Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος Β'
http://www.agiasofia.com
Μολδοβλαχία
Ολύμπιος
Πόλη - σφαγές
Παπαφλέσσας



Μολδοβλαχία






Στήν επαναστατική προκήρυξη τού Υψηλάντη ανταποκρίθηκαν μέ προθυμία οι Έλληνες τής Μολδοβλαχίας, αλλά καί τής Αυστρίας καί τής Ρωσίας. Όσοι δέν μπορούσαν νά προσφέρουν στρατιωτική υπηρεσία διέθεσαν χρήματα γιά τόν αγώνα. Αθρόα ήταν η προσέλευση Ελλήνων φοιτητών, οι οποίοι εγκατέλειψαν τά πανεπιστήμια, καί από διάφορες ξένες πόλεις, (Βιέννη, Tεργέστη, Οδησσό, Χερσώνα, Σεβαστούπολη, Θεοδοσία, Μόσχα, Αγία Πετρούπολη, Βαρσοβία), συνέρρεαν πρός τήν Μολδαβία.

Ο Ρώσσος στρατηγός Κισελιόφ έγραφε σέ συνάδελφό του: "Eίναι αδύνατο νά φανταστείς ως ποιό βαθμό τούς γοητεύει η ελπίδα τής σωτηρίας καί τής ελευθερίας. Όλοι οι Έλληνες τά θυσιάζουν όλα καί μ' ενθουσιασμό προσφέρουν θυσία τόν ίδιο τους τόν εαυτό γιά τήν πατρίδα. Τι εποχή είναι αυτή πού ζούμε, αγαπητέ Ζακρέφσκη! Τί θαύματα γίνονται κι έχουν νά γίνουν ακόμη! Ο Υψηλάντης πέρασε τά σύνορα καί τ' όνομά του έμεινε πια στούς απογόνους. Οι Έλληνες διαβάζουν τήν προκήρυξή του καί κλαίνε μέ λυγμούς καί τρέχουν μ' ενθουσιασμό νά ταχθούν κάτω από τις σημαίες του. Ο Θεός νά τόν βοηθήσει στήν ιερή υπόθεση, θά ήθελα νά προσθέσω: καί η Ρωσία".

Κάποιος άλλος ξένος στήν Οδησσό έγραφε: "Αυτός ο λαός έχει παλαβώσει," ενώ ο Ρώσος ποιητής Αλέξανδρος Πούσκιν ήλπιζε στήν ρωσική, υπέρ τού Υψηλάντη, στρατιωτική επέμβαση. Βέβαια ο ζήλος τών Ελλήνων καί ο ενθουσιασμός τών φοιτητών ήταν αντιστρόφως ανάλογος τής εκπαίδευσης πού έτυχαν καί τής στρατιωτικής οργάνωσης. Τί ελπίδες είχαν μπροστά στόν άριστο οθωμανικό στρατό καί στό ισχυρότατο τουρκικό ιππικό;

Αοκνος, ο Υψηλάντης στρατολογούσε κατά χιλιάδες τούς νέους καί διόρισε χιλιάρχους τόν Γεώργιο Λασσάνη, τούς αδελφούς του Γεώργιο καί Νικόλαο, τόν Βασίλειο Θεοδώρου, τόν Ιωάννη Κολοκοτρώνη, τόν Βασίλειο Καραβιά καί τόν Βασίλειο Μπαρλά. Γι' αυτούς τούς διορισμούς έλαβε πολλές επικρίσεις, διότι θεωρήθηκαν αποτέλεσμα όχι στρατιωτικής ικανότητας αλλά προσωπικών σχέσεων.

Στίς 26 Φεβρουαρίου 1821 στήν εκκλησία τών Τριών Ιεραρχών τού Ιασίου, έγινε δοξολογία χοροστατούντος τού μητροπολίτη Βενιαμίν. Ο μητροπολίτης Ιασίου ευλόγησε τή σημαία, η οποία είχε παραστάσεις από τή μία πλευρά τόν Σταυρό μέ τίς εικόνες τού Αγίου Κωνσταντίνου καί τής Αγίας Ελένης μέ τήν επιγραφή "Εν τούτω νίκα", καί από τήν άλλη τόν Φοίνικα, τό μυθικό πουλί πού αναγεννάται από τίς στάχτες του. Στοιχεία καί από τό Βυζάντιο καί από τήν Αρχαία Ελλάδα είχε η πρώτη σημαία τής επανάστασης. Ο Υψηλάντης καί όλοι οι πολέμαρχοι έβγαλαν τά σπαθιά από τίς θήκες τους καί ορκίστηκαν μπροστά στήν εικόνα τού Χριστού νά τά ξαναβάλουν στήν θήκη τους μόνο όταν ελευθερωθεί η Ελλάς.

26 Φεβρουαρίου 1821, Ιάσιο - Ο μητροπολίτης Βενιαμίν ευλογεί τήν σημαία τής επανάστασης

Δυστυχώς όμως ο Τσάρος Αλέξανδρος, ο οποίος βρισκόταν στό Λάϋμπαχ (Λιουμπλιάνα) τής Αυστρίας σέ συνέδριο τών ευρωπαϊκών δυνάμεων, όντας υπό τήν πίεση τού καγκελάριου τής Αυστρίας Μέττερνιχ καί της Ιεράς Συμμαχίας, αποκήρυξε τήν επανάσταση καί απέλυσε τόν Υψηλάντη. Ήταν ένα ισχυρό πλήγμα γιά τόν Φαναριώτη πρίγκηπα, ο οποίος συνέχισε παρά ταύτα τά σχέδιά του, τά οποία προέβλεπαν τήν κάθοδο μέ στρατό νότια πρός τήν Βλαχία, τή Βουλγαρία καί κατόπιν στίς ελληνικές περιοχές. Οι οπλαρχηγοί πού υποσχέθηκαν νά τόν ακολουθήσουν ήταν οι Ιωάννης Φαρμάκης, Γεωργάκης Ολύμπιος, Σάββας Καμινάρης ή Φωκιανός καί ο Ρουμάνος Θεόδωρος Βλαδιμηρέσκου.

Ακολούθησε ένα δυσάρεστο επεισόδιο καί αυτό ήταν η στρατιωτική επιχείρηση τού Καραβιά στό Γαλάτσι, ο οποίος αφού αφόπλισε τούς Τούρκους στρατιώτες τούς κατέσφαξε μαζί μέ τούς Τούρκους εμπόρους τής πόλης. Αυτή η εγκληματική ενέργεια δημιούργησε αρνητικές εντυπώσεις στόν ντόπιο πληθυσμό, ο οποίος ήταν ήδη απρόθυμος νά επαναστατήσει κατά τών Τούρκων. Τόσο οι Μολδαυοί όσο καί οι Βλάχοι αρνήθηκαν μέχρι τέλος νά ενώσουν τίς δυνάμεις τους μέ τούς υπόλοιπους χριστιανούς γιά νά αποτινάξουν τόν μουσουλμανικό ζυγό. Ακόμα μία ατυχία γιά τόν Υψηλάντη ήταν ο αφορισμός από τόν Οικουμενικό Πατριάρχη, γεγονός πού είχε αρνητικό αντίκτυπο στήν ψυχολογία τών επαναστατών. Η προδοσία τών Σάββα Καμινάρη καί Τεοντόρ Βλαδιμηρέσκου, οι οποίοι τελικώς, προτίμησαν νά προσφέρουν τίς υπηρεσίες τους στήν Υψηλή Πύλη, έμελλε νά δώσει τό τελειωτικό κτύπημα στήν εξέγερση τής Μολδοβλαχίας.

«Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης στρατολόγησεν εθελοντάς καί υπέρ τάς δύο χιλιάδας ευρισκομένους εν Ιασίω Έλληνας, εκ τών οποίων εσχημάτισεν εν μέρος, ονομάσαν αυτό Ιερόν Λόχον καί ενέδυσε μέ στολήν μελανήν, θέσας καί εις τό άκρον τού επί τής κεφαλής καλύμματος, τρίχωον σφαιροειδές σύμβολον ελευθερίας (κονκάρδαν) από χρώμα κόκκινον, κυανούν καί λευκόν, κατά δέ τό μέτωπον τού καλύμματος δύο οστά μέ κρανίον από άργυρον σημαίνοντα ελευθερίαν ή θάνατον...

Μέ ταγματάρχην τόν πρίγκηπα Γεώργιον Καντακουζηνόν έτερον μέρος ιππέων ενέδυσεν ως ρωσικούς Κοζάκους καί έτερον τών εθελοντών έμεινε μέ τά αυτά αλβανικά καί οθωμανικά φορέματα, ως ευρέθη έκαστος, επί τών οποίων απεκατέστησε ταγματάρχας τόν Δούκαν, τόν Βασίλειον Καραβίαν, καί τόν Ιωάννην Κολοκοτρώνην καί Τασκούλαν...»

Ηλίας Φωτεινός. Οι άθλοι τής εν Βλαχία Ελληνικής Επαναστάσεως τό 1821, Λειψία 1846



Δημοτικό τραγούδι - παιδομάζωμα

Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης κινήθηκε νοτίως πρός τήν Βλαχία. Τότε οι Μολδαβοί άρχοντες, αντιλαμβανόμενοι ότι οι Ρώσσοι ήταν απρόθυμοι νά συνδράμουν μέ στρατιωτικά μέσα καί φοβούμενοι τήν οργή τού σουλτάνου, στράφηκαν στόν πασσά τής Βραΐλας καί τού ζήτησαν βοήθεια γιά νά διώξει τούς επαναστάτες. Σπαχής τού τουρκικού στρατού Ακόμα πιό απομονωμένος βρέθηκε ο Υψηλάντης στήν πρωτεύουσα τής Βλαχίας (Ρουμανίας) Βουκουρέστι, τό οποίο φρόντισαν νά εγκαταλείψουν όλοι οι σημαίνοντες κάτοικοι, καθώς επίσης καί οι πρόξενοι Ρωσίας καί Αυστρίας. Οι στρατιώτες τού Σάββα καί τού Βλαδιμηρέσκου προέβαιναν σέ λεηλασίες, προκαλώντας τήν έχθρα τών Ρουμάνων κατοίκων καί τήν αγανάκτηση τών αρχόντων καί τού μητροπολίτη Λούπου, οι οποίοι άρχισαν νά καλούν τούς πασάδες τής Σιλιστρίας, τής Βραΐλας καί τού Βιδινίου νά επέμβουν γιά νά δώσουν τέλος στήν αναρχία.

Η κατάσταση πού επικρατούσε στήν έρημη από κατοίκους πόλη τού Βουκουρεστίου, ανάγκασε τόν Υψηλάντη νά μεταφέρει τό στρατόπεδό του, σέ ορεινή θέση στό Τυργοβίστι. Εκεί έδωσε εντολή στόν Αθανάσιο Καρπενησιώτη νά μεταβή στό Γαλάτσι καί νά εμποδίσει τήν επικείμενη εισβολή τών Τούρκων. Ο Καρπενησιώτης μέ εξακόσιους άνδρες, κατέλαβε τρία οχυρά έξω από τήν πόλη καί οργάνωσε τήν άμυνά του, έχοντας στή διάθεσή του κανόνια από τά εμπορικά πλοία πού Αθανάσιος Καρπενησιώτης, Μάχη Γαλατσίου βρίσκονταν στίς όχθες τού Προύθου ποταμού.

Ο σουλτάνος δέν έχασε καιρό καί οργάνωσε στρατό αποτελούμενο από δεκάδες χιλιάδες ιππείς καί πεζούς, μέ αρχιστράτηγο τόν πασσά τής Σιλιστρίας Σελήμ Μεχμέτ. Υπό τάς διαταγάς του είχε τόν πασά τής Βραΐλας Γιουσούφ Περκόφτσαλη καί τού Βιδινίου Δερβίς πασσά. Ο στρατός ξεχύθηκε στήν Βλαχία καί τήν Μολδαβία καί πρώτος ο Περκόφτσαλης, μέ πέντε χιλιάδες άνδρες καί βαρύ πυροβολικό, επιτέθηκε στό Γαλάτσι. Η υπεροχή τού εχθρού απέναντι των υπερασπιστών τού Γαλατσίου ήταν αισθητή. Ο Τούρκος πασάς μέ τό πεζικό στό κέντρο καί τό ιππικό στά πλευρά, ώρμησε κατά τών προμαχώνων.

«Μάχη Γαλαζίου. Επέπρωτο η συγκρότησις τής πρώτης τών Ελλήνων καί Τούρκων μάχης εκεί όπου κατά πρώτον επανέστησαν οι τυραννούμενοι καί αίμα τυράννων εχύθη. Τή 1η Μαΐου 1821 ενεφανίσθη όρθιος ο Περκόφτσαλης μεθ' όλου τού σώματος αυτού, βοηθούμενος καί από τού Ίστρου διά δεκαοκτώ μεγάλων κανονοφόρων, διευθυνομένων κατά τής πόλεως. Πρός δεξιά καί αριστερά τάξας τούς ιππείς καί εν τώ κέντρω έχων τούς πεζούς καί τά τηλεβόλα, ώρμησε βαρύς κατά τών προμαχώνων, συγχρόνως τηλεβολούντων καί τών πλοίων κατά τής πόλεως.

Αμέσως επί τής πρώτης καί άνευ χαλινών εφόδου τού ιππικού καί τού πυκνού τηλεβολισμού εγκατελείφθη παρά τών Ελλήνων ο εις προμαχών. Τό παράδειγμα τούτο ηκολούθησαν ευθύς καί οι τού δευτέρου καί εν μέρει οι τού τρίτου, τού οχυρωτέρου, εν ω μετά μόνων τεσσαράκοντα πέντε έμεινεν ο αρχηγός Αθανάσιος Καρπενησιώτης, μεταξύ δέ αυτών συνηριθμούντο ο Δαιμονάκης από τά Σφακιά, Καραγιώργης από Αδριανούπολη, Δημήτριος Κοτήρας από Πελοπόννησον, Μαγκλέρης από Κεφαλληνίαν καί Δαγκλιόστρος από Ζάκυνθο...

Ο Περκόφτσαλης γενόμενος ευτυχής κατά τήν πρώτην έφοδον αποτυγχάνει κατά τού προμαχώνος τού Καρπενησιώτου. Οι εν αυτώ γενναίοι πολλήν εις τάς τάξεις τούτου επήνεγκον ζημίαν διά τών τηλεβόλων καί τών πυροβόλων. Ιδών δ' ο Περκόφτσαλης τεθανατωμένον καί τόν ανεψιόν αυτού, μεταβάλλει τρόπον καί προσκαλεί τόν Ελληνα τουφεξή από τό Καρπενήσιον ινά παραδοθή ως ματαίως μαχόμενος, αλλ' απαντά ούτος δι' ενός πυροβολισμού....»

Δοκίμιον Ιστορικόν περί τής Ελληνικής Επαναστάσεως, Ιωάννου Φιλήμονος, 1861

Τή νύκτα ο Καρπενησιώτης μέ τούς λίγους συντρόφους του κατάφερε νά διαφύγει. Μάλιστα παραπλάνησε τόν εχθρό βάζοντας μακριά φυτίλια στά κανόνια τού οχυρού του. Όταν oι Έλληνες είχαν απομακρυνθεί, τά κανόνια εκπυρσοκρότησαν καί οι Τούρκοι έστρεψαν τά πυρά τους πρός αυτά. Οι λίγοι μαχητές όμως είχαν καταφέρει νά διαφύγουν αφήνοντας στό πεδίο τής μάχης έξι μόνο συντρόφους τους. Ο πασάς μόλις εισήλθε στό Γαλάτσι, σύμφωνα μέ τόν Φιλήμωνα, έσφαξε εκατό Έλληνες καί διακόσιους Μολδαβούς, μολονότι οι τελευταίοι τόν είχαν καλέσει στήν πόλη τους, ενώ έκανε τήν πόλη παρανάλωμα τού πυρός, μέ εξαίρεση τό σπίτι τού Αυστριακού προξένου. Ο αγωνιστής Κοτήρας Δημήτριος, πού είχε παγιδευτεί σέ ένα σπίτι μέ είκοσι συντρόφους του, έκανε έξοδο καί σκοτώθηκαν άπαντες μέ τά σπαθιά στά χέρια.

Εν τω μεταξύ, ο Υψηλάντης άρχισε νά αντιλαμβάνεται ότι άτομα πού είχαν αναλάβει ηγετικές θέσεις φάνηκαν ανάξια τών περιστάσεων. Θύματα τής ματαιοδοξίας τους καί τής φαυλότητός τους οι Πεντεδέκας, Δούκας καί Καραβιάς, οι οποίοι έβλαψαν παρά ωφέλησαν τήν επανάσταση. Οι αρχηγοί Σάββας καί Βλαδιμηρέσκου, παίζοντας διπλό παιχνίδι εγκατέλειψαν τό Βουκουρέστι, στό οποίο εισήλθε στίς 16 Μαΐου ο Κεχαγιάς Μπέης Καρά Αχμέτ. Οι προύχοντες, σύμφωνα μέ τόν Φιλήμονα, έσπευσαν νά προσκυνήσουν, φιλώντας ακόμα καί τούς τουρκικούς τάπητες.

«Επρόσταζε ανεξετάστως ο αρχηγός Κιαχαγιάμπεης καί τούς εφόνευαν, άλλους μέν δι' αγχόνης, άλλους δέ διά πασσάλων καί άλλους δι' αποκεφαλισμού, εν τη οδώ τού εξω παζαρίου, τούτων δέ ο αριθμός εις οκταήμερον διάστημα ανέβη υπέρ τάς εκατόν πεντήκοντα ψυχάς...

Κατά τήν επιούσαν τής 21ης Μαΐου παραλαβών ο ρηθείς Γεώργιος Ολύμπιος μεθ' εαυτού τριάκοντα εκλεκτούς εφίππους στρατιώτας ... διευθύνθησαν εις Γολέτσι ... καί ευρόντες τόν Θεόδωρο Βλαδιμηρέσκου ομού μέ όλους τούς οπλαρχηγούς αυτού ήρχισεν ο πνέων θυμόν Ολύμπιος νά λέγη βλαχιστί πρός τόν ωχριάσαντα Θεόδωρον.

Ω ανάξιε άνθρωπε τού φωτός τής ημέρας, η ζωή σου καί ήδη καί πάντοτε είναι εις τάς χείρας μου, γνώρισον ότι μέ ένα μόνον ιδικόν μου νεύμα, δύναται νά κυλισθή η κεφαλή σου πρό ποδών μου, σύ εις τήν ιεράν φιλίαν ύπουλος προδότης εδείχθης, τόν τρομερόν όρκον σου αναιρέσας, τήν πατρίδα σου ηρνήθης, τά ιερά δικαιώματα της κατεπάτησας...»

Ηλίας Φωτεινός. Οι άθλοι τής εν Βλαχία Ελληνικής Επαναστάσεως. 1846

Ο προδότης Βλαδιμηρέσκου εκτελέστηκε διά καρατομήσεως στίς 22 Μαΐου 1821. Τά προβλήματα όμως τού Αλέξανδρου Υψηλάντη μέ τούς συνεργάτες του συνεχίστηκαν. Πολλοί στρατιωτικοί αρχηγοί δέν φρόντιζαν ούτε γιά στρατιωτικά γυμνάσια, ούτε γιά πειθαρχία, ενώ επικρατούσε αναρχία στίς τάξεις τών στρατιωτών οι οποίοι επιδίδονταν συχνά σέ λεηλασίες. Ο τουρκικός στρατός όμως άριστα πειθαρχημένος καί οργανωμένος προήλαυνε ανενόχλητος προβαίνοντας στίς συνηθισμένες ωμότητες, καταστρέφοντας πόλεις καί χωριά, ενώ σύμφωνα μέ τίς πηγές τού Βακαλόπουλου, οι Τούρκοι εκτελούσαν ακόμα καί παιδιά. Εξαίρεση στήν γενικότερη σύγχυση καί αναρχία πού επικρατούσε στόν στρατό τού Αλέξανδρου Υψηλάντη αποτελούσαν οι Ιερολοχίτες, οι οποίοι σύμφωνα μέ τόν Ρώσσο πράκτορα Liprandi, είχαν υψηλό φρόνημα καί περνώντας από τούς στενούς δρόμους τού χωριού Ρίμνικο, τραγουδούσαν πατριωτικά τραγούδια, βαδίζοντας πρός τόν θάνατο, πρός τό Δραγατσάνι.


«Δέν είμαι μήτε τόσον ανόητος, μήτε τόσον ουτιδανός, ώστε καί νά ζητώ από τήν εκδούλευσίν μου ανταμοιβήν τοιαύτην, καί νά καπηλεύω τόν ζήλον μου πρός τήν πατρίδα. Μήτε θέλω μήτε ζητώ καμμίαν ανταμοιβήν άλλην, ειμή τήν ευτυχίαν τής φιλτάτης πατρίδος. Αμποτε νά ιδώ τήν ανόρθωσιν της καί ας είμαι ο έσχατος ιδιώτης...»

Μιχαήλ Σούτσος, Φαναριώτης ηγεμόνας τής Μολδαβίας

«Ο φίλος Νεόφυτος Βάμβας κινεί πρός τό τέλος τού παρόντος μηνός διά τής Ιταλίας πρός τήν πατρίδα. Σέ παρακαλώ καί τούτο πρίν αποθάνω, μέ τόν Βάμβα νά ενωθής σφιγκτά καί μέ τόν Κωνσταντίνον Κούμαν καί νά κάμετε ιεράν συνωμοσίαν υπέρ τής αναγεννήσεως τής νεκρωμένης ημών κοινής πατρίδος καί θέλεις ιδείν πόσα καλά απροσδόκητα μέλλει γεννήση η τοιαύτη σύμπνοια.

Ακουσέ με καί σύ διά τήν αγάπην τής Ελλάδος καί προθυμήθητε καί οι τρείς αντάμα νά τήν πλύνετε από τόν βόρβορον τής απαιδευσίας διά νά αξιωθήτε, όταν φτάση η τελευταία σας ώρα νά εκφωνήσετε χωρίς κομπασμόν τά άξια ελληνικής ψυχής λόγια τούτα:

"Δέν σέ φοβούμαι θάνατε, επειδή η ζωή μου όλη αφιερώθη εις ωφέλειαν τής πατρίδος μου"


Παραινέσεις τού Κοραή στόν Θεόφιλο Καΐρη


«Έλληνες, Αλβανοί, Βλαχομπογδάνοι καί Βούλγαροι...

Ενωθήτε λοιπόν καί εσείς, ορκισθήτε τόν αφανισμόν τής τυραννίας καί τόν όλεθρον τών τυράννων. Σάς προστάζει η τόσους αιώνας καταφρονημένη ιερά πίστις σας. Σας φωνάζει ο από τούς εχθρούς μας ατιμασμένος σταυρός. Σας προσκαλεί η δυστυχισμένη, η αξιοδάκρυτη πατρίδα. Μή στέργεστε νά δουλεύετε ημέρα καί νύχτα διά τούς αντίχριστους εχθρούς σας. Ως πότε νά ορίζουν τά αγαπημένα παιδιά σας, ταίς αθώαις σας θυγατέραις καί ταίς πισταίς σας γυναίκαις οι βάρβαροι διώκταις του Χριστιανισμού; Ως πότε νά βλέπετε τ' αμπέλια, τά χωράφια καί όλα σας τά υπάρχοντα, αλλά καί αυτήν τήν ζωήν σας εις τήν τρομερήν εξουσίαν των αιμοβόρων Οθωμανών; ...

Σας ετοιμάζονται τής ορθοδοξίας καί τής ελευθερίας οι αμάραντοι στέφανοι, υψώσετε τόν σταυρόν, σηκώσετε ταίς σημαίαις τής ελευθερίας καί τής δικαιοσύνης καί ορμήσετε κατά τών αγρίων καί ανάδρων τυράννων καί εχθρών τής πίστεως...»


Μανουήλ Βερνάρδος τυπογράφος, Ιάσιο Μάρτιος 1821


«Σέ μία εβδομάδα δέν θά θυμάται κανείς αυτούς τούς Έλληνες...»

Μέτερνιχ, μόλις πληροφορήθηκε τό ξέσπασμα τής Ελληνικής Επαναστάσεως


«Οταν ο Υψηλάντης ρώτησε τήν μητέρα του Ελισσάβετ, αν τού επέτρεπε νά πουλήσει τά κτήματα τής οικογενείας γιά τίς ανάγκες τής επανάστασης, η μητέρα επτά παιδιών, τού απάντησε:

- Εδώ έδωσα τά παιδιά μου γιά τήν ελευθερία τής Ελλάδος καί δέν θά δώσω τά κτήματά μου;»


Γιάννης Βλαχογιάννης


«Ερχώμαστ' απ' Ανατολή, σέ μιά χρυσή γαλιότα
πέντε πασσάδαις είχαμε, π' ώμορφα τραγουδούσαν,
κ' είχαμε σκλάβους ώμορφους, στά σίδερα δεμένους.
Στά σίδερα σταίς άλυσσαις, καί 'σταίς βαρειαίς καδίναις.
Ο σκλάβος αναστέναξεν απ' τής καρδιάς τά φύλλα,
δίνει κι' άλλον στεναγμό κ' εστάθηκε η γαλιότα.
Θυμήθηκα τή μάνα μου, τή δόλια μου γυναίκα,
πούμουνα δυό 'μερών γαμπρός, δώδεκα χρόνους σκλάβος.
Δώδεκα χρόνους έκαμα στης Μπαρμπαριάς τόν άμμο,
αν έχης μάνα καί παιδιά, πασσά λευτέρωσέ με!»


Δημοτικό γιά τήν σκλαβιά, Ζαμπέλιου Σπυρίδωνος, Συλλογή Δημοτικών Ασμάτων











Ιερός Λόχος