Άδης, Άιδας, Άιδης, Αΐδης, Αϊδωνεύς και κατ’ ευφημισμό, ή από φόβο να τον αποκαλέσουν οι άνθρωποι με αυτά τα ονόματα, Πλούτωνας ή Πλουτέας. Με αυτή την επωνυμία είχε πολλά ιερά στην Ελλάδα.
Ο Πλούτωνας ήταν τρομακτική μορφή για τους ζωντανούς, ακόμη και η εκφορά του ονόματός του προκαλούσε τρόμο. Γι’ αυτό και στους όρκους στο όνομά του παρέμεναν σιωπηλοί και δεν είχαν καμία βιασύνη να τον συναντήσουν. Ωστόσο, οι άνθρωποι συνέδεσαν το όνομά του με κάτι πολύ θετικό, με τον πλούτο που κρυβόταν στη γη, π.χ. πολύτιμα ορυκτά και μέταλλα, αλλά και με τη δύναμη της ζωής και της αναπαραγωγής, καθώς οι καρποί βρίσκονται κάτω από τη γη και επειδή ο οποιοσδήποτε σπόρος για να βλαστήσει, για να εξελίξει τις δυνατότητες και τις δυνάμεις του και από δυνάμει να γίνει ενεργεία, έπρεπε να κρυφτεί, να ταφεί κάτω από τη γη –η έκθεσή του στον ήλιο ή στο υγρό στοιχείο τον κατέστρεφε. Έτσι, ο Άδης θεωρήθηκε πλουτοδότης, αυτός που χαρίζει πλούτο, Πλούτων και Πλουτεύς, λέξεις συγγενείς με τον πλούτο: οφείλει το όνομά του στη δωρεά του πλούτου, γιατί κάτω από τη γη ανακαλύπτεται ο πλούτος (Πλ., Κρατ. 403a). Γι’ αυτό και ο Ησίοδος αναφέρει ότι ο γεωργός οφείλει να επικαλείται μαζί με την αγνή Δήμητρα και αυτόν, τον Πλούτωνα, που ο ποιητής των Έργων αποκαλεί χθόνιο Δία. Και γι’ αυτό ενίοτε ο Πλούτωνας παριστάνεται με κέρας της Αμαλθείας, ενώ σε ερυθρόμορφη πελίκη (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, 430-420 π.Χ.), ρίχνει σπόρους από το κέρας στο οργωμένο χωράφι και η Δήμητρα παρακολουθεί κρατώντας αλέτρι. Είναι, εξάλλου, δεδομένο ότι η γη δεν μπορεί να παράξει νέα ζωή, αν δεν δεχθεί στα σπλάχνα της νεκρούς και σάπιους οργανισμούς. Τη σχέση του θεού με τον πλούτο, με την αφθονία κάθε είδους, τη δίνει πολύ ωραία σε δύο στίχους του ο Σοφοκλής στην τραγωδία Οιδίποδας τύραννος: ο μαύρος Άδης, ο Πλούτωνας, γεμίζει, πλουτίζεται, με στεναγμούς και θρήνους (στ. 27-30)
Ο πολυώνυμος γιoς της Ρέας και του Κρόνου είχε την ίδια τύχη που είχαν και τα άλλα παιδιά του Κρόνου: κατάπινε τα παιδιά που του γεννούσε η Ρέα, γιατί χρησμός που είχε πάρει από τους γεννήτορές του Γη και Ουρανό όριζε πως ήταν γραφτό να χάσει την εξουσία από δικό του παιδί. Πρώτη κατάπιε την Εστία, ύστερα τη Δήμητρα και την Ήρα, και μετά από αυτές τον Πλούτωνα και τον Ποσειδώνα και την πέτρα που του έδωσε η Ρέα να καταπιεί αντί για τον Δία που κυοφορούσε και τον γέννησε μέσα σε μια σπηλιά στη Δίκτη. Όταν ο Δίας μεγάλωσε και ανδρώθηκε, συνεργάστηκε με την Ωκεανίδα Μήτιδα, η οποία έδωσε στον Κρόνο να πιει ένα φάρμακο που τον ανάγκασε να ξεράσει τα παιδιά που είχε καταπιεί, και πρώτα πρώτα την πέτρα. Μαζί οι έξι θεοί απελευθέρωσαν τους φυλακισμένους στον Τάρταρο Κύκλωπες, οι οποίοι χάρισαν στους τρεις αρσενικούς θεούς, τον Δία, τον Ποσειδώνα και τον Πλούτωνα, όπλα που τους βοήθησαν στον αγώνα τους εναντίον των Τιτάνων: στον πρώτο τη βροντή, την αστραπή και τον κεραυνό, στον δεύτερο τρίαινα, στον τρίτο, τον Πλούτωνα δερμάτινη περικεφαλαία[1] που έκαμνε αόρατο όποιον τη φορούσε: Τότε, να γίνει αόρατη στον ανδροφόνον Άρη, / στου Άδη εκρύφθη η θεά την περικεφαλαία (Όμ., Ιλ. Ε 704-5· πρβλ. Πλ., Πολιτεία 612b). Έτσι οπλισμένοι σήκωσαν πόλεμο εναντίον του Κρόνου και των Τιτάνων και τους νίκησαν ύστερα από δέκα χρόνια αγώνα. Μετά τη νίκη τους οι τρεις θεοί μοίρασαν με κλήρο την εξουσία, και έτυχε στον Δία η κυριαρχία του ουρανού, στον Ποσειδώνα της θάλασσας, στον Πλούτωνα του Άδη, που είναι το πολυανθρωπότερο και αόρατο βασίλειο, τις πύλες του οποίου φυλούσε ο τρομερός σκύλος Κέρβερος. [Εικ 1, 2, 3, 4, 5] Ο Πλούτωνας, ἄναξ ἐνέρων, δηλαδή βασιλιάς όσων βρίσκονταν κάτω από τη γη (Όμ., Ιλ. Υ 61), έγινε συνώνυμο του θανάτου –μ’ όλο / το θράσος του κανείς, σα δει το Χάρο / να στέκεται κοντά, ζητά να φύγει (Σοφ., Αντ. 580-2) – και του Κάτω Κόσμου –κι εγώ να κατεβώ στον Άδην, λέει ο Αχιλλέας (Όμ., Ιλ. Ψ 244· πρβλ. Πίνδ. Π. 5.96). (Γεωγραφία του Κάτω Κόσμου)
Ο Πλούτωνας πήρε για σύζυγό του, την Περσεφόνη, κόρη του Δία και της Δήμητρας, όχι με τη θέληση της κόρης ή με τη συναίνεση της μητέρας της αλλά ύστερα από συνωμοτική συνεννόηση με τον πατέρα της. Ο θεός του Κάτω Κόσμου την άρπαξε από το Νύσιο πεδίο, ενώ εκείνη μάζευε λουλούδια με τις φίλες της Ωκεανίδες, σε ένα περιβάλλον υγρό και θαλερό που ευνοούσε την ερωτική διάθεση. Παρόντες στην αρπαγή της Κόρης ήταν ο Ερμής, ενώ η Εκάτη άκουσε τη απεγνωσμένη φωνή της κόρης, όμως τίποτε δεν μπορούσε να πει στη δυστυχισμένη μητέρα Δήμητρα για τον απαγωγέα, γιατί το κεφάλι του περιβαλλόταν από σκιές της νύχτας. [Εικ. 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17, 18, 19, 20, 21, 22, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 29, 30, 31, 32, 33, 34, 35, 36, 37, 38, 39, 40, 41, 42, 43, 44, 45, 46, 47, 48, 49 ] Η αρπαγή της Περσεφόνης προκάλεσε τον μαρασμό της Δήμητρας· η αιώνια νιότη και η ομορφιά της θεάς χάθηκαν μέσα στα γκρίζα μαλλιά και το πένθος. Έχοντας αυτή τη μορφή, μαυροφορεμένη και βουβή, άρχισε να περιπλανιέται ανάμεσα στους ανθρώπους ψάχνοντας την Περσεφόνη. Θλιμμένη και οργισμένη η θεά δεν άφηνε κανένα σπόρο να φυτρώσει πάνω στη γη. Η ανθρωπότητα άρχισε να μαστίζεται από λιμό, οι άνθρωποι να πεθαίνουν και οι θεοί να μην δέχονται τις θυσίες που τους έπρεπαν. Έτσι, ο Δίας έστειλε αρχικά την αγγελιαφόρο θεά Ίριδα και μετά διαδοχικά πολλούς θεούς με δώρα για να την πείσει να αφήσει τη γη να καρπίσει και η ίδια να επιστρέψει στον Όλυμπο. Η Δήμητρα όμως απαιτούσε την επιστροφή της Περσεφόνης. Αυτή τη φορά ο Δίας έστειλε στον Άδη τον αγγελιαφόρο θεό Ερμή διατάζοντας τον Πλούτωνα να αφήσει ελεύθερη την Κόρη. Ο Πλούτωνας υπάκουσε αφού πρώτα έδωσε στην Περσεφόνη να φάει έξι σπυριά ροδιού για να τη δέσει για πάντα με το βασίλειό του. Παρούσα στην άνοδο της Περσεφόνης από τον κάτω κόσμο ήταν η Εκάτη που φώτιζε με τις δάδες τον δρόμο της Κόρης προς τον επάνω κόσμο. [Εικ. 50, 52, 53, 54, 55, 56, 57, 58, 59, 60, 61, 62, ] Τότε η Δήμητρα άφησε τη γη να βλαστήσει, και το έκανε αυτό για όσους μήνες έμενε η κόρη της μαζί της. Γιατί η Περσεφόνη περνούσε στον Άδη έξι μήνες και τους υπόλοιπους με τη μητέρα της στον Όλυμπο. [Ομηρικός ύμνος στη Δήμητρα, Εικαστικές αποδόσεις στον μακεδονικό χώρο]
Ο γάμος του Πλούτωνα και της Περσεφόνης δεν υπήρξε γόνιμος, του αποδίδουν όμως την πατρότητα του Διόνυσου Ζαγρέα (Μέγα Ετυμολογικόν) και των Ερινύων (Βιργ., Αιν. 7. 325, Ορφ. Ύ. 69.8).
Η Μίνθη ήταν κόρη του ποταμού Κωκυτού. Ερωτεύτηκε τον Πλούτωνα και ζήλεψε την Περσεφόνη για την προτίμηση που της έδειξε ο θεός του Κάτω κόσμου. Ήταν πολύ όμορφη, ομορφότερη ίσως και από την Περσεφόνη, και απείλησε τη θεά ότι θα τη διώξει. Αυτό προκάλεσε την οργή της Δήμητρας που μεταμόρφωσε τη Μίνθη στο ομώνυμο φυτό, τη μέντα. (Εικ. 63) Κατά τον Στράβωνα ήταν η Περσεφόνη που μεταμόρφωσε την κόρη στο φυτό ἡδύοσμον (της πάτησε το σώμα μέχρι που αυτό διαλύθηκε), γιατί έγινε ερωμένη του Πλούτωνα, και ότι από αυτήν ονομάστηκε το βουνό κοντά στην Πύλο, όπου υπήρχε ναός του Άδη. (Βλ. Μίνθη)
Η Λεύκη (=άσπρη) ήταν νύμφη, κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος. Όπως και την Περσεφόνη, την ερωτεύτηκε ο Άδης, την άρπαξε και την οδήγησε στον Κάτω Κόσμο. Όμως, δεν ήταν αθάνατη, κι όταν πέθανε, ο Άδης τη μεταμόρφωσε στο δέντρο λεύκη μέσα στα Ηλύσια Πεδία. Με τα κλαδιά της έπλεξε στεφάνι που φόρεσε στο κεφάλι του ο Ηρακλής όταν γύρισε από τον Κάτω Κόσμο. (Βλ. Λεύκη)
Τα επίθετα που αποδίδονται σε θεούς και ανθρώπους είναι δηλωτικά του χαρακτήρα, την προσωπικότητας, του ρόλου του καθενός. Τα περισσότερα από τα επίθετα που αποδίδονται στον θεό του Κάτω Κόσμου αφορούν το αδυσώπητο, το άγριο και άφευκτο του χαρακτήρα του αλλά και το δίκαιο, καθώς επιφυλάσσει στον καθένα κοινή και ίση μοίρα.
Αδάμας, Αδάμαστος, Αμείλιχος = αδυσώπητος, άκαμπτος
Ίφθιμος = ισχυρός, ρωμαλέος
Κρατερός = γενναίος, ωμός, αυστηρός
Κλύμενος = ένδοξος, διαβόητος
Ευβουλεύς και Εύβουλος, φρόνιμος, σώφρων (το επίθετο αποδίδεται και σε άλλες θεότητες)
Αγησίλαος, οδηγός του λαού, της ανθρωπότητας (Αισχ., fr. 4016.1)
Ισοδαίτης, αυτός που μοιράζει σε όλους το ίδιο (επίθετο και του Διόνυσου και του Απόλλωνα)
Νηλεύς, άσπλαχνος
Παγκοίτης, αυτός που δέχεται τους πάντες· θάλαμος παγκοίτης = ο τάφος
Πολυδέγμων και Πολυδέκτης, αυτός που δέχεται πολλούς
Νεκροδέγμων, αυτός που δέχεται τους νεκρούς
Πολυσημάντωρ, αυτός που εξουσιάζει και κυβερνά πολλούς
Ευρυπυλής, για τις ευρείς πύλες του κάτω κόσμου
Χθόνιος
Κλυτόπωλος, επίθετο αποκλειστικά του Άδη για τα ωραία άλογα που διέθετε.
Η μορφή του Πλούτωνα. Τα λαλούνται σύμβολα
Ο Πλούτωνας απεικονίζεται με πολλές ομοιότητες με τα δυο του αδέλφια, τον Δία και τον Ποσειδώνα, εκτός από τα μαλλιά που πέφτουν κάτω από το μέτωπο. Στις παλαιότερες απεικονίσεις παρουσιάζεται ένθρονος σε εβένινο θρόνο, ηλικιωμένος, με γενειάδα, με διάδημα στα μαλλιά, φορώντας χιτώνα ή μανδύα και φέροντας σκήπτρο στο χέρι. Δίπλα στα πόδια τους στέκεται ο Κέρβερος και φαίνονται τα κλειδιά του Κάτω Κόσμου. Στην τέχνη της κλασικής εποχής δεν ήταν συχνές οι απεικονίσεις του. Συχνότερα παριστάνεται σε απεικονίσεις της αρπαγής της Περσεφόνης ή μαζί της σε ανάκλιντρο ή και με τη Δήμητρα, ως θεός του Κάτω Κόσμου και της βλάστησης. Ιερά φυτά του θεού ήταν ο νάρκισσος και το κυπαρίσσι. Στα αντικείμενα που κατείχε και τον προσδιόριζαν ήταν τα κλειδιά του Κάτω Κόσμου, το σκοτεινό του άρμα, συρόμενο από τέσσερα άλογα, εντυπωσιακό αλλά και τρομακτικό στη θέα, η δερμάτινη περικεφαλαία που του είχαν δώσει οι ουράνιοι Κύκλωπες στον πόλεμο εναντίον των Τιτάνων και καθιστούσε αόρατο όποιον τη φορούσε, ενώ ο ίδιος έβλεπε ό,τι και όσους ήθελε· κάτι τέτοιο ταίριαζε και στον ρόλο του ως θεού του θανάτου που έρχεται χωρίς προειδοποίηση. Ο Πλούτωνας δάνειζε κάποιες φορές την περικεφαλαία του σε θεούς και ανθρώπους (στην Αθηνά, στον Περσέα). [Εικ. 64, 65, 66, 67, 68, 69, 70, 71, 72]
Εξαιτίας της σκοτεινής και μακάβριας προσωπικότητάς του δεν ήταν ιδιαίτερα αρεστός ούτε από τους θεούς ούτε από τους ανθρώπους (Όμ. Ιλ., Υ 64-65).
Όταν οι Έλληνες προσεύχονταν στον Πλούτωνα, χτυπούσαν τα χέρια τους στο έδαφος για να είναι σίγουροι πως τους ακούει. Τα ζώα που θυσιάζονταν προς τιμή του ήταν συνήθως μαύρου χρώματος, το αίμα τους θα έπρεπε να στάζει σε λάκκο για να φτάσει στα έγκατα της γης, ενώ ο θύτης, έχοντας στραμμένο το πρόσωπο του ζώου προς τα κάτω, ο ίδιος έπρεπε να γυρίσει το κεφάλι του και να μην βλέπει. (Όμ., Οδ. κ 530-540)
Ο Παυσανίας δίνει την πληροφορία ότι πουθενά αλλού δεν υπήρχε τόπος λατρείας για τον Πλούτωνα εκτός από το Ιερό του Άδη στην Πύλο της Ηλείας, το οποίο άνοιγε μόνο μία φορά τον χρόνο και μόνο για τον ιερέα του. Οι Ηλείοι τιμούσαν τον θεό από ευγνωμοσύνη που τους είχε βοηθήσει να πολεμήσουν τον Ηρακλή, τον οποίο ο Πλούτωνας θεωρούσε εχθρό του για την αρπαγή του Κέρβερου. (Στράβ. 8.3.15· Παυσ. 6.25.2-3)
Πλούτωνας και Περσεφόνη βασίλευαν στο πολυανθρωπότερο βασίλειο, το οποίο είχε τη δική του γεωγραφία και τοπογραφία και τους δικούς του κανόνες.
Στην Ιλιάδα ο κόσμος των νεκρών είναι αμέσως κάτω από τη γη, ενώ στην Οδύσσεια, όπου περιγράφεται για πρώτη φορά και με ακρίβεια, τοποθετείται πέρα από τον Ωκεανό, στην άκρη του κόσμου, στη χώρα των Κιμμερίων. Την περιέγραψε ο Οδυσσέας:
Τ’ άρμενα σα βολέψαμε καθίσαμε στο πλοίο
και τ’ οδηγούσε ο άνεμος κι ο άξιος κυβερνήτης.
Όλη τη μέρα αρμένιζε με τα πανιά ανοιγμένα.
Κι ο ήλιος σα βασίλεψε κι ισκιώσανε όλοι οι δρόμοι,
τα πέρατα του τρίσβαθου Ωκεανού είχε φτάσει.
Εκεί ήταν των Κιμμερινών ο τόπος κι η πατρίδα,
που τους σκεπάζουν σύγνεφα κι ένα πηχτό σκοτάδι.
Ποτέ, με τις αχτίδες του δεν τους φωτίζει ο ήλιος,
μήδ’ όταν στον αστρόφωτο τον ουρανό ανατέλλει,
μήδ’ όταν πίσω προς τη γη γυρίζει απ’ τα ουράνια,
μόν’ τους σκεπάζει ένα βαθύ τους άμοιρους σκοτάδι.
(Οδ. λ 9-19, μετ. Ζ. Σίδερης)
Μαύρη κατοικία, λοιπόν, ο Κάτω Κόσμος, φρικτή και αραχνιασμένη, που ως κι οι αθάνατοι μισούν (Ιλ., Υ 64-65). Αρχαίοι συγγραφείς τοποθετούν τη χώρα των Κιμμερίων στο όρος που κλείνει από βορρά τον όρμο του ποταμού Αχέροντα στην Ήπειρο. Απέναντι από το ύψωμα ο Παυσανίας έδωσε στον όρμο το όνομα Γλυκύς Λιμήν, καθώς τα νερά γλυκίζουν από το πλήθος των ποταμών που πέφτουν σε αυτόν μέσω του Αχέροντα (Στράβ. 7.7.5· Ευστ. Comm. Ad Od 1.392.41 κ.ε.). Τα υπόγεια ρεύματα της περιοχής δημιουργούσαν βουητό που συνέτεινε στην ταύτιση της περιοχής με τους μυθικούς τόπους του Άδη. Τελικά, θα πρέπει να είναι οι ιδιομορφίες του ποταμού της Ηπείρου που τον ταύτισαν με τον Άδη αλλά και μια παρετυμολογία του ονόματός του από τη λέξη άχος = λύπη, άλγος, στενοχώρια.
Ανεξάρτητα από την πιθανή τοποθεσία εισόδου, αυτή οριοθετείται από τον ποταμό Αχέροντα, γιο της Γαίας, τιμωρημένο να ζει κάτω από τη γη, γιατί στη διάρκεια της Γιγαντομαχίας άφησε τους Γίγαντες να πιουν νερό. Ο ποταμός περνά από περιοχή άγρια και σε κάποιο σημείο τα νερά του χάνονται σε βαθιά άβυσσο. Όταν ξανάβγαινε στην επιφάνεια, κάπου κοντά στις εκβολές του, σχημάτιζε ένα βρώμικο τέλμα σε ένα τοπίο καταθλιπτικό, γεμάτο καλαμιές και βούρκο.[2] Σε αυτόν ρίχνουν τα νερά τους ο Πυριφλεγέθοντας και ο Κωκυτός, το ποτάμι των κλαυθμών. Αχέροντας και Κωκυτός κυλούν παράλληλα με τη Στύγα. (Στις όχθες αυτών των ποταμών του θανάτου πέρασε επτά μέρες νηστείας ο Ορφέας, θρηνώντας για τον οριστικό χαμό της συζύγου του Ευρυδίκης -Οβ., Μετ. 10.52 κ.ε.). Οι φλόγες των ηφαιστείων από τα έγκατα της γης δημιούργησαν τον θρύλο για ένα ακόμη ποτάμι τον Ουριφλεγέθοντα που αντί για νερό στην κοίτη του κυλούσαν φλόγες. Άλλοτε πάλι στη θέση του Αχέροντα εμφανίζεται η [3]. Τα ποτάμια και η λίμνη ανήκαν στον επάνω κόσμο, ενώ στον κάτω η Στύγα που πήγαζε από ένα βράχο.
Υγρό, λοιπόν, το περιβάλλον υποδοχής των νεκρών. Και ξέρουμε ότι οι ψυχές όφειλαν να περιμένουν τον Χάροντα στον όρμο όπου εκβάλλει ο ποταμός, προκειμένου να περάσουν, κωπηλατώντας μόνες τη βάρκα του Χάροντα, τα νερά του Αχέροντα ή της Αχερουσίας προς το Βασίλειο των Νεκρών, τις πύλες του οποίου φύλαγε ο τρικέφαλος Κέρβερος. Μια άλλη εκδοχή αυτού του περάσματος δίνεται στη γραπτή διακόσμηση στο εσωτερικό μέρος της καλυπτήριας πλάκας του ετρουσκικού Τάφου του Βουτηχτή [Εικ. 73]. Σε αυτήν παριστάνεται ένας νέος που βουτάει, υπερπηδώντας μια κατασκευή, σε μικρό κύκλο νερού, τον οποίο περιβάλλουν δύο δενδρύλλια. Η κατασκευή φαίνεται ότι παριστάνει την πύλη του Άδη (ευρύπυλος είναι ένα από τα επίθετα του θεού), και ως όριο του τότε γνωστού κόσμου, οπότε η βουτιά συμβολίζει το πέρασμα στον άλλον κόσμο, κατ’ εξοχήν άγνωστο, πέρα από τα όρια και τις δυνατότητες της γνώσης. Τελικά, ο θάνατος μοιάζει να είναι μια βουτιά του ανθρώπου από αυτόν τον κόσμο στον άλλον. Σαν βουτιά θανάτου, έστω και μόνο κατά τη διάρκεια της ημέρας, μπορούμε να εκλάβουμε την κατάδυση των αστεριών που σε ερυθρόμορφο καλυκωτό κρατήρα του 435 π.Χ. με τη μορφή παιδιών βουτούν στη θάλασσα με την ανατολή του Ήλιου. (Βλ. εδώ· και για μια αριστοφανική εκδοχή της τοπογραφίας και των ενοίκων του Κάτω Κόσμου εδώ)
Ισοδαίτης ήταν ένα από τα επίθετα που χαρακτήριζαν τον Πλούτωνα, ακριβώς γιατί η μοίρα του θανάτου ήταν κοινή για όλους τους ανθρώπους ανεξάρτητα από καταγωγή, οικονομική κατάσταση, προνόμια –όλα αυτά δεν ήταν εξαγοράσιμα στον Κάτω Κόσμο. Ο τόπος περιγράφεται σκοτεινός και το ίδιο θλιμμένος και δυσάρεστος για όλους, καθώς, αν και νεκροί, ασώματοι και με την ψυχή να φτερουγίζει άπιαστη σαν όνειρο και σαν σκιά, έχουν επίγνωση της κατάστασης και η μνήμη από την επίγεια ζωή δεν χάνεται. Ως και οι νεκροί ήρωες, για παράδειγμα ο Αχιλλέας, μιλούν με θλίψη και εκφράζουν την ευχή να ήταν ζωντανοί, κι ας ήταν ταπεινοί και όχι ήρωες. (Όμ., Οδ. λ 471-491) Ξεχωριστός χώρος ή προνομιακή μεταχείριση για τους δίκαιους δεν υπήρχε. Ωστόσο, δύο πληροφορίες αφήνουν υποψίες για την ύπαρξη και άλλου είδους αντιλήψεων για τη ζωή μετά τον θάνατο. Η πρώτη έχει να κάνει με την ύπαρξη μεγάλων τιμωρημένων, στους οποίους αναφερόμαστε παρακάτω· η δεύτερη με τον ορισμό κριτών στον Κάτω Κόσμο.
Ως κριτές αναφέρονται τρεις γιοι του Δία, ο Αιακός, ο οποίος ορίστηκε και κλειδούχος της πύλης του Κάτω Κόσμου από τον Πλούτωνα και την Περσεφόνη, ο Μίνωας και ο Ραδάμανθυς. [Εικ. 74, 75, 76, 77, 78, 79, 80] Και ο μεν Ραδάμανθυς έκρινε τους Ασιάτες νεκρούς, ο Αιακός τους Ευρωπαίους και ο Μίνωας αυτούς για τους οποίους οι αδελφοί του είχαν αμφιβολίες (Πλ., Γοργ. 523e-524a). Η προσθήκη του τρίτου δικαστή με αυτόν τον ρόλο είναι πλατωνική, ο Όμηρος αγνοεί το γεγονός: Το Μίνω τότε γνώρισα, γιο ξακουστό του Δία, / σκήπτρο στο χέρι να κρατά και τους νεκρούς να κρίνει / κι εκείνοι γύρω στον κριτή το δίκιο τους ζητούσαν, / άλλοι όρθιοι κι άλλοι καθιστοί μες στον πλατύπυλο Άδη (λ 568-571). Ακόμη και στον Τάφο της Κρίσεως στη Μίεζα (τελευταίο τέταρτο του 4ου αι. π.Χ.) παριστάνονται μόνο οι δύο κριτές, ο Αιακός και Ραδάμανθυς, με τον νεκρό και τον Ερμή που τον συνοδεύει, και οι οποίοι θα αποφασίσουν για την τύχη του νεκρού, αν δηλαδή θα σταλεί στο νησί των Μακάρων ή στα Τάρταρα. [Για μια καρικατούρα του Αιακού βλ. εδώ] [Εικ. 81, 82, 83, 84, 85]
Γνωρίζουμε ακόμη, ότι οι μυημένοι στα Ελευσίνια Μυστήρια ανέμεναν μια καλύτερη ζωή στον Άδη και ότι στα Μυστήρια της Σαμοθράκης οι μυημένοι του δεύτερου βαθμού μύησης σε μια τελετουργία αναγέννησης και πνευματικής και ψυχικής μετουσίωσης γίνονταν «ευσεβέστεροι», «δικαιότεροι», «βελτίονες εαυτών» και πετύχαιναν τη μετάβαση στα νησιά των Μακάρων (Πίνδ., Ο. 2. 129), όπου βασίλευε ο Κρόνος, ή στο Hλύσιον πεδίον, στην Ατλαντίδα, νησί του Ποσειδώνα, ή σε άλλους τόπους. Η είσοδος στα Ηλύσια ήταν μόνο για λίγους εκλεκτούς που απέφευγαν τον θάνατο, όπως ήταν για παράδειγμα οι ήρωες που έπεσαν στην Τροία και τη Θήβα. Εκεί, κάτω από τη διακυβέρνηση του Ραδάμανθη, θα ζούσαν μια μυστηριακή ζωή γιορτάζοντας ένα συμπόσιο που δεν είχε τέλος.
Όταν ο Ορφέας ζωντανός κατέβηκε στον Κάτω Κόσμο, για να αναζητήσει τη νεκρή γυναίκα του Ευρυδίκη, έπαιξε τη θρηνητική μουσική του, μίλησε και για τον έρωτα. Έτσι μαλάκωσε την καρδιά των Χθόνιων Βασιλέων και για λίγο η όποια κίνηση στον Κάτω Κόσμο σταμάτησε: ο διψασμένος Τάνταλος δεν κοιτούσε πια πώς θα φτάσει το νερό, ο φλεγόμενος τροχός στον οποίο ήταν δεμένος με φίδια ο Ιξίωνας ακινητοποιήθηκε, οι γύπες σταμάτησαν το μεγάλο φαγοπότι με το συκώτι του Τιτυού, οι Δαναΐδες άφησαν κάτω τα πιθάρια τους, ο Σίσυφος έπαψε να κυλά τον βράχο του. Αυτοί είναι οι μεγάλοι τιμωρημένοι θνητοί. Ο Ιξίωνας, γιατί αρχικά παραβίασε τον νόμο της φιλοξενίας και σκότωσε άνθρωπο και μάλιστα συγγενή του, στη συνέχεια, δείχνοντας ασέβεια στον ευεργέτη του Δία, πόθησε την Ήρα (βλ. εδώ και εδώ)· ο Τιτυός, γιατί πόθησε τη Λητώ (βλ. εδώ)· ο Σίσυφος, επειδή φανέρωσε στον Ασωπό ότι την κόρη του Αίγινα την είχε αρπάξει ο Δίας ή επειδή προσπάθησε να φυλακίσει και να ξεγελάσει τον Θάνατο (βλ. εδώ)· οι Δαναΐδες γιατί σκότωσαν τους άνδρες που υποχρεωτικά παντρεύτηκαν· ο Τάνταλος για την παιδοκτονία που διέπραξε και την προσπάθειά του να ξεγελάσει τους θεούς (βλ. εδώ). Στους μεγάλους τιμωρημένους συγκαταλέγονται και τα αδέλφια Ώτος και Εφιάλτες, οι επονομαζόμενοι Αλωάδες, που αλληλοσκοτώθηκαν ύστερα από τέχνασμα της Άρτεμης. Στον Κάτω Κόσμο οι θεοί τους έδεσαν με φίδια σε ένα στύλο κοντά στα νερά της Στύγας, στην οποία είχαν ορκιστεί ότι θα πολεμήσουν τους Ολύμπιους και ότι θα κάνουν δικές τους ο Ώτος την Άρτεμη, ο Εφιάλτης την Ήρα· εκεί ερχόταν μια κουκουβάγια και τους βασάνιζε κράζοντας διαρκώς. (Βλ. εδώ)
Σε τοιχογραφία από σπίτι στον λόφο Esquilino στη Ρώμη, γύρω στο 40 π.Χ., εκτός από τις Δαναΐδες, τον Τιτυό και τον Σίσυφο, παριστάνεται και ο κυνηγός γίγαντας Ωρίωνας, τιμωρημένος από τη θεά Άρτεμη για απόπειρες βιασμού ή για την ύβρη του να προσκαλέσει τη θεά σε αγώνισμα δίσκου η για άλλους λόγους. (Βλ. εδώ) Αιώνια είναι και η τιμωρία του Κρότωπου στα Τάρταρα που δεν πίστεψε την κόρη του Ψαμάθη ότι το παιδί που είχε κυοφορήσει ήταν του θεού Απόλλωνα. (Βλ. εδώ)
Ο κόσμος των νεκρών είναι χωρισμένος από αυτόν των ζωντανών. Αυτός που κατεβαίνει στον Κάτω Κόσμο είναι νεκρός και δεν υπάρχει δυνατότητα επιστροφής. Ωστόσο, στη μυθολογία και στο δράμα οι περιορισμοί αυτοί αίρονται και το ερώτημα είναι για ποιο λόγο ένας ζωντανός θα επιχειρούσε ένα τέτοιο ταξίδι, με την προσδοκία μάλιστα της επιστροφής στους ζωντανούς; Το εγχείρημα αυτό ανέλαβαν ο Ηρακλής, ο Ορφέας, ο Πειρίθοος μαζί με τον Θησέα, ο Οδυσσέας, ο Αινείας, συνοδευόμενος από τη Σίβυλλα, ο Διόνυσος, ο καθένας για τους δικούς του λόγους.
Ο Ηρακλής κατέβηκε στον Άδη δύο φορές, μία για να εκτελέσει έναν από τους άθλους του, να φέρει το τρικέφαλο σκυλί του Άδη, τον Κέρβερο, στον επάνω κόσμο, και να τον δείξει στον Ευρυσθέα, και μία, σύμφωνα με τον Ευριπίδη, για να φέρει επάνω την Άλκηστη, τη γυναίκα του βασιλιά των Φερών Άδμητου, που δέχτηκε να πεθάνει αντί για τον άνδρα της. Την πρώτη φορά ο Πλούτωνας συναίνεσε στην απομάκρυνση του σκύλου για δύο λόγους: ο ένας ήταν γιατί ο Ηρακλής του υποσχέθηκε ότι ο τρικέφαλος φύλακας δεν θα έμενε για καιρό μακριά από το βασίλειο· ο δεύτερος γιατί ο Πλούτωνας είχε προσωπική εμπειρία από τη μαχητικότητα του Ηρακλή κατά την εκστρατεία του ήρωα στην Ηλεία. Θέλησε να συμπαρασταθεί στους Ηλείους αλλά τραυματίστηκε από τον γιο του Δία και ο θεός κατέφυγε στον γιατρό των θεών Παιήονα, για να περιποιηθεί το τραύμα του. Προτίμησε, λοιπόν, να παραχωρήσει στον Ηρακλή τον σκύλο, με τον όρο να μην χρησιμοποιήσει όπλα παρά μόνο τη σωματική του δύναμη. (Βλ. Κέρβερος και Ηρακλής)
Ο Οδυσσέας, ακολουθώντας τις οδηγίες της Κίρκης, θυσίασε στους θεούς του Κάτω Κόσμου, προκειμένου ο νεκρός μάντης Τειρεσίας να πιει από το αίμα των θυσιασμένων ζώων, να αποκτήσει για λίγο ανθρώπινη υπόσταση και να υποδείξει στον περιπλανώμενο βασιλιά τον τρόπο με τον οποίο θα κατάφερνε να επιστρέψει στην Ιθάκη και τις ενέργειες με τις οποίες θα εξευμένιζε τους θεούς μετά τον φόνο των μνηστήρων. (Βλ. εδώ) Στον Κάτω Κόσμο συνάντησε ψυχές παλιών συντρόφων του, της μητέρας του και άλλων γυναικών, συνομίλησε μαζί τους, πήρε και έδωσε πληροφορίες για τον θάνατό τους και για τους δικούς τους ανθρώπους στη γη. (Βλ. εδώ και εδώ)
Ο Διόνυσος, όταν μεγάλωσε, αναζήτησε τη μητέρα του Σεμέλη στον Κάτω Κόσμο και την ανέβασε επάνω. Αναστημένη η Σεμέλη πήρε θέση στον Όλυμπο με το όνομα Θυώνη. Αλλά και την κωμωδία Βάτραχοι ο θεός του θεάτρου επιχειρεί την κατάβαση στον Κάτω Κόσμο, προκειμένου μετά από έναν ποιητικό διαγωνισμό μεταξύ των νεκρών τραγικών να ανεβάσει στον επάνω κόσμο τον καλύτερο, μια και δεν θεωρεί άξιους τους ζώντες ποιητές να επιτελέσουν το έργο της τέχνης που υποτίθεται ότι υπηρετούσαν.
Ο θράκας μουσικός και ποιητής Ορφέας κατέβηκε στον Κάτω Κόσμο από αγάπη για τη γυναίκα του Ευρυδίκη που είχε πεθάνει. Ικέτευσε τη βασίλισσα Περσεφόνη και τον Κύριο των Σκιών και με τη θρηνητική μουσική του και τα ποιητικά λόγια για τον έρωτα μαλάκωσε την καρδιά των Χθόνιων Βασιλέων που έδωσαν την άδεια στη νεκρή να επιστρέψει μαζί με τον Ορφέα στον επάνω κόσμο, με τον όρο εκείνος να μην προσπαθήσει να τη δει πριν φτάσουν στο φως του ήλιου, όρο που ο Ορφέας δεν μπόρεσε να κρατήσει, μπορεί από λαχτάρα για τη γυναίκα του ή από αμφιβολία για το αν πράγματι τον ακολουθεί. Έστρεψε το βλέμμα του προς τα πίσω, οπότε οι δυνάμεις του Κάτω Κόσμου τράβηξαν ξανά πίσω την Ευρυδίκη, αυτή τη φορά οριστικά.
Ο Πειρίθοος κατέβηκε στον Κάτω Κόσμο, γιατί πόθησε την Περσεφόνη, συνοδευμένος από τον φίλο του Θησέα. Ο Πλούτωνας τους καλοδέχτηκε, αλλά με δόλο τους κάθισε στον θρόνο της Λήθης, όπου και ρίζωσαν στην πέτρα και σφιχτοδέθηκαν από πλοκάμια δρακόντων που τυλίχτηκαν γύρω από τα πόδια και τα χέρια τους. Όταν αντίκρισαν τον ζωντανό Ηρακλή που κατέβηκε στον Άδη για να αρπάξει τον Κέρβερο και να επιτελέσει έναν ακόμη άθλο, οι δυο φίλοι άνοιξαν τα χέρια τους, για να τους σηκώσει με τη δύναμή του. Ο ήρωας σήκωσε τον Θησέα πιάνοντάς τον από το χέρι, όταν όμως προσπάθησε να κάνει το ίδιο με τον Πειρίθοο, η γη σείστηκε και τον άφησε. Έτσι ο Πειρίθοος έμεινε στον Άδη δέσμιος για πάντα. Σύμφωνα με μιαν άλλη εκδοχή ο Ηρακλής σήκωσε και τον Πειρίθοο (Διόδ. Σ. 4.26.1), ενώ άλλοι παραδίδουν ότι ο Θησέας ξανακατέβηκε στον Άδη για τον φίλο του και ότι εκείνος τον απελευθέρωσε (Υγ. 251.3). (Βλ. εδώ)
Γνωστά νεκυιομαντεία στην αρχαιότητα ήταν του Ποσειδώνα στον μυχό του Ταίναρου, στην Κύμη της Ιταλίας, στην Ερμιόνη της Αργολίδας, στην Κορώνεια της Βοιωτίας, στην Ηράκλεια του Πόντου κ.α. Όμως το σπουδαιότερο και αρχαιότερο, αφιερωμένο στους βασιλείς Πλούτωνα και Περσεφόνη, ήταν στον Αχέροντα της Θεσπρωτίας, κοντά στην Εφύρα:
Το πιο φημισμένο νεκρομαντείο του αρχαίου ελληνικού κόσμου βρίσκεται κοντά στις βορειοδυτικές όχθες της Αχερουσίας λίμνης, στο σημείο όπου ενώνονται τα ποτάμια του Άδη, ο Αχέροντας με τον Κωκυτό. Στις αρχαίες πηγές η τοποθεσία της Αχερουσίας λίμνης περιγράφεται ως το σημείο κατάβασης των νεκρών στον Άδη και η Εφύρα, η πόλη της Ηπείρου που βρίσκεται λίγο βορειότερα, συνδέεται με πανάρχαιη λατρεία της θεότητας του θανάτου. Στο νεκρομαντείο πήγαιναν οι πιστοί για να συναντήσουν τις ψυχές των νεκρών, που μετά την απελευθέρωσή τους από το σώμα αποκτούσαν την ικανότητα να προβλέπουν το μέλλον. Η παλαιότερη αναφορά του νεκρομαντείου του Αχέροντα γίνεται από τον Όμηρο στην Οδύσσεια, όταν η Κίρκη συμβουλεύει τον Οδυσσέα να συναντήσει στον Κάτω Κόσμο τον τυφλό μάντη Τειρεσία και να πάρει χρησμό για την επιστροφή στην πατρίδα του (κ 488 κ.ε.) (Πηγή)
Ο ανασκαφέας του νεκυιομαντείου αρχαιολόγος Σωτήρης Δάκαρης περιέγραψε τον χώρο και τη διαδικασία, προκειμένου ο θαρραλέος ή απελπισμένος πιστός να επικοινωνήσει με τους χθόνιους βασιλείς:
«εκεί στη μέση είναι ένας βράχος (και μια σπηλιά), η είσοδος στον Άδη»[4]
«Στην αυλή έμπαινε κανένας από τη βόρεια είσοδο. Τα δωμάτια και οι λοιποί βοηθητικοί χώροι της αυλής χρησίμευαν για τη διαμονή των ιερέων και των επισκεπτών πριν μπουν στο ιερό του Άδη. Από εκεί ο επισκέπτης περνούσε το βόρειο διάδρομο του ιερού που είχε τρεις τοξωτές πύλες. Αριστερά του διαδρόμου υπήρχαν δύο δωμάτια και ένας λουτρώνας που χρησίμευαν για την εγκοίμηση των προσκυνητών. Εκεί, στο
αδιαπέραστο σκοτάδι, ο προσκυνητής υποβαλλόταν σε ψυχική και σωματική προετοιμασία. […] Ύστερα έμπαινε στο βόρειο δωμάτιο του ανατολικού διαδρόμου για την τελική προετοιμασία. […] Όταν, τέλος, έφτανε η κρίσιμη στιγμή της επικοινωνίας με τους νεκρούς, εισερχόταν ο προσκυνητής
με τον ιερέα-οδηγό στον ανατολικό διάδρομο […]. Ύστερα περνούσε ένα λαβύρινθο, ένα
διάδρομο μαιανδρικό, που υπέβαλλε στον επισκέπτη την εντύπωση της περιπλάνησης στους
σκοτεινούς και σκολιούς δρόμους του Άδη. Ο λαβύρινθος είχε τρεις τοξωτές πύλες […] Περνώντας την τελευταία πύλη, έφτανε στην κεντρική αίθουσα. Εκεί έριχνε ακόμη ένα
αποτρόπαιο λιθάρι και έχυνε στο λίθινο δάπεδο τις χοές για τους θεούς του Κάτω Κόσμου, τον Αϊδωνέα και την Περσεφόνης, που
κατοικούσαν στην υπόγεια αίθουσα. Εκεί ήταν το τέλος της πορείας του.»[5]
Η κεντρική αίθουσα στην οποία κατέληγε ο πιστός ύστερα από δαιδαλώδη πορεία σε λαβύρινθο έχει ονομαστεί των ειδώλων. Κάτω από αυτή υπήρχε μια ισομεγέθης λαξευμένη στον βράχο αίθουσα, «πιθανώς στη θέση της αρχικής σπηλιάς με την προϊστορική λατρεία».[6]
«Στην ανασκαφή της κεντρικής αίθουσας των ειδώλων βρέθηκαν και μια μάζα από σιδερένιους τροχούς άρματος, ένας μεγάλος χάλκινος λέβητας και γύρω σκορπισμένοι χάλκινοι τροχοί από καταπέλτες του 3ου αι. π.Χ. και καστάνιες (αρχ. επίσχεστρα). Η φύση και η θέση του ευρήματος στο βάθος της αίθουσας, εκεί όπου εμφανίζονταν τα είδωλα, μαρτυρούν ότι η μηχανή αυτή προοριζόταν για την κάθοδο των ειδώλων από την οροφή της αίθουσας. Πιθανώς πρόκειται για γερανό, στου οποίου το ένα άκρο ήταν κρεμασμένο το είδωλο του νεκρού και στο άλλο το αντίβαρο. Για τον σκοπό αυτό οι εξωτερικοί τοίχοι του κεντρικού ιερού με το μεγάλο πάχος (3,30μ.) θα έκρυβαν στην ανωδομία τους κρυφούς διαδρόμους, όπου μπορούσαν να κυκλοφορούν αόρατοι οι ιερείς. […] οι τοίχοι ψηλότερα ήταν χτισμένοι με μεγάλα τούβλα, πολλά από τα οποία βρέθηκαν στις ανασκαφές. Μεταξύ των δύο εξωτερικών τοίχων σχηματίζονταν διάδρομοι πλάτους 1,50 ή 2,40μ. Από τη θέση αυτή ή από την οροφή, με τη βοήθεια του γερανού εμφανίζονταν τα σκηνοθετημένα είδωλα των νεκρών και συνομιλούσαν με τους χρηστηριαζόμενους.»[7]
Με το τέλος της χρησμοδότησης ο προσκυνητής υποβαλλόταν σε τριήμερο καθαρμό, προκειμένου να αποκτήσει ξανά τη συνείδησή του, και στη συνέχεια να αποχωρήσει και να μην πει τίποτε για όσα είδε και άκουσε, όπως ακριβώς η Άλκηστη στην ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη. Θα μπορούσε κάποιος να πείσει τον προετοιμασμένο σωματικά και ψυχικά «πιστό» ότι οι σκιές των νεκρών και των θεών του Κάτω Κόσμου που «έβλεπε» ήταν όλα μια προσεκτικά σχεδιασμένη απάτη του ιερατείου; Το εγχείρημα ίσως αποδεικνυόταν τόσο δύσκολο όσο το να πειστεί ο δεσμώτης του σπηλαίου του Πλάτωνα ότι όσα έβλεπε μέσα στο σπήλαιο ήταν είδωλα και όχι η πραγματικότητα.[8]
[Βλ. και Λουκιανός, Μένιππος και Ηρόδοτος 5.92η1-4] [Εικ. 86]
Ο Κάτω Κόσμος πληρούται όχι μόνο από τους βασιλείς Άδη και Περσεφόνη αλλά και από άλλα πνεύματα θανάτου, τα οποία κινούνται μεταξύ του κάτω και του επάνω κόσμου, τρομοκρατώντας τους ζωντανούς με την παρουσία τους. Επίσης, με τον Κόσμο αυτό συμπλέκονται και οι Κριτές των ψυχών. Στο μεταξύ, η μορφή του Αιγύπτιου θεού Σάραπη ταυτίστηκε με του Πλούτωνα σε μια εποχή έντονου θρησκευτικού συγκρητισμού, όπου οι πολιτικές εξουσίες επιχειρούσαν να αξιοποιήσουν τις ομοιότητες ανάμεσα σε θεϊκές μορφές των διαφόρων εθνοτήτων που κυβερνούσαν, ώστε να καταστεί ευκολότερη η συνύπαρξη μεταξύ τους.
Αιακός, Άρπυιες, Αχλύς, Γοργόνες, Εκάτη, Ερινύες, Ευρύνομος, Θάνατος, Κέρβερος, Κήρα, Μηλινόη, Μίνωας, Μορμολύκη, Μορφέας, Μύραινα Ταρτησσία, Νύκτα, Όνειρος, Ποινή, Ραδάμανθης, Σειρήνες, Σφίγγα, Ύπνος
Στον Επιτάφιο ο Θουκυδίδης περιγράφει με τον καλύτερο τρόπο τη διαδικασία μιας δημόσιας ταφής: «Αφού στήσουν εξέδρα, την προπαραμονή της εκφοράς τοποθετούνται πάνω σε αυτήν τα οστά των νεκρών, και ο καθένας φέρνει στον δικό του άνθρωπο ό,τι επιτάφιο δώρο θέλει» (Β, 34). Ακολουθεί η εκφορά και η ταφή στο δημόσιο νεκροταφείο της πόλης, τον Κεραμεικό, το οποίο βρίσκεται στο ωραιότερο προάστιο της πόλης.
Τρεις λοιπόν είναι οι φάσεις του τελετουργικού της κηδείας: α) Η πρόθεσις. Ο νεκρός πλένεται και ντύνεται από γυναίκες, στο κεφάλι του δένεται ταινία ή τοποθετείται στεφάνι και εκτίθεται σε κοινή θέα στο σπίτι του, ενώ γύρω στέκονται συγγενείς που θρηνούσαν τραβώντας τα μαλλιά τους, χτυπώντας το στήθος του, γρατζουνώντας τα μάγουλά τους, ή επαγγελματίες μοιρολογίστρες που ενοικιάζονταν ή εξαναγκάζονταν. Επιπλέον, οι συγγενείς εξωτερίκευαν την εκτροπή από την ομαλότητα φορώντας βρώμικα και σκισμένα ενδύματα, ρίχνοντας στάχτη στο κεφάλι, κόβοντας τα μαλλιά τους. β) Η εκφορά. Οι επιφανείς χρησιμοποιούσαν νεκροφόρο άμαξα. Αν ήταν να γίνει αποτέφρωση, η πυρά ετοιμαζόταν δίπλα στον χώρο της ταφής· καθήκον των συγγενών, κυρίως του γιου, ήταν η περισυλλογή των οστών από τη στάχτη. Την ταφή επίσης συνόδευαν νεκρικές προσφορές (πήλινα αγγεία, όπλα, μαχαίρια, ενδύματα, κοσμήματα, αδράχτια, ομοιώματα) ανάλογα με την κοινωνική θέση του νεκρού. Με τις προσφορές οι επιζώντες έδειχναν ότι δεν αποδέχονταν χωρίς δυσκολία τα αγαθά του νεκρού. Ακόμη, γίνονταν θυσίες για τον νεκρό. γ) Νεκρόδειπνο. Το φαγητό ετοιμαζόταν και τρωγόταν δίπλα στον τάφο. Κατά την τρίτη και ένατη μέρα οι συγγενείς έφερναν και πάλι τροφή στον τάφο, ενώ κατά την τριακοστή γινόταν κοινό δείπνο που συνιστούσε και το τέλος του οικογενειακού πένθους. Στη συνέχεια, η τιμή στους νεκρούς συμπεριλαμβανόταν στις κοινές γιορτές, με τις οποίες η πόλη τιμούσε τους νεκρούς (Νεκύσια) ή τους προγόνους της (Γενέσια). Οι προσφορές στους νεκρούς ήταν χοές, με τις οποίες επιτυγχανόταν η επικοινωνία με τον νεκρό. Την ταφή ενός σημαντικού προσώπου ακολουθούσε ο αγών.
Η παραμέληση του τελετουργικού της ταφής συνιστούσε τελετουργική ανωμαλία με συνέπειες που περιγράφονται τόσο στο έπος με τη μη ταφή του Πάτροκλου και του Έκτορα όσο και στην τραγωδία με την εντολή από τον Κρέοντα της μη ταφής του Πολυνείκη.
Ο Πρίαμος, ικετεύοντας τον Έκτορα να μην αντιμετωπίσει τον Αχιλλέα, προσπαθεί να τον συγκινήσει προβλέποντας την καταστροφή της Τροίας, το μέγεθος και τις εκφάνσεις της. Στην τραγική του ρήση περιγράφονται όλα τα δεινά που προκύπτουν από τον πόλεμο: 1) βεβηλώνονται δημόσιοι και ιδιωτικοί χώροι· 2) οι γυναίκες υφίστανται τη βία των νικητών, αιχμαλωτίζονται (Εκάβη, Ανδρομάχη…), βιάζονται (Κασσάνδρα), θυσιάζονται (Πολυξένη)· 3) το ίδιο και οι γιοι και τα παιδιά, ιδιαίτερα της βασιλικής οικογένειας, γιατί αποτελούν μελλοντικό κίνδυνο, λ.χ. ο Τρωίλος και ο Αστυάνακτας [9]· 4) οι ηλικιωμένοι, αφού δουν όλες τις βιαιοπραγίες των νικητών, υφίστανται ατιμωτικό θάνατο από τους νικητές αλλά και ατιμωτική αντιμετώπιση από τα ίδια τους τα σκυλιά που πεινασμένα κατασπαράσσουν το αιματοβαμμένο γυμνό σώμα του παλιού αφεντικού[10] (Χ 58-76).[11] Ήδη στο προοίμιο της Ιλιάδας δηλώνεται ότι η «μάνητα του Αχιλλέα» έστειλε ψυχές στον Άδη κάτω / παλικαριών, στους σκύλους ρίχνοντας να φάνε τα κορμιά τους / και στα όρνια ολούθε (Α 3-6), ανακαλώντας στη μνήμη τις συνέπειες από την τελετουργική ανωμαλία που προκάλεσε η απαγόρευση του Κρέοντα να ταφεί το νεκρό σώμα του Πολυνείκη (Σοφ., Αντ.) ή τις αντιδράσεις που προκάλεσε η απαγόρευση του Μενέλαου και του Αγαμέμνονα να ταφεί ο αυτόχειρας Αίαντας (Σοφ., Αίας).
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σε έναν πόλεμο εκμηδενίζονται οι αξίες του πολιτισμού και ο άνθρωπος εξαγριώνεται. Ο κατά τα άλλα μειλίχιος Πάτροκλος συμπαρασύρεται από την κτηνωδία και τη δυναμική της ψυχολογίας του πολέμου παροτρύνοντας τους άνδρες, σε περίπτωση που νικήσει στη μονομαχία με τον Έκτορα, να κατακρεουργήσουν το σώμα του αντιπάλου του, να το σκυλεύσουν και να φονεύσουν τους υπερασπιστές του· λίγο νωρίτερα αντιμάχησε με τον Έκτορα για το σώμα του νεκρού ηνιόχου του Κεβριόνη, κρατώντας τον νεκρό από το πόδι, τη στιγμή που ο Έκτορας το κρατούσε από το κεφάλι. Οι κανονικές συμβάσεις της ανθρώπινης κοινωνίας, όπως η τελετουργία της ταφής, οι ικεσίες και οι όρκοι δεν έχουν πια ισχύ.[12] Και το ερώτημα είναι αν αυτό προκαλεί την οργή των θεών ή και οι ίδιοι μετέχουν στις παραβιάσεις.
Στις παραβιάσεις αυτές αναγνωρίζουμε ένα σημείο τομής στην Ιλιάδα: πριν και μετά τον θάνατο του Πάτροκλου. Πριν από τον θάνατο τηρούνταν οι συμφωνίες για την περισυλλογή των νεκρών, την απόδοση στους δικούς τους ανθρώπους και την ταφή τους: ο πόλεμος […] / να παύσει ο επικατάρατος, ωσότου τους νεκρούς μας / να καύσομε· μετέπειτα θα κτυπηθούμε πάλι / ώσπου να δώσει ένας θεός την νίκην σ’ όποιον θέλει (Η 375-78)· στο αίτημα των Τρώων, που μεταφέρει ο Ιδαίος, ο Αγαμέμνονας απαντά: ποιος φιλαργυρεύεται προς τους απεθαμένους / παρηγοριά με την πυράν στο πνεύμα τους να δώσει; / Στον όρκον έχω μάρτυρα τον ύψιστον Κρονίδην (Η 408-11), ενώ υπήρχε η έγνοια να αιχμαλωτίζουν περισσότερους εχθρούς –συνέφερε οικονομικά– παρά να σκοτώνουν. Μετά τον θάνατο του Πατρόκλου οι «κανονικές» συνθήκες του πολέμου αίρονται και κυριαρχεί η κτηνωδία, που κορυφώνεται με την επιθυμία του Αχιλλέα να κατασπαράξει ωμό το νεκρό σώμα του Έκτορα, αλλά και της Εκάβης να καταβροχθίσει το συκώτι του Αχιλλέα. Αλλά πώς θα ήταν δυνατόν οι θνητοί να μη φτάσουν σε μια τέτοια κατάσταση τη στιγμή που ο Δίας είχε κατηγορήσει την Ήρα ότι ευχαρίστως θα έτρωγε τον Πρίαμο ωμό, και τα παιδιά του κι όλους τους Τρώες (Δ 34-6);
Η μανία του Αχιλλέα εκδηλώνεται στον αριθμό των Τρώων που σκοτώνει αλλά και στη μεταχείριση που επιφυλάσσει στα νεκρά σώματα. Στη μάχη στις όχθες του θεού-ποταμού Σκάμανδρου και μέσα στον ίδιο τον Σκάμανδρο, παγιδεύει και σφαγιάζει τους Τρώες, που υποχωρώντας μπροστά στη μανία του ρίχνονταν στα νερά του ποταμού για να γλιτώσουν αλλά τελικά παγιδεύτηκαν, εβάφουνταν στο γαίμα το ποτάμι (Φ 21), κάτι που θυμίζει το πώς οι Αθηναίοι έτρεξαν προς τον ποταμό Ασσίναρο της Σικελίας για να ξεφύγουν από τους Συρακούσιους και για να ξεδιψάσουν και τελικά παγιδεύτηκαν εκεί: κι οι Αθηναίοι έπιναν ακόμα χορταίνοντας τη δίψα τους, κουβαριασμένοι όλοι μαζί σε μια βαθύτερη γούβα του ποταμού, με μεγάλο σπρωξίδι κι ανακατωσούρα. [7.84.5] Κι οι Πελοποννήσιοι κατέβηκαν τον απέναντι γκρεμό κι άρχισαν να σφάζουν όσους βρίσκονταν ακόμα μέσα στο ποτάμι. Το νερό είχε αμέσως θολώσει και μολευτεί, αλλά δεν έπιναν για τούτο με λιγότερη αχορτασιά νερό μαζί με ματωμένη λάσπη, κι ακόμα πολεμούσαν οι περισσότεροι αναμεταξύ τους γι' αυτό (7.84.4-5). Ο Αχιλλέας αφήνει τα πτώματα των αντιπάλων του μέσα στο ποτάμι, σε μια παρωδία ταφικής τελετουργίας: τα ψάρια, υποκαθιστώντας τις γυναίκες που εθιμικά ήταν επιφορτισμένες με το έργο της φροντίδας του νεκρού, καθαρίζουν τα νεκρά σώματα γλείφοντάς τα αλλά και τα τρώνε αντί για τα σκουλήκια στη γη ή την πυρά, ενώ η νεκρική πομπή και η ταφή γίνονται μέσω του ποταμού στη θάλασσα. Η μητρική γη αντικαθίσταται από τον απέραντο κόρφο της θάλασσας που δέχεται τον νεκρό (Φ 122-5)· μόνο που αυτό δεν συνιστά τιμή, όπως και η εγκατάλειψη του νεκρού στα σκυλιά, τα όρνια ή τις μύγες, που τον περιζώνουν πιότερα παρά μοιρολογήτρες (Λ 394-5).[13] Σε αυτές τις περιπτώσεις, το άταφο σώμα μιαίνει και το χώμα –διπλή λοιπόν η κακοποίηση και η ύβρις.
Μετά τον θάνατο του Πάτροκλου πολλαπλασιάζονται και οι περιπτώσεις αποκεφαλισμού ως πράξη εκδίκησης και με πρόθεση. Πριν από τον θάνατο, Αγαμέμνων και Πηνέλεως αποκεφαλίζουν τους εχθρούς τους μαχόμενοι σε μια διαβαθμισμένη αγριότητα (Λ 146-7, 261), με πιο άγριες τις σκηνές θανάτου των Τρώων Ιλιονέα και Αμφίλοχου από τον Πηνέλαο και τον Αίαντα του Οϊλέα. Ο δεύτερος αποκεφαλισμός θυμίζει του Πενθέα στις Βάκχες του Ευριπίδη, που και αυτός συνιστά τελετουργική ανωμαλία, αλλά και το παιχνίδι που έπαιξαν οι Μαινάδες με αυτό σαν να ήταν σφαίρα (στ. 1135-6). Ο μη αποκεφαλισμός του Πατρόκλου, παρά τις απειλές και την επιθυμία του Έκτορα (Σ 176-7) αλλά η αφαίρεση της περικεφαλαίας του από τον Απόλλωνα περιγράφεται με ενάργεια τέτοιας έντασης που σοκάρει τον ακροατή / αναγνώστη σαν να πρόκειται για αποκεφαλισμό· με το χτύπημα που πετυχαίνει ο Φοίβος η περικεφαλαία κυλιέται στο χώμα και σκόνη λερώνει το λοφίο, σαν να επρόκειτο για το ίδιο το κεφάλι του ήρωα που κείται στη σκόνη.[14]
Τα νεκρά σώματα απογυμνώνονται από τον οπλισμό τους.[15] Κανονικά δεν υπάρχει τίποτε το μεμπτό σε αυτό, αν και ο Αχιλλέας δεν το έκανε όταν σκότωσε τον πατέρα της Ανδρομάχης, τον Ηετίωνα, χειρονομία της οποίας την ευγένεια αναγνωρίζει η ίδια η Ανδρομάχη. Εξάλλου, οι οπλισμοί των νεκρών αφιερώνονται στους θεούς, όπως το λέει ο Έκτορας, όταν καλεί κάποιον Αχαιό να μονομαχήσει μαζί του –ένδειξη τιμής και αναγνώρισης προς τον αντίπαλο. Όμως το σώμα του πολεμιστή εμφανίζεται γυμνό χωρίς τον οπλισμό του, τόσο που ο Αίας με το φαρδύ σκουτάρι του τον Πάτροκλο σκεπάζει (Ρ 123-39), φράση η οποία θυμίζει μιαν αντίστοιχη για τον τρόπο που ο Απόλλωνας προστάτευε το σώμα του Έκτορα από τη σκληρή μεταχείριση που του επιφύλαξε ο Αχιλλέας: […] Με τ’ ολόχρυσο σκουτάρι του τρογύρα / τον σκέπαζε όλο, ως τον βωλόσουρνε μην ξεγδαρθεί στο χώμα (Ω 20-1). Η ντροπή που αισθάνεται κάποιος για την αποτυχία του να περισώσει τον οπλισμό του συντρόφου του έχει διατυπωθεί εμφατικά από τον Σαρπηδόνα: πάλεψε τρογύρα απ’ το κορμί μου· / τι θα σου γίνω αργότερα, […], / ντροπή και καταφρόνια, αν τ’ άρματα μπορέσουν και μου γδύσουν (Π 497-9).
Από τον θάνατο του Σαρπηδόνα και μετά πολύ σημαντική αναδεικνύεται η κατοχή του πτώματος του νεκρού. Γύρω από τα νεκρά σώματα πραγματοποιούνται μάχες που οδηγούν σε άλλους θανάτους. Στη διάρκεια των μαχών, η σκόνη κολλάει επάνω στο αίμα της πληγής του νεκρού, τα πρόσωπα παραμορφώνονται, τα σώματα καλύπτονται από τα κοντάρια που ρίχνονται και από τις δύο πλευρές –αποκορφής τον αποσκέπαζαν ως με τ’ ακρόποδά του, λέει ο ποιητής για τον Σαρπηδόνα (Π 638-40). Τελικά, η σύγκρουση για το σώμα του λύνεται με συμβιβασμό: ο Δίας αφήνει τους Έλληνες να απογυμνώσουν τον γιο του από τα όπλα του, διασώζει όμως το σώμα του. Στην περίπτωση του Πάτροκλου, η σημασία της κτήσης του σώματος είναι μεγαλύτερη, γι’ αυτό και ο Έκτορας δεν δέχεται την πολύ λογική πρόταση του Λυκιώτη Γλαύκου να γίνει ανταλλαγή με τα άρματα του Σαρπηδόνα που είχαν κερδίσει οι Αργίτες (Ρ 160-5). Στη μάχη γύρω από το σώμα του συντρόφου του Αχιλλέα ο Έκτορας προφταίνει, παίρνει τα όπλα του και τα ζώνεται, δοκιμάζει να τον σύρει προς το μέρος των Τρώων, για να του κόψει το κεφάλι και στη συνέχεια να πετάξει το κουφάρι του θροφή στης Τροίας τους σκύλους, όμως αποκρούεται από τον Μενέλαο και τον Αίαντα, ενώ ο Ιππόθοος που είχε καταφέρει να σύρει τον Πάτροκλο προς το μέρος των Τρώων, χτυπιέται από τον Τελαμώνιο Αίαντα. Ανατριχιαστική είναι ή περιγραφή της στιγμής κατά την οποία οι δύο πλευρές τον τραβούσαν όπως οι καλφάδες τεντώνουν το τομάρι ενός βοδιού (Ρ 389-95).[16]
Αντίστοιχα, ο Αχιλλέας τραυματίζει τον Έκτορα χτυπώντας τον θανάσιμα με το κοντάρι στον λαιμό, αρνείται την ικεσία του μελλοθάνατου να παραδώσει το κορμί του στους δικούς του[17] και ο Έκτορας πεθαίνει έχοντας ακούσει την κομπαστική ρήση του μανιασμένου τιμωρού για το τι του επιφυλάσσει, να τον αποκεφαλίσει και να προσφέρει το κεφάλι του στον τάφο του Πατρόκλου (Σ 335)· αλλά ο ποιητής, έχοντας υπόψη τη ραψωδία Ω με την ικεσία του Πριάμου, δεν θα μπορούσε να το επιτρέψει. Οι υπόλοιποι Αχαιοί μαχαιρώνουν το πτώμα του με μιαν άκαμπτη αδιαφορία και με μικρόψυχη κακοβουλία ή και μίσος που αντιδιαστέλλεται με την ομορφιά του νεκρού και με τη στάση των Αχαιών που έτρεχαν μακριά του όσο ήταν στη ζωή· μόνο τώρα που είναι νεκρός τον αντιμετωπίζουν: Για δες που αγγίζουμε τον Έχτορα και δεν αγριεύει τώρα, / σαν τότε που μας άναβε άσπλαχνα τη φλόγα στ’ άρμενά μας!» / Έτσι ο καθείς μιλώντας του ’δινε μια χτυπιά αποδίπλα (Χ 373-6). [18]
Όμως στον Πάτροκλο και τον Έκτορα επιβάλλεται και μια άλλη μορφή κακοποίησης: τα σώματά τους σέρνονται πέρα δώθε πίσω από ένα άρμα με δεμένο το πόδι με λουρί. Ο Ιππόθοος, μες στον άγριο σάλαγο τον έσερνε απ’ το πόδι [τον Πάτροκλο], / με το λουρί τα νεύρα δένοντας, στους αστραγάλους γύρα (Ρ 289-90). Και ο Αχιλλέας: […] δουλειές αταίριαστες του Εχτόρου κάνει τότε: / των δυο ποδιών του πίσω ετρύπησε τα νεύρα, από τις φτέρνες / ως τ’ αστραγάλια, και τους πέρασε λουριά βοδιού από μέσα, [19] / και τα ’δεσε στο αμάξι, αφήνοντας να σούρνει η κεφαλή του. / […] / Κι ως σούρνονταν [τα άλογα], η σκόνη εφούντωνε· τα μαύρα μαλλιά του / σκορπίζαν γύρα· το κεφάλι του στον κουρνιαχτό εβουλούσε, / που τόσες χάρες πριν το στόλιζαν, και τώρα ο Δίας αφήκε / οχτροί να το ντροπιάσουν άπρεπα στο γονικό του χώμα. / Έτσι στη σκόνη το κεφάλι του σουρνόταν όλο (Χ 395-406).[20]
Την πράξη αυτή ο Αχιλλέας επαναλάμβανε επί δώδεκα μέρες κάθε που φούντωνε ο θυμός του (Ω 14-8· πρβλ. Ψ 13)· ακόμη και το γεγονός ότι μιλά στον Έκτορα, ενώ αυτός είναι νεκρός, είναι δηλωτικός του θυμού του (Χ 364-6). Οι προσβολές είναι απανωτές: ο Έκτορας είναι μες στη σκόνη και μπρούμυτα, ενώ ένας νεκρός θα έπρεπε να τοποθετηθεί ανάσκελα για να ταφεί· επιπλέον, η πράξη αυτή γίνεται στην πατρίδα του, μπροστά στα μάτια των δικών του ανθρώπων που αδυνατούν να αντιδράσουν.
Τη βάρβαρη μεταχείριση του σώματος του Έκτορα από τον Αχιλλέα την υπερασπίστηκαν οι κριτικοί ήδη στην αρχαιότητα, και ο Αριστοτέλης[21], επισημαίνοντας την ανάλογη συμπεριφορά του Έκτορα απέναντι στον Πάτροκλο, την επιθυμία του να πετάξει το σώμα του αντιπάλου του στα σκυλιά (Ρ 127) και επειδή το σώμα του Πάτροκλου είχε συρθεί πέρα δώθε, καθώς το διεκδικούσαν Έλληνες και Τρώες. Αλλά το θέμα δεν είναι τι λένε οι άνθρωποι αλλά οι θεοί. Ο Δίας υπερασπίζεται τον Αχιλλέα από τις κατηγορίες που εξαπολύει ο Απόλλωνας εναντίον του, ότι είναι άσπλαχνος, ότι έχει καρδιά αμέρωτη, ότι ο νους του είναι άδικος και η γνώμη του σκληρή, άποψη που στηρίζεται όχι μόνο με την κακοποίηση του σώματος του Έκτορα αλλά και γιατί ο Αχιλλέας είχε καταπατήσει το εθιμικό της ικεσίας· επιπλέον, ασεβούσε πατώντας τα κουφάρια, όχι μόνο αυτός αλλά και τα άλογά του. Αντίθετα ο Δίας παρατήρησε ότι ο Αχιλλέας δεν είναι άφρων, άσκοπος, αλιτήμων που είναι οι τρεις πηγές μιας κακής πράξης –αφροσύνη, απερισκεψία, εσκεμμένη κακία (Ω 157-8). [22]
Αλλά τι κάνουν οι θεοί γενικά σε αυτόν τον πόλεμο; Ό,τι κάνουν και στην υπόλοιπη ζωή: Μοιράζονται την εξουσία και συνεργάζονται μεταξύ τους, όμως παραβίαση των ορίων και των σφαιρών εξουσίας του ενός από τον άλλον προκαλεί τη μεταξύ τους σύγκρουση, μέσα στην οποία εμπλέκεται ο άνθρωπος όπως η μύγα στον ιστό της αράχνης –ο Ιππόλυτος τιμά την Άρτεμη με την αφιέρωσή του στο κυνήγι, τιμωρείται όμως από την Αφροδίτη που δεν την τιμά απέχοντας από τον έρωτα. Έτσι, βλέπουμε θεούς που για τον έναν ή τον άλλον λόγο παίρνουν το μέρος της μιας ή της άλλης πλευράς και μάχονται και οι ίδιοι. Ο Δίας παίρνει το μέρος των Τρώων, όμως για να αναδειχθεί η αξία του Αχιλλέα. Η Ήρα δεν κατανοεί τις πράξεις του συζύγου της και με διάφορες διπλωματικές κινήσεις, κυρίως επιστρατεύοντας τα θέλγητρά της με τη βοήθεια της αφελούς Αφροδίτης, προσπαθεί να ακυρώσει τα σχέδιά του υπέρ των Τρώων. Ο Απόλλωνας στέκεται στο πλευρό των Τρώων, ο Ποσειδώνας το ίδιο, η Αφροδίτη, ερωμένη του Τρωαδίτη Αγχίση και μητέρα του Αινεία, επίσης –μάλιστα παρέσυρε και τον εραστή της Άρη, αν και εκείνος είχε υποσχεθεί στον Δία και την Ήρα την αντίθετη υποστήριξη. Η ίδια πληγώνεται στη μάχη από τον Διομήδη, ζητά παρηγοριά στην αγκαλιά της μητέρας της Διώνης, δέχεται τη χλεύη της Ήρας και τις συμβουλές του πατέρα της να απέχει από τη μάχη. Η Αθηνά στέκεται στο πλευρό των Αχαιών, προστατεύει τον Αχιλλέα, συμβουλεύει τον Διομήδη, ο Ήφαιστος κατασκευάζει νέα πανοπλία για τον Αχιλλέα. Η Ήρα προτείνει (Δ) έναν εύσχημο τρόπο παραβίασης των όρκων ανάμεσα σε Αχαιούς και Τρώες μετά τη μονομαχία Μενέλαου - Πάρη, ώστε ο πόλεμος να ξαναρχίσει. Ο Δίας υποχωρεί και η Αθηνά με τη μορφή του Λαόδοκου παρασύρει με λόγια δελεαστικά τον Τρώα Πάνδαρο να τοξεύσει τον Μενέλαο κι έτσι να παραβιαστούν οι συνθήκες. Επιπλέον, ενώ οι Αχαιοί ασχολούνται με τη θεραπεία του επιπόλαιου τραύματος του Μενέλαου, οι Τρώες επιτίθενται και έτσι η παραβίαση των όρκων δεν περιορίζεται μόνο στην ενέργεια του Πάνδαρου. Στο πλάι των Τρώων στέκουν ο Άρης και ο Απόλλωνας, η Αθηνά ενθαρρύνει τους Αχαιούς. Στη ραψωδία Υ ο Δίας αίρει την απαγόρευση που είχε επιβάλει στους άλλους θεούς και τους επιτρέπει να πάρουν μέρος στη μάχη (θεομαχία), άλλοι στο πλευρό των Αχαιών και άλλοι με το μέρος των Τρώων. Ο Σκάμανδρος παραπονιέται ότι έχει γεμίσει νεκρούς και δεν μπορεί να κυλήσει τα νερά του, ο Αχιλλέας του απαντά περιφρονητικά, ο ποταμός φουσκώνει τα νερά του και ορμά να τον πνίξει. Ο ήρωας σώζεται με την παρέμβαση της Αθηνάς και του Ποσειδώνα, αλλά ο Σκάμανδρος, με τη συνδρομή του ποταμού Σιμόεντα, πλημμυρίζει τον κάμπο, ο Πηλείδης κινδυνεύει και πάλι, όμως ο Ήφαιστος, ύστερα από παράκληση της Ήρας, ανάβει πελώρια φλόγα, καίει τα δέντρα στις όχθες του Σκάμανδρου και δαμάζει τον ποταμό. (Φ)
Ποιος θα νικήσει; Ποια πλευρά; Ποια είναι η ηθική των θεών;
Αν θα θέλαμε να δούμε γιατί οι θεοί υποστηρίζουν άλλοι τους μεν άλλοι τους δε, θα βρίσκαμε ίσως πίσω από τον κάθε ήρωα, στον ίδιο ή τη γενιά του, μια ύβρη για την οποία τιμωρείται. Σε κάθε περίπτωση λοιπόν οι θεοί έχουν δίκιο, αν και το δίκιο τους μπορεί να χαρακτηριστεί «ανήθικο». Εξάλλου, η «ηθική» τους συζητιόταν ήδη στην αρχαιότητα, αν και γενικά γινόταν αποδεκτό ότι ο φόβος του θεού ήταν η αρχή της ηθικότητας (Οδ. ζ 120 κ.ε., ι 175 κ.ε., ν 201 κ.ε.). Έτσι, αντιδρούν συλλογικά στην άρση των τελετουργικών κανόνων, για παράδειγμα της περιποίησης του νεκρού και της ταφής του. Όταν ο Αχιλλέας χτύπησε τον Αιθίοπα Μέμνονα και τον σκότωσε, πριν προφτάσει να του πάρει τα όπλα, η Ηώς αρπάζει τον γιο της, τον αποθέτει μακριά, τον πλένει από τα αίματα, τον συγυρίζει, τον μοιρολογά και ύστερα φωνάζει τους αδελφούς της, τον Ύπνο και τον Θάνατο να τον κουβαλήσουν με τα φτερά τους στη μακρινή πατρίδα του για ταφή. Ενίοτε αλλάζουν τα υλικά της φροντίδας. Για παράδειγμα, Αφροδίτη, Απόλλωνας, Θέτιδα αλείφουν τα σώματα του Έκτορα, του Σαρπηδόνα και του Πάτροκλου με νέκταρ και αμβροσία, ώστε τα σώματα να μη σαπίσουν και να μείνουν δροσάτα, ενώ οι θνητοί χρησιμοποιούν ελαιόλαδο. Επιπλέον, η Αφροδίτη εμποδίζει τα σκυλιά να κατασπαράξουν το σώμα του Έκτορα, ενώ ο Απόλλωνας το καλύπτει με μαύρο σύννεφο, παρόμοιο με το σύννεφο ή την ομίχλη που οι θεοί χρησιμοποιούν για να κρύψουν ή να σώσουν τους ευνοουμένους τους.
Μοιάζει σαν οι θεοί να προστατεύουν την τελετουργία υπενθυμίζοντας διαρκώς την αναγκαιότητα της τέλεσης των τελετουργικών, ώστε να διατηρείται η κοινωνία και η κοινωνικότητα του ανθρώπου, έστω και καταναγκαστικά ο ανθρωπισμός του: «Γιατί καθώς οι νεκροί ήταν άταφοι, όποτε έβλεπε κανείς κάποιον από τους στενούς του φίλους να κείτεται δοκίμαζε αίσθημα λύπης ανάμεικτο με φόβο…», γράφει ο Θουκυδίδης για την αποχώρηση των ζωντανών από τη Σικελία (Ζ.75).Έτσι, με την επιστροφή του σώματος του Έκτορα στους δικούς του σηματοδοτείται μια επιστροφή στην τελετουργική ομαλότητα, καθώς αποκαθίσταται η ανταπόδοση, η ικεσία και η νεκρική τελετουργία. Κάτω από άλλες συνθήκες το γεγονός αυτό θα μπορούσε να σφυρηλατήσει ειρηνικούς δεσμούς μεταξύ των αντιμαχομένων. Αν μη τι άλλο πια, η νεκρική τελετουργία βγάζει τον Αχιλλέα από την παρατεταμένη περίοδο της μεταιχμιότητάς του, βγάζει Τρώες και Αχαιούς από μια παρατεταμένη περίοδο στασιμότητας και αμηχανίας και ωθεί το δράμα στη λύση του. Ωραία. Μοιάζει σαν να έχουμε μια σταθερά: Η παραβίαση του τελετουργικού της ταφής συνιστά ύβρι και επισύρει την τιμωρία. Όμως ακριβώς αυτή τη στιγμή θυμόμαστε ότι αν ένα σώμα κακοποιείται, όταν μένει άταφο, με την ίδια κακοποίηση απειλούν οι θεοί τους ανθρώπους. Αυτή την απειλή εκστομίζει ο Σκάμανδρος εναντίον του Αχιλλέα στη συνομιλία του με τον αδελφό του Σιμόεντα (Φ 316-323).
Αλλά βέβαια και οι τελετουργίες, παρότι στο κέντρο τους έχουν μια θεότητα, είναι ανθρώπινα κατασκευάσματα, οπότε και χρησιμοποιούνται κατά το δοκούν. Ο Αίαντας δεν σεβάστηκε την ικεσία της Κασσάνδρας και τη βίασε μέσα στο ναό, αφού προηγουμένως την έσυρε από τα μαλλιά, οπότε το άγαλμα σείσθηκε από τη βάση του· όμως οι Αχαιοί σεβάστηκαν τη δική του ικεσία στον βωμό της θεάς όπου προσέφυγε, όταν αγανακτισμένοι με την ιεροσυλία του θέλησαν να τον λιθοβολήσουν. Ο Αίαντας διέφυγε, όμως βαρύς ήταν ο φόρος που πλήρωσε ο λαός του, οι Λοκροί, για την ανίερη αυτή πράξη επί χίλια χρόνια· η ύβρις του ατόμου πληρώνεται από την κοινωνία. Πόσες ακόμη τελετουργικές αφηγήσεις θα απαιτηθούν για να αντιληφθεί ο άνθρωπος ότι οι πράξεις του έχουν συνέπειες για περισσότερους ανθρώπους και μάλιστα σε βάθος χρόνου, ότι κινδυνεύει η κοινωνικότητά του; Και πώς να σχολιάσει κανείς την ένσταση ηθικής τάξης που εγείρει ο Απόλλωνας για την κακοποίηση του σώματος του Έκτορα: του Αχιλλέως / απ’ την ψυχήν το έλεος εχάθη και το σέβας, / που τους θνητούς πότε ωφελεί και πότε ζημιώνει (Ω 43-45).
Ίσως, ίσως, η όποια παραβίαση των τελετουργικών να επιτρέπεται μόνο στους θεούς, όχι όμως στους ανθρώπους που δεν μπορούν να τα υπερβαίνουν χωρίς τιμωρία. Όπως η αιμομιξία που από ένα σημείο και μετά επιτρέπεται στους θεούς όχι όμως στους ανθρώπους, εξ ου και η τιμωρία του Οιδίποδα. Τελικά οι θεοί εγκαταλείπουν την Τροία, γιατί Μέσα στην ερημιά των πόλεων / νοσεί το θείον. / Κανείς δε σκέφτεται / λατρείες, σέβας και τιμές. Η πόλη καίγεται ολοσχερώς από τους Έλληνες επιτυγχάνοντας έτσι και την εθνοκάθαρση –κανένα ίχνος των Τρώων στην περιοχή και φυσικά καμιά παρηγοριά από την προειδοποίηση της Αθηνά ότι Όποιος ναούς, τεμένη, / όποιος τους τάφους / των νεκρών ρημάζει, / στο μέλλον σύντομα /θα ρημάξει κι αυτός. Οι δυο αντίπαλοι θεοί στον πόλεμο, ο Ποσειδώνας και η Αθηνά, συνεννοούνται θαυμάσιο μετά το τέλος του.
Ισοσθένεια πράξεων μέσα από μια μελλοντική τιμωρία ύβρεων; Αλλά και τόση αναλγησία και αδιαφορία από τους θεούς; Ο Νικίας είπε στους απελπισμένους στρατιώτες του:
«…πάντοτε στη ζωή μου έχω τιμήσει τους θεούς με όλες τις καθιερωμένες τιμές και έκανα προς τους ανθρώπους πολλές πράξεις και δίκαιες και που δεν προκαλούν φθόνο. Γι’ αυτό και η ελπίδα μου για το μέλλον από τη μια που δίνει θάρρος, από την άλλη οι συμφορές δε με φοβίζουν όσο θα άξιζε. Ίσως μάλιστα και να τελειώσουν· γιατί και οι εχθροί έχουν ευνοηθεί αρκετά από την καλή τους τύχη και εμείς, αν εκστρατεύσαμε προκαλώντας τον φθόνο κάποιου θεού αρκετά ήδη έχουμε τιμωρηθεί. […] Και είναι φυσικό εμείς τώρα να ελπίζουμε ότι θα έχουμε τους θεούς πιο μαλακούς (γιατί αξίζουμε πλέον περισσότερο τον οίκτο τους παρά τον φθόνο τους…» (Θουκ. 7.77).
Με όρους τραγωδίας και ξέροντας την τύχη των εγκλωβισμένων στρατιωτών στη Σικελία θα μιλούσαμε για τραγική ειρωνεία.
Τι μένει λοιπόν στον άνθρωπο; Ίσως να μετρήσει τις πράξεις του και να αποφασίσει αν θα μένει ἄφρων, ἀσκοπος, ἀλιτήμων που είναι οι τρεις πηγές μιας κακής πράξης –αφροσύνη, απερισκεψία, εσκεμμένη κακία. Η όλη υπόθεση της ειρήνης και του πολέμου είναι τελικά ανθρώπινη υπόθεση.
Δήμητρα Μήττα
[1] Στο πρωτότυπο κείμενο του Απολλοδώρου αναφέρεται ότι οι Ουράνιοι Κύκλωπες χάρισαν στον Πλούτωνα κυνέην (εξυπακούεται το ουσιαστικό δορὰν). Η κυνὴ (συνηρημένος τύπος του κυνέη) ήταν το δέρμα του σκύλου που χρησίμευε στην κατασκευή στρατιωτικών πιλιδίων (=περικεφαλαιών ή πεδίλων). Η κυνὴ δορἀ ήταν δερμάτινο κάλυμμα της κεφαλής, όχι απαραίτητα από δέρμα σκύλου, που διαφοροποιείται από την κόρυθα –ήταν δερμάτινη αλλά καλυμμένη ή διακοσμημένη με μέταλλο.
[2] Όμ., Οδ. κ 513 κ.ε.. Παυσ. Ι, 17.5. Θουκ. Ι, 46.4. Απολλ. 2.5.12. Σχολ. Ιλ., Ψ 514.5 και Υ, 138.
[3] Η λίμνη αποξηράνθηκε το 1950.
[4] Σ. Δάκαρης, «Οδύσσεια και Ήπειρος», στο: Ιλιάδα και Οδύσσεια. Μύθος και Ιστορία. Πρακτικά του Δ’ Συνεδρίου για την Οδύσσεια (9-15 Σεπτεμβρίου 1984). Κέντρο Οδυσσειακών Σπουδών, Ιθάκη, 1986, σ. 141-170 (εδώ σ. 152).
[5] Σ. Δάκαρης, Το Νεκυιομαντείο του Αχέροντα. Αθήνα: ΤΑΠΑ, 1993, σ. 16-19.
[6] Σ. Δάκαρης, «Οδύσσεια και Ήπειρος», σ. 159.
[7] Σ. Δάκαρης, Το Νεκυιομαντείο του Αχέροντα, σ. 21-22.
[8] Για μια παράλληλη ανάγνωση της αλληγορίας του σπηλαίου του Πλάτωνα και των πρακτικών του νεκυιομαντείου βλ. D. Mitta, «Reading Platonic Myths from a Ritualistic Point of View: Gyges' Ring and the Cave Allegory», Kernos, 16 | 2003, 133-141. Και ηλεκτρονικά εδώ.
[9] Ο πρώτος σκοτώνεται από τον Αχιλλέα σε ενέδρα· τον μικρό Αστυάνακτα πετά ο Οδυσσέας από τα τείχη της Τροίας (Ιλίου πέρσις) ή πείθει τους Έλληνες ότι το παιδί πρέπει να πεθάνει και αυτοί το πετούν από το τείχος (Ευρ., Τρωάδες, 721-5, 1134-5)· αλλού (Ιλιάς Μικρά) ο Νεοπτόλεμος αρπάζει από το πόδι το παιδί και το εκσφενδονίζει (πρβλ. Παυσ. 10.25.9).
[10] Στην Ιλιάδα Μικρά ο Πρίαμος φονεύεται από τον Νεοπτόλεμο «στην πόρτα του σπιτιού του» (πρβλ. Χ 66), ενώ στην Ιλίου Πέρσιν πεθαίνει στον βωμό του ερκείου Διός.
[11] Για εικαστικές αποδόσεις των συνεπειών του τρωικού πολέμου, πιστές στην Ιλιάδα και σε άλλα έπη ή με παραλλαγές και συνέχειες της ιστορίας ή με προεκτάσεις και διαμορφώσεις που οφείλονται αποκλειστικά στους εικαστικούς δημιουργούς βλ. εδώ. Φυσικά, οι εικαστικές επιλογές της κάθε περιόδου εξυπηρετούσαν και εξυπηρετούν όχι τόσο ή μόνο την ανάγκη διατήρησης ενός παρελθόντος όσο την έκφραση ενός παρόντος ζώντος. Για παράδειγμα, στην ερυθρόμορφη κάλπη του Κλεφράδη, 480-475 π.Χ., με διάφορα θέματα από την άλωση της Τροίας, Τρωαδίτισσες θρηνούν σαν μέλη τραγικού χορού, σαν ο αγγειογράφος να είχε μπροστά στα μάτια του την καταστροφή της Αθήνας από τους Πέρσες.
[12] Πρβλ. Όμ., Ιλ. Φ 34-204, Υ 467-468 κ.α. Με όρους τραγωδίας μιλούμε για ύβρη.
[13] Πρβλ. την παρομοίωση του πλήθους των Αργιτών γύρω από το νεκρό σώμα του Σαρπηδόνα με μύγες / που ζουζουνούν στη μάντρα, ολόγυρα στις γαλατοκαρδάρες, / την άνοιξη, καθώς ξεχείλισε στους αρμεγούς το γάλα (Π 641-3), η οποία υπαινίσσεται την αποσύνθεση του νεκρού.
[14] Την πανοπλία του Πατρόκλου-Αχιλλέα φόρεσε ο Έκτορας. Την πράξη αυτή έκρινε ως αλαζονική ο Δίας (Ρ 205-6), πιθανότατα επειδή μόνο γιοι θεών, π.χ. Αχιλλέας, Μέμνων, και ίσως συγγενείς εξ αγχιστείας (Πηλέας) μπορούσαν να φορούν πανοπλίες κατασκευασμένες από τον Ήφαιστο (Ρ 194-209). Αλλά βέβαια, ακόμη κι αν κάποιος τείνει να οργιστεί με τον Έκτορα για μια ενέργεια υβριστική προς τους θεούς, ωστόσο, έχοντας κατά νου ότι το τέλος του Πριαμίδη ερχόταν σύντομα, μπορεί να αισθανόταν ακόμη και οίκτο.
[15] Πρβλ. Ε 684-687·Λ 246-247· Ν 198-201· Π 782· Ρ 60, 121-139, 205, 536-7· Σ 20-21, Φ 183.
[16] Η αφήγηση της μάχης μπορεί να σχετίζεται με τις αφηγήσεις των επιβλητικών μαχών για το σώμα του ίδιου του Αχιλλέα και η μεταφορά του πτώματος του Πατρόκλου από τους Αχαιούς να διασκευάστηκε κατά το πρότυπο της υποχώρησης του Αίαντα, όταν μετέφερε τον νεκρό Αχιλλέα. Πρβλ. Οδ. ω 35-93, «Αιθιοπίς», Πρόκλ. 62 κ.ε. Απολλόδ. Επ. 5.3 κ.ε. Κόιντ. Σμ. 3.1 κ.ε.
[17] Η μονομαχία μεταξύ Αχιλλέα - Έκτορα (Χ 248-272) μετατρέπεται σε μια μάταιη απόπειρα διαπραγμάτευσης για την επιστροφή του νεκρού σώματος εκείνου που θα ηττηθεί (πρβλ. Ε 630-54, Η 224-43, Ν 809-32, Υ 176-258). Η ρήση του είναι η τελευταία μιας σειράς ικεσιών από τους Τρώες με τις οποίες εκλιπαρούν για τη ζωή τους, όλες μάταιες. Πρβλ. τα λόγια του Πάτροκλου στον Μηριόνη: «Τα λόγια κυβερνούν στη σύναξη, στον πόλεμο τα μπράτσα» (Π 630).
[18] Μελετητές σχολιάζουν τη σκηνή επισημαίνοντας τη μικρότητα του όχλου, όμως και την επιθυμία τους να πειστούν ότι ο Έκτορας, που τόσα δεινά προκάλεσε στους Αχαιούς, ήταν όντως νεκρός. Επισημαίνεται ακόμη ότι η κακοποίηση συντελείται μπροστά στα μάτια του λαού του.
[19] Η πράξη αυτή θυμίζει τον τρόπο με τον οποίο ο Λάιος ακινητοποίησε τον μικρό Οιδίποδα, όταν ήταν να τον πετάξει στο βουνό (Σοφ., Οιδ. Τ. 717-8).
[20] Και το λοφίο του Δόλοπα είχε πέσει στη σκόνη, λίγο πριν ο ίδιος σκοτωθεί από τον Μενέλαο (Ρ 538), το αίμα λέρωσε την όμορφη κόμη του Εύφορβου (Ρ 51 κ.ε.). Στερεότυπο το μοτίβο της ανθρώπινης κόμης ή των λοφίων από χαίτη αλόγου που λερώνονται από τη σκόνη.
[21] Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ο Αχιλλέας ακολούθησε ένα έθιμο και στήριξε την άποψή του σε στοιχεία που πιστοποιούσαν ότι η πρακτική αυτή συνεχίστηκε στη Θεσσαλία (fr.v. 3.24.166). Παραδίδεται, ακόμη, ότι ο Μ. Αλέξανδρος μιμήθηκε την πράξη του Αχιλλέα, επιβάλλοντας την ίδια μοίρα στον Βάτη, κυβερνήτη της Γάζας (Ηγης., FGH 142 Φ 5, Quintus C. 4.6.29).
[22] Το εμφατικό στερητικό τρίκωλο είναι συνηθισμένο σε ηθικά και θρησκευτικά συμφραζόμενα. Πρβλ. ἀφρήτωρ, ἀθέμιστος, ἀνέστιος (Ι 63).
Βιβλιογραφία
Μ. Alexiou, The Ritual Lament in Greek Tradition, Cambridge 1974.
Μ. Andronikos, „Totenkult“, στο Archaeologica Homerica: Die Denkmaeler und das fruegriechische Epos, Band 3, Kapitel W, εκδ. F. Matz – H.G. Buchholz, Göttingen 1968.
W. Arend, Die typischen Scenen bei Homer, Βερολίνο 1933
P.E. Arias, M. Hirmer, B. Shefton, A History of Greek Vase Painting, Λονδίνο 1962.
J. M. Bremer - I.J.F. de Jong, J. Kalff (εκδ.), Homer: Beyond Oral Poetry, Άμστερνταμ 1987
L. Bruit Zaidman–P. Schmitt Pantel, Η θρησκεία στις ελληνικές πόλεις της κλασικής εποχής. Μετ. Κ. Μπούρας, Επιμ. Μ. Τριανταφύλλου. Αθήνα: Πατάκης, 2002.
W. Burkert, Αρχαία Ελληνική Θρησκεία. Αρχαϊκή και Κλασική εποχή. Μετ. Ν.Π. Μπεζαντάκος-Α. Αβαγιανού. Αθήνα: Καρδαμίτσα 1993.
M.W. Edwards, “The conventions of a Homeric funeral” στο Studies in Honour of T.B.L. Webster (έκδ. J.H. Betts, J.T. Hooker, J.R. Green). Μπρίστολ 1986, σ. 84-92.
M.W. Edwards, Ομήρου Ιλιάδα. Κείμενο και Ερμηνευτικό υπόμνημα. τ. E, ραψωδίες Ρ-Υ. Επιμ. Α. Ρεγκάκος – Μετ. Μ. Καίσαρ, Θεσσαλονίκη: University Studio Press 2003.
Β. Fenik, Typical Battle Scenes in the Iliad, Wiesbaden, 1968.
J. Griffin, Homer on Life and Death, Oxford 1980.
K. F. Johansen, The Iliad in Early Greek Art, Κοπεγχάγη 1967.
D. Kurtz – J. Boardman, Έθιμα ταφής στον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Μετ. Ου. Βιζυηνού-Θ. Ξένου, Αθήνα: Καρδαμίτσα 1994.
P. Levi, The Lamentation of the Dead, Anvil Press Poetry 1984.
H. Lloyd-Jones, The Justice of Zeus. Berkeley, Los Angeles, London: University of California Press 1971.
D. Lohmann, Die Komposition der Reden in der Ilias, Βερολίνο 1970.
G. Neumann, Gesten und Gebaerden in der griechischen Kunst, Βερολίνο 1965.
R. Parker, Miasma, Οξφόρδη 1983.
I. von Prott – L. Ziehen, Leges Graecorum Sacrae, Licia 1986.
Ε. Reiner, Die rituelle Totenklage der Griechen. Στουτγάρδη – Βερολίνο 1938.
N. Richardson, Ομήρου Ιλιάδα. Κείμενο και Ερμηνευτικό υπόμνημα. τ. ΣΤ, ραψωδίες Φ-Ω. Επιμ. Α. Ρεγκάκος – Μετ. Μαρία Νούσια. Θεσσαλονίκη: University Studio Press 2005.
K. Schefold, Myth and Legend in Early Greek Art, Λονδίνο, 1966.
R. Seaford, Ανταπόδοση και Τελετουργία. Ο Όμηρος και η τραγωδία στην αναπτυσσόμενη πόλη-κράτος. Μετ. Β. Λιάπης. Αθήνα: ΜΙΕΤ 2003.
C. Segal, The Theme of the Mutilation of the Corpse in the Iliad, Leiden 1971.
U. von Wilamowitz, Die Ilias und Homer, Βερολίνο 1916.
J. R. Wilson, «The Wedding Gifts of Peleus», Phoenix 28 (1974) 385-89.