Ήθη και έθιμα

 

 ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ

    Τη  πρωτοχρονιά έβγαζαν έξω από το σπίτι ένα άδειο κανάτι. Τα μεσάνυχτα σηκωνόταν κάποιος από την οικογένεια (έπρεπε να είναι υγιής), έπαιρνε το κανάτι και πήγαινε να το γεμίσει από τη βρύση ή από το ποτάμι. Συνήθως πήγαιναν στο ποτάμι, γιατί όπως αυτό τρέχει, ρέει, έτσι ήθελαν να "τρέχουν" οι υποθέσεις τους. Έπαιρναν μαζί τους ακόμα σπόρους από κριθάρι, στάρι, βρώμη και λαθούρι και τους έριχναν εκεί απ' όπου έπαιρναν το νερό. Πρέπει βέβαια να τονιστεί το γεγονός ότι έπρεπε να γεμίσουν το κανάτι και να επιστρέψουν πίσω χωρίς να μιλήσουν σε κανένα. Γι' αυτό το νερό, λεγόταν "αμίλητο νερό". Σε περίπτωση που έβλεπαν κάποιον, κρύβονταν και περίμεναν μέχρι να φύγει. Αφού γύριζαν σπίτι, ένα κλωνάρι ελιάς το έβρεχαν με αμίλητο νερό και μαζί με ένα κλειδί ή άλλο σιδερένιο αντικείμενο χτυπούσαν ελαφρά στο κεφάλι όλα τα μέλη της οικογένειας λέγοντας: "Χρόνια πολλά, σιδερένιοι να είστε". Μετά άφηναν το κανάτι με το νερό έξω από το σπίτι και κρεμούσαν το κλαδί της ελιάς πάνω από την πόρτα.

    Το πρωί, όλη η οικογένεια έπρεπε να πλυθεί με το "αμίλητο νερό". Αν η χρονιά πήγαινε καλά, τον επόμενο χρόνο πήγαινε ο ίδιος και έφερνε το "αμίλητο νερό", διαφορετικά πήγαινε άλλος. Ακόμα δε αυτός που είχε φέρει το "αμίλητο νερό", έσπαζε το ρόδι που έβαζαν μέσα στο σακούλι της σποράς, πάνω στο αμπάρι και έλεγε:
"Όσα σπόρια έχει το ρόδι, τόσα ξάγια να κάνουμε".

    Μπορούσαν να το σπάσουν επίσης την ίδια μέρα πάνω στο μαντρί, για να είναι τα ζώα τους σιδερένια.

    Επίσης την πρωτοχρονιά όταν γύριζαν από την εκκλησία, ο καθένας έπαιρνε μέσα από ένα τσουβάλι, ένα καρύδι. Αν αυτό ήταν άσπρο, θα πήγαινε καλά η χρονιά του, αν ήταν μαύρο (κούφιο) άσχημα.