Ο Ιμπραήμ μετά τήν "πύρρειο νίκη" στό Μεσολόγγι, επέστρεψε στήν Πάτρα. Τού είχαν
απομείνει μόνο 3500 τακτικοί στρατιώτες καί είχε άμεση ανάγκη ενισχύσεων.
Χωρίς νά χάσει καιρό έστειλε τόν Δελή Αχμέτ, πού είχε αφήσει ως φρουρά στό κάστρο
τής Πάτρας, νά ρημάξει τή Γαστούνη καί στή συνέχεια τόν διέταξε νά κατευθυνθεί
στή Μεσσηνία καί νά ζητήσει ενισχύσεις από τά κάστρα τής Μεθώνης
καί τής Κορώνης. Ο ίδιος μέ τό στράτευμά του καί πολλούς ατάκτους πού συγκέντρωσε,
κατευθύνθηκε στίς αρχές Μαΐου 1826 πρός τά Καλάβρυτα
μέ τελικό προορισμό τήν Τριπολιτσά. Ταυτόχρονα ο Γάλλος εξομώτης Σουλεϊμάν μπέης βγήκε από τά μεσσηνιακά
κάστρα καί επιτέθηκε στίς δυνάμεις τού Νικηταρά, τού Δημητρίου Πλαπούτα, τού
Δήμου Κανελλόπουλου καί τού Γεωργίου Σισίνη πού βρίσκονταν στήν επαρχία τής
Αρχαίας Ολυμπίας.
Οι μουσουλμάνοι τού Σουλεϊμάν έσπειραν τόν τρόμο στήν περιοχή καί έκαψαν τά χωριά Ζαχάρω,
Άλβενα (Μίνθη), Γραίκα σκοτώνοντας τούς άνδρες καί σκλαβώνοντας τά γυναικόπαιδα.
Στή συνέχεια πολιόρκησαν τούς κατοίκους τής Αγουλινίτσας πού είχαν
καταφύγει μέ τίς οικογένειές τους στά νησιά τής λίμνης. Οι ενισχύσεις πού κατέφθασαν
μέ τούς Λεονταρίτες τού Νικηταρά, καί τούς Τριφυλίους τού
Γεωργίου Γρηγοριάδη, τού Διονυσίου Παπαθεοδώρου καί τών αδελφών
Αναγνώστη καί Αδάμ Παπατσώρη στή θέση Κλειδί
μεταξύ τών λιμνών τής Αγουλινίτσας καί τού Καϊάφα,
έσωσαν τούς κατοίκους από βέβαιο θάνατο. Οι Αιγύπτιοι στρατιώτες
υποχώρησαν καί επέστρεψαν στή Μεσσηνία έχοντας πετύχει τόν σκοπό τους, ο οποίος ήταν νά μήν παρενοχληθεί
ο Ιμπραήμ στήν πορεία του πρός τήν Τριπολιτσά από τά ελληνικά στρατεύματα.
Πράγματι ο Ιμπραήμ εισέβαλλε στήν επαρχία Καλαβρύτων ατουφέκιστος μέ εξαίρεση τόν
Γεώργιο Λεχουρίτη πού τόν παρενόχλησε στό χωριό Νεζερά. Οι φήμες τόν έφερναν νά κατεβαίνει
στήν Τριπολιτσά μέ 40000 στρατιώτες έχοντας παρά τώ πλευρώ του τόν Κιουταχή πασά. Οι έντρομοι
κάτοικοι τών επαρχιών σκόρπισαν στά βουνά καί στά λαγκάδια, ενώ δέν ήταν λίγοι αυτοί
πού ταξίδεψαν μαζί μέ τά ζωντανά τους στό μοναδικό ασφαλές καταφύγιο τού Μοριά, τή Μάνη.
Στίς 4 Μαΐου 1826, ο Αιγύπτιος πασάς έφτασε στή μονή τής Αγίας Λαύρας,
καίγοντας, λεηλατώντας καί καταστρέφοντας τά Καλαβρυτοχώρια.
Ο βάρβαρος μουσουλμάνος κατέκαψε τήν ιστορική μονή πού είχε ιδρύσει ο ασκητής Ευγένιος στά χρόνια τού Νικηφόρου
Φωκά (961) καί σύμφωνα μέ τούς ιστορικούς τής εποχής, κάθισε νά απολαύσει τό θέαμα.
Ευτυχώς οι μοναχοί είχαν προλάβει νά μεταφέρουν τούς θησαυρούς καί τά κειμήλια τής μονής
στό Μέγα Σπήλαιο.
Τήν επόμενη ημέρα, ο Ιμπραήμ χωρίς νά συναντήσει
καμία αντίσταση, έφτασε μέ τή βοήθεια ενός Τούρκου Καλαβρυτινού στά Κλουκινοχώρια τής Αιγιάλειας
(Αγρίδι, Αγία Βαρβάρα, Ζαρούχλα, Σόλο, Περιστέρα),
στούς πρόποδες τού όρους Χελμού, τά οποία ο Οθωμανός πασάς επίσης κατέκαψε καί λεηλάτησε.
Οι οπλαρχηγοί Αναγνώστης Καλογριάς, Νικόλαος Σολιώτης καί Γκολφίνος Πετμεζάς
οχυρώθηκαν στή θέση Καστράκι μαζί μέ 8000 γυναικόπαιδα καί περίμεναν τόν εχθρό.
Οι Τουρκοαιγύπτιοι τού Ιμπραήμ μαζί μέ τούς Τουρκαλβανούς τών Πατρών
επιτέθηκαν μέ σφοδρότητα καί μετά από φοβερή μάχη οι Έλληνες υποχώρησαν αφήνοντας στό
έλεος τού εχθρού πολλά από τά
ανυπεράσπιστα γυναικόπαιδα καί στό πεδίο τής μάχης πάνω από 300 νεκρούς.
Σύμφωνα μέ τόν Διονύσιο Κόκκινο, οι μουσουλμάνοι έσφαξαν μέ απίστευτη βαρβαρότητα
πάνω από 1000 αμάχους,
ενώ δέν ήταν λίγες εκείνες οι γυναίκες πού προτίμησαν νά πέσουν μέ τά μωρά τους από τά βράχια
γιά νά μήν πιαστούν αιχμάλωτες από τους Τουρκοάραβες, γράφοντας
ένα νέο αλλά άγνωστο Ζάλογγο. Μία γυναίκα πού υπηρετούσε τήν οικογένεια τού
Αναγνώστη Πετμεζά έτρεχε μέ τά δύο μικρά παιδιά τού αφέντη της πάνω στά χιονοσκέπαστα βουνά,
ακολουθούμενη κατά πόδας από Αιγύπτιους στρατιώτες. Μόλις κατάλαβε ότι ένας μουσουλμάνος θά τήν
έπιανε, άφησε τά παιδιά καί τόν περίμενε στό χείλος τού γκρεμού, προσποιούμενη ότι παραδιδόταν.
Μόλις εκείνος τήν έπιασε καί πήγε νά τήν βιάσει, τόν έσπρωξε καί έπεσαν καί οι δύο κάτω από τό βράχο.
Ανάμεσα στούς εκατοντάδες αιχμαλώτους πού πιάστηκαν καί τελικά χάθηκαν
στά σκλαβοπάζαρα τής Μπαρμπαριάς ήταν καί η οικογένεια τού γενναίου αγωνιστή Σολιώτη.
Από τά Κλουκινοχώρια ο Ιμπραήμ έστειλε 600 ιππείς νά κυριεύσουν τή μονή τού Μεγάλου Σπηλαίου
όπου είχε οχυρωθεί ο Νικόλαος Πετμεζάς μέ 150 άνδρες. Όμως η θέση τής μονής
καί οι σφαίρες τών Πετμεζαίων τόν απέτρεψαν από τό εγχείρημά του.
Ο Ιμπραήμ συνέχισε τήν πορεία του καίγοντας τό Βραχνί, τό Σούβαρδο, τή Ζαχλωρού, τά
Καλάβρυτα, τήν Κερπινή καί
στίς 8 Μαΐου 1826 έφθασε στήν Τριπολιτσά σέρνοντας μαζί του χιλιάδες γυναικόπαιδα καί πολλά λάφυρα.
Από τήν Τριπολιτσά έστειλε ένα σώμα στρατού δυτικά πρός τά χωριά
Καρύταινα, Βυτίνα, Βαλτεσινίκο, Λαγκάδια, Σέρβο καί Ζυγοβίστι, ένα δεύτερο σώμα νότια πρός
τό Λεοντάρι καί τό Άκοβο καί ένα τρίτο σώμα πρός τά χωριά Άγιος Πέτρος, Βέρβαινα,
Δολιανά, Βρέσθενα, Μπαρμπίτσα (Βαρβίτσα), Πραστός, Μελιγού, Πλάτανος, Καστάνιτσα καί Καστρί.
Η διαταγή πρός τούς αξιωματικούς του
ήταν νά καταστρέψουν κάθε ίχνος αντίστασης, νά αρπάξουν ζώα, νά λεηλατήσουν,
νά αφανίσουν καί νά αιχμαλωτίσουν τούς κατοίκους τών χωριών αυτών.
Οι Χριστιανοί έντρομοι είτε σκαρφάλωναν στά πιό απόκρημνα βουνά είτε κρύβονταν στά πιό βαθιά φαράγγια
γιά νά προστατευτούν από τίς τουρκικές ορδές.
Ο Γενναίος Κολοκοτρώνης, πού ήταν υπεύθυνος γιά τήν τάξη στήν πόλη τού Ναυπλίου,
ζήτησε από τον Ζαΐμη νά παραιτηθεί από αυτή τή θέση καί νά τρέξει στό πεδίο τών μαχών νά βοηθήσει τόν πατέρα του.
Πράγματι η παραίτηση έγινε δεκτή καί ο Γενναίος αναχώρησε γιά τήν Στεμνίτσα συνοδευόμενος
από τόν Φεϊζόπουλο. Ο πατέρας του τού ανέθεσε τή φύλαξη τών στενών τού Λεονταρίου από κοινού
μέ τούς Κανέλλο Δεληγιάννη, Δημήτριο Πλαπούτα, Νικόλαο Πετμεζά, Δημήτριο Μελετόπουλο καί
Παναγιώτη Νοταρά.
«Ο Ιμπραΐμης εβγήκε μέ όλο του τό στράτευμα εις τήν Πάτρα καί ειπώθηκε ότι εβγήκε καί μέ τά στρατεύματα τού Κιουταχή. Είδησις ψεύτικη, γιατί ο Κιουταχής εκίνησε διά τήν Ανατολικήν Ελλάδα. Σάν επέρασε όλο τό στράτευμα εις τήν Πάτρα, εκίνησεν αμέσως καί έκαμε όλα του τά στρατεύματα κατά τά Καλάβρυτα. Ο κόσμος καί ο λαός εσυνάχθηκε καί έπιασε τά βουνά μέ παιδιά τους, γυναίκες καί πράγματά τους καί έφυγαν δύο Τούρκοι Πελοποννήσιοι από τό βουνό Χελμό (Αροάνια Καλαβρύτων) καί επρόδωσαν εις τόν Ιμπραΐμη. Επήγε ο Ιμπραΐμης εις τό Χελμό καί τουφέκι δέν απάντησε πουθενά, καί εσκλάβωσε περίπου από 2000 γυναίκες καί παιδιά.
Οι Καλαβρυτινοί κατέφευγαν εις τήν Καρύταινα, εις τό Λεοντάρι, εις τήν Μάνην καί επήρε φρίκη όλη η Πελοπόννησος, καί ο Ιμπραΐμης ήλθε εις τήν Τριπολιτζά. Καί εγώ μαθαίνοντας τήν είδησιν τούτην είχα δύο χιλιάδες καί επεράσαμεν αντίκρυ από τήν Τριπολιτζά, νά ιδούμεν πού θά κινηθεί, καί ετραβήξαμεν στής Καρύταινας τήν επαρχίαν.
Ο Ιμπραΐμης μέ τό στράτευμα κατέβηκε Καρύταινας κάμπο καί Λεονταριού. Εγώ έστειλα τόν Γενναίον μέ 500 νομάτους καί έπιασαν τήν Ντεμνίτζα (Στεμνίτσα), χωροπούλα δυνατή, διά νά κλεισθεί μέσα, άν έλθει ο Ιμπραΐμης απάνω του. Από τήν Ντεμνίτζα έως τό ορδί (στρατόπεδο) τέσσερεις ώρες. Καί εγώ εκρύφθηκα μέ τό λοιπό στράτευμα, άν ιδώ τούς Τούρκους νά κτυπήσουν τόν Γενναίον νά τούς πάρω αποπίσω. Ο Ιμπραΐμης δέν ήλθε διά τόν Γενναίον. Έμαθε ότι τά γυναικόπαιδα επήγαν κατά τήν Μάνην καί δέν ακολούθησε. Τό ορδί τό είχε εις τόν κάμπον. Ο λαός ακούοντας, ότι ο Ιμπραΐμης εβγήκε εις τά πισινά χωριά (χωριά πρός τή μεριά τής Ανδρίτσαινας) καίοντας, ετραβήξανε κατά τή Μάνη, ώς οπού εγύρισε τό στράτευμά του. Ετράβηξε διά τήν Μεσσηνία, καί Αρκαδινοί (Τριφύλιοι) καί οι Ανδρουτζάνοι (από τήν Ανδρούσα Μεσσηνίας) ακούοντας τήν φθοράν τού απάνου κόσμου, ετραβούσαν κατά τήν Μάνην. Κάπου έγινε καί τουφέκι, κάπου εσκλάβωσε. Έρριξε τό ορδί του εις τό Νησί τής Καλαμάτας (Μεσσήνη).»
Απομνημονεύματα Κολοκοτρώνη - Τερτσέτης Γεώργιος
Στίς 10 Μαΐου 1826, χίλιοι Αιγύπτιοι συνοδεύοντας αιγοπρόβατα πού είχαν αρπάξει από τούς κατοίκους τής Γορτυνίας,
κινήθηκαν νοτιότερα καί πέρασαν από τό χωριό Λιοδώρα.
Οι κάτοικοι τού Σέρβου μέ τούς άνδρες τού Πλαπούτα καί τού Φώτη Ντάρα
κατέλαβαν τήν ορεινή διάβαση Αρτοζήνου καί περίμεναν κρυμμένοι τόν
εχθρό. Οι Αιγύπτιοι, λόγω τού μεγάλου αριθμού τών ζώων πού συνόδευαν, κινούνταν μέ πολύ αργό ρυθμό
μέ αποτέλεσμα νά εγκλωβιστούν από τούς Έλληνες στόν χείμαρρο Γκούρα.
Ο εχθρός περικυκλωμένος καί όντας σέ μειονεκτική θέση,
πανικοβλήθηκε δεχόμενος βροχή τίς σφαίρες από τά τουφέκια τών ανδρών αλλά καί τούς βράχους πού
κυλούσαν πρός τά κάτω οι γυναίκες. Ανήμποροι νά αντιδράσουν οι Αιγύπτιοι υποχώρησαν ατάκτως
εγκαταλείποντας τά ζώα. Καταδιωκόμενοι συνεχώς από τούς κρυμμένους σέ κάθε βουνοπλαγιά
Έλληνες έφθασαν κακήν κακώς στήν βάση τους τήν Τριπολιτσά. Ο Δημήτριος Πλαπούτας,
γιός τού Κόλια Πλαπούτα από τήν Παλούμπα πού πρωταγωνίστησε στή μάχη, έστειλε αναφορά στή Διοίκηση
περιγράφοντας τήν ήττα τού εχθρού.
«Καθώς τήν Δευτέραν πρωί απερνώντας εν σώμα από αυτούς, περίπου τών χιλίων πεζών καί ιππέων εις τό Διάσελον τής Γριάς, καί εκινήσαντες διά τά μέρη τούτα ήλθον εις τό Λυκούρεσι καί συναντήθηκα μέ αυτούς εις τού Σέρβου από κάτω, μέ τούς οποίους ετουφεκίσθημεν καί όσον ημπορέσαμε τούς αντισταθήκαμε παίρνοντάς τους περίπου τών πέντε χιλιάδων προβάτων όπου είχαν παρμένα, μερικά αλογογελάδια, εμποδίζοντας ακόμη καί όσα άλλα εκ τού πλησίον ημπορούσαν νά πάρουν. Εσκοτώθηκαν από αυτούς μερικοί, από τούς οποίους έμειναν τρείς τέσσεροι, καί ακολούθως πάλιν τουφεκιζόμενοι οι μισοί απέρασαν εις τόν κάμπον Δημητσάνας. Εγώ δέ μ' όσους περισσοτέρους ημπόρεσα εις Ζάτουνα, μέ απόφασιν οπού νά έλθουν εις Δημητσάνα καί Ζάτουνα νά τούς βαρέσωμεν. Αλλ' αυτοί από εκεί οπού ετοποθετήθησαν τό εσπέραν ανεχώρησαν κατ' ευθείαν διά τήν Τριπολιτσάν.»
Τό τμήμα τών Αράβων πού κατευθύνθηκε πρός τόν Άγιο Πέτρο καί τόν Μυστρά έκαψε τά χωριά Δολιανά,
Ράχοβα, Βρέσθενα καί Βέρβενα. Στή Μαγούλα Λακωνίας
βασάνισαν τούς κατοίκους πού δέν είχαν προλάβει νά φύγουν αλλά τούς κτύπησε ο Γεώργιος Γιατράκος,
δίνοντας καιρό στούς αμάχους νά τρέξουν νά βρούν καταφύγιο στά ορεινά καί στή Μάνη.
Στίς 15 Μαΐου 1826 ο Ιμπραήμ άφησε ισχυρή φρουρά στήν Τριπολιτσά καί αναχώρησε γιά τά πισινά χωριά όπως
ονομάζει ο Κολοκοτρώνης τά χωριά τής Ανδρίτσαινας καί τής Ολυμπίας,
λεηλατώντας καί σκλαβώνοντας τούς κατοίκους τών
επαρχιών. Προτίμησε αυτόν τόν δρόμο γιά νά επιστρέψει στά μεσσηνιακά κάστρα,
διότι τά περάσματα (δερβένια) τού Λεονταρίου ήταν πιασμένα
από τούς άνδρες τού Κολοκοτρώνη, οι οποίοι είχαν καταφέρει νά κόψουν τήν απευθείας επικοινωνία
μεταξύ τής Τρίπολης καί τής Καλαμάτας.
Οι άνδρες τού Κολοκοτρώνη παρενοχλούσαν συνέχεια τούς Άραβες τού
Ιμπραήμ καί όπου τούς έβρισκαν λίγους καί απομονωμένους τούς εξόντωναν. Σέ μία περίπτωση 200 Αιγύπτιοι
είχαν βγάλει τά ζωά τους νά βοσκήσουν στήν θέση Λαχανάδες, έξω από τό κάστρο τής Κορώνης. Οι Έλληνες
πού τούς αντελήφθηκαν, τούς επιτέθηκαν ξαφνικά καί τούς σκότωσαν όλους μέχρι ενός αποκομίζοντας εκατοντάδες
άλογα. Ο Αιγύπτιος στρατάρχης είχε εκνευριστεί από τήν παράταση τού κλεφτοπολέμου καί τήν
διαρκή αμφισβήτηση τής κυριαρχίας του καί ξεσπούσε τόν θυμό του καίγοντας, λεηλατώντας
καί καταστρέφοντας ότι συναντούσε στό πέρασμά του. "Είμαι αποφασισμένος νά τά ρημάξω όλα. Θά
καταστρέψω ότι βρώ καί οι κάτοικοι τών χωριών θά πεθάνουν από τό κρύο ή από τήν πείνα."
Αυτά θά δήλωνε στόν
υποπλοίαρχο Smart κατά τή διάρκεια μίας επισκέψεώς τού Βρετανού αξιωματικού στό αιγυπτιακό στρατόπεδο.
(The Question of Greek Independence, by C. W. Crawley)
«Ο δέ Ιμπραήμ ήδη περιφέρεται όπου θέλει, ήδη χωρεί καί εις αυτά τά δύσβατα μέρη. Παραδίδει τά πάντα εις πύρ καί εις σίδηρον, αρπάζει καί τά πράγματα καί τά ποίμνια τών κατοίκων καί ανδραποδίζει (αιχμαλωτίζει) πλήθος αθώων καί αδυνάτων, ότε καί πολλαί γυναίκες καί κοράσια καταδιωκόμεναι ρίπτονται εις τούς ποταμούς καί πνίγονται καί κατακρημνίζονται από υψηλούς βράχους εις τά βάραθρα.
Άμα φθάσας ο εχθρός εις Τριπολιτσάν, εκινήθη κατά διαφόρους διευθύνσεις εις τά πέριξ χωρία καί τάς επαρχίας. Οι κινηθέντες εις Καρύταιναν έφθασαν εις Βιτύναν καί ηφάνισαν ό,τι άλλοτε είχον αφήσει. Εκινήθησαν καί εις τάς Άκοβας καί εις τήν Περαμεριάν. Οι κάτοικοι κατεσκορπίσθησαν εις τά όρη. Ο δέ Δημήτριος Πλαπούτας αντέκρουσε περίπου χιλίους ιππείς τε καί πεζούς εις τού Σέρβου καί τούς αφήρεσεν ως πέντε χιλιάδας πρόβατα καί άλλα ζώα, καί τούς εμπόδισε τού ν' αρπάσωσιν άλλα. Τούς εκτύπησε δέ καί εις τής Γριάς τό Διάσελον.
Οι κινηθέντες εις Μυστρά, φθάσαντες εις Μαγούλαν εφόνευσάν τινας καί ηχμαλώτισαν. Ο Γεώργιος Γιατράκος ωχυρώθη εις τόν Αγιάννην καί υπερασπίσθη τούς αδυνάτους, καί έφυγον εις τά όρη. Απέκρουσε δέ τό ιππικόν τού εχθρού, καί τόν εβίασε νά στραφή εις τήν πεδιάδα, καί προχωρήσας έως εις τού Μαχμούτμπεη, ηχμαλώτιζεν όσους ηδύνατο. Εισέβαλε καί εις τήν πόλιν τού Μυστρά καί εφόνευσε τρείς Χριστιανούς. Επομένως είχε φθάσει καί ο Γεώργιος Γιατράκος εκεί, αφ' ού ο εχθρός είχεν αναχωρήσει. Οι δέ φρουρούντες εις τό υπερκείμενον μικρόν φρούριον είχον φύγει, καί ότε έφθασεν ο Γιατράκος, υπέστρεψαν. Ο δέ εχθρός εκίνησε λεηλατών τήν χώραν πρός τήν επαρχίαν Αγίου Πέτρου, όπου έπραξεν ό,τι κακόν εδυνήθη, καί επέστρεψεν εις Τριπολιτσάν.
Ο Ιμπραήμ μεσούντος τού Μαΐου εξεκίνησε διά τήν Μεσσηνία. Εις τά στενά τού Λεονταρίου εύρεν αντίστασιν καί εβιάσθη νά οπισθοδρομήση εις Τριπολιτσάν τήν 18ην Μαΐου 1826. Τήν 19ην παραλαβών καί άλλους στρατιώτας, απήλθεν εις τήν πεδιάδα τής Καρυταίνης, καί εδοκίμασε νά περάση από τά στενά τής Πολιανής. Εις τό Δυρράχι ευρέθη τυχαίως ο Νικηταράς καί τόν αντέκρουσε, καί τόν εβίασε νά οπισθοδρομήση, αφήσας δέ εις τήν ειρημένην πεδιάδα τά ημίση στρατεύματα, εστράτευσε μέ τά λοιπά εις τήν επαρχία τού Φαναρίου (Ολυμπία). Διευθύνθη δέ εις τήν Ανδρίτσαιναν από τρία μέρη, από τόν Άγιον Αθανάσιον, από τάς Καρυάς καί από τόν Κραμποβό (Καστανοχώρι Μεγαλόπολης). Αυτόθι ευρίσκοντο ως πεντακόσιοι Έλληνες, καί μή δυνάμενοι ν' αντισταθώσιν εις δυνάμεις πολύ ανωτέρας εχθρών, αφού εφόνευσαν 60 εξ αυτών, απεχώρησαν εις τά υψηλά. Εισέβαλον λοιπόν οι Τούρκοι εις τήν πόλιν εκείνην, εφόνευσαν τρείς γυναίκας καί πέντε άνδρας, ηχμαλώτισαν ως 270 αόπλους, έκαυσάν τινας οικίας, επήραν όσα ζώα επέτυχον καί ανεχώρησαν εις τά οπίσω.
Μετά ταύτα εκινήθησαν εις τήν Μεγάλην Αναστάσοβα (Νέδουσα Μεσσηνίας), όπου ηχμαλώτισάν τινας αδυνάτους, καί απήρχοντο εις Μεσσηνίαν. Εις Άκοβο διαβαίνοντας είχον αποκλείσει οι κάτοικοι είκοσι έξ Τούρκους, εφόνευσαν τούς οκτώ καί συνέλαβον τούς δέκα οκτώ παραδοθέντας, αλλά τούς εφόνευσαν καί αυτούς, επειδή κατεδιώκοντο υπ' άλλων Τούρκων. Πολλαί γυναίκες εκινδύνευον νά ζωγρηθώσιν (νά συλληφθούν) εις τήν λεγομένην Χορηγόσκαλα. Τινές εξ αυτών κατεκρημνίσθησαν εις τά βάραθρα καί απώλοντο, άλλαι δέ ήρχισαν νά κυλίωσι λίθους μεγάλους εναντίον τών εχθρών εφόνευσαν καί επλήγωσαν τινας, καί εσώθησαν.
Οι διεσκορπισμένοι εις τά όρη ένοπλοι Έλληνες εκτύπησαν εις διάφορα μέρη τούς Τούρκους καί πού μέν πέντε, πού δέ δέκα καί αλλού πλειότερους, εφόνευσαν ουκ ολίγους. Ούτως ο εχθρός μετέβη τέλος εις τήν Μεσσηνίαν. Πλήν δέν ετόλμησε νά περάση από τά Δερβένια (Λεονταρίου), κατήλθε δέ εις τήν Καλαμάτα, προυχώρησε εις Αλμυρόν, καί έκαυσεν όσων εφείσθη προλαβόντως Σελιτσιάνικα Καλύβια. Ηπείλησεν ούτω τήν Μάνην, εις τήν οποίαν έχει σκοπόν νά κινηθή μετ' ολίγων καί μετέβη εις τά φρούρια.»
Απομνημονεύματα Νικολάου Σπηλιάδου Γ' τόμος
Ο Ιμπραήμ φρόντιζε καθημερινώς νά πραγματοποιεί καί στήν πράξη τίς απειλές του καί έτσι
τά μαρτύρια τού άμαχου πληθυσμού στό Μοριά δέν είχαν σταματημό.
Μία αιγυπτιακή φάλαγγα πού προσπαθούσε νά φθάσει από τήν Τριπολιτσά
στήν Καλαμάτα συνάντησε ισχυρή αντίσταση καί κατέληξε στό χωριό Μεγάλη Αναστάσοβα (Νέδουσα).
Πολλές γυναίκες μέ τά παιδιά τους πού είχαν καταφύγει σέ μία απόκρημνη πλαγιά, στή θέση Χορηγόσκαλα
έγιναν αντιληπτές από τούς Τουρκοαιγύπτιους οι οποίοι τίς κατεδίωξαν. Πολλές ήταν αυτές πού προτίμησαν
τόν ένδοξο θάνατο παρά τήν ατίμωση από τούς μουσουλμάνους, πέφτοντας κάτω από έναν θεόρατο βράχο,
μαζί μέ τά παιδιά τους.
Ο Κολοκοτρώνης περνούσε από τά χωριά πού είχε ρημάξει ο στρατός τού Ιμπραήμ, εμψύχωνε τούς κατοίκους
καί τούς ζητούσε νά επιστρέψουν στά σπίτια τους. Πραγματικά, όταν οι τρομοκρατημένοι Έλληνες άκουγαν τήν
τρομπέτα τού αρχηγού καί τούς πύρινους λόγους του, επέστρεφαν στά χωριά τους, ενώ οι πιό δυνατοί τόν
ακολουθούσαν γιά νά πολεμήσουν τόν τύραννο πού είχε ερημώσει τήν Πελοπόννησο. Στή θέση Άγιος Φλώρος,
οι άνδρες τού Κολοκοτρώνη βρήκαν κρεμασμένα σέ κάτι έλατα έξι μωρά, πού είχαν αρπάξει οι Αιγύπτιοι από
τίς μανάδες τους. Τά μωρά ήταν ακόμα ζωντανά καί από τήν πείνα τους βύζαιναν τά δάκτυλά τους
σέ τέτοιο σημείο, ώστε αυτά νά ματώσουν καί τά πεινασμένα βρέφη νά βυζαίνουν τό ίδιο τους τό αίμα.
«Αφού δέ εφθάσαμεν εις Άγιον Φλώρον πρός τόν δρόμον τής Καλαμάτας, οπού βγαίνει κεφαλόβρυσον (πηγή) καί έχει μεγάλα δένδρα καί ίσκιο. Εκεί ηύραμε κρεμασμένα από τά δέντρα ως έξ παιδιά μικρά, βυζανιάρικα, από πέντε έως επτά μηνών τό καθένα, σπαργανωμένα καθώς τά είχαν αι μάναις των. Είχαν δέ αποκάμει καί δέν μπορούσαν νά κλάψουν. Είχαν περάσει τρείς ημέραις αφ' ότου διήλθον εκείθεν τούρκοι αράπηδες, οι οποίοι είχαν κυνηγήσει τές μανάδες των. Οι δέ αράπηδες τούρκοι τά είχαν κρεμάσει εις τά δέντρα, τό καθένα μέ τήν νιάκα του. Τό θέαμα ήταν λυπηρόν. Είχαν τά χέρια των εις τό στόμα των καί εβύζαιναν τά δάκτυλά των. Τινά δέ από αυτά βυζαίνοντα εμαλάκωσαν τά δάκτυλά των, τά οποία εξεπέτσωσαν, ώστε έρεε τό αίμα των καί τό εβύζαιναν.
Ο δέ Ιμπραήμ μέ τά στρατεύματα του εκυνηγούσε τούς Έλληνας επάνω εις τά βουνά καί εις τά δάση, αρπάζοντας τά πράγματα καί τά ζώα των, αλλά καί οι Έλληνες κτυπούντες τούς Τούρκους, τά έπαιρναν πάλι καί έφευγαν. Έφευγαν δέ καί τά γυναικόπαιδα επάνω εις τά βουνά καί εκρύπτοντο μέσα εις τά δάση καί εις τά σπήλαια. Καθ' όλην τήν Πελοπόννησον τίποτε άλλο δέν ηκούετο καί δέν εφαίνετο, παρά μόνον τουφεκισμοί καί πυρκαϊαί. Καπνοί δέ υψούντο παντού. Καί καθ' εκάστην ημέραν εγίνοντο σκοτωμοί καί αιχμαλωσίαι καί άλλα ανήκουστα δυστυχήματα. Ο ουρανός τής Πελοποννήσου εφαίνετο ότι εχαμήλωσεν. Όλαι δέ αι ειδήσεις ήσαν φόβος καί απελπισία. Όστις τότε επεριπάτει εις Πελοπόννησον, τίποτε άλλο δέν έβλεπεν, ει μή πτώματα άταφα Τούρκων καί Ελλήνων, πολλά ζώα ψόφια, ως καί άλλα διάφορα πράγματα σκορπισμένα εδώ κι εκεί. Δυσωδία δέ μεγάλη καί βρώμα αφόρητος έβγαινεν από τά άταφα καί σηπωμένα πτώματα τών ανθρώπων καί τών ζώων. Πολλοί δέ σκύλοι αδέσποτοι καί έρημοι έτρεχαν εδώ καί εκεί αγουριωμένοι καί αναζητούντες τούς κυρίους των.
Μόνον εις τούς βράχους καί τάς κορυφάς τών αγρίων τόπων καί τών βουνών εκεί ήσαν κατοικίαι τών ανθρώπων. Εκεί μόνο ευρίσκοντο τροφαί καί ό,τι άλλον ήθελεν ο άνθρωπος ως καί θεραπευτικά μέσα διά τήν συντήρησιν τών ασθενών καί τών πληγωμένων. Κανείς δέν δύναται νά περιγράψη τά τραγικά συμβάντα, τά όποια από τόπου εις τόπον εγίνοντο. Αι γυναίκες καταδιωκόμεναι από τούς Τούρκους, έπεφταν από τούς απότομους βράχους καί απέθνησκον, τά δέ παιδία των, τά μικρά, έπνιγον αι ίδιαι εις τούς ποταμούς, διά νά μή φωνάζουν κλαίοντα, αλλά καί τούς πετεινούς ακόμα έσφαζαν διά νά μή λαλούν καί ακούουν οι Τούρκοι.»
Απομνημονεύματα Φωτάκου
Τά άπειρα μαρτύρια πού είχε τραβήξει ο Μοριάς από τίς αραβικές ορδές είναι άγνωστα στόν μέσο Έλληνα.
Οι Γερμανοί έκαψαν τά Καλάβρυτα, αλλά οι μουσουλμάνοι είχαν κάψει 1000 χωριά σάν τά Καλάβρυτα
έναν αιώνα πρωτύτερα.
Καί όμως όλες αυτές οι θηριωδίες τής οθωμανικής αυτοκρατορίας αποκρύπτονται από τά σχολικά βιβλία,
τά οποία συνδέουν τόν ρατσισμό, τή βαρβαρότητα καί τίς θηριωδίες μόνο μέ τόν ναζισμό.
Δεκάδες οι σελίδες γιά τό Πολυτεχνείο τού '73 καί ούτε μία γιά τήν επέλαση τού Ιμπραήμ, πού θανάτωσε
δεκάδες χιλιάδες αθώους καί σκλάβωσε ακόμα περισσότερους, οι οποίοι έλιωσαν στά σκλαβοπάζαρα τής Αφρικής.
Οι Έλληνες εξακολουθούσαν νά πολεμούν μέ πείσμα τόν κατακτητή διότι πολεμούσαν γιά όσια καί ιερά, πολεμούσαν
γιά τίς οικογένειές τους καί γιά τήν ανεξαρτησία τους. Ακριβώς γιά τά στοιχεία πού ολοένα υποβαθμίζονται
από τό πολιτικό κατεστημένο.
Η τροφή τών Ελλήνων στρατιωτών γιά ολόκληρες εβδομάδες
ήταν χόρτα, καλαμπόκι, κρεμμύδια καί ελιές. Τό ίδιο φαγητό πού έτρωγαν τά παλληκάρια τό
έτρωγαν καί οι αρχηγοί τους. Οι
πορείες τους γίνονταν κυρίως τή νύκτα καί κρατούσαν γιά πολλές ώρες. Τά ρούχα τους καί τά τσαρούχια τους
ήταν φθαρμένα, ενώ οι τραυματίες δέν είχαν καθόλου φάρμακα γιά νά απαλύνουν τόν πόνο τους.
Οι Ευρωπαίοι φιλέλληνες αδυνατούσαν νά παρακολουθήσουν τούς ρυθμούς τών Ελλήνων αγωνιστών πού νυχθημερόν
βρίσκονταν σέ μία συνεχή κίνηση καί έναν αδιάκοπο πόλεμο. Η έλλειψη τροφίμων ήταν δυσεπίλυτο πρόβλημα
γιά τούς Έλληνες
καί ο Κολοκοτρώνης αναγκάστηκε νά αποσύρει τά παλληκάρια του από τό Λεοντάρι, τό οποίο καί αμέσως κατέλαβαν
οι Αιγύπτιοι τού Ιμπραήμ.
«Οι δέ Έλληνες, κατά διαταγήν τού στρατάρχου Κολοκοτρώνη, εστρατοπεύδευσαν εις τό Δερβένι τής κώμης Καρυών (Ανω Καρυές Αρκαδίας), μεταξύ της Καρυταίνης καί Λεονταρίου. Τήν 8ην Ιουνίου 1826, ο Ιμπραήμ πασάς μετά 25000 πεζών καί ιππέων, διά Τριπολιτζάς αναβάς έφθασεν τήν 10ην Ιουνίου καί εστρατοπέδευσεν έναντι τού ελληνικού στρατοπέδου τών Δερβενακίων (Λεονταρίου) καί μάχην προυκάλει. Αλλά οι Αρκάδιοι (από τήν Κυπαρισσία) καί Λεονταρίται εν πoλεμικώ συμβουλίω απεφάσισαν νά μή συγκροτήσωσιν μάχην ως στερούμενοι τροφών καί απεσύρθησαν εις τό χωρίον Τουρκολέκα. Τότε ο Ιμβραήμ πασάς καταλαβών τήν θέσιν τών Δερβενακίων (Λεονταρίου) καί τάξας πρός υπεράσπισιν 5000 πεζούς καί ιππείς υπό τήν διοίκησιν τών αντιστρατήγων Γαλίπ μπέη καί Αχμέτ μπέη, διηυθύνθη διά τήν Λακωνίαν ίνα προσβάλη ταύτην καί ει δυνατόν εισβάλη καί υποτάξη τούς Λάκωνας.
Τήν 12ην Ιουνίου 1826 ο στρατάρχης Κολοκοτρώνης μέ τόν υιόν του Ιωάννη (Γενναίο), τόν Αθανάσιον Γρηγοριάδην, τόν Κανέλλον Δεληγιάννην μέ τούς αδελφούς του Δημήτριον καί Νικόλαον Δεληγιάννην, Δημήτριον Πλαπούταν, Δημήτριον Τσώκρην, Νικόλαον καί Βασίλειον Πετιμεζαίους, Δημήτριον Mελετόπoυλoν, Σωτήριον Θεοχαρόπουλον, Τζανέτον Χριστόπουλον, Αποστόλην καί Αντώνιον Κολοκοτρωναίους, Μητροπέτροβαν, Γεώργιον Κεφάλαν καί άλλoυς μέ 5000 στρατιώτας Kαρυτινoύς, Αρκάδιους (Τριφύλιους), Ανδρoυσσάνους (από τήν Ανδρούσα Μεσσηνίας), Ιμπλακιώτας, Καλαβρυτινούς, Φαναρίτας (από τήν Ολυμπία), Αργείους, καί Βοστιτσάνους (Αιγιώτες), απήλθον εις Μάνεσι, μεταξύ Λεονταρίου καί Σπάρτης εις τά λεγόμενα Αλώνια. Αυτόθι ήλθον πρός επικουρίαν καί οι αδελφοί Παναγιώτης καί Γεώργιος Γιατρακαίοι μετά 1600 Λακεδαιμoνίων. Τότε ο Κολοκοτρώνης διέταξεν τόν στρατηγόν Δημήτριον Παπατσώρην μέ τούς υιούς του Αδάμ καί Aναγνώστην Παπατσωραίους, Δημήτριον Παπαθεοδώρου, Γεώργιον Γρηγοριάδην καί Νικηταράν μέ 2000 στρατιώτας καί οχυρώθηκαν εις Συρόκαν, θέσιν ορεινήν, οχυράν καί πολύ δύσβατον, απέχουσαν εκ τών Δερβενίων (Mακρυπλάγι) τού Λεονταρίου ώρας έξ ίνα επισκοπώσι τούς εχθρούς καί τάς κινήσεις τού Ιμβραήμ πασά καί πληροφορούν τάχιστα τόν γενικόν αρχηγόν. Τόν υιόν αυτού Γενναίον ομού μέ τούς Δεληγιανναίους Νικόλαoν καί Δημήτριον, Πλαπούταν, Τσώκρην καί Αποστόλην Κολοκοτρώνην μετά 1500 στρατιωτών, διέταξεν καί ωχυρώθη εις Καρυάς.»
Αθανασίου Γρηγοριάδου - Ιστορικαί Αλήθειαι
Ο Ιμπραήμ αποφάσισε νά επιτεθεί στό μοναδικό μέρος πού δέν είχε αφανίσει μέ τό πέρασμά του, τήν
αδούλωτη Μάνη. Αφού έκαψε τά Σελιτσιάνικα Καλύβια (Κάτω Σέλιτσα)
έστειλε επιστολή στόν Γιωργάκη Μαυρομιχάλη, ο
οποίος όταν ήταν αιχμάλωτός του, είχε δηλώσει υποταγή
καί τού υπενθύμισε τήν υπόσχεσή του. Ο Ιμπραήμ τόν απείλησε λέγοντας ότι εάν οι Μανιάτες
δέν έρχονταν εντός δέκα ημερών νά τόν
προσκυνήσουν θά περνούσε μέ τό μαχαίρι όλο τόν τόπο καί δέν θά άφηνε "μήτε ίχνος οσπητίου".
Ο υιός τού Πετρόμπεη έδωσε τήν απάντησή του στό αιγυπτιακό κτήνος:
"Ελάβαμεν τό γράμμα σου, εις τό οποίον είδαμεν νά μάς φοβερίζης ότι άν δέν σού
προσφέρωμεν τήν υποταγήν μας, θέλεις εξολοθρεύσει τούς Μανιάτας καί τήν Μάνην.
Διά τούτο καί ημείς σέ περιμένομεν μέ όσας δυνάμεις θελήσης."
Οι Μανιάτες αρχηγοί είχαν ήδη αποφασίσει νά πολεμήσουν μέχρις εσχάτων καί σέ μία επιστολή πού έστειλαν
ο Μούρτζινος καί ο Κουμουνδουράκης πρός τή Διοικητική Επιτροπή δήλωναν ότι
"Βλέποντες τόν ηρωισμόν τού Μεσολογγίου απεφασίσαμεν νά αποθάνωμεν ή νά νικήσωμεν καί
όλοι ενούμεθα καί μόνον πυριτόβολα θέλομεν." Επιστολές γιά βοήθεια έστειλαν επίσης καί
στόν Κολοκοτρώνη, ο οποίος βρισκόταν στό χωριό Μάνεσι (Μάνεση Μεσσηνίας), δυτικά από τή Μεσσήνη.
Ο Ιμπραήμ μετά τήν υπερήφανη απάντηση τών Μανιατών, ξεκίνησε στίς 22 Ιουνίου 1826 ημέρα Τρίτη
από τήν Καλαμάτα μέ 15000 πεζούς καί 2000 ιππείς
γιά νά τούς υποτάξει. Οι σκοποί πού φύλαγαν καραούλι στήν Αγία Τριάδα άκουσαν τόν καλπασμό τών αλόγων καί
τά τουμπερλέκια τών χιλιάδων μουσουλμάνων πού βάδιζαν πρός τήν Αγία Σιών.
Οι φωνές τών δερβίσηδων πού φανάτιζαν τούς στρατιώτες προκάλεσαν ανατριχίλα.
Οι Μανιάτες έπιασαν θέσεις μάχης στή θέση Καπετανιάνικα ή Βέργα
τού Αλμυρού όπου είχαν κατασκευάσει ένα τείχος ύψους ενός μέτρου καί μήκους δύο χιλιομέτρων.
Όλοι οι αρχηγοί τών Μανιατών παραμέρισαν τίς διαφορές τους καί βρέθηκαν ταμπουρωμένοι
καί μονιασμένοι πίσω από τό τείχος μαζί μέ 2000 παλληκάρια. Ανάμεσά τους ήταν οι
Αναστάσης Μαυρομιχάλης, Μπεζαντές Γιωργάκης,
Ηλίας Κατσάκος, Διονύσιος Τρουπάκης Μούρτζινος,
Νικόλαος Πιερράκος, Στέφανος Χρηστέας, Νίκος Χρηστέας,
Καπετανάκηδες, Κατσιφαραίοι, Γαλάνης Κουμουντουράκης, Παναγιώτης Κοσονάκος,
Κύβελος καί Στέφανος Πικουλάκης.
- "Τά μάσατε; Χό Μπραΐμης έρσεταϊ τή Μάνη!
- Άμ' ποΐος;
- Χό Μπραΐμης!
- Άμ' ζατί;
- Ζατί; Ζά νά μάζ εκάμη ούλους δούλουζ του!
- Δούλουζ; Γού εν καταλαβάϊνου απ' εούτα, τσάϊ ζέ ρουτού. Μέ οϊπά ζεηνά τάβαλε;
- Μέ ούλεζ!
- Ά! Αλήεϊσα, μέ ούλεζ;
- Νάϊ μουρέ! Μέ ούλεζ! Ζέ τούτακα μέ ούλεζ!
- Χάϊ τρομάρα του! Χάϊ λαχτάρα του! Χάϊ φουϊτά πού τόν έκαψε!"
Ο Ιμπραήμ αφού βομβάρδισε μέ τό στόλο του τήν παραλία τού Αλμυρού εξαπόλυσε τίς ορδές του.
Τό τρομερό ιππικό τών Αιγυπτίων όρμησε πρώτο αλλά δέχτηκε καταιγισμό από σφαίρες καί υποχώρησε.
Τήν ίδια τύχη είχαν καί οι άτακτοι Αλβανοί πού επιτέθηκαν κατά κύματα καί τελικά υποχώρησαν αφήνοντας
σωρούς πτωμάτων. Στή συνέχεια ανέλαβε τήν εκπόρθηση τής
μάντρας τό τακτικό τών Αιγυπτίων μέ τούς αξιωματικούς νά απειλούν μέ τό μαστίγιο οποιονδήποτε υποχωρούσε.
Οι μουσουλμάνοι μέ υψωμένες τίς λόγχες τους επιχείρησαν δέκα γιουρούσια εναντίον τών Χριστιανών τής
Μάνης αλλά τό μόνο πού κατάφεραν ήταν νά στρώσουν τό έδαφος μέ τά κουφάρια τους.
Οι Μανιάτες άξια τέκνα τών πατεράδων τους, πού
δέν είχαν αφήσει τόν Τούρκο κατακτητή νά
πατήσει τά εδάφη τους κατά τή διάρκεια τής τουρκοκρατίας, κράτησαν σταθερά τίς θέσεις τους.
Όταν είδαν ότι οι Άραβες κουράστηκαν από τίς διαδοχικές
επιθέσεις, πετάχτηκαν έξω από τό τείχος, γύμνωσαν τά σπαθιά τους καί άρχισαν
νά τούς καταδιώκουν μέχρι τή θάλασσα, δίνοντας τέλος
στή μάχη γιά εκείνη τήν ημέρα.
Οι απώλειες τού Αιγύπτιου σερασκέρη από τή μάχη τής Βέργας ξεπέρασαν τούς 500 νεκρούς ένω διπλάσιοι ήταν
οι τραυματίες. Ο Ιμπραήμ επιχείρησε καί τίς επόμενες ημέρες νά πατήσει τόν
μανδρότειχο τής Βέργας αλλά χωρίς επιτυχία αυξάνοντας τίς απώλειες τών ανδρών του κατά 100 νεκρούς.
Ταυτόχρονα μέ εκείνη τήν επίθεση, ο μουσουλμάνος στρατάρχης επιχείρησε νά ανοίξει δεύτερο μέτωπο, στά
μετόπισθεν τών Μανιατών καί συγκεκριμένα στή θέση Διρό. Αφού μετέφερε μέ τά πλοία του 3000 στρατιώτες, τούς
αποβίβασε στό λιμάνι τού Διρού καί τούς διέταξε νά επιτεθούν στή Χαριά, τόν Πύργο
καί τήν Τσίμοβα (Αρεόπολη).
Προσπάθησε νά αποβιβάσει στρατεύματα καί στό Λιμένι, αλλά μόλις οι Αιγύπτιοι δέχτηκαν βολές
από τά κανόνια πού είχαν στήσει οι Μανιάτες στήν βραχώδη ακτή, έστρεψαν τίς βάρκες τους πάλι πρός τά πίσω
καί επέστρεψαν στά καράβια τους.
Ο Ιμπραήμ είχε σωστά προβλέψει ότι δέν θά συναντούσε πολλούς άνδρες ενόπλους καί περίμενε ότι θά έχει μία
εύκολη νίκη. Υπολόγιζε ότι οι δυνάμεις του μετά τή νίκη θά προχωρούσαν πρός
τό βορρά καί θά αιφνιδίαζαν τούς Μανιάτες τής Βέργας από τά νώτα.
Δέν είχε υπολογίσει όμως τίς Μανιάτισσες, οι οποίες μέ τά δρεπάνια τού θερισμού, μέ τίς
πέτρες καί ακόμα μέ τά δόντια καί τά νύχια τους θά πολεμούσαν σάν λύκαινες γιά νά σώσουν τά παιδιά τους.
«Κατά δέ Ιούνιον τού 1826 ο Ιμπραΐμ έπεμψε εις Αλμυρόν τό ιππικόν του μετά πεζικού υπό τόν κεχαγιάν του, διά νά προσβάλη τώρα τούς Μανιάτας, τούς εις τήν Βέργαν, οχύρωμα λιθόκτιστον, μήκους ενός μιλίου, τό οποίον είχον κτίσει εις τά Καπετανιάνικα, όπου άλλοτε μικρόν προσβληθέντες υπ' αυτού τόν απέκρουσαν, ήδη καί εβελτίωσαν επεκτείναντες αυτό από τούς πρόποδας τού βράχου μέχρι θαλάσσης.
Ο ούν κεχαγιάς προσέβαλε τότε αυτούς επί δέκα ώρας επιμόνως, αλλά καί τότε αντεκρούσθη γενναίως μέ πολλήν του φθοράν, φονευθέντων υπέρ τούς 500 καί πληγωθέντων υπέρ τόσους άλλων. Όθεν μή κατορθώσας καί τότε τίποτε απεσύρθη τήν ημέραν εις Γιαννιτσάνικα, εις τήν λεγομένην Αγιά Σιών θέσιν. Φθασάσης δέ ειδήσεως περί τής επιθέσεως ταύτης καί εις Μάνεσι (Μάνεση Μεσσηνίας), απέχουν τού Αλμυρού ώρας δέκα, ο εκεί τότε ευρισκόμενος Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ειδοποιηθείς καί τήν προϋπόσχεσίν του εκπληρών, έσπευσε μέ 2000 εις Γιάννιτσαν, αλλ' εύρε τετελεσμένα τά ρηθέντα πράγματα.
Μετά δέκα περίπου ημέρας εκ πεισμονής έπεμψεν αύθις, τό μέν ιππικόν του διά ξηράς εις Αλμυρόν, τό δέ πεζικόν του διά τών πλοίων από θαλάσσης εκ τών ενδοτέρω τής Μάνης, όπως έλθωσιν εκ τών οπισθίων, διά νά αναγκάση τούς εν Βέργα νά διαλυθώσι καί αφήσωσιν ελευθέραν τήν δίοδον εκείνην. Άλλως νά θέση μεταξύ δύω πυρών καί καταστρέψη αυτούς καί ούτω προβή εις τά ενδότερα, νομίζων ότι, εκεί μέν εις τήν Βέργαν ήτο συγκεντρωμένη άπασα η τών Μανιατών δύναμις.
Εκλέξας ως κατάλληλον τό μεταξύ Τζίμοβας (Αρεόπολις) καί Πύργου Βηρό (Δηρού), ολιγώτερον τών άλλων εκεί δύσβατον, τωόντι κατώρθωσε τήν εις τούτο τό μέρος αποβίβασιν τών πεζών του άνευ ουδεμίας αντιστάσεως. Ούτω δέ οι αποβιβασθέντες πεζοί προέβησαν εις Πύργον καί Χαριά καί μέχρι Τζίμοβας. Αλλά τούτου γνωσθέντος διά κωδωνοκρουσίας γενικής, εν Μάνη συνήθως σημαινούσης κίνδυνον, οι μέν Αντώνιος Μαυρομιχάλης καί Ιωάννης Ροδίτης, εκεί ευρεθέντες έτρεχον μετά πλήθους γυναικοπαίδων εις τό Βαθύ, επί σκοπώ εν ανάγκη νά σωθώσι διά θαλάσσης αι οικογένειαι εις Κύθηρα.
Πολλοί δέ καί ένοπλοι ηκολούθουν αυτούς, καί ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης μέ τόν υπασπιστήν του προστατεύοντες ωσαύτως τινάς πρός τό όρος ανέβαινον, αλλ' ο Πανάγος Πικουλάκης, προσβαλών τούς Τούρκους από τόν πύργον του, εξήλθε καί πρώτος μέ πενήντα στρατιώτας κατ' αυτών εις αντίστασιν, συνέδραμον δ' ευθύς εκεί καί άλλοι έως τριακόσιοι ένοπλοι υπό τού Καβλιεράκου, Καπετανάκη, Φελούρη, Μιχαλεάκου καί άλλους, είτα καί άλλοι μετά γυναικών καί παιδίων, καί εσταμάτησαν αυτούς εκεί.
Τήν δ' επιούσαν πλήθος ανδρών, γερόντων τε καί παιδίων, από τών πέριξ χωρίων, ών ηγούντο δύω αρχιερείς καί πάντες οι ιερείς καί εκ τών απωτέρων έφθασαν εκεί, καί ούτοι πάντες μεθ' ορμής τυφλής, καί όπλοις καί λίθοις τούς Τούρκους βάλλοντες, έτρεψαν αυτούς εις φυγήν κακώς έχοντας πρός τήν δύσβατην ακτήν τής θαλάσσης, όπου πετρώδη τινά λόφον ή όχθον καταλαβόντες, ημύνοντο βοηθούμενοι καί από τά πλοία. Αλλ' οι Μανιάται εφόνευσαν πλείστους αυτών, πολλούς δέ ηνάγκασαν πεσόντες εις τήν θάλασσαν καί νά πνιγώσι, καί τινας εζώγρησαν, ώστε απωλέσθη εκεί τό τρίτον σχεδόν αυτών. Καί όμως εκ τών Μανιατών εφονεύθησαν μόνον τέσσερεις καί δύω γυναίκες τολμηραί ηχμαλωτίσθησαν. Μετά δέ τήν μάχην ταύτην έφθασαν εις Βηρό (Δηρό) καί ο Κωνσταντίνος καί ο Γεώργιος Μαυρομιχάλαι.»
Ιστορικά τής ελληνικής παλιγγενεσίας υπό Μιχαήλ Οικονόμου
Επικεφαλής τών Μανιατών στή μάχη τού Διρού ήταν ο Κωνσταντίνος
Μαυρομιχάλης, ο οποίος συντόνιζε τήν άμυνα από τόν πύργο του στό Λιμένι.
Οι Τουρκοαιγύπτιοι πού κινήθηκαν πρός τήν Αρεόπολη, τόν Πύργο Διρού
καί τή Χαριά, τό μόνο πού κατάφεραν ήταν
νά σφάξουν όσους γέρους καί γερόντισσες βρήκαν στά σπίτια τους.
Οι ιερείς πού λειτουργούσαν στίς εκκλησίες βάρεσαν τίς καμπάνες καί μάζεψαν γύρω τους τούς κατοίκους
τών χωριών, οι οποίοι ούτε μία στιγμή δέν δίστασαν νά επιτεθούν μέ ότι όπλα διέθεταν κατά τών
εισβολέων. Γράφτηκαν στιγμές άφθαστου ηρωισμού, κυρίως από τίς γυναίκες τής Μάνης, οι οποίες μέ τά δρεπάνια
τού θερισμού, θέρισαν όχι στάχυα αλλά τούρκικα κεφάλια.
Ο αδελφός τού Αναγνώστη Πατσουράκου είχε πάει μέ τή γυναίκα του καί τό μωρό τους σέ ένα πηγάδι γιά νά πάρουν νερό,
όταν άκουσαν τίς οπλές τών αλόγων νά κινούνται βιαστικά πρός τό μέρος τους.
Αμέσως κρύφτηκαν αλλά άφησαν τό βρέφος στό πλακόστρωτο τού πηγαδιού. Ένας από τούς
Άραβες ιππείς μόλις είδε τό μωρό τό έσφαξε επί τόπου μέ τό σπαθί του.
Η μάνα σάν άλλη λέαινα, μόλις είδε τό σπλάχνο της νά σφαδάζει, αποκεφάλισε μέ ένα δρεπάνι
τόν φονιά τού παιδιού της καί ξανακρύφτηκε στό θάμνο μέ τόν άντρα της.
Η κόρη τού γέρο Βοζίκη, Πανώρια (Πανωραία), πηγαίνοντας στό χωράφι
είδε δύο μουσουλμάνους νά βασανίζουν τόν γέροντα πατέρα της. Χωρίς νά χάσει καιρό έκοψε τό λαρύγγι τού
ενός μέ τό δρεπάνι της καί μετά μέ τή βοήθεια τού πατέρα της σκότωσε καί τόν δεύτερο.
Η γυναίκα τού Γεωργούλια Γερακαράκου μέ τό μικρό της γιό, μπλέχτηκε στόν πόλεμο μαζί
μέ άλλες γυναίκες. Όταν ο γιός της πού πολεμούσε τούς Τούρκους κτυπήθηκε θανάσιμα, πήρε
τό όπλο του καί κλείνοντας τά ματάκια του, τού είπε:
"Κοιμήσου, παιδάκι μου, κοιμήσου. Πήρα εγώ τή θέση σου."
Η γριά Θερασέρη πηγαίνοντας ψωμί καί νερό στούς πολεμιστές, βρήκε τό παιδί
της σκοτωμένο στό ταμπούρι του. Χωρίς νά πεί κουβέντα σέ κανένα, πήρε τό καριοφίλι τού παιδιού
της καί άρχισε νά τουφεκάει εκείνη στή θέση του.
«Μετά δέ τήν πρός τόν Ιμραχήμην αποστολήν τής απαντήσεως αυτής προσκαλέσαντες πάραυτα τό Ιερατείον τών μερών εκείνων, έψαλον παράκλησιν καί δοξολογίαν, καί ευθύς εξεστράτευσαν πρώτοι οι Γεώργιος καί Αναστάσιος Μαυρομιχάλαι μετά τού Ηλία Κατζάκου μετά επτακοσίων Μανιατών, καί διακοσίων είκοσι Πελοποννησίων. Ο Στέφανος Πικουλάκης μέ διακοσίους Μανιάτας καί ογδοήκοντα Πελοποννησίους καί εξήκοντα Κρήτας. Ο Γεώργιος καί Σταυριανός Καπετανάκηδες μέ τριακοσίους πεντήκοντα Μανιάτας καί εκατόν είκοσι Πελοποννησίους, ο Νικόλαος Πιεράκος καί άλλοι διάφοροι καπιτάνοι τής Μάνης.
Τήν δέ επιούσαν φθάσαντες εις τόν Αλμυρόν εις τήν θέσιν Βέργαν καλουμένην ετοποθετήθησαν εις αυτήν, όπου συνήρχοντο όλον έν καί άλλοι Μανιάται καί Πελοποννήσιοι, ώστε ο αριθμός όλου τού συναχθέντος ελληνικού στρατού υπερέβη τάς 3000. Ο δέ Ιμπραχήμης λαβών τήν αποσταλείσαν αυτώ απάντησιν από τούς Μανιάτας ητοιμάσθη μέ στρατεύματα συνιστάμενα από τακτικά, άτακτα καί ιππικόν, καί αριθμούμενα υπέρ τάς 15000, έφθασε δέ τήν 22ην Ιουνίου 1826 πλησίον τής Βέργας, όπου τόν περιέμενον οι Μανιάται. Μετά δέ δύω ωρών διάστημα αφ' ού ο υπό τήν οδηγίαν του στρατός επανεπαύθη από τήν οδοιπορίαν, ητοιμάσθη εις πόλεμον. Δοθέντος δέ διά τυμπάνων τού σημείου τής μάχης, τά μέν στρατεύματα επλησίασαν, ήρξατο δέ ο πυροβολισμός πρώτον από τό μέρος τών εχθρών. Οι δέ Έλληνες έμενον ήσυχοι περιμένοντες νά πλησιάσωσιν οι εχθροί οίτινες προσεγγίσαντες έως όπλου βολής, εφονεύθησαν μέ πρώτον τών Ελλήνων πυροβολισμόν περίπου τών 300.
Τό οποίον αυτό ιδών ο εχθρός, επεχείρησε μετ' ολίγην πεισματώδη κατά τών Ελλήνων εφόρμησιν, βιαζομένων τών στρατιωτών του υπό τών αξιωματικών, προτρεπόντων αυτούς μέ τά ξίφη εις τάς χείρας, καί φονευόντων εκείνον όστις ήθελεν οπισθοδρομήσει. Κατ' εκείνην τήν στιγμήν άξιον θέας ήτο νά βλέπη τις πίπτοντας τούς εχθρούς σωρηδόν έξωθεν τού τείχους, οίτινες καί δειλιάσαντες, τελευταίον οπισθοδρόμησαν. Αλλ' ο αλαζών Ιμπραχήμης ιδών τήν ανέλπιστον εκείνην θραύσιν τού στρατεύματός του, πλήρης θυμού διέταξε πάραυτα καί επεβιβάσθησαν 3500 Οθωμανοί εις τά εν Καλάμαις ελλιμενισμένα εχθρικά πλοία, διατάξας ν' αποβιβασθώσι κατά τό όπισθεν μέρος τής Μάνης εις μίαν δύσβατον θέσιν, επ' ελπίδι του, ότι οι Έλληνες ήθελον αφήσει κενήν τήν θέσιν τής Βέργας, καί ήθελον τρέξει πρός υπεράσπισιν τών οικογενειών των, ώστε τούτου γενομένου νά εισβάλη τότε ο Ιμπραχήμης εκ τών όπισθεν εις τήν Μάνην από τό μέρος τής Βέργας.
Πρό δέ τής ανατολής τού ηλίου τής 23ης Ιουνίου 1826 έφθασαν τά εχθρικά πλοία εις τό Δηρό, μεταξύ τής Τζίμοβας (Αρεόπολης) καί τού Πύργου, μή όντος εκείσε λιμένος, καί άνευ αναβολής απεβίβασαν εις τήν ξηράν τούς 3500 εχθρούς, αλλά μέ μεγάλην δυσκολίαν διά τό δύσβατον καί τό πετρώδες τού τόπου, ως εκ περιστάσεως δέ αγαθής ευρέθησαν κατά τό μέρος εκείνο 200 οπλοφόροι Μανιάται, εκ δέ τών προκρίτων ο Πιέρος Μαυρομιχάλης, ο Δημήτριος, υιός τού Πέτρου Μαυρομιχάλη, οίτινες διέταξαν τούς ρηθένετες 200 οπλοφόρους νά κτυπώσιν αφόβως τούς εχθρούς, διέταξαν δέ ταυτοχρόνως καί έκρουσαν τούς κώδωνας τών εκκλησιών, προσκαλέσαντες τούς ιερείς, άνδρας, γυναίκας καί παίδας όσους ευρέθησαν.
Έγραψε δ' εν ταύτω καί ο Δημήτριος Μαυρομιχάλης πρός τό εν τώ Αλμυρώ ευρισκόμενον ελληνικόν στράτευμα τήν εις τό Δηρό κατάπλευσιν τών εχθρικών πλοίων, καί τήν απόβασιν τών εχθρών, έγραφε δέ νά μή ταραχθώσι ποσώς μηδέ ν' αφήσωσι τήν θέσιν των, αλλά μόνον ν' αντικρούσωσιν αυτοί τόν εχθρόν, χωρίς νά φροντίζωσι περί τών εν τώ Δηρώ αποβιβασθέντων. Αλλ' εν τοσούτω η απόβασις τών εχθρών εξηκολούθει αφ' ενός μέν μέρους μέ κραυγάς, αφ΄ετέρου δέ μέ τόν κτύπον τών κωδώνων τών εκκλησιών, ώστε έφθασαν καί τινες ακόμη ολίγοι οπλοφόροι Έλληνες, καί έν πλήθος γυναικών Μανιατισσών, καί δύο αρχιερείς μετά τών ιερέων, καί οι μέν Μανιάται επυροβόλουν μέ τά όπλα, αι δέ γυναίκες εμάχοντο μέ τά δρέπανα, ώστε όχι μόνον εφονεύοντο καί επληγώνοντο οι αποβιβαζόμενοι εχθροί, αλλά καί διά τό πετρώδες καί τό δύσβατον τού τόπου, ούτε νά φυλαχθώσιν εδύναντο, ούτε νά καταφύγωσιν εις άλλο μέρος, ούτε δέ καί τά πλοία αυτά εδύναντο νά πλησιάσωσι ποσώς διά νά τοίς βοηθώσι καί νά πυροβολώσι μέ τά κανόνια κατά τών Μανιατών.
Επί κεφαλής δέ τόσων ανδρών, όσο καί τών γυναικων ίσταντο οι αρχιερείς καί οι ιερείς εμψυχούντες, καί προτρέποντες αυτούς εις τήν τών εχθρών αντίκρουσιν μέ όλην των τήν καρτερίαν, καί γενναιοψυχίαν. Αι δέ πέτραι έπιπτον ως χάλαζα επί τών κεφαλών τών εχθρών. Αλλ' εν τώ μεταξύ τοσαύτης αντικρούσεως έσπευσαν νά προσέλθωσι περίπου τών 350 Οθωμανών έως εις τάς θέσεις Πύργου καί Καυκαριάς επιλεγομένης μέχρι τής Φανερωμένης καί Καυχιών, από τούς οποίους έως 65 μόνο επρόφθασαν νά επιστρέψωσιν εις τό Δηρό, τούς δέ λοιπούς εφόνευσαν οι Μανιάται. Αλλ' οι διασωθέντες 65 επεβιβάσθησαν μετά τών άλλων κακήν κακώς διά τών λέμβων εις τά πλοία υγιείς τε καί πληγωμένοι. Ούτω δέ τά μέν πλοία ανεχώρησαν εκείθεν μετά μεγάλης αισχύνης καί φθοράς, η δέ θάλασσα τού Δηρού εκοκκίνησε από τά εκχυθέντα αίματα τών εχθρών κατ' έκτασιν περίπου δύο μιλίων. Από δέ τούς ευρεθέντας εις τήν μάχην εκείνην τέσσερεις μόνον Μανιάται επληγώθησαν, ηχμαλωτίσθησαν δέ καί δύω γυναίκες, η Τζατζόνυμφη, καλουμένη Καλαποθού καί η Κυριακή Τζατζουλίνα.
Επιστρέψας δέ ο Ιμπραήμ εις τά μεσσηνιακά φρούρια μετά πολλής καταισχύνης εκινδύνευσε νά καταστή φρενήρης. Οι δέ περί αυτόν τόν επαρηγόρουν υπισχνούμενοι ότι εις άλλην εκστρατείαν θέλουν καταστρέψει ολοσχερώς τούς Μανιάτας καί τήν Μάνην.»
Αμβρόσιος Φραντζής 1835, Τόμος Β'
«Γενιά τής Μάνης είμαστε, σκλάβοι δέν θά γινούμε.
Κοπιάστε βρέ τουρκόγυφτοι καί τότε θά τά πούμε.
Τής Μάνης γιόκες είμαστε, τούς Τούρκους ποιός φοβάται;
Αυτούς τσέ τίς φοβέρες τους, όλοι βρέ κατουράτε!.
Οι γυναίκες εν τώ άμα, κάμανε μεγάλο θάμα.
Ανασκουμπώνουν τίς ποδιές
καί βάνουν πέτρες στρογγυλές.
Καύκαλα ανοίγουνε πολλά ή σκορπούνε τά μυαλά
καί αρπάζουν τά τραπάνια (δρεπάνια)
καί τούς κόβουν τά κεφάλια.
Στό ρημοκλήσι τού Δηρού λειτούργα ο πρωτοσύγκελος,
καί τάχραντα μυστήρια έφερνε 'ς τό κεφάλι του,
ψάλλοντας τό χερουβικό. Μά έξαφνα κι' ανέλπιστα
Τούρκοι τόν περιλάβανε, κ' έλαβε μόνον τόν καιρό
καί σήκωσε τά χέρια του, κ' είπεκε,
"Παντοδύναμε, δυνάμωσε τούς Χριστιανούς,
τύφλωσε τούς αγαρηνούς τή μέρα τή σημερινή".
Μά οι άνδρες όλοι ελείπασι, ήταν 'ς τή Βέργα τ' Αρμυρού,
όπου Τρωάδα ο πόλεμος επάηνε δυό μερόνυχτα.
Μόνα τά γυναικόπαιδα καί γέροντες ανώφελοι,
γιατ' ήτο θέρος, βρέθεσαν μέ τά δρεπάνια 'ς τά λουριά.
Καθόλου δέ δειλιάσασι, καθόλου δέ τρομάξασι,
μόν' έδωκαν τήν είδηση 'ς τόν Κωσταντίνο (Μαυρομιχάλη) μέ πεζόν.
Κ' εκείνος ως πολέμαρχος εσύναξ' όλα τά χωριά,
γράφει καί στέλνει ς' τ' Αρμυρό, κ' έδραμε κατά τό Δηρό.
Βλέπει γυναίκες νά χερούν καί τά δρεπάνια νά κρατούν,
τούς αραπάδες νά χτυπούν.
"Εύγε σας, μεταεύγε σας, γυναίκες, άνδρες γίνετε,
σάν ανδρειωμέναις μάχεσθε, σάν Αμαζόνες κρούετε".
Είπε κ' εβρυχουμάνισε σάν τό λιοντάρι 'ς τά βουνά.
Τούς Τούρκους κόφτει αψήφιστα.
Τότε τά παλληκάρια του, πετάχτησαν σάν τούς αϊτούς,
κ' επιάστηκαν μέ τούς εχτρούς,
χέρια μέ χέρια ανάκατα.
Τούς εκαταποντίσασι καί τούς εβάλασι μπροστά,
σάν νά ήσαν γιδοπρόβατα.
Σφάζοντας καί σκοτώνοντας φτάσασι 'ς τήν ακρογιαλιά,
πού μέλισσα ήτον η Τουρκιά.
Τότε 'ς εκείνην τή στιγμή, αγνάντιαζαν κ' έπρόφτασαν
τά παλληκάρια τ' Αρμυρού, οπού τή νίκη φέρνασι.
Πρώτος ήτο κ' εμπροστινά ο γιός τού γέρου βασιλιά, (Γεώργιος, υιός τού Πετρόμπεη)
είχε 'ς τά πόδια του φτερά, πού τόν ο πρώτος άγωρος.
Ξεγυμνωμένο τό σπαθί εκράτει, καί τά μάτια του
σπίκιαις καί φλόγες βγάζασι.
"Έχετε θάρρος, είπεκε μέ μιά φωνή σάν τή βροντή,
μή τά φοβάστε τά σκυλιά, ας ειν' πολλοί κι’ αμέτρητοι.
Ήταν πολλοί καί 'ς τ' Αρμυρό, κι' εμείς τούς ενικήσαμεν,
κι' όλους τούς εξωφλήσαμεν".
Πρόφτασε τότε κι' ο αρχηγός, πρόφτασε κι' ο αρχιστράτηγος,
οπού ναι πενταγνώστικος 'ς ταίς μάχαις, 'ς τά πολιτικά,
κ' είπε 'ς τά παλληκάρια του, κ' είπε 'ς όλο τό στράτευμα.
"Όσοι πιστοί εμπρός, παιδιά, σήμερον γεννηθήκαμε,
καί θά σωθούμε σήμερον".
Ήνοιξ' η μάχη τρομερά, κ' ήτανε ξεσυνέριση
'ς όλα τά Σπαρτιατόγονα ποίοι νά πάσι μπροστινοί.
Οι Τούρκοι αντισταθήκασι, τί ήσαν 'ς τήν άκρη τού γιαλού.
Μεσ’ 'ς τό στερνό δειλιάσασι κ' επέφτασι 'ς τή θάλασσα,
σάν τά τυφλά τετράποδα, γιατ' ήτο θέλημα Θεού
νά σακουστή η παράκληση τ' αγίου πρωτοσύγκελου.»
Ο Κολοκοτρώνης όταν έφθασε από τό Μάνεση Μεσσηνίας στό πεδίο τών μαχών βρήκε τούς Μανιάτες νά πανηγυρίζουν γιά τή νίκη τους καί τή σωτηρία τής οικογενειών τους. Οι απόγονοι τών αρχαίων Σπαρτιατών είχαν γράψει μία ακόμα λαμπρή σελίδα ιστορίας καί χαρούμενοι έστειλαν σωρηδόν επιστολές στήν κυβέρνηση τού Ναυπλίου αναγγέλοντας τή διπλή νίκη τους στή Βέργα καί τό Διρό.
«Ταύτην τήν στιγμήν εις τάς δώδεκα ώρας, μάς ήλθε καί άλλος πεζός μέ γράμματα τού Κωνσταντίνου Μαυρομιχάλη από Λιμένι, καί πληροφορούμεθα ότι οι ημέτεροι αφού εσυνάχθησαν απανταχόθεν, επολιόρκησαν τούς εχθρούς στενότατα εις Δηρό καί αφού πολλάκις ώρμησαν κατ' αυτών τούς εστονοχώρησαν τοσούτον, ώστε άλλη ελπίς δέν τούς έμεινεν ειμή νά επικαλούνται τήν βοήθειαν τών εκεί παραπλεόντων πλοίων των, τά οποία βλέποντα τόν εντελή αφανισμόν τών αδελφών των αρμάτωσαν όλα τά λαντζόνια (βάρκες) των, τά οποία καί έστειλαν διά νά τούς διασώσουν.
Συγχρόνως δέ ήρχισαν τά πλοία των διά νά πυροβολούν ακαταπαύστως, όπως διασείσαντες τούς ημετέρους τών θέσεών των διασώσωσιν τούς εδικούς των, οι οποίοι εθανατώνοντο ανηλεώς από τά ακαταπαύστως σπινθηροβολούντα λαμπρά όπλα τών Σπαρτιατών. Υπέρ τών χιλίων κανονίων έρριψαν κατά τών ημετέρων, τούς οποίους αντί νά δειλιάσουν τούς ενεθάρρυναν περισσότερον, διά νά τούς πολεμούν πλέον μέ ορμάς. Όθεν απελπισθέντες καί ταύτης τής βοηθείας οι πολιορκημένοι εχθροί, έτρεξαν εις τήν θάλασσαν, ο μέν κολυμβών διά νά διασωθή, ο δέ διά νά εμβαρκαρισθή εις τά λαντζόνια. Αλλ' οι Σπαρτιάται, φοβούμενοι μήπως φύγη από τάς χείρας των μία τοιαύτη λεία, ώρμησαν εκ τρίτου αποφασιστικώς, ή τάν ή επί τάς, καί ελθόντες εις χείρας άλλους μέν κατέσφαξαν, άλλους δέ έπιασαν ζώντας καί άλλους εσκότωσαν μέ τά τουφέκια των, πλέοντας διά νά σωθωσι.
Τό δέ παραδοξότερον είναι όπου μία ηρώισσα γυναίκα Σπαρτιάτισσα πηδήσασα εις τήν θάλασσαν, άρπαξεν έναν Αλβανόν, κολυμβώντα διά νά διασωθή, από τόν οποίον εζητούσεν ικανοποίησιν διά τούς καρπούς της τούς οποίους τής έκαυσαν. Τί τά θέλετε, κύριοι! Εις αυτήν τήν εποχήν, αι γυναίκες τών Σπαρτιατών έδειξαν περισσοτέραν γενναιότητα από τούς άνδρας των. Μάλιστα δέ τήν πρώτην ημέραν τής μάχης, όπου οι άνδρες των έλειπον από τά σπίτια των εις Αλμυρόν, αύται μετά τών γερόντων εδίωξαν τόν εχθρόν από τήν Τζίμοβαν καί επεκράτησαν τήν μάχην έως ότου έφθασαν οι άνδρες των, μετά τών οποίων έκαμαν τούτον τόν μέγαν όλεθρον. Μόλις από τούς 2000 εχθρών διεσώθησαν 400, οι δέ λοιποί εχάθησαν, ως ανωτέρω είπομεν.
Τή 26η Ιουνίου 1826. Εκ τού στρατοπέδου τού Αλμυρού, Οι οπλαρχηγοί τής Σπάρτης»
Διονύσιος Κόκκινος - Ελληνική Επανάστασις - Τόμος 5
Ο Ιμπραήμ μετά τή συντριβή τών δυνάμεών του στή Βέργα καί τό Διρό,
αποσύρθηκε στή βάση του αλλά δέν
σταμάτησε νά ετοιμάζει νέα σχέδια γιά τήν κατάκτησή τής αδούλωτης Μάνης.
Αυτή τή φορά θά επιχειρούσε νά τήν καταλάβει
από τά ανατολικά μέ βασικό στόχο τής επίθεσής του τήν Τσίμοβα (Αρεόπολη) ώστε νά χωρίσει τή Μάνη
στά δύο καί έτσι νά τήν συντρίψει καί νά τήν εξαλείψει διά παντός από προσώπου γής.
Τήν εκστρατεία του τήν ξεκίνησε από τό χωριό Μεχμέτμπεη (Βασιλάκι Λακωνίας).
Εκεί σέ ένα μικρό πύργο είχαν οχυρωθεί τριάντα Μανιάτες καί ένας παπάς,
οι οποίοι πολέμησαν μέ ανδρεία γιά αρκετές ημέρες. Όταν αντιλήφθηκαν ότι οι Τουρκοαιγύπτιοι έφτιαχναν λαγούμι
γιά νά τούς τινάξουν στόν αέρα, έκαναν μέ τά σπαθιά τους έξοδο καί σώθηκαν όλοι εκτός από τρείς.
Στόν Πασσαβά όμως ο στρατός του μουσουλμάνου στρατάρχη σταμάτησε τήν προέλασή του μπροστά στήν
ισχυρή άμυνα τών Γεωργίου Μαυρομιχάλη, Παναγιώτη Κοσονάκου καί Ηλία Κατσάκου.
Ένα τμήμα όμως τού αιγυπτιακού στρατού υπό τίς διαταγές τού Χουσνίμπεη αποκόπηκε
από τό κυρίως σώμα καί μέ οδηγό τόν προδότη Μπόσινα κατάφερε νά αιφνιδιάσει τούς Μανιάτες καί
νά απειλήσει τά χωριά Κόκκινα Λουριά, Δεσφίνα καί Πολιτσάραβος (Πολυάραβος).
Ο Θεοδωράκης Σταθάκος μέ τήν οικογένειά του καί μερικούς συγγενείς του κλείστηκε
στόν πύργο του στήν Δεσφίνα καί μέ μανιάτικο πείσμα κατάφερε
νά αποκρούσει γιά αρκετές ώρες τίς επιθέσεις τών χιλιάδων αράπηδων.
Οι Θεόδωρος καί Κυριάκος Σταθάκος, Δημήτριος Πουλάκος, Γεώργιος Ψευτολάκος, Ευστάθιος Κυριάκος
μέ τίς οικογένειές τους έγιναν ολοκαύτωμα από τούς μουσουλμάνους αφού όμως πρώτα
κατάφεραν νά σκοτώσουν τόν προδότη. Η θυσία τους δέν ήταν άσκοπη, αφού μέ αυτή έδωσαν τόν απαραίτητο
χρόνο στούς υπόλοιπους Μανιάτες νά οχυρωθούν στό απρόσιτο χωριό Πολιτσάραβο (Πολυάραβο).
«Μεσάνυχτα εφτάσανε ς' τόν πύργο τού Σταθάκου.
Ως τό πρωί καρτέραγαν νά φύγει, μά τού κάκου!
Γέρο Σταθάκος φώναξε, μόλις ο ήλιος βγαίνει,
"Στραβαραπάδες, φύγετε, ντουφέκι σάς προσμένει,
η Μάνη αρχίζει από δώ η κοσμοξακουσμένη,
Σημαία δέν προσκύνησε, ή τούρκικη ή ξένη".
Μιά γυναίκα λύκισσα μέ τό παιδί σ' τό χέρι,
στ' άλλο νταλιάνι τούρκικο κρατάει γιομισμένο
πού πήρ' απ' όναν αραπά πού μόνη είχε σφαγμένο.»
Οι Άραβες μετά τό κάψιμο τού πύργου τού Σταθάκου, προχώρησαν πρός τό εσωτερικό τής Μάνης
σίγουροι γιά τήν επιτυχία τους, αλλά ξαφνικά στή θέση προφήτης Ηλίας δέχτηκαν μία ομοβροντία
όπλων από τούς κρυμμένους Μανιάτες.
Πράγματι οι αρχηγοί Ηλίας Τσαλαφατίνος, Παναγιώτης, Νικόλαος καί Γεώργιος Γιατράκος,
Γεώργιος καί Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης καί Ηλίας Κατσάκος είχαν
προλάβει νά οχυρωθούν καί νά αιφνιδιάσουν τούς επιτιθέμενους
σκοτώνοντας σέ λίγα λεπτά τής ώρας 200 Αιγυπτίους.
Ο Χουσνίμπεης οπισθοχώρησε αλλά μόλις ανασύνταξε τίς δυνάμεις του
διέταξε ολομέτωπη επίθεση τού στρατού του.
Οι Μανιάτες έχοντας πάντα στό πλευρό τίς γυναίκες τους απέκρουσαν μέ επιτυχία καί τήν δεύτερη επίθεση. Ο
στρατηγός τού Ιμπραήμ, φοβούμενος
τήν οργή τού αρχηγού του διέταξε καί τρίτη επίθεση μέ παρατεταμένες τίς λόγχες καί μέ τήν αυστηρή
διαταγή νά μήν επιστρέψουν οι στρατιώτες του εάν δέν πετάξουν τούς γκιαούρηδες από τά ταμπούρια τους.
Οι Μανιάτες καί οι Μανιάτισσες μέ ανεβασμένο τό ηθικό αποδεκάτισαν τούς Τουρκοαιγύπτιους, οι
οποίοι γιά μία ακόμα φορά
υποχώρησαν ατάκτως, αναγκάζοντας τόν Χουσνίμπεη νά επιστρέψει ταπεινωμένος στόν αφέντη του.
Ο Αιγύπτιος στρατάρχης ανέλαβε νά εκπορθήσει τήν ισχυρή εστία αντίστασης
πού συνάντησε στόν προφήτη Ηλία καί έκανε κρυφά κυκλωτικές κινήσεις
μέ όλες του τίς δυνάμεις γιά νά εγκλωβίσει τούς Μανιάτες. Τή νύκτα ετοίμασε τά πυροβόλα όπλα του καί τά χαράματα
τής επόμενης ημέρας άρχισε νά κανονιοβολεί τίς θέσεις τών Μανιατών,
τίς οποίες κατέλαβε πολύ εύκολα, ...διότι εκεί δέν υπήρχε κανένας νά τίς υπερασπιστεί.
Οι Μανιάτες κατά τή διάρκεια τής νύκτας εντελώς αθόρυβα μετακινήθηκαν πρός τά πίσω
καί οχύρωσαν τή θέση Λάκκα Στεφανάκου τήν οποία χρησιμοποίησαν ως δεύτερη αμυντική γραμμή.
«Ο Ιμβραΐμης μετά τινας επιδρομάς κατά χωρίων τής Λακεδαίμονος, εισήλασε τέλος εις Μάνην καί κατέλαβε καί ηρήμωσε τά πεδινά χωρία Γυθείου, Μαλεβρίου καί έφθασεν έμπροσθεν τής Καρυουπόλεως κειμένης επί τινος λόφου ανίσχυρου. Οι εχθροί ήσαν πολλοί, οι δέ Χριστιανοί 300 υπό τόν Παναγιώτην Κοσσονάκον, ηθέλησαν λοιπόν ούτοι νά υποχωρήσωσι καί καταλάβωσι πρός μεσημβρίαν οχυρωτέραν θέσιν, αλλά δυστυχώς κυκλωθέντες εις τάς υπωρείας (πρόποδες) τού λόφου καί εν τή θέσει Αγία Παρασκευή, εν οίς καί ο εμός πρός πατρός πάππος Αλέξανδρος, εσώθησαν δ' ολίγιστοι, εν οίς ο Παναγιώτης Κοσσονάκος, ο Γεώργιος Καβαλιεράκης καί ο Γεώργιος Κοκκινάκης φονεύσας τόν ίππον τού καταδιώκοντος αυτόν ιππέως, αγωνισθείς πολλαχού γενναίως επιζήσας άχρις εσχάτων, καί ουδεμίας αμοιβής τυχών, πατήρ δέ τών ενταύθα καί νύν επιζώντων Στεφάνου καί Ηλιού Κοκκινάκων.
Μετά ταύτα ο Ιμβραΐμ διεννοείτο νά προχωρήση εις τά ενδότερα τής Μάνης, αλλ' ανέστειλε τήν απόφασίν του η εμφάνισις τών Ηλιού Κατσάκου Μαυρομιχάλη, Γεωργίου Μαυρομιχάλη καί Νικολάου Πιεράκου Μαυρομιχάλη μετά 300 πολεμιστών καί τό δυσπρόσιτον τού εδάφους. Επανήλθε λοιπόν εις Λακεδαίμονα καί διελογίζετο περί τού πρακτέου.
Τότε προσήλθε πρός αυτόν νέος Εφιάλτης, ο εκ Βαρδουνίας (Μπαρδουνοχώρια) προδότης Βόσινας (Μπόσινας), καί υπέσχετο ταχείαν καί τελείαν υποταγήν τής Μάνης, διοριζόμενος οδηγός τού τουρκικού στρατεύματος. Ο Ιμβραΐμ πάραυτα αποδεχθείς τήν αίτησιν καί τά σχέδια τού προδότου, διέταξε μέρος μέν τού στόλου του, νά παραπλέη τάς ακτάς καί τά παράλια τής Δυτικής Μάνης, ως έχων δήθεν ν' αποβιβάση στρατόν, τόν στρατόν του δέ νά εισβάλη αύθις εις τήν Ανατολικήν Μάνην.
Ήδη ο στρατός κατήρχετο δι' ανωμάλων τόπων, ότε εν τώ χωρίω Ζεσφίνης (Δεσφίνα) εύρε πύργον οχυρόν τού ήρωος Σταθάκου, καί τόν περιεκύκλωσε. Μακρόθεν δέ εφώναζεν ο προδότης Βόσινας.
- "Συμπέθερε, παράδος τ' άρματά σου, καί βεβαίως σώζεσαι καί σύ καί τά παιδιά σου".
Αλλ' επειδή ο ήρως εξέθηκεν ότι μόνον πρός αυτόν, ως συμπέθερον, εμπιστεύεται νά παραδώση τ' άρματα, ο προδότης αναιδώς προσήλθε νά παραλάβη ταύτα, ο δέ Σταθάκος επυροβόλησε, καί βλέπων τόν προδότην πίπτοντα, ανεφώνησεν,
- "Καλά έπαθες προδότα, είθε ωσάν εσέ νά πάθωσι καί όλοι οι προδόται."
Ατυχώς διά πυροβόλων ο πύργος τού Σταθάκου εκρημνίσθη καί ο ήρως μετά τών οικείων του ενεταφιάσθησαν υπό τά ερείπια. Εν τοσούτω η αντίστασις τού Σταθάκου ωφέλησε μεγάλως, ως παρακωλύσασα τήν ταχείαν πορείαν τών εχθρών, καί δούσα καιρόν τοίς εν Πολυαράβω, νά ετοιμασθώσιν έτι μάλλον, καί εις τά γυναικόπαιδα ν' ανέλθωσιν εις υψηλότερα καί ασφαλέστερα μέρη τής Ζίζαλης (όρος Ζίζιαλι).
Τό χωρίον Πολυάραβος ωκοδομήται επί τών ανωμάλων υπωρειών μιάς τών υψηλοτέρων κορυφών τού Ταϋγέτου τήν Ζίζαλην καί ήτο τό υψηλότερον καί ορεινότερον τής Ανατολικής Μάνης. Τούτο αποφάσισαν οι Μανιάται καταλείποντες τά πεδινά χωρία νά καταλάβωσιν, αφ' ότου επληροφορήθησαν τήν προπαρασκευαζομένην εισβολήν τών εχθρών, καί αποσπάσαντες μέν τάς θύρας καί τά παράθυρα τών οικειών, κτίσαντες δέ ταύτα διά μεγάλων λίθων καί κατασκευάσαντες πολεμίστρας καί περιφράξαντες πανταχόθεν τό χωρίον διά τείχους, από οικίας εις οικίαν, καί τά άλλα προπαρασκευασθέντες περιέμενον αφόβως τόν επερχόμενον εχθρόν, ανερχόμενοι εις τρισχιλίους, υπό διαφόρους αρχηγούς Μανιάτας, τόν Ηλίαν Κατσάκον Μαυρομιχάλην, Δημήτριον Πετροπουλάκην κλπ.
Μάχης σφοδράς καί πεισματώδους συγκροτηθείσης επί πολλάς ώρας, οι Μανιάται ενίκησαν καί έτρεψαν εις φυγήν τούς πολυαρίθμους πολεμίους. 600 εχθροί εφονεύθησαν, ικανοί επληγώθησαν καί ολίγιστοι εζωγρήθησαν. Μανιάται δέ εφονεύθησαν 35 καί 20 επληγώθησαν.»
Ιστορία τής Μάνης, υπό Δημητρίου Αλεξανδράκου, Εν Αθήναις 1892
«Όλ' η Ελλάς μοιρολογά, θρηνούνε χώρες καί χωριά
απ' άκρη σ' άκρη ένας καπνός φαίνεται σ' όλον τό Μωρηά!
Τ' είν' τό κακό πού γίνεται; Μήν ήρθαν τά στερνά; (Δευτέρα Παρουσία)
ή ο Θεός ωργίστηκε ή ο 'Μπραήμ περνά!
Η Μάνη η ανυπότακτη τού καίει τήν καρδιά!
Μ' αυτός υπόσχεσι έδωκε καί ποιός θά τόν πιστέψει
ή θά τήν πάρει μέ καλό, ή θά τήν 'ξολοθρέψει!
Η Μάνη θά υποταχτεί, ο Ιμπραήμ τό θέλει.
Τόπε κι ο κόσμος τρόμαξε. Μά κείνη δέν τή μέλει!
Προσεύχουντ' όλα τά τζαμιά μή βρέξει καί μή στάξει
Γιατί ο 'Μπραήμ 'βουλήθηκε τή Μάνη νά υποτάξει!
Όλοι οι Χοτζάδες εύχονται γιά 'κείνον σ' τόν Αλλάχ
Σάν νάναι ο σουλτάνος τους, σάν νάναι πατισάχ!
Είναι μεγάλος στρατηγός, είναι γερό μυαλό
Μ 'αυτή του η απόφαση ας τούβγει σέ καλό!
Στή Βέργα πρωτοχτύπησε, μά πρώτα κεί τσακίστη
Κι απ' τίς γυναίκες στό Δηρό τ' ασκέρι του σκορπίστη.
Δέν απελπίστη ο Τουρκαλάς, τό πείσμα τόν θεριεύει
κι απ' τού Μαλεύρη τά χωριά στή Μάνη νά μπεί γυρεύει!
Από μακριά γνωρίζεται στ' αραβικό του άτι,
χιλιάδες έχει δώδεκα καί δώδεκα μιντάτι (ενισχύσεις).
Σ' όλον τόν δρόμο τόν Αλλάχ παρακαλά καί λέει
κι από τό πείσμα τό πολύ αφρομανά καί κλαίει:
"Αλλάχ, εδώ τήν κλεφτουριά, εδώ τούς αποστάτες,
βοήθα, μήν πάρουν τάρματα καί πάν' μέ τούς Μανιάτες."
Στή Λίμνη στό Βρομόνερο κοντά στρατοπεδεύει,
τ' ασκέρι τ' αναπάντηκε, μ'αυτός δέν ξεπεζεύει!
Στό πρώτο τά Κονάκια νά πάρει εβουλήθη,
μά τά στενά είχαν πιαστεί κι αμέσως παραιτήθη!
Τόν έν απ' τούς χνηλάτες του κάτου στό Μοναστήρι
μία γυναίκα έσφαξε μέ ένα κλαδευτήρι.
Πολλούς καί δύο αρχηγούς μέ τά γαλούνια πλάκα,
οι Τουρκατζιάνοι (σκληροί Μανιάτες από τά Κονάκια) σκότωσαν μές τ' Άη-Γιωργιού τή λάκκα!
Βαράτε Τουρκατζιάνισσες χτυπάτε Τουρκατζάκια
στή Μάνη δέ θά ξεχαστεί τί αξίζουν τά Κονάκια!
Ένας μονάχα γλίτωσε κι έφερε τό χαμπέρι,
εις τόν 'Μπραήμ, πώς τό μικρό εχάθηκε ασκέρι.
Τότε τό δρόμο άλλαξε απ' τήν πλευρά εκείνη
Καί μ' όλο τό ασκέρι του τραβά γιά τή Μελτίνη.
Εις τή Μπαρδούνια στάθηκε, τό δρόμο δέ γνωρίζει,
νά κάμει πίσω ντρέπεται, μά μπρός απογυρίζει.»
Ο εμπειροπόλεμος Ιμπραήμ μέ τούς Γάλλους επιτελικούς τού Ναπολέοντα
είχε ξεγελαστεί από τούς Μανιάτες, οι οποίοι τόν ταπείνωναν διαρκώς,
αναγκασμένοι νά σέρνουν μαζί τους καί τά γυναικόπαιδα. Ο μουσουλμάνος στρατάρχης, μόλις αντιλήφθηκε τήν
αναδίπλωση τών ελληνικών δυνάμεων, διέταξε τόν Οσμάν μπέη νά αναλάβει τήν καταδίωξη τών Μανιατών.
Οι Μανιάτες όμως εκμεταλλευόμενοι τό δυσπρόσιτο τού εδάφους είχαν διαλέξει άριστα τίς τοποθεσίες τής άμυνάς τους
καί υποδέχτηκαν τόν Οσμάν μπέη μέ βροχή από σφαίρες. Οι Αιγύπτιοι δέν ήξεραν πού νά κρυφτούν καθώς τά
πυροβόλα πού έσερναν πίσω τους ήταν άχρηστα λόγω τής μεγάλης κλίσης τού εδάφους καί έπεφταν κατά εκατοντάδες
νεκροί από τίς εύστοχες βολές τών μανιάτικων όπλων.
Ο Ιμπραήμ βλέποντας τήν αποτυχία τού Οσμάν μπεή
διέταξε τόν Χουσνίμπεη νά κάνει κυκλωτικό ελιγμό από ένα στενό μονοπάτι τό οποίο λεγόταν Στενοδιάβατα
καί νά περικυκλώσει τίς ελληνικές δυνάμεις. Όμως τό μονοπάτι ήταν πολύ απότομο καί ο Χουσνίμπεης
καθυστέρησε υπερβολικά μέ αποτέλεσμα νά πέσει σκοτάδι καί νά σταματήσει τήν προσπάθειά του.
Οι Μανιάτες, αντιλήφθηκαν τή νέα κυκλωτική κίνηση τού Ιμπραήμ καί κατά τή διάρκεια τής
νύκτας αναδιπλώθηκαν σέ νέα θέση, αυτή τή φορά μέσα στό χωριό Πολιτσάραβος (πού έκτοτε ονομάστηκε
Πολυάραβος) κάτω από τό θεόρατο βουνό Ζίζιαλι σέ υψόμετρο 1400 μέτρα.
Μέ ανεβασμένο τό ηθικό λόγων τών συνεχών νικών τους αλλά καί ενισχυμένοι
μέ ξεκούραστους άνδρες πού έσπευδαν από ολόκληρη τή Μάνη, οι Μανιάτες ετοιμάστηκαν νά αντιμετωπίσουν τούς
Αφρικάνους εισβολείς γιά τρίτη συνεχόμενη ημέρα.
Ο Ιμπραήμ οργισμένος καταλάβαινε ότι έπρεπε νά συντρίψει τούς Μανιάτες σέ εκείνη τή θέση, διαφορετικά
ολόκληρη η εκστρατεία του κινδύνευε νά αποτύχει. Εξαπόλυσε τίς ορδές του μέ τή διαταγή νά σβήσουν
τό χωριό από τό χάρτη. Οι 7000 Αιγύπτιοι όμως δέν μπορούσαν νά κινηθούν μέ ταχύτητα διότι ο Πολυάραβος
ήταν ένα χωριό κτισμένο σέ πετρώδες ύψωμα καί οι πύργοι του παρείχαν άριστη κάλυψη στούς αμυνόμενους.
Οι Αιγύπτιοι κουρασμένοι από τήν ανάβαση έφθασαν στίς παρυφές τού χωριού δεχόμενοι βροχή τίς
σφαίρες από όλους τούς πύργους τού χωριού. Η μάχη ήταν λυσσαλέα καί από τίς δύο μεριές καί οι
αράπηδες κατάφεραν νά μπούν σέ ορισμένα σπίτια καί νά σκοτώσουν τούς υπερασπιστές τους.
Τό μεσημέρι όμως οι Μανιάτες θεώρησαν τήν κατάλληλη στιγμή νά επιτεθούν στούς εξωθενωμένους
Τουρκοαιγύπτιους. Πράγματι επιχείρησαν έφοδο μέ τά γυμνά τους γιαταγάνια καί κατέκοψαν τούς εχθρούς, πού
εγκατέλειψαν τρέχοντας τό χωριό πού είχαν έρθει νά καταλάβουν.
Ο Ιμπραήμ δέχτηκε ταπεινωτικό πλήγμα καί στήν τρίτη προσπάθεια κατάληψης τής Μάνης καί αποχώρησε γιά τήν
Τριπολιτσά.
Οι απώλειες τών Αιγυπτίων ήταν 1500 νεκροί καί διπλάσιοι τραυματίες, ενώ τών Ελλήνων
μερικές δεκάδες νεκροί άνδρες καί γυναίκες. Αξιοσημείωτος είναι ο ηρωϊσμός πού έδειξαν οι Μανιάτισσες,
πολλές από τίς οποίες πολέμησαν σάν πραγματικές λύκαινες σκοτώνοντας μέ τά γυμνά τους χέρια τούς αραπάδες,
όταν ένιωθαν νά απειλούνται τά παιδιά τους. Η Ελένη, νύφη τού Αναΐπη,
έτρεχε πρός τό βουνό, κρατώντας τά δύο μικρά παιδιά της, καταδιωκόμενη από ένα νέγρο.
Η ζώνη της κρεμόταν κάτω καί τότε βρήκε τήν ευκαιρία νά τήν αρπάξει ο διώκτης της. Όταν η Μανιάτισσα τήν
έλυσε ξαφνικά, ο στρατιώτης έχασε
τήν ισορροπία του καί έπεσε. Τότε όρμησε πάνω του η Μανιάτισα καί τόν κάρφωσε μέ τήν ίδια του τήν λόγχη.
«Προχωρούντες δέ οι εχθροί εις όν προέθεντο όρον, επάτησαν τήν 21ην Αυγούστου 1826 τήν Μάνην, καί διελθόντες τά χωρία τής Αναβρυτής καί τού Στορτσά διέβησαν τήν επί τού Ταϋγέτου Κακήν Σκάλαν, πλησίον τής επαρχίας Ανδρουβίστης, αλλά ευρόντες αντίστασιν ωπισθοδρόμησαν, καί αναβάντες επί τής κορυφής τού όρους ηυλίσθησαν εν τή πεδιάδι τού Μαχμούτμπεη. Εκείθεν εστράτευσαν τήν επαύριον καί έφθασαν εις τό στόμιον τού Ευρώτα. Ενδιατρίψαντες δέ δύο ημέρας ανέβησαν τά Μπαρδουνοχώρια καί έπεσαν εις τήν επαρχίαν τού Μαλευρίου, καίοντες κωμοπόλεις καί χωρία, θέλοντες δέ νά προχωρήσωσιν εις τά ενδότερα τής Μάνης, ώδευσαν τήν 27ην πρός τό χωρίον Μανιάκοβαν.
Εκεί ευρεθέντες ο Παναγιώτης Κοσονάκος καί οι περί αυτόν εκλείσθησαν εντός τινων οικιών πολεμούντες γενναίως. Ήλθαν μετ' ολίγον εις βοήθειάν των καί τινες άλλοι υπό τόν Γεωργάκην Μαυρομιχάλην περιφερόμενον επί στρατολογία, αλλ' οι εχθροί ήσαν πολλοί καί η θέσις όχι τόσον οχυρά. Όλοι δέ οι εκεί Έλληνες, συμπεριλαμβανομένων καί τών περί τόν Μαυρομιχάλην, ήσαν μόλις τριακόσιοι. Διά τούτο αφήσαντες τό χωρίον μετέβησαν εις άλλην παραπλήσιον οχυρωτέραν θέσιν. Κυριεύσαντες οι εχθροί τό χωρίον ώρμησαν καί εις τήν άλλην θέσιν καί επολέμησαν τούς εκεί μέχρι τής εσπέρας, καθ' ήν, φανέντος τού Ηλία Κατσάκου μετά τριακοσίων εκλεκτών επιπεσόντων όπισθεν, ωπισθοδρόμησαν καί επανήλθαν εις τήν πεδιάδα τού Πασαβά, επί σκοπώ νά οδεύσωσιν εις τά χωρία Σκυφιάνικα καί Πολυάραβον, αλλά φοβούμενοι μή πάθωσι καί εν τή οδώ ταυτή εδίσταζαν.
Εν μέσω δέ τού δισταγμού των Μπόσινάς τις εκ τών δευτερευόντων οπλαρχηγών τής Μάνης, παρακολουθών τούς εχθρούς ως προσκυνήσας, ανεδέχθη, άλλος Εφιάλτης, νά τούς οδηγήση εις τά ρηθέντα χωρία διά τινος αγνώστου μονοπατίου. Επί τού μονοπατίου τούτου κείται τό χωρίον Δέσφινα, εντός δέ τού πύργου τού χωρίου ήσαν οι περί τόν Θεοδωρήν Σταθάκον. Οι εχθροί απέκλεισαν τόν πύργον, καί ο Μπόσινας εφώναζε μακρόθεν λέγων,
- "Παραδοθήτε, συμπέθερε Σταθάκε, εις τόν αυθέντην τής Μάνης. Θά χαθήτε όλοι".
- "Καί ποίος μάς εγγυάται ότι δέν θά κακοπάθωμεν, άν προσκυνήσωμεν;"
- "Εγώ συμπέθερε."
- "Κύτταξε μή μάς φάγουν μέ απιστιάν."
- "Μή φοβάσθε."
- "Εγώ σάς δίδω τόν λόγον μου, εγώ σάς έχω εις τόν λαιμόν μου."
- "Σέ πιστεύω, συμπέθερε, έλα καί πάρε τά όπλα μου."
Έτρεξεν ο Μπόσινας νά επάρη τά όπλα, καί ο Σταθάκος τόν ετουφέκισε καί τόν εφόνευσεν. Ιδόντες οι Τούρκοι τόν τόσον χρήσιμον φίλον φονευθέντα ώρμησαν εις τόν πύργον, τόν έκαυσαν καί συνέκαυσαν καί όλους τους εν αυτώ.
Εν τοσούτω τά συμβάντα ταύτα ωφέλησαν, διότι φέροντα προσκόμματα εις τήν ταχείαν πορείαν τών εχθρών έδωκαν καιρόν τοίς εν Πολυαράβω νά ετοιμασθώσιν εις αντίστασιν. Τήν δέ 28ην Αυγούστου 1826 έφθασαν οι εχθροί εις Πολυάραβον. Τριακόσιοι ήσαν κατ' αρχάς οι υπερασπισταί του, αλλ' ήλθαν μετά ταύτα εις αντίληψιν αυτών ο Τσαλαφατίνος καί ο Γιατράκος καί μετ' ολίγον καί ο Γεωργάκης Μαυρομιχάλης καί ο Ηλίας Κατσάκος, καί έγειναν όλοι δισχίλιοι. Μάχης δέ κρατεράς γενομένης, έτρεψαν οι ολίγοι τούς πολυαρίθμους εχθρούς κακώς έχοντας. Διακόσια εχθρικά πτώματα έμειναν επί τού πεδίου τής μάχης, καί επτά εζωγρήθησαν. Εφονεύθησαν δέ καί εννέα Έλληνες, καί άλλοι τόσοι επληγώθησαν.
Αξιοσημείωτον τό εξής γυναικείον αρίστευμα. Η Ελένη Αναειπόνυμφη, βαστώσα τά δύο ανήλικα τέκνα της καί καταδιωκομένη υπό τινος Αιγυπτίου, έφευγε πρός τό όρος τού Πολυαράβου. Επί τής φυγής ελύθη η μακρά ζώνη της. Ο Αιγύπτιος έδραξε τήν συρομένην άκραν καί επροσπάθει νά κρατήση τοιουτοτρόπως τήν φεύγουσαν, αλλ' αύτη αφήσασα κατά γής τά τέκνα, έδραξε τήν άλλην άκραν, όπου ευρίσκετο δεδεμένος ο θησαυρός της, δέκα δίστηλα. Αισθανθείσα δέ ότι η ζώνη ετεντώθη, απέλυσεν αίφνης τήν άκραν καί πεσόντα ύπτιον τόν Αιγύπτιον ετραυμάτισε διά τής ιδίας αυτού λόγχης, καί έσωσεν εαυτήν, τά τέκνα καί τόν θησαυρόν.»
Ιστορία Ελληνικής Επαναστάσεως Σπυρίδων Τρικούπης Τόμος Δ'
«Λοιπόν εν μέσω ταραχών κ' ερίδων εμφυλίων,
ο Ιμπραήμ εισέβαλε μ' εκατοντάδας πλοίων,
ως λύκος, ωφελούμενος εις τήν ανεμοζάλην.
Εισβάλλει εις τά ποίμνια μ' ευχέρειαν μεγάλην,
κι ως χείμαρρος ορμητικός τά πάντα ανατρέπει,
ζώα καί λίθους καί φυτά, τά πάντα καταστρέφει.
Ο Ιμπραήμ καταστροφάς έφερε φρικαλέας,
κόπτων γυναίκας καί παιδιά, μωρέας καί ελαίας!
Άν φοβεράν εκδίκησιν κατά Ελλήνων πνέων,
μέ αναρίθμητον στρατόν πεζών τε καί ιππέων,
τούς Έλληνας εδίωκε νά βάλη εις αλύσεις,
καί τούτου απετύγχανε, τί έπταιεν η φύσις;
Τούς Έλληνας εκτύπησεν εδώ κ' εκεί σποράδην,
οι Έλληνες τού έστειλαν μυρίους εις τόν Άδην.
Τά πτώματά των δ' έφαγαν όρνεα 'ς τό Μανιάκι,
εις τό Κρεμμύδι, Νιόκαστρον, καί όπου συνεπλάκη.
Ο Φλέσσας κι άλλοι μαχηταί, όλοι ανδρειωμένοι,
απέθανον ως νικηταί, καί όχι νικημένοι,
καθώς οι τριακόσιοι υπό τόν Λεωνίδα,
εις Θερμοπύλας έπεσαν σώσαντες τήν Πατρίδα.
Καθώς ο Ξέρξης άλλοτε τούς κήρυκάς του στείλας,
τά όπλα τών Σπαρτιατών εζήτ' εις Θερμοπύλας.
"Ελθών λαβέ" απήντησαν αυτοί 'ς τόν αλαζόνα,
κι ανέμενον υπό σκιάν δοράτων τόν αγώνα,
Στήν Βέργαν ούν ετάχθησαν μέ ζήλον καί μέ ζέσιν,
καί ο καθείς των έλαβε τήν ορισθείσαν θέσιν,
μέ σταθεράν απόφασιν νά σώσουν τήν Πατρίδα,
ή τήν εσχάτην αίματος νά χύσωσι ρανίδα.
Κτυπούν μακρόθεν τύμπανα καί σάλπιγγες ηχούσι,
τήν εκστρατείαν τού εχθρού καθ' Αλμυρού δηλούσι.
Η χώρα επλημμύρησε στρατού τού Αιγυπτίου,
όστις κινείτ' εκ Καλαμών μέχρι τής Αγιασίου (Αγία Σιών),
καθώς αγέλη παμπληθύς αιγών τε καί προβάτων,
ως κινουμένη θάλασσα, λυσσώντων τών κυμάτων.
Τήν Βέργαν προσεγγίσαντες, εφ' όσον φθάνει σφαίρα,
τά όπλα εξεκένωσαν όλοι εις τόν αέρα.
Αλλάχ! Αλλάχ! εφώναξαν τά σμήνη μουσουλμάνων,
καί σάλπιγγες αντήχησαν καί κρότοι τών τυμπάνων.
Ευθύς εμπρός οι Αλβανοί 'ς τήν Βέργαν επιπίπτουν,
κ' οι Λάκωνες μέ πρώτον πύρ τούς πλείστους κάτω ρίπτουν.
Ορμούν κατόπιν οι ιππείς τό τείχος νά περάσουν,
οι Λάκωνες τούς απωθούν, τό τείχος πρίν νά φθάσουν.
Τό πύρ ανάπτει πανταχού 'ς αμφοτέρα τά μέρη,
ο Άρης όλεθρον πολύν, 'ς τούς μουσουλμάνους φέρει.
Όπλα ξερνούν, ως δράκοντες, καπνούς φλόγας καί σφαίρας,
καί νέφη ανυψώνονται 'ς τούς τέσσαρας αέρας.
Κραυγαί ηχούσι γοεραί καί γογγισμοί θνησκόντων,
ο Άδης τούς απορροφά εν χάσματι οδόντων,
κ' εν ώ αι σφαίραι χάλαζαν ωμοίαζον ραγδαίαν,
κατόρθωσαν Οθωμανοί νά στήσωσι σημαίαν
'ς τό τείχος, πλήν οι Λάκωνες τούς άναψαν 'ς τό κρέας,
καί φύρδην μίγδην έφυγον καί δίχως τάς σημαίας.
Τήν δέ σημαίαν έλαβον οι Λάκωνες ως λείαν,
καί έστησαν 'ς τήν θέσιν της σημαίαν των ιδίαν.
Τό γεγονός ενήπλησε μέ θάρρος τής καρδίας,
κι αλαλαγμοί αντήχηαν εις όλους ευθυμίας.
Τότε δέ ως ηλεκτρισμός 'ς τούς Τούρκους διεδόθη
η φρίκη καί η σύγχυσις 'ς αυτούς εκορυφώθη.
Κτυπούνται χωρίς νά κτυπούν καί τήν φυγήν αρχίζουν,
αυτούς εις μάτην αρχηγοί ξιφήρεις εμποδίζουν.
Οι Λάκωνες τήν σύγχυσιν τών Τούρκων ήδη βλέπουν,
κ' εμπρός ορμούν αστραπηδόν καί εις φυγήν τούς τρέπουν,
'ς τά νώτα τούς πυροβολούν κι όσους προφθάσουν κόπτουν,
ορμώντες δέ εις πτώματα Οθωμανών προσκόπτουν,
εξ ών οι μέν απέθανον, οι δέ ψυχορραγούσι,
καί κάτωχροι, ως θάνατοι, τούς οφθαλμούς σφαλούσι.
Κ' ένας παπάς εφόνευσεν εκεί 'ς τήν παραλίαν
ιππέαν Τούρκον κι αναβάς 'ς τόν ίππον, ως εις λείαν,
τόν έφερεν, ως Ηρακλής μέ λέοντα παλεύσας
τήν λεοντήν του έφερε, τόν λέοντα φονεύσας.
Οι Τούρκοι ενικήθησαν καί έφυγον δρομαίως,
αφήσαντες 'ς τό στάδιον οκτακοσίους έως,
οίτινες έγειναν τροφή κοράκων πειναλέων,
στόν Αλμυρόν Οθωμανοί δέν επανήλθον πλέον.»
Οι Μανιάτες μέ τίς νίκες τους αυτές, αφ' ενός διατήρησαν τήν ελευθερία τής γής τους, συνεχίζοντας μία
παράδοση τετρακοσίων ετών, αφ' ετέρου μέ τό παράδειγμά τους
κράτησαν ψηλά τό ηθικό τών υπόλοιπων Ελλήνων.
Μετά τήν αποτυχία του στή Μάνη, ο Ιμπραήμ συνέχισε τό καταστρεπτικό του έργο στά δερβένια τού Λεονταρίου,
καί στόν κάμπο τής Καρύταινας. Οι κάτοικοι είχαν καταφύγει στά σπήλαια
καί τά μοναστήρια τής περιοχής καί από εκεί έστηναν ενέδρες στά απομονωμένα αποσπάσματα τού Ιμπραήμ
προκαλώντας του διαρκώς απώλειες.
Ο Κολοκοτρώνης είχε στή διάθεσή του εκτός τών άλλων ένα μικρό
τακτικό σώμα υπό τήν αρχηγία τού Πορτογάλου φιλέλληνα Αλμέιδα, ένα σώμα τριακοσίων ανδρών από τή
Μικρά Ασία πού είχε οργανώσει ο Ιωάννης Καρόγλου μέ τήν ονομάσια "Ιώνιος Φάλαγξ"
καί μία ίλη ιππικού υπό τήν αρχηγία τού
Χατζή Μιχάλη Νταλιάνη. Σέ μία μάχη στό χωριό Μεχμέταγα (Γαρέα Μαντινείας) οι παραπάνω αρχηγοί
μέ τίς δυνάμεις τους καί μέ τά άτακτα σώματα τού Νικηταρά, τού Θεόδωρου Ζαχαρόπουλου καί
τού Στάικου Σταϊκόπουλου συνέτριψαν τούς Τουρκοαιγύπτιους
σκοτώνοντας περισσότερους από 300 εχθρούς.
Ο βάρβαρος εισέβαλε στήν Κορινθία θερίζοντας τίς αγροτικές σοδειές
καί καίγοντας τά χωριά Στυμφαλία, Φενεό, Ζάχολη, Καστανιά καί Λαύκα.
Οι ντόπιοι οπλαρχηγοί βρήκαν τήν ευκαιρία καί επιτέθηκαν κατά τής οπισθοφυλακής τού
Ιμπραήμ στή θέση Διάσελο Σιούρι καί σκότωσαν πολλούς Άραβες. Ο Αιγύπτιος κινήθηκε πρός τό όρος Ζήρεια
(Κυλλήνη) καί αφού άρπαξε όλα τά αιγοπρόβατα έκαψε τό χωριό Καλιάνι (Καλιανοί Κορινθίας) καί αποχώρησε
γιά τήν Τριπολιτσά.
Καθ' όλη τή διάρκεια τού καλοκαιριού καί τού φθινοπώρου τού 1826, ακολούθησε τό ίδιο σκηνικό. Ο
Ιμπραήμ επέδραμε καί λεηλατούσε τά χωριά ενώ οι Έλληνες απαντούσαν μέ κλεφτοπόλεμο. Σέ μία περίπτωση,
οι Τουρκοαιγύπτιοι είχαν κάνει μία εξόρμηση στά χωριά Λεβίδι, Χωτούσα καί Δάρα σκοτώνοντας άνδρες
καί αρπάζοντας γιδοπρόβατα καί γυναικόπαιδα. Τότε οι αγωνιστές Αδάμ Κορέλας καί παπά Δημήτρης, σέ μία
νυκτερινή επιδρομή στή θέση Αρκουδόρεμα σκότωσαν 26 μουσουλμάνους, τρέποντας σέ φυγή τούς υπόλοιπους
καί ελευθερώνοντας όλους τούς αιχμαλώτους πού είχαν μαζί τους.
Σέ άλλη περίπτωση οι Παναγιώτης Ζαφειρόπουλος, Στάικος Σταϊκόπουλος,
Νικήτας Σταματελόπουλος (Νικηταράς), Ανδρέας Μεταξάς, Ιωάννης Πέτας, Δανιήλ Πανάς, Γεώργιος Αγαλλόπουλος,
Χρήστος Κολοκοτρώνης καί Δημήτριος Τσόκρης έστησαν ενέδρα σέ μία ίλη εχθρικού ιππικού
πού έκαιγε τά χωριά Αγίος Πέτρος, Πραστός, Καστρί καί Μελιγγού καί τήν εξολόθρευσαν.
Όταν οι Αιγύπτιοι είχαν εισβάλει στήν επαρχία τού Μυστρά έστησαν τό στρατόπεδό τους κοντά στά χωριά Βέρροια καί
Μπασαρά, έχοντας μαζί τους τριακοσίους αιχμαλώτους καί χιλιάδες γιδοπρόβατα. Εναντίον τού εχθρικού
στρατοπέδου κινήθηκε ο Νικηταράς, ο παπα Δημήτρης καί ο Αντώνης Κολοκοτρώνης καί ανάγκασαν τούς
Άραβες νά αφήσουν ελεύθερους τούς αιχμαλώτους καί νά διαλύσουν τό στρατόπεδό τους,
μέ απώλειες γιά τόν εχθρό παραπάνω από 100 νεκρούς.
Στά μέσα Οκτωβρίου 1826 ο κεχαγιάς τού Ιμπραήμ κατέλαβε τά Φιλιατρά αιχμαλωτίζοντας 100 γυναίκες καί παιδιά.
Οι σκηνές τών αραπάδων γέμισαν μέ απροστάτευτα κορίτσια, τά οποία πουλούσε ο ένας στόν άλλον, προξενώντας
φρίκη στόν Ιταλό γιατρό Romei πού διέσωσε τήν πληροφορία.
Στήν Πελοπόννησο, καθ' όλη τή διάρκεια τού 1826 επικρατούσε ερήμωση καί φρίκη. Κανένας από τούς
δύο αντιπάλους δέν ήταν διατεθειμένος νά υποχωρήσει. Στά διασκορπισμένα ελληνικά στρατόπεδα
επικρατούσε τεράστια έλλειψη εφοδίων, η οποία έφερνε στούς Έλληνες τήν απελπισία. Η ελληνική κυβέρνηση
ήταν μόνο κατ' όνομα, αφού ο Ζαΐμης δέν διέθετε τά μέσα νά τροφοδοτήσει τούς απελπισμένους Πελοποννήσιους
μέ τρόφιμα καί μέ πολεμοφόδια.
Τόν ίδιο μήνα ο Κολοκοτρώνης ανέθεσε στόν Καρυτινό Βασίλειο Χαροκόπο τήν επισκευή τού κάστρου τής
Καρύταινας καί τόν εφοδιασμό του μέ κανόνια καί πολεμοφόδια, ώστε νά αποτελέσει βάση
ανεφοδιασμού γιά τά ελληνικά σώματα καί ένα ισχυρό έρεισμα αντίστασης κατά τών ορδών τού Ιμπραήμ,
όταν αυτές λεηλατούσαν τόν κάμπο τής Καρύταινας.
Οι αδιάκοπες πολεμικές επιχειρήσεις τού Ιμπραήμ είχαν επιφέρει τήν κόπωση καί στούς Τουρκοαιγύπτιους, τούς
οποίους θέριζαν εκτός από τίς ελληνικές σφαίρες, οι αρρώστιες καί τό κρύο. Δεκάδες χιλιάδες ήταν οι
απώλειες τών στρατιωτών του καί ο πατέρας του επίσης είχε κουραστεί νά τροφοδοτεί τόν γιό του μέ χρήματα
καί στρατιώτες, σέ ένα πόλεμο, ο οποίος γινόταν πρός όφελος τού σουλτάνου. Εξ άλλου ο
Αιγύπτιος σατράπης ήταν γνώστης καί τής ευρωπαϊκής διπλωματίας, η οποία ανοικτά πλέον συζητούσε τό
ενδεχόμενο τής αυτονομίας τών Ελλήνων πού ήδη πολεμούσαν γιά έκτη συνεχόμενη χρονιά τήν οθωμανική
αυτοκρατορία.
Οι σύμβουλοι τού Μωχάμετ Άλυ διαφωνούσαν μέ τήν τακτική τού βασιλιά τους να εμπλέξει τόν αιγυπτιακό
στρατό στήν Πελοπόννησο καί απέδιδαν τήν εκστρατεία σέ σχέδιο τού σουλτάνου πού ήθελε νά καταστρέψει τόν
Αιγύπτιο σατράπη, τόν οποίο καί φθονούσε γιά τήν τεράστια οικονομική καί βιομηχανική
ανάπτυξη πού είχε επιφέρει στήν Αίγυπτο. Τήν ίδια άποψη είχε καί ο Αιγύπτιος ναύαρχος Γιβραλτάρ, ο οποίος θά
πέθαινε λίγο αργότερα.
Σύμφωνα μέ τόν Απόστολο Βακαλόπουλο οι Αιγύπτιοι είχαν χάσει 30000 άνδρες μόνο στήν Πελοπόννησο καί
όσοι είχαν απομείνει ήταν σκελετωμένοι από τήν εξάντληση, τά χαλασμένα τρόφιμα
καί τίς κακουχίες. Ο ρουχισμός τους ήταν καλοκαιρινός
καί πολλοί ντύνονταν ακόμα καί μέ γυναικεία φορέματα γιά νά αντέξουν τό κρύο πού αντιμετώπιζαν στίς
χιονισμένες κορυφές τών βουνών πού τούς υποχρέωνε νά διασχίζουν ο αδίστακτος πασάς. Κάθε μέρα λιποτακτούσαν
στρατιώτες εξοργίζοντας ακόμα περισσότερο τόν Ιμπραήμ, ο οποίος ξεσπούσε τό μίσος τους στούς
αιχμαλώτους καί ακόμα καί στά δέντρα τά οποία έκαιγε κατά χιλιάδες. Σύμφωνα μέ τόν ίδιο ιστορικό,
ο Ιμπραήμ σταύρωνε τούς ιερείς πάνω στίς ελιές, τίς οποίες έκαιγε μέ σιγανή φωτιά, ενώ τούς
σκλάβους πού στρατολογούσε τούς σημάδευε μέ καυτό σίδερο, όπως σημάδευαν τά ζώα καί πολλές φορές
τούς μπάρκαρε σέ πλοία γιά νά τούς πουλήσει στά σκλαβοπάζαρα τής Αιγύπτου.
«Ανεχώρησα καί εγώ εις τό Μάνεσι (Μάνεση Μεσσηνίας), όπου είχα τό επίλοιπο στράτευμα, διατί δέν είχα τροφάς νά σταθώ εκεί. Περάσοντας δέκα ή δεκαπέντε ημέρας ο Ιμπραΐμης εκίνησε τήν καβαλλαριάν νά έμβει εις τήν Μάνην από τό Αρμυρό, καί τό πεζικό στράτευμα τό εμβαρκάρισε εις τά καράβια καί τό εξεμπαρκάρισε εις τό Βηρό (Δηρό), εις τήν Τσίμοβαν (Αρεόπολη) πλευρά. Οι Μανιάτες επετάχθηκαν καί οι γυναίκες, καί επελάγωσαν τούς Τούρκους καί τούς έκαμαν πολύν αφανισμόν. Αντεστάθηκαν καί εις τήν Βέργαν εις τήν καβαλλαρίαν, καί αφού είδε ο Ιμπραΐμης ότι δέν κάμνει τίποτε, ετραβήχθηκε εις τά μεσσηνιακά φρούρια. Εις τό Μάνεσι έκαμα δέκα ημέρες.
Εκεί έλαβα ένα γράμμα από τούς οπλαρχηγούς τούς Ρουμελιώτες, οπού ήτον εις τό Ναύπλιον, Καραϊσκάκης, Τζαβέλας, Κώστας Μπότζαρης, Λάμπρος Βέϊκος, Γεώργιος Δράκος καί άλλοι οπλαρχηγοί από τήν φρουράν τού Μισολογγιού, καί μέ έγραψαν νά υπάγω νά ομιλήσωμεν νά ενωθούμεν όλοι, καί νά πάρωμεν μέτρα όλοι συμφώνως, καί νά βαρέσωμεν τόν εχθρόν. Άφηκα αντιπρόσωπόν μου εις αυτό τό στράτευμα τόν Γεωργάκη Γιατράκο, καί εγώ επήρα 50 νομάτους καί επήγα εις τό Άργος. Εκεί έστειλα εις τό Ναύπλιον καί ήλθε εις τό Άργος ο Καραϊσκάκης, Τζαβέλας καί λοιποί. Ο Κώστας Μπότσαρης καί μερικοί άλλοι τούς κράτησε ο Ζαΐμης καί τούς έκαμε νά μήν ελθούν νά ενωθούμεν τά στρατεύματα.
Οι σταφίδες εκόντευαν νά γενούν, ο Γιάννης καί ο Παναγιώτης Νοταράδες άρχισαν νά τρώγουνται. Η αιτία ήτον, αυτή η επαρχία τής Κορίνθου. Τό μεγαλείτερον μέρος ήθελε αρχηγόν τόν Παναγιώτην. Ο Γιάννης επήρε μισθωτούς καί υποστηριγμένος καί από τήν κυβέρνησιν ήθελε νά υποχρεώσει τήν επαρχίαν νά είναι υπό αυτόν, καί όχι υπό τόν Παναγιωτάκη, καί έτζι άρχισαν καί πολεμούσαν ανάμεσόν των. (Ο Παναγιώτης Νοταράς στηριζόταν από τόν Κολοκοτρώνη, ενώ ο Ιωάννης από τόν Ζαΐμη.)
Όταν ανταμώσαμεν μέ τόν Καραϊσκάκην καί λοιπούς οπλαρχηγούς, ωρκισθήκαμεν νά είμεθα όλοι ενωμένοι νά νικήσωμεν τόν εχθρόν, νά στείλωμεν μίαν επιτροπήν εις τήν Βοστίτζα (Αίγιο) καί Κόρινθον, καί όσα συναχθούν νά πληρωθούν όσοι κινήσουν κατά τού εχθρού. Ο Ιμπραΐμης ήλθε τότε εις τήν Τριπολιτζά εκίνησε κατά τόν Άγιο Πέτρο καί εκατέβηκε εις τό Άστρος. Ο Παναγιώτης Ζαφειρόπουλος μέ έδωσε είδησιν, έστειλα τό Νικήτα μέ διακόσιους καί εκλείσθηκε εις τό Καστράκι. Οι Τούρκοι επήραν όλην τήν Τζακωνιά πλαστρί.
Εγώ παίρνω εκατό ανθρώπους καί πηγαίνω εις τά χωριά τής Κορίνθου, οπού είχα γράψει νά έλθει ο Γενναίος καί Κολιόπουλος (Δημήτριος Πλαπούτας). Τόν Γενναίον τόν έστειλα μέ χίλιους εις βοήθειαν εις τό Άστρος, ήλθε καί ο Κολιόπουλος μέ άλλους χίλιους, τόν έστειλα καί αυτόν, έφθασε καί ο Κανέλλος Δεληγιάννης μέ πεντακόσιους, τριακοσίους έστειλε εις βοήθειαν τού Παναγιωτάκη Νοταρά, διότι οι Δεληγιανναίοι εβοηθούσαν τόν Παναγιωτάκη, επειδή τόν είχαν συμπέθερο, καί ο Ζαΐμης καί Λόντος τόν Γιάννη Νοταρά. Εις τά Κλιμεντοκαίσαρα εσμίξαμε μέ τόν Ζαΐμη καί μέ τούς λοιπούς αρχηγούς. Ο Καραϊσκάκης είχε κινήσει διά τήν εκστρατείαν τής Ρούμελης. Ο Παναγιώτης είχε μερικούς ανθρώπους του εις τό Σοφικό, πηγαίνει ο Γιάννης, καί διά νά τούς βγάλει καίει όλο τό χωριό, τοιούτης λογής εφέροντο.
Ο Καραϊσκάκης, αφού εβγήκε εις τήν Ρούμελη, έγραψε καί εζητούσε βοήθειαν καί τότε εκίνησαν οι οπλαρχηγοί Ρουμελιώτες, καί ο Γιάννης Νοταράς ήλθε εις τόν Φαληρέα. Ο Ιμπραΐμης έκαψε όλα τά χωριά τού Αγίου Πέτρου καί Πραστού, ο λαός εγλύτωσε εις τό Λενίδι, καί επήγε έως τό Μυστρά καίοντας καί εγύρισε εις τήν Τριπολιτζά. Ο Γενναίος, Νικήτας, Κολιόπουλος δέν έλειπαν νά παγαίνουν από κοντά μέ ακροβολισμούς πολεμούντες τον. Ο Γενναίος ήλθε εις τά χωριά τής Κορίνθου, καί ο Κολιόπουλος, τούς έστειλα πάλιν οπίσω. Επήγε εις τήν Αλωνίσταινα. Ήτον εκεί καί ο Μελετόπουλος καί ο Νικολάκης Πετιμεζάς, έκαμαν ένα καλόν ακροβολισμόν καί εσκοτώθηκαν αρκετοί Τούρκοι.
Οι Τούρκοι, οπού ήτον εις τήν Τριπολιτζά, είχαν συνήθεια κάθε ημέραν κατά τές Ρίζες καί εθέριζαν καί εμάζευαν καί χορτάρι. Έστειλα καταπατητάδες καί επαρατήρησαν. Σηκώνομαι διά νυχτός, χωρίζω τήν άτακτη καβαλλαρία, επί κεφαλής ο Χατζή Μιχάλης, καί πηγαίνει μέ τό Νικηταρά μέ χίλιους νά πάγουν νά χωσασθούν (στήσουν ενέδρα) κρυφά, καί ο Παναγιωτάκης Γιατράκος μέ άλλους χίλιους καί μέ τήν τακτικήν καβαλλαρίαν, αρχηγός Αλμέιδας. Εγώ εβάσταξα τέσσαρους καί έμεινα εις τό κέντρο, μέ συμφωνία νά ιδώ τούς Τούρκους καί άμα τούς κάμω σινιάλο νά εβγούν από τές χωσές νά περιζώσουν τούς Τούρκους. Εκείνη τήν ημέραν δέν ήλθαν οι Τούρκοι εκεί οπού τούς προσμέναμεν. Οι Τούρκοι έβγαλαν τριακόσιους τακτικούς καραμπινιέρηδες, μέ σκοπόν νά περιφέρονται εις τά χωριά, νά κοιτάζουν μήπως οι Έλληνες είναι χωσασμένοι καί πειράξουν τούς πολλούς Τούρκους, οπού εθέριζαν εις τούς κάμπους, διατί οι Έλληνες έκαμναν χωσιές κάθε ημέραν καί εσκοτώνοντο πέντε έξ τήν ημέρα, καί έδιδα εις κάθε Έλληνα οπού μού έφερνε από ένα κεφάλι καί ένα τουφέκι, ή ζωντανόν από ένα τάλλαρο.
Οι Τούρκοι εκίνησαν διά νά περιέλθουν. Ήλθαν εις ένα χωριό Μεϊμέταγα ονομαζόμενον. Ήτον εκεί ένας πύργος καί διά νά μή κλεισθούν εκεί, δέν έκαμα τό σινιάλο, παρά αφού τούς άφησα καί εβγήκανε από τό χωριό κάμποσο. Τούς κάμνω τό σημείον καί ευθύς πετάεται η καβαλλαρία οπού ήτον μέ τό Νικήτα καί απαντούνται έξαφνα μέ τούς Τούρκους. Οι Τούρκοι εδοκίμασαν νά σταθούν εις τόν κάμπον, κάμνοντες τετράγωνον, όμως βλέποντες τήν καβαλλαρία καί τό πεζικό, οπού τούς επλάκωσε από όλα τά μέρη, εγύρισαν εις τό χωριό. Δέν εμπόρεσαν νά πιάσουν τόν πύργο. Εις μισή ώρα μόνον τέσσαρες εγλύτωσαν από 300, τέτοιο σκότωμα δέν είδα ποτέ μου. Όλοι οι καβαλλαραίοι Τούρκοι ήκουσαν τόν πόλεμον καί ήλθαν πρός βοήθειαν, αλλά δέν εκατάφθασαν κανένα ζωντανόν.
Τούς είχα ειπεί από τό βράδυ, ότι άν ιδώ στρατεύματα νά έρχονται τούρκικα σάς κάμνω σινιάλο καί τραβιέσθε κατά τό μέρος όπου ήμουν. Τούς έκαμα τό σημείον, ο Νικήτας δέν ακολούθησε, καθώς τού είχα ειπεί, οι Τούρκοι τούς πηγαίνουν από κοντά έως τό βράδυ, ο Νικήτας εστάθηκε μέ μιά τριανταριά, εσκότωσεν έναν σημαντικό Τούρκο καί έτζι εγύρισαν οι Τούρκοι καί ημείς ανταμώθημεν όλοι υγιείς εις τόν Άγιο Πέτρο. Τά μουσκέτα καί τά ταμπούρλα τά έστειλα εις τό Ναύπλιον. Επήγα εις τό Ναύπλιον διά νά πάρω πολεμοφόδια καί νά επιστρέψω οπίσω διά νά κάμνω από αυτές τές χωσιές. Οι Έλληνες εθάρρευαν καί εκατέβαιναν εις τόν κάμπον όταν είχαμε καβαλλαρία. Εις αυτόν τόν πόλεμον εφέρθηκαν όλοι μέ ανδρείαν, ο Θεοδωρής Ζαχαρόπουλος διακρίθηκε περισσότερον, διότι έπεσε μέσα εις ένα σπίτι όπου ήτον είκοσι Τούρκοι καί τούς εχάλασε. Ο Σταμάτης Μήτσας ελαβώθηκε εις τό ποδάρι από μπαγιονέτα.»
Απομνημονεύματα Κολοκοτρώνη - Τερτσέτης Γεώργιος
Οι έριδες μεταξύ τών Ελλήνων καλά κρατούσαν ακόμα καί όταν ο Ιμπραήμ μετέτρεπε τήν Πελοπόννησο σέ κρανίου τόπο
κόβοντας δέντρα καί καίγοντας χωριά. Στήν Κορινθία δύο ξαδέλφια,
ο Ιωάννης καί ο Παναγιωτάκης Νοταράς
ξεκίνησαν εμφύλιο πόλεμο πρώτα γιά τά μάτια τής κόρης τού Θεοχάρη Ρέντη καί στή συνέχεια γιά τό θέμα τής
διανομής τών κερδών από τόν τρύγο τής σταφίδας στίς επαρχίες τής Κορίνθου καί τής Βοστίτσας (Αιγίου).
Όλοι οι οπλαρχηγοί ενδιαφέρονταν νά συμμετάσχουν στά κέρδη από τά έσοδα τής σταφίδας καί έτσι η διαφωνία
επεκτάθηκε καί σέ υψηλότερο επίπεδο. Οι Κολοκοτρώνης καί Δεληγιάννης ζητούσαν νά διατεθούν
τά εισοδήματα από τήν πώληση τής σταφίδας γιά τίς ανάγκες τών στρατευμάτων, άποψη μέ τήν
οποία διαφωνούσε ο αρχηγός τής κυβέρνησης Ζαΐμης καί ο Λόντος.
Τελικά οι διενέξεις εξελίχθηκαν σέ φονικές μάχης, όπως
στήν περίπτωση τού χωριού Σοφικό, τό οποίο λεηλάτησε ο κυβερνητικός Ιωάννης Νοταράς ενώ
οι άνδρες του βίασαν τίς γυναίκες τού χωριού καί έκαψαν τό πευκόδασος από τό οποίο οι κάτοικοι
τού χωριού έβγαζαν τό ρετσίνι.
-------------------
Youtube channel
----------------
Books and movies
----------------
www.agiasofia.com
-----------------