Μπουμπουλίνα

Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα προερχόταν από σημαντική οικογένεια Υδραίων ναυτικών. Ήταν κόρη τού Υδραίου πλοιάρχου Σταυριανού Πινότση καί τής Παρασκευής Μπουμπουλίνα (Σκεύως) Κοκκίνη. Kοκκίνηδες καί Πινότσηδες ήταν δύο από τίς παλαιότερες οικογένειες τής Ύδρας. Tό όνομα Πινότσης έχει ενετική ρίζα. Oι Kοκκίνηδες προέρχονταν από βυζαντινή οικογένεια μέ μεγάλο παρακλάδι στή Zάκυνθο καί στήν Ύδρα. Καί γιά τίς δύο οικογένειες υπάρχουν αναφορές από τόν 16ο αιώνα.

Η Μπουμπουλίνα γεννήθηκε στίς φυλακές τής Κωνσταντινούπολης στίς 11 Mαΐου 1771, όταν η μητέρα της είχε πάει νά επισκεφθεί τόν πατέρα της. Η σύλληψη καί φυλάκιση τού Πινότση ήταν αποτέλεσμα τής ενεργούς συμμετοχής του στήν επανάσταση τής Πελοποννήσου τό 1769-1770, γνωστή στήν ιστορία ως ορλωφικά. Ήταν τότε πού οι Σπέτσες καταστράφηκαν ολοκληρωτικά από τήν εκδικητική μανία τών Τούρκων λόγω τώς συμμετοχής τού νησιού στήν επανάσταση. Ο Πινότσης λίγο αργότερα πέθανε από τίς κακουχίες. H νεογέννητη βαπτίστηκε από τόν Παναγιώτη Mούρτζινο, άρχοντα της Mάνης καί κατόπιν γνωστό Φιλικό. Μετά τό θάνατο τού συζύγου της, η Σκεύω επέστρεψε μέ τό μωρό στήν Ύδρα γιά νά εγκατασταθεί αργότερα στίς Σπέτσες. Εκεί παντρεύτηκε τόν Δημήτριο Λαζάρου ή Ορλώφ καί απέκτησε μαζί του οκτώ παιδιά.

Η Λασκαρίνα Πινότση, στά 17 της χρόνια παντρεύτηκε τόν Δημήτριο Γιάννουζα, ο οποίος πνίγηκε σέ μία σύγκρουση μέ Αλγερινούς πειρατές τό 1797, ενώ τό πλοίο του βυθίστηκε αύτανδρο. Από τό γάμο εκείνο η Λασκαρίνα απέκτησε τρία παιδιά, τόν Ιωάννη, τόν Γεώργιο καί τή Μαρία. Σέ ηλικία 30 ετών η Λασκαρίνα παντρεύτηκε τόν πλούσιο Σπετσιώτη πλοίαρχο Δημήτριο Μπούμπουλη. Από αυτό τόν γάμο απέκτησε άλλα τρία παιδιά τή Σκεύω, τήν Ελένη καί τόν Νικόλαο. Η Σκεύω παντρεύτηκε αργότερα τόν πλοίαρχο Νικόλαο Κούτση, ενώ η Ελένη τόν Πάνο Κολοκοτρώνη, γιό τού Γέρου τού Μοριά. Ο Μπούμπουλης σκοτώθηκε σέ συμπλοκή μέ μπαρμπερίνους πειρατές, οι οποίοι μάλιστα στά πλοία τους είχαν υψώσει παραπλανητικά γαλλική σημαία. Η σύγκρουση είχε διαρκέσει επτά ώρες καί ο άτυχος Σπετσιώτης σκοτώθηκε πρός τό τέλος τής μάχης. Η Λασκαρίνα χήρεψε γιά δεύτερη φορά, έχοντας νά αναθρέψει εκτός από τά έξι δικά της παιδιά καί τά τρία παιδιά τού άντρα της από τόν πρώτο του γάμο.

«Ο Μπούμπουλης ήν ο κατά δεύτερον γάμον σύζυγος τής ηρωΐδος, φονευθείς έν τινι κατά θάλασσαν συμπλοκή μετά τών Αλγερινών, οίτινες μεθ' όλης τής βαρβαρικής αυτών ωμότητος πρίν τής επαναστάσεως επετίθεντο κατά τών ναυτικών μας, μετερχομένων τό εμπόριον τών σιτηρών εντός τής Μεσογείου έως πέραν τών Ηράκλειων Στηλών. Ο θάνατος τού Δημητρίου Μπούμπουλη μαρτυρεί έν από τά ηρωϊκώτερα τής εποχής ενάλια κατορθώματα, διότι καί τούς ληστάς απέκρουσε πολλώ ζημιωθέντας, μόνος πρός δύω αυτών καταδρομείς μαχόμενος, καί τήν νίκην έλαβε διασώσας τό πλήρωμα καί τόν πλούτον όν έφερεν επί τής ολκάδος αυτού.

Έπεσε δέ κατά τήν εσχάτην στιγμήν τών νικητηρίων, ότε ανυψώσαντος αυτού άνωθεν τού καταφράγματος τήν υψαύχενα κεφαλήν όπως εποπτεύση τόν καταβεβλημένον εχθρόν, βολή πυροβόλου τόν κατέλαβεν εν τώ μέσω τού μετώπου καί τόν άφηκεν άπνουν. Τόν ήρωα πέσοντα διαδέχεται αμέσως εις τήν διοίκησην τού πλοίου μάχιμος συγγενής, όστις τού κυβερνήτου τόν θάνατον αποκρυψάμενος επανέλαβεν εντονώτερον τό πύρ, καί εν ακαρεί καταθραύσας πάντα τά έμβολα τών καταδρομέων, διέσπειρε τόν θάνατον περί αυτούς, καί ούτω απεσπάσθη σώος τών ονύχων των.

Μόλις δέ μετά τό τέλος τής πράξεως εγνώσθη τού πλοιάρχου ο θάνατος, ότε ιδόντες νεκρόν επί τού καταστρώματος τόν Μπούμπουλην οι συνεταίροί του κατεσπαράχθησαν, αντί δέ νικητηρίων επιτάφιον επ' αυτού ύμνον άσαντες εναπέθεσαν τού γενναίου τά λείψανα εις τούς κόλπους τής αχανούς θαλάσσης, μάρτυρος τής αφοσιώσεώς του.»

Χατζή Ανάργυρου - Τά Σπετσιώτικα


Η Μπουμπουλίνα κληρονόμησε μία τεράστια περιουσία σέ πλοία, μετρητά καί ακίνητα. Tά μετρητά καί μόνο πού τής άφησε ο Mπούμπουλης ήταν πάνω από 300000 χρυσά ισπανικά τάλλαρα. Tήν περιουσία αυτή όχι μόνο τήν διατήρησε αλλά καί τήν αύξησε μέ τή σωστή διαχείριση καί τό εμπόριο. Έγινε μέτοχος σέ διάφορα σπετσιώτικα πλοία καί αργότερα ναυπήγησε τρία δικά της, μεταξύ τών οποίων ήταν καί ο περίφημος "Aγαμέμνων", τού οποίου η ναυπήγηση κόστισε 75000 τάλλαρα.

Μουσείο Μπουμπουλίνας


Η Υψηλή Πύλη προσπάθησε νά δημεύσει τήν περιουσία τής Μπουμπουλίνας καί τότε αυτή αναγκάστηκε νά μεταβεί στήν Πόλη γιά νά παρακαλέσει τόν Ρώσο πρέσβη Στρογγανώφ νά μεσολαβήσει στήν Πύλη καί νά αρθεί η δήμευση. Τελικώς η θαρραλέα καπετάνισσα κατάφερε νά συναντήσει τή βαλιδέ σουλτάνα, μητέρα τού σουλτάνου, η οποία εντυπωσιάστηκε από τόν χαρακτήρα καί τήν προσωπικότητα τής Μπουμπουλίνας. Αυτή έπεισε τόν γιό της, Μαχμούτ Β', νά υπογράψει ειδικό φιρμάνι μέ τό οποίο εξασφαλίστηκε η περιουσία τής Μπουμπουλίνας καί έπαυσε καί ο φόβος πιθανής συλλήψεώς της από τούς Τούρκους. Η Μπουμπουλίνα υποσχέθηκε στήν βαλιδέ σουλτάνα ότι στό μέλλον θά προστάτευε όσες μουσουλμάνες γυναίκες θά ζητούσαν τή βοήθειά της. Τήν υπόσχεση αυτή έμελλε νά τήν πραγματοποιήσει λίγα χρόνια αργότερα στήν Τριπολιτσά μέ τίς γυναίκες τού Χουρσίτ πασά.

«Tό μουσείο, πού στεγάζεται στό αρχοντικό τής Mπουμπουλίνας, δημιουργήθηκε από τόν υπογράφοντα, τετρασέγγονό της καί ιδιοκτήτη τού αρχοντικού. Πρίν από τήν ίδρυση τού μουσείου τό κτίριο είχε υποστεί μεγάλες φθορές καί ο κίνδυνος κατάρρευσής του ήταν πλέον ορατός. Kαθώς δέν υπήρχε ευχέρεια γιά νά αντιμετωπιστούν οι επισκευές, επιλέχθηκε η λύση τής σύστασης μουσείου. Iδρύθηκε τότε η μή κερδοσκοπική "Eταιρεία Πολιτιστικών Yπηρεσιών Mπουμπουλίνα", η οποία διαχειρίζεται τά έσοδα τού μουσείου γιά τήν επισκευή καί συντήρηση τού αρχοντικού καί τή λειτουργία του ως μουσείου καί πολιτιστικού κέντρου, τό οποίο γιά πρώτη φορά λειτούργησε τόν Iούνιο τού 1991.

αρχοντικό τής Mπουμπουλίνας κατασκευάστηκε, κατά τά λεγόμενα τών απογόνων της, περίπου τό 1670 από ένα Μαυριτανό αρχιτέκτονα σπουδασμένο στή Φλωρεντία. Tήν τελική, όμως, μορφή του τήν πήρε μετά από αρκετά χρόνια, καθώς διάφορες αρχιτεκτονικές διαφορές δείχνουν ότι οικοδομήθηκε κατά τμήματα, σέ διαφορετικές περιόδους. Tό κτίριο, σέ κάτοψη, έχει σχήμα "Π", μέ εσωτερική αυλή, πράγμα πού, γιά τήν αρχιτεκτονική τών Σπετσών στά τέλη τού 18ου αιώνα, υποδηλώνει αρχοντική καταγωγή καί οικονομική ευμάρεια τού ιδιοκτήτη. Έχει ισόγειο καί δύο ορόφους, συνολικής επιφάνειας 670 τ.μ.

O πρώτος όροφος, όπου ευρίσκονται όλα τά σαλόνια, είναι μέχρι στιγμής καί ο χώρος τού μουσείου. Στά πολλά καί σημαντικά εκθέματα συμπεριλαμβάνονται προσωπικά αντικείμενα τής ηρωίδας, έπιπλα καί αντικείμενα τού 18ου έως καί τις αρχές τού 20ού αιώνα, συλλογές όπλων καί βυζαντινών εικόνων, πορσελάνες, πίνακες, κ.λπ., πού, μαζί μέ τό αριστουργηματικό φλωρεντιανό σκαλιστό ταβάνι τής μεγάλης σάλας, μεταφέρουν τόν επισκέπτη σέ άλλες εποχές.»

Mουσείο Mπουμπουλίνας - Φίλιππος Δεμερτζής Mπούμπουλης


Κατά τήν παραμονή της στήν Κωνσταντινούπολη, η τολμηρή Σπετσιώτισσα, ήρθε σέ επαφή μέ τούς Φιλικούς καί ορκίστηκε γιά τό μεγάλο μυστικό. Η Μπουμπουλίνα ήταν από τίς ελάχιστες γυναίκες πού μυήθηκαν στή Φιλική Εταιρία. Επιστρέφοντας στίς Σπέτσες ξεκίνησε τίς προετοιμασίες γιά τόν Αγώνα. Αγόρασε όπλα καί πολεμοφόδια από τά λιμάνια τού εξωτερικού, τά μετέφερε κρυφά μέ τά καράβια της καί τά αποθήκευσε σέ διάφορες κρύπτες στό σπίτι της καί στό νησί. Τότε ήταν πού τέλειωσε τή ναυπήγηση τού "Αγαμέμνονα", ένα καράβι εξ'αρχής φτιαγμένο γιά πόλεμο, μία κορβέτα μήκους 48 πήχεων καί οπλισμένη μέ 18 μεγάλου βεληνεκούς κανόνια.

Η ναυπήγηση τού "Αγαμέμνονα" είχε σάν αποτέλεσμα νά καταγγελθεί από χαφιέδες η Μπουμπουλίνα στήν Πύλη, ότι ναυπήγησε κρυφά πολεμικό πλοίο. Η Λασκαρίνα όχι μόνο κατόρθωσε νά τελειώσει τήν κατασκευή τού πλοίου της, δωροδοκώντας μέ μεγάλο χρηματικό ποσό τόν απεσταλμένο στίς Σπέτσες Τούρκο ναύαρχο Χουσεΐν, αλλά συγχρόνως κατάφερε νά εξοριστούν από τό νησί καί οι άνθρωποι πού τήν είχαν καταγγείλει.



Δυστυχώς η ναυαρχίδα τής Μπουμπουλίνας είχε καί αυτή τραγικό τέλος όπως καί η ίδια η καπετάνισσα. Τό πλοίο, μετά τό θάνατο τής Μπουμπουλίνας, δωρίστηκε από τούς απογόνους της, στό ελληνικό κράτος. Μετονομάστηκε σέ "Σπέτσες" καί έγινε η ναυαρχίδα τού νεοσυσταθέντος τότε από τόν Καποδίστρια, ελληνικού στόλου. Κάηκε τό 1831 στόν ναύσταθμο τού Πόρου από τόν Μιαούλη, όταν αυτός έβαλε μπουρλότο καί έκαψε τόν ελληνικό στόλο σέ μία προσπάθεια νά μήν πέσουν τά πλοία στά χέρια τών αντιπάλων του, πού στήν προκείμενη περίπτωση ήταν οι κυβερνητικές δυνάμεις τού Καποδίστρια.






Πολιορκία τού Ναυπλίου

Στίς 13 Μαρτίου 1821, η Μπουμπουλίνα ύψωσε τή δική της σημαία, τόν αετό μέ τήν άγκυρα καί τόν φοίνικα, στό κατάρτι τού "Αγαμέμνονα" καί χαιρέτησε μέ κανονιοβολισμούς τό λιμάνι τών Σπετσών. Ο αετός μέ τά φτερά πρός τά κάτω συμβόλιζε τό σκλαβωμένο Έθνος, πού επρόκειτο νά αναγεννηθεί όπως ο αρχαίος Φοίνιξ. H άγκυρα συμβόλιζε τό ελληνικό ναυτικό. Η Μπουμπουλίνα είχε εμπνευσθεί τό σύμβολό της από τό λάβαρο τών βυζαντινών αυτοκρατόρων Κομνηνών. Στίς 3 Απριλίου 1821, ανήμερα τών Βαΐων, οι Σπέτσες επαναστάτησαν πάλι πρώτες όπως καί στήν επανάσταση τών ορλωφικών. Η καπετάνισσα δέν είχε ξεχάσει ούτε τό θάνατο τού πατέρα της, ούτε καί τών δύο συζύγων της.

«Μάλιστα δέ τό σπάνιο γεγονός εις τά χρονικά τών εθνών, μία γυνή νά επιστρατεύση, γυνή πλουσία, αποφασίσασα καί πλοία καί χρήματα καί υιούς ολοκαύτωμα εις τό βωμόν τής πατρίδος νά προσφέρη. Aυτή δέ η γυνή είναι η Λασκαρίνα Mπουμπουλίνα, τήν οποία τά έθνη ανευφήμησαν καί εχαιρέτισαν ως ηρωΐδα. Ήτο δέ πράγματι λεοντόθυμος.

Tό 1821, Δεκεμβρίου 4, εις τήν πολιορκίαν τού Nαυπλίου, τό ενθυμούμεθα, επιβαίνουσα σέ ίδιον πλοίο της, μόνη διέταξε τήν έφοδο εις τάς λέμβους κατά τού φρουρίου. Αύται δέ επιτίθενται αλλ' αι σφαίραι καί οι μύδροι από τών επιθαλασσίων προμαχώνων τάς κανονοστοιχίας χαλαζηδόν επιπίπτοντες, υποχρεούν τούς ανδρείους της νά υποχωρήσωσι πρός ολίγον. Eξανίσταται τότε η αμαζών, επισκοπούσα από τών εδωλίων τής νηός καί τούς βοά:

"- Eίσθε λοιπόν γυναίκες καί όχι άνδρες; Eμπρός!"»

Χατζή Aναργύρου, Τά Σπετσιωτικά


Αμέσως μετά τήν δοξολογία στή μητρόπολη τών Σπετσών, ξεκίνησε η Μπουμπουλίνα τίς επιθετικές ενέργειες, μαζί μέ τόν Μανώλη Λαζάρου (Ορλώφ), τόν Θεοδόση Μπόταση, τόν Ιωάννη Κούτση, τόν Δημήτριο Σκλιά, τόν Αργύρη Στεμνιτσιώτη καί τόν Αθανάσιο Γουδή. Έπλευσαν μέ τά πλοία τους πρός τό Ναύπλιο γιά νά ενισχύσουν τούς συμμετέχοντες στήν πολιορκία τού πανίσχυρου βενετικού κάστρου τού Παλαμηδίου.

Η Μπουμπουλίνα πολιορκεί τό Ναύπλιο


Τό Παλαμήδι, όπως λεγόταν τό φρούριο πού δέσποζε τής πόλεως, είχε τρομερούς προμαχώνες καί σέ αυτό είχαν βρεί καταφύγιο οι Τούρκοι ολόκληρης τής επαρχίας τής Αργολίδος. Ο πληθυσμός τού Ναυπλίου ήταν εξ ολοκλήρου τουρκικός, είχε οικονομική άνεση καί οι πάμπλουτοι αγάδες κατείχαν όλη τη γή τής επαρχίας. Η φρουρά τής πόλεως ήταν ενισχυμένη, αποτελούμενη από οκτακόσιους γενίτσαρους καί Αλβανούς μέ γενικό διοικητή τόν Μεχμέτ Σελήμ πασά, ο οποίος είχε στή διάθεσή του ισχυρό πυροβολικό.

Οι Ρωμιοί όμως, μέ επικεφαλής τόν αρχιμανδρίτη Αρσένιο Κρέστα, τόν Σταμάτη Μήτσα, τόν Παπα Θεοδόση Μπούσκο, τόν Μεντή, τόν Στάϊκο Σταϊκόπουλο, καί τόν μοναχό τής μονής Καρακαλά Διονύσιο, αγνόησαν τήν υπεροχή τού εχθρού καί ξεκίνησαν από τό Χαϊδάρι (Δρέπανο Αργολίδος) γιά νά πολιορκήσουν τούς Τούρκους μπέηδες. Η άφιξη τού "Αγαμέμνονα" τής Μπουμπουλίνας ενθουσίασε τά πλήθη. Η κυρά, συνοδευόμενη από τόν γιό της Γιάννη Γιάννουζα, τόν Αντώνιο Μαλοκίνη (Λισβώνας) καί τόν Γκίκα Μπόταση, μοίραζε χρήματα καί πολεμοφόδια στά χωριά γεμίζοντας θάρρος τούς χωρικούς, οι οποίοι βλέποντας έφιππη μία γυναίκα νά φέρει όπλα, έτρεχαν νά καταταγούν γιά νά πολεμήσουν.



Όσο διαρκούσε η πολιορκία στό Ανάπλι, έφθανε στό καστέλι τού Μοριά (Ρίο) ο Κεχαγιάμπεης μέ 3500 Τουρκαλβανούς. Ήταν η δεύτερη μετά τόν Γιουσούφ πασά ισχυρή στρατιωτική ενίσχυση πού έστελνε ο αρχιστράτηγος Χουρσίτ πασάς, στήν Πελοπόννησο. Ο Χουρσίτ είχε υποτιμήσει τήν εξέγερση καί ενδιαφερόταν κυρίως γιά τούς θησαυρούς του στήν Ντροπολιτσά. Μά ποιός άραγε Τούρκος πασάς είχε πάρει στά σοβαρά τήν εξέγερση τών γκιαούρηδων; Τό κισμέτ τους είχε γράψει ότι θά είναι αιωνίως ραγιάδες.

Ο Κεχαγιάμπεης έφτασε ανενόχλητος στή Βοστίτσα (Αίγιο), όπου μόνο μία μικρή δύναμη τού Ανδρέα Ζαΐμη τόν συνάντησε στό χωριό Βόβοδα (Μαυρίκι). Οι άντρες τού Ζαΐμη διαλύθηκαν γρήγορα, ενώ ο ίδιος ο κοτζάμπασης λίγο έλλειψε νά πιαστεί αιχμάλωτος. Στή συνέχεια ο Τούρκος πασάς πέρασε από τά Μαύρα Λιθάρια Ακράτας, όπου τήν 21η Απριλίου τόν παρενόχλησαν οι Χαραλάμπης, Πετμεζάς καί Σολιώτης καί τήν επόμενη ημέρα έφθασε έξω από τήν Κόρινθο στό χωριό Βόχα (Βραχάτι).

«Κατά τήν εβδομάδα τής Διακαινησίμου έφθασεν εις τό Μεσολόγγιον καί ο Μουσταφάμπεης, Κεχαγιάς τού ηγεμόνος τής Πελοποννήσου Μεχμέτ Πασά, μετά τριών χιλιάδων καί πεντακοσίων περίπου Αλβανών. Τούς μετεβίβασαν ευθύς μέ τά πλοία των οι Μεσολογγίται εις τό Καστέλι τών Πατρών, καί χωρίς αναβολήν εστράτευσαν διά τήν Βοστίτζαν, τήν οποίαν καί κατέλαβον διόλου απροφύλακτον, καί τήν κατεπυρπόλησαν, οι δέ εκείσε Έλληνες, προλαβόντες κατέφυγαν εις τά όρη.

Εστάθησαν εκεί σχεδόν μίαν εβδομάδα, μέ τό νά εύρουν τροφάς ικανάς, καί εκείθεν εξέδωκεν ο Κεχαγιάς γράμματα αφέσεως, προσκαλών τούς τε Βοστιτζιάνους καί Καλαβρυτινούς Έλληνας, διά νά υπάγουν νά προσκυνήσουν καί, επειδή ήτον άδηλον, ποίαν οδόν θέλει εξακολουθήσουν οι εχθροί, τήν διά Κόρινθον, ή τήν διά Καλάβρυτα, έγραψαν οι Καλαβρυτινοί πρός τόν Ανδρέαν Ζαήμην νά προφθάση, μέ όσους στρατιώτας έχει, διά νά προκαταλάβουν τά στενά τού δρόμου τών Καλαβρύτων, όστις ευθύς έτρεξε πρός εκείνο τό μέρος, καί έφθασεν εις τό μοναστήριον τών Ταξιαρχών. Κατέλαβον δέ καί οι λοιποί Καλαβρυτινοί τάς αναγκαίας θέσεις, καί παρετήρουν τά κινήματα τών έχθρών. Εκ δέ τών Βοστιτζιάνων ουδέ ψυχή έφαίνετο, επειδή διεσκορπίσθησαν άπαντες, ένθεν κακείθεν.

Μίαν δέ τών ημερών πεντακόσιοι περίπου τών εχθρών ώρμησαν πρός τό μέρος τού μοναστηρίου τών Ταξιαρχών, καί έφθασαν είς τό χωρίον Βόβοδα, όπου ήταν εστρατοπεδευμένος ο Ανδρέας Ζαΐμης, τού οποίου οι στρατιώται μέ τό νά ελειποτάκτησαν, καί έμεινε μέ ολίγους, περιεκυκλώθη υπό τών έχθρών, καί εκινδύνευσε. Μ' όλον τούτο εκείνοι οι ολίγοι αντέστησαν εις τήν ορμήν τών εχθρών, καί πολεμούντες ετραβήχθησαν εις άσφαλέστερον μέρος. Εφονεύθησαν δέ είς έκείνην τήν μάχην δύο τρείς τών εχθρών καί άλλοι τόσοι τών Ελλήνων.

Κατά δέ τήν 20ην Απριλίου 1821 εστράτευσαν οι εχθροί διά τήν Κόρινθον, φέροντες μεθ' εαυτών καί ικανόν αριθμόν ζώων όπου εκυρίευσαν εις τό πεδίον τής Βοστίτζης καί, αφού επέρασαν όλα τά στενά τού δρόμου ανεπηρέαστοι, έφθασαν εις τήν Κόρινθον. Οι δέ πολιορκούντες εκείνην τήν Ακρόπολιν Κορίνθιοι, Δερβενοχωρίται καί Πορώται, ιδόντες μακρόθεν τούς εχθρούς, έφυγον, καί άφησαν τήν πόλιν τής Κορίνθου έρημον. Ο δέ Γρηγόριος Δίκαιος, όστις τότε ευρέθη εκεί, κατέκαυσε τό ωραίον παλάτι τού Κιαμίλμπεϊ καί ανεχώρησεν εις τό χωρίον Σοφικόν, όπου έκαμεν έφοδον εις έναν πύργον, εν ώ είχον πεφυλαγμένον τό πράγμα των ο τέ Θεοδωράκης Βλασσόπουλος, ο Θεοχαράκης Ρέντης, καί άλλοι Έλληνες, καί ελαφυραγώγησεν ικανά. Τότε η μήτηρ τού Κιαμήλμπεη, βλέπουσα τό παλάτι καιόμενον, εφόνευσε τόν Ανδρέαν Νοταράν, ευρισκόμενον ενέχυρον εις τήν Ακρόπολιν.

Ο δέ Κεχαγιάς, εφοδιάσας τό φρούριον τής Κορίνθου μέ τροφάς καί μέ στρατιώτας, εστράτευσε διά τό Άργος, όπου οι εκεί ευρισκόμενοι Έλληνες, τόσον εντόπιοι, όσον καί Κρανιδιώται, καί τινές Σπετζιώται, απεφάσισαν νά προσμείνουν τούς εχθρούς είς τό έξωθεν τού Άργους τείχος, καί νά τούς πολεμήσουν, νομίζοντες, ότι είναι ολίγοι αλλ' αφού τούς είδον μακρόθεν πολλούς, κατέφυγον εις τό όρος καί άφησαν τήν πόλιν τού Άργους έρημον καί μέρος μέν τών γυναικών καί παιδίων έμειναν κεκλεισμένοι εις τό μοναστήριον τής Κατακεκρυμμένης μέ ολιγίστους στρατιώτας, μέρος δέ εις τό Παλαιόκαστρον τού Άργους. Οι δέ εχθροί καταδιώξαντες τούς Έλληνας, καί φονεύσαντες τινάς έξ αυτών, έν οις ήν καί ο υιός τής Μπουπουλίνας (Γιάννης Γιάννουζας), εκυρίευσαν τήν πόλιν.»

Παλαιών Πατρών Γερμανός - Απομνημονεύματα


Στήν Κορινθία οι Έλληνες, υπό τήν αρχηγία τού Παπαφλέσσα, πολιορκούσαν τήν Ακροκόρινθο. Αιφνιδιάστηκαν μέ τήν άφιξη τού Κεχαγιά καί ο Παπαφλέσσας διαβλέποντας ότι οι Τούρκοι θά υπερτερούσαν έλυσε τήν πολιορκία καί υποχώρησε, καίγοντας τό παλάτι τού διοικητή τής Κορίνθου Κιαμήλ καί τά πλούσια σπίτια τών αγάδων. Μέ αυτό τόν τρόπο δέν υπήρχε περίπτωση επαναπροσέγγισης Ρωμηών καί Τούρκων στήν Κορινθία. Ο δραστήριος αρχιμανδρίτης δέν είχε λησμονήσει τήν πρώτερη έλλειψη ενθουσιασμού γιά τήν επανάσταση εκ μέρους τών προκρίτων τής περιοχής. Πράγματι, οι Νοταράδες, είχαν καθυστερήσει υπερβολικά νά σηκώσουν τά όπλα καί νά επιτεθούν κατά τού διοικητή Κιαμήλ μπέη.

Από τό φρούριο τής Ακροκορίνθου η μητέρα τού Κιαμήλμπεη Νουρή Μπεγίνα, μόλις είδε τό σπίτι της νά καίγεται διέταξε τήν εκτέλεση τού Ανδρίκου Νοταρά καί άλλων 25 Ελλήνων πού τούς κρατούσε ομήρους. Εν τώ μεταξύ, ο Κεχαγιάμπεης μπήκε στήν Κόρινθο σκορπίζοντας τούς επαναστάτες, καίγοντας καί λεηλατώντας. Ο δρόμος πλέον πρός τό Άργος ήταν ανοικτός καί οργανωμένη αντίσταση δέν υπήρχε. Ο επίσκοπος Δαμαλών Ιωνάς, κατά τή διάρκεια τής φυγής έπεσε από τό μoυλάρι τoυ καί κινδύνευσε νά συλληφθεί. Κατάφερε όμως νά ξεφύγει, αντίθετα μέ τόν διάκονο τής μητρόπολης πού τόν συνόδευε, ο οποίος δέν τά κατάφερε καί σκοτώθηκε.

Οι Έλληνες αρχηγοί τού Άργους, μήν υπολογίζοντας τήν ταχύτητα μέ τήν οποία είχε κινηθεί ο πασάς καί θεωρώντας ότι ο Παπαφλέσσας ήταν ακόμα στήν Κόρινθο, τού έστειλαν μήνυμα ζητώντας οδηγίες. Ο ταχυδρόμος πού ανέλαβε τήν αποστολή, μέθυσε καθ' οδόν καί φθάνοντας τή νύχτα στήν Κόρινθο δέν αντιλήφθηκε ότι είχαν μπεί στήν πόλη οι εχθροί. Μάλιστα φώναξε στούς Τουρκαλβανούς σκοπούς:

"Εγώ 'μαι αδέλφια. Χριστός Ανέστη! Έ πώς τά κάμετε σείς εδώ; Εμείς έχουμε μπλόκο τ' Ανάπλι. Τό κερδήσαμ' αδέλφια τό Ρωμαίϊκο!"

Οι Τουρκαλβανοί τού απάντησαν ρωμαίικα καί τόν συνόδευσαν μέχρι τόν Κεχαγιά. Ο άτυχος Ρωμιός παρέδωσε τήν επιστολή στόν γενειοφόρο πασά, νομίζοντας ότι τήν παραδίδει στόν Παπαφλέσσα. Όταν κατάλαβε τό λάθος του ήταν αργά. Ο πασάς τόν παλούκωσε καί ενήμερος πλέον γιά τίς εξελίξεις, ξεκίνησε γιά νά διαλύσει τήν πολιορκία τού Ναυπλίου.

Ναύπλιο







Μάχη τού Ξεριά στό Άργος (25 Aπριλίου 1821)

Ο Κεχαγιάμπεης έφθασε στίς 24 Aπριλίου 1821 στό Kουτσοπόδι τού Άργους καί αμέσως έστειλε επιστολή στούς ραγιάδες γιά άμεση παράδοση τής πόλης. Οι Ρωμιοί απέρριψαν τήν επιστολή καί ετοιμάστηκαν γιά νά δώσουν μάχη. Δυστυχώς έλειπαν από τό στρατόπεδο τού Άργους εκείνοι οι αρχηγοί οι οποίοι θά μπορούσαν νά αντιμετωπίσουν τούς ικανότατους Τουρκαλβανούς μαχητές τού Κεχαγιά. Καί όχι μόνο αυτό. Οι οπλαρχηγοί πού ανέλαβαν τήν άμυνα, δέν φρόντισαν νά απομακρύνουν ούτε κάν τά γυναικόπαιδα από τά πέριξ χωριά, πολλά από τά οποία είχαν μαζευτεί στούς γύρω λόφους γιά νά παρακολουθήσουν τή μάχη!

Τελικώς οι Αργείοι αποφάσισαν νά περιμένουν τόν εχθρό στόν ποταμό Ξεριά. Ο Δημήτριος Tσώκρης με 600 Aργείους κατέλαβε τή Μονή τής Παναγίας τής Κατακεκρυμμένης, ενώ ο ιερέας Αρσένιος Kρέστας μέ τόν Iωάννη Γιάννουζα οχυρώθηκαν σέ μία μάντρα πού βρισκόταν κοντά στόν ποταμό. Ο Ξεριάς ή Ξηριάς μέσα στόν μήνα Απρίλιο ήταν ήδη βατός καί αποδείχθηκε μοιραίο λάθος η επιλογή αυτής τής θέσης.

Oι Tουρκαλβανοί τού Kεχαγιάμπεη επιτέθηκαν χωρισμένοι σέ τρία σώματα. Στό κέντρο προχωρούσε η πεζούρα καί στά άκρα η καβαλλαρία. Οι Τούρκοι ιππείς διέσχισαν μέ ευκολία τόν χείμαρρο καί περικύκλωσαν τούς 500 άντρες τού Γιάννουζα πού μάχονταν στή μάντρα. Οι σπαχήδες τού εχθρού, όντας ικανότατοι ιππείς, κατετρόπωσαν τούς νησιώτες καί άρχισαν νά κόβουν αράδα κεφάλια μέ τά γιαταγάνια τους. Οι απειροπόλεμοι στήν ξηρά νησιώτες ήταν αδύνατο νά τούς σταματήσουν. Ο γιός τής Μπουμπουλίνας, τή στιγμή πού είχε ρίξει από τό άλογό του τόν αρχηγό τών Αλβανών Bελήμπεη καί ετοιμαζόταν νά τού πάρει τό κεφάλι, δέχτηκε πυροβολισμό καί έμεινε στόν τόπο.





Oι επί τών υψωμάτων θεατές, πανικόβλητοι, έφυγαν σάν τρελλοί πρός διάφορες κατευθύνσεις. Πολλοί κλείστηκαν μαζί μέ τόν παπά Αρσένη στή Μονή τής Κατακεκρυμμένης. Άλλες οικογένειες έτρεξαν στούς Αφεντικούς Μύλους (αρχαία Λέρνη όπου βρισκόταν η Λερναία Ύδρα), όπου τίς παρέλαβαν τά σπετσιώτικα καράβια. Ο Κεχαγιάς μόλις πληροφορήθηκε ότι μέσα στό μοναστήρι ήταν καί ο σεϊτάν παπάς Αρσένης Κρέστας, ενίσχυσε τήν πολιορκία καί τόν κάλεσε νά παραδοθή. Ο παπάς έδωσε τήν άδεια στά γυναικόπαιδα νά παραδοθούν, ενώ ο ίδιος καί τά παλληκάρια του μέσα στή νύκτα επιχείρησαν έξοδο. Κατάφεραν νά διασχίσουν τό εχθρικό στρατόπεδο μέ τά σπαθιά στά χέρια καί νά σώσουν τά κεφάλια τους.

Ο πληθυσμός τού Άργους δεινοπάθησε. Δεκαοκτώ Aργίτισσες παρθένες, γιά νά μήν πέσουν στά χέρια τών Tουρκαλβανών προτίμησαν νά ριχτούν μέσα στά πηγάδια καί νά πνιγούν. H πόλη λεηλατήθηκε άγρια, τά σπίτια πυρπολήθηκαν καί τά δέντρα γέμισαν μέ κρεμασμένους. Περίπου 900 κάτοικοι τού Άργους έχασαν τή ζωή τους.

Κάποιες προσπάθειες οπλαρχηγών νά σταματήσουν τόν Κεχαγιάμπεη δέν καρποφόρησαν. Ούτε ο Σκαλτσάς, ούτε ο Τσαλαφατίνος, ούτε ο Παπαφλέσσας μπόρεσαν νά αντιμετωπίσουν τούς Τουρκαλβανούς, καθώς τούς εγκατέλειπαν οι στρατιώτες τους, μόνο καί μέ τή θέα τού τουρκικού ιππικού. Αντίθετα ο Κεχαγιάς δέχτηκε περαιτέρω ενισχύσεις από τήν Τριπολιτσά. Επίσης οι Νικηταράς, Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης καί Κονδάκης πού έσπευσαν νά τόν συναντήσουν εγκαταλείφθησαν από τούς άντρες τους. Η φήμη τού Κεχαγιά ήταν φοβερή καί δέν φαινόταν κάποιος ικανός γιά νά τόν σταματήσει. Στίς 6 Μαΐου, ο Τούρκος πασάς, σέρνοντας ξοπίσω του αιχμάλωτες εκατοντάδες γυναίκες, έφθασε στήν Τριπολιτσά. Εκεί θά καθυστερούσε γλεντώντας μέ τίς γυναίκες καί τά λάφυρα πού είχε αρπάξει. Αυτή η καθυστέρηση όμως θά τού κόστιζε ακριβά. Θά έδινε καιρό στόν Γέρο τού Μοριά νά οργανώσει τήν άμυνά του καί νά τόν περιμένει στό Βαλτέτσι.

«Πρίν φθάση ο Κεχαγιάς, οι Έλληνες διέλυσαν τήν πολιορκίαν τού Ναυπλίου, καί μεταβάντες ολίγοι εξ αυτών εις Άργος, ωχυρώθησαν είς τινας οικίας, είς τε τό υπερκείμενον μοναστήριον καί εις τήν Λάρισσαν, τό παλαιοφρούριον, όπου κατέφυγον εις τήν υπεράσπισιν τού Τζιώκρη, τού Τσαλαφατίνου καί τού Παπαρσενίου καί όσοι τών κατοίκων δέν ημπόρεσαν νά φύγωσιν εις άλλα μέρη. Οι Τούρκοι είχον φθάσει τήν 24ην εις Κουτσοπόδι καί τήν 25ην μόλις εξεκίνησαν εκείθεν οι Αργείοι ήρχισαν νά τουφεκίζωσι καί οι εχθροί εκ τούτου εγνώρισαν οποίους εχθρούς είχον νά πολεμήσωσιν.

Εισβάλοντες εις τήν πόλιν, τήν εκυρίευσαν ευθύς, έκαυσαν τάς οχυράς οικίας καί εκτός δεκαοκτώ κορασίων, τά οποία γενόμενα θύματα τής τιμής εκούσια, έπεσον εις τά φρέατα καί επνίγησαν, εφόνευσαν έως επτακόσιους Έλληνας, εν οίς καί ο υιός τής Μπουμπουλίνης μετά πενήντα Υδραιοσπετσιωτών. Τότε ο Τσιώκρης απομαχόμενος μέ τούς περί αυτόν, διαβάς ανά μέσον τών εχθρών, ανέβη από τήν πόλιν εις τήν Λάρισσαν. Ο δέ Παπαρσένιος φεύγων ωσαύτως ανέβη εις τό μοναστήριον. Οι δέ Τούρκοι τούς επολιόρκησαν. Εξήλθον δέ καί οι Τούρκοι τού Ναυπλίου καί συνεμάχοντο μέ τόν Κεχαγιάν, συγχρόνως έφθασαν καί από Τριπολιτσάν έως δύω χιλιάδες πεζοί τε καί ιππείς εις προϋπάντησίν του εις Άργος.»

Απομνημονεύματα Νικολάου Σπηλιάδου Τόμος Α', 1852







Άλωση Μονεμβασιάς (23 Ιουλίου 1821)



Στά τέλη τού 6ου μ.Χ. αιώνα, κατά τή βασιλεία τού Βυζαντινού Αυτοκράτορα Μαυρίκιου, οι κάτοικοι τής Λακεδαίμονας εγκατέλειψαν ομαδικά τόν τόπο τους λόγω τών σλαβικών επιδρομών. Πολλοί από αυτούς βρήκαν ασφάλεια στή Σικελία, ενώ οι υπόλοιποι εγκαταστάθηκαν σέ ένα βράχο στίς ανατολικές ακτές τής Λακωνίας. Εκεί δημιούργησαν μία πόλη πού λόγω τής μοναδικής της εισόδου τήν ονόμασαν Μονεμβασία (Μόνη-Έμβαση). Κατά τό Χρονικό τής Μονεμβασίας, τά παραπάνω γεγονότα έγιναν κατά τόν έκτο χρόνο τής βασιλείας τού Μαυρίκιου, δηλαδή τό 588 μ.Χ.

Αμέσως μετά τήν ίδρυση της, η Μονεμβασία αναπτύχθηκε γρήγορα καί εξελίχθηκε σέ μία σημαντική πόλη. Γιά πρώτη φορά, στίς μέχρι σήμερα γνωστές ιστορικές πηγές, η πόλη αναφέρεται τό 723 μ.Χ. από τόν επίσκοπο Willibald, ο οποίος πέρασε από τήν Μονεμβασία στο ταξίδι του πρός τούς Αγίους Τόπους. Λίγο αργότερα, τό 746 μ.Χ., ο ιστορικός Θεοφάνης αναφέρει ότι μολυσματική ασθένεια μεταδόθηκε στή Μονεμβασία, μέσω τού λιμανιού της, από τή Σικελία καί τήν Καλαβρία. Τό 787 μ.Χ. ο επίσκοπος Μονεμβασίας Πέτρος συμμετείχε στήν Ζ' Οικουμενική Σύνοδο. Τό εμπόριο καί η ναυτιλία αναπτύχθηκαν ιδιαίτερα καί τό λιμάνι τής πόλης ήταν από τά μεγαλύτερα τής Πελοποννήσου. Η φυσική οχύρωση της ενισχύθηκε μέ τείχη, αρχικά στήν 'Ανω καί αργότερα στήν Κάτω Πόλη.



Τό 1147 οι Νορμανδοί επιχείρησαν ανεπιτυχώς νά καταλάβουν μέ πολιορκία τό κάστρο, ενώ λίγα χρόνια αργότερα ο Άραβας γεωγράφος Εδρισί ονόμαζε τήν πόλη Μαλλιάσα. Τό 1249 η πόλη κυριεύθηκε από τούς Φράγκους, ύστερα από τρίχρονη πολιορκία από τόν Γουλιέλμο Βιλλεαρδουίνο. Η Φραγκοκρατία διήρκησε 14 χρόνια καί τό 1262 ο Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος απελευθέρωσε τήν πόλη. Κατά τήν βασιλεία τού Ανδρόνικου Β' Παλαιολόγου, παραχωρήθηκαν σημαντικά προνόμια στή Μονεμβασιά μέσω δύο χρυσόβουλλων πού εκδόθηκαν τό 1284 καί 1301. Τά προνόμια αυτά επεκτάθηκαν τό 1336 μέ άλλο χρυσόβουλλο τού αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ'. Τό 1292, ο Καταλανός πειρατής Roger de Lluria λεηλάτησε τή Μονεμβασία καί άλλες πόλεις τού Αιγαίου. Τό 1395, η πόλη καταλήφθηκε γιά τρείς μήνες από τούς Τούρκους, ενώ τό 1443 ο Θεόδωρος Β' Παλαιολόγος ανανέωσε τά προνόμια τής πόλης.

Τό 1460 η πόλη ήταν υπό τήν προστασία τού πάπα Πίου Β' ενώ τό 1463 καταλήφθηκε από τούς Βενετούς. Η Α' Ενετοκρατία τελείωσε τό 1540. Αμέσως μετά η πόλη παραχωρήθηκε στούς Τούρκους γιά 150 χρόνια (1540-1690). Τό 1564 οι Ιππότες τού Αγίου Ιωάννη επιχείρησαν ανεπιτυχώς νά καταλάβουν τό κάστρο. Μετά από αυτήν τήν επιχείρηση, η είσοδος στή βορεινή πλευρά τού βράχου σφραγίστηκε μέ τείχος (Mura Rossa). Τό 1690, οι Βενετοί ανακατέλαβαν τήν πόλη μέχρι τό 1715, οπότε η Μονεμβασιά παραδόθηκε στούς Τούρκους.

«Από τού 1715 καί εντεύθεν εκάλυψε τήν Ελλάδα, ιδίως δέ τήν Πελοπόννησον η ζοφωτέρα δουλεία τών όσων ποτέ υπέστη. Αι πασίγνωστοι οθωμανικαί τυραννίαι καί μαστιγώσεις, αι εξορίαι καί αι δημεύσεις, αυξάνουσαι οσημέραι, οι φόροι ήγαγον τούς δυστυχείς κατοίκους εις τήν εσχάτην απελπισίαν καί εν τούτοις ουδέν απολύτως ηδύναντο νά πράξωσι πρός απαλλαγήν των, διότι οι προηγούμενοι μακροί καί συνεχείς πόλεμοι, αι συχναί αλλαγαί δεσποτών καί τά καταθλιπτικά μέτρα, άπερ έλαβον εσχάτως οι Τούρκοι κατ' αυτών, αφήρουν πάσαν περί απελευθερώσεως σκέψιν.

Οι κατ' εκείνην λοιπόν τήν εποχήν (1769) προϊστάμενοι τών διαφόρων χωρών τής Πελοποννήσου, εν οίς οι Ζαήμης, Κρεββατάς, Μπενάκης κλπ κατέφυγον δι΄αναφοράς των πρός τήν Αυτοκράτειραν τής Ρωσσίας Αικατερίνην τήν Μεγάλην, επικαλούμενοι βοήθειαν. Καί όντως αυτή έδωσεν ως πρώτον δείγμα τής ευμενείας της τήν αποστολήν τού Γεωργίου Παπαζώλη, Μακεδόνος λοχαγού τού ρωσσικού πυροβολικού, εις τήν Ελλάδα πρός βολιδοσκόπησιν τών πνευμάτων καί παρακίνησιν πρός επανάστασιν. Μετά δέ τάς ευαρέστους ανακοινώσεως τού απεσταλμένου τούτου, κατέπλευσε καί ηγκυροβόλησεν εν Οιτύλω η πρώτη μοίρα τού ρωσσικού στόλου υπό τόν Θεόδωρον Ορλώφ, λήγοντος τού Φεβρουαρίου τού 1770.

Αλλά η επανάστασις τού 1770 κατέπεσε, διότι οι Έλληνες ούτε ήσαν, ούτε ήτο δυνατόν νά ώσιν επαρκώς παρασκευασμένοι, έλειπον δέ αυτοίς πάντα τά χρειώδη καί τά υποσχεθέντα υπό τής Ρωσσίας βοηθήματα περιωρίζοντο εις ολίγα μόνον όπλα. Τότε λοιπόν, ανωτέρα διαταγή οι Αλβανοί λησταί ανά μυριάδας κατεπλημμύρησαν τήν Πελοπόννησον καί σφάζοντες, αιχμαλωτίζοντες καί λεηλατούντες επήνεγκαν ουχί πλέον τήν ησυχίαν καί τήν τάξιν, αλλά νεκρικήν σιγήν εν όλη τή χώρα.

Οι κάτοικοι τής Βοστίτζης καταφυγόντες εις τήν μονήν τών Ταξιαρχών, άπαντες εσφάγησαν. Αυτοί οι Μανιάται ηναγκάσθησαν νά ζητήσωσιν άσυλον εις τάς δυσχωρίας τού Ταϋγέτου, καταλιπόντες τάς κώμας αυτών εις τήν διαρπαγήν τών Αλβανών. Εικοσακισχίλιοι Πελοποννήσιοι επωλήθησαν είτε εις Αλγερίαν είτε εις τούς Τούρκους τής Ρούμελης.

Παρήλθε λοιπόν είς ολόκληρος αιών (1715 - 1806) εν συνεχεί πολέμω, εν σφαγαίς καί αιματοχυσίαις, αφ' ότου οι Τούρκοι εγένοντο κύριοι τής Πελοποννήσου, απόδειξις ότι οι κάτοικοι δέν έκλινον τόν αυχένα, ειμή εις τήν ανάγκην.»

Πολιορκία καί άλωσις τής Μονεμβασίας υπό τών Ελλήνων τώ 1821, Ιστορική Πραγματεία Παπαμιχαλόπουλου, 1874

Η μοίρα τής Μονεμβασίας ήταν ίδια μέ τήν μοίρα ολόκληρης τής Πελοποννήσου στούς αιώνες πού ξένοι εισβολείς εναλλάσσονταν στήν εξουσία. "Δυό γάιδαροι μαλώνανε σέ ξένον αχυρώνα", έλεγε ο λαός μας. Τελικώς επικράτησαν οι Τούρκοι οι οποίοι έδιωξαν τούς Βενετούς εξ ολοκλήρου. Μετά τά ορλωφικά εξόντωσαν τούς Αλβανούς πού είχαν γίνει μάστιγα στόν πληθυσμό ενώ γύρω στό 1800 κατάφεραν νά εξουδετερώσουν ακόμα καί τούς Κλέφτες.

Μονεμβασιά

Τόν Μάρτιο τού 1821, η φωτιά πού άναψε σέ ολόκληρο τόν Μοριά θά έκαιγε καί τήν ανατολική Λακωνία. Οι Μπαρδουνιώτες Τούρκοι, οι μόνοι πού μπορούσαν νά φέρουν σοβαρή αντίσταση, εγκατέλειψαν τά χωριά τους γιά νά κλειστούν στά τείχη τής Τριπολιτσάς, μετά τήν φήμη πού διέδωσε ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης ότι πλάκωσαν οι Φράγκοι στό λιμάνι τού Γυθείου. Οι Έλληνες χωρικοί άρχισαν νά συρρέουν γύρω από τήν Μονεμβασιά. Ήταν περίπου χίλιοι ένοπλοι μέ αρχηγούς τούς Ζανετάκη Μπέη Γρηγοράκη, Δημήτριο Τσιγκουράκο, Παναγιώτη Κοσσονάκο, Πετροπουλάκη, Γ. Αντωνάκο, Μαγκιώρο, Ιωάννη Κατσούλη καί Ιωάννη Κρανίδη. Η έξοδος πού επιχείρησαν οι Τούρκοι από τά τείχη τής Μονεμβασιάς δέν είχε αποτέλεσμα. Τότε ο διοικητής τού φρουρίου Μεχμέτ Αγά Ατσεπή, τούς επανέφερε εντός τών τειχών καί κατέστρεψε τή γέφυρα πού συνέδεε τήν είσοδο τού κάστρου μέ τήν ξηρά.

«Τό μυστήριον τής Φιλικής Εταιρίας έφθασε μέχρι Μονεμβασίας, εξ ής κατηχήθησαν οι αδελφοί Δεσποτόπουλοι, ο Π. Καλογεράς καί πρό πάντων ο Αρχιεπίσκοπος Μονεμβασίας Χρύσανθος, γνωστός γινόμενος διά τόν ζήλον υπέρ τού Έθνους. Ο Χρύσανθος εκλείσθη υπό τών Τούρκων εν Τριπόλει μετά τών λοιπών Αρχιερέων. Ότε ήρχισε περιτρέχουσα υπόκωφος φήμη περί επικειμένης γενικής τών Ελλήνων επαναστάσεως, ουδεμίαν οι Τούρκοι τής Μονεμβασίας συνέλαβον υποψίαν περί τών ραγιάδων των, διότι ήσαν πεπεισμένοι περί τής πίστεως καί αφοσιώσεως αυτών.

Γνωστοποιηθείσης τής φυγής τών Βαρδουνιωτών Τούρκων, οι Έλληνες εδράξαντο τών όπλων. Πρώτοι δέ οι φιλοπόλεμοι καί ελευθερόφρονες Λάκωνες έδωκαν τό παράδειγμα καί τό θάρρος πρός τούτο καί αυτοί πρώτοι έσπευδον κατά αποσπάσματα υπό διαφόρους αρχηγούς, νά πολιορκήσωσι τήν Μονεμβασίαν.

Οι Τούρκοι παρελθόντος τού πρώτου φόβου καί τής καταλαβούσης αυτούς συγχύσεως, εσκέφθησαν ότι είναι αδύνατον νά έλαβον σπουδαίως κατ' αυτών τά όπλα οι ραγιάδες των, οι μέχρι χθές ποιμένες καί γεωργοί καί υπηρέται των, καί απεφάσισαν νά εξέλθωσι πρός διασκορπισμόν τούτων διά προτροπών ή απειλών, εν αποτυχία δέ καί πρός τιμωρίαν αυτών, έτι δέ καί πρός προμήθειαν καί εισαγωγήν τροφών οιωνδήποτε.»

Πολιορκία καί άλωσις τής Μονεμβασίας υπό τών Ελλήνων τώ 1821, Ιστορική Πραγματεία Παπαμιχαλόπουλου, 1874



Ο κλοιός έσφιγγε τό κάστρο τής Μονεμβασιάς, καθώς ήρθαν πρός ενίσχυση καί 250 κάτοικοι τού Λεωνιδίου τής Κυνουρίας, οι οποίοι πρωτύτερα στίς 25 Μαρτίου 1821, είχαν υψώσει τή σημαία τής ελευθερίας καί είχαν ευλογήσει τά όπλα στήν μητρόπολη τής πόλης. Η Μονεμβασιά όμως, μέ τό πανίσχυρο κάστρο της, μόνο από πείνα θά έπεφτε καί σ' αυτό είχε βοηθήσει η αμέλεια τών Τούρκων αγάδων, οι οποιοι δέν είχαν φροντίσει νά έχουν γεμάτες τίς αποθήκες τής πόλης μέ σιτάρι. Τώρα πού τούς έκλειναν καί από τή θάλασσα τά πλοία τών Σπετσών, δέν υπήρχε δυνατότητα νά προμηθευτούν τρόφιμα. Οι Ρωμιοί δέν είχαν τίποτα άλλο παρά νά περιμένουν.

Τά σπετσιώτικα πλοία πού έζωσαν τήν πόλη από τήν θάλασσα ήταν τών Αναστασίου Ανδρούτσου, Ιωάννη Κούτση, Γεωργίου Μπαρδάκου, Ν. Ράπτου, Θεοδώρου Λαζάρου, Αναργύρου Χατζή Αναργύρου, Ν. Ορλώφ, Γ. Ανδρέου, Ηλ. Θερμισιώτου, Αναγνώστη Κυριακού, Γεωργίου Κλίσσα καί Γεωργίου Πάνου. Τελικά όμως τά περισσότερα αποχώρησαν γιά νά αντιμετωπίσουν τόν σουλτανικό στόλο πού κατέβαινε στό Αιγαίο, αλλά τά λίγα πού έμειναν ήταν αρκετά γιά νά φέρουν σέ απόγνωση τούς αποκλεισμένους μουσουλμάνους. Η πείνα καί οι επιδημίες πλέον θέριζαν τούς αποκλεισμένους, οι οποίοι τρέφονταν μέ φραγκόσυκα, ποντίκια, ακόμα καί μέ ανθρώπινα πτώματα.

Οι Έλληνες είχαν επίσης πρόβλημα τροφοδοσίας καί τή νύκτα αποχωρούσαν κρυφά ομάδες τών πενήντα ή εκατό ατόμων καί πήγαιναν στά γειτονικά χωριά γιά νά προμηθευτούν τρόφιμα. Φρόντιζαν η επιστροφή τους στό στρατόπεδο νά γίνεται ημέρα, μέ τό φώς τού ήλιου ώστε νά φαίνονται ότι έρχονται νέες επικουρίες στούς επαναστάτες. Οι Τούρκοι όμως πού είχαν λάβει επιστολή από τούς ομοθρήσκους τους, μέσω ενός Ρωμιού προδότη ονόματι Μερτσάνης, ότι ο Κεχαγιάς προχωρούσε ανεμπόδιστα πρός τήν Τριπολιτσά, δέν τό έβαζαν κάτω.

Εν τώ μεταξύ οι αντίπαλοι βρίζονταν κατά τήν διάρκεια τής ανάπαυλας τής μάχης.

"- Βρέ Ρωμηοί. Ακόμη τά σπαθιά μας αχνίζουν από τά αίματά σας καί σείς ετολμήσατε νά σηκώστε τουφέκι κατεπάνω μας; Δέν θά βγούμε όξω; Θά σάς παστρέψουμε όλους. Εκατό χρόνους θά κάμη νά λαλήση πέρδικα στά βουνά σας!"

"- Αμή κοιτάξετε νά βγήτε πρώτα καί τότε άς μή λαλήση μήτε κούκος. Καί πότε βρέ Τούρκοι έλειψαν από τά ρωμαίϊκα βουνά οι αετοί καί οι πέρδικες, πού θά λείψουν τώρα;"


Οι Σπετσιώτες είχαν σέ διαρκή νυκτερινή περιπολία δύο πλοιάρια γιά νά προσέχουν τά θαλάσσια τείχη τής Μονεμβασιάς. Πράγματι κάποια νύκτα τού Μαΐου, 172 Οθωμανοί προσπάθησαν μέ βάρκες νά αιφνιδιάσουν τούς Έλληνες στήν απέναντι παραλία πού είχαν στήσει τό στρατόπεδό τους. Ένας από τούς κλεισμένους στό κάστρο Χριστιανός, ο Χατζή Κυριάκος Ιατρόπουλος, κατόρθωσε μέ μία γυναίκα νά ειδοποιήση τούς ομοθρήσκους του γιά τήν επικείμενη έξοδο. Πράγματι οι εχθροί έγιναν αντιληπτοί από τούς Σπετσιώτες πού περιπολούσαν καί τό μόνο πού κατάφεραν ήταν νά βγούν στήν απέναντι παραλία καί νά οχυρωθούν σέ ένα ύψωμα. Στή μάχη πού ακολούθησε εξοντώθηκαν όλοι οι μουσουλμάνοι μέχρι ενός. Μαζί τους ήταν καί ο προδότης Μερτσάνης τόν οποίο οι Σπετσιώτες τόν εκτέλεσαν βάζοντάς τόν στό στόμιο ενός κανονιού τό οποίο εκπυρσοκρότησαν.

Μετά από αυτή τήν αποτυχία οι μπέηδες κλείστηκαν στήν ακρόπολη τής Μονεμβασιάς παίρνοντας μαζί τους ότι τροφές είχαν απομείνει. Οι φτωχότεροι Τούρκοι έμειναν στό κάτω μέρος τής πόλης, όπου αργοπέθαιναν από τίς αρρώστιες καί από τόν υποσιτισμό. Στίς 4 Ιουλίου μία ελληνική σακολέβα συνέλαβε δύο μεγάλες βάρκες στίς οποίες επέβαιναν εξήντα Τούρκοι, οι οποίοι προσπαθούσαν νά δραπετεύσουν. Οι αιχμάλωτοι πληροφόρησαν τούς Έλληνες ότι εκατοντάδες κάτοικοι τής πόλεως είχαν πεθάνει από μολυσματικές ασθένειες καί επτά τουρκόπουλα τά είχαν σφάξει καί τά είχαν φάει.

Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης απηύθυνε έγγραφο γιά παράδοση τού κάστρου αλλά αυτό απορρίφθηκε, διότι οι αποκλεισμένοι δέν είχαν, καί μέ τό δίκιο τους, εμπιστοσύνη στούς άγριους Μανιάτες ότι θά τηρηθεί η συμφωνία παράδοσης τού κάστρου. Μάλιστα δήλωσαν καί γραπτώς ότι επ' ουδενί θά παρέδιδαν τήν πόλη τους στούς ραγιάδες. Οι ένοπλοι χωρικοί περίμεναν νά πέσει η πλούσια πόλη γιά νά τήν λαφυραγωγήσουν. Οι εξαθλιωμένοι αγρότες πού μέχρι πρίν μερικές ημέρες δούλευαν ολημερίς στά χωράφια τών μπέηδων περίμεναν μέ αδημονία νά βάλουν χέρι στούς αμύθητους θησαυρούς τους.

Τότε τίς διαπραγματεύσεις ανέλαβε ο πρίγκηπας Αλέξανδρος Καντακουζηνός. Ο Αλέξανδρος Καντακουζηνός ήταν γεννημένος στό Ιάσιο Ρουμανίας καί ήταν γιός τού Ματθαίου Καντακουζηνού, μεγάλου βορνίκου τής Μολδαβίας, συμβούλου επικρατείας τής Ρωσίας καί γόνου τής αρχοντικής βυζαντινής οικογένειας τών Καντακουζηνών με παρακλάδια στή Ρουμανία. Ο ίδιος είχε διατελέσει αυλάρχης τού τσάρου καί είχε έρθει στήν Ελλάδα μαζί μέ τόν Δημήτριο Υψηλάντη, αδελφό τού αρχηγού τής Φιλικής Εταιρίας.

«Τήν 15η Ιουλίου 1821, οι ναυτικοί Σπετσιώτες, παραλαβόντες μεθ' αυτών εκατό Λάκωνας καί είκοσι επαρχιώτας μετά τού Σπαρτιάτου Δημητρίου Κατσούλη, ώρμησαν μέ τάς λέμβους των κατά τού προστατεύοντος τήν ενούσαν τό φρούριον μετά τής μεγάλης ξηράς γέφυραν πύργου καί μετά πεισματώδη μάχην, καθ' ήν εφονεύθησαν έξ Έλληνες, εκυρίευσαν αυτόν καί ούτως εστέρησαν τούς εν τώ φρουρίω ύδατός τινος ποσίμου, όπερ εκείθεν ελάμβανον. Μετά τό κατόρθωμα τούτο, οι Μονεμβασίται Τούρκοι, απελπισθέντες πλέον, εζήτησαν νά παραδοθώσιν επί συνθήκη τού νά παραδώσωσι τό φρούριον καί τά όπλα των εις τούς Έλληνας, ούτοι δέ νά μετακομίσωσιν αυτούς επί τών πλοίων εις οποιονδήποτε μέρος τής Μικράς Ασίας ήθελον προκρίνει, φέροντας μεθ' εαυτών καί τά ενδύματά των.

Εζήτουν προσέτι καί τήν εκ μέρους τού Δημητρίου Υψηλάντου αποστολήν ανδρός τινος διασήμου, πρός πλειοτέραν εγγύησιν τής ακριβούς εκπληρώσεως τών συνθηκών καί επί τών σκοπώ τούτω απεστάλη εις Μονεμβασίαν παρά τού Δημητρίου Υψηλάντου καί τών κατά τήν Τριπολιτσάν οπλαρχηγών τού γενικού τών Ελλήνων στρατοπέδου, ο Καντακουζηνός.

Οι Τούρκοι τής Μονεμβασίας εστασίαζον αναμεταξύ των, διότι οι μέν αδύνατοι δεινότερα πάσχοντες εκ τής πείνης, ήθελον νά παραδοθώσιν εις τούς Έλληνας μίαν ώραν αρχήτερα, οι δέ ισχυρότεροι, κατέχοντες τήν ακρόπολιν καί έχοντες ολίγας ακόμη τροφάς, ήλπιζον ημέραν παρ' ημέραν βοήθειάν τινα εξωτερικήν. Τέλος πάντων, επειδή η θέλησις τών πολλών υπερίσχυσε διά τής βίας καί αποσταλλέντων εις τό φρούριον τού Ηλία Θερμισιώτου ως ναυτικού καί τινος άλλου εκ μέρους τού Αλεξάνδρου Καντακουζηνού καί ληφθέντων ομήρων Οθωμανών επί τών πλοίων, μή εμπιστευομένων τών Τούρκων εις τούς τής ξηράς, υπεγράφησαν αι συνθήκαί παρ' αμφοτέρων τών μερών.»

Ναυτικά Αναστασίου Ορλάνδου, εν Αθήναις 1869

Μετά από πολλές διαπραγματεύσεις οι αγάδες συμφώνησαν νά παραδώσουν τήν καστρόπολη τής Μονεμβασιάς στόν Αλέξανδρο Καντακουζηνό, τόν Γεωργάκη Μιχαλάκη, τόν Τσιγκουράκο, τόν Κοσσονάκο καί τόν Τζανετάκη, στίς 23 Ιουλίου 1821. Ο Τούρκος τσιντάρης (φρούραρχος) ακολουθούμενος από τούς αγάδες έφερε μαζί του ένα δίσκο ο οποίος είχε τήν τουρκική σημαία, ένα μαχαίρι καί τά κλειδιά τού φρουρίου καί τά έδωσε στόν Καντακουζηνό. Οι Έλληνες έγιναν κύριοι τής πόλης καί τό πρώτο τους μέλημα ήταν νά τελέσουν δοξολογία στήν μητρόπολη τής Μονεμβασιάς. Αμέσως μετά σήκωσαν τή σημαία τής Ελευθερίας στά τείχη γιά νά δούν όλοι οι Έλληνες, ότι τό ένδοξο βυζαντινό κάστρο επανέρχονταν έπειτα από τέσσερεις αιώνες σέ χέρια χριστιανικά καί μάλιστα σέ ένα απόγονο τών Καντακουζηνών οι οποίοι υπήρξαν Δεσπότες τής Μονεμβασιάς τόν 14ο αιώνα.

Οι Τούρκοι αιχμάλωτοι επιβιβάστηκαν στά σπετσιώτικα πλοία τών Αναγνώστη Κυριακού, Ηλία Θερμισιώτου καί Γεωργίου Κλίσα, καί μεταφέρθηκαν στά παράλια τής Μικράς Ασίας. Η άλωση τής Μονεμβασιάς αναπτέρωσε τό ηθκό τών επαναστατών γιατί αφενός ήταν τό πρώτο ονομαστό κάστρο πού έπεφτε στά χέρια τους, αφετέρου έγιναν κύριοι πολλών πυρομαχικών, δεκάδων πυροβόλων καί εκατοντάδων άλλων μικρότερων όπλων.

"Εσείς χελιδονάκια μου, πού πάτε στόν αέρα
δώστε μαντάτα στό βοριά σ'όλα τά βιλαέτια,
πάτησαν τή Μονεμβασιά, σέ πέντε δέκα μέρες
θά 'ρθουν τά τσακωνόπουλα, ο καπετάν Γεωργάκης
νά δείς πραστιώτικο σπαθί, τσακώνικο τουφέκι."











Άλωση Νεοκάστρου (7 Αυγούστου 1821)



Τό Νιόκαστρο τής Πύλου ή Νέο Ναβαρίνο βρίσκεται κοντά στήν είσοδο τού λιμανιού τής Πύλου. Κατασκευάστηκε επί τουρκοκρατίας, λίγο μετά τή ναυμαχία τής Ναυπάκτου (1571) γιά νά ελέγχουν οι Τούρκοι τίς δυτικές ακτές τής Πελοποννήσου. Τό νέο κάστρο ονομάστηκε Νιόκαστρο σέ αντιδιαστολή μέ τό Παλιόκαστρο ή Παλαιό Ναβαρίνο πού υψώνεται στό βόρεια είσοδο τού κόλπου τής Πύλου καί τό οποίο είχε κατασκευαστεί τόν 13ο αιώνα από τόν γαλλικής καταγωγής βαρώνο Nicolas de Saint-Omer. Ο Γάλλος σταυροφόρος είχε ονομαστεί από τούς Ρωμιούς τού Μοριά "Σανταμέρης".

Νεόκαστρο - Πύλος


Στά 1816, σύμφωνα μέ τόν Πουκεβίλ, τό Νιόκαστρο πρωτεύουσα τής επαρχίας τού Ναβαρίνου είχε 600 Τούρκους κατοίκους, ενώ 130 Έλληνες ζούσαν στό βαρόσι, τή συνοικία εκτός τών τειχών. Στό τέλους Μαρτίου 1821 ξεκίνησαν ταυτόχρονα οι πολιορκίες τής Μεθώνης καί τού Νεοκάστρου. Στήν πρώτη έλαβαν μέρος τά στρατιωτικά σώματα τού Νικολάου Γεωργακόπουλου, τού Αναγνώστη Βουτιέρου καί τού Ευστάθιου Δρακόπουλου καί στήν δεύτερη τά σώματα τών Παπατσώρη, Ιωάννη Μέλιου, Παναγιώτη Ντούφα καί Νικολάου Πονηρόπουλου. Στό Νεόκαστρο τής Πύλου είχαν κλειστεί οι Τούρκοι τής Αρκαδιάς (Κυπαρισσίας), οι οποίοι κατέφυγαν αμέσως μετά τήν κήρυξη τής επανάστασης τών Ελλήνων τής επαρχίας Τριφυλίας.

Ολόκληρη η ελληνική δύναμις πού ανέλαβε τήν πολιορκία τών δύο γειτονικών κάστρων κειμένονταν στούς 1600 άνδρες. Ο Πονηρόπουλος οχυρώθηκε σέ απόσταση είκοσι λεπτών από τό Νιόκαστρο καί στίς 30 Μαρτίου 1821 υποδέχθηκε τόν επίσκοπο Μεθώνης Γρηγόριο Παπαθεοδώρου καί τόν Γεώργιο Οικονομίδη μαζί μέ άλλους 180 ένοπλους Μεσσήνιους. Γιά νά είναι πιό αποτελεσματική η πολιορκία τών δύο κάστρων ζητήθηκε η συνδρομή πολεμικών πλοίων από τήν Ύδρα καί τίς Σπέτσες. Στίς 13 Απριλίου κατέφθασε έξω από τή Μεθώνη καί ο Κωνσταντίνος Πιεράκος Μαυρομιχάλης μέ 120 Μανιάτες, γιά νά ενισχύσει τόν Παναγιώτη Ντούφα πού είχε φτιάξει τά ταμπούρια του στή θέση Παλαιοχώρι.

«Πρό δύω δέ ωρών πρίν δύση ο ήλιος ήλθεν αυτόσε ο Γρηγόριος Δικαίος, ο Ηλίας Μαυρομιχάλης, ο Αναγνωσταράς, ο Κεφάλας, οι Κουμουνδουράκηδες, οι Καπιτανάκιδες, ο Παπά Τζόνης καί άλλοι ομού μέ τά ελληνικά ςρατεύματα, ενηγκαλίσθησαν δέ ευθύς ο Πρωτοσύγκελλος μετά τού Αρχιμανδρίτου Γρηγορίου Δικαίου καί μετά τόν αλλεπάλληλον ασπασμόν των είπεν ο Πρωτοσύγκελλος:

- "Τί ωμιλήσαμεν εις τήν Βοστίτζαν καί τί βλέπω;"

- "Ευχαριστήθην οπού σέ είδα καί δέν αλήθευσαν τά φημιζόμενα, έπειτα οι Τούρκοι τής Πελοποννήσου είναι μία πρέζα ταμπάκου εμπρός εις τούς Έλληνας καί θέλεις τό ιδή." Απεκρίθη ο Δικαίος.

- "Είθε!" είπεν ο Πρωτοσύγκελλος καί ενεκρίθη ν' απελθώσιν άπαντες εις τήν Αρκαδίαν (Κυπαρισσίαν).

Τήν δέ επιούσαν 27η Μαρτίου, ανεχώρησαν εκ τής Σκάλας διά τήν Αρκαδιάν, εκτός τού Ηλία Μαυρομιχάλη όστις ομού μέ 450 Μανιάτας ανεχώρησε διά τήν Καρύταιναν. Καθ' οδόν δ' επληροφορήθησαν ότι οι Οθωμανοί τής Κυπαρισσίας είχον αναχωρήσει διά τά φρούρια Νεοκάστρου καί Μεθώνης.

Ο Ιωάννης Μέλιος, ο Παπατζόρης, ο Γρηγοριάδης, ο Ντούφας, ο Σιράκος καί οι λοιποί οδεύοντες αποφασιστικώς διά τά φρούρια τήν 29η Μαρτίου, απήντησαν μακράν τού φρουρίου Νεοκάστρου 400 Οθωμανούς επιστρέφοντας εις Κυπαρισσίαν πρός διατήρησιν τών οικιών των. Μέ τόν ακόλουθον ιλαρόν τρόπον ενουθέτον τούς Έλληνας:

- "Βρέ Ρωμαίοι! γυρίστε εις τά σπήτια. Μήν σάς επήρεν ο Θεός τήν γνώσιν σας καί θά φάτε τά κεφάλια σας, γιατί δέν θά κατορθώσετε τίποτε, επειδή βλέπομεν ότι είσθε μοναχοί σας καί δέν βλέπομεν Κιράλιδες (βασιλιάδες) καί Φραγκιά νά πολεμήσουν καί εις τήν θάλασσαν καί εις τήν στεργιά. Εσείς μονάχοι σας θά χαθήτε καί σάς λυπούμαστε."»


Aμβροσίου Φραντζή, Επιτομή τής Ιστορίας τής αναγεννηθείσης Ελλάδος

Τήν Μεγάλη Εβδομάδα τού Πάσχα, οι Ρωμηοί πού τό έφεραν βαρέως νά μήν εορτάσουν τά πάθη τού Ιησού, χαλάρωσαν τήν πολιορκία τών δύο φρουρίων καί γύρισαν στά χωριά τους. Οι Οθωμανοί τού Νεόκαστρου επιχείρησαν έξοδο τήν Δευτέρα τού Πάσχα - 11 Απριλίου - αιφνιδιάζοντας τίς λίγες δεκάδες τών πολιορκητών, πού είχαν παραμείνει στίς θέσεις τους. Οι αρχηγοί όμως τής πολιορκίας πρόλαβαν νά πιάσουν τά ταμπούρια τους, καί απάντησαν μέ επιτυχία στούς πυροβολισμούς τών εξακοσίων περίπου Τούρκων, πού από αμυνόμενοι μετετράπησαν σέ επιτιθέμενοι. Ο Παναγιώτης Ντούφας μέ τόν παπά Αναστάση από τό χωριό Χαλαζόνι καί τόν Αναστάση Γυφτάκη από τό χωριό Ραφτόπουλο, μέ αντεπίθεση ανάγκασαν τούς αριθμητικά ανώτερους Τούρκους νά επανέλθουν στό κάστρο τους καί η πολιορκία τού κάστρου συνεχίστηκε κανονικά.

Δϋο ολόκληρους μήνες μετά τήν έναρξη τών πολεμικών επιχειρήσεων καί ύστερα από επανειλημμένες εκλήσεις, έφθανε επιτέλους στόν κόλπο τού Η παράδοσις τού Νεόκαστρου Peter Von Hess Ναβαρίνου μικρή ναυτική δύναμη από τή νήσο τών Σπετσών, αποτελούμενη από τά πλοία τού Μπόταση καί τού Αναστασίου Κολανδρούτζου. Τό φρούριο τού Νεόκαστρου, πού είχε λιγώτερες προμήθειες από αυτό τής Μεθώνης, άρχισε νά υποφέρει από τήν έλλειψη τών τροφών. Αφού κατανάλωσαν όλα τά ζώα οι Τούρκοι τού Νιόκαστρου έστειλαν μία φελούκα μέ δύο ψαράδες νά ζητήσουν τρόφιμα από τό γειτονικό κάστρο τής Μεθώνης. Οι Τούρκοι τής Μεθώνης, πράγματι έστειλαν στούς ομοθρήσκους τους (ντίν ισλάμηδες), ένα πλοίο φορτωμένο μέ στάρι καί κουκιά. Τό πλοίο έγινε αντιληπτό από τά σπετσιώτικα πολεμικά, τά οποία τό κανονιοβόλησαν καί τό ανάγκασαν νά επιστρέψει στή Μεθώνη, φέρνοντας τήν απελπισία στούς Τούρκους τού Νέου Ναβαρίνου.

Στίς 14 Ιουλίου 1821, 125 άμαχοι Τούρκοι βγήκαν από τό κάστρο καί παραδόθηκαν στούς πολιορκητές. Τά γυναικόπαιδα τά διασκόρπισαν σέ διάφορα χωριά καί 16 άντρες τούς έκλεισαν στήν Ακρόπολη τής Αρκαδιάς (Κυπαρισσίας). Μετά από λίγες όμως ημέρες, οι φύλακες έριξαν τούς άνδρες αιχμαλώτους κάτω από τήν Ακρόπολη, γεγονός πού καταδικάζει έντονα ο Αμβρόσιος Φραντζής στήν Επιτομή τής Ιστορίας του.

Ο θαλάσσιος αποκλεισμός έφερε τά αποτελέσματά του. Οι εντός τού φρουρίου Οθωμανοί είχαν έρθει σέ απόγνωση. Ο Τούρκος πού κατέβασαν από τά τείχη γιά νά ζητήσει βοήθεια από τήν Τριπολιτσά συνελήφθη από τούς 'Ελληνες. Βοήθεια δέν φαινόταν από πουθενά. Η τόσο κοντινή Μεθώνη δέν μπορούσε πλέον νά στείλει προμήθειες καί η μόνη τους τροφή ήταν πλέον φύλα καί ρίζες από τίς φραγκοσυκιές, τά οποία τά τηγάνιζαν ή τά έβραζαν.

Τελικώς υπογράφηκε η παράδοση τού φρουρίου τού Νεοκάστρου μέ τόν όρο οι Οθωμανοί νά αφήσουν όλα τά πολύτιμα χρυσά καί ασημένια αντικείμενά τους στούς Έλληνες καί οι τελευταίοι νά αναλάβουν νά τούς μεταφέρουν στά παράλια τής Τύνιδος (Τούνεζι). Οι αρχηγοί τής πολιορκίας απομάκρυναν μέ δόλο τόν αντιπρόσωπο τού πρίγκηπα Υψηλάντη Γεώργιο Τυπάλδο προκειμένου νά οικειοποιηθούν τή δόξα, αλλά καί τά λάφυρα πού θά λάμβαναν από τούς αγάδες καί ανέλαβαν αυτοί τήν παράδοση τών κλεισμένων Οθωμανών. Η διαμάχη γιά τήν αρχηγία είχε ήδη ξεσπάσει από τούς πρώτους μήνες τής επανάστασης.

«Τελειωθείσης δέ τής εγγράφου ταύτης συνθήκης, μετεκόμισαν οι Οθωμανοί εις τά δύω πολιορκούντα πλοία τήν κινητήν αυτών περιουσίαν συγκειμένην από κιβώτια (φορτζέρια κασέλας) κλειδομένα άπαντα καί εσφραγισμένα καί από δέσμας (τέγκια) δεδεμένας μέ σχοινία καλώς καί εσφραγισμένας. Τήν δέ πρωΐαν τής 7ης Αυγούστου εγένετο η εκ τού φρουρίου έξοδος τών Οθωμανών επί τή ελπίδι καί ταίς βάσεσι τής συνθήκης, αλλά νά ψαυσθή παρά τών Ελλήνων έκαστος Οθωμανός μήπως ήθελε φέρη μεθ' εαυτού χρήματα ή άλλα μεταλλικά είδη πολύτιμα καί ούτω νά επιβιβασθώσιν εις τά πλοία καί νά μετακομισθώσιν ως διελάμβανεν η συνθήκη υπογεγραμμένη από τούς αρχηγούς τής ξηράς καί τής θαλάσσης.»

Aμβροσίου Φραντζή, Επιτομή τής Ιστορίας τής αναγεννηθείσης Ελλάδος

Όταν, στίς 7 Αυγούστου 1821, άρχισαν νά εξέρχονται οι Τούρκοι από τό Νεόκαστρο, οι ομόπιστοί τους επιχείρησαν πολεμική έξοδο από τό κάστρο τής Μεθώνης. Τήν έξοδο επιχείρησε νά ανακόψει ο Κωνσταντινός Πιερράκος Μαυρομιχάλης μέ 300 Μανιάτες. Οι Τούρκοι όμως τής Μεθώνης ήταν αποφασισμένοι νά πολεμήσουν καί μέ τά γιαταγάνια στά χέρια διασκόρπισαν τούς Μανιάτες. Μόνος μέ εννέα πολεμιστές απόμεινε ο Μαυρομιχάλης ο οποίος τελικώς πέθανε μέ όλους τούς συντρόφους του. Μεταξύ τούτων ήταν καί ο Δημήτριος Χαλαζωνίτης. Ο πατέρας του, ηλικίας 80 ετών, μόλις επληροφορήθη τόν θάνατόν του, είπε:

"- Ας πάγη τό παιδί μου στήν ευχή μου. Δότε μου τ' άρματά του, θά πιάσω εγώ τόν τόπον του."

Οι Έλληνες ξέχασαν τότε καί τίς συνθήκες καί τούς όρκους. Τό αίμα τού νεκρού Μανιάτη θά τό πλήρωναν οι άοπλοι Τούρκοι πού έβγαιναν από τό κάστρο τού Νιόκαστρου, οι οποίοι άπαντες, συμπεριλαμβανόμενων τών γυναικών καί τών παιδιών εσφάγησαν. Οι κραυγές "Αλλάχ ιτσούν", αντηχούσαν μάταια. Τά βρέφη πετάγονταν στή θάλασσα καί η παραλία κοκκίνησε από τό αίμα τών σφαγμένων Τούρκων. Mόνο ο σημαιοφόρος τού Μαυρομιχάλη σκότωσε 30 Οθωμανούς.

«Αλλ' ο φόνος ούτος καί η σφαγή τών Οθωμανών δέν έγινεν εκ προμελέτης, ούτε δέ καί οι οπλαρχηγοί επεθύμουν αυτό. Εγεννήθη δέ από αμαμνήσεις των, όσα οι Έλληνες παρά τών Οθωμανών υπέφεραν δεινά επί Τουρκοκρατείας, οι μέν παρά τών ιδιοκτητών αγάδων τών κωμών, οι δέ παρά τών σπαχήδων. Προέκυψε δέ καί παρά τών ιδίων Οθωμανών αιτία, οίτινες ελάλουν μέ τήν συνήθη αυθάδειάν των καί τήν υπεροψίαν εις τούς Έλληνας καί ως νά είχον ακόμη αυτούς υπεξουσίους.

"Μπρέ Ρωμαίοι!, μπρέ σκλάβοι!"

Μή υποφέροντες ν' ακούουν οι Έλληνες, φέροντες δ' ενταυτώ εις τόν νούν των επανερχομένας καί τάς παρ' αυτών όσας εδοκίμασαν τυραννίας, άλλοι δέ πάλιν στενοί συγγενείς όντες τού παρά τών ιδίων Οθωμανών δολοφονηθέντος προεστώτος τής Αρκαδίας Γρηγορίου Παπα Φωτοπούλου, μή δυνάμενοι δέ νά βλέπωσι τούς δολοφονήσαντας αυτόν Οθωμανούς, ενθυμούμενοι δέ καί τήν αξιοδάκρυτον κατάστασιν καί τόν αφανισμόν τής οικογενείας αυτής μετά τή δολοφονίαν αυτού, ερεθίσθησαν νά φονεύσωσι τούς δολοφόνους καί έκαμαν αρχήν εις τούς φόνους.»

Aμβροσίου Φραντζή, Επιτομή τής Ιστορίας τής αναγεννηθείσης Ελλάδος

Τό αμάρτημα τής σφαγής τού άμαχου πληθυσμού τό επιβάρυνε καί η φιλονικία μεταξύ Τριφυλίων καί Σπετσιωτών γιά τή διανομή τών λαφύρων. Χαμένος τής υπόθεσης ήταν τό Κοινό Ταμείο αφού οι αρχηγοί στό τέλος επιβουλεύθηκαν ο καθένας γιά λογαριασμό του τά λάφυρα από τούς πλούσιους μπέηδες τού Νεοκάστρου. Ακόμα μία αποτυχία σημειώθηκε στήν προσπάθεια πολιορκίας τού κάστρου τής Μεθώνης. Η συγκέντρωση τών ελληνικών δυνάμεων στό Νεόκαστρο έγινε αιτία νά παραμεληθεί η πολιορκία τού βενετικού αυτού κάστρου, τό οποίο δέν κατάφεραν οι νησιώτες νά τό αποκλείσουν αποτελεσματικά ούτε καί από τή θάλασσα.

«Εις τήν Κορώνην τά πράγματα υπήρξαν δύσκολα διά τούς Έλληνας τής επαρχίας. Εκεί οι Τούρκοι ήσαν σκληρότεροι καί πονηρότεροι από τούς άλλους. Εγκατεστημένοι όλοι εις τήν πόλιν, ήσυχοι καί απρόσβλητοι εντός τών τειχών καί τού φρουρίου, ήσαν τόσον τυραννικοί, ώστε είχε διαμορφωθή εις τήν επαρχίαν εκείνην ο θλιβερώτερος τύπος τού ραγιά. Αι δημογεροντίαι δέν κατώρθωσαν νά γίνουν ισχυραί, όπως εις άλλη μέρη τής Πελοποννήσου, όπου είχαν αποκτήσει τήν δύναμιν πραγματικών διοικητικών αρχών. Σχολεία σχεδόν δέν υπήρχαν.

Όταν αι φήμαι περί τής επικείμενης επαναστάσεως έφθασαν καί εις τήν Κορώνην, οι εκεί Τούρκοι ανησύχησαν περισσότερον τών άλλων. Πάντοτε οι τυραννικώτεροι είναι καί περισσότερον καχύποπτοι. Απεφάσισαν αμέσως νά μεταφέρουν όλους τούς Έλληνας τού προαστίου εντός τού φρουρίου άν όχι διά νά τούς θανατώσουν, αλλά τουλάχιστον διά νά έχουν εις τά χέρια τους ικανούς ομήρους.

Όταν οι Τούρκοι τής Κορώνης κατά τήν χαραυγήν τής 26ης Μαρτίου 1821 είδαν γύρω από τό φρούριον σώματα ενόπλων, εφρύαξαν. Δέν είχαν προφθάσει νά παραλάβουν εντός τού φρουρίου παρά μόνον τόν επίσκοπον καί τούς δύο ακολούθους του.

Εις τό ελληνικόν πρό τής Κορώνης στρατόπεδον, τό συσταθέν αρχικώς από τόν Ηλίαν Κατσάκον καί τούς δύο Δαρειώτας, προσετέθησαν καταφθάσαντες μετά τάς πρώτας ημέρας τής πολιορκίας ο Ιωάννης Κατσής Μαυρομιχάλης, ο Γεώργιος Παυλάκης καί ο Ροδίτης μέ τετρακόσιους Μανιάτας. Οι οπλοφόροι τής Κορώνης ανήρχοντο εις τριακόσιους πενήντα καί είχαν επί κεφαλής τόν Ιωάννην Καράπαυλον, τόν Διονύσιον Τριγγέταν, τόν Ηλίαν Σάκην, τόν Ιωάννην Ψαλτάκην, τόν παπα Φώτην Παπαδόπουλον, τόν παπα Σαρέλαν καί τόν Μελέτην.»

Η ελληνική επανάστασις - Διονύσιος Κόκκινος, 1956


Αντίστοιχη μέ τή Μεθώνη ήταν καί η πορεία τών επιχειρήσεων στήν Κορώνη, όπου είχε κρατηθεί σάν όμηρος ο Επίσκοπος Γρηγόριος. Αγανακτισμένοι από τήν παράταση τού αποκλεισμού οι Τούρκοι έσφαξαν στό τέλος Ιουλίου τόν ιερωμένο καί τό πτώμα του τό έριξαν κομματιασμένο έξω από τά τείχη τού κάστρου. Ο Τούρκος ντελάλης τότε άρχισε νά καλεί τούς Έλληνες από ψηλά, φωνάζοντας: "ελάτε, βρε Ρωμηοί , νά φάτε τό κρέας τού δεσπότη σας!" Όταν τά κάστρα τής Μεθώνης καί τής Κορώνης ανεφοδιάστηκαν στά τέλη Αυγούστου 1821 από τόν οθωμανικό στόλο, εγκαταλείφθηκε καί η πολιορκία τους από τούς Έλληνες.







Μουσείο Μπουμπουλίνας Σπέτσες

«Τό Μουσείο τής Μπουμπουλίνας ιδρύθηκε τό έτος 1991 από τόν απόγονό της (τετρασέγγονο) Φίλιππο Δεμερτζή Μπούμπουλη, στήν προσπάθειά του νά διασωθεί τό αρχοντικό πού κινδύνευε από κατάρρευση. Τό Υπουργείο Πολιτισμού ουδέποτε ενδιαφέρθηκε νά συντηρήσει τό σπίτι τού Μπούμπουλη, κατασκευασμένο τόν 17ο αιώνα. Τά εκατομμύρια τά χάριζε στά τρωκτικά, στά κομματόσκυλα, στίς ΜΚΟ καί σέ παραγωγές ανθελληνικών ταινιών.

Τά έσοδα από τό μουσείο πού φτιάχτηκε μέ ιδιωτική καί μόνο πρωτοβουλία διαχειρίζεται εταιρία μή κερδοσκοπική μέ σκοπό τήν επισκευή καί συντήρηση τού αρχοντικού, τήν λειτουργία του ως μουσείου καί πολιτιστικού κέντρου καί τή διάδοση τής ιστορίας τής Ελληνικής Επαναστάσεως καί ειδικότερα τής ηρωίδας Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας.»

Ανάργυρος Παύλου Χατζή Ανάργυρος (Λάππα Ναυτικά 1821)

«Η γενιά τών Ανάργυρων κατεβαίνει από τόν Ανάργυρο Κόλα. Είχε τρείς γιούς. Τόν Παύλο, τό Νικόλα καί τό Δημητρό. Γιός τού Παύλου ήταν ο Ανάργυρος. Ο Ανάργυρος έκανε τόν Αναγνώστη, τόν Παύλο καί τόν Ανδρέα. Ο Αντρέας παντρεύτηκε τήν Καλομοίρα κόρη τού Χατζή Γιάννη Μέξη καί έκανε τόν Ανάργυρο. Ο Ανάργυρος ότι καινούργιο άκουγε τό έγραφε στά χαρτιά του, ενώ γέμιζε κόλλες μέ τά ιστορήματα τής καπετάνισσας τής γριά Μαρίνας.

- "Ο παππούς σου γιέ μου, γεννήθηκε στίς Σπέτσες τό 1755. Μέ τόν καιρό πρόκοψε καί πιάστηκε καλά. Στά 1792 συνάντησε στίς Κάβο Κολώνες (Σούνιο) τήν αρμάδα τού καπουντάν πασά Χουσεΐν. Ερχόταν νά πολεμήση τό Λάμπρο Κατσώνη κ' ύστερα νά καταστρέψη τό νησί μας πού ήταν μέ τό μέρος τού Λάμπρου. Σάν τό έμαθε ο παππούς σου, έτρεξε στήν καπιτάνα. Ανταμώθηκε μέ τόν πασά καί μέ τά πολλά τόν έκανε ν' αλλάξη γνώμη, νά μήν πειράξη τίς Σπέτσες".

- "Θάρθης όμως κοντά μου καπετάν Αργύρη νά πολεμήσουμε τό Λάμπρο." τού λέει ο Χουσεΐν. Τί νά κάνη κείνος, Γιά νά γλυτώση τίς Σπέτσες θά τόν ακολουθούσε. Έλα όμως πού Γραικός όπως ήταν δέν τού πήγαινε η καρδιά του νά χτυπήση τόν Κατσώνη. Σάν ξεκίνησε η αρμάδα απ' τά Τσιλιβίνια ο παππούς σου από κοντά. Έκανε όμως ένα τέχνασμα. Είπε στούς λαμνοκόπους νά φτερώνουν τά κουπιά καί νά χτυπάνε ψεύτικα τή θάλασσα νά φαίνωνται πώς λάμνουν βιαστικά, μά νά μήν προχωράνε. Έτσι κατάφερε ν΄απομείνη αλάργα απ΄τό θαλασσοπόλεμο Χουσεΐν.


Ο καπετάν Ανάργυρος σκάρωσε στούς σπετσιώτικους ταρσανάδες δύο καινούργια καράβια. Στό 1797 τό λατινάδικο "Άγιος Νικόλαος" καί τόν άλλο χρόνο τό μπρίκι "Πλειάς". Μακροταξίδεψε μέ τήν "Πλειάδα" στήν Ισπανία, στή Συρία κι άλλα λιμάνια. Μέσα σέ τρία χρόνια κέρδισε πολλά χρήματα. Καζάντησε πιά. Έγινε από τούς πιό πλούσιους καραβοκύρηδες. Όταν βρέθηκε στή Συρία, πήγε στά Ιεροσόλυμα, προσκύνησε τόν Αγιο Τάφο καί βαφτίστηκε στόν Ιορδάνη. Τότε κόλλησε στ' όνομά του τόν τίτλο τού χατζή (προσκυνητής).

Οι Ανάργυροι έφτιαξαν τό 1803 τήν κορβέτα "Αχιλλεύς" καί τό 1814 τόν "Ηρακλή", τόν "Ποσειδώνα" καί τόν "Περικλή". Ο "Περικλής" ολόμπροστα στήν πλώρη είχε φιγούρα (ακρόπρωρο) σκαλισμένο σέ ξύλο ατόφιο ως τή μέση τόν Περικλή μέ τήν περικεφαλαία του. Η Λασκαρίνα είχε φιγούρα στό καράβι της "Σπέτσες" μία γυναίκα, ο Μέξης τόν Θεμιστοκλή, ο Μπάμπας τόν Επαμεινώνδα καί ο Πάνου τόν Σόλωνα. Ο ναύαρχος Μιαούλης είχε τόν Μεγαλέξαντρο.»

Διονύσιος Κόκκινος Η Ελληνική Επανάστασις (Συμπεριφορά τών ναυτών)

«Τό πνέυμα τής απειθαρχίας κατά τάς πρώτας εκστρατείας τού ελληνικού στόλου ήτο γενικόν. Έκανεν ο καθένας ό,τι ήθελε. Όπως έγραψεν ο Σαμουήλ Χάου, ούτε ο ναύαρχος ούτε ο πλοίαρχος είχαν πραγματικήν εξουσίαν. Τό πάν εξηρτάτο εκ τών ναυτών. Άν οι ναύται συμφωνούσαν, η υπηρεσία εγίνετο, καί άν δέν ήθελαν νά εκτελέσουν τήν διαταγήν, κανείς δέν ήτο δυνατόν νά τούς εξαναγκάσει νά υπακούσουν. Εις τήν απειθαρχίαν τών ναυτών συνετέλλει η έλλειψις αξιωματικών.

Δέν υπήρχαν εις κάθε πλοίον παρά μόνον ο κυβερνήτης καί οι ναύται. Διάμεσον αξίωμα καί ιεραρχία πρός αποφυγήν προσοικειώσεως καί προστριβών σχεδόν δέν υπήρχεν. Ο ναύκληρος δέν είχε περισσότερα δικαιώματα από τόν ναύτην καί ο σκριβάνος (γραμματεύς) δέν εθεωρείτο αξιωματικός, ή τουλάχιστον δέν είχεν εξουσίαν. Καί αυτή η εσωτερική υπηρεσία εξετελείτο ανωμάλως. Δέν υπήρχε καταμερισμός τών υπηρεσιών κατά είδη. Όλοι ήσαν δι' όλας τάς εργασίας.»

Ανάργυρος Ανδρέου Χατζή Ανάργυρος - Τά Σπετσιώτικα, Αθήνησι 1861

«Πεσούσα η ελληνική δύναμις από τήν πολιτικήν εξουσίαν μετά τήν πτώσιν τού τελευταίου εκ τών Χριστιανών Αυτοκρατόρων, τού μάρτυρος τής πίστεως Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, τώ 1453, σωτηρίω έτει, Μαΐου 29, κατέφυγεν αύτη εις τόν ηγούμενο τής θρησκείας τού Χριστού. Τό Πατριαρχείον περιστοιχιζόμενον από τούς λογάδας τού έθνους εν Κωνσταντινουπόλει, διεκδίκει έκτοτε όλα τά εθνικά δίκαια τά οποία καί ο τύραννος αυτός εβιάσθη νά σεβασθή.

Τόν δέ δουλωθέντα λαόν καθ' όλην τήν έκτασιν τής χριστιανικής ελληνικής γής αντεπροσώπευον οι προύχοντες τού Έθνους, οίτινες εκεβέρνων τά ίδια πράγματα όπως ηδύναντο, προφυλαττόμενοι μέν διά παντός μέσου από τά κακά τής καταπιέσεως, οσημέραι προσκείμενα, συσφιγγόμενοι δέ πάσαις δυνάμεσι περί έν σταθερόν σημείον τής ακραδάντου θρησκείας ημών τό οικοδόμημα, διό άσβεστον μέχρι τέλους διετήρησαν τό τής αυτοϋπάρξεως καί ιδίας εθνικότητος ευγενές καί σωτηριώδες αίσθημα, λαός, πρόκριτοι καί κλήρος, απέναντι τού όγκου τής τυραννίδος καί τού βάρους τής κατακτήσεως.

Η ιστορία μετά φρίκης απαριθμεί τά ανήκουστα δεινά όσα υπέστη ο ελληνικός λαός, ο χριστεπώνυμος ούτος λαός, επί τέσσαρας ως έγγιστα εκατονταετηρίδας από δεσπότην μηδέν έχοντα ιερόν, μηδέν σεβόμενον, από τύραννον αιμοχαρή τόν οποίον ο τάρταρος εξήμεσεν εις τά νώτα τής Ευρώπης από τά μεσόγεια τής Ασίας φερόμενον, καί τού οποίου τήν θηριωδίαν μόνον οι Έλληνες κατεδικάσθησαν νά υποστώσι, διότι ελέγοντο Χριστιανοί. Αυτή ήτον η τύχη τού Ελληνικού Γένους!»

Επανάστασις εις Αργολίδα

«Σήμερον τήν 25 Μαρτίου 1821 διορίζομεν γενναίον άρχηγόν τών στρατιωτικών δυνάμεων Αργολίδος τόν Αρσένιον Α. Κρέσταν καί τούς οπαδούς αυτού οπλαρχηγούς, Αναστάσιον Ν. Μονοχάρτζην, Νικόλαον Α. Κρέσταν, Αναγνώστην Κ. Ζέρβαν, ώς εφόρους καί τούς έξης: Ιερομόναχον Διονύσιον Π. Βούλγαρην, ήγούμενον τής Μονής Αύγού, τόν ήγούμενον τής Μονής Ζωοδόχου Πηγής Ίωάσαφ Οικονόμου ή Τζερεμέν, κατά διαταγήν ημών νά διοικούν νά διατάσσουν τους οπαδούς των υπέρ τής κοινής ελευθερίας καί σωτηρίας τού Ελληνικού Γένους.»

Έν Υδρα τή 25 Μαρτίου 1821.

Αναστάσιος Μπότασης
Ιωάννης Όρλάνδος
I. Μέξης
Γ. Κουντουριώτης
Λ. Κουντουριώτης
Γκίκας Μπότασης


- «Ορκίζομαι έν ονόματι τών τετιμημένων οστών τών παναρχαιοτάτων προπατόρων ημών Ελλήνων. Ελευθερία ή θάνατος αδελφοί.»

Παπά Αρσένης Κρέστας

Γράμμα τού Κεχαγιά πρός τούς κατοίκους τής Αργολίδας - 24 Απριλίου 1821, Κουτσοπόδι

«Εγώ ο Μουσταφά μπέης Κεχαγιάς τού βεζύρ Μεχμέτ πασσά εφέντη μας, Χάλια Μόρα Βαλεσή.

Εις τ' εσάς προεστοί καί ελοιποί, οπού βρίσκεσθε στό Άργος, σάς φανερώνω νά μή γένετε σεμπέτηδες καί χαλάσετε τά σπίτια σας καί πάρετε καί τήν ορφάνια στό λαιμό σας, ως καθώς τό έκαμαν καί εις Βοστίτσα καί Κόρθο, όπου τούς έγραψα τά ίδια καί δέν μέ άκουσαν καί έπαθαν εκείνο οπού τούς ετύχαινε. Έγιναν σκλάβοι τής Τουρκιάς, έχασαν τό βιό τους καί πολλοί εχάθηκαν από τήν ανακεφαλιά τους καί άς έχουν τό κρίμα εκείνοι.

Τώρα καί σείς, βλέποντες τό μπουγιουρδί (διαταγή) μου, νά σηκωθήτε μερικοί νά ελθήτε νά σάς δώσω τό ράγι (συγχώρεση) σας νά καθήσετε ως ραγιάδες βασιλικοί οπού είσθε, καί έτσι νά είστε.΄Οχι καί δέν έλθετε έως τό ταχύ αύριο, νά ξέρετε θά πάθετε τά ίδια τών άνωθεν.

Εγώ μέ τό στανιό εκράτησα τό ασκέρι. Θά ήρχονταν απόψε. Αλήμ Αλάχ, μέ κακοφαίνεται καϊγμένοι μέ τό φέρσιμόν σας καί κάμετε ως καθώς σάς γράφω γιά νά είσθε στά σπίτια σας μέ παιδιά σας, μέ βιό σας. Όχι άλλο. Τό κρίμα στό λαιμό σας. Σάς καρτερώ έως έβγαλμα ήλιου νά είσθε εδώ διά νά προσκυνήσετε χωρίς άλλο ή ούτως ή άλλο.»

Χρυσόβουλλο τού Ανδρόνικου Γ' στήν Μονεμβασιά (1336)

«Επεί οι Μονεμβασιώται οι τε από τής θεοσώστου πόλεως Μονεμβασίας καί από τών Πηγών ευρισκόμενοι καί κατοικούντες αρτίως είς τε τήν θεοδόξαστον καί θεοφύλακτον καί θεομεγάλυντον Κωνσταντινούπολιν, αλλά δή καί εις άλλας πόλεις καί χώρας τής βασιλείας μου, εισίν αποτεταγμένοι διά χρυσοβούλλων καί προσταγμάτων τών αγίων καί αοιδίμων καί μακαρίων μου αυθέντων καί βασιλέων, τούτε πατρός καί πάππου καί προσπάππου τής βασιλείας μου, ίνα εφ' αίς άν ποιώσι πραγματείαις εις τήν θεοδόξαστον Κωνσταντινούπολιν, τήν Σηλυμβρίαν, τήν Ηρακλείαν, τό Ραιδεστό, τήν Καλλιούπολιν καί τάς άλλας τής Μακεδονίας καί δίδωσι χάριν κομερκίου εις ποσότητα νουμισμάτων εκατόν νουμίσματα δύο, εις δέ τούς λοιπούς πάντας τό πούς καί χώρας καί σκάλας τής βασιλείας μου διαμένωσιν ανώτεροι απαιτήσεως κομερκίου παντελώς, διατηρώνται δέ καί, ένθα άν ευρίσκωνται καί κατοικώσιν ανενόχλητοι καί από πασών άλλων δώσεων καί απαιτήσεων, παρεκάλεσαν δέ, ίνα τύχωσι καί εκ νέου ευεργεσίας ιδίας παρά τής βασιλείας μου, δι' ήν έχει αύτη τή χάριτι έφεσιν καί όρεξιν τού ευεργετείν πάντας τούς εις αυτήν αναφερομένους πιστούς καί ευυπολήπτους, προστάσσει καί διορίζεται ήδη η βασιλεία μου απολύουσα τόν παρόντα χρυσόβουλλον λόγον αυτοίς, ίνα πάντες οι Μονεμβασιώται, οί τε εν τή θεοσώστω πόλει Μονεμβασίας κατοικούντες, αλλά δή εκ καί τών Πηγών κάν όπου άρα ευρίσκωνται καί κατοικώσιν εις τέ τήν θεοδόξαστον Κωνσταντινούπολιν ή τέ καί αλλαχού, απολαύωσι μέν τής, ής είχον προτέρας εξουσίας καί δεφενδεύσεως διά τών ρηθέντων χρυσοβούλλων καί προσταγμάτων ών είχον οι από τών Πηγών ρηθέντες Μονεμβασιώται.

Κατε πίκεινα δέ τοιαύτης εξουσίας ευεργετεί η βασιλεία μου αυτούς κοινώς όλους τούς Μονεμβασιώτας, τούς τέ εκ τών Πηγών καί τούς εκ Μονεμβασίας, ίνα, εφ' αις άν ποιώ σι πραγματείας, δίδωσιν εις τό κομμέρκιον τής θεοδοξάστου Κωνσταντινουπόλεως υπέρ εκβολής ποσότητος νουμισμάτων εκατόν νούμισμα έν καί υπέρ εκβολής αγοράς ετέρας πραγματείας ποσότητος νουμισμάτων εκατόν νούμισμα έν, είτε δηλονότι διά σί του εν τώ προφορίω καί αλλαχού, ένθα βούλονται, είτε διά οίνου, εάν εξ οιασδήπο τε χώρας διακομίσωσι ταύτα, ή διά προσφαγίων παστών ή τομαρίων ή πετζίων ή πανίου ή λινοκόκκου ή τζοχαρικής ή τετραπόδων ή ετέρων ειδών, ών άν βούλωνται, μηδ' όλως παρά μηδενός κωλυόμενοι επί ταίς διαπράσεσι τών τοιούτων πραγματειών αυτών, ή καθελκόμενοι εις απαιτήσεις καμπανιστικού, μεσιτικού, ζυγαστικού, μετρητικού, μετριατικού, παχιατικού, γομαριατικού, οψωνίου, σκαλιατικού, βιγλιατικού, δεκατίας, αλιευτικής τετραμοιρίας, ξυλαχύρου, ορεινής τής ενιάδος ως τάς εις αυτούς περί αυτήν απάσας σκάλας, αλλά δή καστροκτισίας, κατεργοκτισίας, μαγειρίας, αντιναύλου, εξωπρασίας, κοσμιατικού, καπηλιατικού, μηνυατικού, εργαστηριατικού, μεταξιατικού, τής απαιτήσεως τού πανίου τού εν τώ φόρω πωλουμένου, έτι δέ καί τού κεφαλαίου τού σιταρίου τού εισαποταχθέντος απαιτείσθαι από τών καραβίων ή ετέ ρου τινός κεφαλαίου τών νύν ενεργουμένων ή καί εις τό εξής μελλόντων επινοηθή σεσθαι, αλλά διατηρώνται απάντων τούτων ανενόχλητοι καί αδιάσειστοι παντελώς.

Ωσαύτως ουδέ οι πωλούντες πρός αυτούς ή εξωνούμενοι από τών πραγματειών αυτών, είτε ζώά εισιν είτε γεννηματικά είδη ή καί άλλο τι, ή εν τή θεοδοξάστω Κωνσταντινουπόλει ή εν ετέροις τόποις τής βασιλείας μου απαιτούνται χάριν κομμερκίου ένε κεν δηλονότι τής δεφενδεύσεως τών τοιούτων Μονεμβασιωτών. Έσται δέ, καί όταν διακομίζωσι διά καραβίων τάς τούτων πραγματείας είτε από τής άνω θαλάσσης, είτε από τής κάτω είτε από τής θεομεγαλύντου Κωνσταντινουπόλεως κόλπων, είτε σίτος ένι είτε οίνος είτε έτερόν τι είδος, ισάζωνται μέν οι δηλωθέντες Μονεμβασιώται εν τώ κομμερκίω τής θεοφυλάκτου Κωνσταντινουπόλεως καί ίνα δίδωσιν, όσον ανωτέρω διορίζεται η βασιλεία μου, οι δέ έχοντες τά καράβια διαμένωσιν ανενόχλητοι χάριν τών τοιούτων πραγματειών αυτών, μήτε τετραμοιρίαν ή άλλην απαίτησίν τινα χάριν τής τοιούτων εξουσίας παρά τινος απαιτούμενοι.»