Αμέσως μετά τήν δοξολογία στή μητρόπολη τών Σπετσών, ξεκίνησε η Μπουμπουλίνα τίς επιθετικές ενέργειες, μαζί
μέ τόν Μανώλη Λαζάρου (Ορλώφ),
τόν Θεοδόση Μπόταση, τόν Ιωάννη Κούτση, τόν Δημήτριο Σκλιά,
τόν Αργύρη Στεμνιτσιώτη καί τόν Αθανάσιο Γουδή.
Έπλευσαν μέ τά πλοία
τους πρός τό Ναύπλιο γιά νά ενισχύσουν τούς συμμετέχοντες
στήν πολιορκία τού πανίσχυρου βενετικού κάστρου τού Παλαμηδίου.
«Κατά τήν εβδομάδα τής Διακαινησίμου έφθασεν εις τό Μεσολόγγιον καί ο Μουσταφάμπεης, Κεχαγιάς τού ηγεμόνος τής Πελοποννήσου
Μεχμέτ Πασά, μετά τριών χιλιάδων καί πεντακοσίων περίπου Αλβανών. Τούς μετεβίβασαν ευθύς μέ τά πλοία των οι Μεσολογγίται εις τό Καστέλι τών Πατρών, καί χωρίς
αναβολήν εστράτευσαν διά τήν Βοστίτζαν, τήν οποίαν καί κατέλαβον διόλου απροφύλακτον, καί τήν κατεπυρπόλησαν, οι δέ εκείσε Έλληνες, προλαβόντες
κατέφυγαν εις τά όρη.
Εστάθησαν εκεί σχεδόν μίαν εβδομάδα, μέ τό νά εύρουν τροφάς ικανάς, καί εκείθεν εξέδωκεν ο Κεχαγιάς γράμματα αφέσεως, προσκαλών τούς
τε Βοστιτζιάνους καί Καλαβρυτινούς Έλληνας, διά νά υπάγουν νά προσκυνήσουν καί, επειδή ήτον άδηλον, ποίαν οδόν θέλει εξακολουθήσουν οι εχθροί, τήν διά Κόρινθον,
ή τήν διά Καλάβρυτα, έγραψαν οι Καλαβρυτινοί πρός τόν Ανδρέαν Ζαήμην νά προφθάση, μέ όσους στρατιώτας έχει, διά νά προκαταλάβουν τά στενά τού δρόμου τών
Καλαβρύτων, όστις ευθύς έτρεξε πρός εκείνο τό μέρος, καί έφθασεν εις τό μοναστήριον τών Ταξιαρχών. Κατέλαβον δέ καί οι λοιποί Καλαβρυτινοί τάς αναγκαίας θέσεις,
καί παρετήρουν τά κινήματα τών έχθρών. Εκ δέ τών Βοστιτζιάνων ουδέ ψυχή έφαίνετο, επειδή διεσκορπίσθησαν άπαντες, ένθεν κακείθεν.
Μίαν δέ τών ημερών πεντακόσιοι περίπου τών εχθρών ώρμησαν πρός τό μέρος τού
μοναστηρίου τών Ταξιαρχών, καί έφθασαν είς τό χωρίον Βόβοδα, όπου ήταν
εστρατοπεδευμένος ο Ανδρέας Ζαΐμης, τού οποίου οι στρατιώται μέ τό νά ελειποτάκτησαν,
καί έμεινε μέ ολίγους, περιεκυκλώθη υπό
τών έχθρών, καί εκινδύνευσε. Μ' όλον τούτο εκείνοι οι ολίγοι αντέστησαν εις τήν ορμήν τών εχθρών,
καί πολεμούντες ετραβήχθησαν εις άσφαλέστερον μέρος. Εφονεύθησαν
δέ είς έκείνην τήν μάχην δύο τρείς τών εχθρών καί άλλοι τόσοι τών Ελλήνων.
Κατά δέ τήν 20ην Απριλίου 1821 εστράτευσαν οι εχθροί διά τήν
Κόρινθον, φέροντες μεθ' εαυτών καί ικανόν αριθμόν ζώων
όπου εκυρίευσαν εις τό πεδίον τής
Βοστίτζης καί, αφού επέρασαν όλα τά στενά τού δρόμου ανεπηρέαστοι, έφθασαν εις τήν Κόρινθον. Οι δέ πολιορκούντες εκείνην τήν Ακρόπολιν Κορίνθιοι,
Δερβενοχωρίται καί Πορώται, ιδόντες μακρόθεν τούς εχθρούς, έφυγον, καί άφησαν τήν πόλιν τής Κορίνθου έρημον. Ο δέ Γρηγόριος Δίκαιος, όστις
τότε ευρέθη εκεί, κατέκαυσε τό ωραίον παλάτι τού Κιαμίλμπεϊ καί ανεχώρησεν
εις τό χωρίον Σοφικόν, όπου έκαμεν έφοδον εις έναν πύργον, εν
ώ είχον πεφυλαγμένον τό πράγμα των ο τέ Θεοδωράκης Βλασσόπουλος,
ο Θεοχαράκης Ρέντης, καί άλλοι Έλληνες, καί ελαφυραγώγησεν ικανά.
Τότε η μήτηρ τού Κιαμήλμπεη, βλέπουσα τό παλάτι καιόμενον, εφόνευσε τόν
Ανδρέαν Νοταράν, ευρισκόμενον ενέχυρον εις τήν Ακρόπολιν.
Ο δέ Κεχαγιάς, εφοδιάσας τό φρούριον τής Κορίνθου μέ τροφάς καί μέ στρατιώτας, εστράτευσε
διά τό Άργος, όπου οι εκεί ευρισκόμενοι
Έλληνες, τόσον εντόπιοι, όσον καί Κρανιδιώται, καί τινές Σπετζιώται, απεφάσισαν νά προσμείνουν τούς εχθρούς είς τό έξωθεν τού Άργους τείχος, καί νά τούς
πολεμήσουν, νομίζοντες, ότι είναι ολίγοι αλλ' αφού τούς είδον μακρόθεν πολλούς, κατέφυγον εις τό όρος καί άφησαν τήν πόλιν τού Άργους έρημον καί μέρος
μέν τών γυναικών καί παιδίων έμειναν κεκλεισμένοι εις τό μοναστήριον τής Κατακεκρυμμένης μέ ολιγίστους στρατιώτας, μέρος δέ εις τό
Παλαιόκαστρον τού Άργους. Οι δέ εχθροί καταδιώξαντες τούς Έλληνας, καί φονεύσαντες τινάς έξ αυτών, έν οις
ήν καί ο υιός τής Μπουπουλίνας (Γιάννης Γιάννουζας), εκυρίευσαν τήν πόλιν.»
Παλαιών Πατρών Γερμανός - Απομνημονεύματα
Ο Κεχαγιάμπεης έφθασε στίς 24 Aπριλίου 1821 στό Kουτσοπόδι τού Άργους καί αμέσως έστειλε
επιστολή στούς ραγιάδες γιά άμεση παράδοση τής πόλης.
Οι Ρωμιοί απέρριψαν τήν επιστολή καί ετοιμάστηκαν γιά νά δώσουν μάχη. Δυστυχώς έλειπαν από τό στρατόπεδο τού Άργους εκείνοι οι αρχηγοί οι οποίοι θά μπορούσαν
νά αντιμετωπίσουν τούς ικανότατους Τουρκαλβανούς μαχητές τού Κεχαγιά. Καί όχι μόνο αυτό. Οι οπλαρχηγοί πού ανέλαβαν τήν άμυνα,
δέν φρόντισαν νά απομακρύνουν ούτε κάν τά γυναικόπαιδα από τά πέριξ χωριά, πολλά από τά οποία είχαν μαζευτεί στούς γύρω λόφους γιά νά παρακολουθήσουν τή μάχη!
Τελικώς οι Αργείοι αποφάσισαν νά περιμένουν τόν εχθρό στόν ποταμό Ξεριά. Ο Δημήτριος Tσώκρης με 600 Aργείους κατέλαβε τή
Μονή τής Παναγίας τής Κατακεκρυμμένης, ενώ ο ιερέας Αρσένιος Kρέστας
μέ τόν Iωάννη Γιάννουζα οχυρώθηκαν σέ μία μάντρα πού βρισκόταν κοντά
στόν ποταμό. Ο Ξεριάς ή Ξηριάς μέσα στόν μήνα Απρίλιο ήταν ήδη βατός
καί αποδείχθηκε μοιραίο λάθος η επιλογή αυτής τής θέσης.
Oι Tουρκαλβανοί τού Kεχαγιάμπεη επιτέθηκαν χωρισμένοι σέ τρία σώματα.
Στό κέντρο προχωρούσε η πεζούρα καί στά άκρα η καβαλλαρία.
Οι Τούρκοι ιππείς διέσχισαν μέ ευκολία τόν χείμαρρο καί περικύκλωσαν τούς 500
άντρες τού Γιάννουζα πού μάχονταν στή μάντρα.
Οι σπαχήδες τού εχθρού, όντας ικανότατοι ιππείς, κατετρόπωσαν τούς νησιώτες καί άρχισαν νά κόβουν αράδα κεφάλια μέ τά γιαταγάνια τους.
Οι απειροπόλεμοι στήν ξηρά νησιώτες ήταν αδύνατο νά τούς σταματήσουν. Ο γιός τής Μπουμπουλίνας,
τή στιγμή πού είχε ρίξει από τό άλογό
του τόν αρχηγό τών Αλβανών Bελήμπεη καί ετοιμαζόταν νά τού πάρει τό κεφάλι,
δέχτηκε πυροβολισμό καί έμεινε στόν τόπο.
Oι επί τών υψωμάτων θεατές, πανικόβλητοι, έφυγαν σάν τρελλοί πρός διάφορες κατευθύνσεις.
Πολλοί κλείστηκαν μαζί μέ τόν παπά Αρσένη στή
Μονή τής Κατακεκρυμμένης. Άλλες οικογένειες έτρεξαν στούς Αφεντικούς Μύλους
(αρχαία Λέρνη όπου βρισκόταν η Λερναία Ύδρα),
όπου τίς παρέλαβαν τά σπετσιώτικα καράβια. Ο Κεχαγιάς μόλις πληροφορήθηκε ότι μέσα στό μοναστήρι ήταν καί ο σεϊτάν παπάς Αρσένης Κρέστας,
ενίσχυσε τήν πολιορκία καί τόν κάλεσε νά παραδοθή. Ο παπάς έδωσε τήν άδεια στά γυναικόπαιδα νά
παραδοθούν, ενώ ο ίδιος καί τά παλληκάρια του μέσα στή νύκτα
επιχείρησαν έξοδο. Κατάφεραν νά διασχίσουν τό εχθρικό στρατόπεδο μέ τά σπαθιά στά χέρια καί
νά σώσουν τά κεφάλια τους.
Ο πληθυσμός τού Άργους δεινοπάθησε. Δεκαοκτώ Aργίτισσες παρθένες, γιά νά μήν
πέσουν στά χέρια τών Tουρκαλβανών προτίμησαν νά ριχτούν μέσα στά πηγάδια
καί νά πνιγούν. H πόλη λεηλατήθηκε άγρια, τά σπίτια πυρπολήθηκαν καί τά δέντρα γέμισαν μέ κρεμασμένους.
Περίπου 900 κάτοικοι τού Άργους έχασαν τή ζωή τους.
Κάποιες προσπάθειες οπλαρχηγών νά σταματήσουν τόν Κεχαγιάμπεη δέν καρποφόρησαν. Ούτε ο Σκαλτσάς, ούτε ο Τσαλαφατίνος, ούτε ο
Παπαφλέσσας μπόρεσαν νά αντιμετωπίσουν τούς Τουρκαλβανούς, καθώς τούς εγκατέλειπαν οι στρατιώτες τους, μόνο καί μέ τή θέα τού τουρκικού ιππικού.
Αντίθετα ο Κεχαγιάς δέχτηκε περαιτέρω ενισχύσεις από τήν Τριπολιτσά. Επίσης οι Νικηταράς, Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης καί
Κονδάκης πού έσπευσαν νά τόν συναντήσουν εγκαταλείφθησαν από τούς άντρες τους.
Η φήμη τού Κεχαγιά ήταν φοβερή καί δέν φαινόταν κάποιος
ικανός γιά νά τόν σταματήσει. Στίς 6 Μαΐου, ο Τούρκος πασάς, σέρνοντας ξοπίσω
του αιχμάλωτες εκατοντάδες γυναίκες, έφθασε στήν Τριπολιτσά.
Εκεί θά καθυστερούσε γλεντώντας μέ τίς γυναίκες καί τά λάφυρα πού είχε αρπάξει.
Αυτή η καθυστέρηση όμως θά τού κόστιζε ακριβά. Θά έδινε καιρό
στόν Γέρο τού Μοριά νά οργανώσει τήν άμυνά του καί νά τόν περιμένει
στό Βαλτέτσι.
«Πρίν φθάση ο Κεχαγιάς, οι
Έλληνες διέλυσαν τήν πολιορκίαν τού Ναυπλίου, καί μεταβάντες ολίγοι εξ αυτών εις Άργος, ωχυρώθησαν
είς τινας οικίας, είς τε τό υπερκείμενον μοναστήριον καί εις τήν Λάρισσαν,
τό παλαιοφρούριον, όπου κατέφυγον εις τήν υπεράσπισιν τού
Τζιώκρη, τού Τσαλαφατίνου καί τού Παπαρσενίου καί όσοι τών κατοίκων
δέν ημπόρεσαν νά φύγωσιν εις άλλα μέρη. Οι Τούρκοι
είχον φθάσει τήν 24ην εις Κουτσοπόδι καί τήν 25ην μόλις εξεκίνησαν εκείθεν οι
Αργείοι ήρχισαν νά τουφεκίζωσι καί οι εχθροί εκ τούτου εγνώρισαν οποίους
εχθρούς είχον νά πολεμήσωσιν.
Εισβάλοντες εις τήν πόλιν, τήν εκυρίευσαν ευθύς, έκαυσαν τάς οχυράς οικίας καί εκτός δεκαοκτώ κορασίων, τά οποία γενόμενα θύματα τής τιμής εκούσια, έπεσον εις τά
φρέατα καί επνίγησαν, εφόνευσαν έως επτακόσιους Έλληνας, εν οίς καί ο υιός τής Μπουμπουλίνης μετά πενήντα Υδραιοσπετσιωτών. Τότε ο
Τσιώκρης απομαχόμενος
μέ τούς περί αυτόν, διαβάς ανά μέσον τών εχθρών, ανέβη από τήν πόλιν εις τήν Λάρισσαν.
Ο δέ Παπαρσένιος φεύγων ωσαύτως ανέβη εις τό μοναστήριον.
Οι δέ Τούρκοι τούς επολιόρκησαν. Εξήλθον δέ καί οι Τούρκοι τού Ναυπλίου καί συνεμάχοντο
μέ τόν Κεχαγιάν, συγχρόνως έφθασαν καί από Τριπολιτσάν έως
δύω χιλιάδες πεζοί τε καί ιππείς εις προϋπάντησίν του εις Άργος.»
Απομνημονεύματα Νικολάου Σπηλιάδου Τόμος Α', 1852
Άλωση Μονεμβασιάς (23 Ιουλίου 1821)
Στά τέλη τού 6ου μ.Χ. αιώνα, κατά τή βασιλεία τού Βυζαντινού Αυτοκράτορα Μαυρίκιου,
οι κάτοικοι τής Λακεδαίμονας εγκατέλειψαν ομαδικά τόν τόπο
τους λόγω τών σλαβικών επιδρομών. Πολλοί από αυτούς βρήκαν ασφάλεια στή Σικελία, ενώ οι υπόλοιποι
εγκαταστάθηκαν σέ ένα βράχο στίς ανατολικές ακτές τής
Λακωνίας. Εκεί δημιούργησαν μία πόλη πού λόγω τής μοναδικής
της εισόδου τήν ονόμασαν Μονεμβασία (Μόνη-Έμβαση). Κατά τό
Χρονικό τής Μονεμβασίας, τά παραπάνω γεγονότα έγιναν κατά τόν έκτο χρόνο τής βασιλείας τού Μαυρίκιου,
δηλαδή τό 588 μ.Χ.
Αμέσως μετά τήν ίδρυση της, η Μονεμβασία αναπτύχθηκε γρήγορα καί εξελίχθηκε σέ μία σημαντική πόλη.
Γιά πρώτη φορά, στίς μέχρι σήμερα γνωστές
ιστορικές πηγές, η πόλη αναφέρεται τό 723 μ.Χ. από τόν επίσκοπο Willibald, ο οποίος πέρασε από
τήν Μονεμβασία στο ταξίδι του πρός τούς Αγίους Τόπους.
Λίγο αργότερα, τό 746 μ.Χ., ο ιστορικός Θεοφάνης
αναφέρει ότι μολυσματική ασθένεια μεταδόθηκε στή Μονεμβασία, μέσω τού λιμανιού της,
από τή Σικελία καί τήν Καλαβρία. Τό 787 μ.Χ. ο επίσκοπος Μονεμβασίας Πέτρος συμμετείχε στήν
Ζ' Οικουμενική Σύνοδο. Τό
εμπόριο καί η ναυτιλία αναπτύχθηκαν ιδιαίτερα καί τό λιμάνι τής πόλης ήταν από τά μεγαλύτερα τής Πελοποννήσου. Η φυσική οχύρωση της ενισχύθηκε μέ
τείχη, αρχικά στήν 'Ανω καί αργότερα στήν Κάτω Πόλη.
Τό 1147 οι Νορμανδοί επιχείρησαν ανεπιτυχώς νά καταλάβουν μέ πολιορκία τό κάστρο, ενώ λίγα χρόνια αργότερα ο
Άραβας γεωγράφος Εδρισί ονόμαζε τήν πόλη
Μαλλιάσα. Τό 1249 η πόλη κυριεύθηκε από τούς Φράγκους, ύστερα από τρίχρονη πολιορκία
από τόν Γουλιέλμο Βιλλεαρδουίνο. Η
Φραγκοκρατία διήρκησε 14 χρόνια καί τό
1262 ο Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος
απελευθέρωσε τήν πόλη.
Κατά τήν βασιλεία τού Ανδρόνικου Β' Παλαιολόγου,
παραχωρήθηκαν σημαντικά προνόμια στή Μονεμβασιά μέσω δύο χρυσόβουλλων πού εκδόθηκαν τό 1284 καί 1301.
Τά προνόμια αυτά επεκτάθηκαν τό 1336 μέ άλλο χρυσόβουλλο τού αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ'.
Τό 1292, ο Καταλανός πειρατής Roger de Lluria
λεηλάτησε τή Μονεμβασία καί άλλες πόλεις τού Αιγαίου.
Τό 1395, η πόλη καταλήφθηκε γιά τρείς μήνες από τούς Τούρκους,
ενώ τό 1443 ο Θεόδωρος Β' Παλαιολόγος ανανέωσε τά προνόμια τής πόλης.
Τό 1460 η πόλη ήταν υπό τήν προστασία τού πάπα Πίου Β' ενώ τό 1463 καταλήφθηκε από τούς Βενετούς.
Η Α' Ενετοκρατία τελείωσε τό 1540. Αμέσως μετά η
πόλη παραχωρήθηκε στούς Τούρκους γιά 150 χρόνια (1540-1690).
Τό 1564 οι Ιππότες τού Αγίου Ιωάννη επιχείρησαν ανεπιτυχώς νά καταλάβουν τό κάστρο.
Μετά από αυτήν τήν επιχείρηση, η είσοδος στή βορεινή πλευρά τού βράχου σφραγίστηκε μέ τείχος (Mura Rossa).
Τό 1690, οι Βενετοί ανακατέλαβαν τήν πόλη
μέχρι τό 1715, οπότε η Μονεμβασιά παραδόθηκε στούς Τούρκους.
«Από τού 1715 καί εντεύθεν εκάλυψε τήν Ελλάδα,
ιδίως δέ τήν Πελοπόννησον η ζοφωτέρα δουλεία τών όσων ποτέ υπέστη. Αι πασίγνωστοι
οθωμανικαί τυραννίαι καί μαστιγώσεις, αι εξορίαι καί αι δημεύσεις, αυξάνουσαι οσημέραι, οι φόροι ήγαγον τούς δυστυχείς κατοίκους εις τήν εσχάτην απελπισίαν
καί εν τούτοις ουδέν απολύτως ηδύναντο νά πράξωσι πρός απαλλαγήν των, διότι οι προηγούμενοι μακροί καί συνεχείς πόλεμοι, αι συχναί αλλαγαί δεσποτών καί τά
καταθλιπτικά μέτρα, άπερ έλαβον εσχάτως οι Τούρκοι κατ' αυτών, αφήρουν πάσαν περί απελευθερώσεως σκέψιν.
Οι κατ' εκείνην λοιπόν τήν εποχήν (1769) προϊστάμενοι τών διαφόρων χωρών τής Πελοποννήσου, εν οίς οι Ζαήμης, Κρεββατάς, Μπενάκης κλπ κατέφυγον
δι΄αναφοράς των πρός τήν Αυτοκράτειραν τής Ρωσσίας Αικατερίνην τήν Μεγάλην, επικαλούμενοι βοήθειαν. Καί όντως αυτή έδωσεν ως πρώτον δείγμα τής
ευμενείας της τήν αποστολήν τού Γεωργίου Παπαζώλη, Μακεδόνος λοχαγού τού ρωσσικού πυροβολικού, εις τήν Ελλάδα πρός βολιδοσκόπησιν τών πνευμάτων
καί παρακίνησιν πρός επανάστασιν. Μετά δέ τάς ευαρέστους ανακοινώσεως τού απεσταλμένου τούτου, κατέπλευσε καί ηγκυροβόλησεν εν Οιτύλω η πρώτη
μοίρα τού ρωσσικού στόλου υπό τόν Θεόδωρον Ορλώφ, λήγοντος τού Φεβρουαρίου τού 1770.
Αλλά η επανάστασις τού 1770 κατέπεσε, διότι οι Έλληνες ούτε ήσαν, ούτε ήτο δυνατόν νά ώσιν επαρκώς παρασκευασμένοι, έλειπον δέ αυτοίς πάντα τά χρειώδη
καί τά υποσχεθέντα υπό τής Ρωσσίας βοηθήματα περιωρίζοντο εις ολίγα μόνον όπλα. Τότε λοιπόν, ανωτέρα διαταγή οι Αλβανοί λησταί ανά μυριάδας κατεπλημμύρησαν
τήν Πελοπόννησον καί σφάζοντες, αιχμαλωτίζοντες καί λεηλατούντες επήνεγκαν ουχί πλέον τήν ησυχίαν
καί τήν τάξιν, αλλά νεκρικήν σιγήν εν όλη τή χώρα.
Οι κάτοικοι τής Βοστίτζης καταφυγόντες εις τήν μονήν τών Ταξιαρχών, άπαντες εσφάγησαν. Αυτοί οι Μανιάται ηναγκάσθησαν νά ζητήσωσιν άσυλον εις τάς
δυσχωρίας τού Ταϋγέτου, καταλιπόντες τάς κώμας αυτών εις τήν διαρπαγήν τών Αλβανών. Εικοσακισχίλιοι Πελοποννήσιοι επωλήθησαν είτε εις Αλγερίαν είτε
εις τούς Τούρκους τής Ρούμελης.
Παρήλθε λοιπόν είς ολόκληρος αιών (1715 - 1806) εν συνεχεί πολέμω, εν σφαγαίς καί αιματοχυσίαις, αφ' ότου οι Τούρκοι εγένοντο κύριοι τής Πελοποννήσου,
απόδειξις ότι οι κάτοικοι δέν έκλινον τόν αυχένα, ειμή εις τήν ανάγκην.»
Πολιορκία καί άλωσις τής Μονεμβασίας υπό τών Ελλήνων τώ 1821, Ιστορική Πραγματεία Παπαμιχαλόπουλου, 1874
Η μοίρα τής Μονεμβασίας ήταν ίδια μέ τήν μοίρα ολόκληρης τής Πελοποννήσου
στούς αιώνες πού ξένοι εισβολείς εναλλάσσονταν στήν εξουσία. "Δυό
γάιδαροι μαλώνανε σέ ξένον αχυρώνα", έλεγε ο λαός μας. Τελικώς επικράτησαν οι Τούρκοι οι οποίοι έδιωξαν τούς Βενετούς εξ ολοκλήρου.
Μετά τά ορλωφικά εξόντωσαν τούς Αλβανούς πού είχαν γίνει μάστιγα στόν πληθυσμό ενώ γύρω στό 1800
κατάφεραν νά εξουδετερώσουν ακόμα καί τούς Κλέφτες.
Τόν Μάρτιο τού 1821, η φωτιά πού άναψε σέ ολόκληρο τόν Μοριά θά έκαιγε καί τήν ανατολική Λακωνία.
Οι Μπαρδουνιώτες Τούρκοι, οι
μόνοι πού μπορούσαν νά φέρουν σοβαρή αντίσταση, εγκατέλειψαν τά χωριά τους γιά νά κλειστούν στά τείχη
τής Τριπολιτσάς, μετά τήν φήμη πού διέδωσε ο
Κυριακούλης Μαυρομιχάλης ότι πλάκωσαν οι Φράγκοι στό λιμάνι τού Γυθείου.
Οι Έλληνες χωρικοί άρχισαν νά συρρέουν γύρω από τήν
Μονεμβασιά. Ήταν περίπου χίλιοι ένοπλοι μέ αρχηγούς τούς Ζανετάκη Μπέη Γρηγοράκη, Δημήτριο Τσιγκουράκο, Παναγιώτη Κοσσονάκο, Πετροπουλάκη,
Γ. Αντωνάκο, Μαγκιώρο, Ιωάννη Κατσούλη καί Ιωάννη Κρανίδη. Η έξοδος πού επιχείρησαν οι Τούρκοι
από τά τείχη τής Μονεμβασιάς δέν είχε αποτέλεσμα.
Τότε ο διοικητής τού φρουρίου Μεχμέτ Αγά Ατσεπή, τούς επανέφερε εντός τών τειχών καί κατέστρεψε
τή γέφυρα πού συνέδεε τήν είσοδο τού κάστρου μέ τήν ξηρά.
«Τό μυστήριον τής Φιλικής Εταιρίας έφθασε μέχρι Μονεμβασίας, εξ ής κατηχήθησαν οι αδελφοί Δεσποτόπουλοι, ο Π. Καλογεράς καί πρό πάντων ο
Αρχιεπίσκοπος Μονεμβασίας Χρύσανθος, γνωστός γινόμενος διά τόν ζήλον υπέρ τού Έθνους. Ο Χρύσανθος εκλείσθη υπό τών Τούρκων εν Τριπόλει μετά τών λοιπών
Αρχιερέων. Ότε ήρχισε περιτρέχουσα υπόκωφος φήμη περί επικειμένης γενικής τών Ελλήνων επαναστάσεως, ουδεμίαν οι Τούρκοι τής Μονεμβασίας συνέλαβον
υποψίαν περί τών ραγιάδων των, διότι ήσαν πεπεισμένοι περί τής πίστεως καί αφοσιώσεως αυτών.
Γνωστοποιηθείσης τής φυγής τών Βαρδουνιωτών Τούρκων, οι Έλληνες εδράξαντο τών όπλων. Πρώτοι δέ οι φιλοπόλεμοι καί ελευθερόφρονες Λάκωνες έδωκαν τό
παράδειγμα καί τό θάρρος πρός τούτο καί αυτοί πρώτοι έσπευδον κατά αποσπάσματα υπό διαφόρους αρχηγούς,
νά πολιορκήσωσι τήν Μονεμβασίαν.
Οι Τούρκοι παρελθόντος τού πρώτου φόβου καί τής καταλαβούσης αυτούς συγχύσεως, εσκέφθησαν ότι είναι αδύνατον νά έλαβον σπουδαίως κατ' αυτών τά όπλα
οι ραγιάδες των, οι μέχρι χθές ποιμένες καί γεωργοί καί υπηρέται των, καί απεφάσισαν νά εξέλθωσι πρός
διασκορπισμόν τούτων διά προτροπών ή απειλών,
εν αποτυχία δέ καί πρός τιμωρίαν αυτών, έτι δέ καί πρός προμήθειαν καί εισαγωγήν τροφών οιωνδήποτε.»
Πολιορκία καί άλωσις τής Μονεμβασίας υπό τών Ελλήνων τώ 1821,
Ιστορική Πραγματεία Παπαμιχαλόπουλου, 1874
Ο κλοιός έσφιγγε τό κάστρο τής Μονεμβασιάς, καθώς ήρθαν πρός ενίσχυση καί 250 κάτοικοι τού
Λεωνιδίου τής Κυνουρίας, οι οποίοι πρωτύτερα
στίς 25 Μαρτίου 1821, είχαν υψώσει τή σημαία τής ελευθερίας καί είχαν ευλογήσει τά όπλα στήν μητρόπολη τής πόλης.
Η Μονεμβασιά όμως, μέ τό πανίσχυρο κάστρο
της, μόνο από πείνα θά έπεφτε καί σ' αυτό είχε βοηθήσει η αμέλεια τών
Τούρκων αγάδων, οι οποιοι δέν είχαν φροντίσει νά έχουν γεμάτες τίς αποθήκες τής πόλης μέ σιτάρι.
Τώρα πού τούς έκλειναν καί από τή θάλασσα τά πλοία τών Σπετσών,
δέν υπήρχε δυνατότητα νά προμηθευτούν τρόφιμα. Οι Ρωμιοί δέν είχαν τίποτα άλλο παρά νά
περιμένουν.
Τά σπετσιώτικα πλοία πού έζωσαν τήν πόλη από τήν θάλασσα ήταν τών
Αναστασίου Ανδρούτσου, Ιωάννη Κούτση, Γεωργίου Μπαρδάκου, Ν. Ράπτου, Θεοδώρου
Λαζάρου, Αναργύρου Χατζή Αναργύρου, Ν. Ορλώφ, Γ. Ανδρέου, Ηλ. Θερμισιώτου, Αναγνώστη Κυριακού, Γεωργίου Κλίσσα καί Γεωργίου Πάνου. Τελικά όμως τά
περισσότερα αποχώρησαν γιά νά αντιμετωπίσουν τόν σουλτανικό στόλο πού κατέβαινε στό Αιγαίο, αλλά τά λίγα πού έμειναν ήταν αρκετά γιά νά φέρουν σέ απόγνωση
τούς αποκλεισμένους μουσουλμάνους. Η πείνα καί οι επιδημίες πλέον θέριζαν τούς αποκλεισμένους, οι οποίοι τρέφονταν μέ φραγκόσυκα, ποντίκια, ακόμα καί
μέ ανθρώπινα πτώματα.
Οι Έλληνες είχαν επίσης πρόβλημα τροφοδοσίας καί τή νύκτα αποχωρούσαν κρυφά ομάδες
τών πενήντα ή εκατό ατόμων καί πήγαιναν στά γειτονικά χωριά γιά νά
προμηθευτούν τρόφιμα. Φρόντιζαν η επιστροφή τους στό στρατόπεδο νά γίνεται ημέρα, μέ
τό φώς τού ήλιου ώστε νά φαίνονται ότι έρχονται νέες επικουρίες
στούς επαναστάτες. Οι Τούρκοι όμως πού είχαν λάβει επιστολή από τούς ομοθρήσκους τους,
μέσω ενός Ρωμιού προδότη ονόματι Μερτσάνης, ότι ο Κεχαγιάς
προχωρούσε ανεμπόδιστα πρός τήν Τριπολιτσά, δέν τό έβαζαν κάτω.
Εν τώ μεταξύ οι αντίπαλοι βρίζονταν κατά τήν διάρκεια τής ανάπαυλας τής μάχης.
"- Βρέ Ρωμηοί. Ακόμη τά σπαθιά μας αχνίζουν από τά αίματά σας καί σείς ετολμήσατε νά σηκώστε τουφέκι κατεπάνω μας;
Δέν θά βγούμε όξω; Θά σάς παστρέψουμε όλους. Εκατό χρόνους θά κάμη νά λαλήση πέρδικα στά βουνά σας!"
"- Αμή κοιτάξετε νά βγήτε πρώτα καί τότε άς μή λαλήση μήτε κούκος. Καί πότε βρέ Τούρκοι έλειψαν από τά ρωμαίϊκα βουνά οι αετοί καί οι πέρδικες,
πού θά λείψουν τώρα;"
Οι Σπετσιώτες είχαν σέ διαρκή νυκτερινή περιπολία δύο πλοιάρια
γιά νά προσέχουν τά θαλάσσια τείχη τής Μονεμβασιάς. Πράγματι κάποια νύκτα
τού Μαΐου, 172 Οθωμανοί προσπάθησαν μέ βάρκες
νά αιφνιδιάσουν τούς Έλληνες στήν απέναντι παραλία πού είχαν στήσει τό στρατόπεδό τους.
Ένας από τούς κλεισμένους στό κάστρο Χριστιανός,
ο Χατζή Κυριάκος Ιατρόπουλος, κατόρθωσε μέ μία γυναίκα νά ειδοποιήση τούς ομοθρήσκους του γιά τήν επικείμενη
έξοδο. Πράγματι οι εχθροί έγιναν αντιληπτοί από τούς Σπετσιώτες πού περιπολούσαν
καί τό μόνο πού κατάφεραν ήταν νά βγούν στήν απέναντι παραλία καί νά
οχυρωθούν σέ ένα ύψωμα. Στή μάχη πού ακολούθησε εξοντώθηκαν όλοι οι μουσουλμάνοι μέχρι ενός.
Μαζί τους ήταν καί ο προδότης Μερτσάνης τόν οποίο οι Σπετσιώτες τόν εκτέλεσαν βάζοντάς τόν στό στόμιο
ενός κανονιού τό οποίο εκπυρσοκρότησαν.
Μετά από αυτή τήν αποτυχία οι μπέηδες κλείστηκαν στήν ακρόπολη τής Μονεμβασιάς
παίρνοντας μαζί τους ότι τροφές είχαν απομείνει. Οι φτωχότεροι Τούρκοι
έμειναν στό κάτω μέρος τής πόλης, όπου αργοπέθαιναν από τίς αρρώστιες καί από τόν υποσιτισμό. Στίς 4 Ιουλίου μία ελληνική σακολέβα συνέλαβε
δύο μεγάλες βάρκες στίς οποίες επέβαιναν εξήντα Τούρκοι, οι οποίοι προσπαθούσαν νά δραπετεύσουν.
Οι αιχμάλωτοι πληροφόρησαν τούς Έλληνες ότι
εκατοντάδες κάτοικοι τής πόλεως είχαν πεθάνει από μολυσματικές ασθένειες καί επτά τουρκόπουλα τά είχαν σφάξει καί τά είχαν φάει.
Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης απηύθυνε έγγραφο γιά παράδοση τού κάστρου αλλά αυτό απορρίφθηκε,
διότι οι αποκλεισμένοι δέν είχαν, καί μέ τό δίκιο τους,
εμπιστοσύνη στούς άγριους Μανιάτες ότι θά τηρηθεί η συμφωνία παράδοσης τού κάστρου.
Μάλιστα δήλωσαν καί γραπτώς ότι επ' ουδενί θά παρέδιδαν τήν
πόλη τους στούς ραγιάδες. Οι ένοπλοι χωρικοί περίμεναν νά πέσει η πλούσια πόλη γιά νά τήν
λαφυραγωγήσουν. Οι εξαθλιωμένοι αγρότες πού μέχρι πρίν μερικές ημέρες δούλευαν ολημερίς στά
χωράφια τών μπέηδων περίμεναν μέ αδημονία νά βάλουν χέρι στούς αμύθητους θησαυρούς τους.
Τότε τίς διαπραγματεύσεις ανέλαβε ο πρίγκηπας Αλέξανδρος Καντακουζηνός.
Ο Αλέξανδρος Καντακουζηνός ήταν γεννημένος στό Ιάσιο Ρουμανίας
καί ήταν γιός τού Ματθαίου Καντακουζηνού, μεγάλου βορνίκου τής Μολδαβίας, συμβούλου επικρατείας
τής Ρωσίας καί γόνου τής αρχοντικής
βυζαντινής οικογένειας τών Καντακουζηνών
με παρακλάδια στή Ρουμανία. Ο ίδιος είχε διατελέσει αυλάρχης τού τσάρου καί είχε έρθει στήν Ελλάδα μαζί μέ τόν
Δημήτριο Υψηλάντη, αδελφό τού αρχηγού τής Φιλικής Εταιρίας.
«Τήν 15η Ιουλίου 1821, οι ναυτικοί Σπετσιώτες, παραλαβόντες μεθ' αυτών εκατό Λάκωνας καί είκοσι επαρχιώτας μετά τού Σπαρτιάτου Δημητρίου
Κατσούλη, ώρμησαν μέ τάς λέμβους των κατά τού προστατεύοντος τήν ενούσαν τό φρούριον μετά τής
μεγάλης ξηράς γέφυραν πύργου καί μετά πεισματώδη μάχην,
καθ' ήν εφονεύθησαν έξ Έλληνες, εκυρίευσαν αυτόν καί ούτως εστέρησαν τούς εν τώ φρουρίω ύδατός τινος ποσίμου, όπερ εκείθεν ελάμβανον. Μετά τό κατόρθωμα
τούτο, οι Μονεμβασίται Τούρκοι, απελπισθέντες πλέον, εζήτησαν νά παραδοθώσιν επί συνθήκη τού νά παραδώσωσι τό φρούριον καί τά όπλα των εις τούς Έλληνας,
ούτοι δέ νά μετακομίσωσιν αυτούς επί τών πλοίων εις οποιονδήποτε μέρος τής Μικράς Ασίας ήθελον προκρίνει, φέροντας μεθ' εαυτών καί τά ενδύματά των.
Εζήτουν προσέτι καί τήν εκ μέρους τού Δημητρίου Υψηλάντου αποστολήν ανδρός τινος διασήμου, πρός πλειοτέραν εγγύησιν τής ακριβούς εκπληρώσεως
τών συνθηκών καί επί τών σκοπώ τούτω απεστάλη εις Μονεμβασίαν παρά τού Δημητρίου Υψηλάντου καί
τών κατά τήν Τριπολιτσάν οπλαρχηγών τού γενικού τών Ελλήνων στρατοπέδου, ο Καντακουζηνός.
Οι Τούρκοι τής Μονεμβασίας εστασίαζον αναμεταξύ των, διότι οι μέν αδύνατοι δεινότερα πάσχοντες εκ τής πείνης, ήθελον νά παραδοθώσιν εις τούς Έλληνας μίαν
ώραν αρχήτερα, οι δέ ισχυρότεροι, κατέχοντες τήν ακρόπολιν καί έχοντες ολίγας ακόμη τροφάς, ήλπιζον ημέραν παρ' ημέραν βοήθειάν τινα εξωτερικήν.
Τέλος πάντων, επειδή η θέλησις τών πολλών υπερίσχυσε διά τής βίας καί αποσταλλέντων εις τό φρούριον τού Ηλία Θερμισιώτου ως ναυτικού καί τινος άλλου
εκ μέρους τού Αλεξάνδρου Καντακουζηνού καί ληφθέντων ομήρων Οθωμανών επί τών πλοίων, μή εμπιστευομένων τών Τούρκων εις τούς τής ξηράς,
υπεγράφησαν αι συνθήκαί παρ' αμφοτέρων τών μερών.»
Ναυτικά Αναστασίου Ορλάνδου, εν Αθήναις 1869
Μετά από πολλές διαπραγματεύσεις οι αγάδες συμφώνησαν νά παραδώσουν τήν καστρόπολη τής Μονεμβασιάς
στόν Αλέξανδρο Καντακουζηνό, τόν Γεωργάκη Μιχαλάκη, τόν Τσιγκουράκο,
τόν Κοσσονάκο καί τόν Τζανετάκη, στίς 23 Ιουλίου 1821. Ο Τούρκος τσιντάρης (φρούραρχος) ακολουθούμενος από τούς αγάδες έφερε μαζί του ένα δίσκο
ο οποίος είχε τήν τουρκική σημαία, ένα μαχαίρι καί τά κλειδιά τού φρουρίου καί τά έδωσε στόν Καντακουζηνό. Οι Έλληνες έγιναν κύριοι τής πόλης καί τό πρώτο τους
μέλημα ήταν νά τελέσουν δοξολογία στήν μητρόπολη τής Μονεμβασιάς. Αμέσως μετά σήκωσαν τή σημαία τής Ελευθερίας στά τείχη γιά νά δούν όλοι οι Έλληνες, ότι
τό ένδοξο βυζαντινό κάστρο επανέρχονταν έπειτα από τέσσερεις αιώνες σέ χέρια χριστιανικά καί μάλιστα σέ ένα απόγονο τών Καντακουζηνών οι οποίοι υπήρξαν Δεσπότες
τής Μονεμβασιάς τόν 14ο αιώνα.
Οι Τούρκοι αιχμάλωτοι επιβιβάστηκαν στά σπετσιώτικα πλοία τών
Αναγνώστη Κυριακού, Ηλία Θερμισιώτου καί Γεωργίου Κλίσα, καί μεταφέρθηκαν στά παράλια τής Μικράς Ασίας. Η άλωση τής Μονεμβασιάς αναπτέρωσε τό
ηθκό τών επαναστατών γιατί αφενός ήταν τό πρώτο ονομαστό κάστρο πού έπεφτε στά χέρια τους, αφετέρου έγιναν κύριοι πολλών πυρομαχικών, δεκάδων πυροβόλων
καί εκατοντάδων άλλων μικρότερων όπλων.
"Εσείς χελιδονάκια μου, πού πάτε στόν αέρα
δώστε μαντάτα στό βοριά σ'όλα τά βιλαέτια,
πάτησαν τή Μονεμβασιά, σέ πέντε δέκα μέρες
θά 'ρθουν τά τσακωνόπουλα, ο καπετάν Γεωργάκης
νά δείς πραστιώτικο σπαθί, τσακώνικο τουφέκι."
Άλωση Νεοκάστρου (7 Αυγούστου 1821)
Τό Νιόκαστρο τής Πύλου ή Νέο Ναβαρίνο βρίσκεται κοντά στήν είσοδο τού λιμανιού τής Πύλου. Κατασκευάστηκε επί τουρκοκρατίας,
λίγο μετά τή ναυμαχία τής Ναυπάκτου (1571) γιά νά
ελέγχουν οι Τούρκοι τίς δυτικές ακτές τής Πελοποννήσου.
Τό νέο κάστρο ονομάστηκε Νιόκαστρο σέ αντιδιαστολή μέ τό Παλιόκαστρο ή Παλαιό Ναβαρίνο πού υψώνεται στό βόρεια είσοδο τού κόλπου τής Πύλου
καί τό οποίο είχε κατασκευαστεί τόν 13ο αιώνα από τόν γαλλικής καταγωγής βαρώνο Nicolas de Saint-Omer.
Ο Γάλλος σταυροφόρος είχε ονομαστεί από τούς Ρωμιούς τού Μοριά "Σανταμέρης".
Στά 1816, σύμφωνα μέ τόν Πουκεβίλ, τό Νιόκαστρο πρωτεύουσα τής επαρχίας τού Ναβαρίνου είχε 600 Τούρκους κατοίκους, ενώ
130 Έλληνες ζούσαν στό βαρόσι, τή συνοικία εκτός τών τειχών. Στό τέλους Μαρτίου 1821 ξεκίνησαν ταυτόχρονα οι πολιορκίες τής Μεθώνης καί τού Νεοκάστρου.
Στήν πρώτη έλαβαν μέρος τά στρατιωτικά σώματα τού Νικολάου Γεωργακόπουλου, τού Αναγνώστη Βουτιέρου καί τού Ευστάθιου Δρακόπουλου καί στήν δεύτερη
τά σώματα τών Παπατσώρη, Ιωάννη Μέλιου, Παναγιώτη Ντούφα καί Νικολάου Πονηρόπουλου. Στό Νεόκαστρο τής Πύλου είχαν κλειστεί οι Τούρκοι τής
Αρκαδιάς (Κυπαρισσίας), οι οποίοι κατέφυγαν αμέσως μετά τήν κήρυξη τής επανάστασης τών
Ελλήνων τής επαρχίας Τριφυλίας.
Ολόκληρη η ελληνική δύναμις πού ανέλαβε τήν πολιορκία τών δύο γειτονικών κάστρων κειμένονταν στούς 1600 άνδρες.
Ο Πονηρόπουλος οχυρώθηκε σέ
απόσταση είκοσι λεπτών από τό Νιόκαστρο καί στίς 30 Μαρτίου 1821 υποδέχθηκε τόν
επίσκοπο Μεθώνης Γρηγόριο Παπαθεοδώρου καί
τόν Γεώργιο Οικονομίδη μαζί μέ άλλους 180 ένοπλους Μεσσήνιους. Γιά νά είναι πιό αποτελεσματική η
πολιορκία τών δύο κάστρων ζητήθηκε η συνδρομή
πολεμικών πλοίων από τήν Ύδρα καί τίς Σπέτσες. Στίς 13 Απριλίου κατέφθασε έξω από τή Μεθώνη καί
ο Κωνσταντίνος Πιεράκος Μαυρομιχάλης μέ
120 Μανιάτες, γιά νά ενισχύσει τόν Παναγιώτη Ντούφα πού είχε φτιάξει τά ταμπούρια του στή θέση Παλαιοχώρι.
«Πρό δύω δέ ωρών πρίν δύση ο ήλιος ήλθεν αυτόσε ο Γρηγόριος Δικαίος, ο Ηλίας Μαυρομιχάλης, ο Αναγνωσταράς, ο Κεφάλας, οι Κουμουνδουράκηδες, οι
Καπιτανάκιδες, ο Παπά Τζόνης καί άλλοι ομού μέ τά ελληνικά ςρατεύματα, ενηγκαλίσθησαν δέ ευθύς ο Πρωτοσύγκελλος μετά τού Αρχιμανδρίτου Γρηγορίου Δικαίου
καί μετά τόν αλλεπάλληλον ασπασμόν των είπεν ο Πρωτοσύγκελλος:
- "Τί ωμιλήσαμεν εις τήν Βοστίτζαν καί τί βλέπω;"
- "Ευχαριστήθην οπού σέ είδα καί δέν αλήθευσαν τά φημιζόμενα, έπειτα οι Τούρκοι τής Πελοποννήσου είναι μία πρέζα ταμπάκου εμπρός εις τούς Έλληνας
καί θέλεις τό ιδή." Απεκρίθη ο Δικαίος.
- "Είθε!" είπεν ο Πρωτοσύγκελλος καί ενεκρίθη ν' απελθώσιν άπαντες εις τήν Αρκαδίαν (Κυπαρισσίαν).
Τήν δέ επιούσαν 27η Μαρτίου, ανεχώρησαν εκ τής Σκάλας διά τήν Αρκαδιάν,
εκτός τού Ηλία Μαυρομιχάλη όστις ομού μέ 450 Μανιάτας ανεχώρησε διά τήν Καρύταιναν.
Καθ' οδόν δ' επληροφορήθησαν ότι οι Οθωμανοί τής Κυπαρισσίας
είχον αναχωρήσει διά τά φρούρια Νεοκάστρου καί Μεθώνης.
Ο Ιωάννης Μέλιος, ο Παπατζόρης, ο Γρηγοριάδης, ο Ντούφας, ο Σιράκος καί οι λοιποί οδεύοντες
αποφασιστικώς διά τά φρούρια τήν 29η Μαρτίου, απήντησαν μακράν τού
φρουρίου Νεοκάστρου 400 Οθωμανούς επιστρέφοντας εις Κυπαρισσίαν πρός διατήρησιν τών οικιών των.
Μέ τόν ακόλουθον ιλαρόν τρόπον ενουθέτον τούς Έλληνας:
- "Βρέ Ρωμαίοι! γυρίστε εις τά σπήτια. Μήν σάς επήρεν ο Θεός τήν γνώσιν σας καί θά φάτε τά κεφάλια σας, γιατί δέν θά κατορθώσετε τίποτε, επειδή βλέπομεν
ότι είσθε μοναχοί σας καί δέν βλέπομεν Κιράλιδες (βασιλιάδες) καί Φραγκιά νά πολεμήσουν καί εις τήν θάλασσαν καί εις τήν στεργιά. Εσείς μονάχοι σας θά χαθήτε
καί σάς λυπούμαστε."»
Aμβροσίου Φραντζή, Επιτομή τής Ιστορίας τής αναγεννηθείσης Ελλάδος
Τήν Μεγάλη Εβδομάδα τού Πάσχα, οι Ρωμηοί πού τό έφεραν βαρέως νά μήν εορτάσουν τά πάθη τού Ιησού, χαλάρωσαν τήν πολιορκία τών δύο φρουρίων
καί γύρισαν στά χωριά τους. Οι Οθωμανοί τού Νεόκαστρου επιχείρησαν έξοδο τήν Δευτέρα τού Πάσχα - 11 Απριλίου - αιφνιδιάζοντας τίς λίγες
δεκάδες τών πολιορκητών, πού είχαν παραμείνει στίς θέσεις τους.
Οι αρχηγοί όμως τής πολιορκίας πρόλαβαν νά πιάσουν τά ταμπούρια τους, καί απάντησαν μέ επιτυχία στούς πυροβολισμούς τών εξακοσίων περίπου Τούρκων,
πού από αμυνόμενοι μετετράπησαν σέ επιτιθέμενοι. Ο Παναγιώτης Ντούφας μέ τόν
παπά Αναστάση από τό χωριό Χαλαζόνι καί τόν
Αναστάση Γυφτάκη από τό χωριό Ραφτόπουλο, μέ αντεπίθεση ανάγκασαν τούς αριθμητικά ανώτερους
Τούρκους νά επανέλθουν στό κάστρο τους
καί η πολιορκία τού κάστρου συνεχίστηκε κανονικά.
Δϋο ολόκληρους μήνες μετά τήν έναρξη τών πολεμικών επιχειρήσεων καί ύστερα από επανειλημμένες εκλήσεις, έφθανε επιτέλους στόν κόλπο τού
Ναβαρίνου μικρή ναυτική δύναμη
από τή νήσο τών Σπετσών, αποτελούμενη από τά πλοία
τού Μπόταση καί τού Αναστασίου Κολανδρούτζου. Τό φρούριο τού
Νεόκαστρου, πού είχε λιγώτερες προμήθειες από αυτό τής Μεθώνης, άρχισε νά υποφέρει από τήν έλλειψη τών τροφών. Αφού κατανάλωσαν
όλα τά ζώα οι Τούρκοι τού Νιόκαστρου έστειλαν μία φελούκα μέ δύο ψαράδες νά ζητήσουν τρόφιμα από τό γειτονικό κάστρο τής Μεθώνης. Οι Τούρκοι τής
Μεθώνης, πράγματι έστειλαν στούς ομοθρήσκους τους (ντίν ισλάμηδες), ένα πλοίο φορτωμένο μέ στάρι καί κουκιά. Τό πλοίο έγινε αντιληπτό από τά σπετσιώτικα πολεμικά,
τά οποία τό κανονιοβόλησαν καί τό ανάγκασαν νά επιστρέψει στή Μεθώνη, φέρνοντας τήν απελπισία στούς Τούρκους τού Νέου Ναβαρίνου.
Στίς 14 Ιουλίου 1821, 125 άμαχοι Τούρκοι βγήκαν από τό κάστρο καί παραδόθηκαν στούς πολιορκητές. Τά γυναικόπαιδα τά διασκόρπισαν σέ διάφορα χωριά καί 16 άντρες
τούς έκλεισαν στήν Ακρόπολη τής Αρκαδιάς (Κυπαρισσίας). Μετά από λίγες όμως ημέρες, οι φύλακες έριξαν τούς άνδρες αιχμαλώτους κάτω από τήν Ακρόπολη,
γεγονός πού καταδικάζει έντονα ο Αμβρόσιος Φραντζής στήν Επιτομή τής Ιστορίας του.
Ο θαλάσσιος αποκλεισμός έφερε τά αποτελέσματά του. Οι εντός τού φρουρίου Οθωμανοί είχαν έρθει σέ απόγνωση. Ο Τούρκος πού κατέβασαν από τά τείχη
γιά νά ζητήσει βοήθεια από τήν Τριπολιτσά συνελήφθη από τούς 'Ελληνες. Βοήθεια δέν φαινόταν από πουθενά. Η τόσο κοντινή Μεθώνη δέν μπορούσε πλέον
νά στείλει προμήθειες καί η μόνη τους τροφή ήταν πλέον φύλα καί ρίζες από τίς φραγκοσυκιές, τά οποία τά τηγάνιζαν ή τά έβραζαν.
Τελικώς υπογράφηκε η παράδοση τού φρουρίου τού Νεοκάστρου
μέ τόν όρο οι Οθωμανοί νά αφήσουν όλα τά πολύτιμα χρυσά καί ασημένια αντικείμενά τους
στούς Έλληνες καί οι τελευταίοι νά αναλάβουν νά τούς μεταφέρουν στά παράλια τής Τύνιδος (Τούνεζι).
Οι αρχηγοί τής πολιορκίας απομάκρυναν μέ δόλο τόν αντιπρόσωπο τού πρίγκηπα Υψηλάντη
Γεώργιο Τυπάλδο προκειμένου νά οικειοποιηθούν τή δόξα, αλλά καί
τά λάφυρα πού θά λάμβαναν από τούς αγάδες καί ανέλαβαν αυτοί τήν παράδοση τών κλεισμένων Οθωμανών. Η διαμάχη γιά τήν αρχηγία είχε ήδη ξεσπάσει
από τούς πρώτους μήνες τής επανάστασης.
«Τελειωθείσης δέ τής εγγράφου ταύτης συνθήκης, μετεκόμισαν οι Οθωμανοί εις τά δύω πολιορκούντα πλοία τήν κινητήν αυτών περιουσίαν συγκειμένην από κιβώτια
(φορτζέρια κασέλας) κλειδομένα άπαντα καί εσφραγισμένα καί από δέσμας (τέγκια) δεδεμένας μέ σχοινία καλώς καί εσφραγισμένας. Τήν δέ πρωΐαν τής 7ης
Αυγούστου εγένετο η εκ τού φρουρίου έξοδος τών Οθωμανών επί τή ελπίδι καί ταίς βάσεσι τής συνθήκης, αλλά νά ψαυσθή παρά τών Ελλήνων έκαστος Οθωμανός
μήπως ήθελε φέρη μεθ' εαυτού χρήματα ή άλλα μεταλλικά είδη πολύτιμα καί ούτω νά επιβιβασθώσιν εις τά πλοία καί νά μετακομισθώσιν ως διελάμβανεν η συνθήκη
υπογεγραμμένη από τούς αρχηγούς τής ξηράς καί τής θαλάσσης.»
Aμβροσίου Φραντζή, Επιτομή τής Ιστορίας τής αναγεννηθείσης Ελλάδος
Όταν, στίς 7 Αυγούστου 1821, άρχισαν νά εξέρχονται οι Τούρκοι από τό Νεόκαστρο, οι ομόπιστοί τους επιχείρησαν πολεμική έξοδο από τό κάστρο τής Μεθώνης.
Τήν έξοδο επιχείρησε
νά ανακόψει ο Κωνσταντινός Πιερράκος Μαυρομιχάλης μέ 300 Μανιάτες. Οι
Τούρκοι όμως τής Μεθώνης ήταν αποφασισμένοι νά πολεμήσουν
καί μέ τά γιαταγάνια στά χέρια
διασκόρπισαν τούς Μανιάτες. Μόνος μέ εννέα πολεμιστές απόμεινε ο Μαυρομιχάλης ο οποίος τελικώς
πέθανε μέ όλους τούς συντρόφους του.
Μεταξύ τούτων ήταν καί ο Δημήτριος Χαλαζωνίτης. Ο πατέρας του, ηλικίας 80 ετών, μόλις επληροφορήθη τόν
θάνατόν του, είπε:
"- Ας πάγη τό παιδί μου στήν ευχή μου. Δότε μου τ' άρματά του,
θά πιάσω εγώ τόν τόπον του."
Οι Έλληνες ξέχασαν τότε καί τίς συνθήκες καί τούς όρκους. Τό αίμα τού νεκρού Μανιάτη θά τό πλήρωναν οι άοπλοι Τούρκοι πού έβγαιναν από τό κάστρο τού
Νιόκαστρου, οι οποίοι άπαντες, συμπεριλαμβανόμενων τών γυναικών καί τών παιδιών εσφάγησαν. Οι κραυγές "Αλλάχ ιτσούν", αντηχούσαν μάταια.
Τά βρέφη πετάγονταν στή θάλασσα καί η παραλία κοκκίνησε από τό αίμα τών σφαγμένων Τούρκων. Mόνο ο σημαιοφόρος τού Μαυρομιχάλη σκότωσε 30 Οθωμανούς.
«Αλλ' ο φόνος ούτος καί η σφαγή τών Οθωμανών
δέν έγινεν εκ προμελέτης, ούτε δέ καί οι οπλαρχηγοί επεθύμουν αυτό. Εγεννήθη
δέ από αμαμνήσεις των, όσα οι Έλληνες παρά τών Οθωμανών υπέφεραν δεινά επί Τουρκοκρατείας, οι μέν παρά τών ιδιοκτητών αγάδων τών κωμών, οι
δέ παρά τών σπαχήδων. Προέκυψε δέ καί παρά τών ιδίων Οθωμανών αιτία, οίτινες ελάλουν μέ τήν συνήθη αυθάδειάν των καί τήν υπεροψίαν εις τούς
Έλληνας καί ως νά είχον ακόμη αυτούς υπεξουσίους.
"Μπρέ Ρωμαίοι!, μπρέ σκλάβοι!"
Μή υποφέροντες ν' ακούουν οι Έλληνες, φέροντες δ' ενταυτώ εις τόν νούν των επανερχομένας καί τάς παρ' αυτών όσας εδοκίμασαν τυραννίας, άλλοι δέ πάλιν στενοί
συγγενείς όντες τού παρά τών ιδίων Οθωμανών δολοφονηθέντος προεστώτος τής Αρκαδίας Γρηγορίου Παπα Φωτοπούλου, μή δυνάμενοι δέ νά βλέπωσι τούς
δολοφονήσαντας αυτόν Οθωμανούς, ενθυμούμενοι δέ καί τήν αξιοδάκρυτον κατάστασιν καί τόν αφανισμόν τής οικογενείας αυτής μετά τή δολοφονίαν αυτού,
ερεθίσθησαν νά φονεύσωσι τούς δολοφόνους καί έκαμαν αρχήν εις τούς φόνους.»
Aμβροσίου Φραντζή, Επιτομή τής Ιστορίας τής αναγεννηθείσης Ελλάδος
Τό αμάρτημα τής σφαγής τού άμαχου πληθυσμού τό επιβάρυνε καί η φιλονικία μεταξύ Τριφυλίων καί Σπετσιωτών γιά τή διανομή τών λαφύρων. Χαμένος τής
υπόθεσης ήταν τό Κοινό Ταμείο αφού οι αρχηγοί στό τέλος επιβουλεύθηκαν ο καθένας
γιά λογαριασμό του τά λάφυρα από τούς πλούσιους μπέηδες τού Νεοκάστρου.
Ακόμα μία αποτυχία σημειώθηκε στήν προσπάθεια πολιορκίας
τού κάστρου τής Μεθώνης. Η συγκέντρωση τών ελληνικών δυνάμεων στό Νεόκαστρο έγινε αιτία νά
παραμεληθεί η πολιορκία τού βενετικού αυτού κάστρου, τό οποίο
δέν κατάφεραν οι νησιώτες νά τό αποκλείσουν αποτελεσματικά ούτε καί από τή θάλασσα.
«Εις τήν Κορώνην τά πράγματα υπήρξαν δύσκολα διά τούς Έλληνας τής επαρχίας. Εκεί οι Τούρκοι ήσαν σκληρότεροι καί πονηρότεροι από τούς άλλους.
Εγκατεστημένοι όλοι εις τήν πόλιν, ήσυχοι καί απρόσβλητοι εντός τών τειχών καί τού φρουρίου, ήσαν τόσον τυραννικοί, ώστε είχε διαμορφωθή εις τήν επαρχίαν εκείνην
ο θλιβερώτερος τύπος τού ραγιά. Αι δημογεροντίαι δέν κατώρθωσαν νά γίνουν ισχυραί,
όπως εις άλλη μέρη τής Πελοποννήσου, όπου είχαν αποκτήσει τήν
δύναμιν πραγματικών διοικητικών αρχών. Σχολεία σχεδόν δέν υπήρχαν.
Όταν αι φήμαι περί τής επικείμενης επαναστάσεως έφθασαν καί εις τήν Κορώνην, οι εκεί Τούρκοι ανησύχησαν περισσότερον τών άλλων. Πάντοτε
οι τυραννικώτεροι είναι καί περισσότερον καχύποπτοι. Απεφάσισαν αμέσως νά μεταφέρουν όλους τούς Έλληνας τού προαστίου εντός τού φρουρίου άν όχι διά νά
τούς θανατώσουν, αλλά τουλάχιστον διά νά έχουν εις τά χέρια τους ικανούς ομήρους.
Όταν οι Τούρκοι τής Κορώνης κατά τήν χαραυγήν τής 26ης Μαρτίου 1821
είδαν γύρω από τό φρούριον σώματα ενόπλων, εφρύαξαν. Δέν είχαν προφθάσει νά
παραλάβουν εντός τού φρουρίου παρά μόνον τόν επίσκοπον καί τούς δύο ακολούθους του.
Εις τό ελληνικόν πρό τής Κορώνης στρατόπεδον, τό συσταθέν αρχικώς από τόν Ηλίαν Κατσάκον καί τούς δύο Δαρειώτας, προσετέθησαν καταφθάσαντες μετά τάς
πρώτας ημέρας τής πολιορκίας ο Ιωάννης Κατσής Μαυρομιχάλης, ο Γεώργιος Παυλάκης καί ο Ροδίτης μέ τετρακόσιους Μανιάτας. Οι οπλοφόροι τής Κορώνης
ανήρχοντο εις τριακόσιους πενήντα καί είχαν επί κεφαλής τόν Ιωάννην Καράπαυλον, τόν Διονύσιον Τριγγέταν, τόν Ηλίαν Σάκην, τόν Ιωάννην Ψαλτάκην,
τόν παπα Φώτην Παπαδόπουλον, τόν παπα Σαρέλαν καί τόν Μελέτην.»
Η ελληνική επανάστασις - Διονύσιος Κόκκινος, 1956
Αντίστοιχη μέ τή Μεθώνη ήταν καί η πορεία τών επιχειρήσεων στήν Κορώνη,
όπου είχε κρατηθεί σάν όμηρος ο Επίσκοπος Γρηγόριος.
Αγανακτισμένοι από τήν παράταση τού αποκλεισμού οι Τούρκοι έσφαξαν στό τέλος Ιουλίου τόν ιερωμένο καί τό πτώμα του τό έριξαν κομματιασμένο έξω
από τά τείχη τού κάστρου. Ο Τούρκος ντελάλης τότε άρχισε νά καλεί τούς Έλληνες από ψηλά, φωνάζοντας:
"ελάτε, βρε Ρωμηοί , νά φάτε τό κρέας τού δεσπότη σας!"
Όταν τά κάστρα τής Μεθώνης καί τής Κορώνης ανεφοδιάστηκαν στά τέλη Αυγούστου 1821 από τόν οθωμανικό στόλο, εγκαταλείφθηκε καί η πολιορκία
τους από τούς Έλληνες.