Ημερολόγια ονομάζονται τα διάφορα συστήματα με τα οποία μετρούμε το χρόνο, που έχει βάση το πολιτικό έτος και τις υποδιαιρέσεις του.
Τα Ηλιακά ημερολόγια έχουν βάση την ετήσια φαινόμενη κίνηση του ήλιου στην ουράνια σφαίρα. Το τροπικό έτος είναι το χρονικό διάστημα, που μεσολαβεί μεταξύ δύο διαδοχικών διαβάσεων του κέντρου του ήλιου από το εαρινό ισημερινό σημείο γ, και ισούται με 365,2422 μέρες.
Κάθε ηλιακό ημερολόγιο πρέπει να χρησιμοποιεί το πολιτικό έτος και να ισχύει:
1.Να περιέχει ακέραιο αριθμό ημερών, δηλαδή μία ημέρα να μην μοιράζεται σε δύο διαφορετικά έτη.
2.Να έχει τέτοια διάρκεια, ώστε οι τέσσερις εποχές του έτους να επανέρχονται πάντοτε στις ίδιες ημερομηνίες.
Το πολιτικό έτος δεν μπορεί να έχει πάντοτε τον ίδιο αριθμό ημερών γιατί τότε η αρχή του έτους θα απομακρύνονταν και μάλιστα γρήγορα από την φυσική της θέση. Γιαυτό πρέπει κάθε τόσο μεταξύ των κοινών ετών - που έχουν διάρκεια 365 μέρες - να παρεμβάλλονται τα δίσεκτα έτη με διάρκεια 366 μέρες.
Η παρεμβολή αυτή είναι διαφορετική σε κάθε ημερολόγιο, γιαυτό και τα διαφορετικά είδη ημερολογίων.
Το Ιουλιανό ημερολόγιο (παλαιό ημερολόγιο) κατασκευάστηκε από τον Ιταλό αστρονόμο Lilio και εφαρμόστηκε από τον Ιούλιο Καίσαρα το 46 π.χ. και έχει μέση διάρκεια 365,25 μέρες, δηλαδή 365,25-365,2422]=0,0078 μέρες μεγαλύτερο του τροπικού έτους. Περιέχει 365 μέρες και κάθε τέσσερα χρόνια περιέχει 366 μέρες δηλαδή δίσεκτο έτος. Δίσεκτο λοιπόν θεωρείται το έτος που διαιρείται (ακριβώς) με τον αριθμό 4.
Το Γρηγοριανό ημερολόγιο (Νέο ημερολόγιο) κατασκευάστηκε και εφαρμόστηκε από τον Πάπα Γρηγόριο τον 13ο, το 1582 μ.χ. και έχει μέση διάρκεια 365,2425 μέρες, δηλαδή
[365,2425-365,2422]=0,0003 μέρες μεγαλύτερο του τροπικού έτους. Περιέχει 365 μέρες - κοινό έτος - και κάθε τέσσερα χρόνια περιέχει 366 μέρες δηλαδή - δίσεκτο έτος. Δεν θεωρούνται δίσεκτα έτη εκείνα που ο αριθμός των αιώνων τους δεν διαιρούνται με το 400.
Από τότε που άρχισε να εφαρμόζεται το Ιουλιανό ημερολόγιο το 46 π.χ. άρχισε και η επιβράδυνση των ημερομηνιών, επειδή ήταν μεγαλύτερο του τροπικού έτους, δηλαδή είχε επιβράδυνση 1 μέρα κάθε 128 χρόνια. Όταν πρωτοεφαρμόστηκε αυτό, η εαρινή ισημερία συνέβαινε την 24η Μαρτίου, κατά την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο το 325 μ.χ. συνέβαινε την 21η Μαρτίου και το 1582 μ.χ. (1257 χρόνια μετά την Σύνοδο) έφθασε να συμβαίνει την 11η Μαρτίου.
Εκείνη τη χρονική περίοδο ο Πάπας Γρηγόριος 13ος, θέλοντας να επαναφέρει τις ημερομηνίες, όπως και τις γιορτές που συνδέονται με αυτές στην φυσική του θέση, όπως ήταν δηλαδή την εποχή της Α? Οικουμενικής Συνόδου, όρισε όπως η επομένη της 4ης Οκτωβρίου 1582 μετρηθεί και εορτασθεί σαν 15η Οκτωβρίου 1582. Για να περιορίσει δε το σφάλμα που γινότανε, όρισε 97 δίσεκτα έτη μέσα σε ένα κύκλο 400 ετών όπως παραπάνω αναφέρθηκε.
Έτσι το 1582 η διαφορά από το παλιό ημερολόγιο ήταν 10 μέρες, έγινε 11 μέρες την 1η Μαρτίου 1700, σε 12 μέρες την 1η Μαρτίου 1800 και 13 μέρες την 1η Μαρτίου 1900. Και σήμερα η διαφορά είναι 13 μέρες και θα παραμείνει η ίδια μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου 2100.
H Ορθόδοξη Εκκλησία για πολλούς αιώνες αρνείτο την καθιέρωση του Γρηγοριανού ημερολογίου για διάφορους λόγους. Σιγά-σιγά όμως, στις αρχές του 20ου αιώνα, άρχισε να φαίνεται η ανάγκη διορθώσεως του ημερολογίου.
Έτσι ο Πατριάρχης Άνθιμος ο 7ος, το 1895 ευχόταν όπως εφαρμοσθεί ένα ενιαίο ημερολόγιο σε όλους τους Χριστιανικούς λαούς, ο δε Πατριάρχης Ιωακείμ ο 3ος το 1902 έστελνε εγκύκλιο προς τις αυτοκέφαλες ορθόδοξες εκκλησίες , να μελετήσουν το ημερολογιακό θέμα και να εκθέσουν τις απόψεις τους.
Στην προηγούμενη εγκύκλιο η εκκλησία της Ελλάδος δεν ήταν αρνητική. Η επιτροπή που συστήθηκε το 1919 εισηγήθηκε όπως όλες οι αυτοκέφαλες εκκλησίες, ζητήσουν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο να βρει ένα τελειότερο ημερολόγιο από τα δύο υπάρχοντα.
Η Ελληνική Εκκλησία αποφάσισε να παραμείνει εορτολογικώς στο Ιουλιανό ημερολόγιο και άφησε την Πολιτεία να εφαρμόσει το Γρηγοριανό. Με Β.Δ. στις 18 Ιανουαρίου 1923 αποφασίστηκε η εισαγωγή του Γρηγοριανού ημερολογίου από την 1η Μαρτίου 1923 μόνο πολιτικώς ενώ θρησκευτικώς να ισχύει το Ιουλιανό. Αλλά όταν στην πράξη χωρίστηκε η Εθνική γιορτή της 25ης Μαρτίου από τη γιορτή του Ευαγγελισμού φάνηκε η αδυναμία συνύπαρξης των δύο ημερολογίων.
Στο Πανορθόδοξο Συνέδριο στην Κωνσταντινούπολη τον Μάιο του 1923 αποφασίστηκε να εφαρμοσθεί το νέο ημερολόγιο, με μέρα έναρξης την 1η Οκτωβρίου 1923 η οποία θα μετρηθεί και εορτασθεί σαν 14 Οκτωβρίου 1923 και εδέχθη για το Πάσχα τα εξής:
1.Ο καθορισμός της Εαρινής Πανσελήνου να γίνεται με αστρονομικούς υπολογισμούς βάσει των πορισμάτων της Επιστήμης.
2.Η ημερομηνία του Πάσχα να καθορίζεται από την Άγια πόλη της Ιερουσαλήμ.
3.Παρακαλούσε δε τα Αστεροσκοπεία και Πανεπιστήμια να κάνουν πίνακες του εορτασμού του Πάσχα για πολλά χρόνια.
Δυστυχώς οι ωραίες αυτές αποφάσεις του Συνεδρίου δεν έγιναν δεκτές από τις Εκκλησίες της Ανατολής. Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως αποφάσισε με τηλεγράφημα του Πατριάρχη Γρηγορίου του 7ου την 23 Φεβρουαρίου 1924, να προσαρμοσθεί το εορτολόγιο και το πολιτικό ημερολόγιο από την 10η Μαρτίου 1924. Έτσι έγινε και εορτολογικώς η εισαγωγή του Γρηγοριανού ημερολογίου στην Ελλάδα την 10η Μαρτίου 1924 μετρηθείσα σαν 23 Μαρτίου 1924.
Ι. Γ. ΚΙΟΥΣΗΣ