ανάγκη. Διετέλεσε πρόεδρος της κοινότητας μια δεκαετία, 1940-1950. Πρόεδρος της ΟΥΝΡΑ, μιας οργάνωσης που μοίραζε παλιόρουχα από την Αμερική και διάφορα τρόφιμα. Ο Γιώργης ήταν ασίγαστος και παντού μπροστά. Είχε παντρευτεί την κόρη του Λίτη τη Μαρία. Έφεραν στον κόσμο τα εξής παιδιά: τον Αποστόλη (μάστορας στο Αλιβέρι), τον Προκόπη κάτοικος και αυτός Αλιβερίου, τη Σεβαστή γυναίκα του Χαράλαμπου Μιχαήλ Κουσερή, την Τασία γυναίκα του Κ. Κούτουλα και τη Λένη γυναίκα του Βαγγέλη Ι. Κάλφα.

 

    ΠΑΝΑΓΗΣ ΓΕΩΡΓ. ΛΥΜΠΕΡΗΣ (ΠΛΑΚΟΥΤΑΣ)
    Ήταν φωναράς, νευρικός και κακός. Μοναχογιός του Γιώργη Πλακούτα του "Χέση" και εγγονός του ΚΟχύλα. Είχε παντρευτεί δύο φορές. Η πρώτη ήταν κόρη του Γιάννη Δ. Γιαννούλη την όμορφη Ελένη. Μ' αυτή έκανε μία κόρη τη Σταυρούλα γυναίκα του Θανάση του Ράνιου. Όταν ο Παναγής πήγε στρατιώτης, άφησε τη γυναίκα του στη μάνα του, η οποία ήταν πολύ σκληρή και την κακομεταχειριζόταν. Η κοπέλα ήταν ευαίσθητη, μαράζωσε, πέθανε πριν έρθει ο Παναγής και άφησε τη Σταυρούλα ορφανή πολύ μικρή. Ξαναπαντρεύτηκε την Παναγιού, κόρη του Γ. Διαμαντή (Χιόνα), με την οποία δεν έκανε παιδιά. Η Πλαπούτενα δεν την ήθελε για νύφη, την έδιωχνε, αλλά η Παναγιού με την υπομονή της κέρδισε τον Παναγή και τον έκανε του χεριού της. Η κόρη του Σταυρούλα όταν μεγάλωσε, ο Παναγής κοίταζε να βρει καλό γαμπρό νοικοκύρη, αλλά η Σταυρούλα κλέφτηκε με το Θανάση το Ράνιο και ο Παναγής έγινε έξω φρενών! Δεν τις έδωσε ούτε τα ρούχα της μάνας της και τα έκαψε! Όταν την πρωτοσυνάντησε, την έδειρε πολύ άσχημα και στο πέρασμα των χρόνων έγιναν τραγικά περιστατικά στις οικογένειες αυτές.

 

    ΓΙΩΡΓΗΣ ΛΥΜΠΕΡΗΣ
    Δεν ξέρω αν ήτανε ο πρώτος ή ο δεύτερος γιος του ΚΟΧΥΛΑ. Ο Γιώργης που ήταν γιος του Παναγή (Κοχύλα), ήταν λεπτός και ψηλός, περήφανος πολύ, είχε φοράδα κόκκινη καλοθρεμμένη, γυαλισμένη και πάντα στο καιρό του αλωνισμού ήταν ο πρώτος βαλμάς στ' αλώνια. Πήρε γυναίκα τη Σταυρούλα κόρη του Γιάννη Κουτρουλάρου. Αυτοί οι Κουτρουλάροι ζούσαν στο Βασιλικό. Θεία του Ζουνάρα αδερφή του Γιώργη αυτή η γυναίκα του μίσους και του κακού.

 

    ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΠΡΟΚ. ΛΥΜΠΕΡΗΣ (ΝΑΚΟΣ)
    Ο Βαγγέλης ήταν άκακος άνθρωπος, φιλότιμος και πολυτεχνίτης. Χτίστης, μαραγκός, πεταλωτής, τσαμπάσης, κλαδευτής, καφετζής. Το 1940 είχε ανοίξει καφενείο στην εποχή της κατοχής αλλά αναγκάστηκε να το κλείσει από τους κακοπληρωτήδες που έπιναν, έτρωγαν και του' λεγαν γράφτα Βαγγέλη! Η παλιοπαρέα του έκαναν πολλά χουνέρια. Κάποτε είχε αγοράσει μια φοράδα και την είχε στο κατώγι του. Μαζεύτηκαν πέντε έξι παλιόπαιδα της εποχής και πήγαιναν ένας ένας στο καφενείο λέγοντας: Καλησπέρα Βαγγέλη, πήρες φοράδα; Να σου ζήσει, καλορίζικη. Ο Βαγγέλης φιλότιμος κερνούσε τους πελάτες για τις ευχές τους! Είχε παντρευτεί τη Δέσποινα κόρη του Χαρίτου (Σολέ), μ' αυτήν έκανε παιδιά: τον Δημήτρη στη Βάθεια, τη Μαρία γυναίκα του Παναγή Η. Λάμπρου και τη Σταυρούλα γυναίκα του Θανάση Παλόγου.

 

    ΛΥΜΠΕΡΗΔΕΣ 2η φυλή (ΤΣΑΝΑΚΑΔΕΣ)
    Έχουμε άγνοια για το όνομα. Ο χρόνος είναι ίδιος, αν σκεφτούμε τις είκοσι γενιές των προγόνων μας. Δηλαδή ο Κουσερής έχει φτιάξει δύο γενεές. Π.χ. ο πρώτος γέννησε το Χαράλαμπο και ο Χαράλαμπος τον Κώστα (Κωνσταντάτση). Το ίδιο συμβαίνει σε όλες τις γενιές. Αν μετρήσουμε θα ιδούμε πως είναι 200 έως 230 χρόνια.

    Ο Λυμπέρης λοιπόν έχει δύο γιους και δύο κόρες. Ο ένας είναι ο Γιάννης που πέθανε στο Αλιβέρι ζητιάνος! Ο άλλος στον Άγιο Λουκά, άφησε και εκεί απογόνους, οι οποίοι πέθαναν και αυτοί χωρίς απογόνους. Οι κόρες ήταν: η Ερατώ μάνα της Πηνελόπης, και η Σταυρούλα ή Σκούρδενα η μάνα των Πέτσηδων.

    Ο Γιάννης είχε πάει στην Αμερική, δεν τον έπιανε η θάλασσα όπως λέγανε οι συνταξιδιώτες του. Τον μαθαίνανε, τι θα πει στην επιτροπή που θα τους παραλάβει. Ο Γιάννης δεν τα μάθαινε καλά. Μια φορά έσκαβε στο Βασιλικό στου Μανώλη Καρόζη. Ήταν πολύ λαίμαργος, έτσι ο Μανώλης έβαλε τη γυναίκα του να φτιάξει φαγητό μπακαλιάρο, αλλά ξεχωριστά του Γιάννη με αλάτι. Πήγε στο πηγάδι, τρύπησε τον κουβά να μην πιάνει νερό. Αφού έφαγαν και πλάγιασαν, ο Γιάννης δίψασε φοβερά! Πήγε στη στάμνα, αλλά ο Κορόζης την είχε άδεια! Έτρεξε στο πηγάδι, τράβαγε τον κουβά, αλλά όσο να φτάσει επάνω,  άδειαζε εντελώς. Ο Κορόζης έβλεπε το θέαμα και γελούσε! Ο Γιάννης κόντεψε να σκάσει από τη δίψα. Το πρωί όμως τον πότισε καλά!
   

    ΓΙΩΡΓΗΣ ΛΥΜΠΕΡΗΣ (ΤΣΑΝΑΚΟΓΙΑΝΝΗΣ)
    Ο Γιώργης είχε μία αδερφή τη Χριστοδουλιά, κόρη του Τσανακόγιαννη. Ο κόσμος την έλεγε χαδιάρικα Στουλιά. Ήταν κατακίτρινη σαν λεμόνι. Θα ήταν οπωσδήποτε καρδιακή ή από μεσογειακή αναιμία. Πέθανε στην κατοχή. Ο Γιώργης παντρεύτηκε την Παναγιού του Τσαμπάση  από την Παναγιά και μ' αυτή έκανε δύο αγόρια: το Γιάννη που πήγε στη Γερμανία και τώρα στην Ερέτρια και ο άλλος στο Αλιβέρι.

 

    ΛΥΜΠΕΡΗΔΕΣ 3η φυλή - ΚΡΙΖΩΤΗΔΕΣ - ΜΠΑΛΟΤΗΔΕΣ - ΚΟΥΜΟΥΚΕΣ
    Ο Χαράλαμπος Λυμπέρης ήταν γαμπρός του Δήμου Γιαννούλη. Καθώς φαίνεται ο Χαράλαμπος θα ήταν σε καλή οικογενειακή κατάσταση για να τον κάνει γαμπρό ο ξακουστός Δήμος Γιαννούλης. Του έκανε και προικοσύμφωνο που του έδωσε χωράφι στο Κακάλωνα, στη Φούρκα που συνόρευε με τους Μάρκηδες και το αμπέλι στις φυτείες. Η γυναίκα του Χαράλαμπου Φιλιώ γέννησε παιδιά: 1) τον Κώστα με παρατσούκλι Κριζώτης, που ίσως είχε νονό από τα Κριεζά ή είχε κάποια μικρή συγγένεια με τον οπλαρχηγό Κριεζώτη. 2) τον Μπαλωτή - δεν ξέρουμε το όνομά του- μετανάστη στα Μάμουλα. 3) τον Πλάτανο (Κουμούκα) παντρεμένο στο ίδιο χωριό και είχε κόρη την Αγγελικώ που κατόπιν έγινε γυναίκα του δάσκαλου του Κρητικού.

    1. Κώστας Χαρ. Λυμπέρης (Κριζώτης)

    Ο Κώστας ήταν ψευδός και φαλακρός, κακός, δυνατός, πρόθυμος για κάθε κακό, κοροδιάρης και λόγο .... κλέφτης! Φτωχός, πονηρός πιο πολύ και από τον διάολο, ζούσε σε ένα σπιτάκι 4χ5 στη γειτονιά "Καρασαλία", κολλητό με το σπίτι του Γιάννη της Φέντρας. Φαίνεται ότι ήταν όλο του Χαράλαμπου και το μοιράσανε με τον αδερφό του Μπαλωτή, ο οποίος πήγε στα Μάμουλα και το πούλησε στο Δ. Μολέ, πατέρα του Κωτσαρά. Ο Μήτσος το έδωσε στο γιο του όταν παντρεύτηκε την κόρη του Γιάννη Γιαννούλη την Τασιά, πρώτα ξαδέρφια του Κριζώτη και γίνονται γειτόνοι. Το χώρισμα ήταν με πέταυρα και από τις χαραμάδες παρακολουθούσε ο ένας τον άλλο. Η Τασιά είχε βάλει ένα στρώμα κοντά στο χώρισμα γεμάτο στάρι. Πούλησε ένα μικρό πουλάρι και πήρε 100 δραχμές. Τότε για φύλαξη έβαλε το κατοστάρικο μέσα στο στάρι και το σκέπασε για ασφάλεια! Ο Κώστας όμως είδε το στρώμα με το στάρι της Τασιάς, βγάζει μία τάβλα, μπήγεται στο στάρι και ω του θαύματος ανοίγει η τύχη του βλέποντας το καταστάρικο, το παίρνει με χαρά, αγοράζει αρκετό στάρι (ήταν πολύ φθηνό την εποχή εκείνη). Το λάδι είχε μία δραχμή ή οκά!

    Μετά; από λίγο διάστημα πήγε η Τασιά η Κωτσαρίνα να πάρει στάρι για το μύλο, κοιτάζει για το κατοστάρικο, αλλά αυτό είχε κάνει φτερ'α!!! Φωνές, κακό, αστυνομία, καυγάδες, όπου καταλήξανε στο δικαστήριο που έγινε στη Χαλκίδα. Πήγε λοιπόν ο καημένος ο Κριζώτης στη Χαλκίδα πεζός για τη δίκη. Ο Κωτσαράς όμως είχε μία γαϊδούρα. την πήρε καβάλα, έφτασε στη Χαλκίδα, την έδεσε κάπου εκεί και πήγε στο δικαστήριο. Ο κατηγορούμενος Κριζώτης αθωώθηκε. Ο Κωτσαράς του άρεσε η κουβέντα και καθυστέρησε να φύγει για τα Θαρρούνια. Ο πονηρός Κριζώτης τρέχει, του παίρνει τη γαϊδούρα, καβαλικεύει και φτάνει μέχρι τα Καλαμίγια, την παρατάει και πήγε σπίτι του. Ο Κωτσαράς πήρε την άγουσα για το χωριό πεζός πλέον. Κατάλαβε τι είχε συμβεί, αλλά τι να κάνει. Κατέφυγε στη δικαιοσύνη. Η μήνυση βγήκε στο Αλιβέρι, αλλά ο Κριζώτης αθωώθηκε! Ο Κωτσαράς δεν είχε άλλη επιλογή, πήρε στα χέρια του τη δικαιοσύνη και του φύσηξε ένα γερό ξύλο. Ο Κριζώτης τον καταγγέλλει και δικάζεται 20 μέρς φυλακή!!! Η αυλαία έκλεισε, με νικητή τον Κριζώτη!

    Αλλά τι να πρωτογράψει κανείς για τον Κριζώτη. Αξίζει τον κόπο και τούτο: Μαζί με τον Μπέλο είχαν κλέψει μια γίδα. Ο Μπέλος την έφαγε μόνος του και είπε στο Κριζώτη ότι η γίδα του έφυγε! Ο Κριζώτης δεν το πίστεψε και για εκδίκηση συνάντησε στο Πλατύ τη γαϊδούρα του Μπέλου βκαι ο αθεόφοβος έβαλε φωτιά στο σαμάρι! Ευτυχώς κάηκε η μπροστελία, έπεσε το σαμάρι και γλύτωσε το ζώο. Αλλά το μίσος δεν του πέρασε. Κλέβει ένα αρνί του μπάρμπα του Γιάννη Γιαννούλη από τα μικρά αμπέλια, το έδεσε στο ρομάνι στο Κακάλωνα, αλλά κάποιος κυνηγός το βρήκε, το είπε στο Γιάννη Γιαννούλη και αυτός πήγε και γύλαξε να δει ποιος είναι ο κλέφτης. Και να Κριζώτης! Τον συλλαμβάνουν τον καλό σου και τον πάνε στο αυτόφωρο. Ο πονηρός όμως κατά την απολογία του είπε: ο Γιώργος Μολές πέρασε και μου είπε "να πας στο ρομάνι έχω δεμένο ένα αρνί να το ταϊσεις" και ήρθα! Η αστυνομία δεν τον πίστεψε, καλέσανε τον Γ. Μολέ και απεκαλύφθη ο πονηρός ψεύτης Κριζώτης! Και όμως ισχυριζόταν ότι τον έστειλε ο Μπέλος! Τότε ο Θεμοστοκλής Γιαννούλης του άστραψε μια σκαμπίλα στη μούρη και του' καμε τα μούτρα παζάρι. Ο Γιαννουλόγιαννης απέσυρε τη μήνυση από καλοσύνη και λύπη. Και έτσι ο μπαρμπα-Κώστας τη γλύτωσε!

    Ήταν αγροφύλακας για μεγάλα διαστήματα στα Μεγάλα Αμπέλια και στο Κουμάϊ και βουκόλος για να βγάλει το ψωμί του. Εκεί στο Κουμάϊ ο Κώστας καβάλα σε μια γαϊδουρίτσα φύλαγε τα βόδια να μην πηγαίνουν προς τα Σετιανά αμπέλια. Στην Κρυόβρυση είχαν οι Μακρήδες από την Παναγιά ένα κήπο, φύτευαν κρεμμύδια και είχαν και συκιές. Ο Κώστας για να μη ξεχνάει την τέχνη του, έπαιρνε κανένα κρεμμύδι για την όρεξη και το έτρωγε στη βρυσούλα με ελιές. Οι Μακρήδες τα αποζητάγανε γιατί αραιώνανε τα κρεμμύδια. Όταν ψηθήκανε και έγιναν ξερά, ο Κώστας πήρε νύχτα ένα σακί, μπήκε στον κήπο, έβγαλε τα κρεμμύδια, γέμισε το σακί, τα φόρτωσε στη γαϊδούρα και τράβηξε για το χωριό. Δυστυχώς για τον καημένο τον Κώστα, οι Μακρήδες είχαν στήσει καρτέρι, τον πιάσανε και τον πήγανε στη Παναγιά. Έφαγε λίγο ξύλο και τον ρωτούσαν γιατί το έκανε αυτό. Έλεγε λοιπόν ότι τον άρπαξε ένα ανεμοστρόβιλο, τον πέταξε πέταξε μέσα στο κήπο και για να στηριχθεί έπιανε τα κρεμμύδια και βγήκαν! Για να μην πάνε χαμένα τα' βαλε στο σακί του! Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς ....

    Είχε παντρευτεί τη Σταυρούλα κόρη του Διαμαντή βουβάλα και με αυτή γέννησε τα παιδιά: το Βασίλη, το Βαγγέλη, τον Παύλο, τη Φιλιώ, τη Λένη (πέθανε 14 χρονών) και τη Τασιά παντρεμένη στο Παρθένι. Στα χρόνια της Δικτατορίας του Μεταξά ήταν πολύ φτώχεια. Ο Κώστας για να σώσει την οικογένειά του, πούλησε το χωράφι στις Φυτείες στον Γ. Παλόγο (Γαλάνη), κάνανε τα συμβόλαια στο Αλιβέρι και επιστρέφοντας στο χωριό πήγανε στου Γαλάνη το σπίτι. Εκεί η κυρά Λένη Γαλάνενα είχε φασολάδα. Πεινασμένος ο Κώστας έφαγε πάρα πολύ. Την άλλη μέρα τον βρήκανε πεθαμένο τον καημένο:

    2. ........ Χαρ. Λυμπέρης (Μπαλωτής)

    Αυτός με τον Κριζώτη είχαν το σπίτι μισό-μισό της Φέντρας (αυτό που έπεσε). Ο Μπαλωτής το πούλησε στον Δ. Μολέ (τον παππού του Τσουκαλά) και το έδωσε προίκα στο γιο του Μπέλο Γιώργη Μολέ. Αυτός το πούλησε στον Βαγγέλη Μολέ πατέρα του Γιάννη Μολέ (Μπούμα).

    3. ........ Χαρ. Λυμπέρης (Κουμουκάς)

    Πήγε στα Μάμουλα. Τον ξέραμε σαν σωματώδη άντρα, καλόψυχο, φιλότιμο και ευγενικό. Περισσότερα δεν γνωρίζουμε γι' αυτόν ούτε για τα παιδιά του.

  

    ΒΑΣΙΛΗΣ ΛΥΜΠΕΡΗΣ (του ΚΡΙΖΩΤΗ)
    Ο Βασίλης είχε παντρευτεί στο χωριό ΚΟίλι, σόγαμπρος και από εκεί πήγε στο Μύτικα κολήγας σ' ένα αμπέλι και εκεί εγκαταστάθηκε όπου και ετάφη. Ο Κριζώτης είχε ακόμα ένα γιο το Βαγγέλη. Ο Βαγγέλης κατά λάθος τον σκότωσε με το δίκαννο που είχε φέρει ο πατέρας του από την Αμερική. Το κακό αυτό έγινε στη θέση Σπιθαράτσια. Ο Κριζώτης στο κακό που τον βρήκε έκλαιγε το γιο του με λόγια ψευδά, τον έλεγε  "Βαγγέη μου".

  

    ΠΑΥΛΟΣ Κ. ΛΥΜΠΕΡΗΣ
    Ψηλός αλλά ακέφαλος. Μεγάλωσε με τα πρόβατα. Φτώχεια, ψείρα,  ψύλοι κ.λ.π. στο σπίτι του 4χ5 μπαίνει σκυφτός! Είναι όμως φουμιάρης: Διαφημίζει την "κάλεσια" που έκανε 2 αρνιά και το χωράφι στο Κακάλωνα. Ήταν πάντα αισιόδοξος αν και κάθε μέρα του ψοφούσαν τα πρόβατα! Μετανάσευσε στο Ρολόγι για καλύτερη τύχη και έζησε καλύτερα. Είχε παντρευτεί Μακρυχωριάτισσα και έκανε παιδιά.

 

 

(Από τo βιβλίo του Δημητρίου Κων. Μολέ-Τσουκαλά.

Θαρρούνια. Ύμνος στο χωριό μου, Εύβοια 2010)

 

 Αρχή της σελίδας                                                                                                                            Επιστροφή