διδακτικές περιπλανήσεις

φιλόλογοι όλου του κόσμου... δικτυωθείτε

Κόλλιας Χρήστος

email: ckollias@sch.gr
  • Αρχική σελίδα
  • νεοελληνική λογοτεχνία
  • Ιστορία
  • αρχαία γλώσσα
  • εργασίες μαθητών
  • παλαιολιθική εποχή
  • νεολιθική εποχή
  •  

    Στρατής Δούκας

    Η ιστορία ενός αιχμαλώτου

     

    Το αντιπολεμικό μήνυμα- ο ανθρωπιστικός χαρακτήρας

    Ο πόλεμος παρουσιάζεται όχι στην επική του διάσταση αλλά ως βασικός υπεύθυνος της απώλειας χιλιάδων ατόμων και του εξευτελισμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Ο Συγγραφέας καταγγέλλει τον πόλεμο και τη φρίκη που αυτός προκαλεί, παρουσιάζοντας τις συνέπειες του κυρίως στον άμαχο πληθυσμό. Ο αφηγητής μάλιστα δε στέκεται μεροληπτικός, αλλά σε αρκετά σημεία του έργου πέρα από την αγριότητα των εχθρών, δείχνει την ανθρωπιά τους αλλά και τη δική τους πλευρά. Μέσα από το έργο καταδεικνύεται πως ο πόλεμος ήταν αυτός που όξυνε τα μίση μεταξύ των λαών, ο πόλεμος ήταν αυτός που οδήγησε σ’ αυτές τις σκηνές αγριότητας και καταρράκωσης των ανθρωπιστικών αξιών. Στο κείμενο δεν υπάρχει το ηρωικό στοιχείο, δεν κατανέμονται ευθύνες, δεν διερευνούνται τα αίτια του πολέμου. Το έργο εξάλλου είναι αφιερωμένο «στα κοινά μαρτύρια των λαών»

     

    Το ύφος

    Λιτό- απλό

    Βασικά χαρακτηριστικά η λιτότητα και εκφραστική καθαρότητα. Η αφήγηση μένει μόνο στα γεγονότα, όπως ο καθημερινός προφορικός λόγος, απουσιάζουν τα σχήματα λόγου και οι ωραιοποιημένες φράσεις. Ο περιεκτικός και αφαιρετικός λόγος , η γρήγορη αφήγηση  που αποσιωπά αρκετά συμβάντα, και κυρίως η έλλειψη γλαφυρών, μελοδραματικών αναλύσεων της ψυχολογίας των ηρώων, η οποία φαίνεται αδρά και παραστατικά μέσα από τα γεγονότα , δίνουν πράγματι την εικόνα ενός έργου που, όπως πράγματι είναι (αλλά και θέλει ο συγγραφέας να ακολουθήσει), αποτελεί την καταγραφή μιας προφορικής αφήγησης ενός απλού ανθρώπου.

     

    Η Γλώσσα

    Η γλώσσα προσπαθεί και αυτή να διατηρήσει το καθημερινό, λαϊκό, χαρακτήρα της αφήγησης. Να πείσει και αυτή για την λαϊκή καταγωγή του έργου. Έτσι, είναι γεμάτη από ιδιωματικές φράσεις και τούρκικες λέξεις, απουσιάζει ο μακροπερίοδος λόγος προτιμάται η παρατακτική σύνδεση και η φυσική ροή της ομιλίας. Στους διαλόγους μάλιστα ακολουθείται πολλές φορές και η μικρασιατική σύνταξη, όπου το ρήμα μπαίνει στο τέλος της πρότασης.  Έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός καθημερινού λόγου , αφού η επέμβαση του συγγραφέα έχει αφαιρέσει τις επαναλήψεις, τα χάσματα και τις υπερβολές.

     

    Προφορική αφήγηση/ λογοτεχνικότητα

    Ο συγγραφέας προσπαθεί και καταφέρνει να σταθεί ανάμεσα και να συνυπάρξει δυο διαφορετικές πραγματικότητες. Από τη μία μεριά θέλει να παρουσιάσει το έργο του ως καταγραφή της προφορικής αφήγησης του ίδιου του ήρωα. Να κρατήσει δηλαδή τον λαϊκό χαρακτήρα της αφήγησης. Έτσι και η γλώσσα και το ύφος πλησιάζουν πολύ σ’ αυτό που λέμε «προφορικός λόγος», αλλά και η παραστατικότητα και η ζωντάνια της αφήγησης μας πείθουν για τον αυτοβιογραφικό της χαρακτήρα σε πρώτο επίπεδο. Απ’ την άλλη μεριά όμως, η επέμβαση του συγγραφέα, λογοτέχνη, είναι εμφανής. Είναι χαρακτηριστικό εξάλλου ότι ο Δούκας δουλεύει την ιστορία 50 χρόνια. Στη διάρκεια των οποίων εκδίδει κάθε φορά μια πιο τελειοποιημένη μορφή της Ιστορίας του. Είναι σίγουρο λοιπόν ότι ο συγγραφέας μας έχει αλλάξει το ρυθμό της αφήγησης κάνοντας την πιο αργό και άνετο, έχει αφαιρέσει τις επαναλήψεις και τις υπερβολές του προφορικού λόγου, έχει μοιράσει τα γεγονότα σε τέσσερα κεφάλαια με αυτοτέλεια και ενότητα, έχει μοιράσει τα αφηγηματικά μέρη με τα διαλογικά κρατώντας μια ισορροπία , προσπαθώντας να κρατήσει την αγωνία του αναγνώστη μέχρι το τέλος της ιστορίας του. Επίσης στήνει την ιστορία του στη βάση των αντιθέσεων  και της δραματικής κορύφωσης. Οι «κακοί» και οι «καλοί» Τούρκοι, οι δύο ήρωες, η κλιμάκωση από τους πολλούς στον ένα, η λύτρωση στο τέλος είναι σημάδια της επέμβασης του λογοτέχνη στην ιστορία.

     

    Η αφήγηση

    Ο αφηγητής.

    Αν βγάλουμε από το έργο την τελευταία του φράση : « σαν τελείωσε να μου διηγείται του είπα : Βάλε την υπογραφή σου. Κι εκείνος υπέγραψε : Νικόλας Κοζάκογλου»

     ο αφηγητής μας είναι δραματοποιημένος και ομοδιηγητικός. Συμμετέχει στα γεγονότα ως πρωταγωνιστής της αφήγησης, η οποία γίνεται σε πρώτο πρόσωπο.

    Αν θεωρήσουμε και την τελευταία φράση μέρος της ιστορίας, τότε ο αφηγητής μας είναι ο ίδιος ο συγγραφέας και το γεγονός της αφήγησης αποτελεί η καταγραφή της ιστορίας του Ν. Κοζάκογλου η οποία έτσι παίρνει το χαρακτήρα μιας μεγάλης εγκιβωτισμένης αφήγησης.   

    Πάντως είναι καλύτερο να θεωρήσουμε την τελευταία φράση, έξω από την ιστορία, ως σημείωση του συγγραφέα, γιατί μόνο έτσι η ιστορία του αιχμαλώτου αποκτά αυτοτέλεια.

    Η εστίαση: εσωτερική. Ο αφηγητής μας ξέρει όσα και οι ήρωες.

    Οι χρόνοι της αφήγησης.

    Επιτάχυνση: ελάχιστα είναι τα περιγραφικά μέρη ενώ η αφήγηση επιταχύνεται και αρκετά γεγονότα παραλείπονται (περίληψη, έλλειψη). Το χρονικό διάστημα στο οποίο διαδραματίζονται τα γεγονότα εκτείνεται σε ένα περίπου έτους «κρυβόμουν ένα χρόνο»

    Σκηνές: σε πολλά σημεία του διαλόγου έχουμε την καταγραφή διαλόγων.

    Αναδρομές/ προδρομές: ο αφηγητής προσπαθεί να διατηρήσει τη σειρά των γεγονότων χωρίς να αλλάζει τη σειρά τους.

     

    Η αποστασιοποίηση του συγγραφέα.

    Ο Δούκας παρότι είναι και αυτός Μικρασιάτης και έχει ζήσει από κοντά τον πόνο της μικρασιατικής καταστροφής και ακόμα έχει δουλέψει πάνω στη λαϊκή τέχνη και έχει ζήσει «χέρι χέρι με το λαό» κατά δική του δήλωση, προσπαθεί να κρατηθεί μακριά από τα γεγονότα της ιστορίας του. Έτσι δηλώνει ξεκάθαρα ότι το βίωμα δεν είναι δικό του και μάλιστα αναφέρει και το όνομα του ήρωα και το γεγονός της υπογραφής του κειμένου για να μας πείσει και για τη ρεαλιστικότητα της ιστορίας του αλλά και να αποστασιοποιηθεί από την αφήγηση κρατώντας μακριά τα προσωπικά του αισθήματα.

    1η ενότητα    αιχμαλωσία και απόδραση

    «στην καταστροφή….αιχμάλωτος»δίνεται ο τόπος και ο χρόνος των γεγονότων

     ( Σμύρνη – καταστροφή 1922) , καθώς και το θέμα του έργου. Η τελευταία φράση λειτουργεί ως στοιχείο πλοκής , αλλά και ως προσήμανση αφού μαθαίνουμε από την αρχή ότι ο αφηγητής επέζησε.

    «πιάστηκα μαζί με άλλους» οι Τούρκοι μετά την καταστροφή της Σμύρνης συνέβαλαν Έλληνες της Μικράς Ασίας και τους έστελναν στην τουρκική ύπαιθρο

    ( βάθος Μικράς Ασίας) --- η πλοκή ακολουθεί μια κλιμάκωση : στην αρχή όλοι οι αιχμάλωτοι μαζί, μετά αυτονομούνται δύο και στο τέλος ο ήρωας μένει μόνος του.

    «μπήκε η φρουρά …βλαστημώντας» 187 σελ. « θα κοιτάξω …  από σας»188 σελ, τι λες σκυλί… σου δίνω» 190 σελ.

    οι φρουροί των αιχμαλώτων τους φέρονται βίαια, βάναυσα , με βαρβαρότητα, χωρίς να δείχνουν ίχνος οίκτου, τους χτυπούν αναίτια, ασκούν βία τόσο ψυχολογική απειλώντας τους , αφήνοντας τους χωρίς τροφή και νερό, τοποθετώντας φρουρούς στις βρύσες, όσο και σωματική, καθώς οι ξυλοδαρμοί, οι κακοποιήσεις, οι εκτελέσεις είναι συχνό φαινόμενο. Τους χλευάζουν, παίζουν με τον πόνο τους ανελέητα, τους σκοτώνουν με δόλο, χωρίς λόγο, όπως ο Εφές, συγχωριανός του αφηγητή, προσποιήθηκε ότι θα γλιτώσει κάποιους, αν και είχε σκοπό να τους σκοτώσει. σελ 189,  ή ο λοχίας που με πρόσχημα ότι θα μεταφέρει όσους είχαν πονόματο στο νοσοκομείο, τους τράβαγε μες τη χαράδρα και τους  «ξεπάστρευε» σελ. 195. ιδιαίτερα σαδιστική είναι η συμπεριφορά των χότζηδων, ερμηνευτών του κορανίου, που με χλεύη και αναλγησία φέρονται στους διψασμένους, εκδηλώνοντας μίσος και χαιρεκακία:

    « έτσι θέλω να σας βλέπω… σαν τα φίδια» «το γούστο μου το έκανα»

    Ανάλογα απάνθρωπη είναι και η συμπεριφορά του όχλου, που περιμένει τους αιχμαλώτους σε διάφορα σημεία της πορείας τους για να τους βρίσει να τους απειλήσει ή να βιοπραγήσει εις βάρος τους, εκτοξεύοντας διάφορα αντικείμενα

    «εκεί… μεριές» σελ 188, «εκεί … θέλουμε» 190, εκεί… κατά μας» 190 ή σκοτώνοντας όσους είχαν εξαντληθεί και έμεναν πίσω « τους τραβούσαν … τους καθάριζαν» 190

     

    Ως προς τα αίτια της συμπεριφοράς των φρουρών, θα μπορούσαμε να επισημάνουμε ότι:

    α) άλλοτε εκτελούν αιχμαλώτους μπροστά στους υπόλοιπους προληπτικά ή παραδειγματικά για ασήμαντη αφορμή ή για κάποιο παράπτωμα

    β) άλλοτε δέρνουν απλώς για επίδειξη « και ένας λοχίας…. Να τον καμαρώνουν  μέσα από το τρένο οι γυναίκες» σελ 195

    Όμως τα βαθύτερα κίνητρά τους μιας τέτοιας συμπεριφοράς από  μέρος των Τούρκων, αν και ο αφηγητής παραθέτει τα γεγονότα χωρίς να τα σχολιάζει ή να τα αιτιολογεί , όπως φαίνεται από το κείμενο, είναι:

    α) η αντεκδίκηση για τις βιαιοπραγίες που είχαν διαπράξει οι Έλληνες κατά την επέλαση του ελληνικού στρατού « εσείς που τα γκρεμίσατε , εσείς να τα χτίσετε»

    β) ο φόβος, καθώς οι Τούρκοι βλέπουν σαν μελλοντική απειλή τους Έλληνες , για όλο το γένος τους « μια μέρα οι γοιυνάνηδες πάλι θα μας χαλάσουν»

     

    «ένας γραμματικός… δώσετε» σελ 188, « σαν φτάσαμε… το κιτάπι μας αυτά λέει» 188-189,  « από λίγες μέρες… φύγαμε» 196 μέσα στον κατατρεγμό κάποιοι Τούρκοι τους συμπαραστέκονται και βοηθούν τους Έλληνες με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, παρηγορώντας, ανακουφίζοντας τον πόνο τους με την έστω και λίγη συμπόνια και ανθρωπιά που δείχνουν.

     

    Σ’ αυτήν την ενότητα δίνονται τα πάθη των αιχμαλώτων, τα μαρτύρια που αναγκάζονται να υποστούν , που απορρέουν όχι μόνο απ’ αυτή καθ’ αυτή την κατάστασή τους ως αιχμάλωτοι, αλλά και από τη συμπεριφορά των Τούρκων, τόσο των φρουρών τους όσο και του απλού λαού. Τα μαρτύρια ήταν σωματικά , κυρίως όμως αυτό που τους μετέτρεπε σε ψυχικά ράκη και τους τσάκιζε κάθε ελπίδα, αποτελώντας καθημερινή πηγή ψυχικής δοκιμασίας, ήταν η αβεβαιότητα του μέλλοντος, ο συνεχής κίνδυνος του θανάτου που μαζί με τη συμπεριφορά των Τούρκων εξεφτέλιζαν την ανθρώπινη ύπαρξή τους και διέσυραν την αξιοπρέπειά τους. Μάλιστα η ηθικά κατάπτωση είναι τέτοια που μαλώνουν πάνω από τα πτώματα των συντρόφων τους , για το ποιος θα τα πετάξει, αφού κάτι τέτοιο θα σήμαινε έξοδο από το χώρο περιορισμού και πιθανότητα να ικανοποιούσαν την ακόρεστη δίψα τους « πολύ… νερό» 192

     

    Για να μπορέσουν να αντέξουν να γλιτώσουν από το θάνατο και να αντιμετωπίσουν την πείνα και τη δίψα:

    Α) εφαρμόζουν τη συμβολή του γραμματικού, να αποτραβιώνται κάθε φορά που έρχονται να πάρουν μερικούς

    Β) εκλιπαρούν όσους νομίζουν ότι θα τους βοηθήσουν

    Γ) δίνουν χρήματα προσπαθώντας να εξαγοράσουν λίγο νερό

    Δ) για να ξεγελάσουν την πείνα τους, μασούσαν πευκοβολόνες, έτρωγαν κληματόφυλλα ή άγουρα αγραπίδια

    Ε) για να ξεδιψάσουν , άλλοι βύζαιναν λάσπη ενώ όσοι δεν είχαν λεφτά « πίναν το κάτουρό τους»

    Στ ) έκαναν προσπάθειες για απόδραση που όμως όλες εκτός του αφηγητή και του φίλου του κατέληγαν σε αποτυχία

     

    Ζ) «λέγαμε σκοποβολή κάνουν» 188

    Οι αιχμάλωτοι προσπαθώντας να διατηρήσουν κάποια ελπίδα δημιουργούν ψευδαισθήσεις, παραπλανώντας ηθελημένα τον εαυτό τους για να πάρουν δύναμη και να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο.

     

    «τέλος ορίσαμε την μέρα… μας έπιανε» 196-199

    οι δύο φίλοι, αν και οι υπόλοιποι φίλοι λιγοψυχούν, παίρνουν την απόφαση να δραπετεύσουν. Αν και τα κατάφεραν, η συνέχεια δεν είναι εύκολα, καθώς έχουν να αντιμετωπίσουν τα τοιχεία της φύσης, τα ζώα, και τους ανθρώπους τόσο αυτούς που αντιλήφθηκαν την απόδρασή τους και τους κυνηγούσαν, όσο και τους άλλους που υπήρχε η δυνατότητα να τους δουν , να καταλάβουν ότι είναι Έλληνες και να τους συλλάβουν.

     

    2η ενότητα    στις σπηλιές

    « τέλος φτάσαμε… συκομπαξέδες» 200

    οι δυο δραπέτες φτάνουν στο χωριό τους, όχι μόνο για λόγους συναισθηματικούς αλλά και με την ελπίδα ότι εκεί θα βρουν τροφή και ασφάλεια. Αρχικά βλέποντας το χωριό τους όλα είναι όπως ήταν και πριν και ότι θα γλιτώσουν από τα βάσανά τους. Τρέφουν δηλαδή μια ουτοπική ελπίδα η οποία όμως διαψεύδεται οικτρά από την πραγματικότητα. Έτσι η επίσκεψη στο χωριό και το αντίκρυσμα της εγκατάλειψης, της ερημιάς , των χαλασμάτων, μετατρέπει το αρχικό κλάμα της συγκίνησης σε κλάμα θλίψης για το κατάντημα του χωριού τους και την ελπίδα ότι θα βρεθούν πιθανώς τρόφιμα και ρούχα σε απελπισία.

     

    Το βασικό πρόβλημα που έχουν να αντιμετωπίσουν τώρα οι δύο σύντροφοι είναι η πείνα και προσπαθούν να βρουν διάφορους τρόπους για την εξασφάλιση της τροφής:

    Α) προμηθεύονται καρπούς από τα δέντρα και μάλιστα επινοούν ένα δικό τους τρόπο και φτιάχνουν λάδι

    Β) προχωρούν σε διάρρηξη μύλων, προκειμένου να εξασφαλίσουν αλεύρι και άλλα εφόδια. Σ’ αυτές τις σκηνές το μαρτύριο της πείνας ξεπερνά το φόβο , κάμπτει τις ηθικές αναστολές και η διστακτικότητα δίνει τη θέση της στην τόλμη, καθώς αυτό που υπερισχύει είναι το ένστικτο της αυτοσυντήρησης.

    Το συναίσθημα που κυριαρχεί στην ψυχή των δραπετών είναι ο φόβος, αφού πάντα υπάρχει ο κίνδυνος να γίνουν αντιληπτοί και κάτι τέτοιο θα σήμαινε σίγουρο θάνατο. Έτσι, κρύβονται στο δάσος, πάνω στα δέντρα, αλλάζουν σπηλιά και στη συνέχεια μετακομίζουν σε Τρίτη όπου κρύβονται επί 10 μέρες , για να μη γίνει αισθητή η παρουσία τους στην περιοχή.

    «δέκα μέρες περάσαν…συνήθιζαν» 207

    αφού όλα τα τρόφιμα τελειώνουν, οι δύο φίλοι βρίσκονται σε αδιέξοδο. Τότε γίνεται ένας διάλογος μεταξύ τους, όπου ακούγονται διάφορες προτάσεις οι οποίες  όμως, η μία μετά την άλλη, απορρίπτονται για διαφορετικούς λόγους. Η τελική απόφαση είναι ο χωρισμός .η μεταμόρφωση σε Τούρκους, ώστε να μπορέσουν να πιάσουν δουλειά για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Έτσι, οι δύο φίλοι αποχαιρετίζονται. Όμως ο αφηγητής, επειδή  αποχωρισμός είναι τόσο οδυνηρός, τον προσπερνά γρήγορα, αναφερόμενος σε αυτόν με λίγες και καίριες φράσεις που δηλώνουν όμως τον πόνο του και την οδύνη και των δυο τους, οι οποίοι είχαν ζήσει τόσα βάσανα μαζί και χωρίζουν τώρα από ανάγκη. Μάλιστα ο αφηγητής φαίνεται να κάμπτεται μπροστά στον αποχωρισμό, όμως κυριαρχεί η λογική και έτσι ο καθένας παίρνει το δρόμο του.

    « αν δεν μας έβρει…σπηλιά» 206

    «είπαμε… ξανανταμώναμε» 207

    προσήμανση. Ο φίλος του αφηγητή θα αποκαλυφθεί και θα δολοφονηθεί.

     

    3η ενότητα     Παριστάνοντας τον Τούρκο

    ο αφηγητής , μεταμφιεσμένος σε Τούρκο, αρχικά απαλλάσσεται από το φόβο « και βάδισα ελεύθερα, άφησα τον φόβο» 208, δεν κρύβεται και δεν σωπαίνει. Πλησιάζει και συζητά με ανθρώπους στο δρόμο  του για τα Θειρά και για να περιορίσει τον κίνδυνο να αναγνωριστεί αλλάζει συνεχώς τόπο καταγωγής. Όμως , ο κίνδυνος τον ακολουθεί σε κάθε του βήμα και τώρα είναι διαφορετικός από πριν και διπλός. Αρχικά, φοβάται μήπως αναγνωρίσει κανένας το πρόσωπό του, καθώς πολλοί απ’ αυτούς που συναντά ήταν συγχωριανοί του και άλλους τυχαίνει να τους έχει συναντήσει από παλιά. Επίσης, πάντα υπάρχει ο κίνδυνος να του ξεφύγει καμιά κουβέντα « όλη τη νύχτα δεν  κοιμήθηκα μη μου φύγει κανένας λόγος στον ύπνο» 213 ή να του ζητήσουν πιστοποιητικό ή κάποιος να καταλάβει ότι είναι Έλληνας. Ο φόβος εκδηλώνεται πιο έντονα στη συνέχεια στο σπίτι του Χατζημεμέτη « άρχισα να τρέμω… μάτια» 217, από το φόβο μου… παραδώσουν» 217, ενώ πολλαπλασιάζεται κατά τη διάρκεια του Μπαϊραμιού, καθώς τώρα προστίθεται ο φόβος μήπως καταλάβουν ότι δεν είναι Μουσουλμάνος. « έτρεμα που δεν ήξερα πως μπαίνουν στο τζαμί» 221

    ο αφηγητής προσπαθεί να παίξει τέλεια το ρόλο του Τούρκου μουσουλμάνου, για να γίνει πειστικός και να ελαχιστοποιήσει τις πιθανότητες αποκάλυψης της πραγματικής του ταυτότητας.

    Προσποιείται ότι δεν γνωρίζει το δρόμο για τη πολιτεία και τον γύρο τόπο.

    Επικαλείται τη μουσουλμανική ιδιότητα για να εξασφαλίσει κατάλυμα στο μαντρί « πατριώτη μια θρησκεία είμαστε» 212

    Ισχυρίζεται ότι ο ίδιος πολέμησε τους Έλληνες « όχι εγώ πολεμούσα, δεν έκλεψα, μα σκότωσα» 213

    { ασυνείδητα εδώ, δηλώνει ο ήρωας την ταυτότητά του με τη φράση του «δεν έκλεψα» , καθώς φαίνεται ότι γι’ αυτόν η αρπαγή θεωρείται κλεψιά ενώ αντίθετα για τους Τούρκους ήταν θεμιτή   πράξη}

    Αλλάζει το όνομά του

    Εκφράζει την πίστη του στον Αλλάχ

    Κάνει ότι μπορεί για να φανεί πραγματικός μουσουλμάνος. Έτσι, ξυρίζει τις τρίχες στο στήθος του, προσποιείται ότι θέλει να νηστέψει για την απαλλαγή από τον εχθρό. Συμμετέχει στις διαδικασίες του Ραμαζανιού,  προσεύχεται γονατιστός με τους άλλους τσομπάνους και τέλος χαρακτηρίζει σκυλί τον Έλληνα που συνέλαβαν και κρέμασαν οι  Τούρκοι, δηλαδή τον σύντροφό του

    Όμως όσο και αν προσποιείται, δεν παύει να πονά και να νιώθει τύψεις που αρνείται , έστω και προσωρινά τη θρησκεία του . Συγκεκριμένα νιώθει ρίγος και συγκλονίζεται «ανατρίχιασα» 209, όταν βλέπει Τουρκάλες να φορούν τα ρούχα από υφάσματα Ελλήνων, και νιώθει πικρία και πόνο, όταν βλέπει στο μαντρί τα μπαούλα με τα ρούχα που είχαν λεηλατηθεί από το χωριό του. Γι’ αυτό και δεν κοιμάται όλο το βράδυ από το φόβο μην εκδηλώσει τα αισθήματά του.

    Επιπλέον , όταν φτάνει στο σπίτι του Χατζημεμέτη και γίνεται η συζήτηση για  την εκδίωξη των Ελληνων, του  κόβεται η όρεξη , κάτι που φανερώνει τον κρυφό του καημό για τους ομοεθνείς του , αν και οι άλλοι νόμισαν ότι σταμάτησε το φαγητό , επειδή θυμήθηκε τους κοινούς εχθρούς. Στη συνέχεια όταν μαθαίνει τη σύλληψη του Χριστιανού συντρόφου του, μπορεί να δείχνει αδιαφορία, όμως μέσα του πονά και νιώθει τύψει « η γλώσσα μου τραβήχτηκε πίσω» 219. Τύψεις εξάλλου νιώθει επειδή προσβάλλει την πίστη του συμμετέχοντας στη διαδικασία του Ραμαζανιού « Θέε μου, συγχώρεσέ με, είπα και δάκρυσα» 219

    Και στη γιορτή του Μπαιραμιού « η χαρά τους , με τη λύπη μου… έχασα το κουράγιο μου» 222.

    Γι’ αυτό και νιώθει ανακούφιση όταν επιστρέφουν στο μαντρί «ξάλαξα…ησύχασα»222-223

     

    Βασικό περιστατικο σ’αυτήν την ενότητα είναι η εργασία του αφηγητή στον Τούρκο Χατζημεμέτη, καθώς αυτή θα του εξασφαλίσει χρήματα και ασφαλή διαβίωση και θα τον διευκολύνει στην απελευθέρωσή του και στη διαφυγή του σε ελληνικό έδαφος. Ο Χατζημεμέτης,  όπως σκιαγραφείται σε όλο το έργο, φαίνεται καλός άνθρωπος που ενδιαφέρεται για τη δουλειά και την οικογένειά του και παρουσιάζεται πιστός στη θρησκεία και τις παραδόσεις. Βέβαια ως τούρκος και ένθερμος πατριώτης νιώθει μίσος για τους Έλληνες «το’ χα τάξιμο…νηστέψω» 210 και νιώθει ισχυρός τώρα που οι τελευταίοι έχουν αποχωρήσει.

    Παρ’ όλα αυτά αναγνωρίζει την αξία των Ελλήνων, τουλάχιστον στο δικό του επάγεγλμα « εδώ είχε Ρωμιούς… έχεις» 220. Συγκεκριμένα, ως προς τον Μπεχτσέτ , είναι περιποιητικός, τον δέχεται φιλόξενα στο σπίτι του και φαίνεται γενναιόδωρος. Μάλιστα είναι τόσο καταδεκτικός και φιλικός μαζί του που όχι μόνο τον βάζει σπίτι του, τον αγκαλιάζει και του παρέχει ό, τι χρειάζεται, αλλά στο τέλος του ζητά να παντρευτεί την ανιψιά του.

     

    « στο Αιντίν….ο σύντροφός μου» 219

    στη είδηση για την αναγνώριση και τον αποκεφαλισμό του συντρόφου του, ο Μπεχτσέτ αντιδρά υποκριτικά με μίσος για τους Έλληνες « πώς πιάστηκε το σκυλί;» αν και μέσα του νιώθει πόνο. Πάντως η είδηση έχει σχέση με τη γενικότερη οικονομία της αφήγησης καθώς:

    α) ο Μπεχτσέτ θα γίνει πιο προσεχτικός στο μέλλον για να μην αποκαλυφθεί η ταυτότητά του

    β) θα αναπροσαρμόσει τα μελλοντικά του σχέδια και θα ανανεώσει την εργασιακή συμφωνία με το αφεντικό του

    γ) ταυτόχρονα από δω και στο εξής θα μείνει ολομόναχος, μεγαλώνει ο πόνος του και νιώθει αδιέξοδο, αφού πιο θα πρέπει να τα καταφέρει χωρίς καμιά βοήθεια. Τέλος , με την αντίδρασή του , εδραιώνεται η εμπιστοσύνη του Χατζημεμέτη στο πρόσωπό του, κάτι που θα κάνει τν τελευταίο να τον βοηθήσει χωρίς επιφυλάξεις.

     

    «ο αφεντικός μου…. Βλέπουμε» 224

    το επεισόδιο αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς ο Μπεχτσέτ επινοώντας μια ιερή οικογενειακή υποχρέωση θα αναγκαστεί, δήθεν, να ταξιδέψει στην Προύσα. Συγκεκριμένα, μετά από την πρόταση του Χατζημεμέτη να τον παντρέψει με την ανιψιά του και αφού τα επιχειρήματά του στέκονται αρχικά αδύναμα να μεταπείσουν τον αφέντη του, ο Μπεχτσέτ επινοεί την ύπαρξη μιας αδερφής, την οποία πρέπει να παντρέψει πριν παντρευτεί ο ίδιος.

     

    4η ενότητα       η διαφυγή και η λύτρωση

     

    «η κυβέρνηση….μου το’φερε» 225

    η κυβέρνηση του Κεμάλ ,προκειμένου να συγκεντρώσει στρατό, στρατολογούσε αυτούς που δεν είχαν παρουσιαστεί να πολεμήσουν. Με αυτήν την αφορμή ο Μπεχτσέτ βρίσκει την ευκαιρία να βγάλει τουρκικό διαβατήριο.

     

    «εγώ του λέω…. Έφυγε» 225

    ο Μπεχτσέτ με πρόσχημα την υποτιθέμενη αδερφή του προετοιμάζει την αναχώρησή του. Μάλιστα δείχνει αποφασιστικότητα στις αντιρρήσεις του Χατζημεμμέτη.

     

    «αν δεν πεθάνω αφεντικό….δικός σου είμαι» 225

    «μόνο άμα πεθάνω …καρτέρα με» 227

    φροντίζει να καθησυχάσει το αφεντικό του λέγοντας ότι μόνο ο θάνατος θα τον εμποδίσει να επιστρέψει, ώστε να μην κινήσει υποψία για την αναχώρησή του. Εξαπατά έτσι με τις επαναληπτικές και εμφατικές υποσχέσεις για την επάνοδό του τον ευεργέτη του και μπορεί η στάση του να χαρακτηριστεί ηθικά ανεπίτρεπτη, όμως είναι αναγκαία καθώς υπαγορεύεται από τον έναν και μοναδικό σκοπό, τη σωτηρία.

     

    «ο αφεντικός…χαιρετηθήκαμε» 226

    συγκίνηση κυριαρχεί στη ψυχή του Μπεχτσέτ για τον αποχωρισμό του από τους ανθρώπους που είχαν σταθεί δίπλα του ως ευεργέτες και τώρα πρέπει να τους αφήσει πίσω του. Την ίδια συγκίνηση βέβαια νιώθουν κι αυτοί. Έτσι ο Μπεχτσέτ από τη μια δε βρίσκει λόγια να τους ευχαριστήσει, μένει σιωπηλός μαζί με τους άλλους, ενώ αυτοί τον φροντίζουν με κάθε τρόπο και το βράδυ μένουν μαζί ως αργά  συγκινημένοι για την επικείμενη αναχώρηση.

     

    «και έφυγα…πίσω μου» 228

    παρ’ όλες τις καλές προϋποθέσεις ο φόβος δεν έχει αποχωρήσει και τυραννά τον αφηγητή που ανησυχεί μήπως τον αναγνωρίσουν τελευταία στιγμή και ματαιωθούν τα σχέδιά του. Έτσι, φεύγει βιαστικά θέλοντας ν’ αφήσει πίσω του το οδυνηρό παρελθόν , κάθεται μαζεμένος από το φόβο του μέσα στο τρένο « μαζεύτηκα σε μια άκρια» και νιώθει ταραχή , όταν ο αξιωματικός στο τελωνείο της Σμύρνης ζητά τα πιστοποιητικά του « εγώ ταράχτηκα», «κοιτάζω με τρόπο να το στρίψω» ή όταν ο γραμματικός ζητά το στρατιωτικό του φύλλο. Τέλος με πολύ φόβο διηγείται την ιστορία του στον καμαρώτο πάνω στο  πλοίο «του πα την ιστορία μου και έτρεμα»

     

    «ένας γέρος…θα γίνει»233

    το πιο αποφασιστικό για τη λύση του δράματος επεισόδιο θα είναι η συνάντηση με το γέρο από την Αλεξάνδρεια, ο οποίος αρχικά είναι επιφυλακτικός και καχύποπτος. Μόλις όμως μαθαίνει ότι ο συνταξιδιώτης του είναι Έλληνας, ξεκινάει τις παρασκηνιακές ενέργειες για την αποβίβαση του ήρωα σε ελληνικό έδαφος. Αξιοσημείωτο είναι στο συγκεκριμένο επεισόδιο η εμπιστοσύνη που δείχνε ο ήρωας στο πρόσωπο του γέροντα, ώστε να φτάσει να του εξομολογηθεί την αλήθεια. Αυτή η εμπιστοσύνη είναι απόρροια της ανάγκης. Δηλαδή, ο ήρωας βλέπει τον γέροντα ως έσχατη λύση για να κατέβει στο ελληνικό νησί. Πρέπει αυτή τη στιγμή να εμπιστευτεί κάποιον γιατί δεν υπάρχει χρόνος και η αρνητική στάση που κρατά ο γέροντας απέναντί του τον ενθαρρύνει να του μιλήσει καθώς καταλαβαίνει ότι ο γέροντας μισεί τους Τούρκους.

     

    Πέρα από το φόβο που ήταν το κυρίαρχο συναίσθημα που βίωνε ο Μπεχτσέτ καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταμφίεσή του σε Τούρκο, τώρα έρχεται να προστεθεί η αγωνία που θα τον ακολουθήσει σε όλη τη διάρκεια των ετοιμασιών για την αναχώρηση, κατά την παραμονή του στη Σμύρνη, με τις ενέργειες του να επιβιβαστεί στο πλοίο και θα κορυφωθεί στο πλοίο με τη δυσπιστία του λιμενάρχη , καθώς υπάρχει περίπτωση να μην επιτρέψει την αποβίβαση του ήρωα.

    «εγώ τήραγα το βαπόρι μην ξεκινήσει», «Έλληνας είμαι…θα πνιγώ» 235. και σε αυτή τη κορύφωση της αγωνίας έρχεται η ανακούφιση με τη φράση του λιμενάρχη « άιντε, είσαι ελεύθερος»

    παράλληλα καθώς πλησιάζει στο τέλος της περιπέτειας του, νιώθει χαρά και ευγνωμοσύνη προς το θεό. « απ’ τη χαρά μου δεν είχα όρεξη» , «η νύχτα δεν ξημέρωνε»

     

    ο αφηγητής στο δρόμο για την ελευθερία έχει στήριγμα το Θεό. Όταν μπαίνει στον πειρασμό να αποκαλύψει την ταυτότητά του σε δυο Έλληνες που πίνουν τσάι στο καφενείο της Σμύρνης, κρατιέται και αφήνει τη σωτηρία του στα χέρια του θεού. « καλύτερα το μυστικό...τέλος» 230

    όταν πηγαίνει στον γραμματικό για τον έλεγχο του διαβατηρίου, αφήνεται στη βοήθεια του θεού « από εδώ ο θεός βοηθός» και σ’ αυτόν αποδίδει τη σωτηρία του στο τέλος.

    ας κάνουμε το διαδίκτυο έναν χώρο ανταλλαγής σημειώσεων, ασκήσεων, παρατηρήσεων, έναν χώρο αυτοεπιμόρφωσης