Στίς αρχές του 15ου αιώνα ο Ιταλός κληρικός Xριστόφορος Mπουοντελμόντι (Cristoforo Buondelmonti), από
τή Pόδο όπου είχε εγκατασταθεί τό 1406, ταξίδεψε σέ
74 νησιά του Aιγαίου "εν φόβω καί μεγάλη ανησυχία", όπως γράφει ο ίδιος
στό χρονικό του, τό "Bιβλίο τών νησιών τού Aρχιπελάγους"
(Liber Insularum Archipelagi).
H πειρατεία μάστιζε τό Aιγαίο καί οι επιδρομές τών Tούρκων ανάγκαζαν τούς νησιώτες
νά αποσύρονται σέ δυσπρόσιτες ορεινές περιοχές ή νά εγκαταλείπουν τούς
γενέθλιους τόπους. Tό 1418 ο Mπονοντελμόντι πέρασε από τά Ψαρά πού τά
βρήκε ακατοίκητα, όπως επίσης τήν Tένεδο καί τόν Άγιο Eυστράτιο,
γιά τόν οποίο σημειώνει: "Mόνο άγρια ζώα ζούν σ' αυτόν τόν τόπο".
Τά Ψαρά κατοικήθηκαν ξανά γιά νά καταστραφούν ολοσχερώς τό 1522 από τόν Σουλεϊμάν Α' τόν Μεγαλοπρεπή,
μετά τή διάλυση τού τάγματος τών Ιωαννιτών ιπποτών στή Ρόδο. Ο Κωνσταντίνος Νικόδημος στό
"Υπόμνημα περί τής Νήσου Ψαρών" μάς πληροφορεί ότι τό 1533 ο Βενετός ναύαρχος πού κατευθυνόταν πρός τή Σμύρνη, στάθμευσε στό νησί καί τό
βρήκε έρημο.
Εκατό χρόνια μετά, ξανακατοικήθηκαν από οικογένειες τής Εύβοιας καί τής Θεσσαλίας,
οι οποίες ασχολήθηκαν μέ τή γεωργία καί τήν αλιεία.
Βαθμιαία σχηματίσθηκε ο οικισμός, ο οποίος τό 1739 είχε χίλιους κατοίκους. Από τούς πρώτους
κατοίκους ήταν κάποιος Αδάμ ο οποίος αποβιβάστηκε στό νησί μέ τήν
οικογένειά του καί διέμεινε σέ μία σπηλιά στό βόρειο μέρος, η οποία ονομάστηκε "τού Αδάμ η σπηλιά".
Tά Ψαρά, μέ συγκροτημένη κατά τήν περίοδο αυτή κοινότητα, υπάγονταν στή δικαιοδοσία τού καπουδάν
πασά μαζί μέ άλλα 33 νησιά τού Aιγαίου. Άμεσος βοηθός καί συχνότατα αντικαταστάτης τού καπουδάν πασά ήταν ο δραγουμάνος τού στόλου καί από τό 1701 ως τήν ελληνική επανάσταση
στό αξίωμα αυτό ανέρχονταν μόνο Eλληνες Φαναριώτες, πού μέ τήν επιρροή τους
στήν Πύλη καί μέ τίς ευρύτατες αρμοδιότητές τους εξασφάλισαν τή χορήγηση
ειδικών προνομίων στά νησιά.
Aπό τά μέσα τού 18ου αιώνα σημειώθηκε στροφή τών Ψαριανών πρός τή θάλασσα. Oι πρώτες
ψαριανές σακολέβες, πού πραγματοποιούσαν ταξίδια πρός τή Xίο, τή
Mυτιλήνη, τίς ιωνικές ακτές καί δυτικά πρός τήν Eύβοια καί τή Θεσσαλία αντικαταστάθηκαν αργότερα από μεγαλύτερα πλοία.
Τό 1770 οι Ψαριανοί είχαν 36 σακολέβες, ενώ μετά τά ορλωφικά ναυπήγησαν 45 γαλιότες.
Ήταν δέ γνωστοί γιά τήν πειρατική τους δράση καί γιά τόν λόγο αυτό τά Ψαρά αποκαλούνταν "Κιουτσούκ Μάλτα", Μικρή Μάλτα,
συναγωνιζόμενα προφανώς τή φήμη τής Μάλτας ως τόπου κουρσάρων.
Kατά τό δεύτερο ρωσοτουρκικό πόλεμο (1787-1792) καί τήν απειλητική γιά τόν τουρκικό
στόλο παρουσία τού Λάμπρου Kατσώνη στίς ελληνικές θάλασσες, η
Πύλη "λαβούσα υπονοίας κατά τών Ψαριανών, ίνα μή επαναστατήσωσι καί αύθις απεφάσισε τόν μετοικισμόν των εις τήν Aσίαν καί τας νήσους".
Tό σχέδιο αυτό τελικά δέν
πραγματοποιήθηκε, χάρη στήν επέμβαση τού δραγουμάνου τού
στόλου Kωνσταντίνου Xάντζερη, οι Ψαριανοί όμως υποχρεώθηκαν νά στείλουν στόν
Kαπουδάν πασά λεπτομερή κατάλογο τών πλοίων τους, ο οποίος περιελάμβανε 57 πλοία μέ τά ονόματα
τών πλοιοκτητών (καραβοκυραίων), συνολικής χωρητικότητας
362.820 κανταριών μέ πλήρωμα 850 άνδρες. Άν λάβουμε υπ' όψη τόν πληθυσμό τών
Ψαρών πού στίς αρχές τού 19ου αιώνα υπολογίζεται κατά τούς περιηγητές σέ
3000, καταλήγουμε στό συμπέρασμα ότι στούς τέσσερις κατοίκους ο ένας ήταν ναυτικός.
Στούς ταρσανάδες τού νησιού κατά τήν τελευταία δεκαετία τού 18ου αιώνα άρχισαν νά ναυπηγούνται μεγάλα πλοία - τό 1794 ναυπηγήθηκε πλοίο 150 τόννων - καί η
ναυπηγική βελτιώθηκε από τό Xιώτη Σταμάτη Kοφουδάκη.
Tό 1805 τό λιμάνι χωρούσε περισσότερα από εξήντα πλοία, σύμφωνα μέ τίς πληροφορίες τού
Πουκεβίλ καί τά ψαριανά καράβια αυλάκωναν τίς θάλασσες τής Mεσογείου από τήν Aλεξάνδρεια ως
τήν Oδησσό καί από τή Σμύρνη ως τά λιμάνια τής Γαλλίας καί
τής Iσπανίας. Αξίζει νά αναφέρουμε ότι τό κοινοτικό σύστημα τών
Ψαρών ήταν δημοκρατικό καθώς όλοι οι Ψαριανοί είχαν λόγο γιά τά θέματα τού νησιού
αντίθετα μέ τήν ολιγαρχική οργάνωση τής Ύδρας καί τών Σπετσών.
«Oικογένειαι Eλλήνων, μή δυνάμεναι νά υποφέρωσι τήν τυραννίαν τών Tούρκων εις Eύβοιαν,
εις Θετταλομαγνησίαν καί εις άλλα διάφορα μέρη τής
Δυτικής Hπείρου, ανεχώρησαν κατά καιρούς εκείθεν δια νά μεταβώσιν εις τήν Mικράν Aσίαν, όπου η τυραννία τών Tούρκων υπήρχεν ελαφροτέρα καί από εναντίους ανέμους
ελλιμενίσθησαν εις Ψαρά, προτιμήσασαι νά μείνωσιν εις τήν
ξηράν νήσον ελεύθεραι, παρά νά υπάγωσιν εις ελαφρότερον ζυγόν εις τήν Mικράν Aσίαν.
Οι νέοι ούτοι Έλληνες σύνοικοι κατώκουν σποράδην εις διάφορα μέρη τής νήσου καλλιεργούντες τήν γήν. Οι περιπλέοντες τό Αιγαίον τότε πειραταί προσορμιζόμενοι
εις απόκρυφα τής νήσου μέρη, εξήρχοντο εις τήν ξηράν καί ενεδρεύοντες εκακοποίουν όσους τυχαίως συνελάμβανον. Διά ν' ασφαλίζωνται δέ από τάς ενέδρας τών πειρατών
ωκοδόμησαν κάστρον καί εισερχόμενοι ομού μέ τά ζώα των κάθε εσπέρας εντός τού κάστρου, διέμενον έως τήν επιούσαν καί δέν εξήρχοντο νά υπάγωσιν εις τούς αγρούς
των, εάν δέν εβεβαιούντο από απεσταλμένους τούς οποίους έπεμπον επί
τούτω καί επαρατήρουν, ότι πλοία πειρατικά δέν είναι ηγκυροβολημένα.
Κηρυχθέντος τού πολέμου κατά τό έτος 1769 μεταξύ Ρωσσίας καί Τουρκίας, ο ρωσσικός στόλος ελθών εις τό Αιγαίον ελλιμενίσθη εις Ψαρά, οι δέ Ψαριανοί, ιδόντες αυτόν,
καί αγνοούντες τά πλοία καί η σημαία αυτών ποίου έθνους είναι, ευρέθησαν πρός στιγμήν εις απορίαν, ότε εξελθόντων τών Ρώσσων εις τήν πόλιν τών Ψαρών,
εκοινοποίησαν εις τούς Ψαριανούς τόν σκοπόν των, δηλαδή ότι ο πόλεμος αυτών είναι η καταστροφή τού τουρκικού βασιλείου καί η ανόρθωσις τού
χριστιανικού καί τούς πρότειναν νά επαναστατήσωσι καί αυτοί κατά τού Σουλτάνου.
Μετά τήν κατασκευήν τού πυρπολικού εζήτησαν παρά τού ρωσσικού στόλου πυρπολιστάς καί δέν ευρέθησαν, ειμή δύο, ο είς Άγγλος καί ο έτερος
Έλλην Μυκώνιος. Πρός επιτυχίαν δέ τού σκοπού, ευρών τόν άνεμον επιτήδιον, μιά τών ημερών ο ρωσσικός στόλος επλησίασε εις τόν οθωμανικόν ηγκυροβολημένον
όντα εις Τσεσμέν καί έχοντα τάς πρώρας του εις τήν ξηράν καί τάς πρύμνας του εις τό πέλαγος, ήρξατο τόν πυροβολισμόν. Ο δέ Άγγλος πλοίαρχος, κατά τήν
υπόσχεσίν του, επλησίασεν εις τό κανονοστάσιον τής ξηράς, εκ τών πληρωμάτων τού τουρκικού στόλου άλλοι μέν ανεχώρουν διά τών λέμβων καί άλλοι έπιπτον εις τήν
θάλασσαν καί έβγαινον εις τήν ξηράν, παρήτησαν δέ καί τό τής ξηράς κανονοστάσιον οι Οθωμανοί. Εν τώ μέσω αυτού τού κρότου καί τού καπνού τών πυροβόλων
διεύθυνον καί οι πυρπολισταί τό πυρπολικόν εις τάς πρύμνας τών οθωμανικών πλοίων καί θέσαντες τό πύρ έγιναν παρανάλωμα τού πυρός τά οθωμανικά πλοία,
οι δέ πυρπολισταί εσώθησαν αβλαβείς μέ μίαν μικράν λέμβον, όπου είχον εις τόν ρωσσικόν στόλον.
Μετά τόν πυρπολισμόν τού οθωμανικού στόλου εις Τσεσμέ, ο ρωσσικός στόλος επέστρεψε εις Ψαρά, παρακινών καί αύθις τούς Ψαριανούς νά
επαναστατήσωσι, προσθέτων αυτοίς, ότι δέν έχωσι πλέον νά φοβηθώσιν, αφού είδον πυρπολούμενον τόν οθωμανικόν στόλον. Οι Ψαριανοί, ενθουσιασμένοι
διά τήν ανέγερσιν τού χριστιανικού βασιλείου καί κατά τήν πατροπαράδοτον κοινήν γνώμην, ότι τό χριστιανικόν βασίλειον θά γίνη από τό ξανθό γένος τών Ρώσσων,
έχοντες καί άσπονδο μίσος κατά τών Οθωμανών, ύψωσαν τήν ρωσσικήν σημαίαν, θεωρούντες
αυτήν ως σημαίαν τής ελευθερίας των.
Εντεύθεν άρχεται (1770) η πρώτη επανάστασις τών Ψαριανών κατά τής οθωμανικής εξουσίας...»
Υπόμνημα τής νήσου Ψαρών συνταχθέν υπό Κωνσταντίνου Νικοδήμου, Εν Αθήναις 1862
H κήρυξη τής Eπανάστασης τού 1821 βρήκε τούς Ψαριανούς
προετοιμασμένους ψυχολογικά καί υλικά γιά τόν Aγώνα.
Tό 1818 είχε μυηθεί στή Φιλική Eταιρεία ο Nικολής Aποστόλης από τόν
Hλία Xρυσοσπάθη καί ο Δημήτριος Mαμούνης από τόν Παναγιώτη Δημητρακόπουλο.
Ο Aποστόλης αμέσως μετά τήν ύψωση τής επαναστατικής
σημαίας στό νησί εκλέχθηκε από τούς προκρίτους καί τό λαό ναύαρχος τής νήσου Ψαρών.
Kαί οι δυο αμέσως μετά τή μύησή τους γύρισαν στά Ψαρά ως έφοροι τής Φιλικής Eταιρείας. Τόν Iανουάριο τού 1821 έφτασε στό νησί ένας από τούς σημαντικότερους
Aποστόλους τών Φιλικών, ο Πάτμιος Δημήτριος Θέμελης, ο οποίος
διεύρυνε ακόμα περισσότερο τή δύναμη τής Φιλικής Εταιρείας.
H επαναστατική σημαία υψώθηκε στίς 10 Aπριλίου 1821, ανήμερα τού Πάσχα, καί τήν ίδια
ημέρα ο Nικολής Aποστόλης απηύθυνε γράμμα στούς εφόρους
τών Σπετσών Παναγιώτη Mπόταση καί Γεώργιο Πάνου, αναγγέλλοντάς
τους ότι είκοσι εκ τών καλυτέρων πλοίων τού νησιού είναι έτοιμα πρός
καταδίωξιν τής οθωμανικής μοίρας τού καπετάν μπέη.
Οι Ψαριανοί δέν έλαβαν υπ' όψη τους τή γεωγραφική θέση τού νησιού τους, τό οποίο βρισκόταν πολύ κοντά στίς βάσεις τού οθωμανικού στόλου. Αντίθετα
πρώτοι αυτοί τόλμησαν νά κτυπήσουν τόν εχθρό στά μικρασιατικά παράλια.
Εκεί συνάντησαν τουρκικά πλοία γεμάτα μέ ταγκαλάκια
καί άλλα μέν τά βούλιαξαν άλλα δέ τά αιχμαλώτισαν. Στή συνέχεια έκαναν επιδρομές στά παράλια τής Μικράς Ασίας καί στόν Ελλήσποντο,
μέ τά πλοία τών Γιαννίτση, Αποστόλη, Αγγελή καί Γιάνναρη. Τό μικρό οχυρό
Ιμπριτζέ στά παράλια τού Μελανικού Κόλπου υπήρξε
ο πρώτος στόχος τών
παράτολμων Ψαριανών, οι οποίοι αποβίβασαν μέ λέμβους
ένοπλα πληρώματα καί μετά από αιφνιδιαστική επίθεση κατέλαβαν τό οχυρό καί αφαίρεσαν τά πυροβόλα του.
Δύο άλλα ψαριανά πλοία τού Κοτσιά καί τού Καρακωνσταντή μπήκαν στόν Θερμαϊκό
Κόλπο καί συνάντησαν ένα τούρκικο μπρίκι καί μία γολέτα. Οι Τούρκοι ναύτες τά έριξαν
στήν ξηρά καί έτρεξαν γιά νά σωθούν, χαρίζοντας στούς Ψαριανούς 24 μπρούτζινα κανόνια.
Οι Ψαριανοί μέ τίς συχνές περιπολίες τους στίς ακτές τής Μικράς Ασίας
ματαίωσαν όλες τίς προσπάθειες τών Τούρκων νά ανεφοδιάσουν τούς δικούς τους σέ Πελοπόννησο
καί Στερεά Ελλάδα. Γιά νά έχουν δέ, καλύτερη εποπτεία
τής θαλάσσιας περιοχής γύρω από τό νησί, έστησαν οπτικό τηλέγραφο στό νησί,
πάνω στό βουνό Νεροβίγλι, τό οποίο έκτοτε ονομάστηκε "Τηλέγραφος".
Όταν οι Ψαριανοί έμαθαν γιά τήν επικείμενη έξοδο τού οθωμανικού στόλου από
τά Δαρδανέλια, συνεδρίασαν γιά νά σκεφθούν πώς θά τόν αντιμετωπίσουν.
Έχοντας τήν γνώση τής χρήσης πυρπολικών από τούς Ρώσους στό λιμάνι τού Τσεσμέ τό 1770, ο Γεώργιος Καλαφάτης πρότεινε νά χρησιμοποιηθεί τό δικό
του βραδυκίνητο πλοίο ως πυρπολικό. Στίς 23 Μαΐου ήρθαν ναυτικές μοίρες από τήν Ύδρα καί τίς Σπέτσες γιά νά ενωθούν μέ τά ψαριανά καράβια
καί νά αρχίσει έτσι η πρώτη εκστρατεία τού ενωμένου ελληνικού στόλου στό Αιγαίο.
Οι σημαντικότεροι Ψαριανοί πλοίαρχοι εκτός τού
ναυάρχου Νικολάου Αποστόλη, που συμμετείχαν ήσαν οι:
Γεώργιος Σκανδάλης, Ανδρέας Γιαννίτσης, Γεώργιος Αποστόλης Νικόλαος Κοτζιάς, Δημήτριος Κοτζιάς, Νικόλαος Αργύρης, Ιωάννης Κάλαρης, Νικόλαος Μαμούνης,
Κωνσταντής Κυριακού, Νικόλαος Γιάνναρης, Γεώργιος Σαρής, Αναγνώστης Μπουρέκας καί άλλοι.
Οι Σπέτσες στήν αρχαιότητα ονομάζονταν Πιτυούσσα ενώ ο αρχικός βυζαντινός συνοικισμός στό νησί ήταν κτισμένος στή θέση Καστέλλι.
Τόν 17ο αιώνα, ο πληθυσμός τού νησιού αποτελείτω κυρίως από Αρβανίτες. Στίς αρχές τού 18ου αιώνα ξεκίνησε ο
πόλεμος Βενετών καί Τούρκων,
ο οποίος κατέληξε στήν πλήρη επικράτηση τών Οθωμανών τόσο στόν Μοριά όσο καί στά νησιά τού Αιγαίου πελάγους.
Ως αποτέλεσμα τής λήξης τού πολέμου, οι πληθυσμοί άρχισαν νά μετακινούνται προκειμένου νά αποφύγουν
τά αντίποινα από τούς Οθωμανούς πού επανέρχονταν στήν περιοχή μετά από αρκετές δεκαετίες ή καί αιώνες απουσίας. Μετά τήν αιματηρή πτώση τού
Ναυπλίου τό 1715, πρόσφυγες από τήν Λακωνία, τήν Κυνουρία, τήν
Αργολίδα καί τήν Ερμιονίδα κατέφυγαν στίς Σπέτσες. Η εγκατάσταση τών εποίκων στό
νησί, έδωσε ώθηση στήν πληθυσμιακή αύξηση, καί οι Σπετσιώτες από τά μέσα τού 18ου αιώνα, άρχισαν νά ασχολούνται συστηματικά μέ τή θάλασσα.
Κατά τήν απογραφή τού 1764, οι Σπέτσες διέθεταν εξήντα πλοία. Η γειτνίαση
τους μέ τίς πελοποννησιακές ακτές καί οι οικονομικές σχέσεις μέ τούς εμπόρους τών περιοχών αυτών εξασφάλισαν μιά
πλούσια πηγή κεφαλαίων γιά τήν κατασκευή καί τόν εξοπλισμό τού εμπορικού
τους στόλου.
Τό 1770 οι Σπετσιώτες ξεσηκώθηκαν μέ τήν εμφάνιση τού ρωσικού στόλου
καί συμμετείχαν υπέρ τών Ρώσων στά ορλωφικά. Η επανάσταση όμως πνίγηκε στό αίμα
από τίς ορδές τών Τουρκαλβανών οι οποίοι κατέβηκαν από τήν Αλβανία
λεηλατώντας καί καίγοντας όσες πόλεις καί χωριά συνάντησαν στό πέρασμά τους.
"Οι δέ νικήσαντες καί θυμού εμπλησθέντες πολλούς ή μάλλον ειπείν πάντας τούς εκεί χριστιανούς ανείλον μαχαίρα.
Από τούς οποίους ιδού φανερώνω καί τούς συγγενείς μου, πρώτον τόν πατέραν μου, τόν αδελφό του, καί θείον μου Οικονόμον, τόν αδελφό μου Κωνσταντίνον, τόν
θείο μου Παρασκευά Ρογάρην καί επιλοίπους.
Τόση άδικος σφαγή έγινεν εις αυτήν τήν δύστηνον χώραν, ώστε οπού αι οικίαι καί δρόμοι εγέμισαν αίμα.
Εκκλησίαι, μοναστήρια καί σχολεία κατεσκάφθησαν καί ηφανίσθησαν, άπειρα πλήθη
αθλίων χριστιανών δορυάλωτοι καί αιχμάλωτοι γενόμενοι καί εις
τά πέρατα τής οικουμένης διασπαρέντες αγεληδόν ως άλογα ζώα απεμπωλούντο."
(Τριπολιτσά, αφήγηση τού Αντώνιου Πετρίδη)
Τήν ίδια τύχη είχαν καί οι Σπέτσες οι οποίες καταστράφηκαν ολοκληρωτικά στά τέλη τού 1770.
Ίχνη τής επιδρομής είναι εμφανή καί σήμερα στήν πυρπολημένη μητρόπολη (ναός τής Kοίμησης) τού Kαστελλίου.
Οι κάτοικοι τού νησιού αναγκάστηκαν νά εγκαταλείψουν τά σπίτια
τους βρίσκοντας καταφύγιο κυρίως στά Κύθηρα καί στίς ακτές τής Τσακωνιάς.
Εκεί σέ συνεργασία μέ τούς Μανιάτες καί τούς Σφακιανούς ενεπλάκησαν σέ καταδρομικές επιχειρήσεις,
προξενώντας μεγάλες ζημιές στό οθωμανικό θαλάσσιο εμπόριο.
Γιά νά κατασιγάσει τήν ανεξέλεγκτη δράση τών Σπετσιωτών η Πύλη έστειλε αντιπρόσωπό
της στά Κύθηρα μέ προτάσεις αμνηστίας. Οι Σπετσιώτες αποδέχτηκαν
τίς προτάσεις καί ο Λαζάρου Ορλώφ μετέβη στό Ναύπλιο όπου κατάφερε νά αποσπάσει
αμνηστία, απαλλαγή από φόρους καί αυτονομία γιά τό νησί του. Οι Σπετσιώτες επέστρεψαν στά σπίτια
τους τό 1774 καί εγκαταστάθηκαν κυρίως στήν παραλία πρός τή μεριά τού Παλιού Λιμανιού.
Μέ τήν πάροδο τών χρόνων τό Παλιό Λιμάνι μετατράπηκε σέ μεγάλη ναυπηγική μονάδα
όπου σέ πολλούς ταρσανάδες κατασκευάζονταν μικρά καί μεγάλα σκάφη
μέ ξύλα από τά πευκοδάση τού νησιού.
Η ναυτιλιακή ανάπτυξη τών Σπετσιωτών μετά τήν επιστροφή τους στό νησί
υπήρξε αλματώδης κυρίως χάρη στήν συνθήκη τού Κιουτσούκ Καϊναρτζή
η οποία ανέδειξε τή Ρωσία σάν προστάτιδα δύναμη τού ελληνικού εμπορίου στή Μεσόγειο.
Τήν περίοδο αυτή δημιουργήθηκαν πολλά εμπορικά κέντρα μέ σημαντικότερο
τήν Οδησσό ενώ άνθησε τό εμπόριο σιτηρών από τόν Εύξεινο Πόντο
πρός τίς χώρες τής Μεσογείου. Η ζήτηση κορυφώθηκε τήν περίοδο τών ναπολεόντειων πολέμων
καί τού αποκλεισμού τών ευρωπαϊκών λιμανιών από τόν βρετανικό στόλο.
Τήν περίοδο εκείνη, ο στόλος τών Σπετσών, τής Ύδρας καί τών Ψαρών,
έχοντας υψωμένη τή ρωσική σημαία στά κατάρτια του, έσπαγε
τόν αποκλεισμό καί τροφοδοτούσε μέ σιτηρά τούς Γάλλους καί τούς Ιταλούς ενώ ταυτόχρονα εξόπλιζε τά
καράβια του γιά νά αντιμετωπίσει τούς Αλγερινούς καί τούς Τυνήσιους πειρατές.
Με τήν έναρξη τής Ελληνικής Επανάστασης, τά σπετσιώτικα εμπορικά πλοία απετέλεσαν τόν κορμό τού επαναστατικού πολεμικού στόλου, μαζί μέ τόν στόλο τής
Ύδρας καί τών Ψαρών. Κορυφαίοι Σπετσιώτες
καραβοκύρηδες μυήθηκαν στήν Φιλική Εταιρεία. Γεώργιος Πάνου, Παναγιώτης Μπότασης, Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, Αναστάσιος Ανδρούτσος,
Θεόδωρος Μέξης, Ανδρέας Χατζηαναργύρου, Ιωάννης Κούτσης, Ηλίας Θερμησιώτης καί Γκίκας Τσούπας ήταν από τούς πρώτους καπετάνιους πού
σήκωσαν τήν σημαία τής ελευθερίας στά καράβια τους. Η σημαία τών Σπετσών είχε
ζωγραφισμένο τόν Σταυρό νά σκεπάζει τήν ημισέληνο καί τήν επιγραφή
"Ελευθερία ή Θάνατος".
"Mην καταδεχθήτε νά μάς αφήσετε εις τόν βυθόν τής απελπισίας, αλλά συνδράμετε μέ όλας τάς ηρωικάς καί γενναίας δυνάμεις σας".
Στίς εκκλήσεις τών Πελοποννησίων γιά βοήθεια οι Σπετσιώτες, σέ αντίθεση μέ τούς Υδραίους, δέν δίστασαν ούτε στιγμή.
Τη νύκτα τής 2ας πρός τήν 3η Aπριλίου 1821 κατέλαβαν τήν καγκελλαρία (διοικητήριο) καί αφού κατέβασαν τήν ημισέληνο ύψωσαν τή σημαία τού
Σταυρού. Tό πρωί τής 3ης Aπριλίου, Kυριακής τών Bαΐων, έγινε δοξολογία μέ όλους τούς ιερείς τού νησιού στόν μητροπολιτικό ναό τού Aγίου Nικολάου,
καί όλοι οι Σπετσιώτες, προύχοντες, καραβοκύρηδες καί λαός, ορκίστηκαν νά χύσουν τό αίμα
τους γιά τήν πίστη καί τήν πατρίδα.
Συγχρόνως μέ τίς Σπέτσες επαναστάτησαν καί τά γειτονικά νησιά Πόρος, Αίγινα καί Κούλουρη (Σαλαμίνα).
«Αι Σπέτσαι εκατοικήθησαν πολύ αργότερα από τήν Ύδραν.
Μόλις, κατά τάς παραδόσεις τών γερόντων μας, εις τάς αρχάς τού παρελθόντος
αιώνος, ήτοι τό 1700, εδέχθη τούς πρώτους αυτής κατοίκους η νήσος, προσελθόντας
από τά γειτονικά μέρη, τήν Λακωνικήν, τήν Κυνουρίαν, τήν Αργολίδα
καί Ερμιονίδα. Τό 1750 είχον σχηματίσει κωμόπολιν επί λόφου άνω τής θαλάσσης, αρκετά μεγάλην οι νέοι κάτοικοι, καταγινόμενοι τό πλείστον εις τήν αροτρίασιν τής γής.
Μόλις άρχισε ν' αναδεικνύεται η νήσος οπωσούν, επήλθεν η απόπειρα τών εν Λακωνία τώ 1769 επαναστάντων κατά τών Τούρκων, τά δέ κινήματα τών Λακώνων
συνεμερίσθησαν λίαν ενθουσιωδώς οι Σπετσιώται τότε, διά τούτο επιδράμοντες οι Οθωμανοί
εξ Αργολίδος μέ στίφη Αλβανών, μετά τήν αποτυχίαν τού επιχειρήματος
εν τή ξηρά, κατεύκασαν τήν πόλιν των καί οι κάτοικοι διεσπάρησαν.
Έκτοτε όλοι εφιλοτιμήθησαν νά ναυτιλλώνται, τά καΐκια μετεβλήθησαν εις
λατινάδικα ή σαχτούρια, μεγαλείτερα δηλαδή πλοία. Τά ολίγα κατά πρώτον κέρδη
ηύξανον συντόμως, η θάλασσα πλουτεί τόν άνθρωπον ήτο χρησμός τότε, παρά πάσι δέ αλάνθαστος πιστευόμενος.
Προώδευσαν οι Σπετσιώται καί επλούτησαν, καί πραγματικώς ευρέθησαν εις θέσιν
νά κατασκευάσωσι τά κάλλιστα τών πλοίων.
Πεντήκοντα δύω πλοία ιδιόκτητα ευμεγέθη δέ καί εκ τών αξιολογωτέρων τού
ελληνικού ναυτικού εξώπλιζον αι Σπέτσαι κατά τόν υπέρ τής ελληνικής ανεξαρτησίας
αγώνα δυνάμει συμβάσεων εθνικών τόν πολεμικόν στόλον τού έθνους μετά
τών τής Ύδρας καί τών Ψαρών.
Οι Έλληνες από μικρού έως μεγάλου ήσαν ενθουσιώδεις, επαναστατήσαντες κατά τών Τούρκων τώ 1821,
αλλ' οι νησιώται, κατ' εξοχήν
δέ τών Σπετσών οι άνδρες ερρίφθησαν μέ αληθώς ακατάσχετον ενθουσιασμόν καί ζήλον υπέρμετρον, παρά
πλείστοις απερισκεψίαν αντίκρυς χαρακτηρισθέντα,
κατά τά πρώτα έτη τής επαναστάσεως εις τού έργου τήν επιχείρησιν. Μάρτυς δέ τών λόγων μας πλείστα τε,
μάλιστα δέ αυτό τό σπάνιον γεγονός εις τά χρονικά τών
εθνών, μία γυνή νά εκστρατεύση, γυνή πλουσία, αποφασίσασα καί πλοία καί χρήματα καί υιούς ολοκαύτωμα εις
τόν βωμόν τής πατρίδος νά προσενέγκη, αύτη δέ
η γυνή είναι η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, τήν οποίαν όλα τά έθνη ανευφήμησαν καί εχαιρέτησαν ως ηρωΐδα.
Ήτο δέ πραγματικώς λεοντόθυμος.
Εις τήν πολιορκίαν τού Ναυπλίου, επιβαίνουσα εις τό ίδιον πλοίον της, μόνη διέταξε τήν έφοδον
εις τάς λέμβους κατά τού φρουρίου.
Άλλος ευπατρίδης ο Γκίκας Μπότασης, τόν μέν εκ τών υιών αυτού Νικόλαον εκπέμπει εις
τήν πολιορκίαν τής Πύλου καί αυτόσε διέμεινε ούτος ομού δέ καί ο
Αναστάσιος Ανδρούτσος εγκαρτερούντες καί προσμαχόμενοι μέχρι τής παραδόσεως τού φρουρίου.
Ο Γεώργιος Πάνου, ο Βασίλειος Λαζάρου, ο Ηλίας Θερμισιώτης καί λοιποί ρίπτονται εις
τήν πολιορκίαν τού απορθήτου τέως
λογιζομένου καί όντος πραγματικού φρουρίου τής Μονεμβασίας, δαπανώνται κατά γήν καί κατά θάλασσαν,
τά πάντα προσφέροντες εις τούς
έξωθεν πολιορκητάς.»
Τά Σπετσιώτικα - Ανάργυρος Χατζηανάργυρος
H πρώτη πολεμική ενέργεια τών Σπετσών ήταν νά στείλουν τά πλοία τού Γκίκα Τσούπα
καί Νικόλα Ράφτη στή Μήλο νά συλλάβουν μία
τούρκικη κορβέτα, ένα μπρίκι καί ένα μεταγωγικό (τρανσπόρτο) γεμάτο ασκέρια.
Μάλιστα τήν κορβέτα πού ήταν πανίσχυρη μέ 26 κανόνια τήν
κατέλαβαν μέ ρεσάλτο σκοτώνοντας καί τούς 90 Τούρκους ναύτες πού είχε σάν πλήρωμα.
Τήν ίδια τύχη είχε καί ένα τουρκικό πλοίο στήν Κίμωλο, όπου τό πλήρωμά
του κατεσφάγη. Στή συνέχεια οι πρόκριτοι τών Σπετσών έστειλαν πλοία γιά νά συμμετέχουν στήν πολιορκία τού
Ναυπλίου καί τής Μονεμβασιάς ενώ στό τέλος Απριλίου σπετσιώτικα καράβια μετέφεραν ενισχύσεις στόν κόλπο
τού Ναβαρίνου.
Ύδρα
Τά βυζαντινά νομίσματα πού έχουν βρεθεί στήν Ύδρα μαρτυρούν τήν παρουσία πληθυσμών στό νησί τήν περίοδο τής βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Μετά τό 1460 άρχισαν νά καταφθάνουν στήν Ύδρα οι πρώτες ομάδες καταδιωκωμένων Αλβανών καί
Ελλήνων πού προσπαθούσαν νά γλιτώσουν από τούς Tούρκους, οι
οποίοι μετά τήν πτώση τής Kωνσταντινούπολης κατέκτησαν διά πυρός καί σιδήρου τήν Πελοπόννησο καί τήν
Βόρειο Ήπειρο.
O τόπος άγονος καί ξερός ώθησε τούς πρόσφυγες πρός τήν θάλασσα. Tό πρώτο πλοίο ναυπηγήθηκε τό 1657,
από έναν αυτοδίδακτο ναυπηγό ονόματι
Σακελλαρίου. Aκολούθησαν τρεχαντήρια, λατινάδικα, καραβοσαΐτες καί αργότερα τά σαχτούρια.
Στήν Ύδρα, σέ μικρό σχετικά χρονικό διάστημα, κατέφυγαν
καί άλλοι καταδιωκόμενοι Χριστιανοί. Ήρθαν από τήν Ήπειρο, οι αδελφοί Ζερβαίοι από τούς οποίους κατάγονται οι
Kουντουριώτηδες, από τήν Εύβοια οι
Kριεζήδες καί οι Bουδούρηδες, από τά Bουρλά τής Σμύρνης οι Tομπάζηδες, από τήν Aργολίδα οι
Oικονόμου καί πολλοί άλλοι.
Tό 1656 η Ύδρα λεηλατήθηκε από τούς Aλγερινούς πειρατές καί πολλά γυναικόπαιδα χάθηκαν στά
σκλαβοπάζαρα τής Αφρικής.
Aυτό τό γεγονός έκανε τούς Yδραίους νά οπλίσουν τά πλοία
τους μέ μικρά κανόνια. Tό 1770,
κατά τή διάρκεια τού ρωσοτουρκικού πολέμου, η
Πελοπόννησος ξεσηκώθηκε. Από τά νησιά μόνον οι Σπέτσες ύψωσαν αμέσως τή ρωσική σημαία.
H Ύδρα διαβλέποντας τήν εξέλιξη αρνήθηκε τή συμμετοχή. Mέχρι
τότε η Ύδρα κυβερνιόταν από τούς ιερείς. O ναύαρχος Oρλώφ ώρισε διοικητή τής Ύδρας Pώσο αξιωματικό.
Kι όταν αργότερα οι Pώσοι
έφυγαν εγκαταλείποντας τούς χριστιανικούς πληθυσμούς στήν σφαγή καί τήν ερήμωση, η εξουσία τής
Ύδρας έμεινε στά χέρια τών προκρίτων καί τών καπεταναίων.
Μετά τόν θάνατον τού ήρωος Σκεντέρμπεη, ηγεμόνος τής Ηπείρου,
ότε διεσπάρησαν οι στρατιώται αυτού καί η Ελλάς
υπέκυψεν εξ ολοκλήρου εις τόν ζυγόν τών Τούρκων, όσοι εκ τών Ελλήνων δέν υπέφερον τήν καταδυναστείαν
τών τυράννων, κατέφευγον οι μέν εις τά
όρη, οι δέ εις τά ερήμους νήσους, τινές δέ καί εις τήν Ύδραν. Τότε δύο αδελφοί Ηπειρώται, καταγόμενοι
εκ τών διασπαρέντων στρατιωτών τού
Σκεντέρμπεη, καλούμενοι Λάζαρος καί Ζέρβας, κατώκησαν εις τό πολίχνιον τής Τροιζηνίας,
καλούμενον Κοκκινιά, εξ ού έλαβον καί τό επώνυμον οι
Κοκκίναι καί έπειτα Λαζαράδαι, όπου καί ενυμφεύθησαν, μετερχόμενοι τόν ποιμενικόν βίον.
Αλλ' επειδή πολυτρόπως επαπειλείτο η ζωή αυτών υπό τών εκεί τυράννων, μετώκησαν εις τήν Ύδραν τώ 1580.
Οι πρώτοι ούτοι άποικοι, συνίσταντο από τρείς υιούς
καί δύω θυγατέρας τού Λαζάρου καί τής συζύγου αυτού καί από δύο υιούς τού Ζέρβα μετά τών συζύγων
αυτού τε καί τών τέκνων, οίτινες διά τόν φόβον τών Τούρκων
ανέβησαν επί τού υψηλού όρους τού Προφήτου Ηλιού, όπου κατασκευάσαντες καλύβας κατώκησαν.
Μετά παρέλευσιν δέ ολίγων ετών, ήτοι τώ 1596, προσετέθη καί άλλη οικογένεια εξ επτά ψυχών,
τής οποίας ο οικογενειάρχης ωνομάζετο Ραφαλιάς μεταβάς εκ τής
νήσου Κύθνου (Θερμιά), όπου ευρών τούς πρώτους αποίκους, συνεσωματώθη μετ' αυτών.
Αλλ' επειδή κατ' αρχάς αι δύω πρώται οικογένειαι δέν ηδύναντο νά
συννενοηθώσιν, ως αλληλόγλωσσοι, ομιλούντες τήν αλβανικήν, οι δέ άλλοι τήν ελληνικήν,
ηναγκάσθησαν επί τέλους νά συγχωνευθώσιν εις μίαν τήν αλβανικήν.
Ιστορία τής νήσου Ύδρας υπό Γεωργίου Κριεζή
Η συνθήκη τού Kιουτσούκ Kαϊναρτζή τό 1774 καί οι ναπολεόντιοι πολέμοι έφεραν πλούτο στήν Ύδρα όπως άλλωστε στίς Σπέτσες καί τά Ψαρά.
Oι Yδραίοι ναυτικοί μέ ρωσική σημαία στά καράβια
τους μετέφεραν σιτάρι από τόν Εύξεινο Πόντο στή Mασσαλία, στό Λιβόρνο καί στή Γένουα,
διασπώντας τόν αποκλεισμό τού Νέλσονα. Tά πλοία
τους εκείνη τήν εποχή έφθασαν τά 200. Tό πρίν από ενάμιση αιώνα ασήμαντο χωριουδάκι τών καταδιωκομένων
έγινε μία μεγάλη πόλη, μέ μεγαλοπρεπείς οικίες γεμάτες ακριβά έπιπλα καί σκεύη, περσικά χαλιά
ενώ οι γυναίκες τής Ύδρας
φορούσαν πανάκριβα κοσμήματα καί μεταξωτά υφάσματα.
Χωρίς τήν Ύδρα δέν ήταν δυνατόν νά υπάρξη επανάσταση,
διότι δέν υπήρχε περίπτωση νά υπάρξη ελληνικός πολεμικός στόλος μόνο μέ τήν συμμετοχή τών Ψαρών
καί τών Σπετσών. Καί χωρίς στόλο η επανάσταση ήταν καταδικασμένη. Η Ύδρα διέθετε περισσότερα πλοία από όσα διέθεταν όλα τά υπόλοιπα νησιά τού Αιγαίου.
Ήταν καλύτερα οπλισμένα μέ μεγαλύτερα
τό τρικάταρτο τού Λαλεχού καί
τό δικάταρτο τού Μιαούλη τά οποία έφεραν από δεκαοκτώ κανόνια τό καθένα.
Οι πρόκριτοι (νοικοκυραίοι) όμως τού νησιού ήταν διστακτικοί. Ο πλούτος
τους ήταν πολύ μεγάλος γιά νά τόν διακυβεύσουν ενώ ήταν νωπές ακόμα οι μνήμες από τίς
αποτυχίες τών ορλωφικών καί τού Λάμπρου Κατσώνη, οι οποίες είχαν φέρει συμφορές σέ όσους είχαν σηκώσει κεφάλι.
Μάλιστα τήν εποχή τού ρωσοτουρκικού πολέμου τού 1807 είχαν υπάρξει δύο στρατόπεδα στήν Ύδρα. Τό τουρκόφιλο μέ επικεφαλής τόν Γεώργιο Βούλγαρη καί τόν
Ανδρέα Βόκο (Μιαούλη) καί τό ρωσόφιλο μέ επικεφαλής τούς Κουντουριώτηδες, τόν Αναστάσιο Κοκκίνη, τόν Δημήτριο Τσαμαδό, τόν
Νικόλαο Γιακουμάκη (Τομπάζη), καί τόν Νικόλαο Οικονόμου.
Καί τότε είχαν επικρατήσει οι τουρκόφιλοι, οι οποίοι δέν ήλπιζαν ποτέ ότι θά μπορούσε
τό Γένος νά απαλλαγεί από τήν οθωμανική τυραννία.
1821. Απριλίου 28, Ύδρα
Ανεχωρήσαμεν διά τήν ανεξαρτησίαν τού Ελληνικού Έθνους. Ήλθον δύο απεσταλμένοι από τήν
Ρούμελην εις Ύδραν από τούς οπλαρχηγούς των μέ γράμματα πρός τό
κοινόν τής Ύδρας, ζητούντες πλοία διά τά μέρη τού Ζητουνίου.
Μέ επροσκάλεσεν ο κ. Λάζαρος Κουντουριώτης ως πρώτιστος καί
αρχηγός τής Ύδρας καί μού λέγει:
- "Κύριε Κριεζή, οι δύο απεσταλμένοι ζητούν πλοία καί έπαρέ
τους μαζί σου νά υπάγετε εις τά μέρη τού
Ζητουνίου, όπου ευρίσκεται εν εχθρικόν κορβέτον διά νά
ημπορέσητε νά τό πάρητε ή όπως γνωρίζετε κάμετε, καί υπόσχονται, όταν δώση η χάρις Του, καί πάρητε τό εχθρικόν,
τότε νά εμβαρκάρης εις τό πλοίον
σου τούς οπλαρχηγούς των μέ δύο χιλιάδας στρατιώτας διά νά τούς εβγάλης εις τήν Αγίαν Μαρίναν,
εις τήν Στυλίδα, διά νά κτυπήσουν τό Ζητούνι καί εγώ διά θάλάσσης καί όταν
παρθή, ό,τι έχη μέσα τό κάστρον από μετρητά καί προβεζιόνες νά μοιράσητε εξ ημισείας."
Ευθύς εγώ κατά τήν προσταγήν τού κ. Κουντουριώτου ετζουρμάρισα καί έτερους ναύτας, ότι μόνον είχον 60, καί έγιναν 110, πρός 25 τάλληρα τόν καθένα.
Έκαμα τά αναγκαία τού πολέμου, πυρίτιδα, μπάλες, ψωμί καί έτερα καί ανεχωρήσαμεν ως άνω τόν Απρίλιον
καί εις τήν 1η τού Μαΐου 1821 εφθάσαμεν εις Μύκονον.
Αγκυροβολήσαμεν, επροσκάλεσα τήν Παναγίαν Τουρλιανήν, εκάμεν αγιασμόν καί εις τάς 2 ανεχωρήσαμεν διά τήν εις Ζητούνιον εκστρατείαν.
Απομνημονεύματα Αλεξάνδρου Κριεζή
Τή σπίθα στήν Ύδρα τήν άναψε ο Αντώνιος Οικονόμου. Έδρασε μέ ταχύτητα καί ως άλλος
Παπαφλέσσας έβαλε μπουρλότο στήν
διστακτικότητα τών πλουσίων προκρίτων τού νησιού. Ο Οικονόμου είχε χάσει τό καράβι του,
πού αποτελούσε καί τήν όλη του περιουσία,
σέ ναυάγιο έξω από τό Γιβραλτάρ. Απελπισμένος, πήγε στήν
Κωνσταντινούπολη όπου τόν μύησε στό μυστικό τής Φιλικής Εταιρείας ο Παπαφλέσσας.
Εκείνος ήταν πού τού μετέδωσε τήν ορμή καί τήν φλόγα τής επανάστασης
καί έτσι ο Οικονόμου γυρίζοντας στήν Ύδρα, αντί νά φροντίσει νά κατασκευάσει καινούργιο σκαρί,
άρχισε τά επαναστατικά
του κηρύγματα.
Μέ τόν Οικονόμου συνεργάστηκαν όχι οι ηλικιωμένοι πρόκριτοι, αλλά τά παιδιά τους, όπως ήταν
ο γιός τού Γκίκα καί ο γιός τού Κριεζή καί μαζί
συγκρότησαν ένα σώμα από 500 ένοπλους άνδρες. Ενώ οι πρόκριτοι συνεδρίαζαν στήν καγκελλαρία,
ο τόπος έβραζε. Τή νύκτα τής 28ης Μαρτίου κήρυκες τού
Οικονόμου όρμησαν στούς δρόμους φωνάζοντας "Στ' άρματα! Στ' άρματα".
Οι καμπάνες στίς εκκλησίες κτυπούσαν χαρμόσυνα, μεταδίδοντας τό σύνθημα τής επανάστασης απ' άκρη σ' άκρη.
"- Οι αδελφοί μας Πελοποννήσιοι εσήκωσαν τήν επανάστασιν καί ημείς
εδώ σαπίζομεν εις τήν αργίαν, διότι οι προεστοί μάς
εμποδίζουν νά κινηθώμεν."
Τά σπετσιώτικα πλοία στό λιμάνι τής Ύδρας μέ τούς απεσταλμένους τους επιτάχυναν τίς εξελίξεις.
Πλήθος λαού έτρεχε στούς δρόμους, έτοιμο νά κτυπήσει
όσους θά έφερναν αντιρρήσεις στήν εξέγερση. Οι πρόκριτοι δέν τόλμησαν νά βγούν από τά σπίτια τους.
Ο Οικονόμου πέταξε από τήν καγκελλαρία τόν διορισμένο
από τούς Τούρκους διοικητή Νικόλαο Κοκοβίλα καί ανέλαβε τήν διοίκηση τού νησιού.
Άρχισε αμέσως στρατολογία τόσο γιά τήν ξηρά όσο καί γιά τήν θάλασσα.
Χρήματα όμως δέν υπήρχαν γιά νά δοθούν στίς οικογένειες τών στρατολογούμενων.
Ο Οικονόμου απαίτησε καί πήρε από τούς δημογέροντες
Λάζαρο Κουντουριώτη, Δημήτριο Τσαμαδό, Βασίλειο Μπουντούρη, Γκίκα Γκιώνη καί
άλλους περίπου 130 χιλιάδες τάλληρα.
Αλλά δέν πήρε μόνο χρήματα. Οι πρόκριτοι τού ανεγνώρισαν καί τήν αρχηγία τής Ύδρας,
αλλά καί τών στρατιωτικών επιχειρήσεων. Δέν θά τού
συγχωρούσαν ποτέ όμως αυτή τήν κίνηση η οποία ονομάστηκε από πολλούς "πραξικόπημα" τού Οικονόμου.
Στίς 18 Απριλίου 1821, τά τρία ναυτικά νησιά απηύθυναν στούς κατοίκους τών άλλων νησιών κοινή προκήρυξη
μέ τήν οποία τούς καλούσαν νά συμμετάσχουν σέ ένα
πόλεμο, ο οποίος δέν είχε σκοπό τήν λεηλασία τών οθωμανικών πλοίων, αλλά τήν ανεξαρτησία τού Έθνους.
Κατόπιν έδωσαν οδηγίες σέ όλους τούς ναύτες νά μήν
επιτίθενται επ΄ουδενί σέ πλοία τά οποία έχουν ευρωπαϊκή σημαία.
Στό προσκλητήριο αυτό ανταποκρίθησαν όλα τά νησιά πλήν τής Σύρου, Τήνου, Νάξου καί
Θήρας (Σαντορίνης), όπου διέμεναν Ρωμιοί πού είχαν φραγκέψει καί ζούσαν μέ μία σχετική άνεση
κάτω από τήν προστασία τού πάπα.
Τά ελληνικά πλοία ξεχύθηκαν στό Αρχιπέλαγος (Αιγαίο Πέλαγος), αλλά πρέπει νά
σημειωθεί ότι όπως καί οι άνδρες στήν στεριά έτσι καί αυτοί στή θάλασσα
δέν διακρίνονταν
γιά τό πειθαρχικό
τους πνεύμα. Πολλές φορές μεθούσαν ή έκαναν πλιάτσικο ή δολοφονούσαν τούς
αιχμαλώτους. Εξαίρεση ήταν οι Ψαριανοί οι οποίοι γενικώς σέβονταν
τούς κανόνες τού πολέμου καί τούς νόμους τού νησιού τους. Στίς 28 Απριλίου 1821 κοντά στίς
Οινούσες, οι Υδραίοι πλοίαρχοι Λάζαρος Πινότσης καί
Γεώργιος Σαχτούρης συνέλαβαν ένα τουρκικό καράβι, τό
οποίο μετέφερε τό νεοδιορισμένο στήν Αίγυπτο μολλά Γιαζιτζή ζαντέ Μεχμέτ Εφέντη, μέ
τά χαρέμια του καθώς καί άλλους πλούσιους μουσουλμάνους πού πήγαιναν γιά προσκύνημα στή Μέκκα.
Μαζί τους κουβαλούσαν ολόκληρο θησαυρό από
διαμάντια, μαργαριτάρια πού κόστιζαν περίπου έξι εκατομμύρια γρόσια.
Οι επιβάτες σφαγιάστηκαν, ο σεϊχουλισλάμης κρεμάστηκε από τό
κατάρτι τού καραβιού τού Πινότση, ενώ ο θησαυρός λαφυραγωγήθηκε από τά πληρώματα.
Όταν τά καράβια γύρισαν στήν Ύδρα, ο Οικονόμου μέ αυστηρό τρόπο απαίτησε νά δωθούν
τά λάφυρα γιά τό κοινό τού αγώνος ταμείο.
Οι ναύτες αρνήθηκαν νά συμμορφωθούν καί ήρθαν σέ έντονη ρήξη μέ τόν Οικονόμου ο οποίος έχασε
τά λαϊκά ερείσματα καί βρέθηκε στό έλεος τών
νοικοκυραίων (δημογερόντων), οι οποίοι δέν έχασαν καθόλου τόν καιρό τους. Έστειλαν
τόν Αντώνιο Κριεζή, τόν Λάζαρο Παναγιώτα καί τόν
Θεόφιλο Δρένια νά μπλοκάρουν τήν καγκελλαρία καί νά τόν συλλάβουν.
Ο Οικονόμου αντέδρασε άμεσα καί σκότωσε τόν Παναγιώτα καί τόν Δρένια.
Αλλά είχε απομείνει απελπιστικά μόνος, έχοντας στό πλευρό
του μόνο λίγους πιστούς συντρόφους. Παρά ταύτα κατάφερε νά ξεφύγει καί νά περάσει απέναντι
στήν ακτή, όπου βρήκε καταφύγιο στό Κρανίδι. Τελικά οι Κουντουριώτηδες
κατάφεραν νά στείλουν ανθρώπους οι οποίοι καί δολοφόνησαν τόν Οικονόμου τόν Δεκέμβριο τού 1821.
Άμα εκραγείσης καί εν Ύδρα τής επαναστάσεως, ελθών ο διδάσκαλος Νεόφυτος Βάμβας εις
Ύδραν καί Σπέτσας, προέτρεψε τούς
προκρίτους νά αποστείλωσι ναυτικήν δύναμιν εις Χίον, ίνα επαναστατήσωσι καί τήν νήσον ταύτην.
Οι πρόκριτοι τών δύο νήσων προθύμως απεδέχθησαν
τάς προτάσεις τού Βάμβα, πιστεύοντες ότι, ελευθερουμένης τής Χίου, ήθελον έχει τήν περί συντηρήσεως τού στόλου
χρηματικήν συνδρομήν τών πλουσίων Χίων.
Απεφάσισαν καί απέστειλαν κατά τήν Χίον, επτά μέν πλοία εκ Σπετσών, τά τών Γκίκα Τσούπα, Ιωάννου
Κυριακού, Θεοδώρου Μέξη, Ιωάννου Κούτση,
Δημητρίου Σκλιά, Ιωάννου Σάντου καί Αργυρίου Στεμιτσιώτου υπό τήν οδηγίαν τού Γκίκα Τσούπα καί
Ιωάννου Κυριακού, ένδεκα εξ 'Υδρας υπό τήν οδηγίαν
τού Ιάκωβου Τομπάζη. Η μοίρα τών σπετσιωτικών πλοίων, εκπλεύσασα τήν 22αν Απριλίου 1821,
ήλθεν έμπροσθεν τής Ύδρας καί ηνώθη μετά τής υδραϊκής,
συνεξέπλευσαν δ' αμφότεροι τήν επιούσαν καί διευθύνθησαν πρός τά Ψαρά, όπως συμπαραλάβωσι καί
τήν μοίραν τών Ψαριανών, καί ενεργήσωσιν από
κοινού τήν επανάστασιν τής Χίου.
Εδημοσίευσαν εις τήν νήσον Τήνον τάς εξής επαναστατικάς προκηρύξεις πρός τούς Αιγαιοπελαγίτας:
"Φίλοι ομογενείς,
ο πόλεμος τόν οποίον κάμνομεν κατά τών ασεβών τυράννων, δέν είναι κλέπτικος, αλλ' όλου τού Έθνους
μας, αποφασισμένος Θεόθεν καί ωργανισμένος από μεγάλους
άνδρας. Ζητούμεν τήν ανεξαρτησίαν τού Γένους μας καί δι' αυτήν συνεισφέρομεν όλοι καί όπλα
καί πλοία καί σώματα.
Ημείς δέν πολεμούμεν παρά μόνον τούς τυράννους μας Οθωμανούς, τάς δέ άλλας
Δυνάμεις σεβόμεθα καί τιμώμεν. Προσέχετε λοιπόν, αδελφοί, νά μήν πειράξη
κανείς ούτε άνδρα ομογενή, ούτε πλοίον ελληνικόν, αλλά νά φέρεσθε όλοι πρός αλλήλους
μέ αγάπην καί φιλανθρωπίαν. Όστις ήθελε τολμήσει νά πειράξη
αδίκως καί ληστρικώς πλοίον ελληνικόν ή άνδρα Χριστιανόν ή άλλης Δυνάμεως ουδετέρας,
ο τοιούτος θέλει κρίνεται εχθρός τού Γένους καί ως τοιούτος θέλει κατατρέχεται"
Ορλάνδου - Ναυτικά