ΟΙ ΚΟΥΣΕΡΗΔΕΣ

ΓΕΝΝΗΤΟΡΑΣ ΤΩΝ ΚΟΥΣΕΡΙΑΝΩΝ (με αρ. 1)

    Αυτός ο πρώτος που ήρτε στο χωριό λένε ότι ήταν από τη Ρούμελη. Άλλοι λένε ότι ήταν ντόπιος. Οι Κουσερήδες ήταν από δύο ρίζες και δεν έχουν μεταξύ τους συγγένεια.

    Ο Θανάσης ο Κουσερής  ή Ράνιος, μου είπε πως όταν η αρρώστια ξεπάτωσε όλο τον πληθυσμό στα χωριά, γιατί η πανούκλα δεν σκότωσε μόνο τα Θαρρούνια του Πύργου και άφησε τα Θαρρούνια της ρεματιάς. Στο καφενείο του κουβέντιαζαν οι γέροι για την καταγωγή τους και για τους Κουσερήδες λέγανε πως ένα παιδί κατοικούσε στο Βασιλικό (κοπέλι), έμαθε για την καταστροφή στο χωριό του, πήρε το δρόμο να δει τους δικούς του. Στα Καλαμίγια τον συνάντησε ο νονός του, τον πήρε στο σπίτι του για να κοιμηθεί και το πρωί έφυγε για το Βασιλικό γιατί οι δικοί του είχαν πεθάνει. Όταν μεγάλωσε, γύρισε στο χωριό, παντρεύτηκε στο Μακρυχώρι από τη γενιά Κηρύκου και από εκεί προέρχονται οι Κουσερήδες. Οι πρώτοι ή οι δεύτεροι; Άγνωστο.

    Αν είναι γεννήτορας των "1", αυτός γέννησε τους Χαράλαμπο Κουσερή (Τουτουμία Λόρδο),  τον Γιώργη Κουσερή (Λιόσα ή Τσίκνη), τον Χρήστο Κουσερή (τσούπρη), τη Σταυρούλα γυναίκα του Παπαγιώργη Καπενή και τη Βαγγελίτσα γυναίκα καμπούρα και γεροντοκόρη.

 

    ΓΙΩΡΓΗΣ ΚΟΥΣΕΡΗΣ (ΛΙΟΣΑΣ)

    Είναι ο χοντρονοικοκύρης του Θαρρουνιού. Τον έλεγαν Λιόσα γιατί έλεγε επειδή ο πατέρας του είχε έρθει από τη Ρούμελη ή από τα άνω και κάτω Λιόσα. Αν πράγματι είχε έρθει από τα Λιόσα τότε το επώνυμο Κουσερής είναι αρβανίτικο. Ο Γιώργης Κουσερής είναι η δόξα της εποχής. Έχει στάρι, λάδι, πρόβατα, γίδια, λιοτρίβι, σπίτι, παιδιά. Ήταν εργατικότατος και έλεγε πάντοτε "ο χάσων μία ώρα, χάνει τη ζωή του". Ήξερε και γράμματα και έβαζε την υπογραφή του όταν ήταν πρόεδρος πολλές φορές. Είχε παντρευτεί Τραχηλιάτισσα τη Δέσποινα. Έκανε παιδιά: Τον Θανάση, τον Μήτσο, τη Μαρία, τη Σεβαστή τη Λένη και την Αννιώ. Η Μαρία είχε παντρευτεί το Γριτζαλόμητσο, η Σεβαστή το Τάσο Γιαννούλη (Χαραρά), η Λένη το Γιώργη Μπούρικα (Καραμπέτσο) και η Αννιώ το Γιώργη Κιούση (Μπούρμπουλα). Ο Θανάσης είχε γυναίκα την Παναγιού (Λιοσοπαναγιού) κόρη του Αντώνη Καπενή. Πέθανε νέος και άφησε δύο γιούς τον Αντώνη και το Γιώργη που σκοτώθηκε από αυτοκίνητο στ'  Αλιβέρου.

    Αξιοσημείωτο είναι ότι ο ΛΙΟΣΑΣ πήγε και αυτός στην Αμερική. Έφτασε στο ELLIS ISLAND στις 24 Μαΐου 1916 με το πλοίο ΠΑΤΡΙΣ σε ηλικία 36 χρονών. Πόσο χρόνο κάθισε και τι δουλειά έκανε, μας είναι άγνωστο.

 

(Διάβασε εδώ για τους μετανάστες εκείνης της εποχής)

     Ο μύθος της Αμερικανικής "Γης της επαγγελίας", του καταφύγιου των αποδήμων όλου του κόσμου επηρέασε και την Ελλάδα ιδίως στις αρχές του 1900. Οι Έλληνες που μετανάστευαν στις υπερπόντιες χώρες, εκτός από τη σωματική ικανότητα, δε διέθεταν άλλο προσόν. Πολλοί έφταναν στον Πειραιά από την ύπαιθρο και αντίκριζαν για πρώτη φορά θάλασσα και βαπόρια. Ήταν αγράμματοι, λίγοι είχαν τελειώσει το Δημοτικό και ονειρεύονταν μια καλύτερη ζωή για τους ίδιους και για να εξασφαλίσουν το μέλλον των δικών τους.

      Μεγάλο ρόλο έπαιζαν οι πράκτορες των μεταναστευτικών γραφείων και των ατμοπλοϊκών εταιρειών που διαφήμιζαν τον πλούτο και τις ευκαιρίες που παρουσιάζει η Αμερική, τάζοντας "γρήγορο χρήμα". Ενδεικτικό του ότι οι Έλληνες πήγαιναν με πρόθεση να μείνουν προσωρινά στην Αμερική, είναι το γεγονός ότι έφευγαν μόνο άντρες σε αντίθεση με τους μετανάστες από άλλες χώρες.

      Μέχρι το 1907 το ελληνικό μεταναστευτικό κύμα προς την Αμερική το διακινούσαν άλλωστε ξένες ατμοπλοϊκές εταιρίες ενώ στη συνέχεια "στο παιχνίδι" μπήκαν και ελληνικές. Οι συνθήκες διαβίωσης κατά τη διάρκεια του ταξιδιού ήταν φριχτές για τους μετανάστες. Πλοία 5-6 χιλιάδων τόνων, μετέφεραν έως 1.200-1.300 επιβάτες, σε ταξίδια που συχνά ξεπερνούσαν τις 20-22 ημέρες, ενώ οι επίδοξοι μετανάστες έπεφταν πολλές φορές θύματα οικονομικής εκμετάλλευσης από τις εταιρείες που αναλάμβαναν το ταξίδι.

      Η λειτουργία των πρακτόρων των γραφείων μετανάστευσης αλλά και τα ταξίδια της εποχής περιγράφονται με τον πιο γλαφυρό τρόπο στο βιβλίο του Θανάση Βαλτινού, "Το Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη".

      Στο βιβλίο, ένας απλοϊκός και αγράμματος χωρικός από την Πελοπόννησο εξιστορούσε τις αγωνιώδεις προσπάθειες του να μεταναστεύσει στην Αμερική, και μετά, τις περιπέτειες του εκεί σαν παράνομος μετανάστης.

      "Το 1903 αποφάσισα κ' εγώ να ξενιτευτώ. Σηκώθηκα μιαν αυγή, στις δεκαπέντε Μαρτίου, ημέρα Παρασκευή, πήρα οχτακόσιες δραχμές και αξημέρωτα πέρναγα το Νούδιμο του Ορχομενού". Έπειτα από ανθρωποκυνηγητό σε πολλές αμερικανικές Πολιτείες, ο Αντρέας Κορδοπάτης από το χωριό Δάρα Μαντινείας απελάθηκε, αλλά δεν το έβαλε κάτω.

      Απόσπασμα από τον "Κορδοπάτη":

"Πλεύρισε το καράβι στο λιμάνι, το λιμάνι πατωμένο, το τελωνείο απάνω στα νερά. Φαίνεται πως η Αυστροαμερικάνα έβγαλε πολλούς λαθραίους ελεύθερους να φεύγει ο καθένας για το δικό του μέρος κι οι άλλες εταιρείες παραπονέθηκαν... Ήρθε ο γιατρός κι άρχισε να εξετάζει έναν, έναν. Όποιος ήταν καλός του 'δινε μια κάρτα με μπλε μολύβι και έγραφε επάνω οράϊτ, αμερικάνικα. Όποιος δεν ήταν καλός του΄δινε κάρτα με κόκκινο.

      Μου 'δωσε κόκκινο ο γιατρός, των άλλων μπλε. Την επαύριο ήρθε πάλι η επιτροπή, μας ξανακοίταξαν, μας έκριναν δεύτερη φορά σκάρτους. Σε τρεις μέρες καινούργια επιτροπή ανώτερη. Μας όρκισαν ότι ποτέ η κυβέρνηση δεν επιτρέπει σε άρρωστους, κλέφτες και εγκληματίες να πατήσουν αμερικανικό έδαφος. Τότε πήραμε απόφαση ότι μας γύριζαν πίσω. Μ΄ έκλεισαν στο μπουντρούμι με τους εξήντα άλλους από διάφορες φυλές. Στις 30 Νοεμβρίου (1907) έρχεται ο διερμηνέας του πλοίου, ένας Κώστας Πυλίας... Μόλις μας έβγαλαν απάνω άρχισε ο νους μου να γυρίζει. Σκεπτόμουν να το σκάσω.

      Με τη σκούφια, τα παπούτσια λυτά, το πανωφόρι στον ώμο, είπα να μπω σε μια βάρκα να κρυφτώ τη νύχτα, στη σκιά του πλοίου να πέσω στο νερό. Φοβήθηκα μην πνιγώ δεν το 'βρισκα καλό. Αποφάσισα να κάνω τον κόπο να κατέβω απ΄ τη σκάλα. Βάζω τα χέρια πίσω. Κατεβαίνω μπροστά στους κλητήρες. Μπαίνω τάχα για το νερό μου, βρίσκω μια πόρτα, άλλοι κλητήρες μέσα δεν δώσαν σημασία. Στρίβω δεξιά, τραβάω κάτι διαδρόμους, βλέπω γυαλί και απόξω κόσμο να περνάει. Βγαίνω και δεν το πίστευα".

      Στις αρχές του 20ου αιώνα περίπου ένας στους επτά μετανάστες παρέμενε στη Νέα Υόρκη, που είχε το 1910 πάνω από 12.000 Έλληνες. Οι υπόλοιποι συνέχιζαν την πορεία τους στην Αμερικανική ενδοχώρα.

      Όπως γράφει ο Μπάμπης Μαλαφούρης  στο βιβλίο του, "Οι Έλληνες της Αμερικής 1528-1948": Καθώς πήγαιναν στην Αμερική με πρόθεση να μείνουν προσωρινά, πολλοί αρνιόντουσαν να μάθουν την αγγλική γλώσσα και καθώς ήσαν και ανειδίκευτοι, δεν τους απέμεινε παρά να δουλέψουν στα μεταλλεία ή στους σιδηροδρόμους ενώ πολλοί εκδηλώνοντας το "επιχειρηματικό δαιμόνιο του Έλληνα", έστηναν καροτσάκια πουλώντας λαχανικά ή φρούτα κ.λ.π. στους δρόμους. Σύμφωνα με μια έκθεση το 1901 υπήρχαν 1500 περίπου πλανόδιοι πωλητές στη Νέα Υόρκη.


    ΓΙΩΡΓΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΚΟΥΣΕΡΗΣ (ΖΑΡΒΟΣ)

    Ήταν πολύ προκομμένος άνθρωπος, έμοιαζε του παππού του, του χοντρονοικοκύρη (Λιόσα). Ήταν η εποχή που ζητούσες όχι μόνο στάρι, λάδι και τυρί, αλλά ζητούσε φως, δρόμο με όλα τα καλά. Γι' αυτό ο Γιώργης πήρε τα μάτια του για το μεροκάματο στα πλούσια μέρη, Αλιβέρι, Άγιο Λουκά. Εκεί λοιπόν στο Αλιβέρι τον βρίσκει ο θάνατος, νέο παλικάρι. Σκοτώθηκε στην Ακτή Νηρέως από αδέξιο οδηγό. Ο Γιώργος ήταν παντρεμένος με τη Χρυσούλα κόρη του Μπουρικόγιαννη. Έκανε τρία παλικάρια και σήμερα είναι καλά τακτοποιημένοι. Ο Θανάσης παντρεύτηκε στον Άγιο Λουκά του Κ. Καπενή τη κόρη Σοφία. Ο Γιάννης την κόρη του Παπαθανάση Μαρία και ο Μήτσος την Άννα κόρη του Γ. Κάλφα.

    ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΟΥΣΕΡΗΣ (ΛΙΟΣΟΜΗΤΣΟΣ)

    Ήταν παιδί του Λιόσα, χορτάτος από το γεμάτο αμπάρι του πατέρα του. Έχει γίδια, πρόβατα και τα παιδιά του δουλεύουν στα χτήματα. Είναι σκληρός ο Δημήτρης, τσιγκούνης και τους φτωχούς τους βλέπει πάντα με το ειρωνικό χαμόγελο. Είναι πολύ δουλευτής και έχει πλούσια τα αγαθά της εποχής εκείνης. Είχε παντρευτεί την κόρη του Βασίλη Μολέ (ή Λυριτζή) τη Γιωργούλα. Απέκτησαν πολλά παιδιά. Το Γιώργη, το Θανάση, το Φώτη που κατοικούν στου Γυμνού. Το Βασίλη, το Λουκά στο Βασιλικό και το Γιάννη στην Αθήνα, τη Δέσποινα και τη Λένη που έχουν παντρευτεί στα Θαρρούνια.

    ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΟΥΣΕΡΗΣ (ΑΔΕΛΦΟΣ ΤΟΥ ΛΙΟΣΑ)

    Δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα γι' αυτόν. Η καταγωγή του άγνωστη όπως και του Λιόσα. Ο πατέρας τους έλεγε ότι ήρθε από τα Λιόσα Αττικής.

    Τα παιδιά του Χ. Κουσερή: Η Ροδίτη γυναίκα του Αντώνη Μολέ (Καραντώνη), η Κανέλλα στην Παναγιά γυναίκα του Βαγγέλη Τσόπελα, Η Μαρία γυναίκα του Παναγή Κιούση (Παναγάτση), η Κούλα στην Παναγιά γυναίκα του Λουκά Μιχελή, η Γεωργία στο Παρθένι γυναίκα του Μήτσου Μιχελή, η Σταυρούλα γυναίκα του Μήτσου Μολέ  (Ζαϊμη), ο Γιάννης Τσουπρόγιαννης παντρεμένος την Αννιώ από την Παναγιά του Χαράλαμπου Τριανταφύλλου, ο Θανάσης τραυματίας στον εμφύλιο πόλεμο έκοψε το χέρι του στο Αλιβέρι με γυναίκα τη Βούλα Μιχελή από τον Παγώντα.

    ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΟΥΣΕΡΗΣ (ΑΔΕΛΦΟΣ ΤΟΥ ΛΙΟΣΑ)

    Είχε δύο παρατσούκλια Λόρδος και Τουτουμίας. Το Λόρδος το πήρε όταν βγήκε από τη φυλακή φορούσε ένα κοστούμι που έμοιαζε ..... σα Λόρδος! και το Τουτουμίας αυτό του το κόλλησαν στο στρατό όπου ήταν σαλπιγκτής και του έλεγαν: κάνε ρε "του...του". Στη φυλακή ήταν γιατί μαζί με τον Αντωνιά σκότωσαν κάποιον για οικονομικές διαφορές. Τον σκότωσαν στο Βαθύρεμα στου Ράνιου τον κήπο. Δεν ξέρουμε πόσα χρόνια έκαναν φυλακή. Είχε παντρευτεί αδερφή του Δημήτρη Χαρίτου (Τζουρή) με το παρατσούκλι Τσιπουρλίνα. Με το Χαράλαμπο είχαν κλεφτεί δηλαδή τσιλιμπούρδισε γι' αυτό και το παρατσούκλι.

    Γέννησαν παιδιά το Κώστα ή Κωσταντάτση, το Μιχάλη, την Τασιά γυναίκα του Γιάννη Κιούση (Ζέμπου). Πατέρας και παιδιά ήταν δουλευταράδες, όχι καλοί στην ψυχή. Όταν μαλώνανε ήταν δύσκολο να ξαναμιλήσουν. Όπως καλή ώρα δύο αδέρφια συγγενείς τους εμάλωσαν και δεν πήγε ο ένας στον θάνατο του άλλου! Αυτή την κακία τους την διαφημίζουν και οι νεώτεροι απόγονοί τους.

    ΚΩΣΤΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΚΟΥΣΕΡΗΣ (ΚΟΝΙΑΡΗΣ)

    Γεννημένος τσοπάνης καλός κτηνοτρόφος, μιλούσε πάντα σιγά και ταπεινά, ωραία για παρέα, έμαθε να διαβάζει σε ηλικία 60χρονών και έκανε πολλά χρόνια εκκλησιαστικός επίτροπος, έφιαχνε ωραίο τυρί και με τις παρέες το γλεντούσαν. Ήταν πιστός φίλος του Παπαθανάση. Είχε γυναίκα τη Σταμάτω αδερφή του Μπουρικόγιαννη. Έκαναν τα εξής παιδιά: το Δημήτρη (Καραγκούνη), το Χαράλαμπο (Λαμπούρα) που ζει στον Άγιο Λουκά, τον Παπαγιώργη το σημερινό παπά του χωριού μας, την Παρασκευή γυναίκα του Παναγή Κάλφα, τη Μαρία γυναίκα του Κώστα Κούτουλα (Τίγρη), την Παναγιώτα παντρεμένη στον Άη-Σώματο Ερέτριας και την Ελένη γυναίκα του Γιώργη Κιούση (Λιάρου). Αυτός ήταν ο Κώστας ο γλυκομίλητος που έφιαχνε το νόστιμο τυρί.

                 ΓΕΝΝΗΤΟΡΑΣ ΤΩΝ ΚΟΥΣΕΡΙΑΝΩΝ (με αρ. 2)

    Αυτός πρέπει να είναι ο Αποστόλου που άλλαξε στο χωριό επώνυμο και το έκανε Κουσερής. Αυτός γέννησε τον Αντώνη Κουσερή, παππού του Αντωνίκου, τον άλλο τον πατέρα των Κυρίμηδων, το Γιώργη, το Γιάννη που πέθανε το 1918 από γρίπη μαζί με τη γυναίκα του. Πάντως αυτός ο Κουσερής φαίνεται ότι έχει έρθει χωρίς αδελφό στα Θαρρούνια.

 

    ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΟΥΣΕΡΗΣ (ΑΝΤΩΝΙΑΣ)

 

    Ήταν αγροφύλακας δραγάτης πολλά χρόνια στα μεγάλα αμπέλια. Με τα μάτια γεμάτα τσίμπλες και με τη σφυρίχτρα του περνούσε πολύ καλά. Τον λέγανε Μπούμπουνα γιατί πράγματι μπουμπούνιζε όταν μιλούσε. Ήταν σκληρός άνθρωπος, στο δικαστήριο ήταν πρώτος και καλύτερος. Μαζί με το Λόρδο σκοτώσανε άνθρωπο για τσοπάνικες διαφορές (όπως γράφω παραπάνω). Κάποτε είχε ένα ένταλμα ερημοδικίας, όργωνε στην Αυγαντή και να οι χωροφύλακες από κάτω στο δρόμο, τον ρωτάνε πιο είναι το σπίτι του Αντώνη του Κουσερή. Αυτός από το φόβο του έτρεμε και για να μην το καταλάβουν έπιασε μία αγριλιά την κούναγε δήθεν να τη βγάλει. Τους έδωσε ψεύτικη πληροφορία και λάκισε! Άλλη φορά στη Χαλκίδα είχε πάλι ένταλμα σύλληψης και ένας χωροφύλακας τον γνωρίζει και του λέει: Εσύ δεν είσαι ο Αντώνης Κουσερής; Όχι φίλε, εγώ λέγομαι Αποστόλου!  Και το γλύτωσε πάλι.

    Είχε παντρευτεί δύο φορές. Με τη πρώτη γυναίκα γέννησε το Γιάννη (Γιαννούκο) και το Μήτσο (Κορδάτο), με τη δεύτερη γυναίκα που ήταν αδελφή του Διαμαντή, έκανε τον Κώστα (Καατέβα) και τη Ρεβέκα του Αλαοβαγγέλη.

   

    ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΚΟΥΣΕΡΗΣ (ΓΙΑΝΝΟΥΚΟΣ)

 

    Ο Γιαννούκος άνθρωπος με πολλές ιστορίες για πολέμους και για πολιτική. Πολέμησε στη Μικρά Ασία, στους Βαλκανικούς πολέμους. Ορφάνεψε πολύ  μικρός από μάνα καθώς  και ο αδελφός του. Ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε (όπως γράφω παραπάνω) την Αντωναρού, σκληρή μητριά. Τα άφησε νηστικά και με αρκετό ξύλο. Έτσι μεγάλωσε ο Γιάννης και στους πολέμους έκανε 8 χρόνια. Ήταν φτωχός και δούλευε στα χωράφια της Χατζίνας στο Αλιβέρι, κολήγας. Πολλές φορές ήταν και αγροφύλακας στα Μεγάλα αμπέλια. Διετέλεσε πολλά χρόνια εκκλησιαστικός επίτροπος. Ήταν τίμιος και στο φρόνημά του πολύ δημοκρατικός, οπαδός του Βενιζέλου. Είχε παντρευτεί τη Βαγγελιώ του Βασιλείου (Νόλη) ή του Λίγκρα την αδελφή. Παιδιά του, ο Βασίλης που ήταν χωροφύλακας κάτοικος σήμερα στο Αλιβέρι, το Γιώργη (Πυνιώτη) που μένει στα Θαρρούνια, την Παναγιού, γυναίκα του Μήτσου Κιούση (Στέλιου), τη Ζωή που έζησε στη Παναγιά γυναίκα του Πενταραντώνη.

   

    ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΚΟΥΣΕΡΗΣ (ΚΟΡΔΑΤΟΣ)

 

    Ο Κορδάτος ήταν πολύ ψύχραιμος στην εποχή του. Έλεγε και του άρεσε να λέει ιστορίες από τη ζωή του. Τον είχαν κτυπήσει πολλές μπόρες. Ήταν ορφανός από μικρό παιδί και έζησε στη μητριά του πολύ άσχημα. Έλεγε μέσα στα πολλά ότι όταν φύλαγε τα πρόβατα μαζί με τον αδερφό του το Γιαννούκο κοιμόντουσαν στο καλύβι δίπλα στα πρόβατα. Η μητριά μαγείρεψε κουκιά τη πρώτη μέρα τα' βαλε στο βεδούρι και φώναξε το Μήτσο να πάει στο μαντρί να πάρει το φαγητό, αυτός αρνήθηκε και έφυγε. Η μητριά (κυρά Μάρω) τηγάνισε τηγανιστή και μια κουλούρα ζεστό ψωμί, φωνάζει τον Αντωνιά να πάει στο μαντρί. Το παίρνει το ταγάρι ο Αντώνης, αλλά μόλις ξεμακραίνει από το σπίτι, ο πονηρός Μήτσος τρέχει: "φέρε να πάω εγώ πατέρα". Του έδωσε το ταγάρι, πήγε με χαρά στον αδερφό του, φάγανε την τηγανιστή και σκάσανε για νερό!!

    Ο Κορδάτος έκανε πολλά χρόνια στρατιώτης στη Ρωσία, Ρουμανία, Μικρά Ασία. Εκεί πολέμησε ηρωικά αλλά πιάστηκε αιχμάλωτος. Έλεγε όταν τους πιάσανε, όσοι ήταν πιο αδύνατοι τους σκοτώσανε Τους άλλους τους βγάλανε τα ρούχα και τους έδωσαν από ένα τσουβάλι λινάτσα. Το τρύπησαν να περάσει το κεφάλι και άλλες δύο τρύπες για τα χέρια, αυτή ήταν η φορεσιά του πια! Ένα χρόνο έμεινε αιχμάλωτος με πολλά βάσανα, αλλά έζησε και στην ανταλλαγή ήρθε στην πατρίδα. Παντρεύτηκε δύο φορές. Από την πρώτη έκανε δύο παιδιά τον Κώστα χωροφύλακα και τη Σοφία γυναίκα του Κ. Κιούση. Η δεύτερη ήταν από το Μακρυχώρι και έκανε άλλα δύο παιδιά, το Γιάννη και το Σπύρο ο οποίος σκοτώθηκε μικρός.

 

    ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΚΟΥΣΕΡΗΣ (ΚΑΤΕΒΑΣ)

 

    Ήταν κοντός στο ανάστημα, καλός άνθρωπος, δουλευτής, καλός οικογενειάρχης. Μία περίοδο ακολούθησε το επάγγελμα του πατέρα του αγροφύλακας μαζί με το Γιάννη Διαμαντή φυλάγανε και τα μεγάλα αμπέλια. Είχε δυνατή φωνή και στις 15 του Σεπτέμβρη βγαίνανε οι αγροφύλακες στο βράχο του Γιούρο (Αννιώς το βράχο) το βράδυ κατά τις 10 η ώρα και φωνάζανε: Τ' ακούτε ρεεεεε; από αύριο και πέρα να βγάλετε τα πράματα από τις ελιές ή αύριο έχει προσωπική εργασία ή θά' ρτει ο εισπράχτορας να μη λείψει κανείς! Είχε γυναίκα από το Μακρυχώρι την Κατερίνα του Λάκκα. Μ' αυτή κάνανε τρία παιδιά: τον Αντώνη, τη Μαρία γυναίκα του Γιώργου Παλόγου, τη Γιαννούλα γυναίκα του Γ. Καπενή στο Αλιβέρι. Δυστυχώς αυτός ο Κώστας Κουσερής πέθανε νέος.

 

    ΓΙΩΡΓΗΣ ΚΟΥΣΕΡΗΣ ΤΟΥ Α

 

    Δεν γνωρίζουμε πολλά γι' αυτόν. Είχε γυναίκα τη Σταυρούλα κόρη του Χρήστου Γιαννούλη (Κρίτσιου) και έκαναν παιδιά: τον Θανάση (Ράνιος), τον Κώστα (Σερέτης), τον Βαγγέλη, τη Γαρυφαλλιά γυναίκα του Κ. Κάλφα (Μάρκου),

τη Λένη γυναίκα του Λευτέρη, όλοι κάτοικοι της Χαλκίδας σήμερα και τη Μαρία την πρώην γυναίκα του Μητσάτση.

 

    ΚΩΣΤΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΟΥΣΕΡΗΣ (ΣΕΡΕΤΗΣ)

 

    Ο Κώστας ήταν λίγο στραβός από το ένα μάτι και ο κόσμος τον έλεγαν Στραβοκωνσταντή. Το Σερέτης ήταν όνομα και πράμα! Μεγάλωσε τσοπάνης. Δεν ζήμιωνε κανέναν με τα ζώα του. Τα γίδια του τα εκπαίδευε και δεν έμπαιναν στα ξένα χωράφια. Τον ακολουθούσαν  από πίσω. Με τον αδερφό του Θανάση δεν καλημερίζονταν  ποτέ καιν σ'  όλη τους τη ζωή για οικογενειακά συμφέροντα και όταν πέθανε ούτε στην κηδεία πήγε ο Θανάσης. Τώρα ποιος έφταιγε, αυτοί το ξέρανε, εκεί πάντως που βρίσκονται θα τα βρουν!  Όταν γινόταν η διάνοιξη του δρόμου από Σέτα, στον κήπο του Ράνιου είχαν ένα κομμάτι γης αμοίραστο και καθόντουσαν αμίλητοι να μην τους το κόψουν! Τελικά πέθαναν αμίλητοι. Είχε γυναίκα τη Σταμάτω του Γιάννη Κιούση (Κιτάνοου), και παιδιά το Γιάννη στα Θαρρούνια, την Καλλιόπη του Πινιότη και το Γιώργη στο Αλιβέρι.

 

    ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΟΥΣΕΡΗΣ (ΡΑΝΙΟΣ)

 

    Ήταν κουρέας, καφετζής, λαγουτιέρης, γεωργός, μάστορας, μπετατζής σε όλα ήταν μέσα ο Θανάσης. Σκληρός, τσιγκούνης με έξυπνο μυαλό. Μπορούσε σε λίγα λεπτά της ώρας να συντάξει ολόκληρο παραμύθι, τελείως φανταστικό και είχε τον τρόπο να το πιστέψεις. Δηλαδή μεγάλος φαντασιόπληκτος. Είχε το ταλέντο να παριστάνει τον επιστήμονα και όποιος δεν τον ήξερε τον πίστευε και τον θαύμαζε. Παντρεύτηκε τη Σταυρούλα του Πλακούτα, την έκλεψε. Ο Πλακούτας σκληρός δεν ήθελε το Θανάση για γαμπρό της μοναχοκόρης του και εθέριεψε το μίσος χρόνια ολόκληρα. Στη μέση της αυλής του έκαψε την προίκα της κόρης του και υιοθέτησε την ανηψιά του Γεωργία του Διαμαντή για πείσμα. Στην κατοχή ο Θανάσης οργανώθηκε στο ΕΑΜ. Πιάστηκε από τους κατακτητές και ράλληδες και φυλακίστηκε στο Χαϊδάρι. Μας έλεγε πως ήταν δειλός και κρυβότανε από κάθε μάχη.

    Στο μαγαζί του σύχναζε η νεολαία της εποχής. Είχε φωνόγραφο με χωνί και διασκέδαζε τους νέους. Μια φορά σήκωσε το παντελόνι και στο πόδι του είχε ένα σημάδι. Τον ρώτησε ένας νέος τι είναι αυτό μπαρμπα-Θανάση; Και αυτός λέει: Είναι από τότε που έπαιζα στον Ολυμπιακό και με κλώτσησε αυτός ο κερατάς ο Δομάζος!!! Έκαναν παιδιά το Γιώργη, το Βασίλη, τη Λένη, είναι όλοι στο Βασιλικό. Εκεί πέθανε και ο Θανάσης και δυστυχώς τάφηκε εκεί!! στον καλό τόπο δηλαδή!!! Ευτυχώς τα παιδιά πήγαν τα οστά του στο κόκκινο χωράφι, όπως ήταν η τελευταία του επιθυμία.

 

    ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΟΥΣΕΡΗΣ (ΤΣΟΤΡΟΒΑΓΓΕΛΟΣ)

 

    Πέθανε νέος. Ήταν καλό και όμορφο παλικάρι.

 

 

    ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΥΣΕΡΗΣ (ΚΥΡΙΜΗΣ)

 

    Από τη ζωή του δεν γνωρίζουμε τίποτε. Η γυναίκα του ήταν κόρη του Γιώργη Μολέ (Μάνταλου). Πέθαναν και οι δύο από γρίπη το 1918. Είχαν δύο παιδιά τον Νίκο και τον Βαγγέλη.

 

    ΝΙΚΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΟΥΣΕΡΗΣ (ΚΥΡΙΜΗΣ)

 

    Ήταν ομορφόπαιδο και χορευταράς, του μαγαζιού, της παρέας και του γυναικείου φύλου. Παντρεύτηκε στην Παναγιά τη Σταυρούλα του Καφέ και γέννησαν δύο κόρες και ένα γιο, τη Χρυσούλα, Γιαννούλα και το Γιάννη. Μετοικήσανε στο Ρολόγι όπου έφιαξαν κοπάδι και έζησαν καλά. Στην κατοχή οργανώθηκε στο ΕΑΜ όπου έγινε αρχηγός του. Δραστήριος, ψύχραιμος, κακό δεν έκανε σε κανένα. Ήταν καλό παλικάρι! Κυνηγήθηκε μετά τη κατάρρευση του αντάρτικου από τις οργανώσεις X.  Κινδύνεψε η ζωή του από ανεύθυνους εθνικόφρονες Μανικιάτες κ.λ.π. Ευτυχώς δεν τον έπιασαν στα χέρια τους, έφυγε από μπροστά τους, πυροβολήθηκε αλλά ευτυχώς δεν τον πέτυχαν. Πέθανε στο Ρολόγι όπου και ετάφη.

 

    ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΟΥΣΕΡΗΣ (ΚΥΡΙΜΟΒΑΓΓΕΛΗΣ)

 

    Το καλύτερο παιδί της Ελιάς ήταν ο Βαγγέλης. Τίμιος τσοπάνης με λίγα πρόβατα. Ήταν αγαπητός από μικρούς και μεγάλους. Όταν θέλησε να παντρευτεί, ο Βαγγέλης το φτωχόπαιδο, ήθελε τη Κωνσταντινιά της Μπουρλιδογιαννούλας. Αλλά δεν τον ήθελαν για γαμπρό. Έκανε μία τολμηρή απόφαση να την κλέψει αλλά και εδώ στάθηκε άτυχος. Τον κυνηγήσανε οι δικοί της και του την πήραν! Και αμέσως την παντρέψανε με το Νικολαρόγιαννη. Έτσι ο Βαγγέλης απογοητευμένος από την αποτυχία αυτή πήγε στο χωριό Ρολόγι που είχε πάει και ο αδερφός του και παντρεύτηκε εκεί. Πέθανε νέος και αυτός μακριά από το χωριό του. Και τα δύο αδέρφια άφησαν καλό όνομα στο δεύτερο χωριό τους το Ρολόγι.

 

    ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΥΡΟΣ (ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΗΣ)

 

   Αυτός είχε αλλάξει το επίθετό του. Λεγόταν Λυμπέρης γιατί είχε συνωνυμία και μπερδευόταν με άλλους. Είχε γυναίκα κόρη του Προκόπη Λυμπέρη με παιδιά: το Γιώργη παντρεμένο στο Ρολόγι, τον Κώστα που πέθανε νέος, το Σταύρο που σκοτώθηκε στον εμφύλιο το 1948, το Βασίλη στην Ερέτρια, το Νίκο που πέθανε στη κατοχή από πείνα, ήπιε πολύ τυρόγαλο και έσκασε, τη Μαρία παντρεμένη στο Ρολόγι. Η μάνα της Μαρίας είχε πεθάνει και ο πατέρας της χήρος του ρίξανε μομφή ότι ρίχτηκε στη κόρη του! (Αυτό μόνο ο θεός το γνωρίζει). Το Πάσχα στην εκκλησία πήγε να μεταλάβει αλλά ο γερο παπα-Γιώργης τον σταματάει και του λέει: Αν είναι αλήθεια αυτό που λένε για σένα Γιάννη, ο χρόνος να μη σε βρει. Δυστυχώς ο χρόνος δεν τον βρήκε! Το γεγονός αυτό δεν εξηγείται ανθρώπινα.

 

 

(Από τα βιβλία του Δημητρίου Κων. Μολέ-Τσουκαλά.

1.  Δεκέμβριος 1987

2. Θαρρούνια. Ύμνος στο χωριό μου, Εύβοια 2010)