Στήν επαναστατική προκήρυξη τού Υψηλάντη ανταποκρίθηκαν μέ προθυμία οι Έλληνες τής Μολδοβλαχίας, αλλά καί τής Αυστρίας καί τής Ρωσίας.
Όσοι δέν μπορούσαν νά προσφέρουν στρατιωτική υπηρεσία διέθεσαν χρήματα γιά τόν αγώνα. Αθρόα ήταν η προσέλευση Ελλήνων φοιτητών, οι οποίοι εγκατέλειψαν
τά πανεπιστήμια, καί από διάφορες ξένες πόλεις, (Βιέννη, Tεργέστη, Οδησσό, Χερσώνα, Σεβαστούπολη, Θεοδοσία, Μόσχα, Αγία Πετρούπολη, Βαρσοβία),
συνέρρεαν πρός τήν Μολδαβία.
«Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης στρατολόγησεν εθελοντάς καί υπέρ τάς δύο χιλιάδας ευρισκομένους εν Ιασίω Έλληνας, εκ τών οποίων
εσχημάτισεν εν μέρος, ονομάσαν αυτό Ιερόν Λόχον καί ενέδυσε μέ στολήν μελανήν, θέσας καί εις τό άκρον τού επί τής κεφαλής καλύμματος, τρίχωον
σφαιροειδές σύμβολον ελευθερίας (κονκάρδαν) από χρώμα κόκκινον, κυανούν καί λευκόν, κατά δέ τό μέτωπον τού καλύμματος δύο οστά μέ κρανίον από άργυρον
σημαίνοντα ελευθερίαν ή θάνατον...
«Μάχη Γαλαζίου. Επέπρωτο η συγκρότησις τής πρώτης τών Ελλήνων καί Τούρκων μάχης εκεί όπου κατά πρώτον επανέστησαν οι τυραννούμενοι
καί αίμα τυράννων εχύθη. Τή 1η Μαΐου 1821 ενεφανίσθη όρθιος ο Περκόφτσαλης μεθ' όλου τού σώματος αυτού, βοηθούμενος καί από τού Ίστρου διά δεκαοκτώ μεγάλων
κανονοφόρων, διευθυνομένων κατά τής πόλεως. Πρός δεξιά καί αριστερά τάξας τούς ιππείς καί εν τώ κέντρω έχων
τούς πεζούς καί τά τηλεβόλα, ώρμησε βαρύς κατά
τών προμαχώνων, συγχρόνως τηλεβολούντων καί τών πλοίων κατά τής πόλεως.
Τή νύκτα ο Καρπενησιώτης μέ τούς λίγους συντρόφους του κατάφερε νά διαφύγει. Μάλιστα παραπλάνησε τόν εχθρό βάζοντας μακριά φυτίλια στά κανόνια τού οχυρού του.
Όταν oι Έλληνες είχαν απομακρυνθεί, τά κανόνια εκπυρσοκρότησαν καί οι Τούρκοι έστρεψαν τά πυρά τους πρός αυτά. Οι λίγοι μαχητές όμως είχαν καταφέρει νά διαφύγουν
αφήνοντας στό πεδίο τής μάχης έξι μόνο συντρόφους τους. Ο πασάς μόλις εισήλθε στό Γαλάτσι, σύμφωνα μέ τόν Φιλήμωνα, έσφαξε εκατό Έλληνες καί διακόσιους Μολδαβούς, μολονότι
οι τελευταίοι τόν είχαν καλέσει στήν πόλη τους, ενώ έκανε τήν πόλη παρανάλωμα τού πυρός, μέ εξαίρεση τό σπίτι τού Αυστριακού προξένου.
Ο αγωνιστής Κοτήρας Δημήτριος, πού είχε παγιδευτεί σέ ένα σπίτι μέ είκοσι συντρόφους του, έκανε έξοδο καί σκοτώθηκαν άπαντες μέ τά σπαθιά στά χέρια.
«Επρόσταζε ανεξετάστως ο αρχηγός Κιαχαγιάμπεης καί τούς εφόνευαν, άλλους μέν δι' αγχόνης, άλλους δέ διά πασσάλων καί άλλους δι'
αποκεφαλισμού, εν τη οδώ τού εξω παζαρίου, τούτων δέ ο αριθμός εις οκταήμερον διάστημα ανέβη υπέρ τάς εκατόν πεντήκοντα ψυχάς...
Ο προδότης Βλαδιμηρέσκου εκτελέστηκε διά καρατομήσεως στίς 22 Μαΐου 1821. Τά προβλήματα όμως τού Αλέξανδρου Υψηλάντη μέ τούς συνεργάτες του
συνεχίστηκαν.
Πολλοί στρατιωτικοί αρχηγοί δέν φρόντιζαν ούτε γιά στρατιωτικά γυμνάσια, ούτε
γιά πειθαρχία, ενώ επικρατούσε αναρχία στίς τάξεις τών στρατιωτών οι οποίοι επιδίδονταν
συχνά σέ λεηλασίες. Ο τουρκικός στρατός όμως άριστα πειθαρχημένος καί οργανωμένος προήλαυνε ανενόχλητος προβαίνοντας στίς συνηθισμένες ωμότητες,
καταστρέφοντας πόλεις καί χωριά, ενώ σύμφωνα μέ τίς πηγές τού Βακαλόπουλου, οι Τούρκοι εκτελούσαν ακόμα καί παιδιά. Εξαίρεση στήν γενικότερη σύγχυση
καί αναρχία πού επικρατούσε στόν στρατό τού Αλέξανδρου Υψηλάντη
αποτελούσαν οι Ιερολοχίτες, οι οποίοι σύμφωνα μέ τόν Ρώσσο πράκτορα Liprandi, είχαν υψηλό φρόνημα καί περνώντας από τούς στενούς δρόμους τού χωριού
Ρίμνικο, τραγουδούσαν πατριωτικά τραγούδια, βαδίζοντας πρός τόν θάνατο, πρός τό Δραγατσάνι.
«Δέν είμαι μήτε τόσον ανόητος, μήτε τόσον ουτιδανός, ώστε καί νά ζητώ από τήν εκδούλευσίν μου ανταμοιβήν τοιαύτην, καί νά καπηλεύω τόν ζήλον μου πρός τήν
πατρίδα. Μήτε θέλω μήτε ζητώ καμμίαν ανταμοιβήν άλλην, ειμή τήν ευτυχίαν τής φιλτάτης πατρίδος.
Αμποτε νά ιδώ τήν ανόρθωσιν
της καί ας είμαι ο έσχατος ιδιώτης...»
«Ο φίλος Νεόφυτος Βάμβας κινεί πρός τό τέλος τού παρόντος μηνός διά τής Ιταλίας πρός τήν πατρίδα. Σέ παρακαλώ καί τούτο πρίν αποθάνω, μέ τόν Βάμβα νά
ενωθής σφιγκτά καί μέ τόν Κωνσταντίνον Κούμαν καί νά κάμετε ιεράν συνωμοσίαν
υπέρ τής αναγεννήσεως τής νεκρωμένης ημών κοινής πατρίδος καί θέλεις
ιδείν πόσα καλά απροσδόκητα μέλλει γεννήση η τοιαύτη σύμπνοια.
«Έλληνες, Αλβανοί, Βλαχομπογδάνοι καί Βούλγαροι...
Ο Ρώσσος στρατηγός Κισελιόφ έγραφε σέ συνάδελφό του: "Eίναι αδύνατο νά φανταστείς ως ποιό βαθμό τούς
γοητεύει η ελπίδα τής σωτηρίας καί τής
ελευθερίας. Όλοι οι Έλληνες τά θυσιάζουν όλα καί μ' ενθουσιασμό προσφέρουν θυσία τόν ίδιο τους τόν εαυτό γιά τήν πατρίδα.
Τι εποχή είναι αυτή πού ζούμε, αγαπητέ Ζακρέφσκη! Τί θαύματα γίνονται κι έχουν νά γίνουν ακόμη!
Ο Υψηλάντης πέρασε τά σύνορα καί τ' όνομά του έμεινε πια στούς απογόνους. Οι Έλληνες διαβάζουν τήν προκήρυξή του καί κλαίνε μέ λυγμούς καί τρέχουν
μ' ενθουσιασμό νά ταχθούν κάτω από τις σημαίες του. Ο Θεός νά τόν βοηθήσει στήν ιερή υπόθεση, θά ήθελα νά προσθέσω: καί η Ρωσία".
Κάποιος άλλος ξένος στήν Οδησσό έγραφε: "Αυτός ο λαός έχει παλαβώσει," ενώ ο Ρώσος ποιητής Αλέξανδρος Πούσκιν ήλπιζε
στήν ρωσική, υπέρ τού Υψηλάντη, στρατιωτική επέμβαση.
Βέβαια ο ζήλος τών Ελλήνων καί ο ενθουσιασμός τών φοιτητών ήταν αντιστρόφως ανάλογος τής εκπαίδευσης πού έτυχαν καί τής στρατιωτικής οργάνωσης. Τί ελπίδες
είχαν μπροστά στόν άριστο οθωμανικό στρατό καί στό ισχυρότατο τουρκικό ιππικό;
Αοκνος, ο Υψηλάντης στρατολογούσε κατά χιλιάδες τούς νέους καί διόρισε χιλιάρχους τόν Γεώργιο Λασσάνη, τούς αδελφούς του Γεώργιο καί Νικόλαο,
τόν Βασίλειο Θεοδώρου, τόν Ιωάννη Κολοκοτρώνη, τόν Βασίλειο Καραβιά καί τόν Βασίλειο Μπαρλά. Γι' αυτούς τούς διορισμούς έλαβε
πολλές επικρίσεις, διότι θεωρήθηκαν αποτέλεσμα όχι στρατιωτικής ικανότητας αλλά προσωπικών σχέσεων.
Στίς 26 Φεβρουαρίου 1821 στήν εκκλησία τών Τριών Ιεραρχών τού Ιασίου, έγινε δοξολογία χοροστατούντος τού μητροπολίτη Βενιαμίν.
Ο μητροπολίτης Ιασίου ευλόγησε τή σημαία, η οποία είχε παραστάσεις από τή μία πλευρά τόν Σταυρό μέ τίς εικόνες τού Αγίου Κωνσταντίνου καί τής Αγίας Ελένης
μέ τήν επιγραφή "Εν τούτω νίκα", καί από τήν άλλη τόν Φοίνικα, τό μυθικό πουλί πού αναγεννάται από τίς στάχτες του.
Στοιχεία καί από τό Βυζάντιο καί από τήν Αρχαία Ελλάδα είχε η πρώτη σημαία τής επανάστασης. Ο Υψηλάντης καί όλοι οι πολέμαρχοι έβγαλαν τά σπαθιά από τίς θήκες τους
καί ορκίστηκαν μπροστά στήν εικόνα τού Χριστού νά τά ξαναβάλουν στήν θήκη τους μόνο όταν ελευθερωθεί η Ελλάς.
Δυστυχώς όμως ο Τσάρος Αλέξανδρος, ο οποίος βρισκόταν στό Λάϋμπαχ (Λιουμπλιάνα) τής Αυστρίας σέ συνέδριο τών ευρωπαϊκών δυνάμεων, όντας υπό
τήν πίεση τού καγκελάριου τής Αυστρίας Μέττερνιχ καί
της Ιεράς Συμμαχίας, αποκήρυξε τήν επανάσταση καί απέλυσε τόν Υψηλάντη. Ήταν ένα ισχυρό πλήγμα γιά τόν Φαναριώτη πρίγκηπα, ο οποίος συνέχισε παρά ταύτα
τά σχέδιά του, τά οποία προέβλεπαν τήν κάθοδο μέ στρατό νότια πρός τήν Βλαχία, τή Βουλγαρία καί κατόπιν στίς ελληνικές περιοχές. Οι οπλαρχηγοί πού υποσχέθηκαν
νά τόν ακολουθήσουν ήταν οι Ιωάννης Φαρμάκης, Γεωργάκης Ολύμπιος, Σάββας Καμινάρης ή Φωκιανός καί ο Ρουμάνος Θεόδωρος Βλαδιμηρέσκου.
Ακολούθησε ένα δυσάρεστο επεισόδιο καί αυτό ήταν η στρατιωτική επιχείρηση τού Καραβιά στό Γαλάτσι, ο οποίος αφού αφόπλισε τούς Τούρκους στρατιώτες τούς
κατέσφαξε μαζί μέ τούς Τούρκους εμπόρους τής πόλης. Αυτή η εγκληματική ενέργεια δημιούργησε αρνητικές εντυπώσεις στόν ντόπιο πληθυσμό, ο οποίος ήταν ήδη
απρόθυμος νά επαναστατήσει κατά τών Τούρκων. Τόσο οι Μολδαυοί όσο καί οι Βλάχοι αρνήθηκαν μέχρι τέλος νά ενώσουν τίς δυνάμεις τους μέ τούς υπόλοιπους
χριστιανούς γιά νά αποτινάξουν τόν μουσουλμανικό ζυγό. Ακόμα μία ατυχία γιά τόν Υψηλάντη ήταν ο αφορισμός από τόν Οικουμενικό Πατριάρχη, γεγονός πού
είχε αρνητικό αντίκτυπο στήν ψυχολογία τών επαναστατών. Η προδοσία τών Σάββα Καμινάρη καί Τεοντόρ Βλαδιμηρέσκου, οι οποίοι
τελικώς, προτίμησαν νά προσφέρουν τίς υπηρεσίες τους στήν Υψηλή Πύλη, έμελλε νά δώσει τό τελειωτικό κτύπημα στήν εξέγερση τής Μολδοβλαχίας.
Μέ ταγματάρχην τόν πρίγκηπα Γεώργιον Καντακουζηνόν έτερον μέρος ιππέων ενέδυσεν ως ρωσικούς Κοζάκους καί έτερον τών εθελοντών έμεινε μέ τά αυτά
αλβανικά καί οθωμανικά φορέματα, ως ευρέθη έκαστος, επί τών οποίων απεκατέστησε ταγματάρχας τόν Δούκαν, τόν Βασίλειον Καραβίαν, καί τόν Ιωάννην
Κολοκοτρώνην καί Τασκούλαν...»
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης κινήθηκε νοτίως πρός τήν Βλαχία. Τότε οι Μολδαβοί άρχοντες, αντιλαμβανόμενοι ότι οι Ρώσσοι ήταν απρόθυμοι νά συνδράμουν
μέ στρατιωτικά μέσα καί φοβούμενοι τήν οργή τού σουλτάνου, στράφηκαν στόν πασσά τής Βραΐλας καί τού ζήτησαν βοήθεια γιά νά διώξει τούς επαναστάτες.
Ακόμα πιό απομονωμένος βρέθηκε ο Υψηλάντης στήν πρωτεύουσα τής Βλαχίας (Ρουμανίας) Βουκουρέστι, τό οποίο φρόντισαν νά εγκαταλείψουν
όλοι οι σημαίνοντες κάτοικοι, καθώς επίσης καί οι πρόξενοι Ρωσίας καί Αυστρίας. Οι στρατιώτες τού Σάββα καί τού Βλαδιμηρέσκου προέβαιναν
σέ λεηλασίες, προκαλώντας τήν έχθρα τών Ρουμάνων κατοίκων καί τήν αγανάκτηση τών αρχόντων καί τού μητροπολίτη Λούπου, οι οποίοι άρχισαν νά καλούν τούς πασάδες
τής Σιλιστρίας, τής Βραΐλας καί τού Βιδινίου νά επέμβουν γιά νά δώσουν τέλος στήν αναρχία.
Η κατάσταση πού επικρατούσε στήν έρημη από κατοίκους πόλη τού Βουκουρεστίου, ανάγκασε τόν Υψηλάντη νά μεταφέρει τό στρατόπεδό του, σέ ορεινή θέση στό
Τυργοβίστι. Εκεί έδωσε εντολή στόν Αθανάσιο Καρπενησιώτη νά μεταβή στό Γαλάτσι καί νά εμποδίσει τήν επικείμενη εισβολή τών Τούρκων. Ο
Καρπενησιώτης μέ εξακόσιους άνδρες, κατέλαβε τρία οχυρά έξω από τήν πόλη καί οργάνωσε τήν άμυνά του, έχοντας στή διάθεσή του κανόνια από τά εμπορικά πλοία πού
βρίσκονταν στίς όχθες τού Προύθου ποταμού.
Ο σουλτάνος δέν έχασε καιρό καί οργάνωσε στρατό αποτελούμενο από δεκάδες χιλιάδες ιππείς καί πεζούς, μέ αρχιστράτηγο τόν πασσά τής
Σιλιστρίας Σελήμ Μεχμέτ.
Υπό τάς διαταγάς του είχε τόν πασά τής Βραΐλας Γιουσούφ Περκόφτσαλη καί τού Βιδινίου Δερβίς πασσά. Ο στρατός ξεχύθηκε στήν Βλαχία καί τήν Μολδαβία
καί πρώτος ο Περκόφτσαλης, μέ πέντε χιλιάδες άνδρες καί βαρύ πυροβολικό, επιτέθηκε στό Γαλάτσι. Η υπεροχή τού εχθρού απέναντι των
υπερασπιστών τού Γαλατσίου ήταν αισθητή. Ο Τούρκος πασάς μέ τό πεζικό στό κέντρο καί τό ιππικό στά πλευρά, ώρμησε κατά τών προμαχώνων.
Αμέσως επί τής πρώτης καί άνευ χαλινών εφόδου τού ιππικού καί τού πυκνού τηλεβολισμού εγκατελείφθη παρά τών
Ελλήνων ο εις προμαχών. Τό παράδειγμα τούτο
ηκολούθησαν ευθύς καί οι τού δευτέρου καί εν μέρει οι τού τρίτου, τού οχυρωτέρου, εν ω μετά μόνων τεσσαράκοντα πέντε έμεινεν ο αρχηγός Αθανάσιος Καρπενησιώτης,
μεταξύ δέ αυτών συνηριθμούντο ο Δαιμονάκης από τά Σφακιά, Καραγιώργης από Αδριανούπολη, Δημήτριος Κοτήρας από Πελοπόννησον, Μαγκλέρης από Κεφαλληνίαν
καί Δαγκλιόστρος από Ζάκυνθο...
Ο Περκόφτσαλης γενόμενος ευτυχής κατά τήν πρώτην έφοδον αποτυγχάνει κατά τού προμαχώνος τού Καρπενησιώτου. Οι εν αυτώ γενναίοι πολλήν εις τάς τάξεις τούτου
επήνεγκον ζημίαν διά τών τηλεβόλων καί τών πυροβόλων. Ιδών δ' ο Περκόφτσαλης τεθανατωμένον καί τόν ανεψιόν αυτού, μεταβάλλει τρόπον καί προσκαλεί τόν
Ελληνα τουφεξή από τό Καρπενήσιον ινά παραδοθή ως ματαίως μαχόμενος, αλλ' απαντά ούτος δι' ενός πυροβολισμού....»
Εν τω μεταξύ, ο Υψηλάντης άρχισε νά αντιλαμβάνεται ότι άτομα πού είχαν αναλάβει ηγετικές θέσεις φάνηκαν ανάξια τών περιστάσεων. Θύματα τής ματαιοδοξίας
τους καί τής φαυλότητός τους οι Πεντεδέκας, Δούκας καί Καραβιάς, οι οποίοι έβλαψαν παρά ωφέλησαν τήν επανάσταση. Οι αρχηγοί Σάββας καί Βλαδιμηρέσκου, παίζοντας
διπλό παιχνίδι εγκατέλειψαν τό Βουκουρέστι, στό οποίο εισήλθε στίς 16 Μαΐου ο Κεχαγιάς Μπέης Καρά Αχμέτ. Οι προύχοντες, σύμφωνα μέ τόν Φιλήμονα, έσπευσαν νά
προσκυνήσουν, φιλώντας ακόμα καί τούς τουρκικούς τάπητες.
Κατά τήν επιούσαν τής 21ης Μαΐου παραλαβών ο ρηθείς Γεώργιος Ολύμπιος μεθ' εαυτού τριάκοντα εκλεκτούς εφίππους στρατιώτας ... διευθύνθησαν εις Γολέτσι ...
καί ευρόντες τόν Θεόδωρο Βλαδιμηρέσκου ομού μέ όλους τούς οπλαρχηγούς αυτού ήρχισεν ο πνέων θυμόν Ολύμπιος νά λέγη βλαχιστί πρός τόν ωχριάσαντα
Θεόδωρον.
Ω ανάξιε άνθρωπε τού φωτός τής ημέρας, η ζωή σου καί ήδη καί πάντοτε είναι εις τάς χείρας μου, γνώρισον ότι μέ ένα μόνον ιδικόν μου νεύμα, δύναται νά κυλισθή η
κεφαλή σου πρό ποδών μου, σύ εις τήν ιεράν φιλίαν ύπουλος προδότης εδείχθης, τόν τρομερόν όρκον
σου αναιρέσας, τήν πατρίδα σου ηρνήθης, τά ιερά δικαιώματα
της κατεπάτησας...»
Ακουσέ με καί σύ διά τήν αγάπην τής Ελλάδος καί προθυμήθητε καί οι τρείς αντάμα νά τήν
πλύνετε από τόν βόρβορον τής απαιδευσίας διά νά αξιωθήτε, όταν φτάση
η τελευταία σας ώρα νά εκφωνήσετε χωρίς κομπασμόν τά άξια ελληνικής ψυχής λόγια τούτα:
"Δέν σέ φοβούμαι θάνατε, επειδή η ζωή μου όλη αφιερώθη εις ωφέλειαν τής πατρίδος μου".»
Ενωθήτε λοιπόν καί εσείς, ορκισθήτε τόν αφανισμόν τής τυραννίας καί τόν όλεθρον τών τυράννων. Σάς προστάζει η τόσους αιώνας καταφρονημένη ιερά πίστις σας.
Σας φωνάζει ο από τούς εχθρούς μας ατιμασμένος σταυρός. Σας προσκαλεί η δυστυχισμένη, η αξιοδάκρυτη πατρίδα. Μή στέργεστε νά δουλεύετε ημέρα καί νύχτα
διά τούς αντίχριστους εχθρούς σας. Ως πότε νά ορίζουν τά αγαπημένα παιδιά σας, ταίς αθώαις σας θυγατέραις καί ταίς πισταίς σας γυναίκαις οι βάρβαροι διώκταις
του Χριστιανισμού; Ως πότε νά βλέπετε τ' αμπέλια, τά χωράφια καί όλα σας τά υπάρχοντα, αλλά καί αυτήν τήν ζωήν σας εις τήν τρομερήν εξουσίαν των
αιμοβόρων Οθωμανών; ...
Σας ετοιμάζονται τής ορθοδοξίας καί τής ελευθερίας οι αμάραντοι στέφανοι, υψώσετε τόν σταυρόν, σηκώσετε ταίς σημαίαις τής ελευθερίας καί τής δικαιοσύνης καί
ορμήσετε κατά τών αγρίων καί ανάδρων τυράννων καί εχθρών τής πίστεως...»
«Σέ μία εβδομάδα δέν θά θυμάται κανείς αυτούς τούς Έλληνες...»
O Κεχαγιά βέης ξεκίνησε από τό Βουκουρέστι μέ δέκα χιλιάδες άνδρες (25 Μαΐου 1821), μέ σκοπό νά διαλύσει τό στρατόπεδο τού Υψηλάντη στό
Τυργοβίστι. Τό πρωΐ τής 27ης Μαΐου, μία προφυλακή τού τουρκικού στρατού, επιτέθηκε στή Μονή Νοτσέτου, κοντά στό Δομνέστι, χωριό πού βρισκόταν στόν δρόμο πού
οδηγούσε στό Τιργοβίστι. Τό μοναστήρι τό υπερασπίστηκαν μέ επιτυχία οι Ιωάννης Κολοκοτρώνης, Ορφανός καί ο αρχιμανδρίτης Σέρβος,
προξενώντας πολλές απώλειες στούς επιτιθέμενους. Ο Δούκας όμως πού αναμενόταν μέ ενισχύσεις λιποψύχησε καί όχι μόνο εγκατέλειψε τούς συντρόφους
του πού τόν περίμεναν, αλλά μετέφερε ψευδείς ειδήσεις στόν
Υψηλάντη, ότι η μάχη είχε χαθεί καί ότι μόνο αυτός είχε καταφέρει νά επιζήσει.
«Εκλέξας λοιπόν καταλληλότερον τό μέρος εντεύθεν τού Δραγατσανίου, διώρισεν ότι ο μέν Γεώργιος Ολύμπιος μετά τού Βασιλείου Καραβιά
κατά πρόσωπον, οι δέ λοιποί εις τό κέντρον, λαμβάνοντας εις θέσεις τούς πρόποδες τών βουνών καί τάς επικείμενας καθ' οδόν ξηρών ρυάκων γεφύρας καί τό
κακώς εφωπλισμένον, δυστυχισμένον καί αγύμναστον πολέμου μικρόν τάγμα τού Ιερού Λόχου συνιστάμενον εκ τριακοσίων σχεδόν στρατιωτών μέ δύο μικρά τηλεβόλα
μέ τέσσαρας εκατόνταρχους, τόν Δημήτριον Σούτσον, τόν Δρακούλην Ιθακήσιον, τόν Ανδρόνικον καί τόν Ρίζον καί μέ τόν αρχηγό αυτών τόν Νικόλαον Υψηλάντην, νά
τοποθετηθώσιν εις τά όπισθεν, ο ίδιος δέ ο Αλέξανδρος Υψηλάντης μέ τόν λοιπόν στρατόν, ιστάμενος κατά μέρος καί παρατηρών νά δίδη οδηγίας...
«Ο Υψηλάντης παρεδόθη εις τάς Αυστριακάς Αρχάς καί παρεδόθησαν καί οι περί αυτόν, ήγουν οι δύο αδελφοί του, ο Ορφανός, ο Λασσάνης
μετονομασθέντες καί ούτοι, καί εκείθεν μετεκομίσθησαν όλοι εις Αράδην, πόλιν τής Ουγγρίας, όπου διέμειναν οκτώ ημέρας προσμένοντας τάς διαταγάς τής αυστριακής
αυλής καί μηδόλως υποπτεύοντες όσα τοίς έμελλαν, αλλ' εξ εναντίας ελπίζοντες εν πλήρει πεποιθήσει τήν εκ τής αυστριακής εις άλλην ελευθέραν γήν μετάβασίν των,
καί τήν εις Ελλάδα ταχείαν κάθοδόν των...
«O δέ Γεώργιος Ολύμπιος διευθυνθείς εις τήν Μονήν Κούρτε δέ Αρτζεσι, καί ευρών εν αυτή τόν πρό τινών ημερών εγκλεισθέντα Ιωάννην
Φαρμάκην, εσυσσωματώθησαν ομού μέ περίπου τών 450 στρατιωτών καί πληροφορηθέντες εν τω μεταξύ, ότι επλησίαζον οι Οθωμανοί συνωδευμένοι μετά τού Σάββα πρός
καταδίωξιν των, έχοντες μάλιστα καί τήν έφεσιν νά μεταβώσι διά τής Μολδαυϊκής Επαρχίας εις τό Ρωσσικόν Κράτος εν Βασσαραβία, ανεχώρησαν εκείθεν, καί οδεύσαντες
από βράχους, φάραγγας καί αποτόμους κορυφάς τών ορέων, έφθασαν επί τέλους μέ απεράντους κακουχίας καί δυσκολίας εις έν Μοναστήριον τής Μολδαυΐας, Σέκου
επονομαζόμενον, όπου προκαταλαβόν αυτούς εν οθωμανικό σώμα, εμπόδισε τήν περαιτέρω προόδευσίν των.
Οι περισσότεροι Έλληνες είχαν εγκαταλείψει τόν αγώνα, δραπετεύοντας κυρίως σέ ρωσικό έδαφος όπου έζησαν σάν πρόσφυγες σέ συνθήκες φτώχειας καί εξαθλίωσης.
Ανάμεσά τους ήταν ο Παναγιώτης Σέκερης πού έχασε όλη του τήν περιουσία, ενώ η οικογένειά του βρισκόταν στό έλεος τού σουλτάνου. Μερικές εκατοντάδες
επαναστάτες μέ αρχηγούς τούς Καρπενησιώτη, Δαιμονάκη από τά Σφακιά, Σφαέλλο, Απόστολο Σταύρακα, Μιγκλέρη, Ιωάννη Κοντογόνη, Δαγκλιόστρο από τήν Ζάκυνθο,
Γεώργιο Σοφιανό από τήν Κέα, Κ. Ροϊλό από τήν Στεμνίτσα, Αργ. Πατρινό, Κόντο, Σεβαστόπουλο, Ιντσέ, Λουκά Βαλσαμάκη καί Γεώργιο Παπά συνέχιζαν νά πολεμούν
καί αφού μετέλαβαν καί έφαγαν "τήν στερνή τους τροφή" έδωσαν τήν τελευταία μάχη στό χωριό Σκουλένι, όπου τούς επιτέθηκαν 6.000 Οθωμανοί υπό τήν
διοίκηση τού πασά τής Βραΐλας.
«Πρό τών εν τη τουρκική Αυτοκρατορία πολιτικών μεταρυθμίσεων, οι κατοικούντες εν αυτή λαοί καί υπαγόμενοι υπό τήν άμεσον εξουσίαν αυτής διηρούντο κυρίως
εις κατακτητάς καί υποδεδουλομένους, ήτοι Μουσουλμάνους καί Ραγιάδες...
«Ούτως απωλέσθη εν ολίγη ώρα μία τών γλυκυτέρων ελπίδων τής Ελλάδος, ο Ιερός Λόχος. Αλλ' αν ενικήθη, μόνος εγκαταλειφθείς καί τόσω ολιγάριθμος ών πρός
εθρόν πολυάριθμον, εβεβαίωσεν όμως υπό τήν οδηγίαν πατριώτου καί γενναιοψύχου αρχηγού, τού Νικολάου Υψηλάντου, τί δύναται τό υπέρ πατρίδος αίσθημα,
η στρατιωτική τάξις καί η πρός πάν ευγενές φιλοτιμία νέων καλής ανατροφής...
«Ανδρείοι Έλληνες! Όλοι μας, ευγενείς αδελφοί, υποκύψαμε σέ μια τρομερή μοίρα. Από τους ομοδόξους γείτονές μας εκείνοι πού μας υποσχέθηκαν βοήθεια, μας
εγκατέλειψαν, οι άλλοι μέ συκοφαντίες εχαρακτήρισαν σαν έγκλημα τους αιματηρούς αγώνας μας γιά τη θρησκεία μας καί τήν ύπαρξή μας.
«A young man was dragged down the street. His robes were torn and covered with mud, his turban and slippers cast off in the struggle and his feet and head left bare.
He was forced upon his knees by two Turks pressing on his shoulders, and in that position a third came behind him with his kinshal. With a single horizontal stroke he severed
his head from his neck; his body was thrown into the puddle in the middle of the street for passengers to trample on...»
Ο Υψηλάντης εμπρός στόν πανικό πού προκάλεσε αυτή η είδηση εγκατέλειψε τό στρατόπεδο καί κινήθηκε πρός τό Πιτέστι. Ο δέ Δούκας αργότερα ολοκλήρωσε τήν
προδοσία του, δραπετεύοντας πρός τήν Τρανσυλβανία πού βρισκόταν κάτω από τήν κυριαρχία τών Αυστριακών. Αλλά καί ο Σάββας Καμινάρης απροκάλυπτα
τάχθηκε μέ τό μέρος τών Τούρκων καί έλαβε μέρος στήν καταδίωξη τού Υψηλάντη. Κατά τήν καταδίωξη συνέλαβε αιχμαλώτους είκοσι Ελληνες τούς οποίους αποκεφάλισε
καί τά κεφάλια τους τά έστειλε στόν Κεχαγιάμπεη.
Ο Φαναριώτης αρχηγός δεχόταν τό ένα μετά τό άλλο τά προδοτικά κτυπήματα. Παρά ταύτα, συγκέντρωσε αξιόλογη δύναμη, κινήθηκε πρός τό Ρίμνικον καί εκεί
αποφάσισε νά δώσει τήν κρίσιμη μάχη σέ μία δασώδη περιοχή, στό Δραγατσάνι.
Αλλά πρίν εξασφαλισθώσι πάντες εις τάς προσδιορισθείσας θέσεις, κατά τήν ανωτέρω τροπολογίαν καί πρόν λάβωσι τό σύνθημα τής συμπλοκής, ο Καραβιάς κατακορεσθείς
από ικανήν ποσότητα οίνου καί η συλλαβούσα αυτόν φρικτή κραιπάλη θολώσασα τόν νούν, χωρίς νά περιμείνη τί περί πλέον, ίππευσεν εν ακαρεί μετά οκτακοσίων
εφίππων οπαδών του καί έδραμεν αυθαιρέτως εναντίον τής γενικής αποφάσεως καί θελήσεως τού Αρχιστρατήγου......»
Οι Οθωμανοί, όταν διαπίστωσαν ότι μόνο μία μικρή δύναμη τούς έκανε τελικώς επίθεση, όρμησαν εναντίον τού Καραβιά, διασκορπίζοντας τούς ιππείς του καί κατόπιν
στράφηκαν εναντίον τών νεαρών Ιερολοχιτών πού είχαν σπεύσει νά βοηθήσουν τόν ασυνείδητο Ιθακήσιο οπλαρχηγό. Οι περίφημοι Τούρκοι ιππείς, οι ντελήδες του
Καρά Φεΐζ είχαν εύκολο θήραμα τά αμούστακα παιδιά, τά οποία τά έβαλαν στή μέση καί τά κατέσφαξαν. Στίς 7 Ιουνίου 1821, στό Δραγατσάνι βρήκαν τό θάνατο εκατοντάδες
Ελληνες φοιτητές, οι οποίοι είχαν αφήσει τήν ασφάλεια τών ευρωπαϊκών πόλεων, γιά νά προστρέξουν νά πολεμήσουν γιά μία ανεξάρτητη Ελλάδα.
Μόνος ο Ολύμπιος έσπευσε νά σώσει τούς ιερολοχίτες καί μάλιστα έφτασε στό σημείο πού είχε πέσει ο σημαιοφόρος τού Ιερού Λόχου καί σήκωσε τήν σημαία.
Οι Τούρκοι βλέποντας τίς ενισχύσεις υποχώρησαν καί σώθηκαν έτσι εκατό ιερολοχίτες από τήν σίγουρη σφαγή. Τριανταεπτά αιχμάλωτοι τής μάχης τού Δραγατσανίου,
εστάλησαν στήν Κωνσταντινούπολη όπου εκεί αποκεφαλίστηκαν.
Έτσι τά έφερε η μοίρα καί ο Υψηλάντης δέν κατάφερε νά δώσει μία αποφασιστική μάχη εναντίον
τού εχθρού. Ο στρατός πανικόβλητος από τήν συντριβή διαλύθηκε καί οι περισσότεροι διέφυγαν σέ αυστριακό έδαφος. Αφού εξέδωσε μία προκήρυξη μέ τήν οποία
κατηγορούσε ως προδότες τούς ανάξιους συνεργάτες του Δούκα, Καραβιά, Μπαρλάν, Σάββα καί Γρηγόριον Σούτζον, αποχώρησε καί αυτός από τήν Μολδοβλαχία πρός
τά εδάφη τής Αυστρίας.
Ο Υψηλάντης, εν Βιέννη, πάσχων εξ όσων υπέστη εν τή δεινή του φυλακίσει, απέθανε τήν 20ην Ιουλίου 1828 περί τό τριακοστόν όγδοον έτος τής ηλικίας του...»
Ο πιό αγνός καί ηρωϊκός σύντροφος τού Αρχηγού τής Επανάστασης ήταν ο Γεωργάκης Ολύμπιος. Σύμφωνα μέ τόν Κόκκινο, η σκηνή τού αποχωρισμού τών δύο ανδρών
ήταν συγκινητική. Αγκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν μέ δάκρυα στά μάτια καί ορκίστηκαν νά συναντηθούν στήν πατρίδα, από όπου έφθανε η ηχώ τών νικηφόρων πυροβολισμών
τού Μωριά καί τής Ρούμελης. Ο Ολύμπιος καταγόταν από τή Φτέρη, ορεινό χωριό τής Πιερίας, καί από μικρό παιδί είχε γίνει κλέφτης στά σώματα τών Λαζαίων
καί πολεμούσε τόν Αλή μαζί μέ τό Νίκο Τσάρα, τούς Βλαχαβαίους καί τόν Καρατάσο. Από τόν Όλυμπο βρέθηκε νά πολεμάει στή Σερβία καί στό πλευρό του
Καραγεώργη, ενώ καί κατά τόν ρωσσοτουρκικό πόλεμο κατετάγη στόν ρωσσικό στρατό όπου παρασημοφορήθηκε
από τόν Αλέξανδρο Α', τσάρο πασών τών Ρωσσιών.
Μυήθηκε στήν Φιλική Εταιρεία καί αγωνίσθηκε νά πείσει τούς Σέρβους νά ενώσουν τίς δυνάμεις τους μέ τούς Γραικούς γιά νά κτυπήσουν τούς εχθρούς τής Χριστιανοσύνης.
Στίς μάχες τής Μολδαβίας καί τής Βλαχίας διακρίθηκε γιά τήν γενναιότητά του καί τή σωφροσύνη του. Τελικώς απέμεινε μόνος καί εγκαταλελειμμένος μαζί μέ τόν
Ιωάννη Φαρμάκη, νά κάνει επιδρομές σέ απομονωμένες τουρκικές φρουρές, μέ πιό αξιόλογη τή μάχη στό μοναστήρι τής Σλατίνας, στίς 13 Ιουλίου 1821.
Ο στόχος τών δύο αρχηγών ήταν νά περάσουν στή Βεσσαραβία τής Ρωσσίας καί από εκεί νά κατέβουν στήν Ελλάδα.
Oλόκληρος πλέον ο τουρκικός στρατός βρισκόταν στά ίχνη τους καί οι δύο επαναστάτες βρέθηκαν στά Καρπάθια όρη όπου αποφάσισαν νά οχυρωθούν στή Μονή
τού Σέκου:
Ωχυρομένοι δέ όντες οι ρηθέντες διά μερικάς ημέρας, καί πράττοντες διαφόρους ακροβολισμούς, εφόνευσαν ικανήν ποσότητα τών εχθρών, τελευταίον όμως διά προδοσίας
του κακόγηρου Ηγουμένου, κόψαντες έξωθεν τά υδραγωγεία του εν τω αυτώ Μοναστηρίω εισρρέοντος ύδατος, εστενοχώρησαν τούς εγκλείστους ένεκα τούτου εις
βαθμόν ώστε ο Φαρμάκης δειλιάσας ή τό αληθέστερον εξαπατηθείς από τάς ψευδείς υποσχέσεις καί πεπονηρευμένας τού αρχηγού Σαλήμπεη κολακείας, υπετάχθη μέ ολίγους
στρατιώτας του εις τήν διάθεσιν τούτου, ο οποίος απεστάλη εις Κωνσταντινούπολιν καί απεκεφαλίσθη.
Ο δέ Ολύμπιος επιμείνας εις τόν τού πατριωτισμού ένθερμον ζήλον, παρεδόθη μόνος ηρωϊκώς ένδον τού κωδωνοστασίου εις τάς φλόγας τής πυρίτιδος κόνεως,
εγχαράξας καί ο γεννάδας ούτος, μετά τοσούτων εντίμων αγώνων έως εσχάτως, τό όνομά του αθάνατον εις τήν γενικήν ιστορίαν, διά τήν ανεξαρτησίαν τής μητρός του
Ελλάδος.
Ο Κεχαγιάμπεης τούς δέ ευσημάντους εδιεύθυνε κατά καιρούς πρός τόν Πασά τής Συλιστρίας, ένθα άλλοι εφονεύοντο καί άλλοι απεστέλλοντο εις Κωνσταντινούπολιν,
τούς δέ ασημάντους ήρχισεν από τήν ημέραν τής μνήμης τών Αγίων Αποστόλων Πέτρου καί Παύλου νά προσφέρη θυσίας διά τής αγχόνης καί αποτομής καθ' όλας τάς
τριόδους, πλατείας καί ρύμας τής πόλεως Βουκουρεστίου καί ταύτην τήν στυγεράν αιματοχυσίαν καί τραγικήν σκηνήν, εξακολουθών σχεδόν καθεκάστην εν διαστήματι
δύο μηνών, νά παρασταίνη υπ' όψιν τού λαού καί μή συγχωρών ουδέ τά πτώματα αυτών
πρίν τριών ημερών νά ενταφιάζωνται, εκκένωσε τό δεσμωτήριόν του καί οι τού χριστιανισμού καί
τής ελευθερίας τής Ελλάδος μάρτυρες δέν είχον μείνει άλλοι,
ώστε νά κατακορέσωσιν ακόμη τήν αιμοβόρον δίψαν του.»
Στήν απέναντι όχθη τού Προύθου είχαν συγκεντρωθεί καί παρακολουθούσαν τήν μάχη Μολδαβοί καί Έλληνες πρόσφυγες οι οποίοι είχαν εγκαταλείψει τήν Μολδαβία
καί είχαν αναζητήσει καταφύγιο σέ πόλεις τής Βεσσαραβίας.Οι πρώτες επιθέσεις τού τουρκικού ιππικού αποκρούστηκαν μέ επιτυχία από τούς αμυνόμενους.
Η μάχη κράτησε σύμφωνα μέ τόν Ιάκωβο Ρίζο από τό πρωΐ μέχρι τό απόγευμα τής 17ης Ιουνίου 1821. Όταν οι Τούρκοι μετέφεραν κανόνια καί κατέστρεψαν τίς οχυρώσεις τών
Ελλήνων, η νίκη άρχισε νά γέρνει πρός τό μέρος τους. Ο Καρπενησιώτης, σύμφωνα μέ τόν Φιλήμωνα, αφού άδειασε τά όπλα του καί μέ τό ξίφος του σκότωσε
δύο Τούρκους, βρήκε τόν θάνατο προσπαθώντας νά διαβεί τόν ποταμό πρός τήν απέναντι ρωσική όχθη. Όλοι οι οπλαρχηγοί έπεσαν νεκροί. Η ειρωνεία είναι ότι αν
επιθυμούσαν, θά μπορούσαν νά αποφύγουν τήν μάχη καί νά διαβούν τόν Προύθο ποταμό περνώντας στά εδάφη τής Ρωσικής αυτοκρατορίας, όπως έκανε ο Καντακουζηνός.
Καί όμως παρέμειναν καί πέθαναν. Εκεί στό Σκουλένι.
Ο ποινικός κώδικας επί τών ραγιάδων ήτο η αυθαιρεσία τής εξουσίας, ιδίως δέ τών πασάδων καί τών τοπαρχών
(ντερεμπέϊδων, αγιάνιδων, μουσελίμων κτλ) τών
διαμερισμάτων. Ήρκει η ελάχιστη καταγγελία ή η πλεονεξία πρός δήμευσιν τής περιουσίας τού ραγιά, καί πάραυτα η μάχαιρα ή ο βρόχος τού δημίου έδιδε τέλος εις τήν
ζωήν αυτού, εις οποίαν δήποτε τάξιν καί περιωπήν ευρίσκετο ο δυστυχής ραγιάς, έστω καί αυτός ο μέγας διερμηνεύς τής Πύλης, η περιουσία αυτού εδημεύετο,
η δέ αθλία οικογένειά του ερρίπτετο εις τάς οδούς καί πολλάκις εξωρίζεται εις τά απώτερα μέρη τής Μικράς Ασίας.
Η περί τών εγκλημάτων ανάκρισις ενηργείτο εν μέν Κωνσταντινουπόλει υπό τού Μποσταντζίμπασι, τουτέστι διά τρομερών βασάνων, αλλαχού δέ, ωσαύτως υπό τών
οργάνων τών τοπαρχών, η δέ θανατική ποινή εν μέν Κωνσταντινουπόλει απεφασίζετο υπό τού μεγάλου βεζύρου, αλλαχού δέ, υπό τών πασάδων, αύτη δ' εξετελείτο
διά μαχαίρας, βρόχου, ανασκολοπίσεως, οβελισμού, εκδερμού καί πολλών άλλων βασάνων, τά δέ πτώματα τών θυμάτων μετά τριήμερον έκθεσιν ερρίπτοντο εις
θάλασσαν ή εξετίθεντο πρός βοράν τών ορνέων καί τών θηρίων.
Η πολιτική δικονομία ήτο η απόφασις τού Καδή, τού Μουλά, τών Καζασκέριδων καί επί τέλους τού Μεγάλου Βεζύρου, απάντων δικαζόντων καί αποφασιζόντων
κατά τάς εντολάς τού Κορανίου, ενώπιον δέ τών δικαστών τούτων μόνον η μαρτυρία τών Μουσουλμάνων ήτο δεκτή.
Τά περί φόρων καί αγγαρειών εισίν ανεκδιήγητα, διότι εκτός τής δεκάτης καί τής επικαρπίας φόρου, ήσαν καί τά λεγόμενα δοσίματα, ως οι έκτακτοι φόροι, τό χαράτζιον,
άτινα απεγύμνουν τόν ραγιάν. Ο δέ ραγιάς εκτός τούτων ηγγαρεύετο καί ειργάζετο δωρεάν εις τάς ιδιοκτησίας τών μουσουλμάνων.
Ο ραγιάς ώφειλε νά ενδύηται ταπεινώς, ο οίκος του νά είναι άκομψος καί μικρός, νά πορεύηται επί ημιόνου ή όνου, οσάκις δέ απαντά μουσουλμάνον, νά κατεβαίνη
από τού ζώου του, εν τη οικία του νά μή δύναται νά διασκεδάζη καί μάλιστα διά μουσικής, νά μή περιφέρηται τή νύκτα. νά μήν έχη ερωτικάς σχέσεις μετά Οθωμανίδος.
Τούτο ήτο θανάσιμον αμάρτημα εις τόν ραγιάν, συλλαμβανόμενον ή μηνυόμενον επί τούτω, έπρεπε κατά τόν Κοράνιον ούτος νά θανατωθή ή νά εναγκαλισθή τόν
μωαμεθανισμόν...
Η τουρκική δυναστεία ουδόλως ενεπιστεύετο τόν ραγιάν καί πάντοτε εκάλει αυτόν άπιστον, λέγουσα "ουδέποτε πίστιν εις τόν άπιστον καί ουδέποτε εξουσίαν εις αυτόν"
(κιαουρά φουσάτ βέρμε ντησιζντίρ). Τά αξιώματα ταύτα διατηρεί ακριβώς μέχρι τής σήμερον η τουρκική κυβέρνησις, ουδένα αξιωματικόν ραγιάν εχει εις τόν στρατόν της,
ουδένα διοικητή επαρχίας...»
Χρήστος Βυζάντιος, Τακτικός Στρατός 1821 - 1833, εν Αθήναις 1874
«- Πίσκοπε, 'γιω τήν γνώμην μου ποτέ εν τήν αλλάσσω, τζι' όσα τζι' αν πης μεν θαρευτής πως εν νά (είναι να) σου πιστέψω.
Εχω στον νουν μου, πίσκοπε, νά σφάξω, νά κρεμμάσω, τζι' αν ημπορώ πού τους Ρωμιούς τήν Τζιύπρον νά παστρέψω,
τζι' ακόμα αν ημπόρεια τόν κόσμον νά γυρίσω, έθεν νά σφάξω τους Ρωμιούς, ψυσιήν (ψυχή) νά μεν αφήσω.
- Η Ρωμιοσύνη εν (είναι) φυλή συνότζιαιρη (συνόκαιρη) τού κόσμου, κανένας δέν εβρέθηκεν γιά νά τήν ι ξηλείψη,
κανένας, γιατί σιέπει τήν (την σκέπει) πού τάψη (από τά ύψη) ο Θεός μου. Η Ρωμιοσύνη εν νά (είναι να) χαθή, όντας ο κόσμος λείψη!
Σφάξε μας ούλους τζι' ας γενή τό γαίμαν μας αυλάτζιν, κάμε τόν κόσμον ματζιελλειόν τζιαι τους Ρωμιούς τραούλλια,
αμμά ξέρε (αλλά γνώριζε) πως ίλαντρον όντας κοπή καβάτζιν (καβάκι) τριγύρου του πετάσσουνται τρακόσια παραπούλια.»
Απάντησις τού εθνομάρτυρος αρχιεπισκόπου Κύπρου, Κυπριανού (1756 - 1821), πρός τόν Τούρκο Κιουτσούκ Μεχμέτ πού απειλούσε νά κάψη όλους τούς Ρωμηούς
Ως τοιούτος ο νέος τών απογόνων Ιερός Λόχος ανταπεκρίθη πρός τήν τιμήν τού αρχαίου τών προγόνων καί ως εκείνος εν τή παλαιά, ούτω καί αυτός εν τή νεωτέρα
ιστορία τής Ελλάδος απεθανατίσθη, γενόμενος εν μικρογραφία η πιστή αντιγραφή τού πρωτοτύπου...»
Φιλήμων, Δοκίμιον
Ψηλά τό κεφάλι, αδέλφια! Δείξτε πώς είστε αντάξιοι τών προγόνων σας. Εσώσαμε εν τούτοις τήν τιμή μας. Η Ευρώπη εγνώρισε τους γιούς τής Ελλάδας!
Η βοήθεια πού υποσχέθηκε η Ρωσία έρχεται πολύ αργά γιά μας. Οι Μοσχοβίτες Μεγιστάνες θέλουν πρώτα νά ξέρουν ότι έπεσε νεκρό τό άνθος τής Ελλάδας,
προτού νά έρθει η βοήθειά τους, γιά νά έχουν νά κατακτήσουν μόνον αμόρφωτες μάζες καί μετά τήν εξόντωση τών μορφωμένων νά μην παραλάβουν κανένα
πνευματικό παλμό, πού τόν φοβούνται στήν αναγέννησή μας σα μελλοντικό επαναστατικό υλικό.
Εμπρός αδέρφια! Ας πεθάνωμε κοιτάζοντας άφοβα τό θάνατο στα μάτια. Ζήτω η θρησκεία καί η ελευθερία τής Ελλάδας! Θάνατος στούς βαρβάρους!.»
Γεωργάκης Ολύμπιος, Πηγή: Γ. Λάιος, Ανέκδοτες επιστολές καί έγγραφα τού 1821, Αθήνα 1958
Μαρτυρία τού Άγγλου κληρικού R. Walsh, γιά τόν αποκεφαλισμό τού Μακεδόνα Γιάννη Φαρμάκη
Ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε' βρέθηκε σέ δεινή θέση αφότου έφθασε στήν Κωνσταντινούπολη η είδηση γιά τήν κήρυξη τής επανάστασης στήν Μολδαβία καί τή Βλαχία.
Είχαν ήδη διαφανεί οι προθέσεις τού σουλτάνου Μαχμούτ Β' κατά τών χριστιανών υπηκόων του, αλλά ο Οικουμενικός Πατριάρχης ήταν αποφασισμένος νά μείνει
στή θέση του καί νά προστατεύση όσο μπορούσε καλύτερα τό ποίμνίο του. Θά μπορούσε κάλλιστα νά δεχτεί τήν πρόταση τού Αχαιού μητροπολίτη Δέρκων Γρηγορίου,
νά αναχωρήσουν καί οι δύο γιά τήν Πελοπόννησο καί από εκεί νά ηγηθούν τής επαναστάσεως. Θά έσωζαν έτσι καί τή ζωή τους καί δέν θά δέχονταν τίς επίκρίσεις πού
δέχονται ακόμα καί σήμερα, ότι τάχα ήταν μέ τό μέρος τού τυράννου καί ενάντιοι στήν επανάσταση τών Ρωμιών. Αλλά η φυγή τους θά σημάδευε τήν
έκδοση φετβά από τόν Σεϊχουλισλάμη γιά τή γενική σφαγή όλων τών απίστων (γκιαούρηδων) από τούς πιστούς οπαδούς τού Κορανίου καί τού Αλάχ.
«Καί Εγώ ως κεφαλή τού Έθνους καί υμείς η Σύνοδος οφείλομεν νά αποθάνωμε διά τήν κοινή σωτηρίαν, ο θάνατος ημών θά δώση δικαίωμα
εις τήν Χριστιανοσύνην νά υπερασπίση τό Έθνος εναντίον τού τυράννου, αλλ' άν υπάγωμεν ημείς νά θαρύννωμεν τήν επανάστασιν, τότε θά δικαιώσωμεν
τόν Σουλτάνον αποφασίσαντα νά εξολοθρεύση όλον τό Έθνος...»
Έτσι ο Πατριάρχης μέ τήν Ιερά Σύνοδο εξέδωσε συνοδικό μέ τό οποίο αφόριζε τούς πρωτεργάτες τής επανάστασης, καταδίκαζε τίς ενέργειες τών επαναστατών καί τούς
προέτρεπε νά μείνουν πιστοί στήν κραταιά βασιλεία τού σουλτάνου. Ο Μαχμούτ βεβαίως, είχε καλέσει στήν πρωτεύουσά του μουσουλμανικά στίφη από τίς επαρχίες,
οργανωμένα από τούς ουλεμάδες καί άλλους φανατικούς δερβίσηδες καί κάλεσε τόν Χατζή Χαλήλ εφένδη νά εκδώσει φετβά γιά γενική σφαγή τών χριστιανών.
Ο Σεϊχουλισλάμης όμως επηρεασμένος από τίς εκκλήσεις τού Πατριάρχη καί μέ αποδεικτικό στοιχείο τόν αφορισμό τών επαναστατών, αρνήθηκε νά εκδώσει διαταγή
γενικής σφαγής όλων τών μή μουσουλμάνων. Έτσι αναβλήθηκε η διαταγή εξόντωσης όλων τών Ρωμιών τής Πόλης, από τόν γενναίο Χαλίλ, ο οποίος πλήρωσε μέ τήν
ζωή του τήν απόφασή του αυτή.
«Ο Φαρμάκης ομολογεί μετέπειτα ότι ηθέλησεν νά κατηχήση εις τήν εταιρίαν τόν εξόριστο τότε εις τό Όρος τού Αθωνος Γρηγόριον Πατριάρχην,
ότι ο σεβάσμιος ούτος γέρων έδειξε ευθύς ζωηρότατον ενθουσιασμόν υπέρ τού πνεύματος τής εταιρίας. Δέν ηθέλησεν όμως καί νά ορκομωτήση καί παρετήρησεν
ότι αν ανακαλυφθή ποτέ εις τά βιβλία τής εταιρίας τό όνομά του, θέλει διακινδυνεύσει ολόκληρον τό έθνος, τού οποίου προείχε πάντοτε από τήν τύραννον εξουσίαν...»
Στίς 24 Μαρτίου 1821, τό θηρίο άρχισε νά εκτελεί τούς Φαναριώτες. Πρώτοι καρατομήθηκαν στήν Κωνσταντινούπολη οι: Νικόλαος Σκαναβής, Μιχαήλ Μάνος,
Γεώργιος Μαυροκορδάτος, Μιχαήλ Χαντζερής, Στεφανάκης Μαυρογένης, Αλέξανδρος Ράλλης, Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος,
Αλέξανδρος Φωτεινός καί ο μέγας Λογοθέτης Θεόδωρος Ρίζος.
Απαγχονίσθηκαν ο Μητροπολίτης Εφέσου Διονύσιος Καλλιάρχης, ο Σκαρλάτος Καλλιμάχης, ο Τσορμπατσόγλου, ο Γεώργιος Νέγρης.
Τό παράδειγμα τού σουλτάνου τό ακολούθησαν οι γενίτσαροι καί άλλα στίφη μουσουλμάνων σφάζοντας καί βασανίζοντας χριστιανούς σέ πολλές πόλεις καί χωριά.
«Αρχάς Απριλίου 1821, ενώ ο ιμάμης φωνάζει εις τόν μιναρέν κατά τών απίστων, απειλούντων τήν θρησκείαν τού Μωάμεθ καί τόν θρόνον,
οι Τούρκοι σφάζουσι τούς χριστιανούς όσους απαντώσωσιν εις τάς αγυιάς, εις τάς ρύμας τής Κωνσταντινουπόλεως. Βιάζουσι δέ τό άσυλον τών οικιών, συντρίβουσι τάς θύρας,
εισβάλλουσιν ως τίγρεις καί φονεύουσιν όσους εύρωσιν εις αυτάς καί πανταχού δέν ακούονται ειμή άγριαι καί τρομακτικαί κραυγαί τών δημίων, οιμωγαί καί ολολυγαί
των θυμάτων καί θρήνοι καί κοπετοί γυναικών καί παιδίων, όσων τυχόν φείδωνται τής ζωής.
Όταν ο σουλτάνος, έμαθε γιά τήν επανάσταση τού Μοριά καί τής Ρούμελης εξαγριώθηκε ακόμα περισσότερο.
Ήταν απολύτως βέβαιος ότι η Ρωσία βρισκόταν πίσω από τούς γκιαούρηδες.
Θεωρούσε αδύνατον οι ραγιάδες νά τολμήσουν νά επαναστατήσουν από μόνοι τους χωρίς υποκίνηση από μία μεγάλη δύναμη.
Συνέπεια τής εκτιμήσεως αυτής ήταν νά εξακολουθήσουν νά θεωρούνται ως κύρια μέτωπα αφ' ενός η Μολδοβλαχία, πού ήταν προωθημένη
θέση γιά τή συγκράτηση τών
Ρώσων, καί αφ' ετέρου η ίδια η Κωνσταντινούπολις. Έπρεπε επομένως νά συνεχιστή η αποστολή στρατευμάτων πρός τόν Δούναβη καί η συγκέντρωση μεγάλων δυνάμεων
στρατού καί στόλου στήν πρωτεύουσα, προς μεγάλη ωφέλεια τής επαναστάσεως στήν Ελλάδα, πού η αντιμετώπισή της, κατά τούς πρώτους μήνες, αφέθηκε βασικά στίς
επιτόπιες τουρκικές φρουρές.
«Συγχρόνως δέ εκρεμάσθησαν εις διάφορα μέρη τής Κωνσταντινουπόλεως καί τού Γαλατά, ο Εφέσου Διονύσιος, ο Νικομηδείας Αθανάσιος,
ο Αγχιάλου Ευγένιος, ο Δέρκων Γρηγόριος, ο Θεσσαλονίκης Ιωσήφ καί ο Αδριανουπόλεως Δωρόθεος Πρώϊος. Τά δέ σώματα τού τε Πατριάρχου καί τών λοιπών
εσύρθησαν ατίμως υπό Εβραίων καί ερρίφθησαν εις τήν θάλασσαν. Τό σώμα όμως τού Πατριάρχου Γρηγορίου ευρέθη τήν τρίτην ημέραν υπό τού Κεφαλλήνου
πλοιάρχου Γ. Σκλάβου, υφ' ού καί μετηνέχθη εις Οδησσόν, ένθα διαταγή τού αυτοκράτορος, ετελέσθη μεγαλοπρεπής κηδεία.
«When the news reached the Sultan of the insurrectionary movements, he resolved upon a mode of revenge, which showed that he merited the title of butcher, bestowed upon
him by the Greeks. Let us pass over the murder of the young, learned and accomplished Demetre Morousi (Δημήτριος Μουρούζης) his grand interpreter; for this, there was the
shadow of an excuse.
«Ο Πατριάρχης, βιαζόμενος υπό τής Πόρτας, σας στέλλει αφοριστικά καί Εξάρχους, παρακινώντας σας νά ενωθήτε μέ τήν Πόρταν.
Εσείς όμως νά τά θεωρήτε αυτά ως άκυρα, καθότι γίνονται μέ βίαν καί δυναστείαν καί άνευ τής θελήσεως τού Πατριάρχου.»
«Με προτρέπετε εις φυγήν, μάχαιρα θά διέλθη τάς ρύμας τής Κωνσταντινουπόλεως καί λοιπών πόλεων τών Χριστιανικών επαρχιών. Υμείς επιθυμείτε, όπως εγώ
μετημφιεσμένος καταφύγω εις πλοίον ή κλεισθώ εν οικί οιουδήποτε ευεργετικού ημών πρεσβευτού, ν' ακούω δ' εκείθεν πως οι δήμιοι κατακρεουργούσι τόν χηρεύσαντα
λαόν ουχί. Εγώ δια τούτο είμαι Πατριάρχης, όπως σώσω τό έθνος μου, ουχί δε όπως απολέσω τούτο δια τής χειρός τών γενιτσάρων. Ο θάνατός μου ίσως επιφέρει
μεγαλυτέραν ωφέλειαν παρά η ζωή μου. Οι ξένοι Χριστιανοί ηγεμόνες δέν θά θεωρήσωσιν αδιαφόρως
πώς η πίστις αυτών εξυβρίσθη εν τώ προσώπω μου.
Οι Έλληνες, οι άνδρες τής μάχης, θά μάχωνται μετά μεγαλυτέρας μανίας, όπερ συχνάκις
δωρείται τήν νίκην εις τούτο είμαι πεπεισμένος. Βλέπετε μεθ' υπομονής εις
ό,τι καί αν μου συμβεί.»
«Προϊόντος δέ τού Μαρτίου, επέστη καί η κλητή ημέρα τής 25 αυτού, καί τό κήρυγμα τής επαναστάσεως διεσαλπίσθη καί εκ
Πελοποννήσου καί μέχρι τέλους τού
μηνός αυτού ηκούσθη πανταχού ως είρηται. Τότε δή καί τό τουρκικό ξίφος υψωθέν
κατεφέρεο μανιωδώς πανταχού τού κράτους κατά τών ελληνιζόντων Χριστιανών,
καί όσω η επανάστασις ελάμβανε διαστάσεις μείζονας, τόσω μείζων καί τήν Υψηλήν Πύλην κατελάμβανε μανία πρός σφαγάς.»
Οι δέ πρέσβεις τών Χριστιανικών Δυνάμεων δέν εμποδίζουσι τήν μιαιφόρον χείρα τού Σουλτάνου τού νά χύνη αίματα απόπλων, αδυνάμων γερόντων, γυναικών, νηπίων
καί μόνος ο Στρώγανωφ τόν λέγει νά διαστείλη τούς αθώους από τούς ενόχους καί νά μή φονεύη τούς ομοθρήσκους τού Αυτοκράτορος...
Ο δ' αιματοχαρής Μαχμούδ παραθαρρύνει ή μάλλον ειπείν προστάζει τόν αχαλίνωτον, τόν άγριον όχλον τών Τούρκων νά τόν μιμηθή δολοφονών καί πράττων όλα καί τά
πλέον φρικώδη κακουργήματα, δι ών αρπαζόμενοι από τάς οικίας των όσοι τών τέ κληρικών καί τών σημαντικών Ελλήνων δέν ημπόρεσαν νά φύγωσιν, άλλοι μέν
αποκεφαλίζονται, άλλοι δ' απαγχονίζονται ή πνίγονται διά βρόχου καί ρίπτονται εις τήν θάλασσαν καί άλλοι καταποντίζονται ζώντες εις τό Μεγαρεύμα καί άλλοι
ρίπτονται εις τάς σκοτεινάς καί καθύγρους φυλακάς ένθα εκπνέουσιν ανηλεώς βασανιζόμενοι καί άλλοι εξορίζονται εις τά ενδότερα τής Ασίας...»
Εξαπέλυσε καί άλλα κύματα τρομοκρατίας καί σφαγών σέ περιοχές τής Οθωμανικής επικράτειας γιά νά επιβεβαιώσει
τό προσωνύμιο "χασάπης" πού τού είχαν αποδώσει οι Ρωμιοί υπήκοοί του. Τήν 1η Απριλίου 1821
οργανώθηκε διαδήλωση στήν Κωνσταντινούπολη μέ
επικεφαλείς φανατικούς "σοφτάδες", τρόφιμους σπουδαστές τών ιερατικών σχολείων. Οι διαδηλωτές, αφού διέτρεξαν επί ώρες τους δρόμους τής πρωτεύουσας μέ
κραυγές καί απειλές εναντίον τών απίστων, καταπάτησαν τήν έξω από τό τείχος ελληνική εκκλησία τής Ζωοδόχου Πηγής, τήν λεηλάτησαν καί τήν έκαψαν.
Ο κύριος σκοπός τών οργανωτών τής διαδηλώσεως ήταν νά προκληθεί σύγκρουση μέ Έλληνες "επαναστάτες" καί έτσι νά υπάρξει πρόσχημα γιά τη γενική σφαγή τών
απίστων, χωρίς η πραγματοποίησή της νά παραβαίνει τόν τουρκικό νόμο καί δίχως νά παρέχει επιχειρήματα γιά επέμβαση τής Ρωσίας, πού οι συνθήκες τής παρείχαν
δικαίωμα προστασίας τών Χριστιανών τής οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Έλληνες επαναστάτες όμως δέν εμφανίσθηκαν στούς δρόμους, όπως φαντάσθηκαν οι Τούρκοι. Οι Έλληνες κλείσθηκαν στα σπίτια τους. Δεν δόθηκε έτσι πρόσχημα
για τη γενική σφαγή.
Ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε' έσπευσε στό σπίτι τού Μεγάλου Διερμηνέως Κωνσταντίνου Μουρούζη και τόν προέτρεψε νά φύγει, ώστε νά σωθεί,
λέγοντάς του, σύμφωνα μέ τήν αφήγηση τού Φιλήμονος: «Αφετέ
με νά πληρώσω εγώ τήν εκδίκησιν τού τυράννου. Είμαι γέρων, καταβαίνων
τον τάφον. Το σχήμα μου, η λειτουργία μου, μέ καλούσιν εις θυσίαν υπέρ τού ποιμνίου. Σωθείτε όμως υμείς, διότι έχετε καί ηλικίαν καί ικανότητα καί θέσιν κοινωνικήν, νά
υπηρετήσετε τήν πατρίδα».
Ο Κωνσταντίνος Μουρούζης όμως παρέμεινε καί αυτός στή θέση του, γιά νά μήν προκαλέσει περισσότερο τήν οργή τού τυράννου.
Την Μεγάλη Δευτέρα, 4 Απριλίου 1821 θά έβρισκε τόν θάνατο αλλά θά προλάβαινε ο τέως δραγουμάνος νά φωνάξει στόν τύραννο πού παρακολουθούσε τόν αποκεφαλισμό:
«Αιμοβόρε σουλτάνε! σουλτάνε άδικε! σουλτάνε άθλιε! η τελευταία ώρα τής βασιλείας σου εσήμανε αι ωμότητές σου τιμωρηθήσονται ο
Θεός εκδικήσοι σοι τό ελληνικόν έθνος».
Εν τω μεταξύ, η Πύλη διέταξε τόν Πατριάρχη νά στείλει απογραφή τών ελληνικών οικογενειών πού έμεναν στό Φανάρι μέ τά ονόματα τών ανδρών, τις πατρίδες καί τά
επαγγέλματά τους. Ήθελε νά έχει κατάλογο τών πλουσίων Ελλήνων καί τών μετοίκων Πελοποννησίων, Στερεοελλαδιτών καί Αιγαιοπελαγιτών, ώστε νά επιλέγει
εύκολα τά θύματα, ανάλογα μέ τίς εκάστοτε αποφάσεις της. Επειδή δέν υπήρχε τέτοια απογραφή, ανέλαβαν νά τήν πραγματοποιήσουν δύο Τουρκοκρήτες, πού γνώριζαν
ελληνικά. Συγχρόνως εκδόθηκε διάταγμα, πού απαγόρευε μέ ποινή θανάτου τήν αναχώρηση τών ραγιάδων υπό οποιαδήποτε σημαία.
Ζητήθηκε σχετική συγκατάθεση τών πρέσβεων τών ευρωπαϊκών δυνάμεων καί δόθηκε. Απέκτησαν έτσι οι τουρκικές αρχές τό δικαίωμα νά ενεργούν έρευνα στα πλοία τών
Δυνάμεων αυτών. Έστειλαν μάλιστα οι πρέσβεις διαταγές στούς προξένους των σέ όλη τήν οθωμανική επικράτεια, νά μήν παρέχουν στούς Έλληνες άσυλο ή υπεράσπιση,
ούτε νά επιτρέπουν στούς πλοιάρχους νά δέχονται φυγάδες. Μόνο o πρέσβυς τής Ρωσίας Στρόγανωφ δέν αποδέχτηκε τό απάνθρωπο αυτό διάταγμα τής Πύλης.
Στίς 10 τό πρωί τής Κυριακής τού Πάσχα τής 10ης Απριλίου 1821, έφτασε στό Πατριαρχείο ο νέος μέγας διερμηνέας Σταυράκης Αριστάρχης καί κατευθύνθηκε στή μεγάλη αίθουσα,
τό Μεγάλον Συνοδικόν. Ανέβηκε τότε εκεί καί ο πατριάρχης, καί συνδιαλεγόταν μαζί του, ενώ εκείνος έκρυβε τόν λόγο τής αποστολής του καί τήν ταραχή του όσο
μπορούσε. Ξαφνικά ακούσθηκε θόρυβος από άλογα στήν αυλή καί παρουσιάστηκαν στήν αίθουσα,
«μορφήν φέροντες τεράτων! αγριωπών», όπως γράφει ο Φιλήμων,
«ο γενιτσάραγας, ο μποσταντσίμπασης, ο τσαουσλάρ εμινή, ο κεσεδάρης τού υπουργού τώv εξωτερικών καί άλλοι πολλοί μέχρι πεντήκοντα».
Ο μέγας διερμηνέας σηκώθηκε όρθιος καί διάβασε διάταγμα παύσεως τού πατριάρχη καί εξορίας του.
Οι Τούρκοι οδήγησαν τόν Γρηγόριο στήν αποβάθρα τού Φαναρίου όπου τόν επιβίβασαν σέ ακάτιο μαζί μέ τόν ανεψιό του Δημήτριο καί τόν ιεροδιάκονο Αγάπιο,
που τόν συνόδευαν. Αντί νά κατευθυνθούν πρός τό Καδίκιοϊ (Χαλκηδόνα), τόν τόπο τής εξορίας του, σύμφωνα μέ τό διάταγμα, στράφηκαν πρός τό γιαλί - κιοσκιού, καί
τόν έκλεισαν στήν τρομερή φυλακή τού μποσταντσίμπαση.
Στό Πατριαρχείο συγκεντρώθηκαν γιά τήν εκλογή νέου πατριάρχη, οι αρχιερείς, οι ηγεμόνες Αλέξανδρος Καλλιμάχης καί Σκαρλάτος Καλλιμάχης,
ο μέγας διερμηνέας Σταυράκης Αριστάρχης, ο μέγας λογοθέτης τής Εκκλησίας Στέφανος Μαυρογένης, οι πρόκριτοι καί οι προϊστάμενοι τών Συντεχνιών.
Η εκλογή όμως καθυστερούσε. Οι καταλληλότεροι γιά τόν πατριαρχικό θρόνο αρχιερείς παρακαλούσαν νά μήν εκλεγούν. Έφθασε τότε νέα, αυστηρή διαταγή τής
Πύλης, νά γίνη αμέσως η εκλογή. Τελικά δέχθηκε ο Πισιδίας Ευγένιος, Φιλιππουπολίτης. Εφοδιάσθηκε αμέσως μέ τή συστατική αναφορά καί πήγε στήν Πύλη σύμφωνα
με τά καθιερωμένα. Όταν γύρισε, έγινε δεκτός μέ τίς συνηθισμένες τυπικές τιμές καί επακολούθησε η δοξολογία μέσα σέ ατμόσφαιρα κατήφειας, θλίψεως καί αγωνίας.
Μετά τήν αναχώρηση από τήν Πύλη τού νέου Πατριάρχη οι Τούρκοι βγάλανε από τη φυλακή τόν Γρηγόριο, τόν
επιβίβασαν πάλι σέ ακάτιο μέ συνεπιβάτη τόν
κοτσίμπαση (αρχιβασανιστή) καί απομάκρυναν τούς δικούς του συνοδούς.
Το ακάτιο, κυκλωμένο από άλλα, μέ 4 ως 5 στρατιώτες, κατευθύνθηκε πίσω στήν αποβάθρα τού
Φαναρίου, όπου καί αποβίβασαν τόν πατριάρχη μέ τά χέρια του δεμένα πίσω. Εκεί άγριο πλήθος Τούρκων ενόπλων καί στρατιωτών είχε συγκεντρωθεί καί περίμενε,
γαυριώντας, νά παρακολουθήσει τή θανάτωση τού αρχηγού τών Ελλήνων.
Ο Γρηγόριος προχώρησε λίγα βήματα, γονάτισε καί έσκυψε τό κεφάλι, περιμένοντας τό μαχαίρι τού δημίου. Αλλά ο κοτσίμπασης
τού έδωσε λάκτισμα καί τού
είπε αγρία "καλκ γιου ρου" (σήκω καί προχώρα) καί, όπως ο πατριάρχης από τό γήρας καί τήν εξάντληση δέν μπορούσε νά σηκωθεί, τόν βοήθησε o ίδιος.
Δυό στρατιώτες τόν υποβάσταζαν γιά νά συνεχίσει τήν πορεία στόν ανηφορικό δρόμο πρός τό Πατριαρχείο. Τελικά τόν κρέμασαν στή μεσαία από τίς τρείς εξωτερικές θύρες
τού Πατριαρχείου.
Η οικογένεια τών φιλότουρκων Καλλιμαχών εξωρίσθη εις τήν Ασίαν, όπου μετά τινας μήνας, ο μέν ηγεμών Σκαρλάτος Καλλιμάχης επνίγη υπό Τούρκου δημίου,
ο δέ αδελφός αυτού Ιωάννης απεκεφαλίσθη εις Προύσαν.
Αι ημέραι εκείναι ήσαν ημέραι φρίκης καί τρόμου διά τούς εν Κωνσταντινουπόλει Χριστιανούς. Αι οικίαι καί οι γυναικονίται επατούντο, οι αιμοχαρείς Ασιανοί Τούρκοι
σείοντες γυμνάς τάς ρομφαίας καί φρυάττοντες, περιέτρεχον τάς οδούς θύοντες καί απολύοντες όσους τού κοινού λαού απήντων, άλλους έσφαζον επί τών οδών, άλλους
εκρέμων, άλλους παρέδιδον εις τά βασανιστήρια, εκκλησίας εμίαινον καί εγύμνωνον, περιουσίας εδήμευον, γυναίκας καί κοράσια ήρπαζον...
Ιδού οι Οθωμανοί, τούς οποίους η Ευρώπη ελπίζει νά εκπολιτίση!»
But in order to outrage, in the highest possible degree, the feelings of every Greek, it was resolved to strike a blow which should excite their indignation and horror;
not only by the enormity of the crime, but by the sanctity and rank of the victim. The head of the Greek church, the Grand Patriarch, resident at Constantinople, was then Gregory...
Οn Easter Sunday, after the performance of church ceremonies, he was seized as he came out at the door, by the Sultan' s emissaries; dragged off to his palace and hung up over the
gate like a dog; and his body left for two days, to be scoffed at, and spit on by every good Moussulman and then dragged by the heels to the sea shore and thrown into the water.
This brutal act, accompanied by every aggravating circumstance that could render it worthy of the imperial butcher, by whom it was perpetrated, was the signal for the
commencement of outrages upon the Christians;
Then began those massacres of men, women, and children, with the sickening details of which the European journals teemed for months. Then the streets of Constantinople
ran down with Christian blood; then murder and rapine had full sway in tile lair of the Sultan. Churches were broken into and pillaged, the ornaments torn down, and the pictures of the
saints defiled in every way; nine bishops, besides hundreds of priests were hung; and many thousands of the common people butchered in cold blood, and without possibility of defence.
The bloody signal given at Constantinople, was heard through Asia Minor, where the Turkish population greatly outnumbers the Greek; and they began an indiscriminate
slaughter of all whom they could find. The smoke of hundreds of peacefull villages, and the blood of tens of thousands of Greeks, were made to atone for the fault of their
countrymen in a distant put of the empire, who had dared to revolt. If there was a Greek who till now had hesitated, desperation decided him; the die was far ever cast; and Greek
and Turk had become open and irreconcilable enemies...»
Χάου 1828
Αλέξανδρος Υψηλάντης σέ επιστολή του στον Κολοκοτρώνη, γιά τόν αφορισμό
Πατριάρχης Γρηγόριος Ε'
Μιχαήλ Οικονόμου - Ιστορικά περί τής Ελληνικής Παλιγγενεσίας, Εν Αθήναις 1873
«Όλοι κλαύστε αποθαμμένος
Ο αρχηγός τής Εκκλησιάς
Κλαύστε, κλαύστε κρεμασμένος
Ωσάν νά 'τανε φονιάς.
Έχει ολάνοικτο τό στόμα
Π' ώραις πρώτα είχε γευθή
Τ' Άγιον Αίμα, τ' Άγιον Σώμα
Λές πώς θέ νά ξαναβγή.»
Ύμνος εις τήν Ελευθερίαν, Διονύσιος Σολωμός
Ο Γρηγόριος Δικαίος γεννήθηκε στήν Πολιανή τής Μεσσηνίας στά 1788. Γιός τού Δημητρίου καί τής Κωνσταντίνας τό γένος Ανδροναίων, ήταν ο πιό
ατίθασος, ασυμβίβαστος, ανυπάκουος καί αλόγιστος από τά 27 αδέλφια του. Τά πρώτα του γράμματα τά έμαθε από έναν καλόγερο καί στή συνέχεια φοίτησε στή
σχολή τής Δημητσάνας. Χειροτονήθηκε καλόγερος τό 1816 στό μοναστήρι τής Παναγίτσας τής Βελανιδιάς, κοντά στήν Καλαμάτα.
Όταν ήρθε σέ φιλονικία μέ τόν Επίσκοπο Μονεμβασίας, κατέφυγε στό μοναστήρι τής Ρεκίτσας, στά σύνορα Μυστρά καί Λεονταρίου. Κοντά στή μονή υπήρχαν τά
κτήματα ενός Τούρκου τσιφλικά τού Χουσεΐν - αγά, ο οποίος μετέφερε διαρκώς τά όριά του μέσα στά κτήματα τής Μονής τής Ρεκίτσας. Ο Παπαφλέσας,
μέ ένα τέχνασμα, θάβοντας κάρβουνα μέσα στά κτήματα του Τούρκου αγά, εξαπάτησε τούς Τούρκους κατήδες πού ήρθαν νά λύσουν τίς εδαφικές διαφορές καί
αυτοί έδωσαν δίκαιο στούς μοναχούς. Ο αγάς λύσσαξε καί κυνήγησε τόν Παπαφλέσσα μέ σκοπό νά τόν σκοτώσει, αναγκάζοντάς τον νά διαφύγει στήν Ζάκυνθο καί
από εκεί στήν Κωνσταντινούπολη.
«Βρέ κερατάδες τούρκοι νά πάτε πίσω εις τόν αφέντη σας τόν κερατά, νά τού ειπήτε, ότι εγώ φεύγω διά τήν Πόλιν καί δέν θά γυρίσω πίσω απλούς καλόγηρος, ή δεσπότης θά έλθω ή πασάς.»
Βίος τού Παπά Φλέσα, υπό Φωτάκου, Εν Αθήναις 1868
Στήν Κωνσταντινούπολη γνώρισε τόν Μητροπολίτη Δέρκων Γρηγόριο, καταγόμενο από τά Ζουμπάτα Πατρών καί τόν Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο από
τήν Ανδρίτσαινα, ο οποίος τόν μύησε στήν Φιλική Εταιρεία. Αργότερα, ο Παπαφλέσας απείλησε τόν Αναγνωστόπουλο μέ μαχαίρι γιά νά τού αποκαλύψη τήν
Ανώτατη Αρχή, όπως καί έγινε. Ο Αναγνωστόπουλος τού είπε ότι δέν υπάρχει καμμία μεγάλη δύναμις πίσω από τήν Εταιρεία καί ότι μόνοι τους οι Ρωμιοί, χωρίς ξένη
βοήθεια πρέπει νά προσπαθήσουν γιά τήν ελευθερία τού Γένους. Ακούραστος ο "Μπουρλοτιέρης τών ψυχών" διέτρεξε τίς Ηγεμονίες, συνάντησε τόν
Υψηλάντη στό Ισμαήλιον Βεσσαραβίας, ενθουσιάστηκε, πίστεψε στόν Αγώνα καί γύριζε από σπίτι σέ σπίτι, από πόλη σέ πόλη, κατηχώντας νέα μέλη καί
ξεσηκώνοντας τούς ραγιάδες εναντίον τού προαιώνιου εχθρού τού Γένους.
Ο Υψηλάντης τού ανέθεσε νά κηρύξει τήν επανάσταση στό Μοριά καί τού έδωσε 90.000 γρόσια γιά τά έξοδα τού Αγώνα. Ο Πατριάρχης Γρηγόριος τόν εφοδίασε μέ
χαρτιά πού τόν παρουσίαζαν σάν Πατριαρχικό Έξαρχο, γιά νά ξεγελά τίς τουρκικές αρχές καί πέρασε στό Αϊβαλί, όπου φόρτωσε πλοίο μέ πολεμοφόδια καί τό έστειλε
στή Μάνη, ενώ ο ίδιος πήγε στήν Υδρα καί στίς Σπέτσες. Από εκεί αποβιβάστηκε στό Ναύπλιο καί τέλος Ιανουαρίου έφτασε στή Βοστίτσα (Αίγιο).
Η άφιξις τού Παπαφλέσσα στό Μοριά θορύβησε τούς προεστούς καί τούς μητροπολίτες, οι οποίοι δέν συμφωνούσαν μέ τόν απερίσκεπτο τρόπο δράσης του "διαβολόπαπα".
Ο Δεσπότης Γερμανός, ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης αλλά καί οι Δεληγιανναίοι, ήταν
ιδιαιτέρως εχθρικοί στόν Δικαίο καί ήθελαν ακόμα καί νά τόν δολοφονήσουν γιά νά μήν επαναληφθεί η αιματοχυσία τών ορλωφικών. Ο Παπαφλέσας τό ήξερε αυτό καί παντού πήγαινε
μέ τόν αδελφό του Νικήτα αλλά καί μέ άλλους ενόπλους σάν συνοδεία.
Στήν περίφημη σύσκεψη τής Βοστίτσας πού έγινε στό αρχοντικό τού Λόντου, στίς 26 Ιανουαρίου 1821, ο Παπαφλέσας είχε νά αντιμετωπίσει
μεταξύ άλλων τούς: Ασημάκη Ζαΐμη, Ανδρέα Ζαΐμη, Σωτήρη Χαραλάμπη, Ασημάκη Φωτήλα, Πανάγο Δεληγιάννη, Ανδρέα Λόντο, Σωτήρη Θεοχαρόπουλο,
Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλο, Παλαιών Πατρών Γερμανό, Προκόπιο επίσκοπο Κερνίκης, Γερμανό Χριστιανουπόλεως καί τόν Πρωτοσύγκελλο Φραντζή. Απαντες
διαφώνησαν μέ τόν Παπαφλέσσα καί ζητούσαν αναβολή τής επανάστασης μέχρι νά κινηθεί η Ρωσία ή μέχρι νά φτάσει ο Υψηλάντης μέ τούς χιλιάδες στρατιώτες του, όπως ψευδώς διέδιδε ο Γρηγόριος Δικαίος.
Ο Χαραλάμπης ακόμα τόν ρωτούσε ποιός θά αναλάμβανε νά κυβερνήσει τούς Ρωμιούς αν έφευγαν οι Τούρκοι!
«Θ'αφήσω στήν άκρη τίς βρισιές σας. Χτύπησαν πάνω στούς τοίχους τού πλούσιου οντά καί γυρίσανε πάλι σέ σας, είναι δικές σας. Μή σάς περάσει όμως απ' τό νού πώς δέν καταλαβαίνω πούθε ξεκινάνε τά φερσίματά σας. Τρέμετε τά τομάρια σας, καί γιά τήν καλοπέρασή σας, όχι γιά τό Έθνος. Φοβόσαστε μή χάσετε τό χουζούρι σας, τίς τούρκικες πλάτες. Αν λογαριάσει τό Έθνος τά κουτοπόνηρα ρωτήματα πού αραδιάσατε αιώνια ραγιάδες θά' ναι.
Παπαφλέσσας πρός τούς προεστούς καί τούς δεσποτάδες
Κατάρα στά κεφάλια σας. Ο κοσμάκης θά μάθη τούτα τά φερσίματά σας, αφήνω πού σάς ξέρει απ' τήν καλή, γιατί τού 'χετε τού λόγου σας αργάσει τό τομάρι του, πιό πολύ κι από τούς Τούρκους. Τσιμπούρια καί βδέλλες! Όσο γιά μένα οι εντολές πού πήρα είναι ιερές. Θά κάνω αυτό πού μου ορίσανε, τό θέλετε ή δέν τό θέλετε. Εγώ θά κινήσω τήν επανάσταση κι αλλοίμονο σέ όποιον βρούν οι Τούρκοι ξαρμάτωτο...»
Αντίστοιχη μέ τής Βοστίτσας σύσκεψη, έγινε καί στήν Αγία Μαύρα (Λευκάδα), στό σπίτι τού φιλικού Ιωάννη Ζαμπέλιου. Εκεί συμμετείχαν Ρουμελιώτες κυρίως οπλαρχηγοί: Οδυσσέας Ανδρούτσος, Γεώργιος Τσόγκας, Γεώργιος Βαρνακιώτης, Γεώργιος Καραϊσκάκης, Δημήτριος Μακρής, Νικόλαος Στουρνάρης, Κοντογιάννης, Πανουργιάς, ο Μανιάτης Κυριακούλης Μαυρομιχάλης καί ο Υδραίος Γιακουμάκης Τομπάζης. Η είδηση γιά έναρξη τής επανάστασης στίς 25 Μαρτίου 1821, έγινε δεκτή μέ ενθουσιασμό από τούς ψυχωμένους Κλέφτες καί Αρματολούς, σέ αντίθεση μέ τούς πλούσιους προεστούς καί προύχοντες τού Μοριά, όπου ο Παπαφλέσσας απογοητευμένος, έφθασε στήν επαρχία Καλαβρύτων καί συνάντησε τόν ταχυδρόμο καί μέλος τής Φιλικής Εταιρείας, Νικόλαο Σολιώτη.
«Εις Καλάβρυτα ηντάμωσε τόν Νικόλαον Χριστοδούλου, τόν καί Σολιώτη επονομασθέντα, εύρεν αυτόν κατηχημένον καί ητοιμασμένον καθ' όλα, έξυπνον καί επιδέξιον, πνέοντα εκδίκησιν κατά τών Τούρκων καί ενθουσιάζοντα τόν Φλέσαν νά κάμη αρχήν εις εκείνα τά μέρη, διά νά ενοχοποιηθή ολόκληρος η Επαρχία τών Καλαβρύτων καί ούτω νά κοπούν αι σχέσεις τών Τούρκων καί τών Ελλήνων...
Βίος τού Παπά Φλέσα, υπό Φωτάκου, Εν Αθήναις 1868
Ηλθεν εις Λαγκάδια τής Επαρχίας Καρυταίνης, εκεί εύρε τούς αδελφούς Παπαγιαννοπούλους, τούς νύν Δεληγιανναίους καλουμένους, ούτοι δέ όλοι είπον πρός αυτόν νά αναβάλλουν ακόμη τόν καιρόν μέχρι τής προσδιωρισμένης ημέρας καί δείξαντες τό αίμα τού πατρός των πρός τόν Φλέσαν τού είπον: "Βλέπεις τό αίμα τού πατρός μας, όπου είναι εις τόν τοίχον τής οικίας, ζητά εκδίκησιν". Έπειτα δέ τού διηγήθησαν τό ιστορικόν ότι οι Τούρκοι τόν απεκεφάλισαν κατά τό έτος 1816, εις γήρας βαθύτατον, επάνω εις τήν κλίνην του, ότι τό αίμα του εχύθη καί έχρισε τόν τοίχον καί ότι φυλάττεται από τούς υιούς του ως ιερά ενθύμησις δι' εκδίκησιν.»
Εν τω μεταξύ, ο πόλεμος τού Αλή πασά τών Ιωαννίνων μέ τόν σουλτάνο, ήταν ένα ισχυρό πλεονέκτημα γιά τούς Ρωμιούς τού Μοριά καί τής Ρούμελης, διότι ο ισχυρός τουρκικός στρατός,
απασχολούνταν στήν Ήπειρο. Mάλιστα, ο τρομερός καί ικανώτατος στρατηγός Μεχμέτ Χουρσίτ πασάς, πού είχε διοριστεί Μόρα Βαλεσή,
εγκατέλειψε αμέσως (5 Ιανουαρίου) τήν Τριπολιτσά όπού είχε διοριστεί, γιά νά αναλάβει τήν εκστρατεία κατά τού αποστάτη Αλή.
Ήταν τόσο ανυποψίαστος γιά τήν διάθεση τών ραγιάδων νά ξεσηκωθούν, πού άφησε στήν πρωτεύουσά του, μαζί μέ τίς γυναίκες του, καί τούς θησαυρούς του.
«Αλλ' η επανάστασις εγενικεύθη καί ηυδοκίμησε δι' άλλους προσέτι καί πρακτικωτέρους λόγους. Ο εμφύλιος μεταξύ Μαχμούτη καί Αλή πασά αγών προεκάλεσε τήν από τού Ιανουαρίου μηνός αναχώρησιν εις τό πεδίον εκείνο τής μάχης τού Χουρσίτ πασά, η δέ Πελοπόννησος απαλλαγείσα τού ρέκτου (δραστήριου) τούτου καί εμπείρου πολεμίου ηδυνήθη ευχερέστερον νά επιληφθή τού έργου. Πλήν τούτου η στάσις τού Αλή απησχόλησε δι' όλου τού έτους 1821 τάς πλείστας τών τουρκικών δυνάμεων τής Ρούμελης, οι Σουλιώτες ηδυνήθησαν νά ανακτήσωσι τήν πατρίδα αυτών, η ανατολική Ελλάς δέν εβράδυνε νά παρακολουθήση τό παράδειγμα της Πελοποννήσου, εάν δέ η δυτική εδίστασεν επί τινα χρόνον, περί τά μέσα όμως τού έτους, ότε οι Σουλιώται ήρχισαν παρενοχλούντες τό στρατόπεδον τού Χουρσίτη, εκινήθησαν πάσαι αι πρός μεσημβρίαν αυτών μέχρι Μεσολογγίου χώραι.»
Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος - Ιστορία τού Ελληνικού Έθνους
Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει νά γίνει γιά τούς Σουλιώτες, οι οποίοι επιστρέφοντας στήν Ήπειρο, συνέβαλαν τά μέγιστα στήν επιτυχία τού Αγώνα
γιά τήν Ανεξαρτησία. Ο ηρωϊκός λαός τών Σουλιωτών, πού είχε καταφύγει στά Επτάνησα μετά τήν ήττα τού 1803 από τόν Αλή, επανέκτησε τήν πατρίδα του τόν
Δεκέμβριο τού 1820. Ο Αλή πασάς, μέ τά όνειρά του γιά ανεξάρτητο κράτος καί μέ τήν τεράστια δύναμη καί πλούτο πού είχε συγκεντρώσει, θεωρήθηκε
αποστάτης από τόν σουλτάνο Μαχμούτ, ο οποίος ανέθεσε αρχικά στόν Ισμαήλ Πασόμπεη καί αργότερα στόν στρατηγό Χουρσήτ τήν εξόντωση τού Αλβανού πασά.
Οι Σουλιώτες, παίζοντας ένα τέλειο διπλωματικό παιχνίδι τόσο μέ τό σουλτανικό στρατόπεδο, όσο καί μέ τό στρατόπεδο τού αποστάτη Αλή, κατόρθωσαν μέ
ψεύτικες υποσχέσεις στούς δύο αντιπάλους, νά πάρουν πίσω τό Σούλι μέ όλη τήν γύρω περιοχή εξήντα χωριών καί τό οχυρό τής Κιάφας.
Τούς Λιάπηδες καί τούς Τσάμηδες, συμμάχους τού Ισμαήλ πασά, πού είχαν καταλάβει τίς κατοικίες τους, τούς νίκησαν, καί η 12η Δεκεμβρίου 1820, ημέρα πού
τό Σούλι απελευθερωνόταν, μπορεί νά θεωρηθεί ημέρα έναρξης τής Ελληνικής Επανάστασης.
«Εισελθών ο Περραιβός εις τό Σούλιον, εξωμολογήθη τόν μέγαν σκοπόν τού έθνους καί τάς οποίας σταθεράς ελπίδας τρέφει πρός αυτούς, η κατά τάς ιονικάς νήσους εικοσαετής συναναστροφή μετ' αυτών τού Περραιβού, η συγγένεια, ομόνοια καί υπόληψις υπερίσχυσαν εις τάς ψυχάς τών Σουλιωτών, τούς ενέπνευσαν αποτησίαν εις τά προσπίπτοντα υπέρ πατρίδος δεινά καί πρός τούτοις τό εξής γράμμα τού Αλεξάνδρου Υψηλάντη τούς έμβασεν εις φιλοτιμίαν καί άμιλλαν υπέρ τών κοινών συμφερόντων.
Απομνημονεύματα Πολεμικά, συγγραφέντα παρά τού συνταγματάρχου Χριστοφόρου Περραιβού, Αθήναι 1836
"Ανδρείοι αρχηγοί τών Ελληνικών στρατευμάτων. Εγγίζει πλέον ο καιρός, τόν όποίον τοσούτους αίωνας επροσμέναμεν. Η προσκλητική σάλπιγξ τής πατρίδος εντός όλίγου μέλλει νά ηχήση. Διά τούτο σας στέλλω τόν ανδρείον καί γενναίον Περραιβόν. Αυτός θέλει σας εξηγήσει τούς σκοπούς μου καί σας δώσει τάς διαταγάς μου. Δείξατε εις όλον τόν κόσμον, ότι τώ όντι είσθε απόγονοι τών λαμπρών ηρώων τού Μαραθώνος καί τών Θερμοπυλών καί ότι καταφρονείτε καί σείς τόν θάνατον ως καί εκείνοι. Η δέ ευγνώμων πατρίς θέλει ανταμείψει τάς ανδραγαθίας σας μέ τάς πλουσίας τής δωρεάς, δόξαν, ευγένειαν, τιμάς καί αξιώματα."
Αλέξανδρος Υψηλάντης, Τή 7η Οκτωβρίου 1820, Ισμαήλ»
Μέ τήν απασχόληση πολυάριθμου τουρκικού στρατού στήν Ήπειρο η Επανάσταση μπόρεσε νά αρχίση στήν Πελοπόννησο καί νά στηριχθή στά πρώτα της βήματα.
Η φωτιά σέ λίγο θά άναβε στήν Μάνη, τήν Καλαμάτα, τά Καλάβρυτα, τήν Πάτρα, τήν Βοστίτσα (Αίγιο), τήν Ντροπολιτσά (Τρίπολη) καί θά έκαιγε τούς Τούρκους
κατακτητές σέ ολόκληρο τόν Μωριά. Τό Έθνος θά ξυπνούσε από τό λήθαργο τών αιώνων καί θά έπαιρνε εκδίκηση γιά τούς σφαγμένους παππούδες του, τά
κλεμμένα εδάφη, τίς βεβηλωμένες εκκλησιές, τίς ατιμασμένες μανάδες. Θά έπαιρνε εκδίκηση γιά τόν
Μαρμαρωμένο Βασιλιά.
«Προϊόντος δέ τού Μαρτίου, επέστη καί η κλητή ημέρα τής 25 αυτού, καί τό κήρυγμα τής επαναστάσεως διεσαλπίσθη καί εκ
Πελοποννήσου, καί μέχρι τέλους τού μηνός αυτού ηκούσθη πανταχού, ως είρηται. Τότε δή τότε καί τό τουρκικό ξίφος υψωθέν κατεφέρετο μανιωδώς πανταχού του
κράτους κατά τών ελληνιζόντων Χριστιανών καί όσω η επανάστασις ελάμβανε διαστάσεις μείζονας, τόσω μείζων καί τήν Υψηλή Πύλην κατελάμβανε μανία πρός σφαγάς...
Ούτως όμως ή άλλως, η επανάστασις εν Πελοποννήσω εγενικεύθη κατά τήν προορισθείσαν 25 Μαρτίου αν καί ευρίσκετο έτι
πεπεδημένη εις τά σπάργανά
της καί από πολλάς ελλείψεις καί δυσχερείας περικυκλωμένη.»
Ιστορικά περί τής Ελληνικής Παλιγγενεσίας, Μιχαήλ Οικονόμου, γραμματικός τού Κολοκοτρώνη
«Οι πλείστοι τών ιστορικών παραδέχονται ότι ο Αρχιερεύς Παλαιών Πατρών Γερμανός ύψωσε τήν σημαίαν τής Ελληνικής Επαναστάσεως εν τή Μονή τής Αγίας Λαύρας
εν Αχαΐα καί ούτως ήρχισεν εν Πελοποννήσω η επανάστασις, έτεροι δέ αναιρούντες τούτο δέν αποδίδωσι τήν αρχήν ταύτην εις τόν Γερμανόν. Αλλ' οπωσδήποτε,
είτε ο Γερμανός, είτε άλλοι έδωκαν τό σημείον τής αρχής, η εν Πελοποννήσω επανάστασις ήρχισε τόν Μάρτιον τού 1821 έτους.»
Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως υπό Λάμπρου Κουτσονίκα, Αθήναι 1864
«Οι Γραικοί είχαν όλα τά δίκαια διά νά επιθυμώσει τήν ανεξαρτησίαν των, καί διά νά προσπαθήσωσι νά αποτινάξωσι τόν σκληρόν ζυγόν τής Οθωμανικής διοικήσεως,
ήτις μέ τό δικαίωμα τών όπλων καί τής ισχύος τούς υπεδούλωσε, τούς απεβαρβάρωσε, τούς επτώχυνε, τούς εταπείνωσε, τούς εχώρισεν από τό σώμα τών άλλων
χριστιανικών εθνών τής Ευρώπης καί τούς έκαμε νά φαίνονται όνειδος ανθρώπων καί εξουθένωμα λάών. Τό κίνημά τους είναι δίκαιο καί ο σκοπός αξιέπαινος...»
Ιγνάτιος Επίσκοπος Ουγγροβλαχίας, Εν Πείσσαις τη 20η Μαΐου 1821
«Ο Χουρσίτ, διορισθείς ηγεμών τής Πελοποννήσου ήλθε διά θαλάσσης εις Ναύπλιον, επειδή δέ έφερε καί αμάξας έγεινε φροντίς νά εξομαλυνθή η άγουσα
εις Τριπολιτσάν οδός. Αλλά τή νύκτα έπεσε τόσο ραγδαία βροχή, ώστε μία τών αμαξών τού εκόλλησε καί εμπόδισε τήν πρόοδο όλης τής συνοδίας. Ο Χουρσήδης
υπολαβών ένοχον τόν ηνίοχον τόν επιστόλισεν (πυροβόλησε) αυτοχειρί ανεξετάστως....
εξ αιτίας πεσούσης καί αύθις τήν νύκτα ραγδαίας βροχής τινές αγωγιάται έφυγαν κρυφίως εγκαταλείψαντες τά ζώα τής επαρχίας των καί μεταπεμψάμενος αυθωρεί
τόν εν Τριπολιτσά ανθηγεμόνα Μουσταφάμπεην τόν διέταξε νά αποκεφαλίση ευθύς τόν προεστώτα τού Αγίου Πέτρου, Γιαννούλην Καραμάνο, διά τήν φυγήν των
αγωγιατών τής επαρχίας του...
Εισελθών δέ ο Χουρσήδης εις τό παλάτιόν του ηθέλησε νά επισκεφθή τούς εις χρήσιν τών αυλικών του θαλάμους, μή παρευρεθέντος δέ κατά τύχην τού κλειδούχου
καί μετ' ολίγον ελθόντος διέταξε νά τού σπάσωσι τούς εμπροσθινούς οδόντας...
Τοιαύτα θηρία εστέλλοντο νά διοικήσωσι τούς αθλίους Έλληνας!»
Ελληνική Επανάστασις, Σπυρίδων Τρικούπης
«Κατά τήν εποχήν αυτήν, ελθών ο Σπυρίδων Σπηλιωτόπουλος εκ Δημητσάνης, εμπορευόμενου πρό χρόνων μετά τού αδελφού του Νικολάου, εταίροι καί οι δύο
καί ενθουσιασμένοι διά τήν απελευθέρωσιν τής πατρίδος, παρακινημένοι δέ καί από τούς Τομπάζηδες καί άλλους διά νά κατασκευάσωσι βαρουτόμυλους εις
Δημητσάναν νά ευρεθή αρκετή βαρούτη διά τόν μελετώμενον σκοπόν, ηθέλησε μόνος του νά κάμη τήν επιχείρησιν, αλλά νέος ών καί μή έχων επιρροήν καί τοσαύτας
σχέσεις εις τήν πατρίδα του καί επειδή ο τότε προκριτώτερος καί δυνατώτερος τής πόλεως διά τής
επιρροής καί τού πλούτου ήτον ο Αθανάσιος Αντωνόπουλος, ωμίλησε
μέ αυτόν εξαιτούμενος τήν συνδρομήν καί προστασίαν του.
Αλλ' αυτός βλέπων τό επιχείρημα σοβαρόν καί επικίνδυνον, τό διακοίνωσεν εις ημάς τούς πέντε αδελφούς,
ότι αν λαμβάνωμεν καί ημείς μέρος, λαμβάνει καί αυτός...»
Απομνημονεύματα Κανέλλου Δεληγιάννη